O. B. Y. S. F. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 1100/24, 19/5/2025
print
Τίτλος:
O. B. Y. S. F. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 1100/24, 19/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ. 1100/24

 

19 Μαΐου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ:

O. B. Y. S. F. A.  ,από τη Σομαλία

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Γ. Βασιλόπουλος και Συνεργάτες, Δικηγόροι για τον Αιτητή

Ι. Καλλίγερος Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

O Αιτητής παρών.  Παρούσα και η Ζ.Αγαπίου (κα) για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντιστρόφως.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 29/02/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 21/03/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000, είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Ζητά παράλληλα από το παρόν Δικαστήριο όπως αυτό εκδώσει νέα εκτελεστή απόφαση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία ως πολιτικού πρόσφυγα και/ή υποκατάστατου προστασίας, η οποία θα αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Σομαλίας και στις 08/12/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών στις 03/11/2021. Στις 29/02/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος την ίδια ημέρα υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Αυθημερόν, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Στις 21/03/2024 συνετάχθη  απορριπτική επιστολή του αιτήματος του Αιτητή   από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις  29/03/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή αυτοπροσώπως.

Κατόπιν διορισμού δικηγόρου στις 15/05/2024, ο Αιτητής καταχώρησε αίτηση τροποποίησης της προσφυγής του στις 20/05/2024, η οποία έγινε αποδεκτή από το παρόν Δικαστήριο, μέσω σχετικού Διατάγματος, στις 24/05/2024.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Κατά την καταχώρηση της προσφυγής, ο Αιτητής, ο οποίος τότε δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, δεν προέβαλε κανένα νομικό ισχυρισμό εναντίον της επίμαχης απόφασης απόρριψης του αιτήματος του για διεθνή προστασία. Σημείωσε ότι θέλει να ασκήσει έφεση κατά της αρνητικής απόφασης της υπηρεσίας Ασύλου επειδή δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του καθώς κινδυνεύει η ζωή του λόγω φυλετικής εκδίκησης.

Έπειτα από τον διορισμό του κου. Γ. Βασιλόπουλου ως δικηγόρο του Αιτητή, στις 20/05/2024 καταχωρήθηκε αίτημα δια κλήσεως, μέσω του οποίου ο Αιτητής δια του συνηγόρου του αιτήθηκε διάταγμα του δικαστηρίου που να επιτρέπει την τροποποίηση του αιτητικού της προσφυγής. Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα του Αιτητή στις 24/05/2024, και η τροποποιημένη προσφυγή καταχωρήθηκε  αυθημερόν. Δια της τροποποιημένης του προσφυγής, ο Αιτητής προβάλλει γενικά δια του συνηγόρου του, πλείονες λόγους ακυρώσεως.

O Αιτητής δια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, εγείρει ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι παράνομη, και/ή αναιτιολόγητη και είναι προϊόν, μεταξύ άλλων, ελλιπούς έρευνας και πλάνης, αντίθετη στην καλή πίστη και στην εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη Διοίκηση και πλήττει τα ατομικά του δικαιώματα που προστατεύει το Σύνταγμα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι Διεθνείς Συμβάσεις.

Επίσης προβάλει ότι η απόφαση αποτελεί κατάχρηση ή/και υπέρβαση εξουσίας καθώς ο κος Αγρότης δεν είναι εξουσιοδοτημένος να εγκρίνει αποφάσεις επιστροφής καθώς η εξουσιοδότηση που του εκχωρήθηκε του παρέχει συγκεκριμένες εξουσίες, εντός των οποίων δεν περιλαμβάνεται η απόφαση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του. Η δε απόφαση επιστροφής, προωθεί ο συνήγορος του Αιτητή ότι είναι παράνομη και καταχρηστική και θα πρέπει να συμπαρασείρει σε ακυρότητα ολόκληρη την προσβαλλομένη απόφαση, ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτής, αφού ο Αιτητής μέχρι να παρέλθει η προθεσμία άσκησης προσφυγής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι το διάστημα των 30 ημερών, εξακολουθεί να θεωρείται Αιτητής ασύλου.

Οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και Κανονισμών, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, ελήφθη δε από λειτουργό δεόντως εξουσιοδοτημένο. Προωθούν μάλιστα ότι η προώθηση των ισχυρισμών του συνηγόρου του Αιτητή  στην γραπτή του αγόρευση δε συμμορφώνεται με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 καθώς  εγείρονται αόριστα και γενικόλογα, καθώς εκλείπει η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης στις διατάξεις του Νόμου που φέρονται να παραβιάστηκαν. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, οι Καθ΄ων η αίτηση προωθούν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που βαραίνει τους ώμους του έτσι ώστε να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του γύρω από τους λόγους για τους οποίος δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, με αποτέλεσμα να μη προκύπτει για εκείνος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης ή κίνδυνος έκθεσης σε σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή του στη Σομαλία και ως εκ τούτου ορθώς το Αίτημά του απορρίφθηκε.

Δια της απαντητικής του αγόρευσης, ο συνήγορος του Αιτητή υπεραμύνεται του ισχυρισμού του περί του ότι προβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και παραβιάστηκαν τα άρθρα 2 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.

Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης κλπ.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης». 

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Ο συνήγορος του Αιτητή παραθέτει γενικά και αόριστα τα νομικά σημεία στην προσφυγή και επικαλείται παραβιάσεις του Συντάγματος, του περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου χωρίς ωστόσο την παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά επίσης ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης.

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σχετική είναι και η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4. «Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγόμενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 :

«Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Η αγόρευση συνιστά το μέσο ανάπτυξης της επιχειρηματολογίας  που στην παρούσα δεν προκύπτει. Είναι δε εμφανές ότι η συνήγορος του Αιτητή επαναλαμβάνει τα νομικά σημεία όπως αυτά καταγράφονται στο δικόγραφο της προσφυγής τα οποία ωστόσο δεν αιτιολογούνται.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση και το δικαστήριο δεν θα αναφερθεί περαιτέρω στους νομικούς ισχυρισμούς που είτε δεν δικογραφούνται είτε κακογραφούνται κατά παράβαση του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962.

Ενόψει ωστόσο  των  ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας, που άπτονται ζητήματος δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο πριν προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της προσβαλλόμενης απόφασης θα εξετάσει τους πιο πάνω ισχυρισμούς τουσ οποιους εξετασε ήδη η αδελφή Δικαστης κα Κ.Κλεάνθους με την την υπ.αρ. 8484/2021 απόφαση της ημερ. 16/4/2024 J.L.M. και Κυπριακής Δημοκρατίας στης οποίας τη θέσης επι του ζητήματος  υιοθετώ αυτούσια  και παραθέτω:

<< 86.  Σχετικά με τον ισχυρισμό περί νομιμοποίησης των Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε έκδοση απόφασης επιστροφής, ενόψει της ιδιότητας της Αιτήτριας ως Αιτήτριας ασύλου , επισημαίνεται ότι βάσει του άρθρου 18 (7Β) (α1) του Περί Προσφύγων Νόμου (η υπογράμμιση είναι δική μου), έπειτα από την τροποποίηση με τον 142(I)/ 2020 Τροποποιητικό Νόμο «(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας -  [.](α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί  αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, [.]».

87. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η ορθότητα της εναρμόνισης και των εθνικών εναρμονιστικών διατάξεων, οι οποίες είναι αυτές που έχουν άμεση ισχύ καταρχήν και όχι οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/32. (Βλ. Α.Ε. Αρ. 56/2010, Sigma Radio T.VPublic v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 3.4.2015, Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 81/19,  xxx Alabdala v. Δημοκρατίας, ημερ. 20.7.2021 ECLI:CY:AD:2021:A330, Απόφαση του του ΔΕΕ, της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing S.A, σκέψη 8).

88. Το ΔΕΕ εξάλλου στην απόφαση Gnandi (απόφαση στην υπόθεση C-181/16, Gnandi, ημερ. 19.6.2018, ECLI:EU:C:2018:465) εξετάζοντας νομοθεσία κράτους- μέλους η οποία χορηγούσε αρμοδιότητα έκδοσης απόφασης επιστροφής ήδη από την απόρριψη αίτησης παροχής καθεστώτος διεθνούς προστασίας από την αρμόδια αρχή, έκρινε ότι:

 «Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και τις διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με την οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, και με γνώμονα την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, που κατοχυρώνονται με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτήν η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως της αιτήσεως αυτής ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως και, ως εκ τούτου, πριν από την εκδίκαση της ένδικης προσφυγής κατά της απορρίψεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι το οικείο κράτος μέλος διασφαλίζει την αναστολή του συνόλου των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής αυτής, ότι ο αιτών αυτός δύναται, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, και να προβάλει οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων η οποία επήλθε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής περί επιστροφής και η οποία δύναται να έχει ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου βάσει της οδηγίας 2008/115, ιδίως δε του άρθρου της 5, στοιχεία των οποίων η διακρίβωση απόκειται στο εθνικό δικαστήριο.».

89. Λαμβάνοντας υπόψιν την αναστολή της απόφασης επιστροφής και της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης μέχρι την έκδοση απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, την οποία η Αιτήτρια πληροφορήθηκε (ερ. 50 διοικητικού φακέλου), ότι δεν λαμβάνει χώρα επίκληση οποιασδήποτε στέρησης των δικαιωμάτων της ως αιτούσας άσυλου, καθώς και την αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου όπως αυτή καθορίζεται από το άρθρο 11(1)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, δεν είναι δυνατό παρά να κριθεί ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη σε έκδοση της απόφασης επιστροφής δρώντας σε συμφωνία με τον περί Προσφύγων Νόμο και το πρωτογενές και παράγωγο ενωσιακό δίκαιο.

90.  Ειδικά ως προς την αρμοδιότητα του κ. Α. Α. να προβαίνει σε έκδοση αποφάσεων επιστροφής, επαναλαμβάνω ότι δυνάμει του άρθρου 18(7Β) (α1) του περί Προσφύγων Νόμου, η αρμοδιότητα έκδοσης απόφασης επιστροφής του Αιτητή παρέχεται στον Προϊστάμενο. Ο όρος «Προϊστάμενος», βάσει του άρθρου 2 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, περιλαμβάνει επιπλέον «οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·» Λαμβάνοντας υπόψιν την από 9.6.2022 εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών προς τον κ. Α. Α. όπως ασκεί μέρος των καθηκόντων του Προϊσταμένου που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, σε έκδοση αποφάσεων επιστροφής βάσει των άρθρων 12Δ, 13 και 18, o ισχυρισμός του Αιτητή περί αναρμοδιότητας του κ. Α. Α. να προβεί σε έκδοση της εν λόγω απόφασης οφείλει να απορριφθεί.

91. Σε σχέση εξάλλου με την αιτιολογία της απόφασης επιστροφής, παρότι ορθότερη θα ήταν η καταγραφή των παραμέτρων οι οποίες λαμβάνονται υπόψιν από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, επισημαίνω ότι από το κείμενο της συνέντευξης δε συνάγεται οποιαδήποτε περίσταση της Αιτήτριας η οποία θα οδηγούσε σε συμπέρασμα περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ούτε και σε οποιοδήποτε στάδιο εξέτασης της αιτήσεώς της για διεθνή προστασία η Αιτήτς επικαλέστηκε οτιδήποτε πέραν των όσων περιλαμβάνονται και εξέταστηκαν ήδη στην περίμετρο της αιτήσεώς της για διεθνή προστασία.

92.  Όπως έχει κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του FG v Sweden (υπ' αριθ. 43611/11, απόφαση ημερ. 23/03/2016, παρ. 111) «Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν το δικαίωμα, ως ζήτημα καθιερωμένο στο διεθνές δίκαιο και υποκείμενο στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης, να ελέγχουν την είσοδο, διαμονή και απέλαση αλλοδαπών [.]. Ωστόσο, η απέλαση αλλοδαπού από συμβαλλόμενο κράτος ενδέχεται να εγείρει ζήτημα υπό το άρθρο 3, και ως εκ τούτου την ευθύνη του κράτους αυτού υπό τη Σύμβαση, όπου υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι το εν λόγω πρόσωπο, εάν απομακρυνθεί, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 στη χώρα προορισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, το άρθρο 3 συνεπάγεται την υποχρέωση μη απομάκρυνσης του προσώπου στη χώρα αυτή [.]»

93. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προβαίνοντας στη σχετική αξιολόγηση κινδύνου, υποδεικνύει ότι η σχετική αξιολόγηση κινδύνου οφείλει να επικεντρώνεται στις προβλέψιμες συνέπειες της απομάκρυνσης του αιτητή υπό το φως της γενικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή (ΕΔΔΑ, Khasanov and Rakhmanov vRussia, αιτήσεις υπ' αριθ. 28492/15 και 49975/15, ημερ. 29/04/2022, παρ. 95). Εναπόκειται καταρχήν στον αιτητή να προβάλλει ενδείξεις ικανές να αποδείξουν ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται πως εάν το μέτρο για το οποίο παραπονείται τύχει εφαρμογής, θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης ενάντια στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. (παρ. 109) Σε περίπτωση προσκόμισής τους, η Κυβέρνηση οφείλει να διαλύσει τις εγειρόμενες εξ αυτών αμφιβολίες (παρ.109)>>

Περαιτέρω αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή πως η απόφαση επιστροφής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης συνεπώς συμπασύρεται σε ακυρότητα η προσβαλλόμενη στην ολότητα της δε με βρίσκει σύμφωνη. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε από την αδελφή δικαστή κα  Ε. Ρήγα στην υπ.αρ. 3213/2022  υπόθεση J.K.,από Δημοκρατία της Γουινέας δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού και Κυπριακης Δημοκρατίας  ημερ. 17/8/2023 της οποίας τη θέση υιοθετώ και παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα  της εν λόγω αποφασης:  

<<Καταρχάς επιβάλλεται η εξέταση των προνοιών της νομοθεσίας, επί των οποίων και ερείδεται η θέση περί ενιαίας και αναπόσπαστης απόφασης 

Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, όπως εν προκειμένω, το άρθρο 13 (2) του περί Προσφύγων Νόμου, διαλαμβάνει ότι ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του:

«(α) (.)

(δ) να απορρίψει την αίτηση και να εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:

Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8».

Σχετικό είναι και το άρθρο 18, το οποίο διαλαμβάνει τις αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίαςστο εδάφιο (7Β) του οποίου προβλέπει ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας:

«(α) Αναφέρει στην απόφασή του τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης,

(α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί  αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής(.)" 

Προκύπτει λοιπόν κατά τα ανωτέρω ότι η απόφαση επιστροφής, κατά κανόνα, και από την θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 142(Ι)/2020 με τον οποίο εισήχθησαν οι ως άνω πρόνοιες και έπειτα, δεν αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη, αλλά το αρμόδιο όργανο εκδίδει μία μόνο πράξη, στην οποία αναφέρεται η απόρριψη του αιτήματος χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αλλά ορίζεται ταυτόχρονα και η υποχρέωση επιστροφής και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί  αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου. 

Έχουμε συνεπώς μία ενιαία απόφαση στην οποία συγχωνεύονται τόσο η απόφαση απόρριψη της αίτησής του αιτητή όσο και η απόφαση για επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. 

Εξέτασης χρήζει καταρχάς κατά πόσο η ενιαία αυτή πράξη αποτελείται από εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες συγκροτούν σύνθετη διοικητική ενέργεια. Ορισμό της σύνθετης διοικητικής ενέργειας περιέχει η απόφαση ΣτΕ 3619/1995 της Ολομέλειας, κατά τη σκέψη 5 της οποίας, δύο ή περισσότερες εκτελεστές πράξεις μπορούν να θεωρηθούν ότι συγκροτούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, όταν εκδίδονται στο πλαίσιο της ίδιας νομοθεσίας, η οποία, περαιτέρω, προβλέπει τη διαδοχική έκδοση αυτών για την επίτευξη συγκεκριμένης ενέργειας που συντελείται με την έκδοση της τελικής πράξης. Στη διαδικασία της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, οι προηγούμενες πράξεις αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους, δηλαδή τον εκτελεστό χαρακτήρα τους, και ενσωματώνονται στην τελική. Δικονομική συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι με την άσκηση της αίτησης ακύρωσης κατά της τελικής πράξης, της μόνης παραδεκτώς προσβαλλομένης, αφού οι προηγούμενες απέβαλαν με την έκδοσή της τον εκτελεστό χαρακτήρα τους, επιτρέπεται, κατ'απόκλιση από την αρχή του ανελέγκτου εκτελεστών πράξεων που διέφυγαν την ευθεία προσβολή, να προβληθούν πλημμέλειες των προηγούμενων πράξεων[1].

Ο δεσμός μεταξύ των πράξεων που συγκροτούν τη σύνθετη διοικητική ενέργεια είναι τελολογικός: πρόκειται για πράξεις «ων η συνδρομή τυγχάνει νόμω απαραίτητος δια την επέλευσιν του σκοπουμένου αποτελέσματος» [ΣτΕ 2718/1975, σ. 339] το οποίο συντελείται με την έκδοση της τελικής πράξης [ΣτΕ Ολ 3619/1995]. Ακριβέστερα, μια σειρά εκτελεστών διοικητικών πράξεων συνιστά σύνθετη διοικητική ενέργεια, όταν οι προηγούμενες πράξεις εκδόθηκαν ειδικά για να καταστήσουν δυνατή την έκδοση της τελικής πράξης, η οποία είναι αναγκαία για να παραγάγουν όλες αυτές τα έννομα αποτελέσματά τους, οπότε και αποτελεί την κυρίαρχη πράξη της όλης διαδικασίας. Η πράξη δηλαδή που εκδίδεται στο τέλος της αλυσίδας δημιουργεί μια νομική πραγματικότητα λόγω της συνδρομής και μόνο της προηγούμενης υποχρεωτικής διαδικασίας, ενώ η ενδιάμεση ή οι ενδιάμεσες πράξεις δεν μπορούν να παραγάγουν το σύνολο των εννόμων συνεπειών τους, ή ορθότερα, να τροποποιήσουν οριστικά την νομική κατάσταση του αποδέκτη παρά μέσω της έκδοσης της τελικής πράξης που τους προσδίδει την πλήρη νομική τους υπόσταση. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για πράξεις που δεν πραγματώνουν οι ίδιες τον σκοπό τους. Μολονότι είναι λογικώς ανεξάρτητες μεταξύ τους και συχνά ετερόκλητες, συνδέονται με έναν αδιάρρηκτο ουσιαστικό δεσμό, όχι μόνον υπό την έννοια της χρονικής αλληλουχίας, αλλά υπό την έννοια κυρίως ότι η προηγούμενη απόφαση δεν μπορεί να καταλήξει παρά στην επόμενη, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια, παρά την επόμενη[2].

Ο τελολογικός σύνδεσμος, δηλαδή ο κοινός σκοπός των πράξεων που συγκροτούν τη σύνθετη διοικητική ενέργεια πρέπει, κατά ρητή νομολογιακή επιταγή, να προκύπτει από την ίδια τη νομοθεσία στην οποία αυτές στηρίζονται. Απαιτώντας την έκδοση των πράξεων της σύνθετης διοικητικής ενέργειας «στα πλαίσια της ίδιας νομοθεσίας», η νομολογία δεν εννοεί ότι οι πράξεις πρέπει να ερείδονται στο ίδιο νομοθετικό ή κανονιστικό κείμενο, αλλά ότι τα νομικά τους ερείσματα, έστω και αν πρέπει να αναζητηθούν σε διαφορετικές διατάξεις, εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό[3].

Εδώ λοιπόν το ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: επιτελούν οι δύο αυτές αποφάσεις τον ίδιο σκοπό; 

Η απόφαση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, είναι το αποτέλεσμα εξέτασης των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 3 (για αναγνώριση πρόσφυγα) και το άρθρο 19 (για αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας) του περί Προσφύγων Νόμου, οι οποίες αφού κρίθηκε ότι αυτές δεν πληρούνται, η αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε.

Τουναντίον, η απόφαση επιστροφής είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και ασφαλώς επιτελεί διαφορετικό σκοπό. Η ερμηνεία της, εντοπίζεται στο άρθρο 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105), στον οποίο άλλωστε παραπέμπει το άρθρο 7Β(α1) ανωτέρω, σύμφωνα με το οποίο:

"απόφαση επιστροφής" σημαίνει διοικητική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής· 

Περαιτέρω,

"επιστροφή" σημαίνει διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας, είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά -

(α) στη χώρα καταγωγής του/της, ή

(β) σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή

(γ) σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/ή∙ 

Δεδομένου λοιπόν των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δύο αποφάσεις που εδώ εξετάζουμε -απορριπτική απόφαση αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και απόφαση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της-  δεν επιτελούν τον ίδιο σκοπό, ενώ οι αποφάσεις αυτές είναι αυθύπαρκτες αφού πραγματώνουν οι ίδιες και από μόνες τους,  τον σκοπό τους δεν μπορεί να κριθεί ότι πρόκειται για σύνθετη διοικητική ενέργεια. Πέραν τούτου, βασικό κριτήριο των σύνθετων διοικητικών πράξεων είναι η προηγούμενη πράξη να εκδίδεται αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να εκδοθεί η τελική πράξη, κάτι που επίσης δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

Έχω καταλήξει συνεπώς ότι η απόφαση επιστροφής, ως εκδιδόμενη κατ' εφαρμογή ιδιαίτερης νομοθεσίας (ήτοι των διατάξεων του Κεφαλαίου 105), η οποία αποβλέπει σε διαφορετικό σκοπό από την απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, δεν αποτελεί τμήμα ή τέρμα αυτής, αλλά πρόκειται για άλλη διοικητική ενέργεια, η οποία συνιστά πράξη απλώς συναφή δεδομένου ότι προϋπόθεση για την έκδοση της, είναι η ύπαρξη απορριπτικής απόφασης επί αιτήματος ασύλου. Σύμφωνα με τη νομολογία, συνάφεια υπάρχει όταν μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση άλλης ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (βλ.Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελ. 274, Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258271). 

 

Σύμφωνα με τον Καθηγητή Σπηλιωτόπουλο στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 5η έκδοση:

«Με την αίτηση ακυρώσεως είναι δυνατό να συμπροσβάλλονται περισσότερες πράξεις που αναφέρονται ρητά στο δικόγραφο, εφόσον είναι συναφείς. Υπάρχει δε συνάφεια και όταν η μία πράξη εκδόθηκε κατ' εφαρμογή προγενέστερης, και συνεπώς στηρίζεται σ' αυτήν, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση της έκδοσής της (ΣΕ 510/1983) ή όταν έχει το ίδιο αντικείμενο.» 

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε και από την κυπριακή νομολογία. Στην υπόθεση Κωστάκης Στέλιου Χριστοδούλου κ.ά. ν. Νεοφύτου κ.ά. (2001) 3Α Α.Α.Δ. 576, η οποία υιοθετεί σωρεία προηγούμενων αποφάσεων επί του θέματος, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Συνάφεια υπάρχει όταν μία πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, κατά την ίδια διοικητική διαδικασία.»

Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι συναφείς πράξεις παύουν να είναι δικονομικά αυτοτελείς, διότι είναι εντελώς διακριτές και μπορούν να προσβληθούν ευθέως, δεν ενσωματώνονται η μία στην άλλη και προσβάλλονται δικαστικά αυτοτελώς, παρά το γεγονός ότι είναι επιτρεπτή η συνεκδίκαση και/ή η προσβολή τους με το ίδιο δικόγραφο. Αυτό σημαίνει ότι ακύρωση της πρώτης πράξης επί της οποίας βασίζεται η δεύτερη, συμπαρασύρει σε ακύρωση και τη μεταγενέστερη πράξη. Δεν συμβαίνει παρά ταύτα το αντίθετο, ήτοι ακύρωση της μεταγενέστερης πράξης δεν συμπαρασύρει σε ακύρωση και την προγενέστερη πράξη, η οποία είναι ανεξάρτητη αυτής.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες της νομοθεσίας επί του υπό εξέταση ζητήματος, ως ανωτέρω παρατέθηκαν, δυνάμει των οποίων εκδίδεται μία ενιαία διοικητική πράξη, απομένει τώρα να εξετάσω, κατά πόσο είναι νομικά δυνατός ο διαχωρισμός της μίας απόφασης από την άλλη κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η μερική ανάκληση της πράξης. Και τούτο κατ' αναλογία με τη νομολογία που αποδέχεται ότι οι διοικητικές πράξεις δύναται να είναι μερικώς παράνομες (άκυρες ή ακυρώσιμες), διότι είναι, αντίστοιχα, μερικώς ελαττωματικές. Στην περίπτωση αυτή χωρεί μερική ακύρωση της μερικώς ελαττωματικής διοικητικής πράξης, εφόσον αυτή είναι διαιρετή, δηλαδή εφόσον είναι νομικά δυνατός ο διαχωρισμός του νόμιμου τμήματος της από το παράνομο[4].

 

Εξέταση λοιπόν του διαιρετού η όχι της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσο αυτή επιδέχεται διάσπασης, ούτως ώστε η ανακλητική απόφαση να περιορίζεται στην απόφαση επιστροφής, αφήνοντας άθικτη την απόφαση για απόρριψη του αιτήματος ασύλουΕιδικότερα, χρήζει εξέτασης το κατά πόσο χωρεί μερική ανάκληση της, κατά την κρίση της διοίκησης, μερικώς ελαττωματικής πράξης, εφόσον αυτή είναι διαιρετή, δηλαδή εφόσον είναι νομικά δυνατός ο διαχωρισμός του νόμιμου -κατά τη διοίκηση πάντα- τμήματος της από το παράνομο.

 {...} 

Διαφαίνεται συνεπώς ότι η θέσπιση της ειδικής αυτής διάταξης, έγινε χάριν της οικονομίας της δίκης με την πρόθεση του νομοθέτη να μην είναι άλλη από την επίλυση πρακτικών ζητημάτων τα οποία προέκυπταν από τον κατακερματισμό της διαδικασίας σε δύο Δικαστήρια. Ο χαρακτηρισμός λοιπόν ως ενιαίας διοικητικής πράξης, της απορριπτικής απόφασης του αιτήματος ασύλου και της απόφασης επιστροφής, με την απόφαση επιστροφής να  ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, αποδίδεται σε λόγους δικονομικής σκοπιμότητας, που αφορούν την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης. Η ανάγκη σύγκλισης αλλά και λόγοι δικονομικού ρεαλισμού επέβαλαν τη νομοθετική αυτή ρύθμιση, χωρίς, όμως, οι πράξεις να παρουσιάζουν ως έχει ήδη επεξηγηθεί, από πλευράς περιεχομένου, επαρκή σύνδεσμο μεταξύ τους.

  {…}

Προκύπτει λοιπόν από το συνδυασμένο αποτέλεσμα των ως άνω διατάξεων ότι οι δύο αυτές αποφάσεις δεν συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ενώ η απόφαση επιστροφής δεν αποτελεί μέρος του αδιαίρετου μηχανισμού που οδηγεί στην έκδοση απόφασης επί αιτήματος διεθνούς προστασίας, αλλά είναι ανεξάρτητη από αυτήν. Με απλά λόγια, απόρριψη αίτησης για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, δεν συνεπάγεται και την άνευ όρων έκδοση απόφασης επιστροφής του αιτούντος. Τουναντίον, ως οι νομοθετικές διατάξεις καταδεικνύουν, η έκδοση απόφασης επιστροφής απαιτεί άλλη διοικητική διεργασία προκειμένου να καταδειχθεί η αναγκαιότητα έκδοσης της.>>

 Αναφορικά με το ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, A.Ε.2371,Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Περαιτέρω όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Avra Georghiou Knai ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

 Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα βάσιμο φόβο δίωξης, ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου πρέπει να συντρέχει από κυβερνητικά ή μη κυβερνητικά όργανα δίωξης.

 Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Κρίνεται σκόπιμο στο στάδιο αυτό αρχικά να καταγραφούν οι ισχυρισμοί που πρόβαλε o Αιτητής στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματός του για διεθνή προστασία από την Υπηρεσία Ασύλου.

Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής κατέγραψε ότι στη χώρα καταγωγής του διατηρούσε σχέση με μια κοπέλα, η οποία άνηκε σε μια ισχυρή φυλή. Καθώς η σχέση τους δυνάμωνε, ο Αιτητής και η κοπέλα του αποφάσισαν να παντρευτούν. Η κοπέλα ενημέρωσε τον πατέρα και τα αδέρφια της και εκείνοι απείλησαν και βασάνισαν τον Αιτητή. Καθώς πληροφορήθηκαν ότι ο πατέρας μου ήταν κουρέας απείλησαν και εκείνον ότι θα σκοτώσουν τον Αιτητή αν δε χωρίσει. Όταν ο πατέρας του ενημέρωσε τον σχετικώς,  ο Αιτητής αρνήθηκε να χωρίσει, η δε κοπέλα του υποσχέθηκε ότι δε θα τον αφήσει. Ακολούθως τα μέλη της οικογένειάς της βανδάλισαν και κατέστρεψαν το κουρείο που διατηρούσε ο πατέρας του και τον χτύπησαν στο κεφάλι. Ο Αιτητής ενημερώθηκε άμεσα και μετέβη στο κουρείο του πατέρα του από όπου μετέφερε τον πατέρα του στο νοσοκομείο. Την ημέρα μάλιστα που ο πατέρας του θα έπαιρνε εξιτήριο από το νοσοκομείο, έχασε τα λογικά του και άρχισε να λέει ασυναρτησίες. Ο Αιτητής κατέληξε δηλώνοντας ότι πλέον δεν είχε μέσα συντήρησης των τριών αδελφών του τις οποίες άφησε στους γείτονες (βλ. ερ. 1 και 13-14 δ.φ.).

Κατά την διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Σομαλίας, ότι ανήκει στη φυλετική ομάδα Gaboye και ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Burco της επαρχίας Togdheer της Σομαλιλάνδης. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι αμφότεροι οι γονείς του καθώς και οι τρεις αδερφές του εξακολουθούν να διαμένουν στην πόλη Burco και διατηρούν επικοινωνία.  Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Σε σχέση με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοίτησε στο σχολείο για 8 χρόνια, εκ των οποίων τα 3 σε Μουσουλμανικό σχολείο, και ως προς την εργασιακή του εμπειρία δήλωσε ότι καθάριζε αυτοκίνητα για δέκα χρόνια (βλ. ερ. 35 -32 δ.φ.).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι διατηρούσε σχέση με μια κοπέλα που γνώριζε από το σχολείο. Το 2021 η εν λόγω κοπέλα έμεινε έγκυος. Ακολούθως ο Αιτητής δήλωσε ότι της έδωσε ένα χάπι προκειμένου να αποβάλλει και εκείνη αρρώστησε. Όταν η οικογένειά της την υπέβαλε σε ιατρικό έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι ήταν έγκυος και εκείνη τους αποκάλυψε ποιος ήταν ο πατέρας του τέκνου που κυοφορούσε. Καθώς οι οικογένειές τους ήταν γνωστές μεταξύ τους,  τα μέλη της οικογένειας της κοπέλας του μετέβησαν στο κουρείο που διατηρούσε ο πατέρας του και το κατέστρεψαν. Όταν εκείνος ενημέρωσε τη μητέρα του σχετικά με το τι είχε συμβεί, η μητέρα του τον συμβούλεψε να διαφύγει στην οικία ενός φίλου της. Σύμφωνα επίσης με πληροφορίες που του μετέφερε η μητέρα του, ο ξάδερφός του εντόπισε το άτομο που τραυμάτισε τον πατέρα του Αιτητή και τον μαχαίρωσε με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του. Ακολούθως η μητέρα του του έδωσε χρήματα και τον έστειλε στην πόλη Χαργκέισα, στη θεία του το Σεπτέμβριο του 2021.Στη συνέχεια ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του και η θεία του μάζεψαν χρήματα προκειμένου εκείνος να σπουδάσει, πλην όμως εκείνος δεν ήθελε να σπουδάσει αλλά να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 31 4Χ δ.φ.).

Ο Αιτητής ακολούθως επιβεβαίωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπισε από την οικογένεια της κοπέλας του. Κληθείς να προσδιορίσει πότε άρχισε η σχέση του με την εν λόγω κοπέλα ο Αιτητής δήλωσε ότι τη γνώριζε από το σχολείο και τη γειτονιά καθώς συνήθιζαν να μιλάνε, πλην όμως η σχέση τους ξεκίνησε το 2017. Ερωτηθείς πότε το 2017 ξεκίνησε η σχέση τους, ο Αιτητής απάντησε ότι δε θυμάται. Ζητηθείς να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες αναφορικά με την κοπέλα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι άνηκε στη φυλή Isaaq και ότι τα προβλήματα ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2021 όταν εκείνη έμεινε έγκυος (βλ. ερ. 1Χ – 5Χ δ.φ.).

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από τον Αιτητή να σχολιάσει το γεγονός ότι κατά την υποβολή του Αιτήματός του υπέβαλε διαφορετικά γεγονότα από αυτά που υπέβαλε μέχρι εκείνο το σημείο της προφορικής του συνέντευξης και συγκεκριμένα ότι με την κοπέλα του αποφάσισαν να παντρευτούν με αποτέλεσμα σε εκείνο το σημείο να αρχίσουν τα προβλήματά του, χωρίς να αναφερθεί σε κάποια εγκυμοσύνη ως λόγο έναρξης των προβλημάτων του και ο Αιτητής απάντησε ότι με την κοπέλα του είχαν σκοπό να παντρευτούν και ότι όντως ανέφερε ότι η κοπέλα του ήταν έγκυος (βλ. ερ. 30 6Χ δ.φ.). Ως προς το λόγο για τον οποίο δεν ανέφερε κατά την υποβολή του αιτήματός την εγκυμοσύνη της κοπέλας του, ο Αιτητής προέβαλε ότι είχε σκοπό να το αναφέρει κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης.

Ερωτηθείς για ποιο λόγο χορήγησε στην κοπέλα του χάπι προκειμένου εκείνη να αποβάλει, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβόταν μη περιέλθει στη γνώση της οικογένειας της κοπέλας του η εγκυμοσύνη της. Κληθείς να εξηγήσει πως κατάφερε να διατηρήσει σχέση μαζί της από το 2017 μέχρι το 2021 χωρίς αυτό να υποπέσει στη αντίληψη της οικογένειάς της, ο Αιτητής απάντησε ότι διατηρούσαν τη σχέση τους κρυφή και την έβλεπε κάθε δεύτερη νύχτα (βλ. ερ. 30 9Χ – 10Χ δ.φ.). Ζητηθείς να εξηγήσει με περισσότερα στοιχεία πως κατάφερε να διατηρήσει κρυφή της σχέση τους, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι την έβλεπε κάθε δεύτερη νύχτα και ότι πρόσεχαν να μη τους δούνε (βλ. ερ. 30 11Χ δ.φ.).

Κληθείς ακολούθως να εξηγήσει για ποιο λόγο έκρυβε τη σχέση του με την κοπέλα του δεδομένου ότι οι οικογένειές του γνώριζαν η μία την άλλη, ο Αιτητής απάντησε ότι αν και ζούσαν στην ίδια γειτονιά, τα μέλη των οικογενειών τους δεν ήταν φίλοι (βλ. ερ. 29 1Χ δ.φ.).

Στη συνέχεια ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο παρέλειψε κατά την υποβολή του αιτήματός του να αναφέρει το περιστατικό κατά το οποίο ο ξάδερφός του μαχαίρωσε το πρόσωπο που τραυμάτισε τον πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι η Αίτηση δεν είχε αρκετό χώρο για να το γράψει (βλ. ερ. 29 2Χ δ.φ.).

Ερωτηθείς εάν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του ο ίδιος προσωπικά, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (βλ. ερ. 29 3Χ δ.φ.).

Κληθείς ακολούθως να σχολιάσει  την ανωτέρω απάντηση δεδομένου ότι κατά την καταγραφή του αιτήματός του ο Αιτητής δήλωσε ότι τον βασάνισαν, ο Αιτητής απάντησε ότι ουδέποτε έγραψε στην αίτησή του ότι τον βασάνισαν (βλ. ερ. 29 4Χ δ.φ.).

Ως προς το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσουν (βλ. ερ. 28 δ.φ.).

Στην Eισηγητική Έκθεση του, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς ως προς τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή, όπως διαμορφώθηκαν από την πιο πάνω συνέντευξη του. Αυτοί συνίσταντο στα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τους καθώς και στις δηλώσεις του περί του ότι αντιμετώπισε προβλήματα με την οικογένεια της κοπέλας του.

Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Αιτητή όσον αφορά γεγονότα που σχετίζονται με την ταυτότητα, χώρα, και συνήθη διαμονή του, ο λειτουργός έκανε δεκτές τις δηλώσεις του καθώς αυτές κρίθηκαν ως λεπτομερείς και σαφείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός έτυχε απόρριψης. Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο  αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο πρώτος δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του. Ειδικότερα, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να ανακαλέσει με ακρίβεια πότε ξεκίνησε η σχέση του με την εν λόγω κοπέλα, αναφέροντας αόριστα ότι ξεκίνησε το 2017. Όταν πάλι του ζητήθηκε να παραθέσει πληροφορίες για εκείνη, ο Αιτητής προέβαλε αόριστα και χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι η κοπέλα του άνηκε στη φυλή Isaaq, παρά τις δηλώσεις του περί του ότι διατηρούσαν σχέση για 3 χρόνια, γεγονός εκ του οποίου θα αναμενόταν να παράσχει περισσότερες βιωματικές περιγραφές. Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογεί ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να διατηρήσει κρυφή τη σχέση του με την κοπέλα του για τρία χρόνια, καθώς προέβαλε και πάλι χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια αλλά και ευλογοφάνεια ότι την έβλεπε κάθε δεύτερο βράδυ και διατηρούσαν τη σχέση τους κρυφή, δήλωσε η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις τους περί του ότι οι οικογένειές του γνωριζόταν.

Καθώς ο Αιτητής δήλωσε ότι τα προβλήματα του ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2021 επειδή γνωστοποιήθηκε η εγκυμοσύνη της κοπέλας του, του ζητήθηκε να σχολιάσει την καταγραφή του κατά την υποβολή του αιτήματός του που όχι μόνο δεν αναφέρθηκε σε εγκυμοσύνη της κοπέλας του, αλλά προσδιόρισε ότι τα προβλήματά του ξεκίνησαν όταν αποφάσισε να παντρευτεί την κοπέλα του. Ο Αιτητής, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό,  δεν προέβαλε ικανοποιητικές απαντήσεις αφού απλά παραδέχτηκε ότι στην καταγραφή του δεν αναφέρθηκε στην εγκυμοσύνη της κοπέλας του και ανεπαρκώς επιβεβαίωσε την πρόθεσή τους να παντρευτούνε. Ούτε όμως κατάφερε να εξηγήσει ο Αιτητής, κατά τον αρμόδιο λειτουργό, το λόγο για τον οποίο κατά την υποβολή του αιτήματός του παρέλειψε να αναφερθεί στη δολοφονία την οποία διέπραξε ο ξάδερφός του, επικαλούμενος ότι δε διέθετε αρκετό χώρο η φόρμα υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι Αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματός του δήλωσε ότι βασανίστηκε από την οικογένεια της κοπέλας του, αναίρεσε όμως τις εν λόγω δηλώσεις κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης επικαλούμενος ότι δεν έγραψε ο ίδιος το αίτημά του, αν και προηγουμένως είχε επιβεβαιώσει ότι το κατέγραψε και το υπέγραψε αυτοπροσώπως.

Στη βάση όλων των ανωτέρω, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως εσωτερικά μη αξιόπιστες.

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως λόγω της προσωπικής φύσης των υπό εξέταση περιστατικών, οι δηλώσεις του Αιτητή δεν κατέστη δυνατό να αντικείμενο έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και ως εκ τούτου προχώρησε στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου στο σύνολό του.

Περαιτέρω κατά το στάδιο της αξιολόγησης του κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ελλείψει παρελθούσας δίωξης εις βάρος του Αιτητη στη χώρα καταγωγής του και στη βάση των στοιχείων του προσωπικού προφίλ του Αιτητή, δεν ανακύπτουν λόγοι εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι κατά την επιστροφή του στην πόλη Burco της Σομαλιλάνδης, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή έκθεσης σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης εκ μέρους του λειτουργού του κατά πόσον ο Αιτητής δικαιούται να καταστεί δικαιούχος προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας, ως εκ των ανωτέρω, και με βάση τα περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, το προσωπικό προφίλ του Αιτητή και την αξιολόγηση κινδύνου, διαπιστώθηκε ότι δεν δύναται να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1(Α)(2) της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων και στο άρθρο 2(δ) του «Qualification Directive» ως επίσης και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου [Ν.6(Ι)/2000], και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικού καθεστώτος.

Αναφορικά δε με τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου διαπιστώθηκε ότι: (α)  δεν θεωρείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15 (β) του Qualification Directive σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και (β) Ούτε και κρίθηκε ότι ο Αιτητής με την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης εφόσον σύμφωνα με πηγές πληροφοριών για την τρέχουσα κατάσταση στη πόλη Βurco της Σομαλιλάνδης, δεν θα βρεθεί αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή ως πολίτης από λόγο που αφορά αδιάκριτη άσκηση βίας εφόσον δεν επικρατεί κατάσταση που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης με βάση το άρθρο 15(γ) του Qualification Directive, ήτοι του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, διαπιστώνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δεν αντιμετώπισε οποιουδήποτε είδους δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης στη χώρα του, και εκ των ενώπιόν μου στοιχείων δεν προκύπτουν λόγοι για τους οποίους μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι θα αντιμετωπίσει αντίστοιχη μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Burco της Σομαλίας.

Περαιτέρω, παρατηρείται ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του Αιτητή, δεν γίνεται επίκληση κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο οιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων και περιστατικών από τα οποία να μπορεί να τεκμηριωθεί κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο η συνδρομή πραγματικού, προσωπικού και ενεστώτος κινδύνου αφού πλην των δηλώσεών του αναφορικά με τον ισχυρισμό που έχει ορθώς αξιολογηθεί ως μη αξιόπιστος, ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα ή κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του, όπου σημειωτέον, εξακολουθεί να διαμένει το σύνολο της οικογένειάς του.

Για τον ανωτέρω λόγο, κρίνω ότι οι αόριστοι ισχυρισμοί του Αιτητή περί δίωξης από την οικογένεια της κοπέλας του για φυλετικούς λόγους δεν δικαιολογεί περαιτέρω έρευνα, αφενός μεν γιατί τα φερόμενα περιστατικά εμπίπτουν στη σφαίρα των προσωπικών γεγονότων, αφετέρου δε ο Αιτητής δεν προέβαλε κάποιο άλλο ισχυρισμό για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του που να συνδέεται με τη φυλετική του καταγωγή. Τουναντίον, ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του και η θεία του μάζευαν χρήματα για να σπουδάσει, αν και εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.

Καταληκτικά, στην παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου αιτιολογεί πλήρως την απόφαση της και καταλήγει ορθά στην απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας αφού δεν συντρέχουν  στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και του άρθρου 19, εδάφια (1) και (2), του Περί Προσφύγων Νόμου, για τη χορήγηση σε αυτόν προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα βρεθεί αντιμέτωπος με  κίνδυνο δίωξης  για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ή υπάρχει κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

Εν προκειμένω, η Υπηρεσία Ασύλου, κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης των ισχυρισμών του Αιτητή ως επίσης των όσων αυτός  πρόβαλε σχετικά με το αίτημα του, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν προκύπτει οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα του, εφόσον οι λόγοι που τον οδήγησαν στο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του δεν εμπίπτουν στα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα, ούτε και επίσης υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ούτως ώστε να του χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Περαιτέρω κρίνω ότι η έρευνα της διοίκησης σε επίσημες πήγες πληροφόρησης είναι επαρκές ώστε να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα και ο αρμόδιος λειτουργός ορθά κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται εύλογος βαθμός ύπαρξης μελλοντικού κινδύνου. 

Προχωρώντας μάλιστα σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι της πόλης Burco της Σομαλιλάνδης, το Δικαστήριο προχώρησε σε εκτενή, επικαιροποιημένη έρευνα εκ της οποίας ανέκυψαν οι ακόλουθες πληροφορίες.

Η Σομαλιλάνδη αποτελεί μία αποσχισθείσα ημιερημική περιοχή της Σομαλίας στις ακτές του Κόλπου Aden, η οποία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991  μετά την ανατροπή του στρατιωτικού δικτάτορα, Siad Barre[1]. Έκτοτε ακολούθησε αποσχιστικός αγώνας στα πλαίσια του οποίου δυνάμεις του Siad Barre καταδίωκαν αντάρτες, σκοτώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι και πόλεις ισοπεδώθηκαν. Δεν πρόκειται για διεθνώς αναγνωρισμένη χώρα, ωστόσο διαθέτει λειτουργικό πολιτικό σύστημα, κυβερνητικούς θεσμούς, αστυνομική δύναμη, εθνικό νόμισμα και ο πληθυσμός της εκτιμήθηκε το 2024 σε περίπου 5.700.000 κατοίκους[2].  Σε σχέση με της επαρχίες της Σομαλιλάνδης, διεθνείς πηγές χαρτογράφησης επιβεβαιώνουν ότι η επικράτεια της Σομαλιλάνδης αποτελείται από τις επαρχίες Sool και Sanaag στα ανατολικά, τις επαρχίες Togdheer, Hargeisha και Sahil στα κεντρικά και την επαρχία Awdal στα Δυτικά της περιφέρειας[3].

Αναφορικά με την παρουσία της τρομοκρατικής οργάνωσης Al Shabab στη Σομαλιλάνδη, η έκθεση της EUAA αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας για τη Σομαλία που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2023, αναφέρει ότι σύμφωνα με τον χάρτη που φέρει ημερομηνία 30.11.2022 και ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στον εν λόγω οδηγό,  δεν εντοπίζεται η παρουσία της Al Shabaab στην περιφέρεια της Σομαλιλάνδης, καθώς η επικράτειά της ελέγχεται από τις ένοπλες δυνάμεις τις αποσχισθείσας περιφέρειας[4]. H ίδια πηγή επικαλείται ωστόσο  άρθρο του Νοεμβρίου 2022 από τη Horn Observer, το οποίο αναφέρει ότι  στο χωριό Milho, που βρίσκεται περίπου 60 χιλιόμετρα από την Laasqoray[5] της επαρχίας Sanaag[6], η Al-Shabaab φέρεται να εμπλέκεται σε δραστηριότητες εξόρυξης χρυσού και συλλέγει φόρους. Τα ορυχεία βρίσκονται κυρίως σε σημεία όπου στερείται της παρουσίας κυβερνητικών δυνάμεων της Σομαλιλάνδης. Οι μονάδες της Al Shabaab που επιχειρούν στην περιοχή είναι ιδιαίτερα κινητές και βαριά οπλισμένες, ενώ έχουν καθιερώσει ένα φορολογικό καθεστώς παρά την παρουσία διεθνών αντιτρομοκρατικών δυνάμεων γύρω από τις οροσειρές Golis[7].

Πλην της παρουσίας της Al Shabab στις οροσειρές Golis της επαρχίας Sanaag της Σομαλιλάνδης, η έκθεση που δημοσίευσε το BTI, ένα παγκόσμιο φόρουμ το οποίο προήλθε από τη συνεργασία σχεδόν 300 εμπειρογνωμόνων χωρών και περιοχών,  από κορυφαία πανεπιστήμια και δεξαμενές σκέψης παγκοσμίως, αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Σομαλία το 2024  αναφέρει ότι οι εντάσεις μεταξύ των περιφερειών της Σομαλιλάνδης και του Puntland για τις επαρχίες Sool και Sanaag παραμένουν άλυτες[8], αναφέροντας ότι στις κοινές, αμφισβητούμενες, ανατολικές, παραμεθόριες περιοχές τους, ξέσπασαν, την περίοδο αναφοράς, συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας της Σομαλιλάνδης και των διαδηλωτών, αφού τα ανατολικά τμήματα των επαρχιών Sool και Sanaag, καθώς και η περιοχή Buhoodle στην επαρχία Togdheer, διεκδικούνται από αμφότερες τις περιφέρειες[9].

Η ανωτέρω εικόνα επιβεβαιώνεται και από έκθεση του ACLED για τη Σομαλία το Μάρτιο του 2024, η οποία επιβεβαιώνει ότι τον Ιανουάριο του εν λόγω έτους συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τότε που ξέσπασαν οι μάχες μεταξύ της κυβέρνησης της Σομαλιλάνδης και της πολιτοφυλακής SSC τον Ιανουάριο του 2023 στην περιοχή Cayn, η οποία εντοπίζεται ανάμεσα στις περιφέρειες της Σομαλιλάνδης και του Puntland[10]. Η σύγκρουση ξέσπασε αφού οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν πάνω από δώδεκα διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία ενός μέλους του κόμματος της αντιπολίτευσης στα τέλη Δεκεμβρίου 2022. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτοί οι δύο παράγοντες συμμετείχαν σε στρατιωτικές συγκρούσεις. Αν και η βία έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό στη Σομαλιλάνδη, οι εντάσεις συνεχίζουν να είναι υψηλές καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις της Σομαλιλάνδης παρέμειναν αναπτυγμένες στην περιοχή Cayn. Η δε σύγκρουση δεν δείχνει σημάδια ύφεσης, σε μεγάλο βαθμό λόγω δύο βασικών παραγόντων – των οικονομικών κεφαλαίων και της αναγνώρισης της διοίκησης Σομαλιλάνδης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Σομαλίας - που δεν υπήρχαν κατά τους προηγούμενους γύρους συγκρούσεων[11].

Ως προς του εμπλεκόμενους στις ανωτέρω συγκρούσεις φορείς και δη την πολιτοφυλακή SSC, η ανωτέρω επικληθείσα έρευνα του ACLED αναφέρει ότι τα μέλη της προέρχονται κυρίως από την τοπική υπο-φυλή Dhulbahante της φυλής Darod, η οποία έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό τη δημιουργία ενός αυτόνομου κράτους υπό την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Σομαλίας και όχι ως μέρος μιας ανεξάρτητης διοίκησης της Σομαλιλάνδης. Η φυλή Darod είναι μία από τις τέσσερις πλειοψηφικές φυλές στη Σομαλία, μαζί με τους Hawiye, Dir και Rahanweyn/Digil-Mirifle. Μια αυτόνομη πολιτεία της Σομαλιλάνδης, αναγνωρισμένη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Σομαλίας θα επέτρεπε την παραχώρηση στη φυλή Dhulbahante περισσότερων εδρών στο Μογκαντίσου, ενώ στη Σομαλιλάνδη, όπου οι Dhulbahante αναγνωρίζονται ως υπο-φυλή του Ντάροντ, απολαμβάνουν επί του παρόντος καθεστώς μειονότητας με περιορισμένη πολιτική επιρροή[12].

H έκθεση του Insecurity Insight, μίας ανθρωπιστικής ομοσπονδίας με σκοπό  τη στήριξη των οργανισμών βοήθειας,  παροχών υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης και προστασίας και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, σε σχέση με τα όσα έλαβαν χώρα στη Σομαλιλάνδη το έτος 2023, καταγράφει ότι το Φεβρουάριο του 2023, στην αμφισβητούμενη από Σομαλιλάνδη και Puntland, πόλη Las Anod – πρωτεύουσα της επαρχίας Sool, ξέσπασε βία μεταξύ των πολιτοφυλακών της φυλής Dhulbahante και των ένοπλων δυνάμεων της Σομαλιλάνδης. Σχεδόν 200.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν και αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα της βίας[13]. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι στην αμφισβητούμενη πόλη Las Anod καταγράφηκαν δέκα περιστατικά βίας ή παρακώλυσης της υγειονομικής περίθαλψης μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2023. Τέσσερα περιστατικά αποδόθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις  της Σομαλιλάνδης. Σε άλλες επιθέσεις, οι δράστες παρέμειναν άγνωστοι. Καταγράφηκαν επίσης οκτώ περιστατικά κατά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν εκρηκτικά με στόχο τα νοσοκομεία και τους εργαζόμενους στο τομέα της υγείας. Το νοσοκομείο του Las Anod General χτυπήθηκε πέντε φορές από βόμβες όλμων και βομβαρδισμούς πυροβολικού, με την τελευταία επίθεση να λαμβάνει χώρα στις 8 Ιουλίου 2023,τραυματίζοντας επτά άτομα που ανήκαν στο νοσοκομειακό προσωπικό[14].

Προχωρώντας άλλωστε σε έρευνα των ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων που αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Buco της Σομαλιλάνδης, η οποία βρίσκεται στη περιοχή Togdheer, της οποίας μέρος πλήττεται από συγκρούσεις, το Δικαστήριο ανέτρεξε στη βάση δεδομένων ACLED, σύμφωνα με την οποία κατά το χρονικό διάστημα 11 Μαΐου 2024 και 9 Μαΐου 2025, στην επαρχία Togdheer καταγράφηκαν 44 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν το θάνατο 172 ατόμων. Εξ αυτών, 30 καταγράφηκαν ως μάχες (157 θάνατοι), 10 περιστατικά χαρακτηρίστηκαν ως περιστατικά βίας κατά των αμάχων (8  θάνατοι), 2 ως διαμαρτυρίες (7 θάνατοι) και 2 ως εξεγέρσεις (0 θάνατοι)[15]. Συγκεκριμένα δε στην πόλη Burco, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, την ανωτέρω περίοδο (11 Μαΐου 2024 και 9 Μαΐου 2025) καταγράφηκαν μόνο 2 διαμαρτυρίες και μία εξέγερση, οι οποίες επέφεραν 7 και 0 θανάτους αντίστοιχα[16]. Σημειωτέον, ο πληθυσμός της πόλης Burco κατά τις  πρόσφατες εκτιμήσεις ανέρχεται σε περίπου 122.853 κατοίκους[17].

Εκ των ανωτέρω στοιχείων δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Burco, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια κάποιος εσωτερικής ή διεθνούς σύγκρουσης αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί.

Εφαρμόζοντας άλλωστε την αρχή της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» ως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δ.Ε.Ε., δεν κρίνω ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή επιτείνουν τον κίνδυνο να εκτεθεί αυτός σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης εξαιτίας της αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων, αφού συνιστά ένα νέο άνδρα, υγιή, αρτιμελή, ικανό προς εργασία, ο οποίος διαθέτει στην εν λόγω πόλη την οικογένειά του και ουδέποτε αντιμετώπισε εκεί, σύμφωνα και με τις δηλώσεις του, οιοδήποτε άλλο πρόβλημα.

Καταληκτικά, ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων στην περιοχή Burco σε συνδυασμό με την απουσία προσωπικών επιβαρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του Αιτητή, δεν συνηγορούν υπερ της πλήρωσης των προυποθέσεων του του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ήτοι του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου στο πρόσωπό του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί  προϊόν δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, σύμφωνα και με το Νόμο.

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω  ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και  εύλογη και λήφθηκε κατ' ορθή ενάσκηση της νόμιμης διακριτικής ευχέρειας των Καθ' ων η Αίτηση, οι οποίοι ενήργησαν σύννομα και συνεκτίμησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Αντιθέτως, κρίνω ότι με σαφήνεια καταδεικνύεται στην υπό εξέταση περίπτωση και για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου (άρθρα 3-3Δ) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, αναγκαίες προϋποθέσεις για την υπαγωγή του εν λόγω Αιτητή στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως αυτοί οι λόγοι εξαντλητικά προνοούνται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης, δεν απέδειξε ότι μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς  συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου άρθρο 19(1) του προαναφερθέντος  πάνω Νόμου, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του ιδίου Νόμου.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί κατάχρησης εξουσίας και παραβίαση της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση επειδή εκδόθηκε απόφαση επιστροφής και /ή κάλεσαν τον Αιτητή να αναχωρήσει οικειοθελώς εντός 7 ημερών από την έκδοση της απορριπτικής  απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή  ενώ είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Κανένα δικαίωμα του Αιτητή δεν παραβιάζεται εφόσον η απόφαση επιστροφής αναστάληκε μέχρι την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο.

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν και η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1.700 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

                               

                                     Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] ΒΒC News, "Somaliland profile", 02/01/2024,  https://www.bbc.com/news/world-africa-14115069 (ημ. τελ. πρόσβασης 14.5.2025)

[2] Όπ. π.

[7] Horn Observer, Getting a grip on Somalia's Gold rush, 11 November 2022, διαθέσιμο σε https://hornobserver.com/articles/1822/Getting-a-grip-on-Somalias-Gold-rush, (ημ. τελ. πρόσβασης 14.5.2025)

[8] BTI, Somalia Country Report 2024, n.d., διαθέσιμο σε https://bti-project.org/en/reports/country-report/SOM, (ημ. τελ. πρόσβασης 14.5.2025)

 

[9] Όπ. π.

[11] ΑCLED, Somalia: Al-Shabaab’s Infiltration of a Military Base in Mogadishu and Somaliland’s Conflict

1 March 2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/2024/03/01/situation-update-february-2024-al-shabaabs-infiltration-of-a-military-base-in-mogadishu-and-somalilands-conflict/, (ημ. τελ. πρόσβασης 14.5.2025)

 

[12] Όπ.π.

[13] Insecurity Insight, Somalia, Violence Against Healthcare in Conflict, 2023, διαθέσιμο σε https://insecurityinsight.org/wp-content/uploads/2024/05/2021-2023-SHCC-Somalia.pdf, p. 3, (ημ. τελ. πρόσβασης 14.5.2025)

[14] Όπ. π., p. 4

[15] ACLED explorer, filters applied: Africa: Somalia:, period: 11.5.2024-09.5.2025, Filters: Somalia, Administrational Units: Sool, Sanaag, Togdheer,

available at: https://acleddata.com/explorer/, (ημ. τελ. πρόσβασης 14.5.2025)

[16] ACLED explorer, filters applied: Africa: Somalia:, period: 11.5.2024-09.5.2025, Filters: Somalia, Location: Burco

available at: https://acleddata.com/explorer/, (ημ. τελ. πρόσβασης 14.5.2025)

[17] https://globalpopulations.com/so/32182-burao/, (ημ. τελ. πρόσβασης 14.5.2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο