K. V. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T926/24, 22/4/2025
print
Τίτλος:
K. V. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T926/24, 22/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: T926/24

22 Απριλίου, 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

K. V.

Αιτητού

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

Ο Αιτητής είναι παρών

 

Θ. Γεωργίου (κα), για Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Α. Μιχαηλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Nazourian Ali (κο) για πιστή μετάφραση από Farsi σε Ελληνικά και αντίστροφα.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 5.7.2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ) και 16Δ(3)(δ) και 16Δ(4)(β)  των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος)

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από το Ιράν. Περί τις 18.7.2019, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 22.2.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή. Στις 14.4.2022, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της αίτησής του για άσυλο. Στις 14.6.2022  καταχωρίστηκε η προσφυγή υπ’ αριθμό 3669/22, η οποία απορρίφθηκε στις 10.7.2023 [ερ. 87]. Στις 2.2.2024, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για διεθνή προστασία. Στις 5.7.2024, ο Προϊστάμενος ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του ως απαράδεκτης, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 17.7.2024. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής δια του συνηγόρου του προωθεί ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, ότι δεν προηγήθηκε της έκδοσής της δέουσα έρευνα και ότι δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Ιδίως ως προς τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας  του οργάνου, αυτός εδράζεται στο γεγονός ότι δεν προκύπτει ότι το πρόσωπο που προσυπογράφει την έκθεση εισήγηση είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου κατά τα οριζόμενα στη σχετική πράξη εξουσιοδότησης των λειτουργών που ασκούν καθήκοντα Προϊσταμένου. Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι οι εξουσιοδοτήσεις οι οποίες χορηγήθηκαν από προηγούμενο Υπουργό, δεν μπορούν να έχουν ισχύ.  Ως προς την ουσία της υπό εξέταση μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι προσκόμισε νέα στοιχεία τα οποία αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, χωρίς ωστόσο οι Καθ’ ων η αίτηση να επιτρέψουν το επανάνοιγμα του φακέλου του και να τα επανεξετάσουν.

 

3.             Κατ΄εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί, οι Καθ‘ ων η αίτηση συμμετέχουν καταρχήν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος. Ωστόσο κατόπιν ρητών οδηγιών του παρόντος Δικαστηρίου, κλήθηκαν οι Καθ’ ων η αίτηση να καταχωρίσουν γραπτή αγόρευση επί των επίδικων θεμάτων και να εμφανιστούν κατά την ακροαματική διαδικασία. Οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης και υποδεικνύουν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε, για τους λόγους που αναλύονται εκτενώς στη γραπτή τους αγόρευση από αρμόδιο και δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Ειδικότερα, επισημαίνουν ότι η άσκηση αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο εξουσιοδότησης που χορήγησε τέως Υπουργός δεν επηρεάζει άνευ ετέρου την ισχύ της εν λόγω εξουσιοδότησης, μόνο εκ του λόγου ότι ανέλαβε νέος φορέας του ίδιου οργάνου.  Επιπλέον, επισημαίνουν ότι η λειτουργός, η οποία υπέβαλε την εισήγηση προς τον Προϊστάμενο αναφορικά με την αίτηση του Αιτητή είναι όντως λειτουργός ορισμένου χρόνου.

 

To νομικό πλαίσιο

4.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

5.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν.».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Προσφύγων νόμου, ο όρος «Προϊστάμενος» ορίζεται ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Προϊστάμενος» σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»

 

 

8.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙  […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

10.          Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...] (β) [...] (γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

11.          Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

  Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

12.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

13.           Εκ προοιμίου, επισημαίνω ότι η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Εξαίρεση αποτελούν καταρχήν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως, τα οποία δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247»].

 

14.          Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων ακύρωσης με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. 

 

15.          Επισημαίνεται συγκεκριμένα ότι το ζήτημα που εγείρεται αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου, παρά το γεγονός ότι δεν δικογραφείται δεόντως στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της παρούσας διαδικασίας, εντούτοις ως θέμα δημοσίας τάξεως, δύναται να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο.

 

16.          Εν προκειμένω, θα προχωρήσω στην εξέταση αυτού του εγειρόμενου λόγου προσφυγής, καθώς έχω ενώπιόν μου όλα τα ουσιώδη στοιχεία. Ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έκδοσης της απόφασης από αναρμόδιο πρόσωπο, εδράζεται στην τοποθέτηση ότι δυνάμει νέας εξουσιοδότησης του νέου Υπουργού, ο κ. Π. Κ. δεν ήταν πλέον αρμόδιος για την έκδοση αποφάσεων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας, αλλά έτεροι λειτουργοί. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η λειτουργός που υπέβαλε την έκθεση εισήγηση δεν μπορεί να προσδιοριστεί και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να βεβαιωθεί ότι πρόκειται περί λειτουργού ορισμένου χρόνου, όπως ορίζεται στη συναφή εξουσιοδότηση του Υπουργού.

 

17.          Παρά ταύτα παρατηρείται, με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ότι η κ Α.Α., ο φορέας του διοικητικού οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο και κατά την έκδοσης της επίδικης απόφασης στις 5.7.2024, ήταν ήδη εξουσιοδοτημένος προς τούτο με εξουσιοδότηση ημερομηνίας 9.6.2022 (βλ. Τεκμήριο 2 στην παρούσα διαδικασία). Η εξουσιοδότηση σε μεταγενέστερο χρόνο και άλλων λειτουργών από τον νέο Υπουργό δυνάμει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, του 17(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158 (Ι)/1999) και του περί Εκχωρήσεως της Εvασκήσεως τωv Εξoυσιώv τωv Απoρρεoυσώv εκ τιvός Νόμoυ τoυ 1962, δεν οδηγεί σε σιωπηρή ανάκληση προηγούμενων εξουσιοδοτήσεων άνευ ετέρου και ιδίως της εξουσιοδότησης του κ. Π.Κ., ούτε κάτι τέτοιο συνάγεται από το περιεχόμενο των εν λόγω εξουσιοδοτήσεων. Επιπλέον, δεν προκύπτει από πουθενά ότι η μεταβολή στο φορέα του ενός οργάνου καθιστά ανίσχυρες τις αποφάσεις του προκάτοχο φορέα. Αντίθετη προσέγγιση θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα εις βάρος της εύρυθμης και αδιάλειπτης λειτουργίας του κράτους (αρχή της συνέχειας της διοίκησης). Καμία ρητή νομοθετική διάταξη, δεσμευτική νομολογία ή αρχή του διοικητικού δικαίου εντοπίζεται που να ανατρέπει την ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση και την ανωτέρω αρχή της συνέχειας της διοίκησης. Επισημαίνεται δε ότι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία παραπέμπει ο Αιτητής στη γραπτή του αγόρευση δεν έχει προσαχθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως μαρτυρία, καθώς δεν αποτελεί πηγή δικαίου της ημεδαπής έννομης τάξης και σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτική (Βλ. Πολιτική Αίτηση Αρ. 81/2020, ημερ. 30.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:D278). Αλλά ούτε και του αποσπάσματος δημοσιεύματος που αποδίδεται σε καθηγήτρια του ελληνικού διοικητικού δικαίου προκύπτει η συναφής πηγή ούτε και από το απόσπασμα καθαυτό λόγω της περιορισμένης έκτασής του δεν προκύπτει η συνάφειά του με την παρούσα υπόθεση. Επιπλέον, το ζήτημα της εξουσιοδότησης σε έτερη έννομη τάξη και η συναφής νομολογία δεν μπορεί να εξετάζεται εκτός του συναφούς κανονιστικού πλαισίου που ισχύει στο εν λόγω κράτος, κάτι το οποίο βεβαίως δεν αποτελεί υποχρέωση του παρόντος Δικαστηρίου να το πράξει αλλά του διαδίκου που το επικαλείται. Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω αναφορές του Αιτητή δεν μπορούν να ανατρέψουν τα ανωτέρω συμπεράσματα του παρόντος Δικαστηρίου στη βάση των εθνικών νομοθετικών διατάξεων και εφαρμοστέων αρχών. Όλως επικουρικώς και για λόγους πληρότητας, στο σημείο αυτό οφείλω να επισημάνω ότι ουδόλως επηρεάζει το εν λόγω εύρημα του Δικαστηρίου το γεγονός ότι οι μεταγενέστερες εξουσιοδοτήσεις και άλλων λειτουργών που υπάρχουν εντός του διοικητικού φακέλου έχουν δοθεί από τον νέο Υπουργό Εσωτερικών, ενώ η επίδικη εξουσιοδότηση ημερομηνίας 9.6.2022 είχε δοθεί από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών, κύριο Νίκο Νουρή. 

 

18.          Ακολούθως, επισημαίνεται ότι δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.

 

19.          Δυνάμει του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω, Προϊστάμενος με την έννοια του εν λόγω άρθρου, και άρα πρόσωπο το οποίο έχει, μεταξύ άλλων, και εξουσία να εκδίδει απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης και της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, υπάρχει ρητή πρόνοια στον περί Προσφύγων Νόμων, η οποία επιτρέπει την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385).

 

20.          Ο Υπουργός Εσωτερικών με εξουσιοδότησή του ημερομηνίας 9.6.2022, εξουσιοδότησε τον κ. Π. Α. να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας.  Η επίδικη πράξη εκδόθηκε στις 5.12.2023. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι κατά τον κρίσιμο ουσιώδη χρόνο, ο κ. Α.Α. ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση της επίδικης απόφασης. Ο Αιτητής δεν έχει κατορθώσει να ανατρέψει το τεκμήριο νομιμότητας το οποίο περιβάλλει την εξουσιοδότηση προς τον κ. Α. Α..

 

21.          Ως προς την ταυτότητα της λειτουργού που προσυπογράφει την έκθεση εισήγηση, η οποία αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, χωρίς να εξετάζεται κατά πόσο η ιδιότητα του λειτουργού ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί όντως περιοριστικό παράγοντα για την έγκριση των αντίστοιχων εκθέσεων από τους εξουσιοδοτούμενου να ασκούν καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργούς διαπιστώνω τα εξής. Η κ. Α. Π. υπογράφουσα την έκθεση εισήγηση εν προκειμένω, με τον κωδικό CAS 120, όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 3 στην παρούσα διαδικασία, αποτελεί λειτουργό ορισμένου χρόνου. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ο κ. Π.Κ. να ενήργησε εκτός του πλαισίου της εξουσιοδότησής του από τον Υπουργό. Υπό των φως των ανωτέρω, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

22.          Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας της επίδικης μεταγενέστερης αίτησής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (Βλ. Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). O Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής της ως παραδεκτής. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, παρά το αιτητικό του συνηγόρου του Αιτητή περί εκδόσεως απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, το παρόν Δικαστήριο εξετάζει μόνο το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης και όχι την ουσία του αιτήματός του για διεθνή προστασία.

 

23.          Επισημαίνεται  ειδικότερα, ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Υπογραμμίζεται δε ότι καταρχήν ο Προϊστάμενος στο στάδιο αυτό δεν έχει υποχρέωση εκ νέου διενέργειας συνέντευξης (άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου).

 

24.          Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ.επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

25.          Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη, είναι οι ακόλουθες:

 

26.          Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

27.          Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα  αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

28.          Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.  

 

29.          Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

30.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής κατά την καταγραφή της αίτησής του τον Ιούλιο του 2019 κατέγραψε ότι στη χώρα του, το Ιράν, υπάρχουν πολλά προβλήματα, ωστόσο ο ίδιος αντιμετωπίζει προσωπικό πρόβλημα. Συγκεκριμένα, κατέγραψε ότι ένας φίλος του συνελήφθη από την αστυνομία μετά την κατανάλωση αλκοόλ μαζί με τον Αιτητή. Η οικογένεια του φίλου του θεώρησε τον Αιτητή υπεύθυνο για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην οικογένειά τους. Επιχείρησαν επανελειμμένως να βλάψουν τον Αιτητή χωρίς όμως να το πετυχαίνουν καθότι ο Αιτητής κατόρθωνε να διαφεύγει. Ο Αιτητής εργαζόταν σε φάρμα μακριά από την πόλη και η αστυνομία δεν μπορούσε να τον προστατέψει. Τέλος, προσέθεσε ότι στην περιοχή του πολλά πρόσωπα οπλοφορούν.  

 

31.          Κατά τη συνέντευξή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1976 στην περιοχή Borujerd, διέμενε για δύο χρόνια στην Τεχεράνη και επέστρεψε πίσω στο Borujerd, όπου παρέμεινε μέχρι που εγκατέλειψε την χώρα του. Είναι μουσουλμάνος ως προς το θρήσκευμα και η εθνοτική του καταγωγή είναι η Lor. Ο Αιτητής είναι διαζευγμένος από την πρώτη του σύζυγο, έχει 2 ενήλικα τέκνα και 1 ανήλικο, τα οποία όλα βρίσκονται στη χώρα καταγωγής του και με τα οποία ο Αιτητής διατηρεί επικοινωνία. Ο ίδιος εργαζόταν στη χώρα του ως γεωργός σε ιδιόκτητες φάρμες και επίσης ασχολήθηκε και σε κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις.  

 

32.           Ερωτηθείς αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι η ευρύτερη οικογένειά του εμπλέκεται σε μια μακροχρόνια αντιπαλότητα/βεντέτα με μια άλλη οικογένεια που ξεκίνησε πριν 25 χρόνια με τον τραυματισμό του ίδιου αλλά και του θείου του. Επίσης όπως ακόμα ανέφερε, κατά τη διάρκεια των χρόνων υπήρχαν επαναλαμβανόμενα βίαια επεισόδια μεταξύ των μελών των δύο οικογενειών. Αναφέρθηκε σε περιστατικό που συνέβη πέντε μήνες προτού ο Αιτητής εγκαταλείψει την χώρα του (ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του τον Ιούνιο του 2016), όταν μαζί με φίλο του, ο οποίος ήταν μέλος της αντίπαλης οικογένειας κατανάλωναν αλκοόλ και έγιναν αντιληπτοί από την αστυνομία. Όπως περαιτέρω ανέφερε ο Αιτητής αν και αντιμετώπιζε προβλήματα με την κυβέρνηση εξαιτίας του αλκοόλ, ο λόγος που εγκατέλειψε την χώρα του οφείλεται στο γεγονός ότι ένα από τα επόμενα βράδια (εννοεί από το περιστατικό με την αστυνομία), σημειώθηκαν πυροβολισμοί στην φάρμα του και για αυτό αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα του φοβούμενος για την ζωή του.  

 

33.          Οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο πρώτος αναφορικά με τη ταυτότητα,  το προφίλ και τον τόπο καταγωγής του Αιτητή και ο δεύτερος, αναφορικά με τις απειλές και τις επιθέσεις που δέχτηκε από μέλη αντίπαλης οικογένειας όταν εντοπίστηκε να καταναλώνει αλκοόλ με ένα μέλος της εν λόγω οικογένειας. Αμφότεροι οι ισχυρισμοί του έγιναν αποδεκτοί καθότι κρίθηκε ότι ο Αιτητής παρείχε επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την μακροχρόνια αντιπαλότητα των μελών των οικογενειών, τις διαφορές τους κατά την διάρκεια των ετών αλλά και το περιστατικό κατανάλωσης αλκοόλ μαζί με μέλος της αντίπαλης οικογένειας.

 

34.          Κατά τη αξιολόγηση κινδύνου κρίθηκε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του γεγονότος ότι έχει απειληθεί και του έχουν επιτεθεί μέλη της αντίπαλης οικογένειας καθότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα (3 χρόνια), διάστημα το οποίο ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε σε κανένα περιστατικό απειλής εναντίον του προερχόμενο από την άλλη οικογένεια. Σημειώθηκε εξάλλου ότι ακόμα, αν και γινόταν αποδεκτό ότι η αντίπαλη οικογένεια πυροβόλησε προς το αγρόκτημα της οικογένειας του Αιτητή, δεν μπορεί να συναχθεί ξεκάθαρα ότι στόχος τους ήταν ο Αιτητής, καθώς καμία αναζήτηση για τον Αιτητή δεν έγινε παρά το ότι γνώριζαν πού μένει η οικογένειά του στο Borujerd. Ως προς τον κίνδυνο στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού,  μετά από έρευνα για την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ομοίως κρίθηκε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Borujerd του Ιράν. Κατά τη νομική ανάλυση που ακολούθησε, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

35.          Στο εισαγωγικό δικόγραφο της απορριφθείσας υπ’ αριθμό 3669/22 προσφυγής του, ο Αιτητής καταγράφει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα το διότι έχει τσακωθεί με τους συγγενείς του, οι οποίοι έχουν απειλήσει τη ζωή του και τον έχουν πυροβολήσει, ενώ κυβέρνηση δεν μπορεί να τον προστατέψει.

 

36.          Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του ο Αιτητής κατέγραψε ότι εκκρεμεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης, αφού πρόσφατα υπήρξε διένεξη στην φάρμα του αδερφού του σχετικά με την κατάστασή. Επισυνάπτει προς τούτο τέσσερα έγγραφα προς στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών του. Ένα ένταλμα σύλληψης, μία αστυνομική αναφορά, αστυνομική αναφορά, μια καταγγελία που υπέβαλε ο αδερφός του Αιτητή και τέλος, το πιστοποιητικό πολιτικής συμβίωσης με την σύντροφό του.  

 

37.            Στο έντυπο της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή καταγράφεται ότι εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του και ότι υπήρξε πρόσφατα διαμάχη στη φάρμα του αδελφού του σχετικά με την υπόθεσή τους. Στη μεταγενέστερη αίτησή του επισυνάπτονται τα ακόλουθα έγγραφα α) αντίγραφο εντάλματος σύλληψης με αριθμό 14/45465221, από το Τμήμα Δικαιοσύνης Borujerd (βλ. ερ. 95 και μετάφραση αυτού ερ. 96 του Δ.Φ.), β) αντίγραφο αστυνομικής αναφοράς που αφορά σε ένταλμα έρευνας στο σπίτι του Αιτητή κατά την οποία βρέθηκαν 20 λίτρα αλκοολούχου ποτού (βλ. ερ. 93 και μετάφραση αυτού ερ. 94 του Δ.Φ.), γ) αντίγραφο καταγγελίας στο τμήμα δικαιοσύνης της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν από τον αδερφό του Αιτητή με αριθμό 14/354655, με την οποία καταγγέλλει περιστατικό που συνέβη στην φάρμα, τους τραυματισμούς που ακολούθησαν και την αναγκαστική εγκατάλειψη του Αιτητή από την χώρα του (βλ. ερ. 91 και μετάφραση αυτού ερ. 92 του Δ.Φ.) και πιστοποιητικό πολιτικής συμβίωσης με την σύντροφό του (βλ. ερ. 90 και 97 του Δ.Φ.).

 

38.          Κατά την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι αυτά δεν αποτελούν νέα στοιχεία, καθότι συνιστούν στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα με τους προηγούμενους ισχυρισμούς του και τα οποία εξετάστηκαν κατά την διοικητική διαδικασία εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία. Επισημαίνουν δε ότι παρά το ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή έγιναν αποδεκτοί, εντούτοις οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του καθότι κρίθηκε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να υποστεί δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του. Ως προς τα προσκομισθέντα από αυτόν έγγραφα, επισημαίνουν τα εξής: σχετικά με το πρώτο, ήτοι το ένταλμα σύλληψης, ο Αιτητής κατηγορείται για παραγωγή, κατανάλωση και πώληση αλκοόλ και η αστυνομία τον αναζητεί. Σημειώνουν δε ότι ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του δεν αναφέρθηκε σε παραγωγή και πώληση αλκοόλ παρά μόνο στην κατανάλωση από τον ίδιο, τονίζουν ότι εν λόγω ένταλμα δεν φέρει ημερομηνία. Σε σχέση με το δεύτερο έγγραφο, ήτοι την αστυνομική αναφορά, οι Καθ’ ων σημειώνουν ότι την 24.7.2019  μετά από έρευνα στο σπίτι του Αιτητή εντοπίστηκαν 20 λίτρα αλκοολούχου ποτού και ως εκ τούτου  αναζητείται ο Αιτητής. Ως προς το τρίτο έγγραφο, ήτοι την καταγγελία από τον αδερφό του Αιτητή, ομοίως σημειώνουν ότι αυτό δεν φέρει ημερομηνία προς διαπίστωση της χρονικής περιόδου  του περιστατικού. Με βάση τα ανωτέρω, οι Καθ΄ων η αίτηση κατέληξαν ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα είναι υποστηρικτικού χαρακτήρα και προχώρησαν σε απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του, κρίνοντας περαιτέρω ότι αυτός δεν διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή της αρχής της μη επαναπροώθησης. 

 

39.          Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του περί κινδύνου που αυτός διατρέχει. Επιπλέον, καίτοι  ζητήθηκε από τη συνήγορο του Αιτητή να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής προσκόμισε τα εν λόγω έγγραφα σε αυτό το στάδιο, ήτοι περί τα έξι έτη μετά την έξοδο του Αιτητή από τη χώρα και περί τα έξι έτη μετά την έξοδό του από τη χώρα δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί. Επιπλέον, δεν εξηγήθηκε πώς τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

40.           Υπό το φως των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη αίτησή του, εμμένει στο πυρήνα του πρώτου αιτήματός του, καθώς επανέλαβε κατ' ουσία τους ίδιους ισχυρισμούς που εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν κατά την διοικητική διαδικασία, στο πλαίσιο της πρώτης αίτησής του για διεθνή προστασία, επικαλούμενος την διαφορά/διαμάχη στην οικογενειακή τους φάρμα. Προς επίρρωση δε των ισχυρισμών του ο Αιτητής προσκόμισε το πρώτον ενώπιον της Υπηρεσίας τα ανωτέρω περιγραφόμενα τεκμήρια. Συναφώς με αυτά σημειώνονται τα ακόλουθα. Τα εν λόγω τεκμήρια αποτελούν καταρχάς νέα στοιχεία καθώς δεν είχαν προσκομιστεί σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησής του ενώπιον άλλης αρμόδιας αρχής.

 

41.          Επισημαίνεται καταρχάς ότι κατά πάγια νομολογημένη αρχή ο δικαστής δεν υποχρεούται να αποφασίζει επί τεχνικών θεμάτων, όπως εν προκειμένω η γνησιότητα ενός εγγράφου, αλλά ούτε έχει τη δυνατότητα προς τούτο αφού δεν έχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα (βλ. Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3866, Λάμπρου Λάμπρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου, (2009) 3 Α.Α.Δ. 79). Το παρόν Δικαστήριο συναξιολογεί καταρχάς το εν λόγω έγγραφο ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά του (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ της 10.6.2021, την υπόθεση C 921/19, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2021:478, σκέψεις 44 και 66). Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αυθεντικότητας ενός εγγράφου μπορεί βεβαίως να ληφθούν υπόψη και τυχόν εξόφθαλμες ενδείξεις μεταποίησης του εγγράφου τις οποίες είναι εύκολο να διακρίνει το Δικαστήριο ακόμα και χωρίς την επέμβαση ενός εμπειρογνώμονα. [1]

 

42.          Αναφορικά με τα προσκομισθέντα έγγραφα, καταρχάς παρατηρείται ότι, τα ένταλμα σύλληψης του Αιτητή και η καταγγελία του αδελφού του στις αρχές δεν φέρουν ημερομηνία, στοιχείο σημαντικό προς διαπίστωση του χρόνου έκδοσής τους. Επιπλέον, αυτό δεν φαίνεται εύλογο και δεδομένης της φύσης των εν λόγω εγγράφων που φέρεται να εκδόθηκαν από τις αρχές του κράτους καταγωγής του Αιτητή. Μόνο η αστυνομική έκθεση φέρει ημερομηνία 2019. Ο Αιτητής ούτε στη γραπτή του αγόρευση αλλά ούτε και στην ενώπιόν μου ακροαματική εξηγεί πώς τα εν λόγω έγγραφα περιήλθαν στην κατοχή του. Επιπλέον, εφόσον το περιστατικό το οποίο καταγράφεται στο έγγραφο στο ερυθρό 94 αναφέρεται σε γεγονός το οποίο κατ΄ισχυρισμό έλαβε χώρα το 2019 δεν εξηγείται γιατί δεν προβλήθηκε σε προηγούμενο στάδιο από τον Αιτητή, καίτοι ο Αιτητή φαίνεται να διατηρούσε επικοινωνία με τους οικείους του (βλ. ερ. 47 του διοικητικού φακέλου). Ως προς το έγγραφο της καταγγελίας του αδελφού του Αιτητή, παρατηρείται εξάλλου ότι αυτό περιγράφει επίθεση η οποία προκάλεσε τη φυγή του αδελφού του καταγγέλλοντος στο εξωτερικό ενώ ο ίδιος ο Αιτητής αναφερόμενος στο έγγραφο στο έντυπο της μεταγενέστερης αίτησής του, αναφέρθηκε σε πρόσφατο περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα στη φάρμα του αδελφού του. Οι ανωτέρω επισημάνσεις θίγουν ουσιωδώς την αποδεικτική αξία των προσκομισθέντων εγγράφων.

 

43.          Παρατηρείται δε ότι υπάρχει μια συνεχής εναλλαγή στους ισχυρισμούς του Αιτητή (βλ. τα όσα καταγράφονται στην αρχική του αίτηση – επίκληση δίωξης από μέλη αντίπαλης οικογένειας, στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής του – επίκληση δίωξης από μέλη της δικής του οικογένειας και στο πλαίσιο της παρούσας μεταγενέστερης αίτησής του – δίωξη από τις αρχές της χώρας), δεδομένο το οποίο θίγει τη γενικότερη αξιοπιστία του.

 

44.          Ο Αιτητής ούτε στην αίτησή του αλλά ούτε και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δια του συνηγόρου του εξηγεί του λόγους για τους οποίους για τους οποίους τα νέα στοιχεία που προσκόμισε αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Με δεδομένες δε τις ανωτέρω επισημάνσεις κρίνεται ότι αυτά δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

45.          Τέλος, το έγγραφο που προσκόμισε ο περί συμφώνου συμβίωσης που ο ίδιος συνήψε με τρίτο πρόσωπο, ομοίως δεν επεξηγεί με ποιο τρόπο επηρεάζει την αίτησή του για διεθνή προστασία ή ακόμα και την επικείμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

 

46.          Οι Καθ' ων η αίτηση αν και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της αρχής της μη επαναπροώθησης σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή  στη χώρα καταγωγής του, εντούτοις, δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης οποιαδήποτε επικαιροποιημένη αξιολόγηση, ιδίως της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην  στο Borujerd, Lorestan του Ιράν. Το παρόν Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ex nunc και de novo αξιολόγησης των ενώπιόν του δεδομένων, προχώρησε σε έρευνα εξετάζοντας την κατάσταση ασφαλείας στο Borujerd, Lorestan του Ιράν, τόπο προηγούμενης διαμονής του Αιτητή  και στον οποίο αναμένεται να επιστρέψει.

  

47.          Εξετάζοντας περαιτέρω την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 6.4.2024 μέχρι 4.4.2025, καταγράφηκαν στην επαρχία Lorestan του Ιράν στην οποία υπάγεται η πόλη Borujerd 74 περιστατικά ασφαλείας, χωρίς ανθρώπινες απώλειες και όλα αφορούσαν διαμαρτυρίες. Από τα 74 περιστατικά, τα 23 σημειώθηκαν στην πόλη Borujerd.[2] Σημειώνεται δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Lorestan για το 2023 (τελευταία επίσημη εκτίμηση) εκτιμάται στους 1,823,000 κατοίκους.[3] Γενικότερα στο Ιράν, σύμφωνα με το πολύ πρόσφατο Country Guidance της EUAA, δεν επικρατούν συνθήκες αδιάκριτης βίας από τις οποίες να προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αμάχου. Στον εν λόγω οδηγό, γίνεται ανάλυση των αριθμητικών δεδομένων για τα περιστατικά ασφαλείας κατά το έτος 2024 και παραπομπή σε αντίστοιχες εκθέσεις με πληροφορίες από τη χώρα, καταλήγοντας συγκεκριμένα στο ότι «λαμβάνοντας υπόψη την γενικά σταθερή κατάσταση ασφαλείας στο Ιράν, τον έλεγχο του ιρανικού κράτους πάνω σε όλη την επικράτεια, τον χαμηλό αριθμό περιστατικών ασφαλείας, τα περισσότερα από τα οποία αφορούν μάχες μεταξύ ένοπλων παρατάξεων χωρίς αντίκτυπο στους πολίτες, εκτιμάται ότι, σε όλη την επικράτεια του Ιράν, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από αδιάκριτη βία σύμφωνα με την έννοια του Άρθρου 15(γ).»[4].[5]

 

48.          Συνοψίζοντας, τα προσκομισθέντα από τον Αιτητή έγγραφα δύνανται να αυξήσουν σοβαρά τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Επιπλέον, παρατηρείται ότι αυτά δεν προσκομίστηκαν σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησής του εξ υπαιτιότητας του Αιτητή, δεδομένου ότι είχε τη δυνατότητα να τα προσκομίσει σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία, χωρίς περαιτέρω να δικαιολογεί γιατί δεν το έπραξε.

 

49.          Σημειώνεται δε ότι κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής, δια του συνηγόρου του δεν ήταν σε θέση ούτε να δικαιολογήσει την καθυστέρηση στην υποβολή των εγγράφων ούτε να επεξηγήσει τη θετική συνεισφορά τους κατά την αξιολόγηση της αίτησής του για διεθνή προστασία.

 

50.          Συνεπώς, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, καθώς δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού. Παράλληλα, δεν προκύπτουν οποιαδήποτε άλλα δεδομένα, τα οποία να δίδουν έρεισμα ανατροπής της απόφασης επιστροφής του.  

 

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω με 1400 ευρώ έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

                             Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 



[1]  EUAA, 'Practical Guide on Evidence and Risk Assessment' (2024),                                                                                           σελ.57-62 διαθέσιμο στοhttps://euaa.europa.eu/publications/practical-guide-evidence-and-risk-assessment

[2]Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACCLED, [Εφαρμοζόμνενες παράμετροι: 6.4.2024- 4.4.2025, Middle East, Iran, Lorestan, Borujerd, Battles-Violence against civilians-Explosions/remote violence-Protests-Riots] διαθέσιμο στη διεύθυνση:   https://acleddata.com/explorer/  

[3] Iran, Lorestan διαθέσιμο στη διεύθυνση https://www.citypopulation.de/en/iran/prov/admin/

[4] Αντίστοιχο του άρθρου19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

[5] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Country Guidance: Iran; Common analysis and guidance note, January 2025
https://www.ecoi.net/en/file/local/2119758/2025_01_Country_Guidance_Iran_0.pdf, pp. 54-55 (
ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22.4.2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο