A.F.R.L. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: Τ769/2024, 30/4/2025
print
Τίτλος:
A.F.R.L. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: Τ769/2024, 30/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: Τ769/2024

30 Απριλίου, 2025

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

A.F.R.L.

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Ζ. Ποντίκη (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για την Αιτήτρια

Αντ. Παπαδοπούλου (κα) για Αφρ. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 21/05/2024, με την οποία απορρίφθηκε η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της για επανεξέταση του φακέλου της ως απαράδεκτη, ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, και ως αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που εκτίθενται στο Υπόμνημα των Καθ' ων η Αίτηση και ως υποστηρίζονται από τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου (εφεξής «Δ.Φ.») που έχει κατατεθεί από τους Καθ' ων η Αίτηση, έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από τις Φιλιππίνες και στις 09/10/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθε νόμιμα στην Δημοκρατία με άδεια εργασίας στις 18/07/2017 (ενώ μεταξύ 14/04/2019 και 16/05/2019 είχε επισκεφθεί τη χώρα της, όπου παρέμεινε για ένα περίπου μήνα και έπειτα επέστρεψε στην Κύπρο με την ίδια άδεια εισόδου).

 

Στις 02/03/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός της (στην παρουσία διερμηνέα). Στις 06/03/2022, η εν λόγω λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 16/03/2022, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την (πιο πάνω) εισήγηση, απορρίπτοντας το αίτημα της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, στις 11/04/2022 εκδόθηκε σχετική απορριπτική απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου (μαζί με την αιτιολόγησή της), η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 10/05/2022 (κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα).

 

Η Αιτήτρια υπέβαλε (αυτοπροσώπως, στις 06/06/2022) εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, την υπ' αριθμόν 3539/2022 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 17/02/2023.

 

Ακολούθως, στις 03/08/2023, η Αιτήτρια υπέβαλε (πρώτη μεταγενέστερη) αίτηση για επανεξέταση του φακέλου της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και αυθημερόν, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που προέβη σε προκαταρκτική εξέταση της πιο πάνω μεταγενέστερης αίτησης, ετοίμασε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Την ίδια ημέρα (03/08/2023), δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την (πιο πάνω) εισήγηση, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την (πρώτη) μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, στις 03/08/2023 εκδόθηκε σχετική απορριπτική απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν.

 

Στη συνέχεια, η Αιτήτρια υπέβαλε στις 21/08/2023 εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, την υπ' αριθμόν Τ2395/2023 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 13/10/2023.

 

Ακολούθως, στις 21/05/2024, η Αιτήτρια υπέβαλε (δεύτερη μεταγενέστερη) αίτηση για επανεξέταση του φακέλου της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και αυθημερόν, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που προέβη σε προκαταρκτική εξέταση της πιο πάνω μεταγενέστερης αίτησης, ετοίμασε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Την ίδια ημέρα, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη τη (δεύτερη) μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, στις 21/05/2024 εκδόθηκε σχετική απορριπτική απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.

 

Στις 04/06/2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί του δεύτερου μεταγενέστερου αιτήματός της Αιτήτριας για επανεξέταση του φακέλου της.

 

Οι συνήγοροι της Αιτήτριας, δια της υπό εξέτασης προσφυγής, παραθέτουν πλείονες νομικούς ισχυρισμούς ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 21/05/2024 (επί της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας για επανεξέταση του φακέλου της), οι οποίοι ωστόσο προβάλλονται κατά γενικό τρόπο και δεν αιτιολογούνται πλήρως, ούτε υπάρχει συσχέτιση τους με στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Επιπλέον, στα πλαίσια αναφοράς στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, οι συνήγοροι της Αιτήτριας ισχυρίζονται πως η ίδια αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα δίωξης στη χώρα της, και η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο και/ή παραβιάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα της σε περίπτωση επιστροφής της. Περαιτέρω, αναφέρουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας στο προκαταρκτικό στάδιο ως απαράδεκτη, αποφασίζοντας επί τούτης εκ προοιμίου, χωρίς τη διεξαγωγή συνέντευξης επί των νέων στοιχείων που επικαλέστηκε η Αιτήτρια και χωρίς να εξεταστεί/ερευνηθεί η ουσία του αιτήματός της και/ή να διασταυρωθούν οι ισχυρισμοί της.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι, η παρούσα προσφυγή αφορά στην επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 21/05/2024, με την οποία συγκεκριμένα, η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας που υποβλήθηκε στις 21/05/2024 απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

 

Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, σχετικό είναι το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Από το λεκτικό του ανωτέρου αναφερόμενου άρθρου, καθώς και από το αιτητικό της παρούσας προσφυγής (υπό το σημείο Α., μόνο), προκύπτει ότι το Δικαστήριο εξετάζει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, κατά πόσον η απόφαση να απορριφθεί μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτο είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις παραδεκτού που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου:

«(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

[..]»

 

Ως προς το παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, διαφαίνεται από τα πιο πάνω, ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων που υποβάλλει αιτητής, εκτός εάν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις υπό τα σημεία (i) και (ii), του εδαφίου (3)(β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, αιτητής δύναται να καταγράψει και εξηγήσει με λεπτομέρεια τους λόγους που επιθυμεί την επανεξέταση του φακέλου του, όπως επίσης να παραθέσει/προσκομίσει συναφή τεκμήρια/έγγραφα προς υποστήριξή τους, ως προκύπτει από το ειδικό έντυπο («Μεταγενέστερη Αίτηση Διεθνούς Προστασίας») που συμπληρώνεται και υποβάλλεται από τα πρόσωπα που επιθυμούν επανεξέταση του φακέλου τους ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω σκόπιμη την παράθεση (περιληπτικά) των ισχυρισμών της Αιτήτριας ως προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της.

 

Στην αρχική αίτησή της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι λόγος που έφυγε από τη χώρα της ήταν επειδή ήθελε να στηρίξει την οικογένεια της και τα παιδιά της, εφόσον είναι μονήρης μητέρα με 4 τέκνα και αφού η χώρα της είναι πολύ φτωχή για να βρει εργασία εκεί. Δήλωσε επίσης, ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο για το μέλλον των παιδιών της και ώστε να ολοκληρώσουν τη μόρφωσή τους, ενώ στη χώρα της δεν έχει η ίδια πλέον εργασία και η ίδια είναι μονήρης μητέρα χωρίς στήριξη από τον σύζυγό [ελεύθερη μετάφραση, ερυθρό 3 Δ.Φ.]

 

Κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης (ερυθρά 34-29 Δ.Φ.), η Αιτήτρια ανέφερε ότι είναι μονήρης μητέρα και έπρεπε να στηρίζει τα παιδιά της οικονομικά, καθώς και τη μητέρα της, ως εκ τούτου, ήρθε στην Κύπρο (ερυθρό 30/1Χ Δ.Φ.), διευκρινίζοντας πως ο σύζυγός της ουδέποτε στήριζε τα παιδιά τους. Ερωτηθείσα αναφορικά με τις συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της, η Αιτήτρια είπε ότι τα μέλη της οικογένειας της βασίζονται οικονομικά πάνω στην ίδια και εάν επιστρέψει, τότε δεν θα υπάρχει κάποιος για να τους στηρίζει οικονομικά (ερυθρό 30/2Χ Δ.Φ.). Καταλήγοντας, δήλωσε ότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας καθότι δεν ήθελε να παραμείνει στην Κύπρο παράνομα, ενώ επιβεβαίωσε πως δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο που θα ήθελε να προσθέσει, ούτε και οποιαδήποτε έγγραφα που θα ήθελε να προσκομίσει προς υποστήριξη της αίτησής της (ερυθρό 30 Δ.Φ.).

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και συγκεκριμένα από τη σχετική έκθεση-εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού (που αποτελεί και αιτιολογική βάση) (ερυθρά 38-35 Δ.Φ.), οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων, κάνοντας αποδεκτό το γεγονός ότι με βάση τις δηλώσεις της, η Αιτήτρια έφυγε από τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει για οικονομικούς λόγους, καταλήγοντας στην απόρριψη του αιτήματος της για διεθνή προστασία, αφού κατόπιν αξιολόγησης της περίπτωσής της, διαπιστώθηκε πως δεν υφίστανται τα απαιτούμενα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να συνιστούν στην ύπαρξη δικαιολογημένου φόβου δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί η Αιτήτρια ως πρόσφυγας, καθώς επίσης, ούτε συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη, ώστε να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Κατά την καταχώρηση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της για επανεξέταση του φακέλου της (ημερ. 03/08/2023), η Αιτήτρια κατέγραψε στο σχετικό έντυπο τους ίδιους λόγους, ήτοι ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο λόγω του ότι θέλει να στηρίξει τα παιδιά της και την οικογένεια της, εφόσον είναι μονήρης μητέρα και ο πατέρας των παιδιών της ουδέποτε τα στήριζε τα παιδιά τους. Δήλωσε επίσης, ότι τα παιδιά της χρειάζονται τη στήριξη της ίδιας, ως επίσης και η οικογένεια της, ενώ στη χώρα της δεν υπάρχουν καλές δουλειές. [ελεύθερη μετάφραση, ερυθρό 63 Δ.Φ.]

 

Η εν λόγω πρώτη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη σύμφωνα με τα άρθρα 12Βτρετράκις και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου και απορρίφθηκε (ερυθρό 74 Δ.Φ.), καθώς διαπιστώθηκε κατά την προκαταρκτική εξέταση των ισχυρισμών της, ότι τα όσα αναφέρει η ίδια, δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, εφόσον οι λόγοι που επικαλείται κρίθηκαν, ως επί της ουσίας, οικονομικοί και ότι δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του Νόμου για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Σε τούτα τα πλαίσια, διαπιστώθηκε παράλληλα, ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια με την (πρώτη) μεταγενέστερη αίτηση της, πως σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, θα διατρέξει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης [ερυθρά 73-71 Δ.Φ.]

 

Στο σημείο αυτό, αναφέρεται ότι στο αιτητικό της προσφυγής της επί της πιο πάνω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (υπόθεση υπ' αριθμόν Τ2395/2023, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 13/10/2023), η Αιτήτρια κατέγραψε ότι την κακομεταχειριζόταν ο σύζυγός της όταν ήταν στη χώρα της και αρνήθηκε να της δώσει διαζύγιο, και ότι την απειλεί, ισχυριζόμενη επίσης ότι, αν επιστρέψει, θα κινδυνεύσει η ζωή της και για λόγους ασφαλείας επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο (ερυθρό 86 Δ.Φ.).

 

Κατά την καταχώρηση της επίδικης δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής της για επανεξέταση του φακέλου της (ημερ. 21/05/2024), η Αιτήτρια κατέγραψε στο σχετικό έντυπο, ότι αιτείται διεθνή προστασία από τις αρχές της Δημοκρατίας λόγω των απειλών από τον σύζυγό της σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της. Αναφέρει επίσης, ότι αναγκάστηκε να έρθει στην Κύπρο ώστε να μπορεί να στηρίζει τα παιδιά της. Καταληκτικά, δηλώνει ότι κατέχει αποδεικτικά στοιχεία για το πρόβλημα με τον σύζυγο της. Τέλος, επαναλαμβάνει ότι έχει 4 παιδιά και όλα τους εξαρτώνται μόνο από την ίδια [βλ. μετάφραση από διερμηνέα, ερυθρό 99 Δ.Φ.].

 

Η  αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξέτασε προκαταρκτικά τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια με την επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερή της αίτηση, κατέγραψε σχετικά με αυτούς τα ακόλουθα (βλ. σημεία 2-3, σελ. 3-4, στη σχετική Έκθεση-Εισήγηση ημερ. 21/05/2024 – ερυθρά 107-105 Δ.Φ.):

«2. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει:

Η αλλοδαπή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ισχυρίστηκε ότι ήρθε στην Κύπρο για να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικά τα παιδιά της και τη μητέρα της. Η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι ο πρώην σύζυγος της δε βοηθούσε οικονομικά με τα παιδιά τους και την εγκατέλειψε όταν ήταν έγκυος με το τελευταίο παιδί τους. (Π.Β. ερυθ. 32,30) Στη πρώτη μεταγενέστερη αίτησή της, η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Δημοκρατία καθώς θέλει να στηρίζει τα παιδιά και την οικογένεια της. Η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι στις Φιλιππίνες δεν υπάρχουν εργασίες και επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο για να στηρίξει την οικογένεια της. (Π.Β. ερυθ. 65-62)

-      ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ

Η αλλοδαπή στη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της ισχυρίστηκε πως ο πρώην σύζυγος της την απειλεί σε περίπτωση επιστροφής της στις Φιλιππίνες και ζητεί προστασία από τις αρχές και τη κυβέρνηση χωρίς να επικαλεστεί τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε σε αυτά τα στοιχεία κατά τη συνέντευξη και την πρώτη μεταγενέστερη αίτηση της. Η αλλοδαπή δεν ισχυρίστηκε ότι έχει απειληθεί από το πρώην/εν διαστάσει σύζυγο της στη συνέντευξη και στη πρώτη μεταγενέστερη αίτηση της ώστε να ζητεί προστασία από τις αρχές και τη κυβέρνηση για την ασφάλεια της. Η αλλοδαπή στη συνέντευξη της είχε ισχυριστεί ότι ο σύζυγος της την εγκατέλειψε όταν ήταν έγκυος με το τελευταίο παιδί τους και δε βοηθούσε οικονομικά τα παιδιά τους. (Π.Β. ερυθ. 32,30) Η αλλοδαπή έχει υποβάλει συνολικά δύο προσφυγές στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η πρώτη {3539/22} ημερ 06/06/2023 και ημερ απόρριψης 17/02/2023 και η δεύτερη {Τ2395/23} ημερ. 21/08/2023 όπου και απορρίφθηκε κατόπιν απόσυρσής 13/10/2023 όπου και θα μπορούσε να παρουσιάσει στοιχεία/αποδείξεις και να τεκμηριώσει οτιδήποτε. (Π.Β. ερυθ. 100) Επομένως λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα.

-      ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, η αλλοδαπή δεν προέκβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Συγκεκριμένα στη δεύτερη μεταγενέστερη της η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι ήρθε εδώ για να στηρίξει τα παιδιά της και ζητεί εκ νέου βοήθεια για να μπορεί να τα στηρίξει. Επίσης ισχυρίστηκε ότι έχει τέσσερα παιδιά τα οποία εξαρτώνται όλα από την ίδια. (Π.Β. ερυθ. 100) Ειδικότερα, η αλλοδαπή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με σκοπό να στηρίξει οικονομικά τα παιδιά της και τη μητέρα της. Επίσης ισχυρίστηκε ότι θέλει να παραμείνει νόμιμα στη Κύπρο και σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της κανείς δε θα στήριζε οικονομικά την οικογένεια της. (Π.Β. ερυθ. 32,30) Στη πρώτη μεταγενέστερη αίτηση της η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί να παραμείνει στη Κύπρο  για να στηρίξει τα παιδιά και την οικογένεια της. (Π.Β. ερυθ. 65-62) Επομένως, τα στοιχεία που υπέβαλε η αλλοδαπή με την μεταγενέστερη αίτηση της δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

3. Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ότι, σε περίπτωση επιστροφής της αλλοδαπής στις Φιλιππίνες θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.»

 

Ως εκ των ανωτέρω δεδομένων, οι Καθ’ ων η Αίτηση απέρριψαν την πιο πάνω δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, κρίνοντάς την ως απαράδεκτη (σύμφωνα με τα άρθρα 12Βτρετράκις και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου) [ερυθρό 108 Δ.Φ.].

 

Αναφορικά με τα πιο πάνω, διαπιστώνεται ότι, με το δεύτερο μεταγενέστερο της αίτημα (ερυθρά 97-94 και μετάφραση στα ερυθρά 100-98 Δ.Φ.), η Αιτήτρια επαναλαμβάνει τους ίδιους ισχυρισμούς (που αφορούν οικονομικά ζητήματα) που προβλήθηκαν κατά την αρχική της αίτηση για διεθνή προστασία (ημερ. 09/10/2020 – ερυθρά 5-3 Δ.Φ.) και που προωθήθηκαν κατά τη συνέντευξη που ακολούθησε (ημερ. 02/03/2022 – ερυθρά 34-29 Δ.Φ.) προς εξέταση του αιτήματός της. Τα όσα σχετικά δήλωσε η Αιτήτρια εξετάστηκαν (δεόντως) στα πλαίσια της διαδικασίας αξιολόγησης της αρχικής της αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου και έγιναν αποδεκτά, ωστόσο, κατόπιν σχετικής αξιολόγησης, κρίθηκε πως στην περίπτωσή της δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(1), ούτε του άρθρου 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου, ως εκ τούτου, είχε απορριφθεί το αίτημά της για διεθνή προστασία (ερυθρά 38-35 Δ.Φ.). Περαιτέρω, η Αιτήτρια, με την προσφυγή της υπ. Αρ. 3539/2022 (ημερ. 06/06/2022 – ερυθρό 52 Δ.Φ.) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, καθώς και με την (πρώτη) μεταγενέστερη αίτηση της (ημερ. 03/08/2023 – ερυθρά 65-62 Δ.Φ.), προέβαλε/επανέλαβε τους ίδιους (με τους πιο πάνω), αμιγώς οικονομικούς, λόγους. Ως εκ τούτου, είναι ξεκάθαρο ότι, οι εν λόγω ισχυρισμοί που επαναλαμβάνει η Αιτήτρια με τη δεύτερη μεταγενέστερη της αίτηση (ημερ. 21/05/2024), δεν αποτελούν νέα στοιχεία ώστε να πληρείται η προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου [βλ. συναφώς, αιτιολογική σκέψη (36) στο Προοίμιο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ: «Όταν ο αιτών υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απορρίπτουν την αίτηση ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου.»].

 

Σε κάθε περίπτωση, ούτε δε, μπορεί να θεωρηθεί, ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας στην περίπτωσή της.

 

Συνακόλουθα, παρατηρείται ότι τα όσα επιπρόσθετα προβάλλει με τη δεύτερη μεταγενέστερη της αίτηση (ημερ. 21/05/2024), περί απειλής από τον σύζυγό της εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, αποτελούν καινοφανείς ισχυρισμούς που δεν υποστηρίζονται, ούτε τεκμηριώνονται, αλλά και παρέμειναν γενικοί και αόριστοι. Ειδικότερα δε, διαπιστώνεται ότι τόσο κατά την αρχική της αίτηση, τη συνέντευξη της που ακολούθησε, καθώς και την πρώτη μεταγενέστερη της αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και κατά τη μετέπειτα προσφυγή της ενώπιον Δικαστηρίου που ακολούθησε, η Αιτήτρια ουδόλως προέβαλε οιονδήποτε ισχυρισμό που να παραπέμπει στα όσα (πιο πάνω) επικαλείται με τη δεύτερη μεταγενέστερη της αίτηση. Όσον αφορά δε, την προσφυγή της υπ. Αρ. Τ2395/2023 (ημερ. 21/08/2023 – ερυθρό 86 Δ.Φ.) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (όπου ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγος της κακομεταχειριζόταν την ίδια στη χώρα της και την απειλεί, και η ίδια κινδυνεύει σε περίπτωση επιστροφής της), καθώς και στη δεύτερη μεταγενέστερη της αίτηση (ημερ. 21/05/2024) όπου επαναλαμβάνει τα περί απειλών από τον σύζυγό της, παρατηρείται ότι ουδέν τεκμήριο προς υποστήριξη των εν λόγω ισχυρισμών της είχε προσκομίσει η Αιτήτρια, ούτε και αναφέρει λόγους για τους οποίους η ίδια αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της (προηγούμενης) προσφυγής της στο Δικαστήριο.

 

Επί της ουσίας δε, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια είχε δηλώσει σχετικά με τον (εν λόγω) σύζυγό της, κατά την (αρχική) συνέντευξη της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου (ημερ. 02/03/2022), ότι το 2006 ήταν η τελευταία φορά που επικοινώνησαν μεταξύ τους, ενώ ως επίσης ανέφερε, ο σύζυγός της έφυγε και την άφησε όταν η ίδια ήταν έγκυος το τέταρτο της παιδί και έκτοτε, από το 2007 βρίσκονται σε διάσταση, ενώ (απ’ ότι η ίδια έμαθε) εκείνος παντρεύτηκε και έχει τη δική του οικογένεια (ερυθρό 32/2Χ Δ.Φ.). Η ίδια επίσης είχε δηλώσει, ως προς τις συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της, ότι τα μέλη της οικογένειας της βασίζονται οικονομικά πάνω της και εάν επιστρέψει, τότε δεν θα υπάρχει κάποιος για να τους στηρίζει οικονομικά (ερυθρό 30/2Χ Δ.Φ.), ενώ επιβεβαίωσε πως δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο που θα ήθελε να προσθέσει, ούτε και οποιαδήποτε έγγραφα που θα ήθελε να προσκομίσει προς υποστήριξη της αρχικής αίτησής της (ερυθρό 30 Δ.Φ.).

 

Συνεπώς, από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση περί απόρριψης της (δεύτερης) μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας ως απαράδεκτης είναι αιτιολογημένη, και από τα στοιχεία εντός του διοικητικού φακέλου, κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια δεν συνιστούσαν νέα στοιχεία, αφού αποτελούν επανάληψη των οικονομικών ζητημάτων που επικαλέστηκε κατά την αρχική της αίτηση για διεθνή προστασία. Θεωρώ επίσης, ότι τούτα δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης στην Αιτήτρια διεθνούς προστασίας.

 

Kρίνω επίσης ότι ορθά διαπιστώθηκε ότι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια στην εν λόγω μεταγενέστερη της αίτηση (περί απειλών/κινδύνου από τον σύζυγό της στη χώρα καταγωγής της) αποτελούσαν στοιχεία που λόγω δικής της υπαιτιότητας η ίδια δεν είχε αναφέρει κατά την προηγούμενη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου (αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου). Επιπλέον, ως παρατηρήθηκε, τούτα δεν συνάδουν με τα όσα η Αιτήτρια είχε δηλώσει αναφορικά με τον (εν λόγω) σύζυγό της κατά την αρχική της συνέντευξη, αλλά και περιορίζονται σε μια αόριστη επίκληση κινδύνου, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες ή/και τεκμηρίωση.

 

Αναφορικά δε, με τα όσα ισχυρίζονται οι συνήγοροι της (στα πλαίσια της προσφυγής της Αιτήτριας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), περί του ότι η ίδια αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα δίωξης στη χώρα της, και η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο και/ή παραβιάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα της σε περίπτωση επιστροφής της και ότι επιθυμούσε να προσκομίσει επιπρόσθετα έγγραφα στην Υπηρεσία Ασύλου τα οποία δεν έγιναν δεκτά, αυτά ουδόλως τεκμηριώνονται, ούτε προκύπτουν τέτοια συμπεράσματα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ενώ παραμένουν γενικοί και αόριστοι οι εν λόγω ισχυρισμοί. Κατά τη διαδικασία κατάθεσης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης της δεν προκύπτει ότι η Αιτήτρια προσκόμισε οιαδήποτε στοιχεία που να υποστηρίζουν τους εν λόγω καινοφανείς ισχυρισμούς της, ως προκύπτει και από τα στοιχεία της αίτησής της στο ερυθρό 98, όπου σε σχετικό χωρίο δεν κατέγραψε την υποβολή οποιωνδήποτε εγγράφων.

 

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).

 

Έχοντας ενώπιον μου το σύνολο των στοιχείων της διοικητικής διαδικασίας και υπό το φως όλων των ενώπιον μου δεδομένων, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης. Τα όσα η Αιτήτρια κατέγραψε στη (δεύτερη) μεταγενέστερη της αίτηση δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ (3) (α) και (β)(ii) του περί Προσφύγων Νόμου ώστε να κριθεί η (επίδικη) μεταγενέστερη αίτησή της παραδεκτή.

 

Πέραν των όσων αναφέρονται πιο πάνω, λαμβάνεται επίσης υπόψη το γεγονός ότι, η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν οριστεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, σύμφωνα με το εν ισχύ Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31/05/2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024).

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο