S. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. Τ 1157/24, 16/4/2025
print
Τίτλος:
S. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. Τ 1157/24, 16/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                   Υπόθεση αρ. Τ 1157/24

 

16 Απριλίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S. Α.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Ι. Ιωάννου, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.13/11/24, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, την 01/03/20 και υπέβαλε 1η αίτηση διεθνούς προστασίας στις 04/03/20 (ερ.1-3, 42).

Στις 11/01/24 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.29-42). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 10/02/24 απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.66-82). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε δια χειρός στις 29/03/24, στην μητρική του γλώσσα (ερ.84, 3).

Κατά της ως άνω απόφασης της Υπηρεσίας ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.1320/24, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 12/09/24 (ερ.91-119).

Στις 13/11/24 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία και απορρίφθηκε αυθημερόν ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του Νόμου (ερ.124-127, 132-136). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την ως άνω απόφαση, η οποία του δόθηκε δια χειρός στην μητρική του γλώσσα την ίδια μέρα (ερ.137).

Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι στις 12/01/20, μέρα κατά την οποία γιόρταζε τα γενέθλια του, αυτός και οι φίλοι του ήθελαν να βγουν έξω και να διασκεδάσουν, «αγνοώντας ότι ο στρατός ήταν εκεί γύρω και άρπαζε κόσμο», ως αναφέρει. Όταν ο ίδιος και ένας φίλος του προσπάθησαν να τρέξουν, δύο από τους φίλους του πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν και ο αιτητής αναγνώρισε ένα από τους άνδρες του στρατού. Την ημέρα της κηδείας ενός εκ των φίλων του αιτητή, ο αξιωματικός του στρατού τον οποίον ο ίδιος είχε αναγνωρίσει ήταν παρών και το είπε στην μητέρα του παιδιού που σκοτώθηκε και αυτή είπε (στον αξιωματικό) ότι ο αιτητής τον κατηγορεί ότι δολοφόνησε τον γιό της και τότε «ο στρατός άρχισε να αναζητά» τον αιτητή. Τότε ο αιτητής σταμάτησε το σχολείο, λόγω του ότι κινδύνευε η ζωή του, και ταξίδεψε, ως αναφέρει.

Στη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε πως γεννήθηκε στην Mamfe και διέμενε στην Buea, είναι Χριστιανός, απόφοιτος λυκείου, έχει φοιτήσει για ένα έτος στο τμήμα νομικής του Πανεπιστημίου της Buea, ομιλεί Αγγλικά και λίγα γαλλικά,  δεν έχει εργαστεί στη χώρα καταγωγής του, η μητέρα του έχει αποβιώσει, ο πατέρας του διαμένει στην Mamfe, έχει πέντε ετεροθαλή αδέλφια και μία εξ αίματος αδελφή με τα οποία έχει επικοινωνία, έχει μεγαλώσει με τη θεία και το θείο του στην Kumba, διατηρεί δεσμό με γυναίκα κυπριακής καταγωγής, έχουν αποκτήσει μαζί μία ανήλικη θυγατέρα και έχει έναν υιό ηλικίας 5 ετών στο Limbe του Καμερούν. Δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας.

Στην ελεύθερη αφήγησή του ο αιτητής αναφέρθηκε στην αγγλόφωνη κρίση, που ξεκίνησε με την απεργία των δικηγόρων και των εκπαιδευτικών και επανέλαβε το περιστατικό με τους φίλους του κατά την ημέρα των γενεθλίων του, όπου είχαν μεταβεί για διασκέδαση χωρίς να επιτρέπεται λόγω της προαναφερθείσας κρίσης στη χώρα και δέχθηκαν επίθεση από το στρατό με δύο φίλους του να δολοφονούνται και ο ίδιος στοχοποιήθηκε από το στρατό επειδή κατά την κηδεία ενός εκ των φίλων του αναγνώρισε ένα στρατιωτικό εκ των υπευθύνων του θανάτου τους. Στο πλαίσιο τον διευκρινιστικών ερωτήσεων o αιτητής δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του θα δολοφονηθεί είτε από το στρατό είτε από τους αποσχιστές.

Σε σχετικές με τον πυροβολισμό του φίλου του ερωτήσεις ο αιτητής ανέφερε πως είχαν βγει παρά τον περιορισμό κυκλοφορίας και χωρίς να γνωρίζουν ότι υφίστανται εντάσεις με τους αποσχιστές στους δρόμους με αποτέλεσμα να δεχθούν επίθεση και ο φίλος του να τραυματιστεί από πυροβολισμό. Ερωτώμενος σχετικά ανέφερε ότι ήταν Δευτέρα, αλλά δεν γνώριζε τον μήνα ή την ημερομηνία. Εν συνεχεία δήλωσε πως δεν ήξερε πόσοι ήταν, αλλά αναγνώρισε έναν από αυτούς όταν τον είδε στην κηδεία του φίλου του ωστόσο δεν γνώριζε πολλές πληροφορίες γι’ αυτόν, όμως ανέφερε πως η φυσιογνωμία του του θύμιζε κάτι και προερχόταν από την Kumba. Καλούμενος να δώσει περισσότερες πληροφορίες ο αιτητής ανέφερε πως η πόλη ήταν έρημη λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας, όταν ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί προσπάθησαν να διαφύγουν όπως όλοι, με αποτέλεσμα να πυροβολήσουν τους φίλους του. Ο ίδιος, πριν διαφύγει, είδε τον φίλο του δολοφονημένο και ακολούθως χωρίς να του συμβεί οτιδήποτε άλλο στην Buea μετέβη στην Kumba για ασφάλεια απευθυνόμενος σε άλλους φίλους αλλά και την οικογένεια του αποθανόντος φίλου του.

Ερωτηθείς σχετικά με την περίοδο από την μετάβαση του στην Kumba και έπειτα, ο αιτητής απάντησε πως μετέβη στους θείους του με τους οποίους είχε μεγαλώσει και την επόμενη ημέρα επισκέφθηκε την οικογένεια του φίλου του  οπότε τους ενημέρωσε για τα όσα είχαν συμβεί και η οικογένειά του προσπάθησε να ενημερωθεί μέσω των γνωριμιών της στο στρατό. Επίσης, αναφορικά με την επιβεβαίωση του θανάτου του φίλου του, ο αιτητής ανέφερε πως το έμαθε 2 εβδομάδες αργότερα, είδε κάποιες φωτογραφίες και έμαθε ότι η οικογένειά του τον εντόπισε σε κάποιο λάκκο (“pit”) στην πόλη Buea. Ο αιτητής δεν κλήθηκε για κατάθεση μετά την ανακάλυψη του σώματος του φίλου του. Όσον αφορά την κηδεία του φίλου του, ο αιτητής δήλωσε πως η κηδεία έγινε την επόμενη ημέρα της ανακάλυψης, λόγω προχωρημένης σήψης, αλλά δεν προσδιόρισε την ημέρα Ερωτηθείς σχετικά ανέφερε πως διερωτήθηκε για την παρουσία του συγκεκριμένου στρατιωτικού στην κηδεία του φίλου του όταν των αναγνώρισε ως ένα εκ των υπευθύνων για την προαναφερθείσα δολοφονία, ταυτόχρονα δήλωσε πως ο στρατιωτικός κοιτούσε συνεχώς προς το μέρος του αιτητή αλλά δεν είναι σίγουρος αν και εκείνος τον αναγνώρισε, ένα φόβο που είχε και ο ίδιος και ο θείος του αποθανόντος φίλου του. Μετά το πέρας της κηδείας ξεκίνησε να σχεδιάζει την αναχώρησή του, η οποία υλοποιήθηκε περίπου 2-3 εβδομάδες αργότερα, ενώ κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών δεν του συνέβη οτιδήποτε και δεν τον αναζήτησε ούτε ο εν λόγω στρατιωτικός ούτε η αστυνομία.

Αναφέρει επίσης, σχετικά με τον ισχυριζόμενο κίνδυνο, ο αιτητής ανέφερε πως νιώθει έτσι λόγω του θανάτου του φίλου του, ενώ αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό στην Kumba όπου είχε ακούσει πυροβολισμούς επισημαίνοντας πως το κλίμα ήταν εχθρικό. Ερωτηθείς σχετικά, ο αιτητής δήλωσε πως ο ίδιος προσωπικά είχε βιώσει ένα περιστατικό με βάση το οποίο κάποιοι αποσχιστές τους σταμάτησαν για έλεγχο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από την Buea στην Kumba και αναγκάστηκε να αποκρύψει την ιδιότητα του φοιτητή για να μην τους απαγάγουν, ενώ δε γνωρίζει από τους οικείους του εάν αναζητείται στη χώρα καταγωγής του. Αναφορικά με το ενδεχόμενο να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής και να μετεγκατασταθεί στην Yaounde, ο αιτητής ήταν αρνητικός καθότι  είναι αγγλόφωνος και εκεί όπου είναι γαλλόφωνοι θα κινδυνέψει, ως ανέφερε.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε ο αιτητής εντόπισαν και αξιολόγησαν 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως διασκέδαζε έξω με τους φίλους του το 2018, όταν ένα στρατιωτικό όχημα πέρασε από εκεί και σκότωσε ένα εκ των φίλων του

 

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του, αποδέχθηκαν τον 1ο ουσιώδη ισχυρισμό, απέρριψαν όμως τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό ως αναξιόπιστο.

Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει καμία λεπτομέρεια επί όλων όσων ανέφερε, δεν μπορούσε να καθορίσει τον χρόνο που έγινε το εν λόγω συμβάν, παρόλο που - ως είχε προηγουμένως αναφέρει - ήταν η ημέρα των γενεθλίων του, τα όσα ανέφερε δεν διατηρούσαν λογική και χρονική συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο ίδιος τοποθέτησε το συμβάν το 2018 αλλά έφυγε από τη χώρα τον Σεπτέμβριο 2019, οι δε απαντήσεις του επί όλων των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν ενείχαν ασάφειες, χωρίς να είναι σε θέση και πάλι να αναφέρει βιωματικές λεπτομέρειες και στοιχεία για τα όσα ο ίδιος εξιστόρησε. Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής συνοχής των λεγομένων του, κατόπιν έρευνας σε διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες (ΠΧΚ), κρίθηκε ότι τα όσα ανέφερε περί αδιάκριτης βίας στα πλαίσια της συνεχιζόμενης αγγλόφωνης κρίσης στο δυτικό Καμερούν συνάδουν με τις πληροφορίες που εντοπίστηκαν. Εντούτοις, δεδομένης της καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής στα λεγόμενα του, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Για τους πιο πάνω λόγους η 1η αίτηση ασύλου του αιτητή απορρίφθηκε και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής καταγράφει ότι οι «νέοι λόγοι που δεν [επιθυμεί] να [επιστρέψει] στη χώρα [του] είναι εξαιτίας της περιθωριοποίησης που βιώνουν οι αγγλόφωνοι από το σύστημα και επίσης λόγω του ότι [ήταν] οπαδός του [κόμματος] SCNC (Southern Cameroon National Council)». Για τους λόγους αυτούς, ως αναφέρει, υπέστη «βασανιστήρια σε μια διαδήλωση, που κατέληξε με [τον ίδιο] να [έχει] σπασμένο πόδι». Ως τέλος αναφέρει, η κατάσταση στο Καμερούν έχει χειροτερέψει και σημειώνει (σημ.8) ότι στην «προηγούμενη συνέντευξη του» δεν εξήγησε στον λειτουργό σχετικά με τους τραυματισμούς του σε διαδήλωση.

Συνέπεια των ανωτέρω, ως αναφέρεται στην επίδικη έκθεση (ερ.133), οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την επίδικη αίτηση για τον λόγο ότι τα όσα κατέγραψε περί συμμετοχής του στο κόμμα SCNC και τραυματισμού σε διαδήλωση  δεν είχαν αναφερθεί προηγουμένως εξ υπαιτιότητας του ιδίου. Απέρριψαν λοιπόν για τον λόγο αυτό την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη, δεδομένης και της προηγούμενης προσφυγής του (1320/24).

Ο αιτητής στην προσφυγή δικογραφεί σωρεία νομικών ισχυρισμών, κατά δε την ακρόαση της παρούσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του ανέφερε πως όσα κατέγραψε στην επίδικη αίτηση συνιστούν νέους ισχυρισμούς, τους οποίους μάλιστα, ως ισχυρίστηκε, θα ανέφερε στα πλαίσια της προηγούμενης προσφυγής του (ερ.1320/24), η οποία αποσύρθηκε από τον ίδιο χωρίς να ενημερώσει τους τότε δικηγόρους του. Έγειρε και ισχυρισμό που άπτεται του κατά πόσο η προσβαλλόμενη εδώ απόφαση λήφθηκε αρμοδίως, ο οποίος, μετά από παρέμβαση των συνηγόρων των καθ’ ων η αίτηση, μετά από κλήση του Δικαστηρίου επί τόπου, αποσύρθηκε.

Επί του νομικού πλαισίου σημειώνω τα εξής.

Στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, εξετάζεται το αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας» και «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i) και (ii)].

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»

Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας, η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος, στα πλαίσια εξέτασης του παραδεκτού, του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας εξέταση αυτής, ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.

Η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία την πρόνοια του αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Δεδομένου δε ότι η C-921/19 (ανωτέρω) κάνει λόγο για δύο διακριτά στάδια εξέτασης, αμφότερα τα οποία αφορούν την εξέταση επί του παραδεκτού της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτηση, θεωρώ ότι, για τα κράτη μέλη τα οποία έκαναν χρήση της δυνατότητας να προσθέσουν ως λόγο απαραδέκτου τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή σχετικά με την μη προσκόμιση στοιχείων ή εγγράφων σε προηγούμενη αίτηση, αυτή δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στα πλαίσια εξέτασης του παραδεκτού της αιτήσεως, στο 2ο στάδιο της εξέτασης αυτής, ως στη εν λόγω απόφαση διευκρινίζεται.

Ενόψει των ως άνω θεωρώ ότι ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου. Τούτο γιατί στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερων αιτήσεων δύναται βεβαίως να εξεταστεί τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή αναφορικά με την μη προηγούμενη αναφορά των στην επίδικη εν προκειμένω αίτηση ισχυρισμών και αυτό έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση.

Θα συμφωνήσω λοιπόν με τα όσα επ’ αυτού αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι η ως άνω προϋπόθεση της νομοθεσίας δεν ικανοποιείται εν προκειμένω καθώς δεν αποκαλύπτει ο αιτητής στα πλαίσια της επίδικης αίτησης (βλ. ερ.125, σημείο 8 και 10) για ποιο λόγο αυτοί οι ισχυρισμοί περί συμμετοχής του στο SCNC και τραυματισμού του σε διαδήλωση που συμμετείχε δεν αναφέρθηκαν προηγουμένως, στα πλαίσια της 1ης αίτησης που υπέβαλε, ουδέν δε ανέφερε επ’ αυτού στα πλαίσια της παρούσης προσφυγής.

Σημειώνεται ότι κατά της απόφασης στην 1η αίτηση του ο αιτητής άσκησε προσφυγή στο Δικαστήριο, η οποία αποσύρθηκε από τον ίδιο. Συνεπώς δεν μπορεί εδώ να αμφισβητηθεί ότι είχε δοθεί στον αιτητή η δυνατότητα «να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Αυτό δε ουδόλως δύναται να ανατραπεί εκ του ότι, ως ισχυρίζεται εδώ ο συνήγορος του, ο αιτητής απέσυρε την προσφυγή αρ.1320/24, στα πλαίσια της οποίας - ως αναφέρθηκε - θα αναφερόταν στους ισχυρισμούς που κατέγραψε στην επίδικη εδώ αίτηση, χωρίς να ενημερώσει τον τότε δικηγόρο του. Άλλωστε, δεδομένου ότι τούτο έγινε γνωστό στον δικηγόρο του αιτητή σύντομα μετά την απόσυρση της προσφυγής (ερ.106-107), θα μπορούσε ενδεχομένως να καταχωρηθεί τότε αίτηση επαναφοράς της εν λόγω προσφυγής. Τα όσα δε σήμερα αναφέρει σχετικώς δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν σε κάθε περίπτωση τα όσα πιο πάνω αναφέρω.

Από τα ενώπιον μου στοιχειά, ως ανωτέρω αναφέρονται, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα και την επί της επίδικης μεταγενέστερης αιτήσεως κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή καταγράφεται στην επίδικη έκθεση, επί των οποίων ουδέν χρειάζεται να προστεθεί.

Ενόψει των ως άνω απομένει μια εκτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Buea, ερ.39) σε επικαιροποιημένη βάση.

Στη βάση δεδομένων ACLED, για το διάστημα από 06/04/24 έως 04/04/25, σημειώθηκαν στην Buea 26 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία οδήγησαν σε 14 θανάτους και τα οποία κατατάσσονται ως ακολούθως: 17 περιστατικά βίας κατά αμάχων (violence against civilians)  με 11 θανάτους, 4 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς να επέλθει καμία ανθρώπινη απώλεια, 4 αναταραχές (riots) τα οποία δεν επέφεραν κανένα θάνατο και 1 περιστατικό μάχης (battle) με αποτέλεσμα 3 ανθρώπινες απώλειες.[1] Ο πληθυσμός της περιοχής για το έτος 2005, οπότε έγινε η τελευταία επίσημη καταμέτρηση, ανερχόταν περί της 150.000 κατοίκων [2].

Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην πόλη όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[3] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions-Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data (06/04/2024-04/04/2025), REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN: Sud-Ouest, LOCATION: Buea), (assessed on 11/04/2025)

[2] City Population, Cameroon: Sud-Ouest Region: Buea, https://citypopulation.de/en/cameroon/admin/fako/100101__buea/  (11/04/2025)

[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο