
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 119/24
22 Μαΐου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ.J.E.Κ
R.E.K
Αιτητές
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
K. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τους Αιτητές
Ε. Ιωάννου (κα) για Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 06/12/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια αρ. 1 (από τούδε και στο εξής αναφερόμενη ως «Αιτήτρια») στις 04/01/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη και/ή στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
Γεγονότα
Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως έχουν εκτεθεί στην Ένσταση των Καθ' ων η αίτηση και υποστηρίζονται από τον διοικητικό φάκελο, έχουν ως ακολούθως:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν, εισήλθε παράτυπα στην Κυπριακή Δημοκρατία και υπέβαλλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 13/11/2019. Η Αιτήτρια αρ. 2 είναι το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας.
Στις 07/11/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ). Στις 29/11/2023, o εν λόγω λειτουργός της ΕΥΥΑ συνέταξε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο Νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊστάμενου την ανωτέρω εισήγηση την 06/12/2023.
Στις 04/01/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε στις 15/01/2024.
Νομικοί ισχυρισμοί
Η συνήγορος της Αιτήτριας δια της γραπτής της αγόρευσης προβάλλει ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η Διοίκηση προέβη σε εσφαλμένη και ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης πράξης, δεν έγινε επαρκής έρευνα αναφορικά με τα προσωπικά χαρακτηριστικά της Αιτήτριας και ότι κατά την αξιολόγηση έπρεπε να ληφθεί υπόψη και το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου της. Υποστήριξε ότι η Αιτήτρια είναι δικαιούχος προσφυγικού καθεστώτος λόγω της συμμετοχής της σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, ότι επικουρικά εντάσσεται στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και τέλος υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατή η εσωτερική μετεγκατάσταση της Αιτήτριας, καθότι είναι ύποπτη για δράση εναντίον των αρχών, ως συνεργάτης των αυτονομιστών Αμπαζόνιανς.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Προβάλλει επίσης ότι οι λόγοι ακυρώσεως δεν υποβάλλονται εκ της συνηγόρου της Αιτήτριας σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Η Αιτήτρια με την απαντητική της αγόρευση εμμένει στον χαρακτηρισμό της ως πρόσφυγας καθώς ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και περαιτέρω προβάλλει ότι η απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, διότι δεν υπάρχει η εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών προς τον κ. Α.Α και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει οποιονδήποτε έγγραφο που να επικυρώνει το είδος της σύμβασης του λειτουργού που συνέταξε την εισηγητική έκθεση. Κατά την ακροαματική διαδικασία, η συνήγορος της Αιτήτριας τόνισε ότι ο κος. Α.Α δεν είχε εξουσιοδότηση σε ισχύ για να μπορεί να επικυρώσει ή να ακυρώσει τη πράξη του λειτουργού ημερομηνίας 06/12/2023, διότι η εξουσιοδότηση που δόθηκε ήταν από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών και δεν ισχύει όταν αυτός που την εκδίδει αποχωρήσει από τη θέση του.
Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ως προς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα του ανήλικου τέκνου της, υποστήριξε ότι αυτός δεν έχει εξειδικευτεί, ούτε είναι δεόντως δικογραφημένος στα πλαίσια της προσφυγής της και δεν έχει αναλυθεί στη γραπτή της αγόρευση. Εν πάση περιπτώσει, με βάση τα στοιχεία του φακέλου, το ανήλικο βρίσκεται μαζί με την μητέρα του στην Κυπριακή Δημοκρατία και δεν έχει προβληθεί οποιοσδήποτε ειδικός λόγος που να αφορά το ανήλικο τέκνο το οποίο θα μπορούσε να τεκμηριώσει αίτημα για διεθνή προστασία για να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο. Ως προς τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας, η συνήγορος παρέπεμψε σε σχετικές αποφάσεις και επισήμανε ότι ο ισχυρισμός δεν είναι δεόντως δικογραφημένος στα πλαίσια της προσφυγής και δεν μπορεί να εξετάζεται από το Δικαστήριο με την επίκληση ότι πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξεως, και μάλιστα όταν προβάλλεται για πρώτη φορά επί της απαντητικής αγόρευσης.
Με βάση τα όσα προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου της Αιτήτριας και την προφορική της επιχειρηματολογία κατά την ακροαματική διαδικασία, τίθεται σε αμφισβήτηση η αρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την επίδικη απόφαση, και ως ζήτημα δημόσιας τάξης, προέχει η εξέτασή του πριν την εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.
Είναι η θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022, που δόθηκε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών προς τον λειτουργό κύριο Α.Α., ίσχυε μέχρι που τερματίστηκαν τα καθήκοντά του και επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση που λήφθηκε στις 06/12/2023 πάσχει λόγω αναρμοδιότητας. Διαφωνώ με τον εν λόγω ισχυρισμό, υιοθετώντας τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση της υπόθεσης ΞΑΝΘΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 907/2015, 21/8/2018, ως ακολούθως:
«Έχω δε την άποψη ότι αυτή η εξουσιοδότηση και/ή μεταβίβαση αρμοδιότητας συνέχισε να ισχύει και κατά τον ουσιώδη χρόνο, όταν δηλαδή η Γενική Διευθύντρια, στις 31.3.2015 ενέκρινε το προαναφερθέν σχέδιο επιστολής και, κατ' επέκταση, τη σύνθεση της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον αυτή (η εξουσιοδότηση) ουδέποτε ανακλήθηκε. Μέχρι δε την ανάκλησή της, η συγκεκριμένη εξουσιοδότηση ισχύει, έστω και αν στο μεταξύ επήλθε αλλαγή στο πρόσωπο του προϊσταμένου της Υπηρεσίας και/ή του Τμήματος. Αυτού του είδους οι πράξεις, οι οποίες άπτονται άμεσα της φύσης και/ή της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων της Διοίκησης, αντιμετωπίζονται διαχρονικά με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της Διοίκησης και την αρχή της συνέχειας και συνέπειας που θα πρέπει να διέπει την εν λόγω λειτουργία, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου. Παραθέτω το ακόλουθο, άμεσα σχετικό και διαφωτιστικό, απόσπασμα από το Σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη Έκδοση, 1992, σελ. 441, όπου ακολουθείται αυτή ακριβώς η προσέγγιση (η έμφαση προστέθηκε):
«Η αρμοδιότητα μπορεί να ανακαλείται οποτεδήποτε από το όργανο που τη μεταβίβασε. Μέχρι την ανάκλησή της, η μεταβίβαση αρμοδιότητας ισχύει, έστω και αν το όργανο που την εξέδωσε παύσει να υπάρχει.».
Επισημαίνω ότι την ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο και στην I. K. PRINT DIRECT LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 381/2014, ημερ. 31.10.2016, ενώ σχετική είναι και η απόφαση που με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση στην Ανδρέας Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων, Υποθ. Αρ. 1226/2014, ημερ. 11.3.2014, στην οποία τονίστηκε ότι η εκάστοτε διοικητική ενέργεια «δεν απεκδύεται το θεσμικό της μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν» καθώς και ότι τα φυσικά πρόσωπα, «όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.».»
Από τα ενώπιον μου στοιχεία, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 06/12/2023 από τον κύριο Α.Α. που είναι λειτουργός στην Υπηρεσία Ασύλου δυνάμει εξουσιοδότησης του πρώην Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/2022, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται κατατεθειμένο ως ερυθρό 89 του διοικητικού φακέλου. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω εξουσιοδότησης, παρέχεται εξουσιοδότηση στο εν λόγω πρόσωπο για άσκηση μέρους των εξουσιών ή εκτέλεση μέρους των καθηκόντων του Προϊσταμένου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας περιλαμβανομένης μεταξύ άλλων και έκδοσης αποφάσεων επιστροφής. Δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022 δεν είχε ανακληθεί, η εκχώρηση της σχετικής αρμοδιότητας στον κύριο Α.Α. βρισκόταν σε ισχύ. Εξάλλου, υπό το φως της ανωτέρω παρατεθείσας νομολογίας, εν τη απουσία ρητής ανάκλησης της σχετικής εξουσιοδότησης δυνάμει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έπαυσε να υπάρχει και/ή να ισχύει με την ανάληψη καθηκόντων από νέο Υπουργό Εσωτερικών.
Προς συμπλήρωση των ανωτέρω υιοθετώ το σκεπτικό μου στην απόφαση μου ημερομηνίας 29 Νοεμβρίου 2024, D. C. I. κατά ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, υπόθεση αρ. 2199/23.
Όσον αφορά το ζήτημα του ότι ενδέχεται ο λειτουργός που ετοίμασε την έκθεση-εισήγηση να είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, παρατηρώ ότι τίθεται ακροθιγώς στην απαντητική αγόρευση της συνηγόρου της Αιτήτριας, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία, η συνήγορος δεν προβαίνει σε εξειδίκευση και ανάλυση του ζητήματος, ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο της νομιμότητας και κανονικότητας της διοικητικής πράξης. Ως εκ των ανωτέρω αναφερομένων, ο ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου απορρίπτεται στην ολότητά του ως μη επαρκώς δικογραφημένος και έχοντας ειδικά αναλυθεί στις γραπτές αγορεύσεις της Αιτήτριας και ως εκ τούτου αβάσιμος.
Κρίνω σκόπιμο να εξετάσω τους ισχυρισμούς που προέβαλε η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας, η οποία κατέγραψε στην αγόρευση της και πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε η αίτηση της Αιτήτριας, υπό το πρίσμα των πραγματικών γεγονότων και ισχυρισμών που προώθησε η ίδια η Αιτήτρια καθ' όλη την διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της.
Στο πλαίσιο της αίτησής της για άσυλο (ερυθρά 3-1 του διοικητικού φακέλου), η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του πολέμου στη χώρα καταγωγής της, που στοίχισε τη ζωή αρκετών μελών της οικογένειας της και του πατέρα του ανήλικου τέκνου της.
Στη συνέντευξή της ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού τα πρακτικά της οποίας βρίσκονται κατατεθειμένα ως ερυθρά 64-46 του διοικητικού φακέλου, αρχικά τέθηκαν στην Αιτήτρια γενικές ερωτήσεις σχετικές με την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής, την εκπαίδευση, την οικογενειακή κατάσταση και την επαγγελματική της εμπειρία. Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν, γεννηθείσα στην πόλη Mbanga και από το έτος 1996 διέμενε στη πόλη Douala, η οποία αποτελεί και το συνήθη τόπο διαμονής της. Σχετικά με το θρήσκευμα, την εθνότητα και τη γλώσσα της, είναι χριστιανή πεντηκοστιανή, ανήκει στην εθνότητα Αbo και ομιλεί Γαλλικά, Αbo, Αγγλικά καθώς και τη γλώσσα Le Douala. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, είναι άγαμη με ένα ανήλικο τέκνο. Ως προς τα μέλη της πατρικής της οικογένειας οι γονείς της απεβίωσαν και έχει ένα αδελφό. Τέλος, αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο και το επάγγελμά της, δήλωσε απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, από το 2014 έως το 2017 έλαβε εκπαίδευση σε σχολή ραπτικής, και εργαζόταν ως δασκάλα ραπτικής σε σχολείο από το 2018 έως το 2019.
Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα της ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας της σε σχολείο συνέβη κάποιο περιστατικό, που είχε αποτέλεσμα το θάνατο της μαθήτριάς της. Ισχυρίστηκε ότι μετά το θάνατο της, η οικογένεια της μαθήτριας άρχισε να την απειλεί, έλαβε κλήση από τις αρχές να παρουσιαστεί προκειμένου να εξηγήσει τι συνέβη στο σχολείο. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν παρουσιάστηκε στις αρχές και μετέβη στη πόλη Buea, κατά ή περί τον Απριλίου- Μαΐου, όπου βρισκόταν ο σύντροφος της. Ο σύντροφος της ήταν στρατιωτικός της BIR και απεβίωσε σε μια μάχη στη Bamenda τον Ιούλιο του 2019. Μετά το θάνατο του συντρόφου της, ζήτησε την βοήθεια του πάστορα της στη Douala, όπου μετέβη και διέμενε με την οικογένεια του. Ισχυρίστηκε ότι λάμβανε απειλητικές κλήσεις και μηνύματα από άγνωστα άτομα, ότι θα καταλήξει όπως ο σύντροφός της και με τη βοήθεια του πάστορα εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της.
Στη συνέχεια πρόσθεσε ότι δεχόταν απειλές από την οικογένεια του πατέρα της, συγκεκριμένα την γιαγιά της και της θεία της μέσω μαγείας. Ερωτηθείσα τι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της, ισχυρίστηκε ότι θα χάσει τη ζωή της και ότι θα τρελαθεί όπως ο αδελφός της (“become crazy like”) εξαιτίας της «μάγισσας» γιαγιάς της.
Τέθηκαν στην Αιτήτρια σχετικές ερωτήσεις ως προς την εκπαίδευση που έλαβε για τη ραπτική και τη διδασκαλία της στο σχολείο. Ως προς το περιστατικό με την μαθήτρια, ανέφερε ότι την τιμώρησε διότι δεν έκανε τα μαθήματα της, με το να γονατίσει και να γράψει ότι θα κάνει τα μαθήματα της και μετά από λίγα λεπτά κατέρρευσε και κάλεσαν ασθενοφόρο που την μετέφερε σε νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε και απεβίωσε μετά από μια εβδομάδα.
Ως προς τις απειλές μέσω μαγείας που ελάμβανε από τη γιαγιά της, ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν σωματικές αλλά πνευματικές και ότι άρχισαν μετά τον θάνατο του πατέρα της. Τέλος ισχυρίστηκε ότι η δεύτερη σύζυγος του πατέρα της και τα τέκνα της κακομεταχειρίζονταν την Αιτήτρια και τον αδελφό της, για περίοδο δυο ετών από τον θάνατο του πατέρα τους.
Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή τέσσερα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας:
1. Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της.
2. Η Αιτήτρια κατηγορήθηκε για τον θάνατο μαθήτριας της, η οποία αφού τιμωρήθηκε, λιποθύμησε και απεβίωσε μερικές μέρες αργότερα.
3. Η Αιτήτρια δέχθηκε απειλητικές κλήσεις και μηνύματα μετά το θάνατο του συντρόφου της.
4. Η Αιτήτρια δεχόταν απειλές μαγείας από τη γιαγιά της και τη θεία της.
Με παραπομπές στις δηλώσεις της Αιτήτριας και αναφορές σε πηγές πληροφόρησης, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό το πρώτο ουσιώδες περιστατικό, αφού κρίθηκε ως αξιόπιστο στο σύνολό του. (ερυθρά 100 - 98 του διοικητικού φακέλου).
Αντιθέτως, το δεύτερο ουσιώδες περιστατικό δεν έγινε αποδεκτό. Αναφορικά με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας χαρακτηρίζονται από ασάφειες, γενικότητα και έλλειψη πληροφοριών. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δεν έδωσε ημερομηνία περιστατικού, ανέφερε με γενικότητα ότι συνέβη το 2019 μεταξύ Απριλίου – Μαΐου, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρεια τι συνέβη στην τάξη ούτε και την κατάσταση υγείας της μαθήτριας στο νοσοκομείο. Ασυνεπείς κρίθηκαν οι δηλώσεις της ως προς τη χρονική περίοδο που μεσολάβησε μεταξύ της λιποθυμίας και του θανάτου της μαθήτριας. Ως προς τη κλήση που δέχθηκε από τις αρχές της χώρας της οι δηλώσεις της ήταν ασυνεπείς. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το περιεχόμενο της κλήσης και δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο που έλαβε την κλήση και όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει τις απειλές που δέχθηκε από την οικογένεια της μαθήτριας ισχυρίστηκε ότι εννοούσε την επιστολή κλήσης.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός ανέφερε ότι σχετικά με το περιστατικό θανάτου της μαθήτριας δεν μπορεί να εξακριβωθεί μέσω πηγών πληροφόρησης, λόγω του ιδιωτικού χαρακτήρα του ισχυρισμού, εντούτοις προέβη σε έρευνα αναφορικά με τη σωματική τιμωρία στα σχολεία του Καμερούν, επιβεβαιώνοντας ότι είναι διαδεδομένη (ερυθρό 97 του διοικητικού φακέλου). Λαμβάνοντας υπόψη τις ασυνέπειες, την έλλειψη συνοχής και λεπτομερειών, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας (ερυθρά 98-96 του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το τρίτο ουσιώδες περιστατικό ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα λεγόμενα της Αιτήτριας χαρακτηρίζονται από γενικότητα, αοριστία και έλλειψη λεπτομερειών, απορρίπτοντας τον λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει πληροφορίες για τη σχέση της με τον σύντροφο της, ανέφερε ότι ήταν στρατιωτικός, χωρίς να γνωρίζει τα καθήκοντα και το βαθμό του, ενώ διατηρούσαν 7 χρόνια σχέση. Ούτε γνώριζε πληροφορίες ως προς τις συνθήκες θανάτου του, δηλώνοντας με γενικό τρόπο ότι απεβίωσε τον Ιούλιο του 2019 και ενημερώθηκε από ένα συνάδελφο του. Αναφορικά με τις κλήσεις και μηνύματα που άρχισε να λαμβάνει μετά το θάνατο του συντρόφου της, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το περιεχόμενο αυτών, δεν γνωρίζει από ποιον τα έλαβε ούτε τη χρονική περίοδο που δέχθηκε τις απειλές. Δήλωσε ότι δεν κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία και ερωτηθείσα τον λόγο, απάντησε ότι φοβάται την αστυνομία διότι της έστειλαν κλήση και ήθελε να τους αποφύγει. Επισημάνθηκε στην Αιτήτρια ότι ταξίδεψε με το διαβατήριο της χωρίς να έχει προβλήματα ή εμπόδια από τις αρχές της χώρας της και την αστυνομία, απαντώντας ότι νόμιζε ότι η αστυνομία στο αεροδρόμιο δεν είναι η αστυνομία που της απέστειλε κλήση.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός ανέφερε ότι τα περιστατικά που περιγράφει η Αιτήτρια είναι ιδιωτικής φύσεως, γεγονός που καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό τους σε εξωτερικές πηγές. Παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές, ως προς τις στρατιωτικές δυνάμεις BIR, στις οποίες υπηρετούσε ο σύντροφος της (ερυθρά 96-94 του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τον τέταρτο ουσιώδες περιστατικό, ομοίως απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό. Ως προς την εσωτερική αξιοπιστία κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της δεν είναι αληθοφανείς. Ισχυρίστηκε ότι η γιαγιά της την ακολουθούσε στα όνειρα της και ότι την παρενοχλούσε σεξουαλικά στα όνειρα της, δήλωσε ότι δεν πραγματοποιήθηκε κάτι προσωπικό και συγκεκριμένο εναντίον της. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός ανέφερε ότι τα περιστατικά που περιγράφει η Αιτήτρια είναι ιδιωτικής φύσεως, γεγονός που καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό τους σε εξωτερικές πηγές. Επιβεβαιώνεται, ωστόσο, από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ότι η μαγεία είναι ευρέως διαδεδομένη στο Καμερούν, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ποινικό αδίκημα (ερυθρά 94-93 του διοικητικού φακέλου).
Υπό το φως των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, επί τη βάσει του ουσιώδους περιστατικού που έγινε αποδεκτό, ήτοι των προσωπικών στοιχείων, της χώρας καταγωγής και του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής, λαμβάνοντας υπόψη σχετικές πληροφορίες για τη γενική κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, καθώς και το γεγονός ότι είναι άγαμη μητέρα ενός ανήλικου τέκνου, διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα οι Αιτήτριες να υποβληθούν σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής τους στην πόλη Douala, της περιφέρειας Littoral του Καμερούν.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή των Αιτητριών σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών της Αιτήτριας, δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου οι Αιτήτριες δεν δικαιούταν το καθεστώς του πρόσφυγα.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι βάσει των αποδεκτών πραγματικών περιστατικών δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορούσε να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επιστροφής τους στο Καμερούν και ειδικότερα στην πόλη Douala, οι Αιτήτριες δεν θα αντιμετώπιζαν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως αμάχων λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να εκχωρηθεί στις Αιτήτριες ούτε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.
Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι η έρευνα που είχε προηγηθεί της απόφασης για απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας (η οποία περιλάμβανε και το ανήλικο τέκνο της) ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της. Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99). Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της συνηγόρου της Αιτήτριας για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, ενώ σύντομη αιτιολόγηση της απόφασης είχε επισυναφθεί και στην απορριπτική επιστολή η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια. Επισημαίνω δε ότι συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως αυτά έχουν αναλυθεί ανωτέρω (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270). Ως εκ τούτου, απορρίπτω τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από την συνήγορο της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας.
Υπό το φως των ανωτέρω σημείων που έχω αναλύσει, κρίνω ότι ορθά και εμπεριστατωμένα οι Καθ'ων η Αίτηση αξιολόγησαν το αίτημα της Αιτήτριας και κατέληξαν τόσο στα ευρήματα περί αναξιοπιστίας της, όσο και στη μη υπαγωγή της σε προσφυγικό καθεστώς. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με επάρκεια, σαφήνεια και συνεκτικότητα τον ουσιώδη ισχυρισμό της ως προς το φόβο δίωξης της από την οικογένεια της αποβιώσασας μαθήτριας της. Πέραν των γενικόλογων αναφορών της για το συμβάν που επικαλείται, δεν παρέθεσε καμία πληροφορία ως προς τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε από τον πατέρα της μαθήτριας, ενώ όπως παρατηρείται στη συνέχεια των δηλώσεων της επισήμανε ότι οι απειλές ήταν η επιστολή κλήση της από τις αρχές της χώρας καταγωγής της. Ως προς τις απειλητικές κλήσεις και μηνύματα που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε από άγνωστους μετά το θάνατο του συντρόφου της, ουδεμία σύνδεση μεταξύ του θανάτου του συντρόφου της και των απειλών παρατηρείται. Τέλος, ως προς τις απειλές μέσω μαγείας από την οικογένεια του πατέρα της στερούνται λεπτομερειών και πληροφορίων και οι αναφορές της στερούνται βιωματικού χαρακτήρα.
Η συνήγορος της Αιτήτριας κατά την υποβολή της προσφυγής προσκόμισε ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, στην οποία επισυνάπτονται σχετικά Τεκμήρια. Επί της ένορκης δήλωσης η Αιτήτρια επαναλαμβάνει ότι φοβάται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της εξαιτίας του περιστατικού με την μαθήτρια της, επισυνάπτοντας ως Τεκμήριο 1 κλήση ότι την αναζητούν. Περαιτέρω επισυνάπτει ως Τεκμήριο 2 αναλυτική βαθμολογία απόκτησης διπλώματος δασκάλας.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι δεν λήφθηκε υπόψη το επάγγελμα της Αιτήτριας ως δασκάλας από τον αρμόδιο λειτουργό. Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, αρχικά ανέφερε ότι το Τεκμήριο 2 δεν είναι μεταφρασμένο και αναφορικά με το επάγγελμα της Αιτήτριας ως δασκάλα ραπτικής ισχυρίστηκε ότι αξιολογήθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό κατά την εξέταση των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας. Αναφορικά με το Τεκμήριο 1, ανέφερε ότι το έγγραφο φέρει ημερομηνία προγενέστερη της αναχώρησης της Αιτήτριας από τη χώρα καταγωγής της, ότι η ίδια αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της και τέλος, υποστήριξε ότι ακόμα και εάν γίνει αποδεκτό το εν λόγω έγγραφο δεν αποδεικνύει δίωξη της Αιτήτριας.
Λαμβάνοντας υπόψη την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας καθώς και τα προσκομισθέντα έγγραφα, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν εξηγεί το λόγο για τον οποίο δεν προσκομίστηκαν τα έγγραφα κατά την εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης, ούτε και πως ήρθαν στη κατοχή της. Ως προς το επάγγελμα της Αιτήτριας, δασκάλα ραπτικής, παρατηρώ ότι αξιολογήθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό και με κανένα τρόπο δεν έχει αμφισβητηθεί από τους Καθ' ων η αίτηση. Ως προς το Τεκμήριο 1 που προσκόμισε η Αιτήτρια, ήτοι κλήση ότι την αναζητούν, παρατηρώ ότι κατά την διάρκεια της συνέντευξης της ανέφερε ότι η κλήση επιδόθηκε στο σχολείο όπου εργαζόταν και παρέλαβε τη κλήση αλλά δεν εμφανίστηκε ενώπιον των αρχών (ερυθρό 52-2χ του διοικητικού φακέλου), ενώ η ίδια αποχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής της. Συνεπώς, κρίνω ότι τα εν λόγω φωτοαντίγραφα δεν έχουν καμία αποδεικτική αξία. Το φωτοαντίγραφο - Τεκμήριο 1 - θα μπορούσε να ληφθεί υπόψιν εφόσον τεκμηριωνόταν η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού περί δίωξης της Αιτήτριας από τις αρχές για το λόγο του ότι οδήγησε σε θάνατο μια μαθήτρια της, καθότι από μόνο του δεν αποδεικνύει τη δίωξή της για το κατ' ισχυρισμόν γεγονός.
Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της Αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης, με βάση το προσωπικό της προφίλ υπό το φως των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε και σε σχέση με το άρθρο 19(1) και 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι οι Αιτήτριες θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη, υπό την μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.
Αναφορικά με την υπαγωγή των Αιτητριών σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) και 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι οι Αιτήτριες θα υποστούν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire general aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Εν προκειμένω, για την εξέταση του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, έπειτα από ενδελεχή εξέταση του φακέλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε δέουσα και ενδελεχή έρευνα, κάνοντας αναφορά σε αξιόπιστες πηγές σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη πόλη Douala του Καμερούν, ήτοι ο τόπος συνήθους και τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας.
Από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στην οποία προέβη το Δικαστήριο, σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν αλλά και ιδίως στην πόλη Douala προκύπτουν τα ακόλουθα:
Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, παρατηρώ ότι βάσει του portal Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, κρίνοντας με κριτήρια διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, αναφέρει ότι το κράτος είναι εμπλεκόμενο σε διεθνή ένοπλη σύρραξη κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά (Far North), ενώ στη Βορειοδυτική (Northwest) και Νοτιοδυτική περιφέρεια (Southwest) αγγλόφωνες αποσχιστικές ομάδες μάχονται κατά της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής.[1]
Αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε έκθεση αναφορικά με τις εξελίξεις στην κατάσταση ασφαλείας στην Κεντρική Αφρική, η οποία δημοσιεύτηκε στις 30 Νοεμβρίου 2023 σημειώνει ότι στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν, μη κρατικοί ένοπλοι δρώντες συνέχισαν να βάζουν στο στόχαστρο κρατικούς αξιωματούχους, πολίτες, ιατρικό προσωπικό, κρατικά αμειβόμενους εκπαιδευτικούς και εργαζόμενους στην εκπαίδευση και να επιβάλλουν λουκέτα. Οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν να στοχοποιούν αυτονομιστές διοικητές και να πραγματοποιούν επιδρομές σε πιθανά κρησφύγετα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν απώλειες μεταξύ των αμάχων. Τα επιβληθέντα λουκέτα από αυτονομιστές στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν και οι επιθέσεις εναντίον σχολείων και ιατρικών εγκαταστάσεων συνέχισαν να επηρεάζουν την ασφάλεια και τα μέσα διαβίωσης των πολιτών. Παραβιάσεις και καταχρήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις δυνάμεις ασφαλείας και άμυνας και τις ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες συνέχισαν να καταγράφονται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένων υποτιθέμενων δολοφονιών, αυθαίρετων συλλήψεων, κρατήσεων και αναφερόμενων εκβιασμών.[2]
Σύμφωνα με το Human Rights Watch σε έκθεση για την χώρα η οποία καλύπτει το έτος 2023, αναφέρεται πως το 2023, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που αποτελούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Μέχρι τα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Άμαχοι αντιμετώπισαν δολοφονίες και απαγωγές από ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή του Άπω Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να στοχεύουν αμάχους, αναγκάζοντας τους να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και εξαπολύοντας επιθέσεις γύρω από μεγάλα γεγονότα, όπως των εκλογών καθώς και του ανοίγματος των σχολείων την περίοδο του Σεπτεμβρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, αποτυχαίνοντας συχνά να προστατεύσουν τους αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές».[3]
Ειδικότερα σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στις γαλλόφωνες περιοχές, η οργάνωση International Crisis Group καταγράφει αναλυτικότερα ότι: «Αγγλόφωνοι αυτονομιστές αντάρτες την 1η Μαΐου διέσχισαν τα σύνορα από την αγγλόφωνη νοτιοδυτική περιοχή (SW) στη γαλλόφωνη περιοχή Littoral, επιτέθηκαν στο στρατιωτικό φυλάκιο στο χωριό Matouke, στο τμήμα Moungo, λιγότερο από 40 χιλιόμετρα από την οικονομική πρωτεύουσα Douala, σκοτώνοντας πέντε στρατιώτες και έναν πολίτη. Σε αντίποινα, οι κυβερνητικές δυνάμεις την ίδια μέρα φέρεται να σκότωσαν έξι πολίτες και συνέλαβαν 14 άτομα στο κοντινό χωριό Maumu, τμήμα Fako (SW). Εκρηκτικός μηχανισμός στις 16 Μαΐου σκότωσε τουλάχιστον τρεις στρατιώτες στην τοποθεσία Mabonji, στο τμήμα Meme (SW). Καθώς το Καμερούν γιόρταζε την Εθνική Ημέρα - η οποία γιορτάζει την ημερομηνία το 1972 όταν το δημοψήφισμα ακύρωσε την ομοσπονδία δύο κρατών, εγκαινιάζοντας το ενιαίο κράτος - ένοπλοι αυτονομιστές απήγαγαν περίπου 30 γυναίκες στο χωριό Kedjom-Keku (Big Babanki), στο τμήμα Mezam στη βορειοδυτική περιοχή (NW), αφού διαμαρτυρήθηκαν για τους φόρους που επιβλήθηκαν από τους αυτονομιστές. Όλες οι γυναίκες απελευθερώθηκαν στις 23 Μαΐου. Οι κυβερνητικές δυνάμεις 21 και 28 Μαΐου πολέμησαν ενέδρες στο χωριό Otu, στη διαίρεση Manyu (SW) και στο χωριό Bambalang, στη Ngo-Ketunjia (NW) αντίστοιχα, σκοτώνοντας τουλάχιστον τέσσερις αυτονομιστές. Εκρηκτικός μηχανισμός στις 31 Μαΐου φέρεται να σκότωσε πέντε στρατιώτες στην πόλη Mbengwi (NW)».[4]
Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στο Καμερούν περιορίζονται στη βορειοδυτική και νοτιοδυτική περιοχή της χώρας καθώς και στον Άπω Βορρά και όχι στην Douala.
Η κατάσταση γενικευμένης βίας χαρακτηρίζεται από διαρκή, γενικά και παρατεταμένα επίπεδα βίας σε μια χώρα ή σε μια περιοχή. Δεν αρκεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης η διαπίστωση σποραδικών και μεμονωμένων περιστατικών τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων βίαιων επεισοδίων ούτε αυξημένης εγκληματικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και των μέτρων για τη δημόσια ασφάλεια κάθε οργανωμένου κράτους.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το διάστημα 07/02/2024- 07/02/2025 στη περιφέρεια Littoral του Καμερούν, όπου βρίσκεται η πόλη Douala, καταγράφηκαν συνολικά 13 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 4 θύματα. Πρόκειται συγκεκριμένα για 5 περιστατικά βίας κατά αμάχων (2 θύματα), 4 ταραχές (2 θύματα) και 4 διαδηλώσεις (0 θύματα).[5] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον συνολικό πληθυσμό στην εν λόγω περιφέρεια που εκτιμάται στους 3,355,000 κατοίκους (με τελευταία επίσημη καταμέτρηση το 2015)[6] ενδεικνύει ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην περιοχή υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Στο σημείο αυτό, διακρίνεται ότι σύμφωνα με το ιστορικό της η Αιτήτρια διέμενε στην περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει, στην οποία ζούσε προτού εγκαταλείψει την χώρα της. Επίσης, επισημαίνεται ότι, με βάση το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, πρόκειται για ενήλικη γυναίκα, υγιή, μορφωμένη, έχει εργαστεί στο παρελθόν και είναι ακόμη και σήμερα ικανή προς εργασία και γνωρίζει και τις δυο επίσημες γλώσσες του Καμερούν (ήτοι γαλλικά και αγγλικά). Επίσης, δεν εντοπίζονται στοιχεία ευαλωτότητας στο πρόσωπό της ή θέματα υγείας που να αυξάνουν το ρίσκο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της. Τέλος, δεν διαθέτει προφίλ πολιτικά ενεργού ανθρώπου ή ανθρώπου συνδεδεμένου με κάποια αντιμαχόμενη οργάνωση στην χώρα καταγωγής της, στοιχεία που θα ενίσχυαν τον κίνδυνο στοχοποίησής της σε καθεστώς ένοπλης βίας.
Πέραν των πιο πάνω, η Αιτήτρια θα μπορούσε με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, να αξιοποιήσει την υποστήριξη που παρέχεται μέσω του προγράμματος ΔΟΜ-ΕΕ για τον εθελούσιο επαναπατρισμό μεταναστών με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη χώρα τους, που στοχεύει προς την αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών των επαναπατρισθέντων στη χώρα.[7] Επιπλέον, η εν λόγω πρωτοβουλία ΔΟΜ-ΕΕ ακολουθεί μια προσαρμοσμένη προσέγγιση ανάλογα με την υποστήριξη που χρειάζεται ο κάθε μετανάστης που επιστρέφει στη χώρα του, παρέχοντας ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη στους επαναπατριζόμενους, καθώς και σχετική υποστήριξη για την επανένταξη τους.[8] Ειδικότερα όσον αφορά την περίπτωση του Καμερούν, σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες για το εν λόγω πρόγραμμα[9], κατά την άφιξη και σε στενή συνεργασία με τις κρατικές αρχές παρέχεται σε όλους τους μετανάστες βοήθεια κατά την είσοδο τους αλλά και μετά την άφιξη στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης μιας περιορισμένης δόσης σε μετρητά για την κάλυψη των άμεσων αναγκών τους. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια πληροφόρηση, όλοι οι μετανάστες λαμβάνουν συμβουλευτική υποστήριξη και πληροφορίες, ενώ όπου είναι δυνατόν, οι μετανάστες παραπέμπονται σε υπάρχουσες υπηρεσίες και έργα που σχετίζονται με την επανένταξή τους.
Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις των Αιτητριών, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτές θα διατρέξουν κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας έπρεπε να αξιολογηθεί ξεχωριστά από την Αιτήτρια, παραπέμπω στο άρθρο 11 του περί Προσφύγων Νόμου:
«Άρθρο 11 - Υποβολή, καταχώριση και κατάθεση αίτησης
(5) Κάθε ενήλικας δικαιούται να υποβάλει αίτηση αυτοπροσώπως:
(…)
(6)(α) Ο αιτητής δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξ ονόματος των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων, νοουμένου ότι οι εξαρτώμενοι ενήλικες συναινούν στην κατάθεση της αίτησης εξ ονόματός τους. Η προαναφερόμενη συναίνεση ζητείται κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης ή, το αργότερο, κατά την προσωπική συνέντευξη με τον εξαρτώμενο ενήλικα. Πριν ζητηθεί η συναίνεση, ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης ενημερώνει κατ΄ ιδίαν κάθε εξαρτώμενο ενήλικα σχετικά με τις συναφείς διαδικαστικές συνέπειες της αυτοπρόσωπης κατάθεσης αίτησης και σχετικά με το δικαίωμά του να υποβάλει αυτοτελή αίτηση.
(β) Εάν δεν υπάρχει συναίνεση των ενηλίκων που είναι εξαρτώμενοι από τον αιτητή για την κατάθεση αίτησης εξ’ ονόματός τους από τον αιτητή, οι εν λόγω εξαρτώμενοι ενήλικες δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση αυτοπροσώπως.
(γ) Ανεξάρτητα από το άρθρο 10, ο ανήλικος δικαιούται να υποβάλει αίτηση είτε αυτοπροσώπως, εάν είναι νομικά ικανός να συμμετέχει στις διαδικασίες σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, είτε μέσω των γονέων του ή άλλου ενήλικου μέλους της οικογένειάς του, ή μέσω ενηλίκου ο οποίος είναι υπεύθυνος για αυτόν βάσει νόμου ή πρακτικής της Δημοκρατίας ή μέσω εκπροσώπου.
(…)
Ενόψει και της ηλικίας της ανήλικης κόρης της Αιτήτριας, η οποία σήμερα είναι περίπου 4.5 ετών (γεννηθείσα στις 13/01/20), ήταν νόμιμο και ορθό να εκπροσωπηθεί από τη μητέρα της, η οποία όμως δεν υπέβαλε εξειδικευμένους ισχυρισμούς αναφορικά με την θυγατέρα της κατά τη συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου βάσει των οποίων θα μπορούσε να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας η θυγατέρα της. Συμφωνώ επίσης με τη θέση των Καθ’ων η Αίτηση ότι κατά την εκτίμηση του κατά πόσον θα μπορούσε να παραχωρηθεί συμπληρωματική προστασία στην Αιτήτρια, λήφθηκε υπόψιν και το προφίλ της ίδιας ως μητέρας και η ηλικία και το προφίλ της ανήλικης θυγατέρας της και αποφασίστηκε με βάση τα στοιχεία που είχαν συλλεχθεί από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ότι δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα να υποστούν μεταχείριση που θα απέληγε σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη βάσει της κατάστασης ασφαλείας στην Douala, περιοχή Littoral. Όπως έχει αναλύσει το Δικαστήριο ανωτέρω στη βάση επικαιροποιημένων στοιχείων, το συμπέρασμα των Καθ’ων η Αίτηση ήταν εύλογο και ορθό.
Ως εκ τούτου, με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι οι Αιτήτριες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι στο πρόσωπό τους πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου.
Βάσει των όσων ανέλυσα ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, 'Cameroon' (2021), https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (ημερομηνία πρόσβασης 07/02/2025)
[2]UN Security Council (Author): The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa Report of the Secretary-General [S/2023/934], 30 November 2023, par. 20,21,38, file:///C:/Users/User/Downloads/S_2023_934-EN.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 07/02/2025)
[3] HRW - Human Rights Watch: World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024, https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon [ημερομηνίας πρόσβασης 07/02/2025]
[4]International Crisis Group, Tracking Conflict Worldwide, May 2023, διαθέσιμο σε: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B0%5D=4&page=2 (ημερομηνία πρόσβασης 07/02/2025)
[5] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 07.02.2024 – 07.02.2025, REGION: Africa, COUNTRY: CAMEROON, ADMIN UNIT: Littoral) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 07/02/2025]
[6] City Population, Cameroon, Littoral, διαθέσιμο σε, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/02/2025)
[7] EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, βλ. Areas of Work – Reintegration, διαθέσιμο σε: https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration (ημερομηνία πρόσβασης 07/02/2025)
[8] EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, βλ. Areas of Work – Protection, διαθέσιμο σε: https://www.migrationjointinitiative.org/protection (ημερομηνία πρόσβασης 07/02/2025)
[9] EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, βλ. ενημερωτικό φυλλάδιο με τίτλο 'Reintegration for migrants returning to Cameroon', ηλεκτρονική έκδοση διαθέσιμη στον ακόλουθο σύνδεσμο https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 07/02/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο