F. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T36/25, 22/4/2025
print
Τίτλος:
F. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T36/25, 22/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: T36/25

 

22 Απριλίου, 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

                                                 F. K.                                                          Αιτήτριας

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Χ. Λαζάρου Αρτέμη (κα) για την Αιτήτρια

 

Ε. Χατζηγιάννη (κα) για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 16.1.2025, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) και την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της αίτησής της.

 

Γεγονότα

1.            Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής: Λ.Δ.Κ.). Περί τις 27.2.2019, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 24.4.2019, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας σχετικά με την εξακρίβωση της ηλικίας της και ακολούθως διατυπώθηκε εισήγηση όπως η Αιτήτρια θεωρηθεί ως ενήλικη, εισήγηση η οποία εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος). Στις 2.3.2021 και στις 14.12.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας  αναφορικά με την ουσία της αίτησής της. Κατόπιν σχετικής εισήγησης, ο Προϊστάμενος αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής στις 29.1.2022 και εξέδωσε απόφαση επιστροφής της στη Λ.Δ.Κ., απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 10.11.2022. Στις 10.11.2022 καταχωρίστηκε η προσφυγή υπ΄αριθμό 7113/22 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 2.12.2024. Στις 16.1.2025, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα την αίτησής της για διεθνή προστασία, η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε αυθημερόν από τον Προϊστάμενο δια της εγκρίσεως σχετικής εισήγησης επισημαίνοντας ότι η Αιτήτρια δεν έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια επίσης στις 29.1.2022.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.  Η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της προωθεί ότι λανθασμένως η μεταγενέστερη αίτησή της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς στο πλαίσιο αυτής η Αιτήτρια προσκόμισε για πρώτη φορά στοιχεία αναφορικά με τη σοβαρή ασθένεια, την οποία αυτή αντιμετωπίζει και επιπλέον ότι αυτή είναι πλέον μητέρα ανηλίκου, δεδομένο το οποίο δε λήφθηκε υπόψη κατά την εξέταση της πρώτης αίτησής της για διεθνή προστασία. Προωθεί εξάλλου η Αιτήτρια ότι δεν θα είναι σε θέση στη χώρα της να λάβει κατάλληλη θεραπεία, λόγω του κόστους που αυτό συνεπάγεται, ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι διαθέτει και ένα ανήλικο τέκνο, τις ανάγκες του οποίου δεν θα είναι σε θέση να διασφαλίσει εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει. Τέλος, η Αιτήτρια επαναλαμβάνει ότι η ίδια στη χώρα της υπήρξε, από μικρή ηλικία, θύμα ξυλοδαρμού, βιασμού και ψυχικού τραυματισμού. Υπό το φως των ανωτέρω, υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας και εντέλει ότι εκδόθηκε υπό το καθεστώς πλάνης. 

 

3.            Κατ΄ εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, οι Καθ’ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, και καταρχήν, δεν συμμετέχουν στην ακροαματική διαδικασία. Εντούτοις, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου κλήθηκαν να καταχωρίσουν τόσο γραπτή αγόρευση όσο και να παραστούν κατά την ακροαματική διαδικασία, δυνάμει της ίδιας διάταξης. 

 

4.            Στο πλαίσιο της γραπτής τους αγόρευσης οι Καθ’ ων  η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, προβάλλοντας ότι η Αιτήτρια δεν έχει κατορθώσει να ανατρέψει το τεκμήριο νομιμότητας και κανονικότητάς της. Εν συνεχεία, διαφοροποιώντας εν μέρει τα ευρήματα των Καθ’ ων όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην Έκθεση- Εισήγηση επί της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, αναφέρουν πως η ύπαρξη ανήλικου τέκνου δεν αποτελεί νέο στοιχείο, καθότι αυτό γεννήθηκε στις 14.12.2023 ενώ η προσφυγή της κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αρχικής της αίτησης απορρίφθηκε στις 2.12.2024. Αναφέρουν περαιτέρω επί τούτου, ότι η Αιτήτρια λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν το δήλωσε κατά την προηγούμενη διαδικασία εξέτασης της αρχικής της αίτησης σε δεύτερο βαθμό. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας περί κακομεταχείρισής της από μικρή ηλικία, οι Καθ΄ων αναφέρουν επί της γραπτής τους αγόρευσης ότι αυτοί δεν προβλήθηκαν κατά την προηγούμενη διαδικασία λόγω υπαιτιότητας της Αιτήτριας, ενώ και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει δεν αποτελούν στοιχεία που αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.

 

To νομικό πλαίσιο

5.            Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.            Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.            Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

8.            Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

9.            Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

10.         Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

  Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

11.         Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

12.         Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (Βλ. Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του ως παραδεκτής.

 

13.         Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

14.         Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

15.         Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:

 

16.         Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

17.         Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα  αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

18.         Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα,  δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.  

 

19.         Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

20.         Εν προκειμένω, η Αιτήτρια κατά την καταγραφή της αίτησής της δήλωσε ότι είναι ορφανή και ότι δεν διαθέτει τα μέσα επιβίωσης στη χώρα της. Στο πλαίσιο εξέτασης της πρώτης αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι δεν έχει οικογένεια ότι μεγάλωσε σε ένα ορφανοτροφείο και ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της θα ζει ως παιδί του δρόμου ή θα αναγκαστεί να καταφύγει στην πορνεία. Εξάλλου, σημειώθηκε ότι είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και δεν δήλωσε οποιοδήποτε πρόβλημα ως προς την υγεία της. Η Αιτήτρια ανέφερε επίσης, ότι ήρθε στη Δημοκρατία με τη βοήθεια ενός προσώπου από την εκκλησία, ο οποίος τη συνόδευσε μέχρι τη Δημοκρατία και έκτοτε δεν τον ξαναείδε. Αξιολογώντας το αίτημά της, οι Καθ’ ων η αίτηση απομόνωσαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς ήτοι το προφίλ, τα προσωπικά της στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής και ως δεύτερο ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα της διότι δεν είχε οποιοδήποτε υποστηρικτικό δίκτυο σε αυτήν. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός ενώ ο δεύτερος έτυχε απόρριψης. Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου που η ίδια διατρέχει στη βάση των προσωπικών της περιστάσεων και των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής της, συμπεριλαμβανομένης της τρέχουσας κατάστασης ασφαλείας, κρίθηκε ότι δεν διατρέχει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης και εν τέλει κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

21.         Στο εισαγωγικό δικόγραφο της καταχωρισθείσας στις 10.11.2022 προσφυγής της υπ’ αριθμό 7113/22, όπου η Αιτήτρια εμφανιζόταν αυτοπροσώπως, κατέγραψε ότι είναι ορφανή, δεν διαθέτει οικογένεια και ότι διαμένει ήδη τέσσερα χρόνια στη Δημοκρατία. Η προσφυγή της απορρίφθηκε ως αναφέρεται ανωτέρω, στις 2.12.2024.

 

22.         Στις 16.1.2025, η Αιτήτρια υπέβαλε την υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτησή της στο πλαίσιο της οποίας επανέλαβε ότι είναι ορφανή και ότι δεν έχει στη χώρα της οποιοδήποτε πρόσωπο να βοηθηθεί. Δηλώνει εξάλλου ότι από μικρή ηλικία υπέστη κακομεταχείριση (ξυλοδαρμό, βιασμό και άλλα τραύματα). Ως πλέον ενήλικη εάν επιστρέψει τα πράγματα θα είναι χειρότερα. Η ίδια έχει όγκο στο πάγκρεας και εξαιτίας του υψηλού κόστους της περίθαλψης εκεί δεν έχει πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη και επιπλέον θα είναι αδύνατο να ικανοποιήσει τις ανάγκες της ενός έτους κόρης της, εξαιτίας του προβλήματος στην υγεία της αλλά και της κατάστασης την οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν άτομα με τις δικές της περιστάσεις στη χώρα της. Στην αίτησή της, η Αιτήτρια επισυνάπτει Ιατρική Βεβαίωση του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας (στο εξής: ο ΟΚΥΠΥ) του Αυγούστου του 2024, όπου διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια πάσχει από οξεία παγκρεατίτιδα (όγκο κεφαλής παγκρέατος) και ότι χρήζει χειρουργικής επέμβασης. Στη ίδια αίτηση καταγράφεται ότι η Αιτήτρια διαθέτει πλέον εξαρτώμενο τέκνο (κορίτσι) γεννηθέν τον Δεκέμβριο του 2023.

 

23.         Αξιολογώντας τη μεταγενέστερη αίτησή της, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι ως προς τις προσωπικές της περιστάσεις και τους συναφείς ισχυρισμούς της, ήτοι ότι είναι ορφανή, μη διαθέτουσα υποστηρικτικό δίκτυο και ότι σε περίπτωση που επιστρέψει πίσω στη χώρα της θα καταλήξει άστεγη ή στην πορνεία, πρόκειται για ισχυρισμούς, οι οποίοι ήδη εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν. Ως προς την κατάσταση της υγείας της και ότι δεν μπορεί να λάβει κατάλληλη περίθαλψη εκεί ούτε και να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την ανατροφή της ενός έτους κόρης της, δεν αυξάνουν κατά τους ίδιους τις πιθανότητες υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως προς τους ισχυρισμούς της περί κακομεταχείρισης, βιασμού και τραυματισμού, κρίθηκε ότι από δική της υπαιτιότητα αυτά δεν προβλήθηκαν σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησής της καίτοι προϋπήρχαν της υποβολής της. Περαιτέρω, ως προς την αναφορά της ότι απέκτησε πλέον κόρη ενός έτους, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τη συναφή δήλωσή της καθώς η Αιτήτρια δεν είχε προσκομίσει έγγραφο ταυτοποίησης και δεν εμφανίζεται στο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου. Ως προς δε το ζήτημα υγείας που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια, οι Καθ’ ων η αίτηση παραθέτουν πηγή από την οποία εξάγουν το συμπέρασμα ότι τα οικονομικά προβλήματα της χώρας που αντανακλούν και στον τομέα της υγείας δεν αφορούν στην ίδια την Αιτήτρια προσωπικά καθώς δεν στρέφονται εναντίον της ώστε να θεωρηθεί ότι αυξάνονται οι πιθανότητες υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Καταλήγοντας, οι Καθ’ ων η αίτηση θεωρούν ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της, η Αιτήτρια δεν διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση  κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

 

24.         Στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, κατόπιν οδηγιών του παρόντος Δικαστηρίου, η Αιτήτρια προσκόμισε αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησης της ανήλικης κόρης της, όπου καταγράφεται και το όνομα του πατέρα της.

 

25.         Με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, διαπιστώνω ότι τόσο το γεγονός της γέννησης της ανήλικης θυγατέρας της Αιτήτριας όσο και το γεγονός  του προβλήματος της υγείας της Αιτήτριας αποτελούν αναντίλεκτα νέα στοιχεία. Κατά πρώτον, αυτά συνδέονται με το προφίλ της Αιτήτριας, ως μητέρας και προσώπου που αντιμετωπίζει θέματα υγείας και άρα είναι συναφή με την αξιολόγηση της αίτησής της για διεθνή προστασία και, κατά δεύτερον, δεν είχαν τεθεί προηγουμένως ενώπιον οποιασδήποτε αρχής, προς αξιολόγησή τους σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας. Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021 στην υπόθεση C 921/19, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) EU:C:2021:478, σκέψεις 34 έως 44) ένα στοιχείο ή πόρισμα πρέπει να θεωρείται νέο, κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, (αντίστοιχο του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου) οσάκις η απόφαση επί της προγενέστερης αίτησης εκδόθηκε χωρίς το στοιχείο ή το πόρισμα αυτό να έχει γνωστοποιηθεί στην αρμόδια για τον καθορισμό του καθεστώτος του αιτούντος αρχή. Η διάταξη αυτή ουδόλως διακρίνει αναλόγως του αν τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προβάλλονται προς στήριξη μεταγενέστερης αίτησης προέκυψαν πριν ή μετά την έκδοση της απόφασης αυτής.

 

26.         Επιπλέον, καίτοι η Αιτήτρια δεν προσκόμισε το πιστοποιητικό γέννησης της ανήλικης θυγατέρας της, κατά το χρόνο συμπλήρωσης της αίτησής της, καταγράφει σε αυτήν για πρώτη φορά την ύπαρξη της ανήλικης κόρης της, τη  συγκεκριμένη ημερομηνία γέννησης και το πλήρες όνομα της ανήλικης, χωρίς αυτό να μπορεί να αγνοηθεί άνευ ετέρου, από τους Καθ’ ων η αίτηση εν προκειμένω στο πλαίσιο της συνευθύνης της αρμόδιας αρχής να συνδράμει τον εκάστοτε αιτητή δυνάμει του άρθρου 16 του περί Προσφύγων Νόμου (αντίστοιχο του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας- (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68)).

 

27.         Περαιτέρω, και τα δύο αυτά νέα στοιχεία σχετίζονται άμεσα με το προφίλ της Αιτήτριας, το οποίο διαφοροποιείται ουσιωδώς, με τους επιπλέον επιβαρυντικούς παράγοντες ως ασθενούς προσώπου και καταρχήν μόνης μητέρας (βλ. άρθρο 9ΚΓ, όπου οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά, και τα πρόσωπα με σοβαρές ασθένειες υπάγονται στην κατηγορία των ευάλωτων προσώπων). Τα νέα αυτά στοιχεία δεν μπορούν να αγνοηθούν σε συνάρτηση πάντοτε με επίκαιρες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας, την αντιμετώπιση των προσώπων, τα οποία εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες στη χώρα καταγωγής της και λαμβάνοντας υπόψη και τα υπόλοιπα στοιχεία του προφίλ της (επί παραδείγματι φύλο, μορφωτικό επίπεδο, οικογενειακή κατάσταση ή ύπαρξη άλλου υποστηρικτικού  δικτύου κ.ο.κ.). Εκ της φύσεώς τους επομένως τα νέα αυτά στοιχεία δύνανται να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης της καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί η υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας χωρίς να προηγηθεί σχετική έρευνα σε επικαιροποιημένη βάση και λαμβάνοντας υπόψη τα νέα αυτά δεδομένα.

 

28.         Ως προς το κατά πόσο η Αιτήτρια παρέλειψε να προσκομίσει τα εν λόγω δεδομένα από δική της υπαιτιότητα επισημαίνονται τα εξής. Το ΔΕΕ στην απόφασή του της 8ης Φεβρουαρίου 2024 στην υπόθεση C-216/22, A. A. κατά Bundesrepublik Deutschland, σκέψεις 29 έως 31, ECLI:EU:C:2024:122 με αναφορά και σε προηγούμενή του νομολογία, αναλύει τα δύο στάδια εξέτασης του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης υπό το άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και προχωρά σε ερμηνεία του άρθρου 33(2)(δ) της ίδιας Οδηγίας αναφέροντας τα εξής: «Προκειμένου να εκτιμηθεί το περιεχόμενο της έννοιας των «νέων στοιχείων ή πορισμάτων», κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 (αντίστοιχα του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου), επισημαίνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 33, παράγραφος 2, ιδίως από τον όρο «μόνο» που προηγείται της απαρίθμησης των λόγων απαραδέκτου, καθώς και από τον σκοπό της τελευταίας αυτής διάταξης και από την οικονομία της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι η δυνατότητα απόρριψης αίτησης διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτης σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη συνιστά παρέκκλιση από την υποχρέωση επί της ουσίας εξέτασης μιας τέτοιας αίτησης.».

 

29.         Διαπιστώνει ακολούθως το Δικαστήριο ότι, τόσο από τον εξαντλητικό χαρακτήρα της απαρίθμησης που περιλαμβάνεται στο εν λόγω άρθρο 33, παράγραφος 2, όσο και από το γεγονός ότι οι απαριθμούμενοι σε αυτό λόγοι απαραδέκτου ισχύουν κατ’ εξαίρεση, συνάγεται ότι οι λόγοι αυτοί πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Αντιθέτως, οι περιπτώσεις που, κατά την οδηγία 2013/32, μια μεταγενέστερη αίτηση θεωρείται κατ’ ανάγκην παραδεκτή πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως.

 

30.         Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει περαιτέρω το ΔΕΕ πως το γεγονός ότι, κατά την εξέταση της προηγούμενης αίτησης, ο αιτών δεν είχε επικαλεστεί ήδη εκδοθείσα από το Δικαστήριο απόφαση δεν μπορεί να ισοδυναμεί με υπαιτιότητα του αιτούντος κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/32. Πέραν του ότι, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 34 και 35 της εν λόγω απόφασης, η έννοια της υπαιτιότητας πρέπει να ερμηνεύεται στενά, η υιοθέτηση μιας ευρύτερης ερμηνείας της εν λόγω έννοιας θα είχε ως συνέπεια η εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης να μπορεί να επαναλαμβάνεται κατά παράβαση της υποχρέωσης που υπέχουν η αποφαινόμενη αρχή και τα αρμόδια δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, εφαρμόζοντας τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου.

 

31.         Η στενή ερμηνεία των λόγων απαραδέκτου επισημαίνεται εξάλλου και στην απόφαση του ΔΕΕ της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland, C‑720/20, EU:C:2022:603, σκέψη 51.

 

32.         Περαιτέρω, στο μέτρο που το νέο στοιχείο αφορά στη γέννηση παιδιού όπως εν προκειμένω, δέον κατά την εφαρμογή της εν λόγω εξαίρεσης να ληφθεί υπόψη και το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και το οποίο το παρόν Δικαστήριο καλείται να λάβει υπόψιν σύμφωνα με τη συνδυαστική ανάγνωση των αποφάσεων της  11ης  Μαρτίου 2021, M. A., C-112/20, σκέψεις 36 έως 38 και της 11ης Ιουνίου 2024, K, L κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, C-646/21. Στην μεν M. A., C-112/20 το ΔΕΕ επισημαίνει ότι οι αξιολογήσεις σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού οφείλουν να λαμβάνονται υπόψιν σε όλες τις αποφάσεις, οι οποίες αφορούν παιδιά αμέσως ή εμμέσως, ήτοι ακόμα και κατά την εξέταση της απόφασης επιστροφής του γονέα τους. Καίτοι η παρούσα αφορά στη μητέρα της ανήλικης, η απόλυτη εξάρτηση της τελευταίας από την Αιτήτρια καθιστά την απόφαση της μητέρας της απόφαση που επηρεάζει και την ανήλικη εμμέσως. Στη δε Κ.L., C-646/21, αναλύεται ότι ο τρόπος και το χρονικό σημείο ή χρονικά σημεία αξιολόγησης του βέλτιστου συμφέροντας του ανηλίκου εναπόκειται μεν στα κράτη-μέλη, υπό την επιφύλαξη εντούτοις σε κάθε περίπτωση της τήρησης του άρθρου 24 του Χάρτη (σκ. 80. Σημειώνεται ότι στην εκεί απόφαση οι ίδιες οι Αιτήτριες ήταν και οι προσφεύγουσες, ωστόσο αντλείται καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του άρθρου 24 του Χάρτη).

 

33.         Επιστρέφοντας στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, επισημαίνεται ότι η ανήλικη θυγατέρα της Αιτήτριας γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 2023, ενώ η απορριφθείσα στις 2.12.2024 λόγω μη προώθησης προσφυγή της, καταχωρίστηκε πριν τη γέννηση της ανήλικης, συγκεκριμένα στις 15.12.2022. Ως εκ τούτου, κατά το χρόνο καταχώρισης της προσφυγής, η ανήλικη δεν είχε γεννηθεί και ευλόγως ουδεμία μνεία γίνεται στο εν λόγω γεγονός στο εισαγωγικό δικόγραφο της εκεί διαδικασίας. Οι περιστάσεις απόρριψης της εν λόγω προσφυγής λόγω μη προώθησης παραμένουν άγνωστες στο παρόν Δικαστήριο. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της Αιτήτριας, ήτοι το γεγονός ότι η Αιτήτρια είχε στο διάστημα αυτό γεννήσει, πρόκειται για γυναίκα η οποία φαίνεται να είναι καταρχήν μόνη, διέμενε στην Πάφο, παράλληλα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας και δεδομένης της στενής ερμηνείας των λόγων αποκλεισμού του παραδεκτού, καθώς και υπό το φως της αρχής του  βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου, όπως αναλύεται ανωτέρω, κρίνεται ότι δεν συντρέχει, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, υπαιτιότητα της Αιτήτριας ως προς τη μη προηγούμενη προσκόμιση του νέου στοιχείου της γέννησης της ανήλικης κόρης.

 

34.         Επίσης με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπαιτιότητα της Αιτήτριας ως προς τη μη προηγούμενη ενημέρωση της αποφαινόμενης αρχής και του δικαστηρίου αναφορικά με το πρόβλημα υγείας που αυτή αντιμετωπίζει. Επισημαίνεται δε ότι κατά τρόπο επιπόλαιο αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση το πρόβλημα υγείας που αυτή αντιμετωπίζει και κατά πόσο αυτό επηρεάζει το ενδεχόμενο υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Τούτο διότι το εν λόγω δεδομένο δεν μπορεί να εξεταστεί αποσπασματικά, καθώς δεν εξετάζεται μόνο εάν υπάρχει υπαίτια αποστέρηση πρόσβασής της σε ιατρικές δομές της χώρας καταγωγής της (βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, C‑31/09, Bolbol, Συλλογή 2010, σ. I‑5539, σκέψη 37 και  απόφαση  της 19ης Δεκεμβρίου 2012, C 364/11, Εl Kott, ECLI:EU:C:2012:826,  σκέψη 42), αλλά εξετάζεται και σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα δεδομένα του προφίλ της, όπως καταγράφεται ανωτέρω (βλ. απόφαση ημερομηνίας 13ης Ιουνίου 2024 , SN LN, υπόθεση C‑563/22, σκέψη 58, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη).

 

35.         Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνεται ότι συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας.

 

36.         Ως προς τις καινοφανείς αιτιάσεις της περί της κακοποίησης που υφίστατο πριν εισέλθει στη Δημοκρατία, παρατηρείται ότι καίτοι παρουσιάζονται με γενικότητα και οψιγενώς, δεδομένου του επανανοίγματος του φακέλου της αίτησής της, δέον να εξεταστούν ένεκα της σοβαρότητάς τους.

 

37.         Περαιτέρω, με την επίδικη απόφαση παρατείνεται η ισχύς της απόφασης επιστροφής εναντίον της και παύει το δικαίωμα παραμονής της στην Δημοκρατία. Προηγουμένως,  οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν παραβιάζεται εν προκειμένω η αρχή της μη επαναπροώθησης. Εντούτοις, παρατηρείται ότι παρέλειψαν να εξετάσουν σε επικαιροποιημένη βάση την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (η οποία αξιολογήθηκε τελευταία φορά 29.1.2022), το γεγονός της ανήλικης θυγατέρας της (βλ ανωτέρω M. A., C-112/20) αλλά και να αξιολογήσουν την κατάσταση της υγείας της, καθώς αυτό αποτελεί δεδομένο, το οποίο ακόμα και εάν δεν οδηγεί σε υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, οφείλει πάντοτε να εξετάζεται στο πλαίσιο της απόφασης επιστροφής (βλ. υπόθεση C-156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, σκέψεις 44 έως 52  και το άρθρο 18ΟΖ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105) σε συνάρτηση με το άρθρο 13(1)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει, η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίνεται ως παραδεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα συν Φ.Π.Α.  υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

                             Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο