
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. Τ 877/24
16 Απριλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E. Α.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δικηγόροι για την αιτήτρια
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.27/06/24, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτήν αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, η αιτήτρια κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 31/01/22 και υπέβαλε 1η αίτηση διεθνούς προστασίας στις 08/03/22 (ερ.1-3, 16).
Στις 20/10/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.8-16). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 25/11/22 η εν λόγω αίτηση (απορρίφθηκε ερ.30-38). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης για την ως άνω απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία και στάλθηκε ταχυδρομικώς στην αιτήτρια (ερ.39).
Στις 24/05/23 η αιτήτρια υπέβαλε 1η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε την 01/06/23 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του Νόμου (ερ.54-57, 60-63). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την ως άνω απόφαση, η οποία της δόθηκε δια χειρός στην μητρική της γλώσσα την ίδια μέρα (ερ.64).
Στις 27/06/24 η αιτήτρια υπέβαλε την εδώ επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση, η οποία και απορρίφθηκε αυθημερόν ως απαράδεκτη, στη βάση του αρ.16 (Δ) του Νόμου (ερ.68-82, 88-93). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την ως άνω απόφαση, η οποία της δόθηκε δια χειρός στην μητρική της γλώσσα την ίδια μέρα (ερ.94).
Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε η αιτήτρια καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι και οι δύο γονείς της απεβίωσαν και δεν μπορούσε να αντέξει το τραύμα της απώλειας αυτής και, επίσης, ως αναφέρει, λόγω του ότι δεν είχε άλλη οικονομική βοήθεια για να τελειώσει τις σπουδές της, πράγμα που, ομοίως, την επηρέασε ψυχολογικά.
Στη συνέντευξη η αιτήτρια ανέφερε ότι ήταν άγαμη, άτεκνη, τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της, δεν έχει κανένα συγγενή με τον οποίο να διατηρεί επικοινωνία, οι γονείς της απεβίωσαν σε αυτοκινητιστικό ατύχημα τον Νοέμβριο 2019 και ζούσε έκτοτε και μέχρι να φύγει από τη χώρα στο Lagos, βιοποριζόμενη αρχικά ως πωλήτρια «πραγμάτων» και ακολούθως ως υπάλληλος σε εστιατόριο. Λόγω του ότι ο μισθός της στην τελευταία αυτή εργασία της ήταν χαμηλός, παραιτήθηκε απ’ αυτήν, μετά που γνώρισε μια γυναίκα, η οποία την ενημέρωσε (!) ότι η Νιγηρία δεν ήταν ασφαλής και ότι θα τη στείλει στη «Βόρεια Κύπρο» για να συνεχίσει τις σπουδές της και το μόνο που ζητούσε από την αιτήτρια ήταν αυτή να φροντίζει το παιδί της (γυναίκας αυτής).
Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής της η αιτήτρια επανέλαβε κατ’ ουσία τα όσα είχε καταγράψει στην αίτηση της, αναφέροντας ότι αντιμετώπιζε μετά τον θάνατο των γονιών της οικονομικές δυσκολίες και έτσι ακολούθησε τη γυναίκα που την προσέγγισε στα κατεχόμενα. Ερωτώμενη σχετικά με τον θάνατο των γονιών της η αιτήτρια ανέφερε ότι έγινε τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2019 και ενημερώθηκε γι’ αυτό από θείο της, με τον οποίο έχει να επικοινωνήσει έκτοτε. Ερωτώμενη σχετικά με τις συνέπειες επιστροφής της στη Νιγηρία η αιτήτρια ανέφερε ότι θα πεθάνει και πως δεν μπορεί να μετοικήσει σε άλλο μέρος της χώρας, καθώς, ως ανέφερε, θα την επηρεάσει ψυχολογικά.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής της αιτήτριας
2. Ισχυριζόμενος φόβος δίωξης από τους συγγενείς του πατέρα της
3. Οικονομικοί λόγοι
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του, αποδέχθηκαν τον 1ο και 3ο ουσιώδη ισχυρισμό, απέρριψαν όμως τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό ως αναξιόπιστο.
Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, ως κρίθηκε, η αιτήτρια, πέραν μιας και μόνης αναφοράς της περί κινδύνου από συγγενείς της (ερ.10 - 2Χ), ουδέν τελικώς ανέφερε σχετικώς, πράγμα εκ του οποίου, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση (ερ.34), δεικνύει το επιπόλαιο και παντελώς ατεκμηρίωτο της εν λόγω αναφοράς της.
Κατά συνέπεια, στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της, ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν υφίσταται σε εύλογο βαθμό πιθανότητας, η αιτήτρια να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της. Αναφορικά ειδικώς με το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνο να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας κατά την επιστροφή λόγω αδιάκριτης βίας, καθώς στην πολιτεία Lagos (τόπος διαμονής) δεν καταγράφεται αδιάκριτη βία σε επίπεδο που θα επέτρεπε αντίθετη κατάληξη, με βάση διαθέσιμες πληροφορίες.
Ενόψει των ως άνω η 1η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε και εκδόθηκε κατά της αιτήτριας απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Στα πλαίσια της 1ης μεταγενέστερης αίτησης η αιτήτρια κατέγραψε ότι ο λόγος που θέλει διεθνή προστασία είναι γιατί η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο, δεν έχει οικογένεια είναι μόνη της «σ’ αυτόν τον κόσμο» και δεν θα είναι ασφαλές γι’ αυτήν να επιστρέψει στη χώρα της.
Συνέπεια των ανωτέρω, ως αναφέρεται στην έκθεση επί της 1ης μεταγενέστερης αιτήσεως της (ερ.60-61), οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την επίδικη αίτηση για τον λόγο ότι τα όσα κατέγραψε δεν αποτελούν νέα στοιχεία, δεδομένου του ότι, ως αναφέρουν, αποτελούν κατ’ ουσία επανάληψη των όσων είχαν αναφερθεί από την αιτήτρια στα πλαίσια της 1ης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας.
Στα πλαίσια της επίδικης 2ης μεταγενέστερης αίτησης η αιτήτρια καταγράφει ότι ο λόγος για τον οποίο αιτείται διεθνούς προστασίας σχετίζεται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό της και τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει λόγω του ότι είναι αμφιφυλόφιλη (bisexual), το οποίο είναι ποινικά κολάσιμο στη Νιγηρία. Στην αίτηση η αιτήτρια επισυνάπτει αντίγραφα εγγράφων φερόμενων ως κλήση από δικαστήριο (ερ.73), ένταλμα σύλληψης (ερ.72) και κατηγορητήριο (ερ.70-71), όλα με φερόμενο εκδότη τις Αρχές της πολιτείας Edo.
Ως καταγράφεται στην επίδικη έκθεση, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την επίδικη αίτηση της αιτήτριας καθώς τα όσα επ’ αυτής κατέγραψε περί του σεξουαλικού προσανατολισμού της δεν είχαν αναφερθεί κατά τις προηγούμενες αιτήσεις της εξ υπαιτιότητας της ιδίας. Σε σχέση δε με τα προσκομισθέντα έγγραφα (ερ.70-73), ήταν κατάληξη τους ότι, συνεπεία πολλών και καίριων ελλείψεων σχετικά με τα τυπικά τους γνωρίσματα, ήτοι την απουσία σημαντικών στοιχείων από το κείμενο τους, με κυριότερο, μεταξύ άλλων, το ότι ουδέν εξ αυτών φέρει το όνομα του φερόμενου εκδότη αυτών προσώπου, δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες για τη γνησιότητα τους και συνεπώς δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά.
Επί του νομικού πλαισίου σημειώνω τα εξής.
Στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, εξετάζεται το αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας» και «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i) και (ii)].
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:
«34 Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35 Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36 Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37 Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38 Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας, η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος, στα πλαίσια εξέτασης του παραδεκτού, του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας εξέταση αυτής, ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.
Η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία την πρόνοια του αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Δεδομένου δε ότι η C-921/19 (ανωτέρω) κάνει λόγο για δύο διακριτά στάδια εξέτασης, αμφότερα τα οποία αφορούν την εξέταση επί του παραδεκτού της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτηση, θεωρώ ότι, για τα κράτη μέλη τα οποία έκαναν χρήση της δυνατότητας να προσθέσουν ως λόγο απαραδέκτου τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή σχετικά με την μη προσκόμιση στοιχείων ή εγγράφων σε προηγούμενη αίτηση, αυτή δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στα πλαίσια εξέτασης του παραδεκτού της αιτήσεως, στο 2ο στάδιο της εξέτασης αυτής, ως στη εν λόγω απόφαση διευκρινίζεται.
Ενόψει των ως άνω θεωρώ ότι ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου. Τούτο γιατί στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερων αιτήσεων δύναται βεβαίως να εξεταστεί τυχόν υπαιτιότητα της αιτήτριας αναφορικά με την μη προηγούμενη αναφορά των στην επίδικη εν προκειμένω αίτηση ισχυρισμών και αυτό έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση.
Θα συμφωνήσω λοιπόν με τα όσα επ’ αυτού αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι η ως άνω προϋπόθεση της νομοθεσίας δεν ικανοποιείται εν προκειμένω καθώς δεν αποκαλύπτει η αιτήτρια στα πλαίσια της επίδικης αίτησης (βλ. ερ.80, σημείο 10) για ποιο λόγο τα όσα αυτή αναφέρει περί του σεξουαλικού προσανατολισμού της και κατ’ ισχυρισμό κινδύνου που εκ τούτου διατρέχει δεν αναφέρθηκαν προηγουμένως, στα πλαίσια της 1ης αλλά και 1ης μεταγενέστερης αίτησης που υπέβαλε, ουδέν δε ανέφερε επ’ αυτού στα πλαίσια της παρούσης προσφυγής.
Σημειώνεται ότι, ως και ανωτέρω αναφέρεται, μετά την απόφαση στην 1η αίτηση της η αιτήτρια υπέβαλε 1η μεταγενέστερη, μη αναφέροντας σε καμία εκ των δύο αιτήσεων κάτι σχετικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και εξ αυτού κίνδυνο που, ως στην εδώ επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση αναφέρει, αντιμετωπίζει. Συνεπώς δεν μπορεί εδώ να αμφισβητηθεί ότι είχε δοθεί στην αιτήτρια η δυνατότητα «να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Σημειώνεται επίσης ότι ουδέν ετέθη ενώπιον μου, εκ του οποίου να δύναται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια κωλυόταν ευλόγως, για οιονδήποτε λόγο, από του να αναφέρει προηγουμένως τα όσα στην επίδικη αίτηση αναφέρει και ουδέν ετέθη που να θέτει εν αμφιβόλω το ότι η αιτήτρια είχε κάθε δυνατότητα να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά των αποφάσεων των καθ’ ων η αίτηση επί της 1ης όσο και της 1ης μεταγενέστερης αιτήσεως της. Εντούτοις ουδέν εκ των ανωτέρω έπραξε.
Από τα ενώπιον μου στοιχειά, ως ανωτέρω αναφέρονται, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα και την επί της επίδικης 2ης μεταγενέστερης αιτήσεως κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή καταγράφεται στην επίδικη έκθεση.
Ανέφερε στα πλαίσια της παρούσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ότι η επίδικη αίτηση θα έπρεπε να κριθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας, αποσύροντας τον ισχυρισμό ότι δεν εξετάστηκαν τα προσκομισθέντα έγγραφα από τους καθ’ ων η αίτηση, κατόπιν υπόδειξης του Δικαστηρίου στα ερ.89-90, εκ των οποίων δεικνύεται ότι αυτά είχαν εξεταστεί και δεν έγιναν αποδεκτά για τους λόγους που εκεί αναφέρονται.
Ενόψει των όσων πιο πάνω λεπτομερώς εξηγώ, παραμένει κατάληξη μου ότι ουδέν έχει τεθεί ενώπιον μου που να καθιστά λανθασμένη ή έκνομη την προσέγγιση των καθ’ ων η αίτηση εν προκειμένω. Προσθέτω δε ότι, δεδομένης της απουσίας κάθε αιτιολόγησης του γιατί - δεδομένου ότι άπαντα τα έγγραφα (ερ.70-73) φέρουν χρόνο έκδοσης τον Οκτώβριο του 2021 - αυτά δεν είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, θεωρώ πως κάθε ενασχόληση με το περιεχόμενο τους και εκτίμηση επί της γνησιότητας τους ήταν περιττή στα πλαίσια της επίδικης αίτησης και εκ του περισσού έγινε.
Ενόψει των ως άνω απομένει μια εκτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Lagos), όπου μάλιστα, ως είχε αναφέρει, διέμενε με φίλους περί τα 2 έτη (ερ.13), χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα πέραν των οικονομικών δυσκολιών που την οδήγησαν στην Κύπρο, σε επικαιροποιημένη βάση.
Στη βάση δεδομένων ACLED, για την πολιτεία Lagos, στο διάστημα μεταξύ 24/02/24 και 21/02/25, καταγράφηκαν 208 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθαν 110 θάνατοι. Τα 80 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (82 θύματα), 28 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 11 θύματα), 74 διαδηλώσεις (χωρίς θύματα) και 26 αναταραχές (17 θύματα)[1]. Ο πληθυσμός στο Lagos ανέρχεται περί τα 13 ½ εκατομμύρια κατοίκων [2].
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι στα περιστατικά ασφαλείας περιλαμβάνονται επιθέσεις σε άμαχο πληθυσμό και αδιακρίτως ασκούμενη βία και ο αριθμός των περιστατικών αυτών είναι συγκριτικά υψηλός, όμως θεωρώ πως δεν φτάνει σε επίπεδο που να συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά της αιτήτριας εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην υπό κρίση περιοχή, δεδομένου και του ότι δεν εντοπίζω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο γι’ αυτήν, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [3] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Άλλωστε, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Σημειώνεται καταληκτικά ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022, 166/2023 και 191/2024, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1]ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 24/02/24 έως 21/02/25,
ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles/Violence against civilians/Explosions-Remote violence/Riots/Protests;
ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria-Lagos; διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/
[2] Africa-Nigeria-Lagos; διαθέσιμο στο: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/
[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο