A.V.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 8470/2021, 28/4/2025
print
Τίτλος:
A.V.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 8470/2021, 28/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 8470/2021

28 Απριλίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

A.V.M.,

από Ιράν

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

 μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Δικηγόρος για τον Αιτητή: Α. Γεωργίου (κος)

Δικηγόρος για Καθ' ων η Αίτηση: Κ. Χρυσοστόμου (κα) για Α. Καρσλιάδου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18.10.2021, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Ιράν, το οποίο εγκατέλειψε στις 06.08.2019 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές παράτυπα στις 01.09.2019 μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών. Στις 16.09.2019 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 28.09.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της EASO, ο οποίος υπέβαλε στις 05.10.2021 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με εισήγηση για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 18.10.2021 την εν λόγω εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 02.12.2021 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 29.11.2021. Την απόφαση αυτήν προσβάλλει ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής παραθέτει στο (τροποποιημένο) εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, ο συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει αρχικώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, ενώ είναι παράλληλα η θέση του ότι ούτε και ο λειτουργός που διεξήγαγε την εξέταση δεν ήταν εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών. Περαιτέρω, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο φόβος δίωξης του Αιτητή εδράζεται στο λόγο περί πολιτικών αντιλήψεων/πεποιθήσεων του (παραπέμποντας στα άρθρα 3(1) και 3Δ(ε) του περί Προσφύγων Νόμου), επισημαίνοντας παράλληλα ότι στην παρούσα περίπτωση, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα πολιτικά περιστατικά που λαμβάνουν χώρα στο Ιράν. Εν συνεχεία ο συνήγορος του Αιτητή παραθέτει πληθώρα πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής από εξωτερικές πηγές, αναφορικά με την πολιτική κατάσταση στο Ιράν (γενικότερα) και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των πολιτών, ιδιαίτερα της ελευθερίας της έκφρασης και της θρησκείας/πεποιθήσεων στο Ιράν. Καταλήγει δε, ότι θα έπρεπε να αποδοθεί το καθεστώς του πρόσφυγα στον Αιτητή εφόσον τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος δίωξης στο πρόσωπο του λόγω της κριτικής που έχει ασκήσει δημοσίως στις αρχές της χώρας του. Τέλος, υποστηρίζει περαιτέρω ότι, η έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση δεν ήταν δέουσα/επαρκής, ενώ υπήρξαν πλημμέλειες κατά τη συνέντευξη και θα έπρεπε να είχε παρασχεθεί στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, ως επίσης ότι, η απορριπτική απόφαση είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και του σχετικού νομικού πλαισίου για το καθεστώς του πρόσφυγα και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Από την πλευρά τους, οι Καθ' ων η Αίτηση υποστηρίζουν (καταρχάς) ότι οι λόγοι προσφυγής δεν δικογραφούνται δεόντως και ότι σε κάθε περίπτωση αναπτύσσονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ενώ σε κάθε περίπτωση, υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποστηρίζοντας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει, ούτε και στοιχειοθέτησε οποιοδήποτε βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και κατέδειξε τη συνδρομή οποιουδήποτε λόγου που να καθιστά επιτακτική την παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19 του ιδίου Νόμου. Εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλουν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση απολύτως νόμιμα και ορθά, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται εκ του νόμου, κατέληξαν στην επίδικη απόφαση, βασιζόμενοι στο υλικό που είχαν ενώπιον τους, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, και κατόπιν ενδελεχούς έρευνας και αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων της υπόθεσης, εφαρμόζοντας τον Νόμο. Σχετικά με την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνουν πως η έγκριση της Εισηγητικής Έκθεσης και λήψη της απορριπτικής απόφασης έγινε από δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Τέλος, υποστηρίζουν ότι η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ λήφθηκε κατόπιν στάθμισης και αξιολόγησης όλων των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, χωρίς να υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα, ούτε στοιχειοθετήθηκε η εμφιλοχώρηση νομικής πλάνης στην επίδικη απόφαση.

 

Στην απαντητική αγόρευση του, ο συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει πως οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν παρερμηνεύσει τα όσα έχει αναφέρει ο Αιτητής στη συνέντευξή του και πως απέτυχαν να προβούν σε ενδελεχή έρευνα για τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή και τους λόγους που προέβη σε αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και για την πιθανότητα να υποστεί πολιτική δίωξη στη χώρα του, περιοριζόμενη στην εξέταση και αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης του Αιτητή (ως επιπλέον ισχυρίζεται). Συνεχίζει δε, αναφέροντας πως οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον Αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξης ήταν παραπλανητικές και δεν είχαν ως στόχο την εξέταση των πραγματικών λόγων που περιβάλλουν το αίτημά του για διεθνή προστασία, παραλείποντας επίσης, να προχωρήσουν σε συμπληρωματική συνέντευξη ή διευκρινιστικές ερωτήσεις. Τέλος, επισημαίνει ότι το Ιράν δεν ανήκει στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, επικαλούμενος τις σχετικές εκθέσεις του ΟΗΕ για την κατάσταση στο Ιράν και τους δυνητικούς κινδύνους που υπάρχουν εκεί για τον Αιτητή, δεδομένα που δεν έλαβαν υπόψη οι Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και συγκεκριμένα κατά την τελευταία δικάσιμο ημερ. 14.11.2024, οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, ωστόσο, ο συνήγορος του Αιτητή απέσυρε τον ισχυρισμό του περί αποκλεισμού του Αιτητή από το καθεστώς του πρόσφυγα. Ειδικότερα δε, ο συνήγορος του Αιτητή έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα περί δίωξης του Αιτητή στο Ιράν, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, επισημαίνοντας πως το καθεστώς στο Ιράν είναι τυραννικό, καθώς και ότι ο Αιτητής υπέστη σεξουαλική κακοποίηση στη χώρα του από την ηλικία των 12 ετών. Ακολούθως, η συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση υποστήριξε ότι, τα περί πολιτικών πεποιθήσεων που επικαλείται ο Αιτητής, είναι (εντούτοις) απροσδιόριστα και ο ίδιος δεν αναφέρει οτιδήποτε άλλο επί του εν λόγω ισχυρισμού του, ούτε και ανέφερε κάτι τέτοιο κατά τη συνέντευξη του. Τέλος, ο συνήγορος του Αιτητή ισχυρίστηκε πως ο Αιτητής είχε αναφερθεί στα περί πολιτικών πεποιθήσεων κατά τη συνέντευξή του, τα οποία και τεκμηρίωσε.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Μελετώντας τις εκατέρωθεν αγορεύσεις και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, εύκολα διαπιστώνεται ότι πέραν των ζητημάτων αναρμοδιότητας, της έλλειψης δέουσας έρευνας και της μη επαρκούς αιτιολογίας που εγείρονται επί τη βάση μιας σχετικής επιχειρηματολογίας, οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, όπως παραβίασης του ενωσιακού δικαίου και των διεθνών συμβάσεων, πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, μεροληπτικής κρίσης της Υπηρεσίας Ασύλου κ.ο.κ., χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Πράττει δε τούτο ο Αιτητής, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο, ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[2].

 

Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία επί των λόγων ακυρώσεως που προωθούνται χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται έκαστος λόγος ακυρώσεως.[3] Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως, ουδόλως εξηγείται με τη γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας. Η παράλειψη αυτή του Αιτητή επηρεάζει αναπόφευκτα τη νομική βάση των προωθημένων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο όλοι οι ισχυρισμοί πλην οι αναφερόμενοι στην αναρμοδιότητα, στην έλλειψη δέουσας έρευνας και στη μη επαρκή αιτιολογία, απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι, αλλά και αλυσιτελείς.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[4], θα προχωρήσω να εξετάσω πρωτίστως τα ζητήματα αναρμοδιότητας και ακολούθως την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τους ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας.

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ο οποίος και εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος, όπως ακριβώς συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, αφού ο γενικός και αφηρημένος ισχυρισμός περί λήψης της απόφασης από αναρμόδιο πρόσωπο, ως αυτός περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής, πολλώ απέχει από τη δέουσα και επαρκή δικογράφησή του.

 

Ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή εδράζεται στη θέση του ότι η απόφαση δεν υπογράφεται από κάποιον από τους εξουσιοδοτημένους από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργούς, ενώ ούτε υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Εσωτερικών προς τον λειτουργό που ετοίμασε την Εισηγητική Έκθεση για την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή, με αποτέλεσμα να προκύπτει και παράβαση ουσιωδώς τύπου, που συνιστά ακύρωση της πράξης.

 

Επί αυτού του ζητήματος, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις αιτιάσεις του συνηγόρου του Αιτητή. Διαπιστώνω μέσα από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι η υποβληθείσα στην υπό κρίση υπόθεση Εισηγητική Έκθεση (βλ. συναφώς, ερ. 85-74 του δ.φ.) ημερομηνίας 05.10.2021, φέρει στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής (βλ. ερ. 85 του δ.φ.), σφραγίδα με την ένδειξη «Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται.», ημερομηνία 18/10/2021, μία μονογραφή και ακριβώς από κάτω μία σφραγίδα με το όνομα «Α.A.»[5] και ακόμη μία σφραγίδα πιο κάτω με τη λέξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ».

 

Ως εκ τούτου, στην παρούσα περίπτωση όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στη μονογραφή, ήτοι ο κ. Α.A., αφού υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην έγκριση, καθώς και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει[6].

 

Η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης είναι επιτρεπτή δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Συνάγεται ευθέως από το ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ότι πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό Εσωτερικών, «για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου». Τέτοια εξουσιοδότηση εντοπίζεται και στην υπό κρίση υπόθεση (βλ. ρητή εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Εσωτερικών στον κ. Α.Α. – ερ. 88 του δ.φ.), ως έχει επεξηγηθεί και ανωτέρω, και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτονται[7].

 

Εξίσου απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι ο λειτουργός που ετοίμασε την Εισηγητική Έκθεση για την απόρριψη της αίτησής του δεν ήταν ρητώς εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, καθώς κατά το χρόνο της συνέντευξης του Αιτητή αλλά και της έκδοσης της εν λόγω Εισηγητικής Έκθεσης υπήρχε σε εφαρμογή σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο για τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου με Δεκεμβρίου του 2021 μεταξύ της EASO (νυν EUAA) και της Κυπριακής Δημοκρατίας[8]. Συνεπώς, η παροχή βοήθειας και υποστήριξης προς την Υπηρεσία Ασύλου από λειτουργό της EASO έλαβε χώρα στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενόσω ήταν σε ισχύ το εν λόγω επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της EASO και της Κυπριακής Δημοκρατίας διά του Υπουργού Εσωτερικών.

 

Επί των (ειδικότερων) λόγων ακυρώσεως, περί υπέρβασης εξουσίας και πλημμελειών κατά τη συνέντευξη, καθώς και περί του ότι θα έπρεπε να είχε παρασχεθεί στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας

 

Ο Αιτητής επικαλείται κατά πρώτον κατάχρηση/υπέρβαση εξουσίας, ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ουδόλως τον ενημερώνει για τα δικαστικά μέτρα και/ή θεραπείες που θα μπορούσε να λάβει προς ακύρωσή της. Επί τούτου του ισχυρισμού, παρατηρείται (ωστόσο) ότι στην επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου (ημερ. 29.11.2021) με την οποίαν κοινοποιήθηκε στον Αιτητή η εν λόγω απορριπτική απόφαση, αναφέρεται ρητώς το δικαίωμα στην προσφυγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, εντός 30 ημερών από τη λήψη της απόφασης (βλ. ερ. 90 του δ.φ.). Σε κάθε περίπτωση, δεν εντοπίζω οποιανδήποτε λυσιτέλεια στην προώθηση ενός τέτοιου ισχυρισμού, καθώς ο Αιτητής άσκησε το εν λόγω δικαίωμα του για καταχώριση προσφυγής εμπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, ο πιο πάνω ισχυρισμός του Αιτητή, κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Είναι κατά δεύτερον η θέση του Αιτητή ότι κατά τη συνέντευξή του, δεν καταγράφηκαν στην ολότητά τους οι ισχυρισμοί του, ως επίσης, δεν υπήρχε διερμηνέας για να μεταφράζει τα διαμειφθέντα στη μητρική του γλώσσα, ενώ (ασυνάρτητα) προβάλλει πως ο μεταφραστής δεν προέβη σε επακριβή καταγραφή των λεγόμενών του κατά τη συνέντευξη του, κάτι για το οποίο ο ίδιος παραπονέθηκε στην αρμόδια αρχή. Καταρχάς, επισημαίνεται ότι δεν εντοπίζω οποιανδήποτε λυσιτέλεια στην προώθηση ενός τέτοιου ισχυρισμού, καθώς ο Αιτητής, ο οποίος άσκησε το δικαίωμα του για καταχώρηση προσφυγής εμπρόθεσμα και προωθώντας την παρούσα προσφυγή, μέσω μάλιστα συνηγόρου, είναι σε θέση στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας να επιχειρήσει να ανατρέψει την επίδικη απόφαση χωρίς να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο από τις κατ’ ισχυρισμό διαδικαστικές αυτές παραλείψεις. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός αυτός εγείρεται και άνευ έννομου συμφέροντος καθώς δεν προκύπτει οποιαδήποτε ζημία την οποία να υπέστη, εξ αυτών των παραλείψεων, ο Αιτητής.

 

Ειδικότερα, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Τούτο διότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του κατά το νόμο και κατά την ουσία, δίχως να περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς, η απλή επίκληση διαδικαστικών πλημμελειών ή παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, δεν επαρκούν από μόνα τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής, θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Το γεγονός ότι, όπως κατ’ ισχυρισμό προβάλλει, δεν καταγράφηκαν επακριβώς και στην ολότητά τους τα λεχθέντα του κατά τη συνέντευξη ενώπιον του αρμόδιου οργάνου, ουδεμία σημασία μπορεί να έχει πλέον υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Εν πάση περιπτώσει, οι ισχυρισμοί αυτοί του Αιτητή υπόκεινται σε απόρριψη με παραπομπή στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Ειδικότερα, ανατρέχοντας στο σχετικό πρακτικό της συνέντευξης (βλ. ερ. 44-29 του δ.φ.), προκύπτει ότι η διαδικασία της συνέντευξης πραγματοποιήθηκε στην παρουσία διερμηνέα (βλ. ερυθρά 44-43 του δ.φ.), ενώ οι ερωτήσεις και απαντήσεις μεταφράζονταν δεόντως σε γλώσσα την οποίαν ο Αιτητής κατανοεί (ήτοι τα φαρσί) και αντίστροφα, ως επιμαρτυρείται από την υπογραφή τόσο του ιδίου όσο και του διερμηνέα, που εντοπίζονται στο τέλος του πρακτικού της συνέντευξης (βλ. ερ. 29 του δ.φ.), όπου ο ίδιος ο Αιτητής δηλώνει ότι το εν λόγω πρακτικό αποτελεί ακριβή και ορθή καταγραφή των δηλώσεων του. Εξάλλου, ο Αιτητής ρωτήθηκε στην αρχή της συνέντευξης κατά πόσο κατανοεί το διερμηνέα που ήταν παρόν κατά την εν λόγω διαδικασία και απάντησε καταφατικά, ενώ του επεξηγήθηκε πως σε περίπτωση που αντιμετωπίσει οιαδήποτε δυσκολία στην επικοινωνία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τότε να ενημερώσει άμεσα το λειτουργό ώστε να του γίνει σχετική επεξήγηση/διευκρίνηση (βλ. ερ. 43/1Χ του δ.φ.). Επίσης, στο τέλος της συνέντευξης, ο Αιτητής επιβεβαίωσε, συγκεκριμένα, ότι τα όσα καταγράφηκαν είναι σύμφωνα με τις δηλώσεις/αιτιάσεις του (βλ. ερ. 30/3Χ του δ.φ.).

 

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 585, ημερ. 21.09.2006, λέχθηκαν τα εξής: «Η Υπηρεσία Ασύλου, κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης του αιτητή, είχε στη διάθεση του διερμηνέα, έτσι ώστε ο ισχυρισμός του σε σχέση με τις αντιφάσεις δεν ευσταθεί. Εάν δεν αντιλαμβανόταν ο αιτητής οποιαδήποτε ερώτηση, θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις.».

 

Σχετικά είναι επίσης και τα λεχθέντα στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημερ. 07.02.2014:

 

«Το σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι η τήρηση εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση της βασικής υποχρέωσης που απορρέει από το Νόμο και εστιάζεται στην διεξαγωγή της συνέντευξης σε γλώσσα καταληπτή από τον αιτητή. Έχει υποχρέωση η διοίκηση να βεβαιώνεται ότι, ο διερμηνέας, τον οποίο έχει επιλέξει για να βοηθήσει στη συνέντευξη, είναι γνώστης της γλώσσας στην οποία υποβάλλονται οι ερωτήσεις και δίδονται οι απαντήσεις. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.

 

Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα.»

 

Δεδομένης δε, ως προαναφέρθηκε, της καταχώρισης προσφυγής αλλά και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο αξιολογεί με βάση τα δεδομένα που τίθενται ενώπιόν του, την ορθότητα της επίδικης απόφασης, ο Αιτητής είναι σε θέση να προβάλει τους όποιους ισχυρισμούς και να παραθέσει τα όποια στοιχεία, που (κατ’ ισχυρισμό) παρερμηνεύθηκαν ή δεν καταγράφηκαν, ή/και που δεν του δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει, προσκομίσει ή καταθέσει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου (αιτιολογώντας συνάμα ταύτα πλήρως).

 

Ενόψει των ως άνω, είναι η κατάληξη μου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης το φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει.

 

Πέραν των πιο πάνω, αναφορικά με τα όσα προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή περί του ότι θα έπρεπε να παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, παρατηρείται καταρχάς ότι τα δύο εκ των τριών ουσιωδών πραγματικών περιστατικών έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται τέτοιο ζήτημα ως προς τους δύο αυτούς ισχυρισμούς. Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή – ο οποίος απορρίφθηκε λόγω  μη θεμελίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του- το κατά πόσο θα μπορούσε να δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας, εξαρτάται στις κατ’ ουσία πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού αποκλειστικά (ενόψει και των όσων ανωτέρω αναλύθηκαν), που τυγχάνουν εξέτασης και κατά την παρούσα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αξιολόγησης, κατ’ ουσίαν, της γενικής αξιοπιστίας και του αιτήματος του Αιτητή. Το ζήτημα αυτό εξετάζεται στη συνέχεια.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με την κατ’ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προωθείται με την κατ’ ισχυρισμό  έλλειψη δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας -ισχυρισμούς τους οποίους θα συνεξετάσω λόγω της συνάφειάς τους- επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010). Όσον αφορά την αιτιολογία των διοικητικών πράξεων, σχετικό είναι το μέρος V του Ν. 158(Ι)/1999, όπου σύμφωνα με το άρθρο 26(2) του εν λόγω νόμου: «Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν.», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του ιδίου νόμου: «Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.» και τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 29 του πιο πάνω νόμου: «Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη οποιουδήποτε νόμου, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας.».

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση των ανωτέρω, θεωρώ κρίσιμο να αναφερθούν καταρχήν οι ισχυρισμοί του Αιτητή ως αυτοί προωθήθηκαν κατά την όλη διοικητική διαδικασία, καθώς και κατά τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου:

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, ότι (γενικότερα) στη χώρα του, το Ιράν, οι πολίτες δεν μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα τη θρησκεία τους αλλά υποχρεώνονται να εξασκούν την ίδια (θρησκεία) με τους γονείς τους. Πρόσθεσε δε, ότι ο ίδιος ήθελε να γίνει Χριστιανός από την παιδική του ηλικία, όμως αυτό δεν ήταν εφικτό. Περαιτέρω, δήλωσε πως εάν κάποιος αλλάξει τη θρησκεία του στο Ιράν από το Ισλάμ σε κάτι άλλο, τότε θα τιμωρηθεί από τις αρχές, που θανατώνουν άτομα τα οποία έχουν μεταστραφεί από το Ισλάμ. Για αυτό το λόγο, ως ο Αιτητής δήλωσε, ο ίδιος αποφάσισε να εγκαταλείψει το Ιράν προκειμένου να είναι ελεύθερος να αλλάξει τη θρησκεία το και να εξασκεί τη θρησκεία που θέλει ο ίδιος (βλ. σχετική μετάφραση στο ερ. 17 του δ.φ.]

 

Κατά το αρχικό στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν έχει οιεσδήποτε απορίες σχετικά με τα όσα του επεξηγήθηκαν αναφορικά με την όλη διαδικασία (βλ. ερ. 43/2Χ του δ.φ.), ως επίσης, ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση για τη συνέντευξη και ότι σε γενικά πλαίσια δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε ζητήματα υγείας ή ιατρικά ζητήματα (βλ. ερ. 42/1Χ του δ.φ.).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της EASO, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι υπήκοος του Ιράν με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την πόλη Bandar Anzali (περιφέρεια Gilan), όπου και έζησε όλη τη ζωή του (πλην από τα δύο έτη της στρατιωτικής του θητείας, ήτοι μεταξύ του 2002 και 2004 – βλ. ερ. 40/1Χ του δ.φ.) έως ότου έφυγε οριστικά από το Ιράν (βλ. ερ. 40/2Χ του δ.φ.). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε διαζευγμένος (είχε νυμφευτεί  το 2005 και χώρισε το 2015 – βλ. ερ. 42/4Χ του δ.φ.) και πατέρας ενός ενήλικου (πλέον) τέκνου (που είχε γεννηθεί το 2006 – βλ. ερ. 41/1Χ του δ.φ.), το οποίο διέμενε με τη μητέρα του Αιτητή στο Ιράν μετά που ο ίδιος έφυγε από τη χώρα, εφόσον ο ίδιος ο Αιτητής είχε την επιμέλεια του (βλ. ερ. 41/1Χ του δ.φ.). Ως ο ίδιος δήλωσε οι γονείς του είναι εν ζωή και διαμένουν στο Ιράν, συγκεκριμένα στην πόλη Bandar Anzali (περιφέρεια Gilan) ενώ έχει επίσης και δύο (2) αδελφούς και τέσσερις (4) αδελφές (εκ των οποίων η μία απεβίωσε) που διαμένουν στην ίδια πόλη. Ο ίδιος έχει τακτική επικοινωνία μαζί τους, ενώ ισχυρίστηκε πως περνούν δύσκολα λόγω της οικονομικής κατάστασης και της γενικότερης κατάστασης στο Ιράν (βλ. ερ. 41/2Χ του δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής δήλωσε ότι είχε φοιτήσει έως τη δεύτερη τάξη του λυκείου και έπειτα διέκοψε τη φοίτησή του λόγω των συνθηκών που δεν ήτο ιδανικές ώστε να συνεχίσει το σχολείο (βλ. ερ. 42/3Χ του δ.φ.). Ως προς την επαγγελματική του απασχόληση στο Ιράν, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν πλανόδιος πωλητής φρούτων (βλ. ερ. 40/1Χ του δ.φ.). Καταλήγοντας, επικαλέστηκε ότι στηρίζει οικονομικά τον υιό του και όποτε μπορεί, τους γονείς του, καταθέτοντας χρήματα στο λογαριασμό του πατέρα του, ο οποίος φροντίζει τον υιό του. Δήλωσε επίσης, ότι θα ήθελε να έφερνε και τον υιό του μαζί στην Κύπρο, επικαλούμενος την δυσμενή κατάσταση που επικρατεί στο Ιράν καθώς και επειδή δεν θα ήθελε ο υιός του να περάσει τα ίδια σε μια τέτοια ηλικία, όπως αυτά που υπέφερε ο ίδιος στην εφηβική του ηλικία (βλ. ερ. 41/3Χ του δ.φ.). Τέλος, ως προς την έξοδό του από το Ιράν, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως πέρασε οδικώς στην Τουρκία δια μέσου των χερσαίων συνόρων Ιράν-Τουρκίας, δωροδοκώντας έναν εκ των συνοριακών λειτουργών εκεί, ώστε να τον αφήσει να περάσει χωρίς πρόβλημα (βλ. ερ. 40/3Χ και 39/1Χ του δ.φ.).

 

Ακολούθως, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε, ως προς την ουσία του αιτήματός του, ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι λόγω της σεξουαλικής κακοποίησης που δέχθηκε σε νεαρή ηλικία από τον δάσκαλο των θρησκευτικών στο σχολείο του. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε αρχικά, ότι μεγάλωσε σε μια πολύ θρησκόληπτη οικογένεια, κάτι πολύ σημαντικό για την οικογένεια της μητέρας του και την τιμή τους, ενώ δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα ο ίδιος με αυτό και τα τρία πρώτα έτη στο δημοτικό υπήρξαν φυσιολογικά και χωρίς προβλήματα. Ωστόσο, ως προέβαλε, όταν φοιτούσε στην τέταρτη τάξη άρχισαν τα προβλήματα, όταν ο δάσκαλος των θρησκευτικών, ο οποίος ήταν Ιμάμης, του πρότεινε να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα εκτός της σχολικής περιόδου, εφόσον παρατήρησε πως ο ίδιος ήταν καλός μαθητής στο θέμα αυτό (το οποίο ο Αιτητής λάτρευε για κάποιον άγνωστο λόγο, ως είπε). Συνεχίζοντας, ο Αιτητής εξήγησε ότι κατά τη διάρκεια εκείνων των ιδιαίτερων μαθημάτων δέχθηκε σεξουαλική κακοποίηση από τον εν λόγω δάσκαλο του, ζήτημα το οποίο δεν μπορούσε να το εμπιστευτεί σε κάποιον φίλο του ή στη θρησκευόμενη οικογένειά του. Έπειτα, ο Αιτητής δήλωσε πως όταν ξεκίνησε η πέμπτη τάξη, τα πράγματα ήταν καλύτερα, ωστόσο άρχισε να έχει αμφιβολίες για τη θρησκεία του από τη στιγμή που οι άνθρωποι που τη δίδασκαν προέβαιναν σε τέτοιες πράξεις, ενώ ισχυρίστηκε πως δεν μπορούσε πλέον να εμπιστευτεί την κοινωνία αυτή που ήταν όλο ψέμα και έκτοτε, αντιπαθούσε τη θρησκεία που του επέβαλαν ως κάτι το απόλυτο και που δεν αποτελούσε επιλογή του. Ως επίσης δήλωσε, στη συνέχεια είχε γνωρίσει και άλλα άτομα, που επίσης είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και έχασαν την πίστη τους στη θρησκεία. Έπειτα, δήλωσε πως κατά τα δύο πρώτα έτη στο γυμνάσιο τα πράγματα ήταν καλύτερα, εφόσον πλέον δεν είχαν τους ίδιους δασκάλους, ωστόσο, άρχισε να αναπτύσσει αισθήματα κατάθλιψης και να απομονώνεται, φοβούμενος πως ο εν λόγω δάσκαλός του, που τον είχε κακοποιήσει, το ανέφερε και σε άλλους δασκάλους και άτομα (βλ. ερ. 39/2Χ του δ.φ.).

 

Στη συνέχεια, ο Αιτητής επικαλέστηκε πως κατά το πρώτο έτος στο λύκειο, είχε γνωρίσει άλλα άτομα με τα οποία έγιναν φίλοι και με τους οποίους μπορούσε να συζητά περί πολιτικών θεμάτων και για τη θρησκεία. Εξήγησε δε, πως κατέληξε μαζί με τους φίλους του στο συμπέρασμα πως ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία που θα ταίριαζε με τον τρόπο σκέψης τους και ήταν συμβατή με τις ανάγκες τους. Έκτοτε, ως ισχυρίστηκε, η κατάσταση τους άλλαξε ολίγον και αντιμετώπισαν αρκετές δυσκολίες, όπου συναντιόντουσαν σε σπίτια φίλων και στα πάρκα, ενώ πρόσθεσε πως ο ίδιος εγκατέλειψε το σχολείο κατόπιν δικής του απόφασης, επικαλούμενος ότι η κατάσταση δεν ήταν ιδανική για τον ίδιο και έτσι δεν μπορούσε να συνεχίσει τη μόρφωσή του, λόγω των ιδεών που τους επέβαλλαν (βλ. ερ. 38/1Χ του δ.φ.).

 

Συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο Αιτητής εξήγησε ότι μετά τη στρατιωτική του θητεία νυμφεύτηκε  την (πρώην) γυναίκα του, την οποία είχε γνωρίσει από πριν, ωστόσο, ενώ στην αρχή τα πράγματα ήταν εντάξει μεταξύ τους, μετά από δύο χρόνια γάμου, άρχισαν τα προβλήματα, λόγω του ότι ο ίδιος ήθελε να κάθεται στο σπίτι και απέφευγε να πηγαίνει σε συναθροίσεις μαζί με τη γυναίκα του, κάτι για το οποίο απορούσε η (πρώην) σύζυγός του. Ο Αιτητής απέδωσε την άρνησή του αυτή στο γεγονός ότι, όλα αυτά τα χρόνια, πίστευε πως ο συγκεκριμένος δάσκαλος των θρησκευτικών είχε αποκαλύψει το περιστατικό και σε άλλα πρόσωπα. Σε συνδυασμό με το ότι ζούσε σε μια πολύ μικρή πόλη, όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, αισθανόταν απομονωμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο και απέφευγε τις συναναστροφές, περιοριζόμενος στη μετάβασή του από τη δουλειά στο σπίτι, από φόβο μήπως κάποιος τον αναγνώριζε και διέδιδε το περιστατικό. Επιπλέον, όπως ο ίδιος ανέφερε, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να πληροφορηθεί κάτι σχετικό η (πρώην) σύζυγός του, καθώς, όπως υποστήριξε, μια τέτοια αποκάλυψη θα προκαλούσε σύγκρουση μεταξύ τους, δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη του, καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Ο Αιτητής ανέφερε ότι για διάστημα δύο ετών υπήρχαν μεταξύ τους συνεχείς διαφωνίες, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο ίδιος απέφευγε να τη συνοδεύει σε εξόδους. Τελικώς, η συμπεριφορά αυτή οδήγησε τη σύζυγό του να ζητήσει διαζύγιο, καθώς εκείνος δεν επιθυμούσε να της αποκαλύψει την αλήθεια για όσα του είχαν συμβεί κατά την παιδική του ηλικία, ούτε να διακινδυνεύσει να εκτεθεί συνοδευόμενος από εκείνη σε δημόσιο χώρο, φοβούμενος μήπως κάποιος τον αναγνωρίσει και της αποκαλύψει το περιστατικό. Κατά τον ίδιο, μια τέτοια εξέλιξη θα επιβάρυνε περαιτέρω τη σχέση τους. Κατέληξε δε ότι το συγκεκριμένο τραυματικό γεγονός της παιδικής του ηλικίας αποτέλεσε τη βασική αιτία όλων των προβλημάτων του (βλ. ερ. 38/2Χ του δ.φ.).

 

Μετά το διαζύγιό του, ως ο Αιτητής δήλωσε, ο ίδιος είχε γνωρίσει κάποια ομάδα ατόμων περί το 2015/2016, με την οποία μοιραζόταν τις ίδιες αντιλήψεις, και μαζί αποφάσισαν να εξερευνήσουν τον Χριστιανισμό. Ως ισχυρίστηκε, τούτο σε συνδυασμό και με την αποστέρηση του δικαιώματος της ελευθερίας να επιλέξουν τη θρησκεία τους, οδήγησε τον ίδιο στο να αποφασίσει να εγκαταλείψει το Ιράν, επικαλούμενος επίσης, τα ψυχολογικά του προβλήματα, το διαζύγιο με τη γυναίκα του, καθώς και το γεγονός ότι είχε ένα υιό που ο ίδιος έπρεπε να φροντίζει, αλλά και που θα μπορούσε να μάθει για το τι συνέβη στον ίδιο, αναφέροντας επιπλέον, ότι τούτο αποτελεί και το λόγο για τον οποίο θέλει να φέρει και το παιδί του στην Κύπρο (βλ. ερ. 38/3Χ του δ.φ.).

 

Ερωτηθείς κατά πόσο υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίον εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, πέραν των όσων ήδη δήλωσε, ο Αιτητής επικαλέστηκε πως υπάρχουν και άλλοι λόγοι, ισχυριζόμενος ότι μετά από το διαζύγιό του και αφού γνωρίστηκε με την ομάδα όπου μελετούσαν τον Χριστιανισμό, αισθάνθηκαν πως κάποιος τους παρακολουθούσε και έτσι σταμάτησαν το όλο εγχείρημα για λίγο καιρό. Στη συνέχεια έμαθαν, ως επίσης ισχυρίστηκε, ότι κάποιες άλλες ομάδες τους κυνηγούσαν επειδή δεν τους ήθελαν να συναθροίζονται ως ομάδα, με την κατάσταση να γίνεται ακολούθως πολύ επικίνδυνη και για αυτό το λόγο αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, φοβούμενοι την πολύ αυστηρή τιμωρία, ενώ μετά από 2-3 μήνες κατόπιν που ο ίδιος ήρθε στην Κύπρο, τον ενημέρωσε η μητέρα του πως υπάρχει κλήτευση εναντίον του για διατάραξη της δημόσιας τάξης (βλ. ερ. 38/4Χ του δ.φ.).

 

Εν συνεχεία ο λειτουργός της EASO προχώρησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις προς τον Αιτητή αναφορικά με τα όσα δήλωσε στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ξεκινώντας με τα όσα ανέφερε ως προς τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τον δάσκαλο των θρησκευτικών στο σχολείο του. Αναφορικά με το συγκεκριμένο περιστατικό, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι αυτό έλαβε χώρα όταν ήταν 12 ετών. Τα ιδιαίτερα μαθήματα με τον συγκεκριμένο δάσκαλο ξεκίνησαν το φθινόπωρο και, συνολικά, παρακολούθησε τέσσερα μαθήματα εντός διαστήματος δύο μηνών. Τα μαθήματα αυτά είχαν οργανωθεί με πρωτοβουλία του ίδιου του δασκάλου, ο οποίος είχε εκφράσει στον Αιτητή την άποψη ότι ήταν ικανός στο συγκεκριμένο μάθημα και ότι θα μπορούσε να συγκαταλέγεται μεταξύ των ατόμων που γνωρίζουν να απαγγέλλουν το Κοράνι. Ο Αιτητής αποσαφήνισε ότι το συμβάν της σεξουαλικής του κακοποίησης έγινε μία φορά, κατά την τέταρτη και τελευταία τους συνάντηση. [βλ. ερ. 37/1Χ-3Χ του δ.φ.)

 

Ως επίσης δήλωσε, οι γονείς του γνώριζαν ότι ο ίδιος συμμετείχε στα μαθήματα αυτά, τα οποία λάμβαναν χώρα εντός του σχολείου και ότι δεν υπήρχαν άλλα άτομα ταυτόχρονα μαζί τους κατά τις εν λόγω συναντήσεις, ωστόσο, ως δήλωσε, πιθανότατα να γίνονταν τέτοια ιδιαίτερα μαθήματα και με άλλους, σε διαφορετικές όμως ώρες (βλ. ερ. 36/1Χ-2Χ του δ.φ.). Κληθείς να αναφερθεί συγκεκριμένα στο τι συνέβη κατά τα μαθήματα αυτά, ο Αιτητής ανέφερε ότι στο πρώτο μάθημα, ο δάσκαλος του μίλησε για αυτά που θα τον δίδασκε, ενώ στο δεύτερο μάθημα, ο δάσκαλος του ξεκίνησε να τον πλησιάζει φιλικά. Ακολούθως στο τρίτο μάθημα ξεκίνησε να τον αγγίζει (επιφανειακά) σε διάφορα σημεία του σώματός του, χωρίς όμως να συμβεί οτιδήποτε, ως είπε (βλ. ερ. 36/3Χ του δ.φ.). Ως ο Αιτητής αφηγήθηκε, κατά τη διάρκεια της τέταρτης τους συνάντησης, ο δάσκαλος του τον πλησίασε μετά το τέλος του μαθήματος και άρχισε να τον αγγίζει ερωτικά, ενώ έπειτα του αφαίρεσε τα ρούχα που φορούσε, πράγμα το οποίο του προκάλεσε τρόμο και δεν ήξερε σε ποιον να μιλήσει (βλ. ερ. 36/4Χ του δ.φ.). Ούτε μπορούσε να το αποκαλύψει στους γονείς του, που εξάλλου δεν θα αποδέχονταν κάτι τέτοιο, και εφόσον τον απείλησε ο δάσκαλος του, λέγοντάς του ότι σε τέτοια περίπτωση θα καταστραφεί η φήμη του ιδίου και της οικογένειάς του επίσης, και επιπλέον, προειδοποιώντας τον ότι εκείνος δεν θα τον αφήσει ήσυχο. (βλ. ερ. 36/4Χ και 35/1Χ του δ.φ.).

 

Κληθείς στη συνέχεια, να αποσαφηνίσει κατά πόσο ξαναείδε τον δάσκαλό του έπειτα από το τελευταίο αυτό περιστατικό, ο Αιτητής εξήγησε ότι συνήθιζε να τον βλέπει στο σχολείο του και εκείνος του έλεγε να συνεχίσουν τα ιδιαίτερα μαθήματα, ωστόσο ο Αιτητής ουδέποτε εμφανίστηκε ξανά στις εν λόγω συναντήσεις. Ως αποτέλεσμα, και ύστερα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες, ο εν λόγω δάσκαλος δεν του πρότεινε ξανά να συνεχίσουν τα μαθήματα. Την επόμενη σχολική χρονιά, σύμφωνα με τον Αιτητή, ο δάσκαλος αυτός δεν βρισκόταν πλέον στο σχολείο. Ωστόσο, ο Αιτητής τον συναντούσε περιστασιακά στην πόλη, κυρίως όταν μετέβαινε στην αγορά για να αντικαταστήσει τον πατέρα του στην πώληση φρούτων. Σε κάθε τέτοια συνάντηση, όπως ανέφερε, συνήθιζε να απομακρύνεται τρέχοντας, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα (βλ. ερ. 35 /1Χ-3Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τον φόβο του ότι ο συγκεκριμένος δάσκαλος ενδεχομένως είχε αποκαλύψει σε τρίτους το περιστατικό που συνέβη μεταξύ τους, γεγονός το οποίο, όπως υποστήριξε, τον οδήγησε σε κατάθλιψη, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι αυτή η πεποίθηση ενδέχεται να βασίζεται σε προσωπικές του σκέψεις ή εκτιμήσεις, απορρέουσες από όσα ο ίδιος είχε παρατηρήσει. Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι δεν έχει βεβαιότητα ούτε διαθέτει αποδείξεις πως ο εν λόγω δάσκαλος πράγματι ανέφερε το συμβάν σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. (βλ. ερ. 35/3Χ και 34/1Χ του δ.φ.).

 

Ακολούθως, ο λειτουργός της EASO προχώρησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με την ομάδα ατόμων που γνώρισε μετά το διαζύγιο του, η οποία είχε τις ίδιες αντιλήψεις και αποφάσισε να μελετήσει τον Χριστιανισμό. Επί τούτο, ο Αιτητής αποσαφήνισε πως στην εν λόγω ομάδα ήταν συνολικά πέντε άτομα, καθώς και ότι εξερευνούσαν διάφορες θρησκείες με τον χριστιανισμό να τους είχε τραβήξει περισσότερο την προσοχή. Ωστόσο, όπως επίσης ανέφερε, η εν λόγω αναζήτησή τους στις θρησκείες δεν ολοκληρώθηκε καθώς οι συναθροίσεις τους ήταν κρυφές και επιπλέον, στο Ιράν δεν μπορούσαν να αλλάξουν θρησκεία (βλ. ερ. 34/1Χ του δ.φ.). Ο Αιτητής ανέφερε ότι οι συναθροίσεις στις οποίες συμμετείχε δεν είχαν ως αντικείμενο τη διδασκαλία του Χριστιανισμού, καθώς ο ίδιος και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας δεν επιθυμούσαν να ασπαστούν τη χριστιανική πίστη, φοβούμενοι τις ενδεχόμενες συνέπειες. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο σκοπός των συναθροίσεων ήταν να διατηρούν τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής. Ο ίδιος, όπως υποστήριξε, υπό το κράτος του φόβου, της απομόνωσης, της κατάθλιψης και του κοινωνικού περιορισμού, αποφάσισε να εγκαταλείψει την περιοχή του, στην οποίαν εξακολουθεί να διαμένει το ίδιο του το παιδί. Στη συνέχεια, αντιλήφθηκε, όπως ισχυρίστηκε, ότι κάποιος από την ομάδα τους πρόδωσε (βλ. ερ. 34/2Χ του δ.φ.).

 

Σε ερώτηση που του υποβλήθηκε αναφορικά με το γιατί ο Χριστιανισμός είχε προσελκύσει περισσότερο το ενδιαφέρον της ομάδας σε σχέση με άλλες θρησκείες που μελετούσαν, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν έχει επαρκείς γνώσεις για τον Ιησού, πέραν όσων έμαθε από τις σχετικές συζητήσεις με τα λοιπά μέλη. Επισήμανε, ωστόσο, ότι εκείνο που τον προσέλκυσε στον Χριστιανισμό ήταν η πεποίθηση πως, μέσω της πίστης στον Ιησού, θα μπορούσε να επιτύχει όσα επιθυμούσε. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι από τη στιγμή που ήρθε στην Κύπρο, είχε όραμα στο οποίο εμφανίστηκε ο Ιησούς (βλ. ερ. 34/2Χ του δ.φ.).

 

Ο Αιτητής ανέφερε ότι η πρώτη του επαφή με τον Χριστιανισμό έλαβε χώρα μετά το διαζύγιό του, περίπου το 2015, όταν ξεκίνησαν οι συζητήσεις με κάποια άτομα που είχε γνωρίσει στον χώρο εργασίας του. Όπως δήλωσε, οι σχετικές συναντήσεις διήρκεσαν περίπου δύο έτη, χωρίς όμως να πραγματοποιούνται σε τακτική βάση, αλλά ανά τρεις έως τέσσερις μήνες, και όχι πάντοτε με την παρουσία και των πέντε μελών της ομάδας· σε ορισμένες περιπτώσεις συμμετείχαν μόνο δύο άτομα (βλ. ερ. 34/3Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τον τόπο διεξαγωγής των συναντήσεων αυτών, ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτές πραγματοποιούνταν είτε σε κάποιο πάρκο είτε σε οικία, όπου συγκεντρώνονταν και συζητούσαν ανάλογα θέματα. Τόνισε δε ότι, προ του γάμου του, ουδέποτε είχε οποιαδήποτε επαφή με τον Χριστιανισμό, ωστόσο είχε κουραστεί, όπως ανέφερε, με τη δική του θρησκεία (βλ. ερ. 33/1Χ του δ.φ.).

 

Σε σχετική ερώτηση περί της σημερινής του επαφής με τα λοιπά μέλη της ομάδας, ο Αιτητής απάντησε ότι πληροφορήθηκε —χωρίς να είναι απολύτως βέβαιος για την ακρίβεια της πληροφορίας— ότι δύο εξ αυτών έχουν ασπαστεί τον Σουνιτισμό (βλ. ερ. 33/1Χ του δ.φ.). Πρόσθεσε, τέλος, ότι η τελευταία φορά που συναντήθηκε με τα δύο αυτά άτομα ήταν δύο μήνες πριν αναχωρήσει από τη χώρα του, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα έλαβε χώρα και η τελευταία συνάντηση μεταξύ τριών μελών της ομάδας, περιλαμβανομένου και του ίδιου (βλ. ερ. 33/2Χ του δ.φ.).

 

Στη συνέχεια, ερωτηθείς σχετικά, ο Αιτητής διευκρίνισε πως ίσως αυτός που τους πρόδωσε να ήταν κάποιος περαστικός που ενδεχομένως να τους άκουσε σε κάποια συζήτησή τους στο πάρκο, επικαλούμενος ότι τα υπόλοιπα άτομα του είπαν πως θα πρέπει να μειωθεί η επικοινωνία τους, ενώ το έμαθε τόσο ο πατέρας του ιδίου όσο και οι πατεράδες δύο εκ των υπολοίπων ατόμων, ως ισχυρίστηκε (βλ. ερ. 33/3Χ του δ.φ.). Ισχυρίστηκε επίσης πως ο πατέρας του, του είπε να σταματήσει πλέον να κάνει παρέα με τα εν λόγω άτομα και να συζητά μαζί τους πράγματα που είναι εναντίον του (βλ. ερ. 32/1Χ του δ.φ.). Ερωτηθείς κατά πόσο σταμάτησαν τις συναθροίσεις τους λόγω του ότι αυτές μαθεύτηκαν, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά, επικαλούμενος πως εφόσον το έμαθε ο πατέρας του, σίγουρα αυτός που του το είπε θα μπορούσε να το πει και σε άλλους (βλ. ερ. 32/1Χ του δ.φ.). Κληθείς να εξηγήσει τα όσα ανέφερε ως προς το ότι κάποιες ομάδες τους κυνηγούσαν, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως αυτές αφορούν την ομάδα Sepah και την Υπηρεσία Πληροφοριών, επικαλούμενος ότι γνωρίζει τούτο, επειδή κατόπιν που έφτασε στην Κύπρο, έλαβε κλήση στο σπίτι του στο Ιράν (βλ. ερ. 32/1Χ του δ.φ.). Ο Αιτητής διευκρίνισε ότι, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που είχαν μεταξύ τους, τα μέλη της ομάδας αντιλήφθηκαν την ύπαρξη κάποιου κινδύνου, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν με σαφήνεια την προέλευση ή την πηγή του· μοναδικό γνωστό στοιχείο, όπως ανέφερε, ήταν ότι ο πατέρας του γνώριζε πως συναντιόνταν στα πάρκα και συζητούσαν για τον Ιησού. Ωστόσο, αγνοούσαν κατά πόσον το πρόσωπο που ενημέρωσε τον πατέρα του είχε μιλήσει και σε άλλους· κάτι τέτοιο το υπέθεταν απλώς, χωρίς να έχουν βεβαιότητα (βλ. ερ. 32/2Χ του δ.φ.). Επιβεβαίωσε, επίσης, ότι είχε σταματήσει να συμμετέχει στις εν λόγω συναντήσεις περίπου δύο έτη πριν την αναχώρησή του από τη χώρα. Όπως δήλωσε, κατά το διάστημα αυτό δεν αντιμετώπισε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, αν και υπέθετε ότι ενδεχομένως να παρακολουθούνταν, χωρίς όμως να υπάρξει κάποιο περιστατικό επαφής ή σύγκρουσης (βλ. ερ. 32/2Χ του δ.φ.). Τέλος, διευκρίνισε ότι οι ισχυρισμοί του περί καταδίωξής του από την ομάδα Sepah και την Υπηρεσία Πληροφοριών δεν βασίζονται σε απτά στοιχεία, αλλά αποτελούν προσωπικές του εκτιμήσεις. Οι υποψίες του στηρίζονται στο γεγονός ότι ο πατέρας του είχε ενημερωθεί για τις συναντήσεις μέσω τρίτου προσώπου, και ο ίδιος φοβόταν ότι το εν λόγω άτομο θα μπορούσε να τους είχε καταδώσει (βλ. ερ. 32/3Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με την κλήση που έλαβε στην οικία του στο Ιράν από τις αρχές, ο Αιτητής επανέλαβε ότι πρόκειται για κλήση για διατάραξη της δημόσιας τάξης, επικαλούμενος ως προς τις συνέπειες της εν λόγω κλήσης, ότι σύμφωνα με τον Ισλαμικό νόμο η τιμωρία θα είναι φυλάκιση. Εξήγησε ότι η εν λόγω κατηγορία για διατάραξη της δημόσιας τάξης σημαίνει ότι κάποιος ενθαρρύνει τους πολίτες να ξεσηκωθούν εναντίον του καθεστώτος ή να αλλάξουν τη θρησκεία τους (βλ. ερ. 31/1Χ του δ.φ.). Κληθείς να εξηγήσει πως σχετίζεται αυτό με τον Χριστιανισμό εφόσον δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο, ο Αιτητής προέβαλε ότι από τη στιγμή που δεν έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα και τον κατηγορούν για υποκίνηση δημόσιας αναταραχής, οι αρχές προφασίστηκαν μια τέτοια κατηγορία προκειμένου να εμφανιστεί ενώπιον τους και να τον ρωτήσουν οτιδήποτε έχουν κατά νου (βλ. ερ. 31/2Χ του δ.φ.). Ακολούθως, ερωτηθείς σχετικά, ο Αιτητής αποσαφήνισε ότι έκτοτε που έφυγε από τη χώρα του, οι γονείς του δεν έλαβαν κάτι άλλο από τις αρχές, ούτε και προσεγγίστηκαν από αυτές, ενώ παράλληλα, επιβεβαίωσε ότι εάν κάποιος τον αναζητούσε, τότε θα τον ενημέρωναν σχετικά οι φίλοι του ή άτομα από το κοινωνικό του δίκτυο (βλ. ερ. 31/2Χ του δ.φ.).

 

Ερωτηθείς στη συνέχεια, ως προς τα θρησκευτικά του πιστεύω, ο Αιτητής υποστήριξε πως στο Ιράν η θρησκεία του ήταν το Ισλάμ, ωστόσο δεν του άρεσε και για αυτό το λόγο ήρθε στην Κύπρο. Ως ισχυρίστηκε, ερχόμενος εδώ συνειδητοποίησε το πραγματικό νόημα της ελευθερίας στην επιλογή θρησκείας, επικαλούμενος παράλληλα, ότι επιθυμεί να προσηλυτιστεί στην Χριστιανική πίστη και να γίνει Χριστιανός, ωστόσο, δεν έχει ακόμη μεταστραφεί καθώς δεν είχε την ευκαιρία, αλλά παραμένει αυτό ως επιθυμία του (βλ. ερ. 31/3Χ του δ.φ.).

 

Καταλήγοντας, κληθείς να αναφέρει τι φοβάται πως θα μπορούσε να του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν, ο Αιτητής προέβαλε ότι θα συλληφθεί κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο, εξαιτίας της κλήσης που έλαβε (βλ. ερ. 31/3Χ του δ.φ.). Ερωτηθείς κατά πόσο θα μπορούσε σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν να εγκατασταθεί και να ζήσει με ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας του και συγκεκριμένα στην Τεχεράνη, ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά, επαναλαμβάνοντας ότι θα τον συλλάβουν κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο, ενώ σε κάθε περίπτωση, τα υπόλοιπα προβλήματα που επικαλέστηκε πιθανότατα να εξακολουθούν να υπάρχουν και επιπλέον, δεν κατέχει οποιαδήποτε επαγγελματική κατάρτιση ώστε να εργαστεί στην Τεχεράνη, ως επίσης δήλωσε (βλ. ερ. 30/1Χ του δ.φ.). Ερωτηθείς δε, ως προς το λόγο που ενώ οι συναντήσεις στις οποίες ανέφερε ότι συμμετείχε διήρκησαν μέχρι και το 2017, εντούτοις έλαβε κλήση από τις αρχές του Ιράν το έτος 2019, ήτοι περί των δύο ετών αργότερα, ο Αιτητής υποστήριξε ότι το Ιράν είναι μεγάλη χώρα με αποτέλεσμα οι διαδικασίες να καθυστερούν, ενώ παράλληλα δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα, οπότε και λόγω αυτού καθυστέρησαν οι εν λόγω διαδικασίες, ως επικαλέστηκε (βλ. ερ. 30/2Χ του δ.φ.).

 

Τέλος, κληθείς να προσθέσει οτιδήποτε άλλο επιθυμεί, ο Αιτητής αναφέρθηκε στο ότι χρειάζεται βοήθεια, όχι για τον ίδιο, αλλά για το παιδί του, επικαλούμενος πως λόγω αυτού που συνέβη στον ίδιο κατά την παιδική του ηλικία, ίσως να υπάρχει ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στο παιδί του επίσης. Επικαλέστηκε παράλληλα ότι, επειδή ο ίδιος υπέφερε από διάφορα προβλήματα έκτοτε που ήταν στο σχολείο, το οποίο δεν ολοκλήρωσε, ενώ είχε ‘τιμωρηθεί’ κατά τη στρατιωτική του θητεία και επίσης, χώρισε από τη γυναίκα του, και επιπλέον, υπάρχει ο φόβος για τα άτομα στην κοινωνία του, λόγω του οποίου ο ίδιος δεν μπορεί να εμφανιστεί έξω στο πλήθος, για όλους αυτούς τους λόγους, χρειάζεται προστασία (βλ. ερ. 30/3Χ του δ.φ.).

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης του Αιτητή, από το αφήγημά του κατά τη συνέντευξη, ο λειτουργός EASO εντόπισε και εξέτασε συνολικά τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς (βλ. ερ. 83 του δ.φ.):

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, και αυτός έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό EASO καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική του αξιοπιστία (βλ. έρ. 83-81 του δ.φ.). Ομοίως, αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, που αφορούσε στο γεγονός ότι ο Αιτητής υπέστη σεξουαλική κακοποίηση σε ηλικία 12 ετών από έναν εκ των δασκάλων του στο σχολείο του, καθώς τα λεγόμενα του Αιτητή κρίθηκαν ως συνεκτικά, συγκεκριμένα και με επαρκή λεπτομέρεια, ως επίσης, επιβεβαιώθηκε, από πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές, η ύπαρξη τέτοιων περιστατικών στο Ιράν (βλ. ερ. 81-79 του δ.φ.). Ειδικότερα, ο λειτουργός επεσήμανε ότι ο Αιτητής ήταν συγκεκριμένος στο να κατονομάσει τον εν λόγω δάσκαλό του και ότι ήταν Ιμάμης καθώς και τον αριθμό των ιδιαίτερων μαθημάτων που ο ίδιος συμμετείχε (βλ. ερ. 39/2Χ και 37/2Χ του δ.φ.). Επίσης, διαπίστωσε ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να επεξηγήσει με συνοχή και λεπτομέρεια το πως αρχικά τον προσέγγισε το εν λόγω άτομο ώστε να του προτείνει να ξεκινήσουν ιδιαίτερα μαθήματα (βλ. ερ. 37/2Χ του δ.φ.), καθώς και τον τρόπο που αυτά τα μαθήματα διευθετούνταν, ως επίσης, το χώρο και την περίοδο κατά την οποία έγιναν τα εν λόγω μαθήματα (βλ. ερ. 37/1Χ,3Χ και 36/1Χ του δ.φ.). Επιπρόσθετα, ο λειτουργός διέκρινε ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στο τι συνέβη κατά τα τρία πρώτα ιδιαίτερα μαθήματα που προηγήθηκαν, καθώς και στις σκέψεις που είχε ο ίδιος, περιγράφοντας επίσης με συνοχή, την εξέλιξη αναφορικά με τον τρόπο που ο δάσκαλός του ξεκίνησε να τον πλησιάζει σταδιακά κατά τη διάρκεια των εν λόγω μαθημάτων, πριν από το τελευταίο μάθημα όπου τον κακοποίησε σεξουαλικά (βλ. ερ. 36/3Χ του δ.φ.). Περαιτέρω, σημείωσε ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε με λεπτομέρεια και κατά τρόπο συγκεκριμένο όσον αφορά το πως συνέβη το περιστατικό της σεξουαλικής κακοποίησης του από το δάσκαλό του, ήτοι κατά το τέταρτο και τελευταίο μάθημα, καθώς και εξήγησε (σαφώς) τα συναισθήματα και την αντίδρασή του (βλ. ερ. 36/4Χ του δ.φ.). Τέλος, ο λειτουργός σημείωσε πως ο Αιτητής, με τρόπο συγκεκριμένο, ανέφερε ότι έπειτα από το περιστατικό αυτό σταμάτησε να πηγαίνει στα εν λόγω ιδιαίτερα μαθήματά, καθώς και ότι, ο καθηγητής του επέμεινε 3-4 φορές να του προτείνει να συνεχίσουν τα μαθήματα, κάτι ωστόσο που ο ίδιος απέρριψε κατ’ επανάληψη, αποφεύγοντας να συμμετάσχει ξανά (έκτοτε) σε τέτοια μαθήματα (βλ. ερ.35/1Χ του δ.φ.). Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός EASO παρέθεσε πληροφορίες γενικού περιεχομένου για τα ανήλικα θύματα βιασμού και σεξουαλικής παρενόχλησης, επισημαίνοντας ότι τέτοια περιστατικά υπάρχουν στο Ιράν και συνήθως δεν καταγγέλλονται/δημοσιεύονται ή/και σε κάποιες περιπτώσεις καλύπτονται και δεν τιμωρούνται λόγω υψηλών διασυνδέσεων του κατηγορούμενου/θύτη (βλ. ερ. 64-63 του δ.φ.). Καταληκτικά, λόγω της θεμελίωσης της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας των εν λόγω δηλώσεων του Αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στο σύνολό του (βλ. ερ. 79 του δ.φ.).

 

Ωστόσο, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, που αφορούσε στο ότι ο Αιτητής συμμετείχε σε συναθροίσεις στο Ιράν μεταξύ του 2015 και 2017 εξερευνώντας διαφορετικές θρησκείες, έτυχε απόρριψης καθώς κρίθηκε ότι τα σχετικά λεγόμενα του Αιτητή δεν είχαν τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομέρειας, συνοχής και εξειδίκευσης (βλ. ερ. 79-77 του δ.φ.). Πιο συγκεκριμένα, ο λειτουργός EASO διέκρινε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει περαιτέρω, με επαρκή λεπτομέρεια και κατά τρόπο συγκεκριμένο, όταν κλήθηκε να περιγράψει το περιεχόμενο των εν λόγω συναθροίσεων, αποκρινόμενος με γενικές/αόριστες αναφορές στις συζητήσεις που είχαν επί διαφόρων θρησκειών, οι οποίες δεν κατέληξαν σε κάποιο συμπέρασμα (βλ. ερ. 34/1Χ του δ.φ.). Παράλληλα, παρατήρησε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ως προς την επιλογή του Χριστιανισμού ως καταλληλότερης θρησκείας, είχαν ασυνέπεια μεταξύ τους, εφόσον αρχικά δήλωσε πως επέλεξαν τον Χριστιανισμό ως την πιο συμβατή θρησκεία σε σχέση με τις ανάγκες τους (βλ. ερ. 38/1Χ του δ.φ.), ενώ έπειτα, υποστήριξε πως δεν συζητούσαν μόνο για τον Χριστιανισμό, αλλά και για άλλες θρησκείες (βλ. ερ. 34/1Χ του δ.φ.), και ούτε ήθελαν να συμμετέχουν στην Χριστιανοσύνη, αλλά πρόθεσή τους ήταν να έχουν την ελευθερία να επιλέξουν θρησκεία (βλ. ερ. 34/2Χ του δ.φ.). Περαιτέρω, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι, όταν ο Αιτητής ερωτήθηκε για το λόγο που ασχολούνταν στις συναντήσεις αυτές κυρίως και περισσότερο με τον Χριστιανισμό, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με συνοχή και λεπτομέρεια, αλλά ούτε και κατά συγκριμένο τρόπο, αφού ανέφερε πως δεν γνωρίζει αρκετά για τον Ιησού και πως το μόνο που τον προσέλκυσε στον Χριστιανισμό ήταν η εκπλήρωση της επιθυμίας του με την πίστη του στον Ιησού (βλ. ερ. 34/2Χ το δ.φ.), ενώ το γεγονός ότι δεν γνώριζε αρκετά για τον Ιησού, έρχεται σε επιπλέον αντίθεση με την προηγούμενη του δήλωση περί του ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία που ήταν πιο συμβατή με τις ανάγκες του (βλ. ερ. 38/1Χ του δ.φ.). Ο λειτουργός επεσήμανε επίσης, πως παρά το ότι ο Αιτητής δήλωσε αρχικά πως συμμετείχε στις εν λόγω συζητήσεις μεταξύ του 2015 και του 2017 (βλ. ερ. 34/3Χ του δ.φ.), με ασυνέπεια ανέφερε αργότερα, σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ότι συμμετείχε σε μια τέτοια συνάθροιση για τελευταία φορά, δύο μήνες πριν φύγει από το Ιράν, ήτοι το 2019 (βλ. ερ. 33/2Χ του δ.φ.). Όταν του υποδείχθηκε η εν λόγω ασυνέπεια στα λεγόμενά του, ο Αιτητής αποκρίθηκε με περαιτέρω έλλειψη συνέπειας/συνοχής, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν κάποια συνάθροιση ή συνάντηση και πως απλώς ειδωθήκαν τυχαία μεταξύ τους καθ’ οδόν (βλ. ερ. 33/2Χ του δ.φ.).

 

Επιπρόσθετα, ως σημείωσε ο λειτουργός, παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής ανέφερε αρχικά πως κάποιος πρόδωσε τις συναντήσεις τους και παρά το ότι κλήθηκε κατ’ επανάληψη να εξηγήσει το πως έχει τέτοιες ενδείξεις, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με συνοχή και να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες ώστε να στοιχειοθετήσει τούτα, αφού αόριστα και ασυνάρτητα, ανέφερε μόνο πως θεωρεί ότι κάποιος πιθανόν να τους άκουσε σε κάποια συζήτησή τους στο πάρκο, ότι οι υπόλοιποι ζήτησαν όπως μειωθούν οι συναντήσεις τους, καθώς και ότι ο πατέρας του, του είπε να παύσει να συναθροίζεται μαζί με τα άτομα αυτά (βλ. ερ. 33/3Χ και 32/1Χ του δ.φ.). Τέλος, ο λειτουργός διέκρινε έλλειψη συνοχής στα λεγόμενα του Αιτητή, αφού αρχικά ο ίδιος είχε δηλώσει ότι τον αναζητούσαν κάποιες ομάδες των κρατικών αρχών στη χώρα του (βλ. ερ. 32/1Χ του δ.φ.), ενώ όταν κλήθηκε να διευκρινίσει τούτο αργότερα, επιβεβαίωσε πως είναι εικασίες του ιδίου (βλ. ερ. 32/3Χ του δ.φ.). Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των πιο πάνω ισχυρισμών του Αιτητή, ο λειτουργός της EASO παρέθεσε πληροφορίες γενικού περιεχομένου σχετικά με τον Χριστιανισμό στο Ιράν (βλ. ερ. 57 του δ.φ.), αλλά και αναφορικά με τη μεταστροφή πολιτών από το Ισλάμ στον Χριστιανισμό, που θεωρείται ως αποστασία και τιμωρείται στο Ιράν (βλ. ερ. 61 του δ.φ.), καθώς και σχετικά με την ενδεχόμενη δίωξη στο Ιράν όσων προσηλυτίστηκαν σε άλλη θρησκεία και ανακοίνωσαν δημοσίως τη μεταστροφή τους ή/και τις πεποιθήσεις τους (βλ. ερ. 59 του δ.φ.). Καταληκτικά ωστόσο, λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, ο εν λόγω ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε (βλ. ερ. 77 του δ.φ.).

 

Προχωρώντας στο στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, ο λειτουργός EASO προέβη σε εξατομικευμένη εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής, στη βάση των δύο ουσιωδών ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί (βλ. ερ. 77-76 του δ.φ.). Ειδικότερα, σχετικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη ο Αιτητής από τον δάσκαλό του στη χώρα του όταν ήταν στην ηλικία των 12 ετών, ο λειτουργός σημείωσε ότι, ως ο Αιτητής δήλωσε, ο ίδιος έκτοτε δεν ήρθε ξανά σε επικοινωνία με τον εν λόγω δάσκαλό του, ούτε αντιμετώπισε οιεσδήποτε συνέπειες επειδή απέφευγε να τον συναντήσει έπειτα. Αναφορικά δε, με τον φόβο του Αιτητή λόγω της πιθανότητας να μαθευτεί το εν λόγω συμβάν, ο λειτουργός επεσήμανε ότι είχαν μεσολαβήσει 26 έτη από το περιστατικό αυτό, περίοδο κατά την οποία δεν υπήρξαν οιεσδήποτε ενδείξεις κοινοποίησης/δημοσιοποίησης του. Συνεπώς, ως κατέληξε ο λειτουργός, δεν προκύπτει εύλογος βαθμός πιθανότητας ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει μεταχείριση που να ισοδυναμεί με δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή του στο Ιράν, λόγω του εν λόγω περιστατικού σεξουαλικής του κακοποίησης, που συνέβη πριν από 26 (και πλέον) έτη. Αναφορικά δε, με την κλήση που έλαβε ο Αιτητής κατόπιν που έφυγε από τη χώρα του, που αφορά σε διατάραξη της δημόσιας τάξης και που κατ’ ισχυρισμό του ιδίου, σχετίζεται με τις θρησκευτικές συναθροίσεις στις οποίες συμμετείχε μεταξύ του 2015 και 2017, ο λειτουργός σημείωσε (ομοίως) ότι δεν προκύπτει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο Αιτητής να αντιμετωπίσει μεταχείριση που να ισοδυναμεί με δίωξη, ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, κατά πρώτον, διότι η εν λόγω κλήση (που παρεμπίπτοντος δεν προσκόμισε ο Αιτητής) αναφέρεται (σύμφωνα με τα λεγόμενά του) σε διατάραξη της δημόσιας τάξης, και κατά δεύτερον, σχετίζεται με τα περί του ότι ο ίδιος συμμετείχε σε συναθροίσεις όπου εξερευνούσαν διάφορες θρησκείες στο Ιράν, ισχυρισμός που απορρίφθηκε. Σχετικά δε, με τα προσωπικά στοιχεία και περιστάσεις του Αιτητή, ο λειτουργός έλαβε υπόψη τη γενική κατάσταση που επικρατούσε στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή στο Ιράν, σημειώνοντας ότι σύμφωνα με πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές, το μεγαλύτερο έδαφος της επικράτειας της χώρας βρίσκεται υπό τον έλεγχο του κράτους και σε κατάσταση ειρήνης και ασφαλείας, πλην ορισμένων περιοχών που βρίσκονται κοντά στα εξωτερικά σύνορα του Ιράν (βλ. ερ. 55 του δ.φ.). Τέλος, παρά το ότι ο Αιτητής ουδόλως αναφέρθηκε σε (ενδεχόμενο) φόβο σχετικά με την (ενδεχόμενη) αντιμετώπιση του από τις κρατικές αρχές σε περίπτωση επιστροφής στο Ιράν, δεδομένου του ότι ο ίδιος είχε υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, ο λειτουργός παρέθεσε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με τις οποίες οι ιρανικές αρχές δίνουν ελάχιστη προσοχή σε τέτοια άτομα με την επιστροφή τους στο Ιράν, ως επίσης, ελάχιστο ενδιαφέρον στη δίωξη τέτοιων ατόμων για τις δραστηριότητες τους εκτός του Ιράν (βλ. ερ. 53 του δ.φ.). Συνεπώς, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του στο Ιράν.

 

Προχωρώντας στο στάδιο της νομικής ανάλυσης, βάσει των ανωτέρω δεδομένων και λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ του, ο λειτουργός της EASO κατέληξε στο ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του στο προσφυγικό καθεστώς, εφόσον δεν θεμελιώθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης για κάποιον από τους (πέντε) λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Αναφορικά δε, με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός (επίσης) κατέληξε στο ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο εν λόγω καθεστώς, εφόσον κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα ο ίδιος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου (ειδικότερα δε, όσον αφορά στο εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2) του ιδίου Νόμου, ο λειτουργός σημείωσε ότι σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρατέθηκαν στα πλαίσια της αξιολόγησης κινδύνου, στην περιοχή επιστροφής του Αιτητή στο Ιράν δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης ή άσκησης αδιάκριτης βίας ώστε να προκύπτει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του κατά την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ). [βλ. ερ. 76-74 του δ.φ.]

 

Κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασία, ο Αιτητής στο (αρχικό) αιτητικό της προσφυγής του (που καταχώρισε, αρχικά, αυτοπροσώπως), κατέγραψε ως λόγους ουσίας, ότι προέβη στην αίτηση του για διεθνή προστασία επειδή ο δάσκαλός του προσπάθησε να τον βιάσει και δεν μπορεί να μείνει στη χώρα του, ενώ χρειάζεται προστασία. Ακολούθως, στη γραπτή του δήλωση (ημερ. 07.10.2022), ο Αιτητής αναφέρεται στα όσα είχε βιώσει (στο παρελθόν) στη χώρα του από τον δάσκαλο του στο θέμα των θρησκευτικών, από τότε που ο ίδιος πήγαινε σχολείο, δηλώνοντας ότι ο εν λόγω δάσκαλος τον εκμεταλλεύτηκε και ο ίδιος φοβόταν να ενημερώσει την οικογένεια του και την κοινωνία. Ως εκ τούτου, ως αναφέρει, είχε μεγάλο πρόβλημα στη ζωή του, αφού αυτό ήταν κάτι που ο ίδιος δεν περίμενε να του συμβεί και ούτε το ήθελε, έτσι σιγά-σιγά απομακρύνθηκε από την οικογένεια του και τον περίγυρο του, δηλώνοντας ότι πήγαινε στο πάρκο, αλλά δεν ήθελε να έχει επαφή με τον κόσμο. Ο Αιτητής προβάλλει επίσης, ότι από την άλλη μεριά είχε μια πολύ φανατική ισλαμική οικογένεια που δεν είχαν μόρφωση, ενώ ο ίδιος ήρθε στην Κύπρο για να μελετήσει τη θρησκεία και έμαθε ότι στην κοινωνία εδώ έχουν διαφορετική άποψη για τη αυτήν, παραβάλλοντας ότι στη χώρα του, εάν κάποιος έχει πρόθεση να εναντιωθεί στους νόμους της κοινωνίας και της ισλαμικής δημοκρατίας, τότε θα τον φυλακίσουν ή θα τον εκτελέσουν. Επιπλέον, προβάλλει πως ήθελε να μελετήσει τον Χριστιανισμό και σιγά-σιγά η έρευνα του, τον οδήγησε σε επαφή και με άλλους που ήθελαν να ερευνήσουν περαιτέρω τον Χριστιανισμό, για αυτό το λόγο και έπρεπε να φύγει από τη χώρα του, ως κατέγραψε, εφόσον δεν μπορούσε να συνεχίσει να το κρύβει άλλο, αφού όλη η οικογένεια και η γειτονιά του, το κατάλαβαν και τον κατηγόρησαν πως είναι η ντροπή της οικογένειας, επειδή άφησε τη θρησκεία και τον μουσουλμανισμό, ως ισχυρίζεται. Περαιτέρω, ως ισχυρίζεται, τον συνέλαβε η αστυνομία και έχει αποδείξεις για τη σύλληψή του, ενώ ο ίδιος έβαλε εγγύηση τον τίτλο ιδιοκτησίας του σπιτιού του για να τον αφήσουν ελεύθερο μέχρι τη δίκη του. Καταλήγοντας, προβάλλει ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει από τη χώρα του και ζητά άσυλο ώστε να μπορεί τουλάχιστον να αποφασίζει για το μέλλον του. Τέλος, αναφέρει ότι εάν επιστρέψει στο Ιράν τότε θα τον εκτελέσουν ή θα τον βάλουν στη φυλακή.

 

Κατά την τελευταία δικάσιμο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο συνήγορος του Αιτητή προώθησε τα περί δίωξης του Αιτητή στο Ιράν, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, προβάλλοντας παράλληλα το αυταρχικό καθεστώς που υπάρχει στο Ιράν και το ότι ο Αιτητής υπέστη σεξουαλική κακοποίηση στη χώρα του από μικρή ηλικία.

 

Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού EASO, η οποία αποτελεί και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή (ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία, το προφίλ και η χώρα καταγωγής του) κρίθηκε αξιόπιστος, ως επίσης, ορθά και τεκμηριωμένα, έγινε αποδεκτός και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του (ήτοι, ότι ο Αιτητής δέχθηκε σεξουαλική κακοποίηση από το δάσκαλό του στο σχολείο όταν ήταν στην ηλικία των 12 ετών), ευρήματα για τα οποία το παρόν Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης, λαμβάνοντας υπόψη ότι  επιβεβαιώνονται και από δεδομένα που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο και που δεν αμφισβητούνται.

 

Ειδικότερα δε, ως προς τον εν λόγω δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε από τη σχετική δήλωσή του, περί του βιασμού του σε παιδική ηλικία, το οποίο να ανατρέπεται από τις διαθέσιμες πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές. Γενικότερα, για την κακοποίηση παιδιών στο Ιράν, αναφέρεται ότι: «Ο νόμος όριζε πως, ‘Οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης παιδιών και ανηλίκων που προκαλεί σωματική, ψυχολογική ή ηθική βλάβη και απειλεί τη σωματική ή ψυχική υγεία τους απαγορεύεται’. Τέτοια εγκλήματα επέβαλαν μέγιστη ποινή εγκλεισμού τριών μηνών. […] Υπήρχαν λίγες διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετώπισε την κακοποίηση παιδιών.»[9]. Συγκεκριμένα δε, για τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, καταγράφεται ότι: «Δεν υπήρχαν ειδικοί νόμοι σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, με τέτοια εγκλήματα είτε να εμπίπτουν στην κατηγορία της κακοποίησης παιδιών είτε στα σεξουαλικά εγκλήματα μοιχείας. Ο νόμος δεν αντιμετώπιζε άμεσα τη σεξουαλική παρενόχληση ούτε προέβλεπε τιμωρία για αυτήν. […] …, η ασάφεια μεταξύ των νομικών ορισμών της κακοποίησης παιδιών και της σεξουαλικής παρενόχλησης θα μπορούσε να οδηγήσει στη δίωξη υποθέσεων σεξουαλικής παρενόχλησης παιδιών βάσει του νόμου περί μοιχείας. Αν και δεν υπήρχε χωριστή διάταξη για το βιασμό ενός παιδιού, το έγκλημα του βιασμού, ανεξάρτητα από την ηλικία του θύματος, τιμωρείτο ενδεχομένως με θάνατο.»[10].

 

Εξετάζοντας τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό συμμετοχή του σε συναθροίσεις στο Ιράν μεταξύ του 2015 και 2017, όπου εξερευνούσαν διαφορετικές θρησκείες, φρονώ πως ο λειτουργός έθεσε επαρκή ερωτήματα σχετικά με τούτο, ήτοι τη συχνότητα των συναντήσεων και το περιεχόμενο των συζητήσεων, καθώς και τη συμμετοχή του Αιτητή (βλ. ερ. 34-32 του δ.φ.), ως επίσης για τον ισχυρισμό του περί του ότι το έμαθαν οι κρατικές αρχές και τους παρακολουθούσαν, ενώ εξέδωσαν αργότερα (κατ’ ισχυρισμό μετά που ο ίδιος έφυγε από τη χώρα του) κλήση εναντίον του (βλ. ερ. 32-31 του δ.φ.). Οι ερωτήσεις οι οποίες τέθηκαν ήταν τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου, και δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στον Αιτητή προς αποσαφήνιση και εξειδίκευση των εν λόγω δηλώσεων του, ωστόσο, τα περί αναζήτησης και δίωξής του από τις κρατικές αρχές του Ιράν, λόγω συμμετοχής του σε συναθροίσεις όπου μελετούσαν άλλες θρησκείες, παρέμειναν ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί βασισμένοι σε εικασίες του ιδίου, και που (εξάλλου) στερούνται ευλογοφάνειας και καταρρίπτονται από άλλες σχετικές του δηλώσεις.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, και έχοντας ενώπιόν μου το διοικητικό φάκελο της παρούσας υπόθεσης, την ίδια την επίδικη απόφαση και τις δηλώσεις του Αιτητή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν διαπιστώνω να υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με αυτήν. Κρίνω δε, ότι ορθώς και κατόπιν δέουσας έρευνας οι Καθ΄ ων η Αίτηση κατά την έκδοση της επίδικης απόφασής τους κατέληξαν ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής δεν θα μπορούσαν καθ' αυτοί να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση διακρίνεται, κατά πρώτον, πως η ουσία του αιτήματος του Αιτητή αφορά στο φόβο του να μαθευτεί η σεξουαλική του κακοποίηση σε μικρή ηλικία, από την οικογένεια του, το παιδί του και την κοινωνία στη χώρα του, ούτε και (ενδεχομένως) να τύχει (όμοιας) κακοποίησης και το παιδί του στο Ιράν. Κατά δεύτερον δε, ο Αιτητής ισχυρίζεται δίωξή του από τις αρχές του Ιράν στη βάση του ότι μελετούσε και συζητούσε διαφορετικές θρησκείες σε συναθροίσεις που είχε με μια ομάδα ατόμων στη χώρα του (ήτοι βάσει του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού του).

 

Σύμφωνα με τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη και συνέταξε την εισηγητική έκθεση, κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης των πραγματικών δεδομένων, με βάση τις σχετικές δηλώσεις του Αιτητή και από τα όσα εξέφρασε περί φόβου του εάν μαθευτεί η σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη ο ίδιος σε μικρή ηλικία, απέκλεισε οιονδήποτε τέτοιο κίνδυνο στην περίπτωση του Αιτητή. Παράλληλα, κατόπιν ανάλυσης και εξέτασης του ισχυρισμού του Αιτητή, περί δίωξής του από τις κρατικές αρχές του Ιράν, αυτός έτυχε απόρριψης λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας.

 

Ειδικότερα δε, παρά τα όσα ο Αιτητής προβάλλει περί δημοσιοποίησης του γεγονότος της σεξουαλικής του κακοποίησης σε μικρή ηλικία στη χώρα του, παρατηρείται (εντούτοις) πως ουδέν τέτοιο στοιχείο προκύπτει και (εξάλλου) ούτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αιτιολογείται ευλόγως από τα λεχθέντα του. Συγκεκριμένα, από τις σχετικές του δηλώσεις, δεν προκύπτει ότι το εν λόγω περιστατικό είχε μαθευτεί έκτοτε, ενώ παρέμειναν εικασίες του ιδίου τα όσα ο Αιτητής ανέφερε περί του ότι ο εν λόγω δάσκαλός του (που ήταν και ο θύτης) το ανέφερε σε τρίτους, κάτι που κατάλαβε από τη συμπεριφορά των άλλων δασκάλων, ως ισχυρίστηκε (βλ. ερ. 39/2Χ και 35/3Χ του δ.φ.).

 

Επισημαίνω ότι έχουν πλέον περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες από το εν λόγω συμβάν και μέχρι σήμερα και συνεπώς δεν μπορεί (πλέον) να θεωρείται πως υπάρχει εύλογος λόγος να συμβεί κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα εφόσον και ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε σε οτιδήποτε συγκεκριμένο περί τούτου. Ούτε και αναφέρθηκε σε οιαδήποτε συνέπεια/δυσχέρεια που μπορεί πλέον να επέλθει στον ίδιο προσωπικά, ως αποτέλεσμα του να μαθευτεί το εν λόγω περιστατικό στους οικείους του ή στον έξω κόσμο – βλ. ερ. 38/3Χ και 30/3Χ του δ.φ.). Τουναντίον δε, διακρίνεται ότι πέρασε και ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που ο Αιτητής συναντούσε (τυχαία) τον εν λόγω δάσκαλό του (βλ. ερ. 35/1Χ-3Χ του δ.φ.), όπου εξάλλου ο ίδιος απέφευγε το εν λόγω άτομο κάθε φορά, ενώ ως φαίνεται δεν τον συνάντησε ξανά έκτοτε και ούτε γνωρίζει κατά πόσο εκείνος όντως ανέφερε κάτι σε κάποιον, αλλά το υπέθεσε (βλ. ερ. 34/1Χ του δ.φ.). Επιπλέον, η αναφορά του Αιτητή περί του ότι κατά τη διάρκεια του γάμου του, ο ίδιος δεν μπορούσε να αποκαλύψει το εν λόγω συμβάν στην (πρώην) σύζυγό του φοβούμενος τις επιπτώσεις, υπήρξε αόριστη, χωρίς να προσδιορίζονται επακριβώς οι επιπτώσεις στις οποίες αναφερόταν. Επιπλέον, με ασάφεια ισχυρίστηκε ότι ο γάμος του έληξε, μετά από δέκα έτη, επειδή ο ίδιος απέφευγε να συνοδεύει τη σύζυγό του σε δημόσιους χώρους, υπό τον φόβο μήπως αναγνωριστεί από κάποιον και αποκαλυφθεί σε εκείνη το ιστορικό του, το οποίο επιθυμούσε να κρατήσει κρυφό (βλ. ερ. 38/2Χ του δ.φ.). Παρατηρώ επίσης ότι αντιφατικά και με ασυνέπεια, ο Αιτητής ανέφερε ότι αρχικά απομονώθηκε από τον κοινωνικό του περίγυρο και απέφευγε τα πλήθη (βλ. ερ. 39/2Χ του δ.φ.), πλην όμως, κατά τα λεγόμενά του, συνέχισε κανονικά τη φοίτησή του στο σχολείο (βλ. ερ. 38/1Χ του δ.φ.). Επιπλέον, αν και επανέλαβε ότι απέφευγε τις συναθροίσεις, προκειμένου να μην εντοπιστεί, εντούτοις δήλωσε ρητώς ότι εργαζόταν ως πλανόδιος πωλητής, μεταβαίνοντας στην κεντρική αγορά της περιοχής του —μια πόλη την οποία ο ίδιος περιέγραψε ως πολύ μικρή, όπου «όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους» (βλ. ερ. 38/2Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τα όσα (επιπλέον) προβάλλει ο Αιτητής, περί του ότι θα μπορούσε το παιδί του που βρίσκεται στο Ιράν να πάθει κάτι παρόμοιο με τον ίδιο, αλλά και να μάθει για το εν λόγω συμβάν (της σεξουαλικής κακοποίησης) που του συνέβη κατά την παιδική του ηλικία (βλ. ερ. 41/3Χ, 38/3Χ και 30/3Χ του δ.φ.), ομοίως παρατηρείται πως ο Αιτητής ουδόλως εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί τις περιστάσεις αυτές που επικαλείται, ούτε και πως ο ίδιος προσωπικά θα μπορούσε να επηρεαστεί σε κάθε περίπτωση. Ειδικότερα, ο ίδιος ο Αιτητής όφειλε να προστατεύσει το (ανήλικο τότε) παιδί του, εφόσον από τα λεγόμενά του προκύπτει πως ο ίδιος είχε την επιμέλεια του προτού φύγει από τη χώρα του (βλ. ερ. 41/1Χ του δ.φ.), ενώ η πρώην γυναίκα του είχε ξαναπαντρευτεί και ζούσε με το σύζυγο της (βλ. ερ. 41/3Χ του δ.φ.).

 

Ως προς τούτο, από σχετικές πληροφορίες σε έγκυρη πηγή που ανέτρεξε το Δικαστήριο προκύπτει ότι: «Ο νόμος προέβλεπε την προτίμηση των διαζευγμένων γυναικών στην επιμέλεια για παιδιά έως επτά ετών, αλλά οι πατέρες διατηρούσαν τα νόμιμα δικαιώματα κηδεμονίας του παιδιού και είχαν το δικαίωμα να αποφασίζουν για πολλές νομικές πτυχές της ζωής του παιδιού (όπως η έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, η εγγραφή στο σχολείο ή η υποβολή αναφοράς στην αστυνομία). Επιπλέον, ο αστικός κώδικας ανέφερε: ‘Εάν η μητέρα γίνει παράφρον ή παντρευτεί άλλον άνδρα κατά την περίοδο της επιμέλειάς της, η επιμέλεια θα ανατεθεί στον πατέρα’. Αφού το παιδί συμπλήρωνε την ηλικία των επτά ετών, ο πατέρας μπορούσε να αποκτήσει την επιμέλεια, εκτός εάν αποδειχτεί ανίκανος να φροντίσει το παιδί.»[11].

 

Επιπλέον, παρατηρείται ότι με ασάφεια ο Αιτητής ανέφερε αρχικά ότι θα ήθελε να φέρει και το παιδί του στην Κύπρο, λόγω του ότι η κατάσταση στο Ιράν είναι άσχημη και ο ίδιος δεν θα ήθελε το παιδί του να υποφέρει τα ίδια με αυτόν όταν ήταν στην παιδική του ηλικία (βλ. ερ. 41/3Χ του δ.φ.), ενώ έπειτα με ασυνέπεια δήλωσε ότι φοβάται πως θα αποκαλυφθεί αυτό που συνέβη στον ίδιο και θα το μάθει το παιδί του, και πως λόγω τούτου, θέλει να φέρει το παιδί του στην Κύπρο (βλ. ερ. 38/3Χ του δ.φ.). Ωστόσο, εν τέλει, ανέφερε ότι χρειάζεται βοήθεια για το παιδί του, επικαλούμενος και πάλι ότι ίσως υπάρχει ο κίνδυνος αυτό που συνέβη στον ίδιο στην παιδική του ηλικία να συμβεί και στο παιδί του επίσης (βλ. ερ. 30/3Χ του δ.φ.). Σε κάθε περίπτωση δε, σημειώνεται ότι ο εν λόγω υιός του Αιτητή είναι πλέον ενήλικος (βλ. ερ. 41/1Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό συμμετοχή του σε συναθροίσεις στο Ιράν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 2015 και 2017, όπου εξερευνούσαν διαφορετικές θρησκείες, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, κατόπιν προσεκτικής μελέτης των όσων καταγράφηκαν λεπτομερώς στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού, η δική μου κατάληξη συντάσσεται με αυτήν της Υπηρεσίας Ασύλου Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια, λεπτομέρεια και εξειδίκευση. Η αφήγησή του υπήρξε γενικόλογη και ασαφής, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά των θρησκευτικών συζητήσεων όσο και ως προς τον σκοπό των εν λόγω συναντήσεων και την προσωπική επίδραση που αυτές είχαν επάνω του. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό δίωξή του, την οποία στήριξε αποκλειστικά σε προσωπικές, υποθετικές εκτιμήσεις.

 

Ειδικότερα, παρατηρείται ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε με ασάφεια σε δύο περιπτώσεις όπου συμμετείχε σε ξεχωριστές ομάδες ατόμων που εξερευνούσαν/μελετούσαν άλλες θρησκείες (βλ. ερ. 38/1Χ,3Χ του δ.φ.), χωρίς δε, να συνδέει τα εν λόγω δεδομένα με οιονδήποτε τρόπο, ώστε να προκύπτει κάποια εύλογη εξέλιξη τους, ενώ δε, μεσολάβησαν άλλα γεγονότα, όπως η θητεία του στον στρατό και ο γάμος του, με τη γέννηση του παιδιού του που ακολούθησε, και έπειτα, ο χωρισμός του (βλ. ερ. 38 του δ.φ.). Πρόσθετα, με ασυνέπεια ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως αρχικά εξερευνούσαν διάφορες θρησκείες κατά την περίοδο που φοιτούσε στο λύκειο και κατέληξαν στον Χριστιανισμό ως συμβατή θρησκεία με τις ιδεολογίες τους (βλ. ερ. 38/1Χ του δ.φ.), ενώ έπειτα, δήλωσε πως η πρώτη του επαφή με τον Χριστιανισμό ήταν κατά την περίοδο μετά από το διαζύγιό του (βλ. ερ. 34/3Χ του δ.φ.), καθώς και ότι ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τον Χριστιανισμό πριν από τον γάμο του (βλ. ερ. 33/1Χ του δ.φ.). Συνάμα, παρατηρείται ότι με ασυνέπεια ο Αιτητής ισχυρίστηκε (αρχικά) ότι στην δεύτερη περίπτωση (ήτοι μετά το διαζύγιο του) εξερευνούσαν τον Χριστιανισμό (βλ. ερ. 38/3Χ του δ.φ.), εντούτοις, έπειτα ανέφερε ότι συζητούσαν διαφορετικές θρησκείες κατά τις εν λόγω συναντήσεις τους (βλ. ερ. 34/1Χ του δ.φ.). Πέραν τούτου, διακρίνεται ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε με αοριστία και ασάφεια στη συχνότητα και το σκοπό τους, καθώς και με γενικότητα στο περιεχόμενο των συζητήσεων τους, κατά τις συναθροίσεις στις οποίες συμμετείχε με άλλα άτομα μετά το διαζύγιο του (βλ. ερ. 34 του δ.φ.). Ομοίως, ούτε ήταν σε θέση να εξειδικεύσει τα περί της θρησκείας του Χριστιανισμού που μελετούσε, αφού δεν γνώριζε αρκετά ως δήλωσε (βλ. ερ. 34/2Χ του δ.φ.), παρά μόνο ότι τον προσέλκυσε η εν λόγω θρησκεία και για την οποία συζητούσαν με τα άλλα άτομα, ως επίσης δήλωσε (βλ. ερ. 34/2Χ του δ.φ.). Περαιτέρω, ούτε αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε οιεσδήποτε δραστηριότητες του δημοσίως ή και εκτός των ατόμων της ομάδας που συναθροίζονταν, που ενδεχομένως να προκαλούσαν την προσοχή των αρχών της χώρας του. Εξάλλου, ουδόλως ο Αιτητής αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε προβλήματα ή ζητήματα που να αντιμετώπισε κατά τη διετή περίοδο που συμμετείχε στις εν λόγω συζητήσεις/συναθροίσεις μεταξύ του 2015 και του 2017. Τα όσα δε επικαλέστηκε περί του ότι ίσως κάποιος τους είδε και έτσι το έμαθε ο πατέρας του και οι κρατικές αρχές που (κατ’ ισχυρισμό) τους αναζητούσαν (βλ. ερ. 33/3Χ και 32/1Χ του δ.φ.), βασίζονται σε δικές του εικασίες, ως άλλωστε και ο ίδιος υπέδειξε (βλ. ερ. 32/2Χ-3Χ του δ.φ.).

 

Περαιτέρω, όσον αφορά τις κρατικές ‘ομάδες’ στις οποίες αναφέρθηκε ο Αιτητής, ισχυριζόμενος πως τους αναζητούσαν στη χώρα του (βλ. ερ. 32/1Χ του δ.φ.), καταρχάς παρατηρείται πως ο ίδιος κατονόμασε μόνο την ‘Sepah’, ενώ με γενικότητα και αοριστία αναφέρθηκε στην Υπηρεσία Πληροφοριών. Ωστόσο από πληροφορίες σε εξωτερική πηγή πληροφόρησης στην οποία ανέτρεξε το Δικαστήριο, δεν προκύπτει επακριβώς το πως η ‘Sepah’ του Ιράν έχει μια τέτοια συγκεκριμένη αρμοδιότητα/ρόλο, αφού παρουσιάζεται (γενικότερα) ως παραστρατιωτικό σώμα εντεταλμένο με τη φρούρηση/προστασία του ισλαμικού συστήματος στη χώρα (αν και οι εν λόγω πληροφορίες αναφέρουν, γενικά, ότι περιλαμβάνει επίσης και πτέρυγα πληροφοριών)[12]. Εξάλλου, ως ο ίδιος επιβεβαίωσε, ο Αιτητής σταμάτησε να συμμετέχει στις εν λόγω συναθροίσεις/συζητήσεις περί τα δύο έτη προτού φύγει από τη χώρα του και ως επίσης δήλωσε, δεν αντιμετώπισε οποιαδήποτε προβλήματα κατά τα δύο αυτά έτη λόγω της (κατ’ ισχυρισμό προηγούμενης) συμμετοχής του σε τέτοιες συναντήσεις (βλ. ερ. 32/2Χ του δ.φ.). Σε αντίφαση προς τα ανωτέρω —όπου προκύπτει σαφώς ότι οι εν λόγω συναντήσεις είχαν διακοπεί περίπου δύο έτη πριν την αναχώρηση του Αιτητή από τη χώρα του, κατόπιν της υποτιθέμενης αντίληψής τους ότι παρακολουθούνταν— παρατηρείται ότι ο Αιτητής είχε αρχικά δηλώσει πως, αφότου θεώρησαν ότι τους παρακολουθούσαν και διέκοψαν προσωρινά τις συναντήσεις τους, στη συνέχεια πληροφορήθηκαν ότι αναζητούνταν από τις κρατικές αρχές και, τελικά, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω της, κατά τα λεγόμενά του, κλιμάκωσης της κατάστασης σε ιδιαίτερα επικίνδυνο επίπεδο (βλ. ερ. 38/4Χ του δ.φ.).Σε κάθε περίπτωση, με βάση τα όσα σχετικά ο ίδιος δήλωσε, δεν προκύπτει ότι τον αναζήτησαν, έκτοτε που έφυγε από τη χώρα του, οι κρατικές αρχές, ούτε και προσεγγίστηκαν οι γονείς του από αυτές, ενώ συνάμα, ο Αιτητής επιβεβαίωσε πως εάν κάποιος τον αναζητούσε, τότε θα τον ενημέρωναν σχετικά οι φίλοι του ή άτομα από το κοινωνικό του δίκτυο (βλ. ερ. 31/2Χ του δ.φ.).

 

Πέραν των πιο πάνω, παρατηρείται ότι ο Αιτητής προμηθεύτηκε το (επίσημο) διαβατήριο του από τις αρχές της χώρας του εντός του 2017 (βλ. ερ. 83 του δ.φ.), ήτοι κατά ή κοντά στην περίοδο που συμμετείχε στις εν λόγω συναθροίσεις και κατ’ ισχυρισμό τον αναζητούσαν οι κρατικές αρχές (βλ. ερ. 38/3Χ, 34/3Χ και 32/1Χ του δ.φ.). Παρά δε, το ότι κατά τη συνέντευξη του ανέφερε πως έφυγε από το Ιράν οδικώς, δια μέσω των συνόρων με την Τουρκία και έπειτα, από εκεί μετέβηκε δια θαλάσσης στα κατεχόμενα, προτού περάσει στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας (βλ. ερ. 40/3Χ του δ.φ.), στην αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία ο Αιτητής (σε ασυνέπεια με τα πιο πάνω) είχε δηλώσει ότι ταξίδευσε από τη χώρα του αεροπορικώς και δια θαλάσσης (βλ. ερ. 19 του δ.φ.). Με ασάφεια δε, ανέφερε ότι κατάφερε να φύγει από τη χώρα του και να περάσει από τα χερσαία σύνορα Ιράν-Τουρκίας χωρίς πρόβλημα, αφού δωροδόκησε έναν συνοριακό λειτουργό (βλ. ερ. 40/3Χ του δ.φ.), ενώ με ασυνέπεια επικαλέστηκε ότι θα μπορούσε πιθανότατα να φύγει εύκολα από το Ιράν αλλά θεώρησε πως αυτό θα του δημιουργούσε προβλήματα (βλ. ερ. 39/1Χ του δ.φ.).

 

Επί αυτού του ζητήματος, από πληροφορίες που εντοπίζονται από έγκυρη πηγή για το Ιράν, προκύπτει ότι: «Ο νόμος προέβλεπε την ελευθερία της εσωτερικής μετακίνησης, τα ταξίδια στο εξωτερικό, τη μετανάστευση και τον επαναπατρισμό, και η κυβέρνηση γενικά σεβάστηκε αυτά τα δικαιώματα, με ορισμένες εξαιρέσεις, ιδίως όσον αφορά τους αποφυλακισμένους, τις γυναίκες και τους αλλοδαπούς. […] Η κυβέρνηση περιόρισε τα ταξίδια στο εξωτερικό ορισμένων θρησκευτικών ηγετών, μελών θρησκευτικών μειονοτήτων και επιστημόνων σε ευαίσθητους τομείς. Αρκετοί δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, πολιτικοί της αντιπολίτευσης, ακτιβιστές για τα πολιτικά δικαιώματα και καλλιτέχνες υπόκειντο σε απαγορεύσεις ταξιδιών στο εξωτερικό και κατασχέθηκαν τα διαβατήριά τους.»[13].

 

Πέραν τούτου, ο Αιτητής επικαλέστηκε επίσης, ότι μετά από 2-3 μήνες που έφυγε από τη χώρα του, έλαβε κλήση εναντίον του (στην οικία του στο Ιράν) για διατάραξη της δημόσιας τάξης (βλ. ερ. 38/4Χ, 32/1Χ και 31/1Χ του δ.φ.) και επιπλέον, ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε πως φοβάται ότι σε περίπτωση (ενδεχόμενης) επιστροφής του στο Ιράν θα συλληφθεί κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο, εξαιτίας της εν λόγω κλήσης που έλαβε (βλ. ερ. 31/3Χ του δ.φ.). Ωστόσο, διαπιστώνεται έλλειψη ευλογοφάνειας στους πιο πάνω ισχυρισμούς του, αφού παρατηρείται ότι (κατ’ ισχυρισμό) ο ίδιος έλαβε την εν λόγω κλήση κατόπιν που έφυγε από τη χώρα του και με αρκετή και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ήτοι περί των δύο ετών και πλέον, κατόπιν που σταμάτησε να συμμετέχει στις εν λόγω θρησκευτικές συναθροίσεις/συζητήσεις, οι οποίες επίσης διήρκησαν δύο έτη, περίοδοι κατά τις οποίες εξάλλου (ως προαναφέρθηκε) δεν αναφέρθηκε ο Αιτητής σε οποιαδήποτε (ενδεχόμενα) προβλήματα που να αντιμετώπισε με τις κρατικές αρχές, ενώ δε, αποκρίθηκε με ασυνέπεια και ασάφεια όταν του ζητήθηκε να αιτιολογήσει τούτα (βλ. ερ. 32/2Χ, 31/2Χ και 30/2Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τα όσα ο Αιτητής ισχυρίστηκε σχετικά με την κλήση που φέρεται να έλαβε στο Ιράν για διατάραξη της δημόσιας τάξης, διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω κατηγορία αφορά, κατά τα λεγόμενά του, σε άτομα που ενθαρρύνουν τους πολίτες να εξεγερθούν κατά του καθεστώτος ή να αλλάξουν τη θρησκεία τους (βλ. ερ. 31/1Χ του δ.φ.), καθώς και με τους ισχυρισμούς του περί κατηγορίας για υποκίνηση δημόσιας αναταραχής, την οποίαν απέδωσε σε προσχηματική ενέργεια των αρχών προκειμένου να εμφανιστεί ενώπιόν τους και να ανακριθεί (βλ. ερ. 31/2Χ του δ.φ.), διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω λεγόμενα δεν συνάδουν με όσα καταγράφονται σε έγκυρες και αξιόπιστες πηγές. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι η κατηγορία της διατάραξης της δημόσιας τάξης αφορά κατά κύριο λόγο άτομα που δραστηριοποιούνται στον ακτιβισμό, πολιτικούς αντιφρονούντες ή άτομα που εμπλέκονται ή ηγούνται κινημάτων θρησκευτικής διαφοροποίησης από το Ισλάμ[14].  Επιπροσθέτως, από τις ίδιες πηγές προκύπτει ότι η μεταστροφή από το Ισλάμ και ο προσηλυτισμός σε άλλες θρησκείες ή η συμμετοχή σε σχετικές δραστηριότητες στο Ιράν, διώκονται —σε ορισμένες περιπτώσεις— με την κατηγορία της αποστασίας ή/και υπό άλλες παρεμφερείς κατηγορίες που επιβάλλονται υπό την Sharia[15].

 

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, επιβεβαιώνεται ότι οι αρχές του Ιράν διώκουν τους προσήλυτους σε άλλες θρησκείες, καθώς και όσους προσηλυτίζουν ισλαμιστές στη χώρα, ως επίσης, ορισμένους κληρικούς/ηγέτες εκκλησιών καθώς και μέλη άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων/δογμάτων[16],[17]. Σε άλλη σχετική πηγή, αναφέρεται γενικότερα ότι: «Στο Ιράν, είναι παράνομος ή μη αναγνωρισμένος ο αυτοπροσδιορισμός ως ‘μη θρησκευόμενος’ ή ως ‘άθεος’. Ο προσηλυτισμός από ή η αποκήρυξη του Ισλάμ απαγορεύεται από το νόμο. Η Διεθνής Αμνηστία ανέφερε, για παράδειγμα, ότι όσοι γεννήθηκαν από μουσουλμάνους γονείς κινδύνευαν με ‘αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια ή θανατική ποινή για ‘αποστασία’ εάν υιοθετούσαν άλλες θρησκείες ή αθεϊσμό’. Οι Humanists International ανέφεραν ότι οι θρησκευτικές μειονότητες αντιμετωπίζουν διακρίσεις όσον αφορά το νόμο και την εφαρμογή του. […] Σύμφωνα με την Humanist International, ‘η έκφραση μη θρησκευτικών απόψεων διώκεται σοβαρά ή καθίσταται σχεδόν αδύνατη λόγω σοβαρού κοινωνικού στίγματος, ή είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπιστεί με μίσος ή βία’. Επιπλέον, οι κρατικές υπηρεσίες ‘περιθωριοποιούν ανοιχτά, παρενοχλούν ή υποκινούν μίσος ή βία’ εναντίον μη θρησκευόμενων ατόμων. […] Το USDOS αναφέρει ότι η Διεθνής Αμνηστία υπέδειξε ότι ‘οι άθεοι και οι αγνωστικιστές συχνά δεν ταυτίζονται δημοσίως επειδή όσοι δηλώνουν αθεϊσμό κινδυνεύουν από αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και θανατική ποινή για αποστασία’. […] Γενικότερα, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ σημείωσε ότι οι θρησκευτικές μειονότητες αντιμετωπίζουν ‘παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επικυρώνονται από το κράτος, συμπεριλαμβανομένων των διακρίσεων, της αυθαίρετης κράτησης, των βασανιστηρίων, της παρενόχλησης και της δήμευσης περιουσίας.»[18].

 

Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι, ως ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε, στη χώρα του είχε το Ισλάμ ως θρησκεία, ωστόσο δεν τον ικανοποιούσε, ενώ όταν ήρθε στην Κύπρο κατάλαβε πως υπάρχει ελευθερία στην επιλογή θρησκείας και ότι ο ίδιος ενδιαφέρεται για τον Χριστιανισμό, δηλώνοντας παράλληλα (εξάλλου) ότι δεν είχε (ακόμη) μεταστραφεί στον Χριστιανισμό (βλ. ερ. 31/3Χ του δ.φ.). Ούτε εξάλλου προκύπτει από τα λεγόμενά του, ότι συμμετείχε σε τέτοιες δραστηριότητες προσηλυτισμού ή προώθησης ιδεολογιών ενάντια στο Ισλάμ στη χώρα του, είτε ότι έχει μεταστραφεί στον Χριστιανισμό ή ότι μετείχε σε τέτοιες θρησκευτικές ή ιδεολογικές δραστηριότητες εκτός της χώρας του (βλ. ερ. 38/1Χ, 34/1Χ-2Χ και 31/3Χ του δ.φ.).

 

Ως εκ των ανωτέρων δεδομένων και της πιο πάνω ανάλυσης, απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του Αιτητή περί δίωξής του από τις κρατικές αρχές στο Ιράν, λόγω συμμετοχής του σε συναθροίσεις όπου εξερευνούσαν διαφορετικές θρησκείες και μελετούσαν τον Χριστιανισμό.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, επισημαίνω ότι σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου:

 

«Εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτητή δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι

 

(α) ο αιτητής έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,

 

(β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτητής στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,

(γ) οι δηλώσεις του αιτούντος  θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,

(δ) [.],

(ε) η γενική αξιοπιστία του αιτητή είναι αποδεδειγμένη.»

 

Ωστόσο, «ενώ το βάρος της απόδειξης παραμένει καταρχήν στον αιτούντα, το καθήκον της εξακρίβωσης και της αξιολόγησης όλων των σχετικών μοιράζεται ανάμεσα στον αιτούντα και τον εξεταστή», ενώ «σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί πραγματικά να πρέπει ο εξεταστής να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να στοιχειοθετήσει την αναγκαία τεκμηρίωση προς υποστήριξη της αίτησης» (Βλ. σχετικά, παρ. 196, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες).

 

Εν προκειμένω δε, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, είχε την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους[19]. Ωστόσο, ουδόλως κατάφερε να τεκμηριώσει και να εξειδικεύσει επί των ισχυρισμών του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υποβάλλοντας τέτοιους λόγους ώστε να υποστηρίξει το εν λόγω αίτημά του.

 

Πιο συγκεκριμένα, κατά την παρούσα διαδικασία παρατηρείται ότι ο Αιτητής, μέσω της γραπτής του δήλωσης, εν μέρει επαναλαμβάνει τα περί σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη κατά την παιδική του ηλικία από τον δάσκαλό του στο σχολείο (γεγονός που ανέφερε στην ουσία και κατά τη συνέντευξή του και το οποίο έγινε αποδεκτό), καθώς και τα όσα αυτό το συμβάν είχε ακολούθως επιφέρει στον ίδιο, στο παρελθόν. Επιπλέον, προβάλλει τα περί επαφής του με άλλα άτομα στη χώρα του που ήθελαν να ερευνήσουν περαιτέρω τον Χριστιανισμό (ήτοι, επαναλαμβάνοντας στην ουσία τους ισχυρισμούς κατά τη συνέντευξή του που δεν έγιναν αποδεκτοί), καθώς και ότι ήρθε στην Κύπρο για να μελετήσει τη θρησκεία, παραβάλλοντας ότι στη χώρα του, εάν κάποιος έχει πρόθεση να εναντιωθεί στους νόμους της κοινωνίας και της ισλαμικής δημοκρατίας, τότε θα τον φυλακίσουν ή θα τον εκτελέσουν. Ωστόσο, ο Αιτητής προβάλλει σε μεταγενέστερο στάδιο διαφοροποιημένη εκδοχή των ανωτέρω ισχυρισμών του, υποστηρίζοντας ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του επειδή δεν μπορούσε πλέον να αποκρύψει την αλλαγή στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, καθώς, κατά τους ισχυρισμούς του, τόσο η οικογένειά του όσο και η γειτονιά αντιλήφθηκαν τη μεταστροφή του και τον κατηγόρησαν ότι αποτελεί ντροπή για την οικογένεια, λόγω της αποστασίας του από το Ισλάμ. Εντούτοις, τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν αναφέρθηκαν καθόλου κατά τη συνέντευξή του, ενώ έρχονται σε αντίφαση με προηγούμενους ισχυρισμούς του, σύμφωνα με τους οποίους ο πατέρας του, αφού (κατά τον ίδιο) έμαθε για τις συναναστροφές του με τα εν λόγω άτομα, τον είχε απλώς προειδοποιήσει να μην έχει πλέον τέτοιου είδους επαφές και να σταματήσουν να συζητούν τέτοια θέματα (βλ. ερ. 33/3Χ και 32/1Χ του δ.φ.).

 

Επιπλέον, ο ίδιος ο Αιτητής είχε δηλώσει ότι είχε διακόψει τη συμμετοχή του στις εν λόγω συναθροίσεις τουλάχιστον δύο έτη πριν από την αναχώρησή του από τη χώρα, χωρίς, όπως είπε, να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο ίδιος απέδωσε την απουσία προβλημάτων ακριβώς στο γεγονός ότι είχε σταματήσει τις σχετικές δραστηριότητες (βλ. ερ. 32/2Χ του δ.φ.).

 

Ούτε προκύπτει από τα λεγόμενά του ότι «άφησε τη θρησκεία και τον μουσουλμανισμό», αφού ο ίδιος ανέφερε κατά τη συνέντευξή του ότι στη χώρα του είχε το Ισλάμ ως θρησκεία (αν και δεν τον ικανοποιούσε), ενώ συνάμα δήλωσε ότι δεν είχε μεταστραφεί στο Χριστιανισμό (βλ. ερ. 31/3Χ του δ.φ.). Περαιτέρω, τα όσα επιπλέον ο Αιτητής ισχυρίζεται, περί του ότι τον συνέλαβε η αστυνομία και έχει αποδείξεις για τη σύλληψή του, ενώ ο ίδιος έβαλε εγγύηση τον τίτλο ιδιοκτησίας του σπιτιού του για να τον αφήσουν ελεύθερο μέχρι τη δίκη του, αποτελούν διαφοροποιημένους ισχυρισμούς του, που εξάλλου έρχονται σε αντίφαση με τα όσα σχετικά ο ίδιος ανέφερε στη συνέντευξή του. Συγκεκριμένα κατά τη συνέντευξή του ισχυρίστηκε πως 2-3 μήνες μετά την εγκατάλειψη του Ιράν, έλαβε κλήση εναντίον του (στην οικία του στο Ιράν) για διατάραξη της δημόσιας τάξης (βλ. ερ. 38/4Χ, 32/1Χ και 31/1Χ του δ.φ.), ενώ παράλληλα, είχε επικαλεστεί πως φοβάται ότι σε περίπτωση ενδεχόμενης επιστροφής του στο Ιράν θα συλληφθεί κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο, εξαιτίας της εν λόγω κλήσης που έλαβε (βλ. ερ. 31/3Χ του δ.φ.).

 

Πέραν των πιο πάνω, κατά την παρούσα διαδικασία (και μέσω της γραπτής του αγόρευσης που υποβλήθηκε από τον συνήγορό του), ο Αιτητής προβάλλει (για πρώτη φορά) φόβο δίωξης λόγω πολιτικών αντιλήψεων/πεποιθήσεων χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει τους εν λόγω ισχυρισμούς του, ούτε ανέπτυξε τούτους περαιτέρω και εξειδικεύοντας τα όσα επικαλείται. Ούτε αυτά εξάλλου υποστηρίζονται από τα όσα ο ίδιος με γενικότητα ανέφερε κατά τη συνέντευξή του σχετικά με τις συζητήσεις/συναθροίσεις που είχε με άλλα άτομα στη χώρα καταγωγής του όπου εξερευνούσαν/μελετούσαν άλλες θρησκείες (βλ. ερ. 38/1Χ,3Χ και 34/1Χ του δ.φ.).

 

Ως έχει κριθεί νομολογιακά, η αόριστη επίκληση κινδύνου χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, δεν θεμελιώνει βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (Βλ. σχετικά, απόφαση του ΔΔΔΠ στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Σε κάθε περίπτωση δε, όσον αφορά τους εν λόγω ισχυρισμούς του Αιτητή, ως ήδη αναλύθηκε ανωτέρω, αυτοί παρέμειναν ατεκμηρίωτοι και επί της ουσίας αμφισβητούνται και καταρρίπτονται στο σύνολο τους, με βάση και τα όσα διαπιστώνονται σχετικά με τη γενική του αξιοπιστία.

 

Ως προς το μέρος του αιτήματός του Αιτητή που έγινε αποδεκτό -ήτοι, τη σεξουαλική κακοποίηση του σε μικρή ηλικία στη χώρα του, από το δάσκαλό του στο σχολείο του- και ως προκύπτει από τα λεγόμενα του περί τούτου, διαφαίνεται πως λόγω του γεγονότος αυτού και του εν λόγω περιστατικού που υπέστη ο ίδιος, όντας σε παιδική ηλικία και στην αρχή της εφηβείας του (και πέραν του εσωτερικού/ψυχικού του κλονισμού που παρατηρήθηκε), είχε κλονισθεί (εύλογα) και το θρήσκευμα/πίστη του. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα δεδομένα της περίπτωσής του, και χωρίς να διαφαίνεται οποιοδήποτε στοιχείο ευαλωτότητας στο πρόσωπό του βάσει των όσων ο ίδιος ανέφερε ότι επακολούθησαν, ο Αιτητής ουδέποτε αναφέρθηκε, κατά την εξιστόρηση των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο χρονικό διάστημα των 25 ετών που μεσολάβησε από το επίμαχο περιστατικό μέχρι και την αναχώρησή του από τη χώρα του, σε οποιοδήποτε συμβάν που να παραπέμπει, έστω και ενδεχομένως, σε δίωξη ή στοχοποίησή του λόγω του συγκεκριμένου ιστορικού. Ομοίως, δεν κατέδειξε να έχει υποστεί οποιαδήποτε βλάβη ή να έχει αντιμετωπίσει δυσμενείς ή δυσχερείς συνθήκες εξαιτίας του εν λόγω γεγονότος.

 

Αντιθέτως, σύμφωνα με τις δικές του δηλώσεις, συνέχισε απρόσκοπτα τη φοίτησή του, ολοκληρώνοντας το βασικό επίπεδο εκπαίδευσης και προχωρώντας στη συνέχεια στα στάδια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως προκύπτει, επανήλθε σταδιακά σε μια κατάσταση κανονικότητας. Παρά το γεγονός ότι εγκατέλειψε το λύκειο στο προτελευταίο έτος φοίτησης —επικαλούμενος κυρίως ιδεολογικούς λόγους, σχετιζόμενους με τις θρησκευτικές διδασκαλίες περί Ισλάμ—, εντούτοις ολοκλήρωσε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία και, ακολούθως, προχώρησε στον γάμο του, ο οποίος κατέληξε στη γέννηση του παιδιού του. Όλα τα ανωτέρω γεγονότα έλαβαν χώρα σε χρονική περίοδο μεταγενέστερη του καταγγελλόμενου περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης και καλύπτουν ένα σημαντικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν προέκυψε οποιαδήποτε ένδειξη δίωξης ή στοχοποίησης.

 

Ανατρέχοντας σε έγκυρη πηγή πληροφόρησης, σχετικά με τις περιπτώσεις βιασμών (γενικότερα) στο Ιράν εντοπίζονται οι εξής αναφορές: «Ο βιασμός ήταν παράνομος, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού ανδρών, και υπόκειτο σε αυστηρές ποινές, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου, αλλά παρέμεινε σοβαρό πρόβλημα. […] Τα περισσότερα θύματα βιασμού πιθανότατα δεν κατήγγειλαν το έγκλημα επειδή φοβόντουσαν επίσημα αντίποινα ή τιμωρία για τον βιασμό, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών για απρέπεια, ανήθικη συμπεριφορά ή μοιχεία, που έφεραν τη θανατική ποινή. [.] Τα θύματα βιασμού φοβόντουσαν επίσης κοινωνικά αντίποινα ή εξοστρακισμό.»[20].

 

Ειδικότερα δε, από σχετικές πληροφορίες στην ίδια πηγή, προκύπτει ότι καταγράφηκαν περιστατικά σεξουαλικών επιθέσεων και βιασμών στο Ιράν που περιλαμβάνονταν στις «συνήθεις αναφερόμενες μεθόδους βασανιστηρίων και κακοποίησης στις φυλακές», καθώς και σε περιπτώσεις διαδηλωτών «κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων και ενώ βρίσκονταν υπό κράτηση από την αστυνομία», ενώ συγκεκριμένα: «Υπήρξαν αρκετές αναφορές για σεξουαλική κακοποίηση, βιασμό και απειλές για βιασμό κατά φυλακισμένων και κρατουμένων, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και ανδρών που φυλακίστηκαν για συμμετοχή στις διαδηλώσεις που ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2022.»[21].

 

Σε κάθε περίπτωση, ούτε δε, εξ’ αυτών των δεδομένων αλλά και των γεγονότων που ο ίδιος υπέδειξε ως ανωτέρω αναλύθηκαν, φαίνεται να προκύπτουν επιτακτικοί λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και που να δικαιολογούν (εξάλλου) τούτη την απόφασή του. Συνάμα, ούτε προκύπτουν τέτοιοι λόγοι που να αιτιολογούν τα περί αναζήτησης προστασίας για τον ίδιο εκτός της χώρας του, ή έστω δε, ότι υπάρχουν εύλογες και σοβαρές ενδείξεις πως με την επιστροφή του στο Ιράν θα αντιμετωπίσει ο ίδιος προσωπικά κάποια παραβίαση θεμελιώδους ανθρωπίνου δικαιώματος του, για την οποία και να είναι αναγκαίο ή να επιβάλλεται να του δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Νομική εκτίμηση της εκπλήρωσης των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας

 

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στη νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς.

 

Σε αυτά τα πλαίσια, δέον να εξεταστεί κατά πόσο στην περίπτωση του Αιτητή υφίσταται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης (σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου), αλλά και να εκτιμηθεί εάν με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (στα πλαίσια των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Από το Άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων, συναγάγεται ότι ο αιτητής οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που προβλέπει η Σύμβαση. Δεν απαιτείται, ωστόσο, προκειμένου να αναγνωρισθεί ο αιτητής ως πρόσφυγας, να έχουν υποβληθεί από τον ίδιο τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.

 

Ξεκάθαρα προκύπτει δε, από τις ως άνω πρόνοιες (άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και Άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951), ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να συνεκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχετικά, παρ. 37-38, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες).

 

Επισημαίνεται δε, ότι η αξιολόγηση της νομικής προϋπόθεσης του «βάσιμου» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής, ενώ σε κάθε περίπτωση, διακρίνεται επίσης ότι παρελθούσα δίωξη ή σοβαρή βλάβη, «αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος [.] ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι [.] ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί» - Βλ. συναφώς, άρθρο 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με την προϋπόθεση του αποδιδόμενου στοιχείου [βλ. σχετικά άρθρο 3Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου], και λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού και των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, καθώς και τυχόν προηγούμενης ή υφιστάμενης δραστηριότητάς του εντός ή εκτός της χώρας καταγωγής του, επισημαίνεται επικουρικώς ότι, βάσει των συνολικών του δηλώσεων και των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσής του, δεν προκύπτει η ύπαρξη οποιουδήποτε σχετικού στοιχείου. Εξάλλου, σύμφωνα με έγκυρες πηγές πληροφόρησης, οι κρατικές αρχές του Ιράν δεν τείνουν να στοχοποιούν πολίτες που επιστρέφουν στη χώρα αποκλειστικά και μόνο λόγω κάποιας ενέργειας ή δραστηριότητας στην οποία προέβησαν εκτός αυτής, παρά μόνον σε συγκεκριμένες και περιορισμένες περιπτώσεις, οι οποίες, όπως προκύπτει, δεν βρίσκουν εφαρμογή στην περίπτωση του Αιτητή.

 

Ειδικότερα, σε πρόσφατη έκθεση της EUAA για το Ιράν αναφέρεται ότι:

 

 «Ακτιβιστές υψηλού προφίλ, δημοσιογράφοι και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενδέχεται να παρακολουθούνται εκτός της χώρας και να συλλαμβάνονται κατά την επιστροφή τους. Οι απλοί Ιρανοί γενικά δεν υπόκεινται σε συστηματική παρακολούθηση εκτός και αν μοιράζονται ευαίσθητο περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάτι που θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή του κράτους. Ορισμένοι Ιρανοί ακτιβιστές κατάφεραν να εισέλθουν στη χώρα χωρίς να αναγνωριστούν ή να κρατηθούν στο αεροδρόμιο. Ωστόσο, η ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από το εσωτερικό της χώρας θα μπορούσε να προσελκύσει τον κρατικό έλεγχο.».[22]

 

Στην ίδια πηγή, καταγράφεται επίσης ότι:

 

«Η ιρανική νομοθεσία εγγυάται την ελευθερία στην εσωτερική μετακίνηση, τα ταξίδια στο εξωτερικό, τη μετανάστευση και τον επαναπατρισμό και αυτά τα δικαιώματα γίνονται γενικά σεβαστά από τις αρχές, αν και με ορισμένες εξαιρέσεις που αφορούν τους αποφυλακισμένους, τις γυναίκες και τους μετανάστες. Η αναχώρηση από τη χώρα χωρίς την ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας μπορεί να εμποδίσει άτομα να επιστρέψουν στη χώρα. […] Ταξιδιωτικές απαγορεύσεις ενδέχεται να επιβληθούν σε άτομα που θεωρούνται απειλή για την εθνική ασφάλεια, όπως πρώην πολιτικοί κρατούμενοι, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφοι. Εκτός από τις προαναφερθείσες ομάδες, συμπεραίνεται ότι κατ' αρχήν δεν υπάρχουν νομικοί περιορισμοί για ταξίδια προς και εντός του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης της Τεχεράνης. […] Κάθε Ιρανός πολίτης έχει το δικαίωμα να επιστρέψει στη χώρα, ακόμη και χωρίς διαβατήριο. Οι Ιρανοί που διαμένουν στο εξωτερικό και, για κάποιο λόγο, δεν διαθέτουν έγκυρο διαβατήριο και επιθυμούν να επιστρέψουν στη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι έφυγαν νόμιμα από το Ιράν, μπορούν να εισέλθουν ξανά στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν χρησιμοποιώντας [.] (ταξιδιωτικό έγγραφο). Αυτά τα έγγραφα εκδίδονται από τις ιρανικές πρεσβείες στο εξωτερικό.».[23]

 

Σε άλλη (όμοια) αναφορά για το Ιράν, καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά με τα πιο πάνω[24]:

 

-        «Άτομα που θεωρούνται αντίπαλοι της Ισλαμικής Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων ακτιβιστών και δημοσιογράφων, αντιμετώπισαν περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησής τους, συμπεριλαμβανομένων εμποδίων για να φύγουν από τη χώρα. Επιπλέον, οι πρώην πολιτικοί κρατούμενοι υπέστησαν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις, απαγορεύσεις επιστροφής στα επαγγέλματά τους για χρόνια μετά την αποφυλάκισή τους ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ‘επιβαλλόμενη εσωτερική εξορία’. Σε ορισμένους πολιτικούς κρατούμενους επιβλήθηκαν ποινές με αναστολή και αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση, με την προϋπόθεση ότι οποιαδήποτε ανάμειξη σε περαιτέρω πολιτικές δραστηριότητες θα οδηγούσε στην εκ νέου φυλάκισή τους.»

-        «...αν υποβληθούν καταγγελίες κατά κάποιου εκτός του Ιράν στις ιρανικές αρχές, αυτό το άτομο θα κληθεί από τις αρχές κατά την επιστροφή του στο Ιράν.»

-        «...η αναχώρηση από τη χώρα χωρίς την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας μπορεί να εμποδίσει άτομα από το να επιστρέψουν στη χώρα. Οι ιρανικές αρχές ελέγχουν συστηματικά, ακόμη και κατά την επιστροφή στη χώρα, για να ανακαλύψουν ποιος δεν ολοκλήρωσε τη στρατιωτική θητεία.»

-        «Οποιοσδήποτε Ιρανός επαναπατριζόμενος θα μπορούσε να παρενοχληθεί και να παρακολουθηθεί από την Ισλαμική Δημοκρατία εάν αναγνωριστεί ότι εμπλέκεται σε δραστηριότητες σχετικές με Χριστιανούς στο εξωτερικό. ...‘οι χριστιανοί που εκφράζουν ενεργά την πίστη τους –και ιδιαίτερα οι προσήλυτοι από το Ισλάμ– υπόκεινται σε σύλληψη και δίωξη από το κράτος’.»

 

Από τα εξατομικευμένα και αντικειμενικά στοιχεία του Αιτητή ως ήδη έχουν αναφερθεί ανωτέρω, βάσει και των ατομικών του περιστάσεων ήτοι, ενήλικο άτομο, με οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του, καθώς και με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας ή ιδιαίτερα ζητήματα υγείας και με ικανότητα να εργαστεί, δεν προκύπτει βάσιμος λόγος να υποστεί ο Αιτητής μεταχείρισης που να συνιστά δίωξη κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής.

 

Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης, σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτά από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης ή κινδύνου για τη ζωή/ακεραιότητα του κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν συνεχεία, αναφορικά με την εξέταση του κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται από άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ο Αιτητής, ως ορθώς κατέληξαν οι Καθ' ων η Αίτηση, δεν μπορεί να πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο ίδιος θα εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής, ως ορίζεται στα υποεδάφια (α) και (β) του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, ως διαπιστώνεται, ελλείψει οιασδήποτε προσωπικής απειλής και/ή στοχοποίησης του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, από το προαναφερόμενο ιστορικό του και ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, δεν προκύπτουν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι κατά την επιστροφή του στο Ιράν, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση (σύμφωνα με το Άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία (σύμφωνα με το Άρθρο 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ) [Βλ. συναφώς, απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32].

 

Ειδικότερα δε, όσον αφορά τη γενικότερη κατάσταση στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα με πληροφορίες που υπάρχουν σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης, προκύπτει ότι το Ιράν έχει ανασφαλή σύνορα με τις πλείστες από τις γείτονες χώρες που συνορεύει (πλην της Τουρκίας, της Αρμενίας και του Τουρκμενιστάν)[25], ενώ παράλληλα, όσον αφορά «την πολιτική και οικονομική κατάσταση στο Ιράν», καταγράφεται «η κοινωνική αναταραχή και ο πληθωρισμός (64% τον Μάρτιο του 2023)» που υπήρχε στη χώρα[26].

 

Απομένει συνεπώς η εξέταση των προϋποθέσεων που θέτει το υποεδάφιο (γ) του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΔΕΕ») επεσήμανε στην απόφασή του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερομηνίας 10/06/2021 (σκέψη 43) τα εξής:

 

«… μπορούν επίσης να συνεκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.».

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αιτήσεις υπ’ αριθμό 8319/07 και 11449/07), ημερομηνίας 28.11.2011 (σκέψη 241), σημείωσε ότι, ως περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης της έντασης μιας σύγκρουσης, είχαν προσδιοριστεί τα ακόλουθα κριτήρια:

 

«πρώτον, εάν τα μέρη στη σύγκρουση είτε χρησιμοποιούσαν μεθόδους και τακτικές πολέμου που αύξαναν τον κίνδυνο απωλειών αμάχων είτε στόχευαν άμεσα αμάχους· δεύτερον, εάν η χρήση τέτοιων μεθόδων και/ή τακτικών ήταν ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των μερών της σύγκρουσης· τρίτον, εάν οι μάχες ήταν τοπικές ή εκτεταμένες· και τέλος, ο αριθμός των αμάχων που σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν και εκτοπίστηκαν ως αποτέλεσμα των μαχών», επισημαίνοντας (παράλληλα) πως: «Μολονότι αυτά τα κριτήρια δεν πρέπει να θεωρηθούν ως εξαντλητικός κατάλογος για εφαρμογή σε όλες τις μελλοντικές υποθέσεις, στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο θεωρεί ότι αποτελούν κατάλληλο μέτρο για την αξιολόγηση του επιπέδου βίας… .».

 

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, ημερ. 17.02.2009 (σκέψεις 33-39) [έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου]:

 

«33         Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.          Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [...]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.          Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36.          Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.          Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38.          Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39.          Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, ως προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο ενσωματώνει το Άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίθηκε σκόπιμο όπως το παρόν Δικαστήριο προχωρήσει σε ιδίαν έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Gilan του Ιράν - στην οποία υπάγεται γεωγραφικά η πόλη Bandar Anzali, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα του-, όπου και αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής. Από την εν λόγω έρευνα, αρχικά προκύπτει ότι, σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), δεν υπάρχει οποιαδήποτε περιοχή στην επικράτεια του Ιράν που να βρίσκεται υπό (εσωτερική) ένοπλη σύρραξη[27].

 

Περαιτέρω, από σχετική ανάλυση που υπάρχει στη βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), προκύπτει μια μικρή μείωση (της τάξης του 24%) στα περιστατικά βίας και ασφαλείας στο Ιράν (συγκριτικά μεταξύ της τελευταίας διαθέσιμης εβδομάδας και του μέσου όρου των 52 εβδομάδων που προηγήθηκαν αυτής)[28], ενώ όσον αφορά την περιφέρεια Gilan συγκεκριμένα, δεν προκύπτει οιαδήποτε σημαντική αλλαγή στα εν λόγω περιστατικά (ομοίως, συγκριτικά μεταξύ της τελευταίας διαθέσιμης εβδομάδας και του μέσου όρου των 52 εβδομάδων που προηγήθηκαν αυτής)[29].

 

Ειδικότερα δε, ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας στην περιφέρεια Gilan του Ιράν (όπου βρίσκεται η περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή), για την πληρότητα της έρευνας παρατίθενται και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data). Συγκεκριμένα, κατά τη χρονική περίοδο 13/04/2024 έως 11/04/2025 καταγράφηκαν στην εν λόγω βάση δεδομένων για την εν λόγω περιφέρεια, συνολικά 158 περιστατικά ασφαλείας (χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους), εκ των οποίων τα 157 αφορούσαν διαδηλώσεις «protests» και το 1 αφορούσε βία κατά αμάχων «violence against civilians», ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά που αφορούσαν εξεγέρσεις «riots», μάχες «battles» και εκρήξεις / εξ αποστάσεως βία «explosions/remote violence».[30] Ειδικότερα, όσον αφορά τον τόπο επιστροφής του Αιτητή στο Ιράν (ήτοι, την πόλη Bandar Anzali), κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο (13/04/2024 έως 11/04/2025) καταγράφηκαν στην εν λόγω βάση δεδομένων μόνο 5 περιστατικά για την περίπτωση της πόλης Bandar Anzali, που όλα αφορούσαν διαδηλώσεις «protests», χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους.[31] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός στην περιφέρεια Gilan του Ιράν εκτιμάται στους 2.594.000 κατοίκους (σύμφωνα με εκτίμηση για το 2023[32]), ενώ ο πληθυσμός στην πόλη Bandar Anzali εκτιμάται στους 118.564 κατοίκους (σύμφωνα με επίσημη καταμέτρηση του 2016[33]).

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα, δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην (ευρύτερη) περιοχή επιστροφής του Αιτητή (ήτοι στην περιφέρεια Gilan) στο Ιράν ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής, λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής, να βρεθεί αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά το Άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Ούτε προκύπτει από το προφίλ και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (ως αυτές ήδη αναλύθηκαν ανωτέρω) ότι παρουσιάζει ιδιαίτερα ζητήματα υγείας ή ενδείξεις ευαλωτότητας, ή κάποιο χαρακτηριστικό ή στοιχείο που να συμβάλλει με οποιοδήποτε τρόπο στην επίταση του κινδύνου να υποστεί τέτοια σοβαρή βλάβη, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 – Diakité.

 

Συνεπώς, εκ της ανωτέρω ανάλυσης των δεδομένων και συναφών στοιχείων, συνάγεται το συμπέρασμα πως δεν θεωρείται ότι εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Bandar Anzali της περιφέρειας Gilan του Ιράν (τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του).

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, και περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως αμφότερες οι έννοιες αυτές ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (βλ. άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Συνακόλουθα, με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (ως έχουν τροποποιηθεί): «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[3] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344.

[4] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[5] Το πλήρες ονοματεπώνυμο του λειτουργού που αναγράφεται επί του εν λόγω σημείου της Εισηγητικής Έκθεσης παρατίθεται μόνο με τα αρχικά του.

[6] Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

[7] Βλ. Απόφαση στην Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385

[8] Βλ. ‘OPERATING PLAN AGREED BY EASO AND THE REPUBLIC OF CYPRUS’, Valletta Harbour and Nicosia, December 2020, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/CY_OP2021_for_signature_0.pdf

[9] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Iran, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/iran/ [ημερ. πρόσβασης 14/04/2025]

[10] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Iran, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/iran/ [ημερ. πρόσβασης 14/04/2025]

[11] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Iran, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/iran/ [ημερ. πρόσβασης 14/04/2025]

[12] Βλ. (μεταξύ άλλων) τις ακόλουθες πηγές:

-         Encyclopædia Britannica, Inc., Islamic Revolutionary Guard Corps (Iranian armed forces), Written by Adam Zeidan, Last Updated: Apr 7, 2025, https://www.britannica.com/topic/Islamic-Revolutionary-Guard-Corps [ημερ. πρόσβασης 15/04/2025]

-         TIME USA, The Brutal Militia Trained to Kill for Iran’s Islamic Regime, By Tara Kangarlou, December 5, 2022, https://time.com/6238623/iran-basij-militia-meaning-mahsa-amini/ [ημερ. πρόσβασης 15/04/2025]

-         BBC, Profile: Iran's Revolutionary Guards, 3 January 2020, https://www.bbc.com/news/world-middle-east-47852262 [ημερ. πρόσβασης 15/04/2025]

[13] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Iran, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/iran/ [ημερ. πρόσβασης 15/04/2025]

[14] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Iran, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/iran/ [ημερ. πρόσβασης 15/04/2025]

[15] U.S. Department of State, 2023 Report on International Religious Freedom: Iran, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/iran/ [ημερ. πρόσβασης 15/04/2025]

[16] U.S. Department of State, 2023 Report on International Religious Freedom: Iran, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/iran/ [ημερ. πρόσβασης 15/04/2025]

[17] United States Commission on International Religious Freedom (USCIRF), 2025 Annual Report - Iran Chapter, March 2025, https://www.uscirf.gov/sites/default/files/2025-04/Iran%202025%20USCIRF%20Annual%20Report.pdf, σελ. 24-25 [ημερ. πρόσβασης 15/04/2025]

[18] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Iran: Situation of atheists and non-religious individuals, including legislation, treatment by state actors and society, availability of state protection (Reference period: January 2021 to 16 November 2023), 17 November 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_11_EUAA_COI_Query_Response_Q61_Iran_atheists.pdf, σελ. 3, 5 και 6 [ημερ. πρόσβασης 16/04/2025]

[19] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[20] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Iran, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/iran/ [ημερ. πρόσβασης 16/04/2025]

[21] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Iran, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/iran/ [ημερ. πρόσβασης 16/04/2025]

[22] EUAA, Country Guidance: Iran (Reference period: 1 January 2023 - 17 October 2024), January 2025, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2025-01/2025_01_Country_Guidance_Iran_0.pdf, σελ. 21 [ημερ. πρόσβασης 16/04/2025]

[23] EUAA, Country Guidance: Iran (Reference period: 1 January 2023 - 17 October 2024), January 2025, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2025-01/2025_01_Country_Guidance_Iran_0.pdf, σελ. 62 [ημερ. πρόσβασης 16/04/2025]

[24] EUAA, Country of Origin Information: Iran – Country Focus (Reference period: 1 January 2023 - 17 April 2024), June 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_06_EUAA_COI_Report_Iran_Country_Focus.pdf, σελ. 62-63, 74-75 και 82 [ημερ. πρόσβασης 16/04/2025]

[25] EUAA, Country of Origin Information: Iran – Country Focus (Reference period: 1 January 2023 - 17 April 2024), June 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_06_EUAA_COI_Report_Iran_Country_Focus.pdf, σελ. 27 [ημερ. πρόσβασης 17/04/2025]

[26] ACAPS, Country analysis: Iran - Latest updates on country situation, 03 April 2023,  https://www.acaps.org/en/countries/iran# [ημερ. πρόσβασης 17/04/2025]

[27] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights, RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts [map], 2025, https://www.rulac.org/browse/map [ημερ. πρόσβασης 17/04/2025]

[28] ACLED, ACLED Trendfinder (Week of 5-11 April, Event Count and Change Statistics – Iran), Last updated: 11 April 2025, https://acleddata.com/trendfinder/#dash [ημερ. πρόσβασης 17/04/2025]

[29] ACLED, ACLED Trendfinder (Week of 5-11 April, Event Count and Change Statistics – Gilan, Iran), Last updated: 11 April 2025, https://acleddata.com/trendfinder/#dash [ημερ. πρόσβασης 17/04/2025]

[30] ACLED, ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 17/04/2025]

[31] ACLED, ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 17/04/2025]

[32] City Population, Iran: Provincial Division – Provinces: Gīlān (Province) [Table], 24/04/2023, https://www.citypopulation.de/en/iran/prov/admin/ [ημερ. πρόσβασης 17/04/2025]

[33] City Population, Iran: Cities & Towns - Bandar-e Anzalī (city in Gilan Province) [Table], 24/04/2023, https://www.citypopulation.de/en/iran/cities/ [ημερ. πρόσβασης 17/04/2025]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο