
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 7534/2021
16 Απριλίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.R.M.N.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κ. Μάρκου (κος) για Αλεξάνδρου και Μάρκου, Δικηγόροι για τον Αιτητή
Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 27/10/2021 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 01/11/2021 και δια της οποίας αφενός μεν απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, αφετέρου δε διατάχθηκε η επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερούμενη νομικού αποτελέσματος. Επικουρικά ο Αιτητής ζητά οιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε και κρίνει δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ») και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών στις 27/09/2021. Στις 14/10/2021 υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 25/10/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε σχετική Έκθεση και Εισήγηση στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή στις 27/10/2021, η οποία εγκρίθηκε αυθημερόν. Στις 01/11/2021, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου σε γλώσσα κατανοητή για τον αιτητή, ήτοι τη Γαλλική.
Στις 08/11/2021 ο Αιτητής καταχώρησε αυτοπροσώπως, την παρούσα προσφυγή, δηλώνοντας ότι στη χώρα καταγωγής του κινδυνεύει η ζωή του λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού.
Στις 17/05/2022 ο Αιτητής κατόπιν διορισμού δικηγόρου, καταχώρησε αίτηση τροποποίησης της παρούσας προσφυγής. Η αίτηση τροποποίησης έγινε δεκτή από το παρόν Δικαστήριο κατόπιν της σύμφωνης γνώμης των καθ΄ων η αίτηση και στις 19/05/2022 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης. Στις 14/06/2022 καταχωρήθηκε η τροποποιηθείσα προσφυγή.
Δια του εισαγωγικού τους δικογράφου, οι δικηγόροι του Αιτητή προωθούν αορίστως πλήθος νομικών ισχυρισμών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης, οι οποίοι ωστόσο δεν προωθούνται στο σύνολό του δια της γραπτής τους αγόρευσης.
Με την γραπτή αγόρευση, δια του συνηγόρου του, ο αιτητής προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης. Ειδικότερα, αποτελεί θέση του αιτητή ότι το αποφασίζον όργανο, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είχε ενώπιον του επίσημη μετάφραση της αίτησης ασύλου και του ερωτηματολογίου του Δουβλίνου, σ’ αντίθεση με τις ρητές και ξεκάθαρες πρόνοιες του Ν. 6(Ι)/2000 και/ή του Ν. 158(Ι)/1999, έτσι ώστε να διερευνήσει δεόντως τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.
Ακολούθως, ο συνήγορος του αιτητή εγείρει το θέμα της απόφασης επιστροφής. Ειδικότερα, οι συνήγοροι του Αιτητή στρέφονται εναντίον της απόφασης επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προσβαλλόμενης και προωθώντας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση τελούσαν υπό καθεστώς πλάνης περί το Νόμο, αφού εξέδωσαν απόφαση επιστροφής του, παραγνωρίζοντας ότι ο αιτητής θεωρείται Αιτητής Ασύλου για την περίοδο τριάντα (30) ημερών από την ημέρα λήψης της προβαλλόμενης, κατά την οποία διατηρεί δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του περί Προσφύγων Νόμου και της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Προσθέτουν δε ότι η απόφαση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του στερείται πραγματικής και/ή νομικής βάσης, καθώς δεν αναφέρεται στο άρθρο 18ΟΗ του Κεφ. 105, το οποίο έχει νομικό έρεισμα και δικαιοδοσία και/ή εξουσία για έκδοση απόφασης επιστροφής.
Περαιτέρω, ο συνήγορος του αιτητή, αντιτάσσει ότι το αποφασίζον πρόσωπο, ήτοι ο κος Αγρότης δεν ήτο δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να εκδώσει απόφαση επιστροφής βάσει του Κεφ. 105, ενώ απουσιάζουν παντελώς τα πραγματικά και νομικά γεγονότα πάνω στα οποία βάσισε αυτήν του την απόφαση. Συνεπώς, το αποφασίζον πρόσωπο εξέδωσε παράνομα και/ή παράτυπα απόφαση επιστροφής εναντίον του αιτητή. Συγκεκριμένα, οι συνήγοροι του Αιτητή προωθούν ότι ο κος Ανδρέας Αγρότης εξουσιοδοτήθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και όχι από τον Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο (Κ. 105).
Στη συνέχεια οι συνήγοροι του Αιτητή προωθούν ότι η Υπηρεσία Ασύλου παρέλειψε να παραπέμψει, ως όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 15 του Περί Προσφύγων Νόμου, τον Αιτητή σε ψυχολογική εξέταση. Εγείρουν συναφώς ότι ο Αιτητής είναι ευάλωτο άτομο λόγω του ότι υπήρξε θύμα βασανιστηρίων και/ή άλλων μορφών σοβαρής ψυχολογικής και σωματικής βίας, γεγονός το οποίο δεν λήφθηκε ουδόλως υπόψιν από την αρμόδια λειτουργό, αν και θα έπρεπε ο Αιτητής να τύχει δέουσας και εξατομικευμένης αξιολόγησης.
Ακολούθως οι συνήγοροι του Αιτητή κρίνουν ως λανθασμένη και παραπλανητική την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση και ότι υπέπεσαν σε λανθασμένη εφαρμογή του μοντέλου DSSH. Προσθέτουν ότι η λειτουργός που διεξήγαγε την προφορική συνέντευξη του Αιτητή δεν είχε την απαιτούμενη γνώση και εκπαίδευση και/ή κατάρτιση για να πραγματοποιήσει την συνέντευξη και να εφαρμόσει το μοντέλο DSSH.
Παράλληλα, οι συνήγοροι του Αιτητή υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος να του παρασχεθεί βοήθεια από εγγεγραμμένο και/ή αναγνωρισμένο από τις αρχές της Δημοκρατίας διερμηνέα και/ή μεταφραστή, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα ο διερμηνέας που επιλέγηκε κατά τη συνέντευξη του Αιτητή να είναι μη ικανός και ως εκ τούτου να μη εξασφαλίστηκε η δέουσα επικοινωνία ανάμεσα σε εκείνον και τον Αιτητή έτσι ώστε να αποτυπωθούν με ακρίβεια τα όσα ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης.
Προς επίρρωση του ισχυρισμού περί μη διεξαγωγή δέουσας και/ή εξατομικευμένης έρευνας ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εξέτασαν κατά πόσον η χώρα καταγωγής του αιτητή είναι ασφαλής από αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης.
Περαιτέρω, προβάλλεται ο ισχυρισμός περί ελλιπούς αιτιολογίας. Είναι η θέση του αιτητή, ότι το σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποτελεί την προσήκουσα, σαφή, ειδική, ορισμένη, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Στη συνέχεια οι συνήγοροι του Αιτητή προωθούν ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του Αιτητή (άρθρο 43(1) του Ν. 158(Ι)/99). Ειδικότερα, οι συνήγοροι του Αιτητή προωθούν ότι το δικαίωμα ακρόασης είναι συνδεδεμένο με τη δέουσα έρευνα και την αιτιολογία της προσβαλλόμενης, εν προκειμένω όμως και δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσμενής για τον Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν άκουσαν και δεν στάθμισαν το σύνολο των στοιχείων που είχαν ενώπιόν τους, στερώντας από τον Αιτητή το δικαίωμα της ακρόασης.
Κατά το τελικό στάδιο της γραπτής τους αγόρευσης, οι συνήγοροι του Αιτητή αναλύουν τους ισχυρισμούς περί κατάχρησης εξουσίας και/ή κακής και/ή πεπλανημένης εξουσίας, παραβίαση των αρχών παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του διοικούμενου από τη διοίκηση.
Ο συνήγορος της Δημοκρατίας, μέσω της δικής του αγόρευσης προωθεί ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ΄ ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως και ορθώς αιτιολογημένη κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Ισχυρίζεται ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει ο Αιτητής δια της καταχωρισθείσας προσφυγής δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 6 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, αφού η ανάπτυξη των Νομικών Ισχυρισμών στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή δεν ακολουθεί τον Κανονισμό 6 των περί Λειτουργίας του Δ.Δ.Δ.Π. Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, αφού οι συνήγοροι του Αιτητή προβαίνουν απλά σε μια αόριστη παράθεση κάποιων λόγων ακύρωσης από την οποία ωστόσο, δεν προκύπτει οιοδήποτε μεμπτό σημείο, όσον αφορά τις πράξεις και/ή ενέργειες των Καθ΄ων η αίτηση.
Προχωρώντας ακολούθως στη αντίκρουση των νομικών ισχυρισμών που προώθησαν οι συνήγοροι του Αιτητή και ως προς την έλλειψη της πλήρους μετάφρασης του αιτήματος του Αιτητή, ο συνήγορος της Δημοκρατίας υποστηρίζει ότι ο Αιτητής είχε τη δυνατότητα κατά το στάδιο της προφορικής του συνέντευξης να αναπτύξει πλήρως και λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, σημειώνοντας ότι οι συνήγοροι του Αιτητή δεν αναπτύσσουν σε κανένα σημείο της γραπτής τους αγόρευσης ποιο είναι το στοιχείο και/ή πόρισμα και/ή ισχυρισμός ο οποίος καταγράφεται στην αρχική αίτηση του Αιτητή και το οποίο δεν του δόθηκε η δυνατότητα να παρουσιάζει κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης.
Ως προς την απόφαση επιστροφής και ως προς την αναρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου καθώς και την αμφισβήτηση της νομικής βάσης της απόφασης επιστροφής του Αιτητή στη ΛΔΚ, ο συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση εγείρει ότι ο κος Αγρότης έχει εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό όπως εκτελεί καθήκοντα προϊσταμένου, γεγονός που έχει κριθεί άλλωστε Νομολογιακά, ενώ ως προς την απόφαση επιστροφής υποστηρίζει ότι στη βάση του άρθρου 13(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ο Προιστάμενος έχει τη δυνατότητα όπως απορρίψει την αίτηση του εκάστοτε αιτητή/τριας και να εκδώσει απόφαση επιστροφής του/της στη χώρα καταγωγής του/της.
Σε σχέση με τους λόγους ακύρωσης γύρω από την έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους της διοίκησης λόγω της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στη ΛΔΚ, ο συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζει ότι καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός θα πρέπει ομοίως να απορριφθεί.
Ως προς τον ισχυρισμό των συνηγόρων του Αιτητή γύρω από την ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλομένης, ο συνήγορος των Καθ΄ ων η αίτηση προωθεί ότι όλες οι ενέργειες των Καθ΄ων η αίτηση είναι δικαιολογημένες, ενώ οι Καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν εύλογα, εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας και εξέτασαν πλήρως την αίτηση του Αιτητή.
Αναφορικά δε με το λόγο ακύρωσης γύρω από τη στέρηση του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή, ο συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση παραπέμπει στην προφορική συνέντευξη του Αιτητή και προωθεί όπως ο εν λόγω ισχυρισμός απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.
Ως προς τους λόγους ακύρωσης, τέλος, γύρω από κατάχρηση και/ή κακή και/ή πεπλανημένη άσκηση εξουσίας, την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση, ο συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζει ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν έχουν εξειδικευτεί και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αόριστοι.
Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ήτοι την απόφαση επιστροφής, θα εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά προτεραιότητα, καθότι σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αρμοδιότητα του οργάνου αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως που μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο ( βλ. σχετικά Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255).
Η εκχώρηση εξουσιών που από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σε λειτουργούς είναι καθ΄ όλα νόμιμη και έχει πολλάκις κριθεί νομολογιακά.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, όπου δίνεται η έννοια του Προϊσταμένου (παραθέτω αυτολεξεί): "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»
Σύμφωνα με τον περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμος του 1962 (Ν. 23/1962), άρθρο 3(2)( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «(2) Οσάκις δυvάμει Νόμoυ ή διoικητικής πράξεως γεvoμέvης κατ' εξoυσιoδότησιv Νόμoυ Υπoυργός τις ή Αvεξάρτητoς τις Αξιωματoύχoς της Δημoκρατίας ή ετέρα αρχή εv τη Δημoκρατία κέκτηται εξoυσίας εvασκήσεως oιωvδήπoτε εξoυσιώv απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, o τoιoύτoς Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή, εκτός εάv διά Νόμoυ ρητώς απαγoρεύεται τoύτo, δύvαται vα εξoυσιoδoτήση εγγράφως oιovδήπoτε πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, όπως εvασκή τας τoιαύτας εξoυσίας εκ μέρoυς τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, υπό τoιoύτoυς όρoυς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως o Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή ήθελεv εv τη τoιαύτη εξoυσιoδoτήσει καθoρίσει.»
Ως διαπιστώνω από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε, η έκθεση εισήγηση έγινε από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Άσυλου. Ακολούθως, εξετάστηκε, και η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίθηκε και υπογράφτηκε από τον κ. Ανδρέα Αγρότη, Διοικητικό Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί γι΄ αυτό από τον Υπουργό Εσωτερικών ( βλ. ερυθρό 45 του Διοικητικού Φακέλου). Η επίδικη απόφαση λήφθηκε με την έγκριση της έκθεσης εισήγησης από τον αρμόδιο λειτουργό κο Αγρότη. Ειδικότερα, ως μπορεί να διαπιστωθεί από την έκθεση- εισήγηση, υπάρχει σχετική σφραγίδα στο εμπροσθόφυλλο της η οποία αναφέρει «Υπηρεσία Ασύλου. Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», η σφραγίδα με το όνομα του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού να εκτελεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κου Αγρότη, η μονογραφή του και η ημερομηνία λήψης της απόφασης.
Ως εκ τούτου φαίνεται καθαρά ότι το πρόσωπο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ο κος Αγρότης, ο οποίος ήταν εξουσιοδοτημένος περί τούτου από τον Υπουργό Εσωτερικών με βάση την επιστολή ημερ. 24/02/2021 που είναι κατατεθειμένη στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (ερυθρό 45).
Συνακόλουθα, ο νόμιμα εξουσιοδοτημένος λειτουργός που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, προχώρησε και έκδωσε και την απόφαση επιστροφής του αιτούντος ως ρητά προνοείται στο άρθρο 13 (2) (δ) και 18 (7Β) (Α1) αντίστοιχα του Περί Προσφύγων Νόμου, μιας και ως προβλέπεται εκεί η απόφαση επιστροφής αποτελεί ‘αναπόσπαστο τμήμα της απορριπτικής απόφασης’ και ‘ενσωματώνεται’ σ’ αυτήν.
Ειδικότερα, στο άρθρο 13 του Περί Προσφύγων Νόμου, αναφέρεται (η υπογράμμιση και επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
« 13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ.
(2) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του:
(α) Να αναγνωρίσει τον αιτητή ως πρόσφυγα·
(β) να αναγνωρίσει στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας·
(γ) [Διαγράφηκε]·
(δ) να απορρίψει την αίτηση και εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:
Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8.
[…]».
Στο άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου αναφέρεται ( η υπογράμμιση και επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
« […]
(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας -
(α) Αναφέρει στην απόφασή του τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης,
(α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, και
(β) ενημερώνει διά της απόφασής του τον αιτητή περί του δικαιώματός του να προσφύγει κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για τη φύση και μορφή αυτής της προσφυγής και για την προθεσμία άσκησής της σύμφωνα με το εν λόγω Άρθρο.
[…]».
Περαιτέρω, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι η εξουσιοδότηση που παραχωρήθηκε στην Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 10/11/2020 (ερυθρό 44 του Δ.Φ.) από τον Υπουργό Εσωτερικών περιλαμβάνει και τις εξουσίες τις οποίες παρέχουν τα άρθρα 18 ΟΗ και 18ΟΘ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105). Παραθέτω αυτολεξεί « […] εξουσιοδοτώ την [..] Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου, να ασκεί εκ μέρους μου τις εξουσίες τις οποίες μου παρέχουν τα άρθρα 18ΟΗ και 18ΟΘ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.».
Να σημειωθεί ότι το άρθρο 18ΟΗ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ( Κεφ. 105) αφορά την απόφαση επιστροφής και ενόψει τούτου δόθηκε ρητώς η εξουσία στην Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου να αποφασίζει και να εκδίδει τις αποφάσεις επιστροφής.
Συνακόλουθα, η εξουσιοδότηση που παραχωρήθηκε στον λειτουργό κο Αγρότη ημερ. 24/02/2021 παραχωρεί το δικαίωμα στον εν λόγω να ασκεί όλα τα καθήκοντα του/ης Προϊσταμένου/ης της Υπηρεσίας Ασύλου. Παραθέτω αυτολεξεί: « [..] Κατόπιν των ανωτέρω, εξουσιοδοτώ τον κο Αντρέα Αγρότη, Διοικητικό Λειτουργό αορίστου χρόνου στην Υπηρεσία Ασύλου για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. [..]».
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, καταλήγω ότι ο κος Αγρότης είχε ρητή εξουσιοδότηση να εκδώσει την απόφαση επιστροφής καθότι του εκχωρήθηκε ρητώς το δικαίωμα να ασκεί όλες τις εξουσίες της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Ασύλου, μεταξύ των οποίων και των αποφάσεων επιστροφής δυνάμει του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ( Κεφ. 105) – μιας και η εν λόγω εξουσία παραχωρήθηκε ρητώς στην ίδια την Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου από τον ίδιο τον Υπουργό ( βλ. εξουσιοδότηση ερυθρό 44 ημερ. 10/11/20), ως παραθέτω ανωτέρω, εξουσία η οποία δόθηκε συνακόλουθα και στον κο Αγρότη στη βάση της μετέπειτα εκδοθείσας εξουσιοδότησης ημερ. 24/02/21 ( βλ. εξουσιοδότηση ερυθρό 45), όπου στην εν λόγω πέραν της γενικής εξουσιοδότησης που παραχωρείται στον εν λόγω λειτουργό για άσκηση όλων των καθηκόντων της Προϊσταμένης, παραχωρείται και ειδικότερη εξουσιοδότηση ‘ έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας’, όπου ως αναφέρθηκε ανωτέρω οι αποφάσεις επιστροφής ενσωματώνονται σ’αυτές και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος τους.
Συνεπώς, καταλήγω ότι κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ο κος Αγρότης είχε αρμοδιότητα και ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να το πράξει τούτο.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Περαιτέρω, προχωρώ να εξετάσω τα ζητήματα που ανακύπτουν σύμφωνα με τον συνήγορο του αιτητή όσον αφορά την νομιμότητα της απόφασης επιστροφής.
Όσον αφορά την νομική βάση της απόφασης επιστροφής, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι η εν λόγω έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω και παρέλκει η επανάληψη της.
Επί του ισχυρισμού ότι ο αιτητής εξακολουθούσε να θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας, και ενόψει τούτου, δεν θα έπρεπε να εκδοθεί απόφαση επιστροφής, συντάσσομαι με την θέση της αδελφής μου δικαστού Κ. Κλεάνθους, στα πλαίσια της υπόθεσης JLM ν. Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 8494/21, 16/4/2024, στην οποία αναφέρεται ότι το ενωσιακό δίκαιο επιτρέπει την παράλληλη έκδοση απόφασης επί αιτήματος διεθνούς προστασίας και απόφασης επιστροφής, εάν και εφόσον υπάρχει αναστολή της εν λόγω απόφασης μέχρι την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ή εάν και εφόσον ασκηθεί προσφυγή, μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης, νοουμένου επίσης ότι διασφαλίζονται τα δικαιώματα του αιτητή ως αιτούντος διεθνούς προστασίας. Παραθέτω κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα το οποίο υιοθετώ:
« […]
86. Σχετικά με τον ισχυρισμό περί νομιμοποίησης των Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε έκδοση απόφασης επιστροφής, ενόψει της ιδιότητας της Αιτήτριας ως Αιτήτριας ασύλου , επισημαίνεται ότι βάσει του άρθρου 18 (7Β) (α1) του Περί Προσφύγων Νόμου (η υπογράμμιση είναι δική μου), έπειτα από την τροποποίηση με τον 142(I)/ 2020 Τροποποιητικό Νόμο «(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας - [.](α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, [.]».
87. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η ορθότητα της εναρμόνισης και των εθνικών εναρμονιστικών διατάξεων, οι οποίες είναι αυτές που έχουν άμεση ισχύ καταρχήν και όχι οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/32. (Βλ. Α.Ε. Αρ. 56/2010, Sigma Radio T.V. Public v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 3.4.2015, Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 81/19, xxx Alabdala v. Δημοκρατίας, ημερ. 20.7.2021 ECLI:CY:AD:2021:A330, Απόφαση του του ΔΕΕ, της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing S.A, σκέψη 8).
88. Το ΔΕΕ εξάλλου στην απόφαση Gnandi (απόφαση στην υπόθεση C-181/16, Gnandi, ημερ. 19.6.2018, ECLI:EU:C:2018:465) εξετάζοντας νομοθεσία κράτους- μέλους η οποία χορηγούσε αρμοδιότητα έκδοσης απόφασης επιστροφής ήδη από την απόρριψη αίτησης παροχής καθεστώτος διεθνούς προστασίας από την αρμόδια αρχή, έκρινε ότι:
«Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και τις διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με την οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, και με γνώμονα την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, που κατοχυρώνονται με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτήν η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως της αιτήσεως αυτής ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως και, ως εκ τούτου, πριν από την εκδίκαση της ένδικης προσφυγής κατά της απορρίψεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι το οικείο κράτος μέλος διασφαλίζει την αναστολή του συνόλου των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής αυτής, ότι ο αιτών αυτός δύναται, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, και να προβάλει οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων η οποία επήλθε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής περί επιστροφής και η οποία δύναται να έχει ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου βάσει της οδηγίας 2008/115, ιδίως δε του άρθρου της 5, στοιχεία των οποίων η διακρίβωση απόκειται στο εθνικό δικαστήριο.».
89. Λαμβάνοντας υπόψιν την αναστολή της απόφασης επιστροφής και της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης μέχρι την έκδοση απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, την οποία η Αιτήτρια πληροφορήθηκε (ερ. 50 διοικητικού φακέλου), ότι δεν λαμβάνει χώρα επίκληση οποιασδήποτε στέρησης των δικαιωμάτων της ως αιτούσας άσυλου, καθώς και την αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου όπως αυτή καθορίζεται από το άρθρο 11(1)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, δεν είναι δυνατό παρά να κριθεί ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη σε έκδοση της απόφασης επιστροφής δρώντας σε συμφωνία με τον περί Προσφύγων Νόμο και το πρωτογενές και παράγωγο ενωσιακό δίκαιο.
[…]».
Επομένως, σύμφωνα με τα πιο πάνω λεχθέντα, εμφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκδωσε την απόφαση επιστροφής σύμφωνα με το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο, συμμορφούμενος με τις επιταγές του καθότι ως μπορεί να διαπιστωθεί από την επιστολή ημερ. 01/11/2021 ( ερυθρό 47 του Διοικητικού Φακέλου), ο αιτητής ενημερώθηκε δεόντως περί του ότι η απόφαση επιστροφής του και η οικειοθελής αναχώρησης του αναστέλλονται είτε μέχρι την λήξη της χρονικής περιόδου που τίθεται για προσβολή της προσβαλλόμενης απόφασης, σε περίπτωση που δεν καταχωρηθεί σχετική προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο είτε με την έκδοση δικαστικής απόφασης από το ΔΔΔΠ όπου απορρίπτεται η προσφυγή. Πρόσθετα, δεν προβλήθηκε από τον συνήγορο του αιτητή οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι έχει λάβει χώρα οποιαδήποτε στέρηση των δικαιωμάτων του αιτούντος εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής αυτής, ούτως ώστε να χωρούσε επίκληση τέτοιου είδους ισχυρισμού.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό περί του ότι το αποφασίζον όργανο δεν είχε ενώπιον του τις ακριβείς μεταφράσεις της αρχικής αίτησης ασύλου και του ερωτηματολογίου του Δουβλίνου, με συνέπεια να μην ληφθούν υπόψη ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και ισχυρισμοί του αιτητή.
Ο αιτητής είχε την δυνατότητα να προβάλει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, όπου ερωτήθηκε επακριβώς περί τούτου, επομένως δεν εμφαίνεται με ποιο τρόπο η μη ακριβής μετάφραση, ως ισχυρίζεται ο συνήγορος του αιτητή, επενέργησε στο να στερηθούν τα όποια δικαιώματα του αιτητή κατά την εξέταση της αίτηση του για άσυλο. Θα συμφωνήσω με τους καθ΄ων η αίτηση και της σχετικής τους επιχειρηματολογίας, ότι δεν ενυπάρχει σε κανένα σημείο της γραπτής αγόρευσης του αιτητή τι ήταν εκείνο το στοιχείο και/ή πόρισμα και/ή ισχυρισμός ο οποίος καταγράφεται στην αρχική αίτηση του Αιτητή και το οποίο δεν δόθηκε η δυνατότητα στον αιτητή να παρουσιάσει κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης.
Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένο ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Σχετικά με τον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή περί του ότι η Υπηρεσία Ασύλου παρέλειψε να παραπέμψει, ως όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 15 του Περί Προσφύγων Νόμου, τον Αιτητή σε ψυχολογική εξέταση, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου που ως επικαλείται ο συνήγορος του αιτητή παραβιάστηκε, παραθέτω κατωτέρω απόσπασμα το οποίο προνοεί τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα µε την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και µε την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά-
(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν· και
(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.
[…]
(3) Η άρνηση του αιτητή να υποβληθεί σε ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.».
Όπως προκύπτει από το ανωτέρω, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού η παραπομπή αιτητή σε ιατρό ή/και ψυχολόγο με τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου. Στην υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής σύμφωνα με την έκθεση ευαλωτότητας ( ερυθρά 66 – 73 του Διοικητικού Φακέλου) δεν παρουσίασε οποιαδήποτε στοιχεία ή συμπεριφορές που να καταδεικνύουν την ανάγκη παραπομπής του σε ψυχολόγο και/ή γιατρό, ενώ ούτε και ο ίδιος εξέφρασε την ανάγκη συνδρομής ψυχολόγου και/ή γιατρού. Συνεπώς, οι Καθ’ ων η αίτηση ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια ως προβλέπεται ανωτέρω δεν προχώρησαν σε οποιαδήποτε παραπομπή.
Ενόψει των γεγονότων που προκύπτουν από το ιστορικό, ο αιτητής δεν προέβαλε ισχυρισμούς κατά τρόπο που να πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 15(1), για να παραπέμψει η αρμόδια λειτουργός τον αιτητή σε ιατρό και/ή ψυχολόγο και ενόψει τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η λειτουργός που διεξήγαγε την προφορική συνέντευξη του Αιτητή δεν είχε την απαιτούμενη γνώση και εκπαίδευση και/ή κατάρτιση για να πραγματοποιήσει την συνέντευξη και να εφαρμόσει το μοντέλο DSSH, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι από πουθενά δεν προκύπτει η μη κατάρτιση της εν λόγω λειτουργού και εν πάση περιπτώσει σε κανένα σημείο της συνέντευξης του ο αιτητής δεν παραπονέθηκε ή αμφισβήτησε με οποιοδήποτε τρόπο την όλη διαδικασία.
Ως προς τον ισχυρισμό ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει εξουσιοδοτηθεί από τον αρμόδιο Υπουργό για να προβεί στην εν λόγω συνέντευξη, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι δεν προκύπτει τέτοια προϋπόθεση από τον Περί Προσφύγων Νόμο μιας και ως προβλέπεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2(1) του ανωτέρω νόμου, ως αρμόδιος λειτουργός ορίζεται « […] λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας·».
Περαιτέρω, προς ενίσχυση των πιο πάνω αναφερθέντων, δεν έχει προσκομιστεί από μέρους του συνηγόρου του αιτητή μαρτυρία προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού ή έχει προβεί σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα για να τον αποδείξει και ενόψει τούτου ο εν λόγω απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Ως προς τον ισχυρισμό περί αποστέρησης του δικαιώματος παροχής διερμηνείας στον Αιτητή και περί αμφισβήτησης των προσόντων του διερμηνέα που βρισκόταν κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης, παρατηρώ ότι ούτε ο εν λόγω ισχυρισμός ευσταθεί. Όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης, παραχωρήθηκε στον αιτητή το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα, με γλώσσα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης την Γαλλική (ερυθρά 13 και 20 Δ.Φ.).
Ως διαπιστώνω, ο αιτητής διαβεβαίωσε τον αρμόδιο λειτουργό στην αρχή της κάθε συνέντευξης ότι καταλαβαίνει τον διερμηνέα∙ ενώ του επισημάνθηκε ότι σε περίπτωση που αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία σε σχέση με την κατανόηση και την επικοινωνία σε οποιοδήποτε στάδιο της συνέντευξης, να ενημερώσει σχετικά για να του δοθούν περαιτέρω διευκρινήσεις και επεξηγήσεις (ερυθρά 19 Δ.Φ.). Ομοίως κατά το κλείσιμο της συνέντευξης, όπου παρατηρώ ότι το περιεχόμενο των πρακτικών αναγνώστηκε στον αιτητή και ο ίδιος επιβεβαίωσε με την υπογραφή του ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα πρακτικά είναι ορθές και ακριβείς σε ταύτιση με τις δηλώσεις του (ερυθρά 13 του Δ.Φ.).
Πρόσθετα, ουδέν στοιχείο παρουσιάστηκε από το συνήγορο του αιτητή περί της ανικανότητας του διερμηνέα όπως επίσης σε κανένα δικονομικό διάβημα έχει προβεί περί τούτου.
Τούτων δοθέντων, ο πιο πάνω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης του αιτητή, παρατηρώ ότι και πάλι αυτός εγείρεται με γενικότητα και αοριστία. Σημειώνω ότι ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη, στα πλαίσια της οποίας του δόθηκε η δυνατότητα και η ευκαιρία να αφηγηθεί την ιστορία του, να περιγράψει τα βιώματα του και να εκθέσει τους ισχυρισμούς του προς υποστήριξη του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, δεν καταδεικνύεται οποιαδήποτε παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, ως εκ τούτου ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Εξετάζοντας τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση, αρχικά κρίνω σημαντικό να αναφερθεί ότι η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων και στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του αιτητή.
Στο πλαίσιο του εντύπου της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο αιτητής ανάφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή κινδύνευε από τους ίδιους του τους γονείς. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι αντιμετώπισε κίνδυνο να το σκοτώσουν καθώς τον δηλητηρίασαν δύο φορές και ως εκ τούτου ήρθε στην Κύπρο προκειμένου να αναζητήσει προστασία (βλ. ερ. 1 και μετάφραση αυτού ερ. 24 δ.φ.).
Στο πλαίσιο της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1996 στην Kinshasa όπου ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στο δημοτικό σχολείο, στη συνέχεια διέμεινε στην πόλη Mbanza Ngungu όπου φοίτησε στο γυμνάσιο και στο λύκειο, ενώ επέστρεψε στην Kinshasa όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του και από όπου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Σε σχέση με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του απεβίωσε το 2017 λόγω προβλημάτων υγείας, ο δε πατέρας του, οι 3 αδερφοί του και η μία αδερφή του εξακολουθούν να διαμένουν μαζί στην Kinshasa. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε απόφοιτος λυκείου και κάτοχος διπλώματος τεχνικού, σε σχέση δε με την εργασιακή του εμπειρία δήλωσε ότι εργάστηκε για δύο χρόνια στην Kinshasa ως τεχνικός κλιματισμού σε αυτοκίνητα.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα με τους γονείς του επειδή «εξασκούσε» την ομοφυλοφιλία. Ειδικότερα, ο Αιτητής προέβαλε ότι καθώς ο πατέρας του ήταν ιερέας, τον τιμωρούσε συχνά και τον πήγαινε στην αστυνομία. Ακολούθως, δήλωσε ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα με την εργασία του, με τις αρχές, ακόμα και με τα μέλη της οικογένειάς του, υποστηρίζοντας ότι λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού έχασε τη δουλειά του, ενώ ακόμα και η οικογένειά του, του δήλωνε ότι αυτό που κάνει είναι αμαρτία, τον απείλησε και προσπάθησε να τον δηλητηριάσει δύο φορές. Ακολούθως, ένας άνδρας του πρότεινε να βρει τρόπο να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ και να ταξιδέψει μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση και έτσι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 16 δ.φ.).
Ακολούθως, κατά το στάδιο της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, η αρμόδια λειτουργός υπέβαλε τον Αιτητή σε ερωτήσεις προς διερεύνηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ενώ προχώρησε και σε ερωτήσεις αναφορικά με τις απειλές που ο Αιτητής δήλωσε ότι δέχτηκε από τον πατέρα του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του ήταν πάστορας και άρχισε να τον τιμωρεί όταν αντιλήφθηκε το σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ειδικότερα, δήλωσε ότι ο πατέρας του άρχισε να τον τιμωρεί και τον πήγαινε στην αστυνομία όπου του έλεγαν να σταματήσει να είναι ομοφυλόφιλος. Σε κάποια στιγμή ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την πατρική του οικία, πλην όμως ο πατέρας του έστειλε κάποια άτομα τα οποία ανάγκασαν τον Αιτητή να επιστρέψει στην πατρική του οικία, όπου ο πατέρας του άρχισε να τον προειδοποίει ότι αν δε σταματήσει να είναι ομοφυλόφιλος, θα τον σκοτώσει επειδή είναι αμαρτωλός. Κάποιος εργαζόμενος στην οικία του πατέρα του όμως άκουσε τι είχε πει στον Αιτητή ο πατέρας του και του πρότεινε να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ. Ο Αιτητής ακολούθως προσέθεσε ότι τον μετέφεραν δύο φορές στο αστυνομικό τμήμα επειδή τον βασάνιζε ο πατέρας του.
Ερωτηθείς ποια είναι η τιμωρία που προβλέπει ο Νόμος στη ΛΔΚ, εάν κάποιος συλληφθεί για ομοφυλοφιλία, ο Αιτητής απάντησε ότι ο πατέρας του, του απαγόρευε να βγει από το σπίτι για τρεις ημέρες και αν μετά τον έβλεπε σε μέρη με ομοφυλόφιλους, τον ανάγκαζε να επιστρέψει σπίτι. Κληθείς να περιγράψει τις συνθήκες υπό τις οποίες αφέθηκε ελεύθερος από την αστυνομία, ο Αιτητής δήλωσε ότι μάλλον ο πατέρας του έδινε χρήματα στους αστυνομικούς προκειμένου να τον βασανίσουν. Έτσι ο Αιτητή ήρθε σε επικοινωνία με τα άτομα με τα οποία «εξασκούσε» την ομοφυλοφιλία, μάζεψε χρήματα και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.
Κληθείς να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο ο πατέρας τον αναζητούσε όπου και αν πήγαινε, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την πατρική του οικία το 2017 μετά το θάνατο της μητέρας του και επειδή ο πατέρας του είχε επιρροή, όπου και αν ο ίδιος πήγαινε, ο κόσμος ρωτούσε τον πατέρα του πως γίνεται να επιτρέπει στον γιο του να κάνει αυτά τα πράγματα.
Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του έχει μεγάλη επιρροή και ότι ο ίδιος αντιμετώπισε πολλά προβλήματα από εκείνον. Ερωτηθείς τέλος αν θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή της ΛΔΚ, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά επικαλούμενος ότι θα τον εντοπίσει ο πατέρας του.
Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αξιολογώντας τα όσα ο αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του, διέκρινε κατά την έκθεσή-εισήγησή της δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή. Ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως σαφείς και συνεκτικές, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης.
Ως δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός κρίθηκαν οι δηλώσεις του Αιτητή γύρω από το φόβο δίωξης από τον πατέρα του λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Ως προς την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των αντίστοιχων δηλώσεων του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός σε γενικές γραμμές έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες στου θέματα που άπτονται του πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός αξιολόγησε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει και να χαρακτηρίσει τον εαυτό του ως ομοφυλόφιλο, καθώς δήλωσε ότι «ασκεί» την ομοφυλοφιλία, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να εξηγήσει τι εννοεί με τη συγκεκριμένη δήλωση, αναφέροντας αόριστα ότι είναι η αγάπη ενός άνδρα για κάποιον άλλο άνδρα (βλ. ερ. 16 δ.φ.). Ζητηθείς να εξηγήσει την ανωτέρω δήλωσή του, ο Αιτητής και πάλι δεν ήταν σε θέση να παραθέσει μια σαφή απάντηση ως προς το σεξουαλικό του προσανατολισμό, αφού σε περαιτέρω προσπάθεια της αρμόδιας λειτουργού να του δώσει τη δυνατότητα να εξηγήσει τι εννοεί όταν δηλώνει ότι «ασκεί» την ομοφυλοφιλία, ο Αιτητής απάντησε αόριστα και χωρίς ένδειξη βιωματικών στοιχείων ότι στη χώρα καταγωγής του υπάρχουν αγόρια τα οποία μεταμορφώνονται σε γυναίκες και τους ονομάζουν «pete» (βλ. ερ. 16 δ.φ.). Στη συνέχεια η αρμόδια λειτουργός εντόπισε προκύπτουσες αντιφάσεις ανάμεσα τις δηλώσεις του Αιτητή, όσον αφορά το λόγο για τον οποίο φέρεται να «ασκούσε» την ομοφυλοφιλία στη χώρα καταγωγής του. Ειδικότερα, ενώ αρχικά ο Αιτητής ανέφερε ότι έγινε ομοφυλόφιλος επειδή άνηκε στην ομάδα των αγοριών τα οποία μεταμορφώνονταν σε γυναίκες και σύχναζαν σε μέρη όπου υπήρχαν πολλές γυναίκες, στη συνέχεια δήλωσε ότι ο πιθανός λόγος για τον οποίο «ασκούσε» την ομοφυλοφιλία ήταν το ότι όταν ήταν μικρός κάποιος του είχε δείξει τη συγκεκριμένη «ιδιαιτερότητα» ( ήτοι την ομοφυλοφιλία) και όταν ο ίδιος έκανε κάτι κακό, το συγκεκριμένο άτομο τον τιμωρούσε σε σεξουαλική επαφή μαζί του, ισχυριζόμενος ότι πιθανόν το συγκεκριμένο γεγονός τον οδήγησε στην ομοφυλοφιλία (βλ. ερ. 16 και 15 δ.φ.). Όταν μάλιστα του ζητήθηκε να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση, δηλώνοντας αόριστα και χωρίς ευλογοφάνεια ότι πιθανόν «ασκούσε» την ομοφυλοφιλία γιατί μεγάλωσε με γυναίκες και έπειτα γνώρισε το ανωτέρω άτομο (βλ. ερ. 15 δ.φ.), ενώ προσέθεσε και πάλι χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια ότι ο λόγος για τον οποίο «αντέγραψε τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα» ήταν το γεγονός ότι κατά τα σχολικά του χρόνια βρισκόταν κυρίως κοντά σε γυναίκες (βλ. ερ. 16 δ.φ.).
Ζητηθείς να εξηγήσει τι εννοεί δηλώνοντας ότι «αντέγραψε τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα» (‘I copied this particularity’), ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τι εννοεί. Σε περαιτέρω μάλιστα προσπάθειες της αρμόδιας λειτουργού να του δώσει τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει την ανωτέρω δήλωσή του, ο Αιτητής συνέχισε, υπεκφεύγοντας, να μη δίνει σαφείς απαντήσεις και να μιλάει για το μέλλον (βλ. ερ. 16, 15 δ.φ.). Σε ερώτηση της αρμόδιας λειτουργού για το εάν διατηρεί αισθήματα για κάποιο άτομο του ιδίου φύλου, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τις δηλώσεις του γύρω από το σεξουαλικό του προσανατολισμό. Στη συνέχεια μάλιστα δήλωσε χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια, ότι αφού «έκανε πράξη» την ομοφυλοφιλία στη συνέχεια άρχισε να αναπτύσσει συναισθήματα για άλλους άνδρες (βλ. ερ. 15 δ.φ.). Όταν ο Αιτητής κλήθηκε να περιγράψει τα συναισθήματά που βίωσε όταν συνειδητοποίησε την ομοφυλοφιλία του, εκείνος απάντησε ανεπαρκώς ότι δε γνωρίζει πως να εξηγήσει τα εν λόγω συναισθήματα (βλ. ερ. 15 δ.φ.). Σε περαιτέρω ερώτηση της λειτουργού για το πως βίωσε συναισθηματικά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει μια σαφή και συνεκτική απάντηση, αφού δήλωσε αόριστα ότι ήταν φυσιολογικό για εκείνον, δήλωση ωστόσο η οποία έρχεται σε αντίφαση με τις δηλώσεις του περί του ότι αναγκαζόταν να κρύβει από όλους το σεξουαλικό του προσανατολισμό (βλ. ερ. 15, 14 δ.φ.).
Στη συνέχεια η αρμόδια λειτουργός αξιολόγησε τις δηλώσεις του Αιτητή στη βάση αξιολόγησης του μοντέλου DSSH (difference, shame, stigma, harm) και τοποθετήθηκε ως ακολούθως. Σε σχέση με το στοιχείο της διαφορετικότητας (difference) η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επιδείξει βαθιά και συναισθηματική έλξη προς το ίδιο φύλο καθώς αναφερόταν σε σεξουαλικές πράξεις και μεταμορφώσεις στο αντίθετο φύλο. Ως εκ τούτου, δεν αξιολογήθηκε ότι προέκυψε το αίσθημα διαφορετικότητας, καθώς ο Αιτητής δεν επέδειξε σταδιακή αναγνώριση αυτής, ενώ οι δηλώσεις του περιορίστηκαν σε στιγμιαίες ενέργειες σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς να περιγράψει κάποιες προηγούμενες ενδείξεις. Η αρμόδια λειτουργός έκρινε επίσης ότι ο Αιτητής δεν επέδειξε γνώση και αντίληψη της επικρατούσας στη χώρα καταγωγής κατάστασης ως προς την αντιμετώπιση των ομοφυλόφιλων ατόμων, πέραν των αόριστων δηλώσεών του περί του ότι η ομοφυλοφιλία απαγορεύεται στη χώρα καταγωγής και τα ομοφυλόφιλα άτομα μπορεί να δεχτούν προσβολές και επιθέσεις. Παράλληλα, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει, όπως ευλόγως θα αναμενόταν από ένα ομοφυλόφιλο άτομο, το ότι η έλξη προς το ίδιο φύλο προέρχεται από συναισθηματικούς και όχι αποκλειστικά από σεξουαλικούς παράγοντες. Συν τοις άλλοις, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει την διαφορετικότητά του και τους κινδύνους που ενδεχομένως περικλείει η αποκάλυψή της, αφού καθ’ όλη τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής παρουσίασε ως αποκλειστικό λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη ΛΔΚ το ότι τον κυνηγούσε ο πατέρας του και τον πίεζε για το συγκεκριμένο θέμα. Αξιολογήθηκε, τέλος, ως παράγοντας που αποδυναμώνει την αξιοπιστία των δηλώσεών του, το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τη σεξουαλική του ταυτότητα, αλλά περιορίστηκε στις επιφανειακές δηλώσεις περί του ότι «εξασκούσε την ιδιαιτερότητα την ομοφυλοφιλίας».
Ως προς το στοιχείο του στίγματος και της ντροπής (Stigma/Shame), η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν επέδειξε συναισθήματα ντροπής, απομόνωσης ή δυσκολίας λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, αφού δήλωσε χωρίς νοηματική συνοχή ότι ανήκε σε μια ομάδα αγοριών που ντύνοντας σαν γυναίκες και κυκλοφορούσαν ελεύθερα στην πόλη. Δήλωσε επίσης ο Αιτητής ότι, όταν γνωστοποιήθηκε ο σεξουαλικός του προσανατολισμός στα μέλη της οικογένειάς του, ο ίδιος δεν ένιωσε, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, καμία αμηχανία και/ή φόβο να παραδεχτεί ότι είναι ομοφυλόφιλος. Ακόμα μάλιστα και μετά από τη φερόμενη αντιμετώπιση από τον πατέρα του, ο Αιτητής δεν εξεδήλωσε οιοδήποτε φόβο απόρριψης και απομόνωσης ή αμηχανία να εκφραστεί ελεύθερα στη χώρα καταγωγής του, σε ένα περιβάλλον το οποίο περιέγραψε ως εχθρικό για τα ομοφυλόφιλα άτομα.
Ως προς το στοιχείο της βλάβης, τέλος, η αρμόδια λειτουργός εντόπισε ότι ο Αιτητής εστίασε αποκλειστικά στη αντιμετώπιση που δέχτηκε από τον πατέρα του, χωρίς ωστόσο να αναφερθεί σε οιαδήποτε άλλη μορφή παρελθούσας βίας ή ψυχολογικής πίεσης ή εις βάρος του διάκρισης από έτερους, κρατικούς ή μη φορείς, όπως ευλόγως θα αναμενόταν σε μια κοινωνία όπου, όπως ο ίδιος δήλωσε, τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια αντιμετωπίζουν εχθρική συμπεριφορά από το σύνολο της κοινωνίας.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός αρχικά έκρινε πως τα όσα δήλωσε ο Αιτητής γύρω από το σεξουαλικό του προσανατολισμό αποτελούν, λόγω της προσωπικής τους φύσης, το μοναδικό στοιχείο προς υποστήριξή του. Προχώρησε ωστόσο σε σχετική έρευνα ως προς τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα μέλη της LGBT κοινότητας στη ΛΔΚ και εντόπισε πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η ομοφυλοφιλία στην εν λόγω χώρα αποτελεί ταμπού, τα μέλη της εν λόγω κοινότητας αντιμετωπίζονται από την οικογένειά τους σαν απόκληροι, ενώ υπόκεινται και σε δυσμενείς διακρίσεις, εξευτελιστική μεταχείριση και κοινωνικό στιγματισμό.
Στη βάση λοιπών του συνόλου της ανωτέρω αξιολόγησης, η αρμόδια λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο, καθώς έκρινε ότι τα όσα ο Αιτητής δήλωσε δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικές συνθήκες.
Αξιολογώντας ακολούθως τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του και προχωρώντας στη Νομική Ανάλυση στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι των στοιχείων του προσωπικού προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι εκείνος δεν πληροί της προϋποθέσεις χορήγησης προσφυγικού καθεστώς, αφού δεν πιθανολογήθηκε ευλόγως βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Kinshasa, συνδεόμενος με την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική του γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου.
Περαιτέρω, και όσον αφορά την πιθανή εκχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας προς τον Αιτητή, η λειτουργός κατάληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπό του, καθότι αρχικά δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ο Αιτητής θα αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, δυνάμει του άρθρου 15(α) και της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2) (α) του περί Προσφύγων Νόμου), αλλά ούτε κίνδυνος να αντιμετωπίσει ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στην Κινσάσα, βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, δυνάμει του άρθρου 15 (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στη συνέχεια η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι κατά την επιστροφή του στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ως άμαχος, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας στα πλαίσια εσωτερικής ή εξωτερικής σύγκρουσης, δυνάμει του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παρατηρείται ωστόσο, ότι τόσο κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης κινδύνου, όσο και της Νομικής Ανάλυσης, η αρμόδια λειτουργός δεν προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Kinshasa, γεγονός που καθιστά το συγκεκριμένο σκέλος της απόφασης αναιτιολόγητο. Στη συγκεκριμένη ωστόσο έρευνα θα προβεί το παρόν Δικαστήριο βάσει και της παρεχόμενης εκ του Νόμου δικαιοδοσίας του.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018).
Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιόν μου στοιχείων στη βάση και της εκ του Νόμου παρεχόμενης δικαιοδοσίας, αρχικά συντάσσομαι με το ότι ο πρώτος ισχυρισμός όσον αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ορθώς έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση αφού δεν έχουν προκύψει στοιχεία που να συνηγορούν υπερ του αντιθέτου.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή γύρω από το σεξουαλικό του προσανατολισμό, συμφωνώ με τους Καθ΄ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις του σχετικά με το σεξουαλικό του προσανατολισμό κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε μια συνειδητή, βιωματική συνθήκη. Δεδομένου ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση, κατά την αξιολόγηση του υπό εξέταση ισχυρισμού εφάρμοσαν το μοντέλο αξιολόγησης DSSH και προς αποφυγή επανάληψης των όσων αναφέρονται εκεί, το Δικαστήριο θα εστιάσει στο εάν ο Αιτητής κατάφερε να στοιχειοθετήσει ότι οι δηλώσεις του όντως αντικατοπτρίζουν την εσωτερική διεργασία μέσω της οποίας ευλόγως αναμένεται να έχει διέλθει κατά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω συναισθήματα επηρέασαν την καθημερινότητά του και τη ζωή του, καθώς και τις σχέσεις του με τον κοινωνικό του περίγυρο. Ειδικότερα, αν και λαμβάνω υπόψη τις γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές, παρατηρώ ότι ουδέποτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι ομοφυλόφιλος, πλην όμως αναφερόταν στο σεξουαλικό του προσανατολισμό δηλώνοντας ότι «ασκούσε τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα» (“practicing this particularity”), γεγονός το οποίο κρίνω ότι αποδυναμώνει την αξιοπιστία του ισχυρισμού του. Διαπιστώνω επίσης ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει, όπως ευλόγως θα αναμενόταν από εκείνον, τι εννοεί επικαλούμενος ότι «ασκούσε τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα», στη δε συνέχεια προέβαλε χωρίς βιωματικό χαρακτήρα ότι η ομοφυλοφιλία συνίσταται, σε γενικές γραμμές, στην αγάπη ενός άνδρα προς ένα άλλο άνδρα. Ακολούθως μάλιστα προέβαλε γενικόλογα και χωρίς συνοχή ότι στη χώρα του υπάρχουν ομάδες αγοριών που μεταμορφώνονται σε γυναίκες και του αποκαλούν «pete». Εκ των ανωτέρω διαπιστώνω ότι ο Αιτητής στερείται της συνειδητοποίησης που ευλόγως θα αναμενόταν να έχει διέλθει ένα ομοφυλόφιλο άτομο στην ηλικία του, δεδομένου μάλιστα ότι ο ίδιος διαθέτει και ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο.
Ερωτηθείς ακολούθως να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους «ασκούσε την ομοφυλοφιλία» στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής προέβαλε αντιφατικά και χωρίς συνοχή, αρχικά ότι «ασκούσε τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα» επειδή άνηκε σε ένα γκρουπ των αγοριών τα οποία μεταμορφώνονταν σε γυναίκες, στη δε συνέχεια πιθανολόγησε χωρίς συνοχή ότι κάποιος του έδειξε τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα, δηλώσεις οι οποίες δεν κρίνω ότι διέπονται από ευλογοφάνεια. Σε μεταγενέστερο στάδιο άλλωστε, ο Αιτητής πιθανολόγησε αντιφατικά ότι «ασκούσε την ομοφυλοφιλία, μάλλον γιατί βρισκόταν κυρίως κοντά σε γυναίκες κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων, χωρίς ουσιαστικά να εξηγεί και να περιγράφει επαρκώς την εσωτερική διεργασία μέσω της οποίας διήλθε κατά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, αφού όπως ο ίδιος δήλωσε χωρίς συνοχή σε άλλο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης ότι «αντέγραψε τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα». Παράλληλα, σε ερώτηση της αρμόδιας λειτουργού ως προς το εάν έχει αναπτύξει συναισθήματα για άτομα του ιδίου φίλου, εκείνος απάντησε αρνητικά και μόνο μετά από διευκρινιστική ερώτηση της αρμόδιας λειτουργού απάντησε, και πάλι χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια, ότι ανέπτυξε συναισθήματα για άνδρες αφού «εξάσκησε» την ομοφυλοφιλία. Συν τοις άλλοις, κληθείς να περιγράψει τα συναισθήματα τα οποία βίωσε κατά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο Αιτητής αποκρίθηκε ανεπαρκώς ότι δεν μπορεί να τα εξηγήσει. Η δε δηλώσεις του περί του ότι έκρυβε το σεξουαλικό του προσανατολισμό, έρχονται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του περί του ότι του φαινόταν φυσιολογικό να είναι ομοφυλόφιλος, στο πλαίσιο μάλιστα το οποίο περιέγραψε ότι διαβίωνε.
Διαπιστώνω, τέλος, ότι οι περιγραφές του Αιτητή, όπως ορθώς εντόπισε και η αρμόδια λειτουργός, αναφέρονται σε αυτές καθαυτές τις ερωτικές πράξεις, χωρίς ωστόσο ο Αιτητής να έχει επιδείξει ουσιαστική συναισθηματική έλξη προς το ίδιο φύλο. Σκιαγραφώντας το προφίλ του Αιτητή στη βάση των δηλώσεών του, αξιολογώ επίσης ότι ο Αιτητής δεν βίωσε κάποιο συναίσθημα διαφορετικότητας, όπως ευλόγως θα αναμενόταν από εκείνον, ενώ στερείται και αντίληψης της επικρατούσας κατάστασης γύρω από την αντιμετώπιση των ομοφυλόφιλων ατόμων στη χώρα καταγωγής του, καθώς σε σχετικώς υποβληθείσες ερωτήσεις, εκείνος απάντησε δεν είχε πρόβλημα να παραδεχτεί το γεγονός ότι είναι ομοφυλόφιλος ενώπιον της οικογένειάς του.
Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή περί γύρω από το σεξουαλικό του προσανατολισμό δεν θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα ως προς τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα μέλη της LGBT κοινότητα στη χώρα καταγωγής του Αιτητή εκ της οποίας ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν ότι στη ΛΔΚ δεν υφίσταται συγκεκριμένη νομοθεσία η οποία να ποινικοποιεί τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, εντούτοις παρατηρήθηκε από την τοπική οργάνωση Rainbow Sunrise Mapambazuko, η οποία έχει ως στόχο την προώθηση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη ΛΔΚ και την Αφρική [1], καθώς και από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών (Committee on Economic, Social and Cultural Rights) ότι το Άρθρο 176 του Ποινικού Κώδικα[2] χρησιμοποιείται συχνά προς τον σκοπό της ποινικοποίησης των ομόφυλων σχέσεων.[3] Αυτό επιβεβαιώνεται από έκθεση της Διεθνούς Ένωσης Λεσβιών, Ομοφυλοφίλων, Αμφιφυλόφιλων, Τρανς και Διαφυλικών (ILGA World) σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ατόμων LGBTIQ, η οποία αναφέρει ότι το άρθρο 176 του Ποινικού Κώδικα που ποινικοποιεί δραστηριότητες κατά της «δημόσιας αξιοπρέπειας έχει χρησιμοποιηθεί ως νόμιμη βάση για την ποινικοποίηση των LGBT ατόμων».[4] Η έκθεση της Freedom House που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2023 και αφορά στο έτος 2022 σημειώνει προς επίρρωση των ανωτέρω ότι τα άτομα LGBT+ περιθωριοποιούνται και αναγκάζονται να κρύψουν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Έχει γίνει χρήση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα περί της «προσβολής των ηθών» και της «προσβολής της δημόσιας αιδούς» κατά των LGBT+ ατόμων.[5] Περαιτέρω, στο Σύνταγμα της χώρας υπάρχει πρόνοια ενάντια στις διακρίσεις (όχι συγκεκριμένα για LGBTQ άτομα), αλλά οι διακρίσεις εναντίον των LGBTQ ατόμων είναι ευρέως διαδεδομένες. [6] H επιτροπή του ΟΗΕ CESCR, σημειώνει στις 28 Μαρτίου 2022 ότι η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα αντιμετωπίζει στιγματισμό και διακρίσεις κατά την απόλαυση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών τους δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στην εργασία, τη στέγαση, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση.[7]
Σχετικό σημείωμα της ACCORD, αναφέρεται ότι τον Φεβρουάριο του 2022, η Διεθνής Ένωση Λεσβιών, Γκέι, Αμφιφυλόφιλων, Τρανς και Διαφυλικών (ILGA) σε συνεργασία με τη μη κυβερνητική οργάνωση WEKA Organisation (WEO) που εδρεύει στη ΛΔΚ δημοσίευσε μια έκθεση (‘shadow report’) για την προαναφερθείσα Επιτροπή για την Κρατική Έκθεση για την εφαρμογή του Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, η οποία αναφέρει ότι, κατόπιν έρευνας που έγινε στην χώρα περί το 2015 η Κονγκολέζικη κοινωνία παραμένει βαθιά ομοφοβική, εφόσον 96% των Κονγκολέζων δεν πιστεύουν ότι η ομοφυλοφιλία πρέπει να γίνεται αποδεκτή, ενώ παρόμοιο ποσοστό δεν θα ανεχόταν ομοφυλόφιλους γείτονες.[8]
Η ίδια πηγή αναφέρει ότι το 2021 καταγγέλθηκαν 179 περιστατικά σε τοπικές οργανώσεις, καταγράφοντας 226 παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των LGBTQ ατόμων.[9]
Σύμφωνα με το United States Department of State στην Έκθεση που δημοσιεύτηκε το 2023 κα αφορά στο έτος 2022, άτομα της εν λόγω κοινότητας υπόκεινται σε παρενόχληση, στιγματισμό, βία, ενώ LGBTQ γυναίκες ήταν θύματα έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένου του ‘διορθωτικού βιασμού’ (corrective rape). Τοπικές οργανώσεις ανέφεραν ότι υπήρξε αύξηση στην LGBTQ βία, απειλές και διακρίσεις κατά την διάρκεια του COVID-19.[10]
Περαιτέρω δε, η ίδια ως άνω έκθεση σημειώνει ότι τοπικοί οργανισμοί ανέφεραν αρκετές περιπτώσεις όπου LGBTQ άτομα υποβλήθηκαν σε ψυχιατρική θεραπεία ή θρησκευτικά τελετουργικά για να ‘αλλάξουν’ τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου. Σε κάποιες περιπτώσεις, υπέστησαν και σωματική βία. Ακόμη, LGBTQ οργανώσεις στην ΛΔΚ δεν μπόρεσαν να εγγράψουν οργανισμούς επειδή οι αρχές το αρνήθηκαν, ενώ άλλων ομάδων η εγγραφή καθυστέρησε χρόνια.[11]
Αν και οι ανωτέρω δηλώσεις επιβεβαιώνουν τις διακρίσεις τις οποίες δέχονται τα μέλη της LGBT κοινότητα στο ΛΔΚ, εντούτοις, αφενός μεν ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει καμία από τις ανωτέρω συνθήκες όπως ευλόγως θα αναμενόταν από ένα μέλος της ανωτέρω κοινότητας, αφετέρου δε, οι δηλώσεις του κρίθηκαν ως εσωτερικά μη αξιόπιστες. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.
Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του έχουν ήδη απορριφθεί από το παρόν Δικαστήριο στο σύνολό τους, κρίνω ότι ελλείψει οιασδήποτε παρελθούσας πράξης δίωξης αλλά και οιασδήποτε πραγματικής, προσωπικής και τρέχουσας απειλής εις βάρος του από οιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο εκπεφρασμένος φόβος του Αιτητή περί του ότι θα κινδυνεύσει από τον πατέρα του, δεν κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος και ενόψει τούτου απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος.
Στη βάση των ανωτέρω συμπερασμάτων, διαπιστώνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό επί του οποίου θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο οποίος θα ενέπιπτε στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του Αιτητή, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Συνακόλουθα, ελλείψει οιασδήποτε πραγματικής, προσωπικής και υφιστάμενης απειλής εις βάρος του, δεν προκύπτουν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, o Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, προκειμένου να κριθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπό του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν ανέκυψε οιοσδήποτε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας εις βάρος του Αιτητή, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.
Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του και δη στην Kinshasa, θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης προς εξέταση της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην Kinshasa, πόλη η οποία αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή στη ΛΔΚ και προορισμός επί του οποίου ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.
Εκ της διεξαχθείσας έρευνας προέκυψε ότι η κατάσταση ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ. ότι παραμένει ασταθής ακόμα και μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα, έκθεση της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων του Βελγίου αναφέρει στις 3 Νοεμβρίου 2022 ότι το πλαίσιο ασφαλείας παραμένει ασταθές και επικίνδυνο σε όλη την επικράτεια της Λ.Δ.Κ., με υψηλότερο κίνδυνο στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ιδίως στις επαρχίες North Kivu, South Kivu, Ituri, Haut-Uikas, καθώς και στην περιοχή Haut-Uikas. Στις μεγάλες πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Kinshasa, περιστατικά που σχετίζονται με μικρό και σοβαρό έγκλημα ή αναταραχές που σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση μπορεί να συμβαίνουν τακτικά, συχνά ξαφνικά και απροσδόκητα. Από τότε που ο Félix Tshisekedi ανέλαβε την εξουσία το 2019, αύξηση της ανασφάλειας στην πρωτεύουσα, Kinshasa, αναφέρεται καθημερινά ενώ οι συμμορίες Kulunas ξεχωρίζουν ως δράστες[12].
Αναφορικά με τη δραστηριοποίηση των Kulunas στην Kinshasa, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρει το 2019 ότι οι εγκληματικές συμμορίες γνωστές ως Κulunas θεωρούνται υπεύθυνες για σοβαρά εγκλήματα όπως ένοπλες ληστείες και βίαιες επιθέσεις στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Kinshasa[13]. Στην έκθεσή του για το 2017, το Συμβούλιο του Καναδά για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες (IRB), αναφερόμενο σε διάφορες πηγές, απαρίθμησε τα ακόλουθα εγκλήματα τα οποία συνήθως διαπράττονται από τους Κuluna: ληστείες, τραυματισμοί, βιασμοί και δολοφονίες. Το IRB σημείωσε περαιτέρω ότι οι Κuluna είναι ένα «αστικό φαινόμενο», με παρουσία «ιδιαίτερα» στην Κινσάσα[14].
Ως προς την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας που δημοσιεύτηκε στις 27 Μαρτίου 2023 αναφέρει ότι σε ολόκληρη τη ΛΔΚ, το δικαίωμα στην ειρηνική συνάθροιση παρέμεινε η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Οι διοικητικές αρχές στην Κινσάσα, απαγόρευσαν παράνομα και συστηματικά όλες τις διαδηλώσεις που κρίθηκαν επικριτικές για τον Πρόεδρο Tshisekedi ή την κυβέρνησή του[15]. Σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη ΛΔΚ το 2022, υπήρξαν αναφορές για πολιτικούς κρατούμενους κατά τη διάρκεια του έτους, οι οποίοι αποτελούνταν κυρίως από άτομα που συνελήφθησαν βάσει της νομοθεσίας περί συκοφαντικής δυσφήμισης επειδή επέκριναν τις ενέργειες κυβερνητικών αξιωματούχων. Στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου, πολλά μέλη και υποστηρικτές του κόμματος της αντιπολίτευσης συνελήφθησαν στην Κινσάσα με ξεχωριστές κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμιση, δημόσια προσβολή και διάδοση ψευδών ειδήσεων[16]. Επίσης, το έτος 2023 καταγράφηκαν αυξημένες πολιτικές εντάσεις στην χώρα ενόψει των εθνικών εκλογών του Δεκεμβρίου με τις αρχές να παίρνουν σκληρά μέτρα κατά των μελών της αντιπολίτευσης και των μέσω μαζικής ενημέρωσης[17]. Εν τέλει, ο Tshisekedi επανεξελέγη πρόεδρος της χώρας για να εκτίσει την τελευταία πενταετή του θητεία στις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2023, οι οποίες στιγματίστηκαν από βία, παρατυπίες και λογιστικά σφάλματα[18].
Όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[19]
Ωστόσο, για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν τα πιο πρόσφατα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην Κινσάσα κατά το τελευταίο έτος. Με βάση, συνεπώς, τα όσα ανευρέθηκαν στο ACLED, κατά το διάστημα 06/04/2024 – 04/04/2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 30 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 240 απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 13 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (20 απώλειες), τα 9 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες) και τα 2 ως διαμαρτυρίες (0 απώλειες).[20]
Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02/09/2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. [21]
Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[22]
Tέλος, πηγές πληροφόρησης καταγράφουν πως η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ. του Κονγκό με παραπάνω από 120 ένοπλες ομάδες να είναι ακόμη ενεργές στις ανατολικές επαρχίες (Ituri, North Kivu, South Kivu, Tanganyika)[23], και με περιστατικά ανασφάλειας και διακοινοτικής βίας να συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα στην δυτική επαρχία Mai-Ndombe και μεταξύ των κοινοτήτων στην ανατολική περιοχή Katanga[24]. Παρόλο που οι μεγάλης κλίμακας ένοπλες συγκρούσεις εντοπίζονται κυρίως στο ανατολικό τμήμα της χώρας, στις αγροτικές περιοχές της ευρύτερης επαρχίας Kinshasa (χωρίς να πλήττεται η πόλη της Κινσάσα) καταγράφηκε η παρουσία της νεοσύστατης ένοπλης παραστρατιωτικής ομάδας(militia) Mobondo(που απαρτίζεται από μέλη της κοινότητας Yaka) η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στα δυτικά της χώρας στο πλαίσιο των διακοινοτικών συγκρούσεων επί της γης μεταξύ των κοινοτήτων Yaka και Teke που ξέσπασαν στην περιοχή Kwamouth(Mai-Ndombe) το 2022 και σταδιακά εξαπλώθηκαν και σε άλλες περιοχές της χώρας[25].
Στην επαρχία της Kinshasa βάσει των δεδομένων της πλατφόρμας ACLED καταγράφηκαν 5 περιστατικά στη διάρκεια ενός έτους (06/04/2024 - 04/04/2025) με φορέα δράσης την παραστρατιωτική ομάδα Mobondo. Τα περιστατικά αυτά κωδικοποιήθηκαν ως εξής: 5 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (8 θλανατοι) και 2 μάχες (12 θάνατοι) [26].
Οι καταγεγραμμένες συγκρούσεις μεταξύ των ανωτέρων δρώντων εντοπίζονται κυρίως στις αγροτικές περιοχές της επαρχίας Kinshasa χωρίς να πλήττεται η πόλη Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας. Κατά συνέπεια, η πόλη της Kinshasa, από την οποία κατάγεται ο αιτητής και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, παρότι χαρακτηρίζεται γενικά από αστάθεια και υψηλή εγκληματικότητα, εντούτοις, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ[27]. Λαμβάνοντας υπόψιν και την απουσία των επιβαρυντικών περιστάσεων από το προφίλ του αιτητή, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη της Kinshasa.
Ως προς τους λόγους ακύρωσης, τέλος, γύρω από κατάχρηση και/ή κακή και/ή πεπλανημένη άσκηση εξουσίας, την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι οι λόγοι ακυρώσεως προβάλλονται από τον συνήγορο του αιτητή αόριστα και γενικά(βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).. Οι Καθ' ων η Αίτηση, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εφάρμοσαν τον Νόμο σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που το επέτρεπαν. Η απόφαση τους αυτή ήταν πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη, σύμφωνη με τον Νόμο και τα στοιχεία της υπόθεσης.
Ως εκ τούτου, απορρίπτω τους ισχυρισμούς του αιτητή ως γενικούς και αόριστους.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ACCORD, Anfragebeantwortung zur Demokratischen Republik Kongo: Lage homosexueller Personen (Diskriminierung, Repressionen) [a-11950], 20 Ιουλίου 2022, url , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[2] Penal Code of the DRC, article 176: “A person who engages in activities against public decency will be liable to a term of imprisonment of eight days to three years and/or fined twenty-five to one thousand zaires”. (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[3] UN - CESCR, Concluding observations on the sixth periodic report of the Democratic Republic of the Congo, url, παρ. 28 – 29, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[4] ILGA – International Lesbian, Gay, Bisexual, Trans and Intersex Association (Author): Our Identities Under Arrest; A global overview on the enforcemnt of laws criminalising consensual same-sex sexual acts between adults and diverse gender expression; 2021 First Edition, December 2021
https://www.ecoi.net/en/file/local/2094645/Our_Identities_Under_Arrest_2021.pdf), (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[5] Freedom House (Author): Freedom in the World 2023 - Democratic Republic of the Congo, 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2094353.html, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[6] RSM - Rainbow Sunrise Mapambazuko: About Us, ohne Datum
https://www.rainbowsunrisemapambazuko.org/about_us στην οποία παραπέμπει η ACCORD, Anfragebeantwortung zur Demokratischen Republik Kongo: Lage homosexueller Personen (Diskriminierung, Repressionen) [a-11950], 20 Ιουλίου 2022, url, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[7] CESCR – UN Committee on Economic, Social and Cultural Rights: Concluding observations on the sixth periodic report of the Democratic Republic of the Congo [E/C.12/COD/CO/6], 28 March 2022
https://www.ecoi.net/en/file/local/2072082/G2229422.pdf ), (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[8] ILGA World / WEO - WEKA Organisation: Shadow report on social, economic and cultural rights of LGBTI people in the Democratic Republic of Congo; Submitted for the DRC review at the 71st Session of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights (CESCR), Februar 2022
https://tbinternet.ohchr.org/Treaties/CESCR/Shared%20Documents/COD/INT_CESCR_CSS_COD_47507_E.docx , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/10/2024)
[9] ILGA World / WEO - WEKA Organisation: Shadow report on social, economic and cultural rights of LGBTI people in the Democratic Republic of Congo; Submitted for the DRC review at the 71st Session of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights (CESCR), Februar 2022
https://tbinternet.ohchr.org/Treaties/CESCR/Shared%20Documents/COD/INT_CESCR_CSS_COD_47507_E.docx, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[10] USDOS , 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 Μαρτίου 2023,url, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[11] USDOS , 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 Μαρτίου 2023,url, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[12] CGRS - Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium) (Author): Republique Democratique du Congo; Situation politique, 25 November 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2083075/coi_focus_rdc._situation_politique_20221125.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[13] HRW, DR Congo: Police Killed, 'Disappeared' 34 Youth, 21 February 2019, https://www.hrw.org/news/2019/02/21/dr-congo-police-killed-disappeared-34-youth (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[14] IRB, Democratic Republic of Congo: "Kuluna" gangs, including areas where they have influence; government efforts against them, including effectiveness and resources available; state protection available to victims and its effectiveness (2013-August 2017), 21 August 2017, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=457674&pls=1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[15] AI - Amnesty International, 'Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Democratic Republic Of The Congo 2022', 27 March 2023, https://www.ecoi.net/en/document/2089471.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[16] USDOS - US Department of State, '2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo', 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[17] HRW - Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Democratic Republic of Congo, 11 January 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2103189.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[18] HRW - Human Rights Watch (Author): DR Congo: Second Term Should Focus on Rights, 6 March 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2105320.html(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2025)
[19] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).
[20] Explorer - ACLED, ΑCLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/explorer/, Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 06/04/2024 – 04/04/2025 past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – DRC – Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).
[21] Human Rights Watch -HRW, DR Congo: Investigate Prison Deaths, Sexual Violence, 6 September 2024, https://www.hrw.org/news/2024/09/06/dr-congo-investigate-prison-deaths-sexual-violence (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).
[22] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).
[23] Al Jazeera, Five key issues at stake in the DR Congo's crucial election, 11 December 2023, https://www.aljazeera.com/news/2023/12/11/five-key-issues-at-stake-in-the-dr-congos-crucial-election ; HRW, World Report 2023 - Democratic Republic of Congo, 12 January 2023, https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/democratic-republic-congo (ημερομηνία πρόσβασης 15/04/2025)
[24] HRW - Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Democratic Republic of Congo, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103189.html, HRW - Human Rights Watch (Author): DR Congo: Second Term Should Focus on Rights, 6 March 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2105320.html , International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo UN Security Council (Author): Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2023/990], 30 December 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2103043/N2336437.pdf, (ημερομηνία πρόσβασης 22/10/2024)
[25] New Humanitarian (The), Conflict in western DRC simmers unnoticed amid rebel gains in the East, 12 February 2024, https://www.thenewhumanitarian.org/news-feature/2024/02/12/conflict-western-drc-democratic-republic-of-the-congo-amid-rebel-gains-east ; Africa News, Kinshasa conflict: one soldier and four militiamen killed, 12/05/2023, https://www.africanews.com/2023/05/12/kinshasa-conflict-one-soldier-and-four-militiamen-killed// (ημερομηνία πρόσβασης 22/10/2024)
[26] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/#1714654904371-01f34ad7-b1ac (βλ. Πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: Past Year of ACLED Data, Event Category: Political Violence (Battles, Explosions/ Remote Violence, Violence against Civilians, Excessive force against protesters and Mob Violence), Region of Interest: Africa, Country of Interest: Democratic Republic of Congo, Admin1 Unit of Interest: Kinshasa, Actor: Mobondo militia) ( ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).
[27] Βλ. C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο