Ν. Ν. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2000/2024, 15/5/2025
print
Τίτλος:
Ν. Ν. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2000/2024, 15/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 2000/2024

 15 Μαΐου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ν. Ν. D. από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Οδός {….} Λευκωσία

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Άρτεμις Παναγή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Θεοφανώ Βασιλάκη για  Α.Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

Η Αιτήτρια είναι παρούσα (Παρών ο διερμηνέας κος Frangiskos Liaky για πιστή μετάφραση από Lingala σε Ελληνικά και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Η Αιτήτρια αιτείται δήλωσης  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 09/11/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις  29/05/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000  και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στην Αιτήτρια καθεστώς προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.) και στις 03/11/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 26/10/2023 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (Ο.Ε.Ε.Α., αγγλ. E.U.A.A.), ο οποίος στις 06/11/2023 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Ακολούθως, στις 09/11/2023 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Στις 29/05/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 29/05/2024. Στις  05/06/2024 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια προέβαλε μέσω της αίτησης της πλήθος λόγων ακυρώσεως, τους οποίους περιόρισε σε δύο μέσω της γραπτής αγόρευσής της

1.Ανεπάρκεια έρευνας και/ή δέουσας έρευνας και/ή ελαττωματική έρευνα. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι Καθ' ων η αίτηση όφειλαν να θέσουν περισσότερες διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με όσα της είχαν συμβεί, κυρίως ως προς τη βία την οποία υπέστη από τον πατέρα του παιδιού της.

2.  Νομική και πραγματική πλάνη. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι οι Καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα παρέλειψαν να αξιολογήσουν όλους τους λόγους και/ή γεγονότα τα οποία αναφέρθηκαν από την ίδια και ενήργησαν υπό ουσιώδη πραγματική και νομική πλάνη κρίνοντάς την αναξιόπιστη.

Κατά την ακροαματική διαδικασία η συνήγορος της Αιτήτριας ανέφερε ότι αποσύρει τον λόγο ακύρωσης που αφορά στην νομική και/ή πραγματική πλάνη και κατά λοιπά προωθεί μόνο τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.  

Οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο της Αιτήτριας, αυτή είναι ενήλικας από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.). Στην αίτησή της για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της εξαιτίας των απειλών που δέχτηκε από τον πατέρα των παιδιών της (ερ. 33 δ.φ. – σε μετάφραση).  Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έχει κονγκολέζικη καταγωγή, προερχόμενη από την πόλη Kinshasa, η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και τελευταίας συνήθους διαμονής της (ερ. 67, 2Χ δ.φ.). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις δήλωσε προτεστάντισσα (Εκκλησία Αναγέννησης) (ερ. 68 δ.φ.), και ως προς την εθνοτική της καταγωγή «Mukongo» (ερ. 68 δ.φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής της και ακολούθως σπούδασε σε πανεπιστήμιο της Kinshasa στον τομέα της διοίκησης επιχειρήσεων (ερ. 68 δ.φ.), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό της προφίλ δήλωσε πως εργαζόταν ως υπάλληλος γραφείου (ερ. 67, 1Χ δ.φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη αλλά  μητέρα μιας κόρης γεννημένης εκτός γάμου η οποία βρίσκεται μαζί της στην Κύπρο (ερ. 67, 3Χ δ.φ.). Τέλος, τα πέντε (5) αδέρφια της και οι γονείς της, με τους οποίους βρίσκεται σε τακτική επικοινωνία, διαμένουν έως και σήμερα στην Kinshasa (ερ. 67, 3Χ δ.φ. και 66, 1Χ δ.φ.)

Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης προέβαλε ότι έφυγε λόγω των συνεχών απειλών και των βίαιων επιθέσεων από τον πατέρα του παιδιού της. Αρχικά, ισχυρίστηκε ότι αυτή και ο άνδρας της είχαν καλή σχέση, αλλά όλα άλλαξαν όταν έμεινε έγκυος. Τότε αυτός αρνήθηκε την εγκυμοσύνη και αρνήθηκε να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη για το παιδί κατά τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής του, χωρίς ποτέ να το επισκεφτεί ή να του παράσχει υποστήριξη. Προς το τέλος του 2020, ξαφνικά επανεμφανίστηκε και άρχισε να την απειλεί, απαιτώντας την επιμέλεια του παιδιού. Οι απειλές έγιναν συχνές και επιθετικές, ωθώντας την Αιτήτρια και την οικογένειά της να τον αντιμετωπίσουν. Του υπενθύμισαν πώς είχε αρνηθεί την εγκυμοσύνη και είχε εγκαταλείψει το παιδί, διερωτώμενοι γιατί ήθελε τώρα ξαφνικά να εμπλακεί. Παρά ταύτα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι οι απειλές συνεχίστηκαν μέχρι που η κατάσταση έγινε αφόρητη και έτσι τον κατήγγειλαν στην αστυνομία. Κατόπιν, ο άνδρας συνελήφθη, αλλά αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Τον Απρίλιο του 2021, η Αιτήτρια ήταν μόνη στο σπίτι με το παιδί της, όταν ο άνδρας εισέβαλε στο σπίτι της. Αφού την κατηγόρησε ότι του κράτησε το παιδί, στη συνέχεια τους επιτέθηκε, χρησιμοποιώντας ένα καυτό σίδερο με το οποίο έκαψε το χέρι του παιδιού. Η Αιτήτρια τον κυνήγησε και κάλεσε βοήθεια, αλλά αυτός εξαφανίστηκε. Δύο ημέρες αργότερα, μετά τη δουλειά, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έπεσε σε ενέδρα στο δρόμο για το σπίτι της από τον ίδιο άνδρα μαζί μια ομάδα ατόμων που έμοιαζαν με μέλη μιας τοπικής συμμορίας γνωστής ως «Kuluna». Την ξυλοκόπησαν άγρια και χρησιμοποίησαν ένα ξυράφι για να της κόψουν το πρόσωπο και το αυτί, αφήνοντάς της μόνιμες ουλές. Ο άνδρας της αργότερα βρέθηκε και συνελήφθη ξανά. Τον Ιούλιο του 2021, η Αιτήτρια δέχτηκε για άλλη μια φορά επίθεση από αυτόν και μια ομάδα ανδρών σε μια περιοχή μεταξύ Bumbu και Asossa. Την ξυλοκόπησαν μέχρι που παρενέβησαν περαστικοί, αναγκάζοντας τους να φύγουν. Ο άνδρας συνελήφθη ξανά, αλλά αφέθηκε ελεύθερος μέχρι τα τέλη Αυγούστου 2021. Λίγο μετά την απελευθέρωσή του, ήρθε στο οικογενειακό σπίτι της Αιτήτριας και εξαπέλυσε περαιτέρω απειλές. Όταν ο πατέρας της τον αντιμετώπισε, αμφισβητώντας την αξίωσή του για το παιδί, απάντησε: «Αν δεν έχω εγώ το παιδί, κανείς δεν θα το πάρει». Φοβούμενοι για την ασφάλειά τους, οι γονείς της Αιτήτριας αποφάσισαν να στείλουν αυτήν και το παιδί της μακριά για να τους προστατεύσουν. Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της, δήλωσε ότι φοβάται ο πατέρας της κόρης της θα την πάρει μακριά της και φοβάται ότι θα την εκθέσει σε κίνδυνο  (ερ. 64-65 δ.φ.).

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής της.

Ως προς τις καταγγελίες στην αστυνομία, η Αιτήτρια προέβαλε ότι μετά τις επιθέσεις που δέχτηκε κατήγγειλε τον πατέρα του παιδιού της στο τοπικό αστυνομικό τμήμα στην οδό Zongo. Μίλησε στον αστυνομικό υπηρεσίας και του έδειξε το έγκαυμα του παιδιού και τα δικά της τραύματα. Ο πρώην σύντροφός της συνελήφθη και αργότερα κλήθηκαν και οι δύο για ανάκριση, όπου ο άνδρας επανέλαβε ότι το μόνο που ήθελε ήταν το παιδί. Η Αιτήτρια κατήγγειλε επίσης την υπόθεση στην υπηρεσία IP Crime στη Gombe, την οποία περιέγραψε ως «κέντρο επανένταξης για παραβάτες». Εκεί, ένας υπάλληλος άνοιξε φάκελο και εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για την επόμενη μέρα. Επιβεβαίωσε ότι ο πρώην σύντροφός της συνελήφθη συνολικά τρεις φορές, αλλά κάθε φορά την εξέπληττε που τον έβλεπε ελεύθερο. Αργότερα έμαθε από άτομα που τον γνώριζαν ότι είχε συγγενή που εργαζόταν στην αστυνομία, γεγονός που ίσως εξηγεί τις συνεχείς αποφυλακίσεις του. Τελευταία φορά τον είδε στην κοινότητα Selembao και υποθέτει ότι βρίσκεται ακόμα εκεί. Ακόμα και μετά την αναχώρησή της από τη χώρα, ισχυρίζεται ότι ο άνδρας αυτός κατάφερε να αποκτήσει τον κυπριακό αριθμό τηλεφώνου της και πρόσφατα της έστειλε ένα απειλητικό φωνητικό μήνυμα στο WhatsApp. Στο μήνυμα αυτό της επανέλαβε τρεις φορές: «Αν δεν μου δώσεις το παιδί, για ό,τι γίνει μην με κατηγορήσεις». Δεν γνωρίζει ποιος του έδωσε τον αριθμό της, αλλά το μήνυμα αυτό της προκάλεσε μεγάλη ψυχική αναστάτωση. Τέλος, ανέφερε ότι από τότε που έφυγε από τη χώρα, ο πρώην σύντροφός της δεν έχει ενοχλήσει την οικογένειά της, πιθανότατα επειδή κατάλαβε ότι δεν βρίσκεται πια εκεί. Ωστόσο, η Αιτήτρια πιστεύει ότι αν επιστρέψει στη Λ.Δ. του Κονγκό, εκείνος θα την εντοπίσει και θα την βλάψει ξανά (ερ. 57-64 δ.φ.).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών:

(1) Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπος προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας.

(2) Ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω απειλών που έλαβε από τον πρώην σύντροφό της και στη συνέχεια έπεσε θύμα σωματικής βίας τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 2021 στην Κινσάσα.

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Αιτήτριας εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο της, το οποίο προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό, οι Καθ’ ων έκριναν ότι η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει λεπτομερώς τον ισχυρισμό της και οι δηλώσεις της δεν θεωρήθηκαν συγκεκριμένες και λεπτομερείς. Προς το συμπέρασμα αυτό εκτιμήθηκαν τα κάτωθι ευρήματα: Πρώτα απ' όλα, όσον αφορά στις απειλές που έλαβε από τον πρώην σύντροφό της, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να περιγράψει λεπτομερώς τις αντιδράσεις της, παρά μόνο απάντησε με μη συγκεκριμένο τρόπο και χωρίς να παράσχει λεπτομέρειες ότι «Την πρώτη φορά που ήρθε, ήταν θυμωμένος, θύμωσα, είχαμε έναν καβγά. Έφυγε θυμωμένος». Επιπρόσθετα, δεν μπόρεσε να περιγράψει ούτε τα συναισθήματα και τις σκέψεις της όταν έλαβε τις απειλές καθότι το μόνο που δήλωσε ήταν ότι: «Ήμουν αναστατωμένη επειδή για δυόμισι χρόνια ήμουν μόνη μου φροντίζοντας το παιδί μας και ξαφνικά από το πουθενά ήρθε να την πάρει». Ακολούθως, δεν μπόρεσε να εξηγήσει με σαφήνεια με ποιον τρόπο εντάθηκαν οι απειλές, δηλώνοντας γενικά ότι ο πρώην σύντροφός της την απειλούσε συχνά με σκοπό να την εκφοβίσει. Στη συνέχεια, η Αιτήτρια ανέφερε ότι τον Απρίλιο του 2021, δέχτηκε επίθεση από τον πρώην σύντροφό της και από μια άγνωστη ομάδα ατόμων, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς τα άτομα που φέρονται να της επιτέθηκαν. Συγκεκριμένα, όταν κλήθηκε να τα περιγράψει, δήλωσε αόριστα: «Δεν τα γνωρίζω, το μόνο άτομο που γνώριζα είναι αυτός». Παρόλο που δόθηκε στην αιτούσα η ευκαιρία να αναλύσει λεπτομερώς την εμφάνισή τους, δεν το εκμεταλλεύτηκε και γενικά δήλωσε: «Δεν τους έδωσα προσοχή, επειδή δεν ξέρω ποιοι είναι ή τι κάνουν εκεί. Ξαφνικά τους είδα γύρω μου». Επιπλέον, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να καταδείξει λεπτομερώς τις αντιδράσεις της κατά τη διάρκεια του προαναφερθέντος συμβάντος. Πιο συγκεκριμένα, όταν της ζητήθηκε να αναλύσει το σημείο αυτό, απάντησε χωρίς να δώσει λεπτομέρειες, δηλώνοντας απλώς ότι ήταν πολύ φοβισμένη. Στη συνέχεια, η Αιτήτρια διηγήθηκε ένα δεύτερο περιστατικό τον Ιούλιο του 2021 στο οποίο έπεσε επίσης θύμα σωματικής βίας, όταν έπεσε σε ενέδρα από την πρώην σύντροφό της και μια ομάδα ανδρών. Παρ' όλα αυτά, για άλλη μια φορά δεν ήταν σε θέση να παράσχει συνεκτικές, συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες για το προαναφερθέν περιστατικό. Αρχικά, δεν μπόρεσε να περιγράψει λεπτομερώς τα άτομα που φέρονται να την ξυλοκόπησαν. Παρόλο που της δόθηκε η ευκαιρία να περιγράψει λεπτομερώς τη φυσική τους εμφάνιση, δεν το εκμεταλλεύτηκε και δήλωσε γενικά: «Τα πρόσωπά τους δεν ήταν όμορφα. Είχαν τατουάζ στο σώμα τους». Επιπλέον, η αφήγηση της παρέμεινε ασαφής και σχετικά με την προσπάθειά της να αναφέρει τις απειλές στις αρχές. Δήλωσε ότι τον Απρίλιο του 2021 πήγε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει τον πρώην σύντροφό της, παρ' όλα αυτά, δεν κατάφερε να προσδιορίσει το όνομα του αστυνομικού τμήματος, αναφέροντας ότι: «Δεν γνωρίζω αν υπάρχει όνομα, αλλά το αστυνομικό τμήμα βρίσκεται έναν δρόμο πίσω από τον δρόμο μας». Τέλος, η Αιτήτρια ανέφερε ότι πριν από 2 μήνες, έλαβε από τον πρώην σύντροφό της ένα απειλητικό φωνητικό μήνυμα στον κυπριακό αριθμό τηλεφώνου της μέσω WhatsApp. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει το περιεχόμενο αυτού του μηνύματος, ανέφερε ότι ο πρώην σύντροφός της επανέλαβε τρεις φορές: «Αν δεν μου δώσεις το παιδί μου, για ό,τι θα συμβεί σε σένα, μην με κατηγορήσεις». Ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με συνεκτικό τρόπο πως ο πρώην σύντροφός της κατάφερε να βρει τον κυπριακό αριθμό τηλεφώνου της.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, οι Καθ’ ων ανέτρεξαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με το φαινόμενο τη έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας στην ΛΔΚ, από τις οποίες επαληθεύτηκαν οι δηλώσεις της Αιτήτριας σε σχέση με τη βία κατά των γυναικών στη ΛΔΚ. Ωστόσο, επειδή η εσωτερική αξιοπιστία δεν θεμελιώθηκε, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του. 

Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της,  να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ασφαλείας η οποία επικρατεί στην Kinshasa. 

Αξιολογώντας περαιτέρω το προφίλ της, ο λειτουργός διαπίστωσε πως η Αιτήτρια πρόκειται για ανύπαντρη μητέρα ενός μικρού παιδιού, είναι μια νέα, ικανή γυναίκα, χωρίς εντοπισμένα ιατρικά προβλήματα, με οικογενειακό δίκτυο στην Κινσάσα, έχει λάβει δευτεροβάθμια εκπαίδευση και είναι ικανή να εργαστεί. Συνεπώς, από το προφίλ της και τις προσωπικές της περιστάσεις, δεν προέκυψαν ενδείξεις ότι ενδέχεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό της δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων  σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.

Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη Λ.Δ.Κ. δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Kinshasa, περιοχή στην οποία η Αιτήτρια αναμένεται να επιστρέψει, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Ως εκ τούτου ο Λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας.

Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία της δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[1]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ.  υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08  Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της για διεθνή προστασία.

Το Δικαστήριο προέβη σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής και/ή έμφυλης βίας στην Λ.Δ.Κ.

Κατόπιν σχετικής έρευνας εντοπίστηκε έκθεση της UN Women σχετικά με την Αφρική η οποία αναφέρει  ότι αν και τα άρθρα 5, 14 και 15 του συντάγματος της ΛΔΚ θεσπίζουν μια νομική βάση για τις πολιτικές ισότητας και ισότητας, το 52% των γυναικών στη ΛΔΚ είναι επιζήσασες ενδοοικογενειακής βίας και το 39% των γυναικών από το Κονγκό αναφέρουν ότι έχουν απειληθεί ή τραυματιστεί από μέλη της οικογένειάς τους, το δε 27% των γυναικών στη ΛΔΚ είναι επίσης θύματα επιβλαβών παραδοσιακών πρακτικών[2].

Οι ανωτέρω πληροφορίες επιβεβαιώνονται και από το Παρατηρητήριο Ενδοοικογενειακής Βίας της ΛΔΚ, στου οποίου την επίσημη αρχική ιστοσελίδα αναφέρεται ότι “η ενδοοικογενειακή βία είναι μια αόρατη και ελαχιστοποιημένη πτυχή της βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ωστόσο, είναι ένα πρόβλημα μεγάλου μεγέθους: εκτιμάται ότι τουλάχιστον το 52% των γυναικών και κοριτσιών από το Κονγκό άνω των 15 ετών έχουν υποστεί σωματική βία στη διάρκεια της ζωής τους. Επιπλέον, η τρέχουσα υγειονομική κρίση που σχετίζεται με τον Covid-19 και τα μέτρα για τον έλεγχο της εξάπλωσης του ιού αναγκάζουν τις γυναίκες και τα παιδιά να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ενδοοικογενειακής βίας[3].

Παλαιότερη δε έρευνα του Συμβουλίου Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά (ΙRBC) σε συναφώς υποβληθέν αίτημα πληροφοριών γύρω από την ενδοοικογενειακή και σεξουαλική βία στη ΛΔΚ, παραπέμπει σε μια έκθεση ενός συνασπισμού οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών για την Περιοδική Αναθεώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UPR) στη ΛΔΚ, επιβεβαιώνοντας ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα «ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο στη χώρα». Η ίδια έρευνα επικαλείται άλλωστε την έκθεση της Επιτροπής του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) σχετικά με την ΛΔΚ, η οποία επιβεβαιώνει τα «υψηλά ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας λόγω των αποδεκτών κοινωνικών κανόνων»[4].

Σύμφωνα με απάντηση της EUAA σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία στη ΛΔΚ του 2019, η ενδοοικογενειακή βία είναι διαδεδομένη σε όλη τη χώρα και κυμαίνεται από λεκτική, συναισθηματική, οικονομική και σωματική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αστυνομία σπάνια παρεμβαίνει, καθώς οι ενδοοικογενειακές διαφορές θεωρούνται παραδοσιακά ιδιωτικές οικογενειακές υποθέσεις και υπάρχει γενική κοινωνική αποδοχή της συζυγικής κακοποίησης. Υπάρχει έλλειψη ασφαλών χώρων/καταφυγίων, συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών αποκατάστασης για θύματα ενδοοικογενειακής βίας.[5]

Αναφορικά με τη συμμορία Kulunas: Σύμφωνα με την Παγκόσμια Πρωτοβουλία κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, (Global Initiative against Transnational Organized Crime - GITOC), η Κινσάσα έχει βιώσει από το 2000 κι έπειτα αυξημένη εγκληματικότητα λόγω συμμοριών νέων, της φτώχειας και της έλλειψης επιβολής του νόμου.[6] Σύμφωνα με το Human Rights Watch αυτές οι «συμμορίες του δρόμου», γνωστές και ως Kulunas, αποτελούνται από έφηβους και νεαρούς άνδρες σε συμμορίες 10 έως 20 μελών, οι οποίοι εμπλέκονται στο οργανωμένο έγκλημα.[7] Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις πιο φτωχές περιοχές της Κινσάσα, όπως το Yolo, το Limete, το Matete και το Makala, αλλά με την πάροδο του χρόνου, επεκτάθηκαν και στην υπόλοιπη πόλη.[8] Μόλις οι Kulunas είναι παρόντες σε μια περιοχή, «αναλαμβάνουν τον εδαφικό έλεγχο», ασκώντας την κυριαρχία τους με «σοβαρή βία», συμπεριλαμβανομένης της ληστείας και των βίαιων επιθέσεων.[9] Σύμφωνα με το GITOC, οι Kulunas αναφέρεται ότι επιτίθενται σε αγνώστους που περνούν από τις περιοχές τους, αλλά είναι απίθανο να επιτεθούν στους κατοίκους.[10]

Όσον αφορά τις πιο πρόσφατες εξελίξεις, ιδιαίτερα ως προς τη στάση της Κυβέρνησης της χώρας απέναντι στην ύπαρξη και τη δράση των Kulunas, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, στις 05/01/2025 ο υπουργός Δικαιοσύνης της ΛΔΚ Constant Mutamba ανακοίνωσε ότι περισσότερα από 170 άτομα, που «φέρεται να συνδέονται με εγκληματικές συμμορίες», κοινώς γνωστές ως "Kuluna" ή "ληστές", μεταφέρθηκαν από την πρωτεύουσα Κινσάσα στη φυλακή Angengaμ στη βορειοδυτική ΛΔΚ, για εκτέλεση. Είπε, περαιτέρω, ότι όσοι μεταφέρθηκαν στην Angenga ήταν μεταξύ 18 και 35 ετών και είχαν εμπλακεί σε αστική βία. Οι αρχές έχουν ισχυριστεί ότι η επανέναρξη των εκτελέσεων «θα βοηθούσε στην καταπολέμηση των συμμοριών των πόλεων».[11]

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την Kinshasa, πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC[12], μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, η κατάσταση στην Kinshasa, την πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό, δεν κατατάσσεται ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Το RULAC παρακολουθεί και κατατάσσει τις ένοπλες συγκρούσεις με βάση αυστηρά νομικά κριτήρια και δεν αναφέρει την Κινσάσα ως περιοχή που βιώνει τέτοια σύγκρουση.

Στην επαρχία της Kinshasa βάσει των δεδομένων της πλατφόρμας ACLED καταγράφηκαν 5 περιστατικά στη διάρκεια ενός έτους (06/04/2024 - 04/04/2025) με φορέα δράσης την παραστρατιωτική ομάδα Mobondo. Τα περιστατικά αυτά κωδικοποιήθηκαν ως εξής: 5 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (8 θάνατοι) και 2 μάχες (12 θάνατοι) [13].

Για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν τα πιο πρόσφατα ποσοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην Κινσάσα κατά το τελευταίο έτος. Με βάση, συνεπώς, τα όσα ανευρέθηκαν στο ACLED, κατά το διάστημα 04/05/2024 – 02/05/2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 92 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 240 απώλειες. Εξ’ αυτών, 13 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (19 απώλειες), 19 ως εξεγέρσεις (203 απώλειες), 6 ως μάχες (18 απώλειες) και 54 ως διαμαρτυρίες (0 απώλειες).[14] Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους.[15]

Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στην Kinshasa δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους.

Δεδομένων  των πιο πάνω, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της.

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην περιοχή συνήθους διαμονής της, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία στη χώρα καταγωγής της.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα νεαρής ηλικίας, μητέρα ενός παιδιού,  υγιής,  ικανή προς εργασία και με ικανοποιητικό οικογενειακό και/ή υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της (γονείς και πέντε αδέρφια). Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή της στην Kinshasa η Αιτήτρια θα έλθει αντιμέτωπη με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στην Αιτήτρια σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

                             

 

 Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025). 

[3] Observatory on domestic violence in Democratic Republic of the Congo, Overview of Domestic Violence in the Democratic Republic of the Congo, n.d., διαθέσιμο σε https://violences-domestiques-rdc.org/, (ημ. πρόσβασης 08/05/2025).

[4] ΙRBC, Response to Information Request, DRC : Domestic and Sexual Violence, including treatment of survivors, legislation and state protection and support services, n.d., διαθέσιμο σε https://www.justice.gov/eoir/page/file/1390466/dl, (ημ. πρόσβ. 08/05/2025).

[5] EASO – European Asylum Support Office: 1. Sexual and gender-based violence (SGBV), including: Conflict related sexual violence, sexual and domestic violence, trafficking, traditional harmful practices 2. Legal framework (national legislation and international instruments) and implementation 3. State actors of protection 4. Social perception and non-state actors of protection [Q12], 10 July 2019, σελ. 6
https://www.ecoi.net/en/file/local/2012709/2019_06_DRC_COI_Query_SGBV_Q12.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/05/2025).

[6] Global Initiative Against Transnational Organized Crime, Criminals or Vigilantes? The Kuluna Gangs of the Democratic Republic of Congo, May 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Criminals-or-vigilantes-The-Kuluna-gangs-of-the-Democratic-Republic-of-Congo-GITOC.pdf, σελ.14 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 09/04/2025)

[7] HRW, Operation Likofi - Police Killings and Enforced Disappearances in Kinshasa, DRC, 17 November 2014, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Operation Likofi: Police Killings and Enforced Disappearances in Kinshasa, Democratic Republic of Congo | HRW (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 09/04/2025)

[8] Global Initiative Against Transnational Organized Crime, Criminals or Vigilantes? The Kuluna Gangs of the Democratic Republic of Congo, May 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Criminals-or-vigilantes-The-Kuluna-gangs-of-the-Democratic-Republic-of-Congo-GITOC.pdf, σελ.4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 09/04/2025)

[9] Global Initiative Against Transnational Organized Crime, Criminals or Vigilantes? The Kuluna Gangs of the Democratic Republic of Congo, May 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Criminals-or-vigilantes-The-Kuluna-gangs-of-the-Democratic-Republic-of-Congo-GITOC.pdf, σελ.i (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 09/04/2025)

[10] Global Initiative Against Transnational Organized Crime, Criminals or Vigilantes? The Kuluna Gangs of the Democratic Republic of Congo, May 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Criminals-or-vigilantes-The-Kuluna-gangs-of-the-Democratic-Republic-of-Congo-GITOC.pdf, σελ.2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 09/04/2025)

[11] Amnesty International, ‘DRC: President Tshisekedi must halt plans to carry out mass executions’, 7 January 2025, διαθέσιμο στη διεύθυνση: DRC: President Tshisekedi must halt plans to carry out mass executions  - Amnesty International (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 09/04/2025)

 

[12] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/05/2025). 

[13] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/#1714654904371-01f34ad7-b1ac (βλΠλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσηςΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 06/04/2024 - 04/04/2025 Past Year of ACLED Data, Event Category: Political Violence (Battles, Explosions/ Remote Violence, Violence against Civilians, Excessive force against protesters and Mob Violence), Region of Interest: Africa, Country of Interest: Democratic Republic of Congo, Admin1 Unit of Interest: Kinshasa, Actor: Mobondo militia) ( ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/05/2025).

[14] ΑCLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/explorer/, Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 04/05/2024 – 02/05/2025 past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – DRC – Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/05/2025).

[15] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/05/2025).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο