
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
15 Μαΐου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D. W. W. K. από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ,Οδός {…}, Λευκωσία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Άρτεμις Παναγή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Θεοφανώ Βασιλάκη (κα) και Θωμά Βασιλική (κα), Δικηγόροι για τους Καθ' ων η αίτηση
Ο Αιτητής είναι παρών (Παρών ο διερμηνέας κος Frangiskos Liangky για πιστή μετάφραση από Lingala σε Ελληνικά και αντίστροφα)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/05/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 11/06/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στον Αιτητή καθεστώς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.) και στις 15/10/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 26/03/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (Ο.Ε.Ε.Α. – αγγλ. E.U.A.A.), ο οποίος στις 25/04/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Ακολούθως, στις 14/05/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Στις 11/06/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις 13/06/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής προέβαλε μέσω της αίτησης της πλήθος λόγων ακυρώσεως, τους οποίους περιόρισε σε δύο μέσω της γραπτής αγόρευσής της
1. Ανεπάρκεια έρευνας και/ή δέουσας έρευνας και/ή ελαττωματική έρευνα. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι Καθ' ων η αίτηση προτίμησαν απλά να απορρίψουν τον ισχυρισμό περί της καταγωγής του χωρίς οι ίδιοι να προχωρήσουν σε έρευνα αναφορικά με τη σχέση των κρατών Κονγκό και Ρουάντα και των διαφορών μεταξύ των πολιτών αυτών.
2. Νομική και πραγματική πλάνη. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι Καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα παρέλειψαν να αξιολογήσουν όλους τους λόγους και/ή γεγονότα τα οποία αναφέρθηκαν από την ίδια και ενήργησαν υπό ουσιώδη πραγματική και νομική πλάνη κρίνοντάς τον αναξιόπιστο.
Κατά την ακροαματική διαδικασία η συνήγορος του Αιτητή ανέφερε ότι αποσύρει τον λόγο ακύρωσης που αφορά στην νομική και/ή πραγματική πλάνη και κατά λοιπά προωθεί μόνο τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή, αυτός είναι ενήλικας από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.).
Στην αίτησή του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την πόλη καταγωγής του γιατί η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Ισχυρίστηκε ότι οι εγκληματίες που σκότωσαν τους γονείς του ήθελαν να τον βλάψουν, προκειμένου να εξαλείψουν κάθε μάρτυρα. (ερ. 1 και 14 -σε μετάφραση- δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει κονγκολέζικη καταγωγή, γεννημένος στην πόλη Kinshasa και προερχόμενος από την πόλη Matadi της επαρχίας Kongo Central, η οποία αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονή του (ερ. 49 δ.φ.). Για την ακρίβεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά τη γέννησή του έμεινε για δύο μήνες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στη συνέχεια οι γονείς του μετακόμισαν στη Ρουάντα, επειδή η σχέση τους δεν είχε γίνει αποδεκτή και ξαναεπέστρεψαν στη ΛΔ Κονγκό λίγο πριν από τη γενοκτονία το 1991, οπότε και εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Kongo Central. Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανός προτεστάντης (ερ. 50 δ.φ.), και ως προς την εθνοτική του καταγωγή «Mukongo» (εκ της πατρικής γραμμής) και «Hutu» (εκ της μητρικής γραμμής) (ερ. 50 δ.φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του και ακολούθως παρακολούθησε σπουδές σε πανεπιστήμιο της πόλης Matadi στον τομέα της πληροφορικής (ερ. 48 δ.φ.), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε άνεργος (ερ. 47 δ.φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και πατέρας δύο παιδιών, ένα εκ των οποίων βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία (με την μητέρα του να είναι αιτήτρια διεθνούς προστασίας), και το άλλο στην χώρα καταγωγής (ερ. 49 δ.φ.). Επίσης, δεν έχει αδέρφια και οι γονείς του έχουν αποβιώσει. Τέλος, ο Αιτητής δήλωσε ότι από την πλευρά του πατέρα του έχει κάποιους συγγενείς, αλλά δεν έχει επαφή μαζί τους επειδή είχαν απορρίψει τον πατέρα του. Από την πλευρά της μητέρας του έχει μόνο μία συγγενή, την μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας του, με την οποία ήταν πολύ κοντά, ωστόσο, από τότε που μετακόμισε στην Κύπρο, έχει χάσει την επαφή μαζί της (ερ. 48 δ.φ.).
Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι αιτία ήταν ότι ο γάμος των γονιών του, ο οποίος δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από τους συγγενείς του πατέρα του, καθώς η μητέρα του ήταν Ρουαντέζα. Όπως προέβαλε, στις 5 Ιουλίου 2021, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στη γειτονιά του σχετικά με μια σφαγή που συνέβη την 1η Ιουλίου στο ανατολικό τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, κάποιοι συμμετέχοντες κατηγόρησαν τους Ρουαντέζους για τη βία. Ο πατέρας του, που ήταν παρών, προσπάθησε να υπερασπιστεί τους Ρουαντέζους λέγοντας ότι δεν είναι όλοι υπεύθυνοι. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, αποκάλυψε ότι ήταν παντρεμένος με Ρουαντέζα, κάτι που εξόργισε ορισμένους παρευρισκόμενους που είχαν χάσει συγγενείς τους στη σφαγή. Ο Αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του δέχτηκε επίθεση αλλά κατάφερε να ξεφύγει και να επιστρέψει στο σπίτι. Λίγο αργότερα, περίπου είκοσι άτομα, οπλισμένα με ρόπαλα και μαχαίρια, εισέβαλαν στο σπίτι και άρχισαν να χτυπούν τους γονείς του, αλλά ο Αιτητής κατάφερε να διαφύγει και έτρεξε στο σπίτι ενός πάστορα για βοήθεια. Κατόπιν, ο πάστορας πήγε να δει τι είχε συμβεί και όταν επέστρεψε, του είπε με λύπη ότι το σπίτι ήταν περικυκλωμένο από στρατιώτες και ότι οι γονείς του είχαν μαχαιρωθεί. Ο Αιτητής έμεινε προσωρινά με τον πάστορα, ο οποίος κανόνισε τη μεταφορά του στην Κινσάσα το ίδιο βράδυ. Όταν έφτασε εκεί, επικοινώνησε με τη μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας του και μαζί κανόνισαν τη μετακίνησή του στη Ρουάντα, όπου διέμενε στο σπίτι της. Όταν όμως έφτασε στο Κιγκάλι, ο Αιτητής ένιωσε ανεπιθύμητος. Τα ξαδέρφια του διέδιδαν φήμες στη γειτονιά ότι ίσως ήταν κατάσκοπος. Η θεία του τελικά του συνέστησε να επιστρέψει στην Κινσάσα για την ασφάλειά του. Επιστρέφοντας, φιλοξενήθηκε ξανά από τον πάστορα και με τη βοήθεια της θείας του, συγκεντρώθηκαν τα απαραίτητα έξοδα για να διαφύγει από τη Λ.Δ. του Κονγκό. Έτσι κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα. Εξέφρασε φόβο ότι, εάν επιστρέψει, δεν θα μπορέσει να ζήσει ελεύθερα και με ασφάλεια λόγω της καταγωγής του. Πιστεύει ότι εξακολουθεί να κινδυνεύει, καθώς το περιστατικό έχει γίνει γνωστό και η καταγωγή του τον καθιστά στόχο (ερ. 45-46 δ.φ.)
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής του. Αρχικά τέθηκαν ερωτήσεις στον Αιτητή αναφορικά με τις γνώσεις του και την σχέση του με την Ρουάντα, ώστε να διακριβωθεί ότι η καταγωγή της μητέρας του είναι από εκεί (ερ. 43-44 δ.φ.). Κατά τα λοιπά ανέπτυξε εκ νέου τα όσα προέβαλε και στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησης (ερ. 38-42 δ.φ.).
Ο Αιτητής παραδέχτηκε ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της αρχικής του δήλωσης στην αίτηση ασύλου και όσων ανέφερε στη συνέντευξη. Αρχικά είχε πει ότι οι γονείς του σκοτώθηκαν από εγκληματίες που ήθελαν να τον εξοντώσουν επειδή ήταν μάρτυρας. Στη συνέντευξη εξήγησε ότι η επίθεση ήταν εθνοτικά υποκινούμενη λόγω της ρουαντεζικής καταγωγής της μητέρας του. Εξήγησε ότι η αίτηση είχε περιορισμένο χώρο και του ζητήθηκε να γράψει μια σύντομη περίληψη, ενώ τις λεπτομέρειες τις κράτησε για τη συνέντευξη. Πρόσθεσε δε ότι μπορεί να υπήρξε παρερμηνεία λόγω της γλωσσικής φτώχειας των Lingala και της δυσκολίας στην ακριβή διατύπωση (ερ. 37 δ.φ.).
Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι δεν κατήγγειλε ποτέ το περιστατικό στην αστυνομία, καθώς όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα και ήταν σε κατάσταση σοκ. Επιβεβαίωσε δε ότι δεν είχε προηγούμενα προβλήματα λόγω της καταγωγής του πριν το συμβάν. Σχετικά με την πιθανότητα εσωτερικής μετακίνησης εντός της χώρας, ο Αιτητής δήλωσε ότι λόγω του τραύματος και του διαρκούς φόβου, δεν νιώθει ασφαλής σε καμία πόλη, ακόμα και αν δεν είναι γνωστή η καταγωγή του. Επίσης, επισήμανε ότι κάποιοι από τους ανθρώπους που τον απείλησαν μπορεί να είναι ακόμα ζωντανοί και να τον αναγνωρίσουν, αν επιστρέψει. Τέλος, ο Αιτητής εξήγησε ότι παρόλο που είχε σκοπό να παραμείνει στη Ρουάντα, η καχυποψία και η εχθρική στάση των ανθρώπων εκεί τον ανάγκασαν να αποχωρήσει. Θεώρησε ότι δεν ήταν δυνατόν να ζήσει με αξιοπρέπεια ούτε στη Ρουάντα ούτε στο Κονγκό, και έτσι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του (ερ. 36 δ.φ.).
Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής τριών (3) ουσιωδών ισχυρισμών:
(1) Προσωπικά στοιχεία και προφίλ του Αιτητή
(2) Η μητέρα του Αιτητή έχει καταγωγή από την Ρουάντα
(3) Οι γονείς του Αιτητή δολοφονήθηκαν μετά την αποκάλυψη ότι η μητέρα του έχει καταγωγή από την Ρουάντα.
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο του, το οποίο προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό είναι θέση των Καθ΄ ων ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να παράσχει συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή της μητέρας του από την Ρουάντα. Ανέφερε ότι η μητέρα του ανήκε στη φυλή Χούτου, είχε μετακομίσει στη ΛΔ Κονγκό και μιλούσε Kinyarwanda με την οικογένειά της, αλλά κατά τ’ άλλα επικοινωνούσε στα Lingala και τα Γαλλικά. Όταν ρωτήθηκε πώς εκδηλωνόταν η καταγωγή της μητέρας του στην καθημερινή ζωή, απάντησε ότι εκείνη άκουγε παραδοσιακή μουσική, αλλά δεν τηρούσε έθιμα ή γιορτές από την Ρουάντα, ούτε μαγείρευε παραδοσιακά φαγητά, λέγοντας αόριστα ότι ήταν «πολύ απλή». Ο Αιτητής ανέφερε επίσης ότι είχε πάει στη Ρουάντα μόνο δύο φορές, μία ως βρέφος και μία όταν διέφυγε εκεί, ενώ η οικογένεια της μητέρας του δεν είχε ποτέ επισκεφτεί το Κονγκό. Τέλος, ανέφερε ότι κανείς εκτός από την οικογένεια του πατέρα του δεν γνώριζε την καταγωγή της μητέρας του. Συμπερασματικά, είναι κρίση των Καθ’ ων ότι θα ανέμενε κανείς από τον Αιτητή να είναι σε θέση να αναφέρει περισσότερες πληροφορίες για την καταγωγή της μητέρας του, όπως τις καθημερινές συνήθειες στο σπίτι ή γνώσεις γύρω από την παραδοσιακή κουζίνα τη τοπική γλώσσα κ.λπ. κάτι που δεν συνέβη. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές στις οποίες ανέτρεξαν οι Καθ’ ων, επιβεβαιώνεται ότι όντως υπάρχει πρόβλημα διακρίσεων στη ΛΔ Κονγκό έναντι ατόμων με καταγωγή από την Ρουάντα καθότι οι Κονγκολέζοι ρουαντέζικης καταγωγής αποτελούν συχνά στόχο ρητορικής μίσους, διακρίσεων και φοβούνται για τη ζωή τους. Ωστόσο, παρά τις πληροφορίες αυτές, ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκή και αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με την καταγωγή της μητέρας του, και κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Ως προς τον τρίτο ισχυρισμό περί του ότι γονείς του Αιτητή δολοφονήθηκαν μετά την αποκάλυψη ότι η μητέρα του έχει καταγωγή από την Ρουάντα, οι Καθ’ ων έκριναν ότι η αφήγησή του ήταν ασαφής, αντιφατική και χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες, γεγονός που εγείρει σοβαρές αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δεν ήταν παρών στη συζήτηση που συμμετείχε ο πατέρας του ούτε στην αρχική επίθεση κατά του πατέρα του και συνεπώς βασίστηκε μόνο «σε όσα του μετέφερε ο πατέρας του». Ακολούθως, ανέφερε ότι περίπου «20 άτομα επιτέθηκαν στο σπίτι», αλλά δεν κατάφερε να εξηγήσει πειστικά πώς κατάφερε να διαφύγει. Επανέλαβε γενικές και αντιφατικές απαντήσεις, συμπεριλαμβανομένου ότι «χρησιμοποίησε τη δύναμή του» για να τους σπρώξει, κάτι που αξιολογήθηκε ως μη πειστικό. Περαιτέρω, αν και έζησε όλη του τη ζωή στη συγκεκριμένη περιοχή, ισχυρίστηκε ότι δεν αναγνώρισε κανέναν από τους επιτιθέμενους, κάτι που κρίνεται ως μη ευλογοφανές. Επιπρόσθετα, έδωσε αντικρουόμενες δηλώσεις για τις ενέργειες του πάστορα, καθότι ενώ αρχικά είπε ότι ο πάστορας άκουσε μόνο φήμες, μετά ανέφερε ότι μπήκε στο σπίτι για να πάρει προσωπικά του αντικείμενα. Επίσης, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία, ο Αιτητής έδωσε ασαφείς και αντιφατικές δικαιολογίες, όπως ο φόβος και η έλλειψη χρόνου. Επιπλέον, οι Καθ’ ων επεσήμαναν ότι υπήρξε μια σημαντική αντίφαση ανάμεσα στη συνέντευξη και την αρχική αίτηση ασύλου. Στην αίτηση ανέφερε ότι «εγκληματίες σκότωσαν τους γονείς του για να εξαλείψουν έναν μάρτυρα», και όχι λόγω της καταγωγής της μητέρας του, όπως προέβαλε στην συνέντευξή του. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει την αντίφαση, δεν έδωσε κάποια πειστική απάντηση.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, επιβεβαιώθηκε από εξωτερικές πηγές η σφαγή στο Beni από την οργάνωση ADF, στοιχείο που συνάδει με την αναφορά του Αιτητή. Ωστόσο, δεν ανευρέθησαν εξωτερικές πηγές που να επιβεβαιώνουν επιθέσεις κατά πολιτών στην πόλη Matadi λόγω της καταγωγής τους από το 1998 και μετά. Αν και υπάρχει γενικευμένη εγκληματικότητα στη ΛΔ Κονγκό, δεν επιβεβαιώνονται στοχευμένες επιθέσεις εναντίον Ρουαντέζων στην πόλη Matadi, όπως ισχυρίστηκε ο Αιτητής. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι ένα μέρος της αφήγησης του Αιτητή (η σφαγή στο Beni) επιβεβαιώνεται εξωτερικά, η εσωτερική αξιοπιστία του δεν τεκμηριώθηκε λόγω αντιφάσεων, ασάφειας και μη πειστικών περιγραφών.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Matadi της επαρχίας Kongo Central της ΛΔΚ. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην επαρχία Kongo Central της ΛΔΚ.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Λ.Δ.Κ. δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η επαρχία Kongo Central της ΛΔΚ, περιοχή στην οποία ο Αιτητής αναμένεται να επιστρέψει, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ως εκ τούτου ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή.
Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[1]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ. υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Το Δικαστήριο προέβην σε πρόσθετη επικαιροποιημένη έρευνα σχετικά με την μεταχείριση Ρουαντέζων στην ΛΔΚ. Παρότι οι πηγές ήταν περιορισμένες, οι κάτωθι πληροφορίες έχουν ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με την Alice Wairimu Nderitu, Ειδική Σύμβουλο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για την πρόληψη της γενοκτονίας, «ο δημόσιος λόγος μίσους και η υποκίνηση σε διακρίσεις, εχθρότητα ή βία αυξάνονται σε ολόκληρη τη χώρα, ιδιαίτερα όσον αφορά τους ομιλητές της Kinyarwanda (όπως η μητέρα του Αιτητή, βλ. ερ. 44 δ.φ.) και τη μειονότητα των Banyamulenge»[2].
Σε μελέτη του UN Joint Human Rights Office (UNJHRO), το 31 % των τεκμηριωμένων περιπτώσεων λόγου μίσους στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (DRC) από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 2020 στόχευε τους Banyamulenge, με το 12 % αυτών των περιπτώσεων να αποδίδεται σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και το 6 % σε θρησκευτικές ομάδες, τη διασπορά ή ένοπλες ομάδες[3].
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια ενός διακοινοτικού φόρουμ τον Μάρτιο του 2020, μέλη της κοινότητας των Babembe κάλεσαν τις εθνικές και τοπικές αρχές να αναγνωρίσουν τους Banyamulenge ως «πρόσφυγες» και να τους αφαιρεθεί η Κονγκολέζικη υπηκοότητα[4].
Η Δανική Υπηρεσία Μετανάστευσης (Danish Immigration Service - DIS) ανέφερε σε έκθεσή της ότι μια διεθνής ανθρωπιστική οργάνωση επεσήμανε πως «οποιοσδήποτε θεωρείται ότι έχει σύνδεση με τη Ρουάντα θα αντιμετωπίσει σκληρές διακρίσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας» στην Κινσάσα, καθώς το εθνοτικό ή θρησκευτικό υπόβαθρο στην πόλη μπορεί να αποτελέσει «πιθανούς παράγοντες κινδύνου»[5].
Σύμφωνα με τον καθηγητή J.B., συντονιστή ερευνητικού προγράμματος για εκτοπισμένους πληθυσμούς στην Κινσάσα, το Βόρειο και το Νότιο Κίβου, στην Κινσάσα «φαίνεται ότι αυτές οι ομάδες [Banyamulenge] έχουν απλώς προβλήματα ένταξης και αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα προσαρμογής»[6].
Ως προς την κρατική προστασία, λεχθέντα είναι τα εξής: Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων της Γερμανίας (German Federal Office for Migration and Refugees - BAMF) ανέφερε σε ενημερωτικό σημείωμα του Ιανουαρίου 2023 ότι, σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, ο Πρόεδρος του Κονγκό Félix Tshisekedi υποσχέθηκε να προστατεύσει τους ρουαντόφωνους εκπροσώπους των κοινοτήτων των Κονγκολέζων Τούτσι και Χούτου [σημειωτέον ότι ο Αιτητής δήλωσε Χούτου εκ της μητρικής γραμμής, βλ. ερ. 50 δ.φ.), μετά την αύξηση των εντάσεων με τη Ρουάντα που προκλήθηκαν από τη σύγκρουση στο Βόρειο Κίβου μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων του Κονγκό και της M23[7].
Το Africanews ανέφερε ότι, μετά από διαδηλώσεις κατά της Ρουάντα και της M23 στη Γκόμα, ο Υπουργός Επικοινωνίας Patrick Muyaya δήλωσε ότι ο Πρόεδρος Félix Tshisekedi έδωσε εντολή στον Υπουργό Εσωτερικών και στον Αρχηγό της Αστυνομίας να λάβουν όλα τα «απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή στιγματισμού και καταδίωξης» κατά των Ρουαντόφωνων στην πόλη[8].
Η έκθεση του UNJHRO ανέφερε ότι, παρόλο που οι δημόσιες αρχές καταδικάζουν τακτικά τη ρητορική μίσους και την υποκίνηση σε εχθρότητα, «πέρα από αυτές τις δηλώσεις, οι Κονγκολέζικες αρχές δυσκολεύονται να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα»[9].
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Matadi της επαρχίας Kongo Central της ΛΔΚ, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.
Ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην πόλη Matadi[10]. H εν λόγω πόλη βρίσκεται στα δυτικά της χώρας[11], ενώ οι συγκρούσεις στις προαναφερόμενες περιοχές στα ανατολικά της χώρας[12].
Για πληρότητα της έρευνας, παρατίθενται στατιστικά στοιχεία από την πλατφόρμα ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Kατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 11/05/2024 – 09/05/2025, στην περιοχή Κongo - Central, περιφέρεια στην οποία ανήκει το Matadi, καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 18 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 14 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 2 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 6 απώλειες), 2 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 1 απώλεια), 10 ως εξεγέρσεις (με 7 απώλειες) και 4 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια)[13]. Σημειωτέον ότι ο πληθυσμός της εν λόγω επαρχίας ανέρχεται σε 6,838,500 κατοίκους[14].
Δεδομένων των πιο πάνω, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.
Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.
Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στην επαρχία Kongo Central της ΛΔΚ ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).
Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις.
Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025).
[2] Germany, BAMF, Briefing Notes, 6 December 2022, https://www.bamf.de/SharedDocs/Anlagen/EN/Behoerde/Informationszentrum/BriefingNotes/2022/briefingnotes-kw49-2022.pdf?__blob=publicationFile&v=4 , p.2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
[3] UNJHRO, Report on hate speech and incitement to hostility in the Democratic Republic of the Congo, March 2021, https://monusco.unmissions.org/sites/default/files/report_on_hate_speech_and_incitement_to_hostility_in_the_democratic_republic_of_the_congo_-_march_2021.pdf , paras. 53, 54, 57 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
[4] UNJHRO, Report on hate speech and incitement to hostility in the Democratic Republic of the Congo, March 2021, https://monusco.unmissions.org/sites/default/files/report_on_hate_speech_and_incitement_to_hostility_in_the_democratic_republic_of_the_congo_-_march_2021.pdf , paras. 53, 54, 57 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
[5] Denmark, DIS, Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa, 7 October 2022, https://us.dk/media/10550/notat-drc-kinshasa.pdf , pp. 13-14 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
[6] Denmark, DIS, Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa, 7 October 2022, https://us.dk/media/10550/notat-drc-kinshasa.pdf , pp. 49 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
[7] Germany, BAMF, Briefing Notes Summary; Democratic Republic of the Congo – July to December 2022, 1 January 2023, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2087096/Deutschland._Bundesamt_f%C3%BCr_Migration_und_Fl%C3%BCchtlinge%2C_Briefing_Notes_Summary_%E2%80%93_Democratic_Republic_of_the_%28DR%29_Congo%2C_July_to_December_2022._01.01.2023.pdf, p. 16 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
[8] Africanews, DRC: Authorities decide to fight "the hunt" for Rwandophones, 16 June 2022, https://www.africanews.com/2022/06/16/drc-authorities-decide-to-fight-the-hunt-for-rwandophones/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
[9] UNJHRO, Report on hate speech and incitement to hostility in the Democratic Republic of the Congo, March 2021, https://monusco.unmissions.org/sites/default/files/report_on_hate_speech_and_incitement_to_hostility_in_the_democratic_republic_of_the_congo_-_march_2021.pdf , paras 66-70 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
[10] International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo, ημερ. πρόσβασης 14/05/2025 / AI - Amnesty International, ' Report on the human rights situation (covering 2023): Congo, Democratic Republic', 24 April 2024, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/, (ημερ. πρόσβασης 14/05/2025).
[11] Brittanica, 'Matadi, Democratic Republic of Congo', https://www.britannica.com/place/Matadi, (ημερ. πρόσβασης 14/05/2025).
[12] Al Jazeera, Five key issues at stake in the DR Congo's crucial election, 11 December 2023, https://www.aljazeera.com/news/2023/12/11/five-key-issues-at-stake-in-the-dr-congos-crucial-election ; HRW, World Report 2023 - Democratic Republic of Congo, 12 January 2023, https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/05/2025).
[13] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Africa: Democratic Republic of Congo: Kongo - Central, 11/05/2024 - 11/05/2025, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests], https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
[14] City Population, Congo Central, DRC, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/05/2025).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο