D.U.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2123/2023, 20/5/2025
print
Τίτλος:
D.U.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2123/2023, 20/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  2123/2023

20 Μαΐου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

D.U.O.,

από Νιγηρία

                      Αιτητής

                                    

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

                                        Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Π. Μπενέτης για Αλ Τάχερ Μπενέτη και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ν. Κουρσάρης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 20.06.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποία εγκατέλειψε στις 27.09.2021 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις 15.10.2021 μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 05.11.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 16.06.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 16.06.2023  Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 20.06.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 26.06.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου της ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, καθώς δεν είναι αρκούντως τεκμηριωμένη με αποτέλεσμα να έχει επέλθει πλάνη περί τα πράγματα. Περαιτέρω, και όσον αναφορά το στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, είναι η θέση του Αιτητή ότι δεν αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση με ορθό τρόπο η κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη Νιγηρία. Προβάλλεται επιπροσθέτως ότι η απόφαση είναι γραμμένη σε γλώσσα μη κατανοητή από τον Αιτητή, καθότι δεν είναι η μητρική του γλώσσα, αλλά και πως η συνέντευξη διεξήχθη χωρίς την παρουσία μεταφραστή γεγονός που υποδηλώνει πως η όλη διαδικασία πάσχει.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Ισχυρισμός περί απουσίας διερμηνέα κατά τη συνέντευξη καθώς και κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης σε γλώσσα μη κατανοητή για τον Αιτητή.

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την σχετική επιχειρηματολογία που προβλήθηκε προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού και παρατηρώ καταρχάς πως αυτός προβάλλεται με γενικότητα και χωρίς οποιανδήποτε λυσιτέλεια, καθώς ο Αιτητής άσκησε το δικαίωμα του για καταχώριση προσφυγής εμπρόθεσμα. Πρόσθετα,  προωθώντας την παρούσα προσφυγή, μέσω μάλιστα συνηγόρου, είναι σε θέση στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας να επιχειρήσει να ανατρέψει την επίδικη απόφαση χωρίς να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο από την κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη.

 

Εν πάση περιπτώσει και επί της ουσίας του ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αβάσιμος, καθώς  όπως δε έχει παγίως νομολογηθεί, το γεγονός ότι η ίδια η επίδικη πράξη συντάσσεται σε διαφορετική γλώσσα από την μητρική,  δεν συνιστά πλημμέλεια αυτής[1].

 

Περαιτέρω παρατηρώ από τα ενώπιόν μου δεδομένα ότι ο ίδιος ο Αιτητής συμπλήρωσε την υποβληθείσα αίτησή του στην αγγλική γλώσσα (βλ. ερ. 3-1 του δ.φ.), ενώ στο πλαίσιο αυτής κατέγραψε ως άλλη γλώσσα την οποία ομιλεί, την αγγλική (βλ. ερ. 3 του δφ.).

Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στην αγγλική γλώσσα, ήτοι σε γλώσσα την οποία ο ίδιος δήλωσε ότι κατανοεί. Ειδικότερα στο ερυθρό 12 του δ.φ. εντοπίζεται η υπογραφή του Αιτητή στο σημείο όπου ρητά καταγράφεται ότι «(…) I have fully understood in (English), which is a language that I fully understand(…)».

 

Πέραν τούτου, ως προκύπτει από τις πρόνοιες των άρθρων 12(1)Β και 15(3)Γ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ οι οποίες έχουν μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία διά των άρθρων 18(2) και 13(Α)9Γ του περί Προσφύγων Νόμου, η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα δεν είναι υποχρεωτική εάν κριθεί ότι η επικοινωνία με τον Αιτητή, είναι εφικτή χωρίς τις υπηρεσίες αυτές. Επί του θέματος αυτού, σχετική είναι η ανάλυση μου στο πλαίσιο της υπόθεσης Τ.Β.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 265/2022, 30.04.2024, την οποίαν επαναλαμβάνω και υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας. Προς τούτο κρίνω σκόπιμη την παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα της προρρηθείσας απόφασης:

 

«Το ζήτημα της παροχής κατάλληλου διερμηνέα προβλέπεται στο άρθρο 18 του περί Προσφυγών Νόμου και ειδικότερα στο εδάφιο (2) αυτού το οποίο διαλαμβάνει ότι (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές».

 

Τα ίδια προβλέπονται και στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), όπου στο άρθρο 12(1)(β) διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:

 

[.]

 

β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·»

 

Είναι φρονώ ξεκάθαρες οι ως άνω διατάξεις από τις οποίες προκύπτει ότι δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου αυτό είναι αναγκαίο. Οι ίδιες διατάξεις, με καθαρότητα, εξειδικεύουν και το πότε κρίνεται ότι αυτό είναι αναγκαίο, διαλαμβάνοντας ότι είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών καλείται σε συνέντευξη και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα.

 

Με το ίδιο ζήτημα απασχολήθηκε πολύ πρόσφατα και ο αδελφός μου Δικαστής Μ. Στυλιανού στην υπόθεση Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου[2] όπου αφού παρέθεσε τις ως άνω νομοθετημένες διατάξεις, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Οδηγία, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της συνέντευξης ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του καταγράφει ότι μητρική του γλώσσα είναι η Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 16 «ΔΦ») και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα. Με το πέρας της συνέντευξης και/ή από τα ερυθρά 16-9 του ΔΦ προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης.

 Στο τέλος των πρακτικών της συνέντευξηςο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to   question  any  of the information submitted in the interview»,  

 

Βεβαιώνοντας  πως  όσα  καταγράφονται (στο πρακτικό)αντικατοπτρίζουν   επακριβώς τις δηλώσεις του (ερυθρό 9 ΔΦ). Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης (ερυθρό 15 ΔΦ) γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για την διαδικασία της συνέντευξης, της διενέργειας της στην Αγγλική και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την διαδικασία, ειδικότερα εντοπίζονται τα ακόλουθα:

 

(...)

 

Σημειώνεται ότι, και στην επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης (που υπογράφει ο Αιτητής ότι έλαβε γνώση και επισυνάπτεται στην προσφυγή του) αναγράφεται ότι «The applicant stated that he  understands and speaks the English language and does not need the help of an interpreter» (ερυθρό 52 ΔΦ). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται ως αβάσιμος (ως η ανωτέρω ανάλυση).

 

Ίδια είναι και η δική μου κατάληξη. Και στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής δηλώνει στην αίτηση ασύλου, ως μητρική του γλώσσα την αγγλική, , ενώ η όλη συνέντευξη διεξήχθη στην αγγλική γλώσσα, χωρίς ο Αιτητής, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, να δηλώσει ότι δεν κατανοεί τα όσα ερωτάτο παρά το γεγονός ότι ήδη από την έναρξη της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε στον Αιτητή: «In caseduring the interview you face any difficulty in understanding/or communicationplease let me know immediately, so I can clarify/explain.».

 

Έπειτα, μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης, ο Αιτητής έθεσε τη μονογραφή του σε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης και πρόσθετα, επιβεβαίωσε με την υπογραφή του ότι: «Ι, the undersignedconfirm that all information in the  the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview».

 

Καταλήγω συνεπώς ότι ο εν λόγω ισχυρισμός στερείται ερείσματος και κατά τούτο απορρίπτεται ως αβάσιμος.    

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης  σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας αιτιολογίας.

 

Οι λοιποί ισχυρισμοί του Αιτητή συνοψίζονται ουσιαστικά στη θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, καθώς δεν είναι αρκούντως τεκμηριωμένη με αποτέλεσμα να έχει επέλθει πλάνη περί τα πράγματα καθώς και ότι όσον αναφορά το στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, δεν αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση με ορθό τρόπο η κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη Νιγηρία.

 

Οι ισχυρισμοί αυτοί του Αιτητή διασυνδέονται με την ουσία της υπόθεσης και ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[3], θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τους ισχυρισμούς αυτούς.

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[4]

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι η ζωή του βρέθηκε σε κίνδυνο εξαιτίας του παραδοσιακού μαντείου του χωριού του (βλ. ερυθρά 1 του Δ.Φ.).

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής δήλωσε πως γεννήθηκε στο χωριό Lyila Ibere , της τοπικής αρχής Ikwano Local government area, της πολιτείας  Abia. Ακολούθως, κατά το έτος 2000 μετοίκησε στην πολιτεία Lagos για λόγους εργασίας, όπου και διέμεινε μέχρι και την αναχώρηση του από τη Νιγηρία. Ως προς την οικογένειά του, ο Αιτητής ανέφερε ότι έχει την μητέρα του, με την οποία δε διατηρεί επαφή καθώς δεν έχει κινητό τηλέφωνο, ο δε πατέρας του απεβίωσε το 2013 και δεν έχει άλλα αδέλφια. Ο ίδιος δεν παντρεύτηκε αλλά είχε δύο παιδιά τα οποία απεβίωσαν. Ως προς την εκπαίδευσή του, ο Αιτητής ολοκλήρωσε, ως ανέφερε, τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση όπου και αποφοίτησε το έτος 1997. Πριν από την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του, εργαζόταν ως πωλητής.

 

Ακολούθως, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του (βλ. ερυθρά 17 3Χ του Δ.Φ.) ισχυρίστηκε ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι λόγω της άρνησής του να αντικαταστήσει τον πατέρα του, έπειτα από τον θάνατό του το 2013, στα καθήκοντά του ως αρχιερέα μίας τοπικής θεότητας. Ο Αιτητής δήλωσε πως του ζητήθηκε αυτό για πρώτη φορά το 2015, οπότε και αρνήθηκε καθώς διέμενε στο Lagos. Προέβαλε δε πως είχε δύο ανήλικα τέκνα τα οποία έχασαν τη ζωή τους. Ως προς τον θάνατο των παιδιών του ο Αιτητής δήλωσε πως επισκέφθηκε έναν παραδοσιακό αρχιερέα στην πολιτεία Anambra ο οποίος του είπε πως τα παιδιά του έχασαν τη ζωή τους λόγω της θεότητας του μαντείου που αρνήθηκε να υπηρετήσει, ενώ προσέθεσε πως ο αρχιερέας του είπε πως και ο ίδιος θα έχανε τη ζωή του εάν δε δεχόταν τα εν λόγω καθήκοντα.

 

Ερωτηθείς ως προς το τι θεωρεί πως θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία ο Αιτητής προέβαλε ότι θα χάσει τη ζωή του (βλ. ερυθρά 16 του Δ.Φ.).

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που τέθηκαν στον Αιτητή, ο ίδιος εξήγησε, αναφορικά με την λατρεία της θεότητας, ότι επρόκειτο για παράδοση που περνούσε στην οικογένειά του από γενιά σε γενιά, με αποτέλεσμα να έπρεπε να διαδεχθεί τον πατέρα του. Ερωτηθείς δε σχετικώς, δήλωσε ότι του ζητήθηκε αυτό για πρώτη φορά το 2015, δύο έτη έπειτα από τον θάνατο του πατέρα του, και πως η τελευταία φορά που του ζητήθηκε ήταν το 2020. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής κλήθηκε να συνεχίσει την παράδοση δια τηλεφώνου και ενώ βρισκόταν στο Lagos ενώ, όταν επέστρεψε στο χωριό του, προέβαλε πως αρνήθηκε ξανά λόγω της θρησκείας του και τότε του είπαν πως «παίζει με τη φωτιά» (βλ. ερυθρά 16 του Δ.Φ.).

 

Ως προς την τελευταία δια ζώσης αλληλεπίδραση του Αιτητή με τα μέλη της κοινότητας, ο Αιτητής προέβαλε πως αυτή έλαβε χώρα έπειτα από τον θάνατο των παιδιών του. Κληθείς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες ως προς το γεγονός αυτό, ο Αιτητής δήλωσε πως το ένα παιδί του αποβίωσε το 2018 και το δεύτερο το 2020. Και στις δύο περιπτώσεις δεν ήταν ξεκάθαρη η αιτία θανάτου τους. Ο Αιτητής προέβαλε πως θεωρεί το μαντείο υπεύθυνο για τον θάνατο των παιδιών του, λόγω της άρνησής του να αναλάβει τα απαιτούμενα ιερατικά καθήκοντα. Προσέθεσε δε πως το επιβεβαίωσε αυτό έπειτα από την επίσκεψή του στον αρχιερέα στην πολιτεία Anambra το 2020 (βλ. ερυθρά 15/1Χ – 9Χ του Δ.Φ.).

 

Ερωτηθείς εάν του συνέβη κάτι άλλο πλην των όσων ήδη δήλωσε, ο Αιτητής προέβαλε ότι είχε εφιάλτες καθώς και ότι δέχθηκε απειλές θανάτου μεταξύ των ετών 2015 και 2020. Προσέθεσε ότι είχε εκφράσει την άρνησή του και πως έβαλε ως απάντηση το ότι παίζει με τη ζωή του (βλ. ερυθρά 14 του Δ.Φ.). Η τελευταία επίσκεψή του στα μέλη της κοινότητας πραγματοποιήθηκε το 2020, οπότε και αρνήθηκε ξανά να αναλάβει τα καθήκοντα λατρείας της θεότητας. Ως προς τα μέτρα αυτοπροστασίας που έλαβε, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι  αποφάσισε να φύγει από τη χώρα του. Παράλληλα επιβεβαίωσε ότι δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας καταγωγής του καθώς δεν θα τον βοηθούσαν (βλ. ερυθρά 13 1Χ – 6Χ του Δ.Φ.).

 

Τέλος, κληθείς να απαντήσει ως προς το εάν θα μπορούσε να ζήσει σε κάποια άλλη περιοχή της Νιγηρίας, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά ισχυριζόμενος ότι οι διώκτες του θα τον εντοπίσουν (βλ. ερυθρά 13 του Δ.Φ.).

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του από τους Καθ’ ων η αίτηση, διαφαίνεται ότι ο λειτουργός ασύλου εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς:

 

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και αυτός έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τον ισχυριζόμενο φόβο του Αιτητή από τα μέλη τα οποία εργάζονταν με τον πατέρα του, λόγω της άρνησής του να γίνει ειδωλολάτρης. Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε από το λειτουργό ασύλου καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε υπεκφυγές, γενικόλογους ισχυρισμούς, ασυνέπειες, ενώ τα λεγόμενά του διακατέχονταν από έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών. Πιο συγκεκριμένα ο λειτουργό ασύλου επισήμανε πως ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες ως προς το τι έλαβε χώρα όταν αρνήθηκε να διαδεχθεί τον πατέρα του στην λατρεία της θεότητας, ενώ και το περιεχόμενο της σχετικής συζήτησής του με τα μέλη της κοινότητας κρίθηκε γενικόλογο ως προς την περιγραφή του. Σχετικά με τον ισχυρισμό του πως λόγω της άρνησής του να αναλάβει τα εν λόγω καθήκοντα τα παιδιά του έχασαν τη ζωή τους, ο λειτουργό ασύλου κατέγραψε πως υπήρξε ασαφής στις δηλώσεις του καθώς και ότι υπεξέφυγε της απάντησης για τον τρόπο που έλαβε την συγκεκριμένη πληροφορία.  Περαιτέρω, ο λειτουργό ασύλου επισήμανε τη μη ξεκάθαρη απάντηση του Αιτητή στην ερώτηση εάν συνέβη κάτι στον ίδιο λόγω της άρνησής του αλλά και τις ασαφείς δηλώσεις του όσον αφορά τις απειλές που ισχυρίστηκε πως δέχθηκε αλλά και του τρόπου με τον οποίον τις έλαβε.

 

Εν συνεχεία ο λειτουργό ασύλου προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελεί και τον μοναδικό ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός. Κατά την εκτίμηση αυτή ο λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πολιτεία Lagos θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες γενικού περιεχομένου για την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, με έμφαση στην πολιτεία Lagos, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην πολιτεία Lagos δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων.

 

Ακολούθως, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας Αναγνώρισης (Qualification Directive), ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε πως με βάση τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που παρατέθηκαν δεν παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργός ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς,  δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό του Αιτητή περί δίωξής του από μέλη τα οποία εργάζονταν με τον πατέρα του λόγω της άρνησής του να γίνει ειδωλολάτρης, συμφωνώ και συντάσσομαι με την ανάλυση στην οποία προχώρησε ο λειτουργός ασύλου και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός του (βλ. ερ. 39-37 του δ.φ.). Η αξιολόγηση του λειτουργού ασύλου φρονώ πως είναι  εύλογη και τεκμηριωμένη, καθώς στηρίζεται σε ουσιαστικές αντιφάσεις, αοριστίες και ελλείψεις που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Από την ααναλυτική εξέταση των όσων αφηγήθηκε ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του καθίσταται σαφές ότι το αφήγημά του παρουσιάζει σοβαρές ασυνέπειες ως προς τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων και ως προς το περιεχόμενο των απαντήσεών του.

 

Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της άρνησής του να αναλάβει τη θέση του πατέρα του ως ειδωλολάτρης αρχιερέας, ωστόσο, δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει με σαφήνεια πότε του ζητήθηκε για πρώτη φορά να αναλάβει τη θέση αυτή. Σε ένα σημείο αναφέρει ότι η πρώτη προσέγγιση έγινε το 2015, ενώ αλλού υπονοεί ότι οι πιέσεις άρχισαν μετά τον θάνατο των παιδιών του, δηλαδή το 2018 και το 2019. Η χρονική αυτή ασυνέπεια δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την πραγματική αφετηρία του κινδύνου που επικαλείται. Η σύγχυση επιτείνεται από την απουσία επαρκούς περιγραφής των γεγονότων και από τις γενικόλογες απαντήσεις του στις σχετικές ερωτήσεις, όπου αποφεύγει να αναφερθεί με ακρίβεια στο ποιοι τον προσέγγισαν και τι ακριβώς του είπαν.

 

Παράλληλα, ενώ ο Αιτητής αποδίδει τον θάνατο των δύο παιδιών του σε ενέργεια πνευματικής τιμωρίας από το «oracle deity», η αιτιολόγηση αυτή βασίζεται αποκλειστικά σε μια δήλωση που φέρεται να του απηύθυνε ένας αρχιερέας κατά την επίσκεψή του στην Anambra το 2020. Δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να συνδέει αντικειμενικά τον θάνατο των παιδιών με την άρνησή του να αναλάβει τη θέση ειδωλολάτρη, πέραν από τις υποκειμενικές του πεποιθήσεις. Επιπρόσθετα, ο Ατητής δεν προσκόμισε ούτε πιστοποιητικά θανάτου, γεγονός που ενισχύει την ασάφεια γύρω από τις συνθήκες αυτών των περιστατικών.

 

Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η αναντιστοιχία ανάμεσα στη σοβαρότητα των ισχυριζόμενων απειλών και στην καθυστερημένη απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Αν και, κατά τους ισχυρισμούς του, δεχόταν πιέσεις ήδη από το 2015, δεν εγκατέλειψε τη Νιγηρία παρά μόνο έξι (6) έτη μετέπειτα, ήτοι το 2021. Δεν έλαβε κανένα μέτρο προστασίας αλλά ούτε και απευθύνθηκε στην αστυνομία ή μετακινήθηκε σε άλλη περιοχή της χώρας, παρά το ότι υποστηρίζει πως απειλούνταν η ζωή του και πως τα παιδιά του δολοφονήθηκαν. Η στάση αυτή, παθητική και αντιφατική, δεν συνάδει με τη συμπεριφορά κάποιου που πράγματι βρίσκεται σε διαρκή και σοβαρό κίνδυνο. Η εξήγηση που δίνει –ότι δεν απευθύνθηκε στις αρχές επειδή πίστευε ότι δεν θα τον βοηθήσουν– δεν αρκεί, καθώς δεν τεκμηριώνει επαρκώς την απόφασή του ούτε συνοδεύεται από κάποια έμπρακτη απόπειρα προστασίας.

 

Επιπλέον, ο λειτουργός ασύλου ορθά εντοπίζει στοιχεία ασάφειας, υπεκφυγών και έλλειψης επαρκών πληροφοριών κατά την απάντηση ερωτήσεων που βρίσκονται στον πυρήνα του ισχυρισμού του. Ο Αιτητής, αντί να περιγράψει με σαφήνεια τι ακριβώς του είπαν τα μέλη της ομάδας ειδωλολατρίας, περιορίζεται σε γενικές αναφορές του τύπου «μου είπαν να το πάρω» ή «αν δεν το πάρω, θα πεθάνω». Η αποφυγή συγκεκριμένων απαντήσεων, η χρήση επαναλαμβανόμενων φράσεων χωρίς περαιτέρω ανάλυση, και η έλλειψη ονομάτων, τόπων ή ενεργειών που έγιναν εις βάρος του, πλήττουν την αξιοπιστία των λεγομένων του. Ομοίως, η αναφορά ότι επέστρεψε στο χωριό του μετά τους θανάτους των παιδιών για δύο εβδομάδες και συνομίλησε με τα άτομα που υποτίθεται πως ευθύνονται, έρχεται σε αντίθεση με το προφίλ ενός ατόμου που δηλώνει ότι φοβάται για τη ζωή του.

 

Συνοψίζοντας, η εκτίμηση του λειτουργού ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, υπεκφυγές, γενικολογίες, ασυνέπειες, έλλειψη επαρκών πληροφοριών και λογικής συνοχής, είναι απολύτως δικαιολογημένη. Η αξιολόγηση αυτή είναι σύμφωνη με τις αρχές της αξιολόγησης αξιοπιστίας που προβλέπονται στη σχετική νομολογία και διοικητική πρακτική περί ασύλου. Για τους λόγους που έχω προαναφέρει, συντάσσομαι με την κατάληξη του λειτουργού ασύλου περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, το Δικαστήριο διεξήγαγε ανεξάρτητη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την αφιέρωση ατόμων σε τοπικές θεότητες στη Νιγηρία, από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:

Πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου UCL (University College London) αναφέρει πως το ‘Osu’ είναι μια παραδοσιακή πρακτική των Igbo, στη νοτιοανατολική Νιγηρία. Στο παρελθόν το Osu περιλάμβανε την «αφιέρωση» ατόμων σε τοπικές θεότητες, «μεταμορφώνοντάς» τους σε «σκλάβους των θεών». Αν και τέτοιες αφιερώσεις δεν γίνονται πλέον, οι απόγονοι των Osu υποφέρουν από διακρίσεις και κοινωνικό αποκλεισμό. Ιστορικά, υπήρχαν διάφοροι τρόποι με τους οποίους ένα άτομο μπορούσε να γίνει Osu. Μερικοί αγοράστηκαν ως σκλάβοι και στη συνέχεια «αφιερώθηκαν» σε τοπικούς θεούς, είτε για να εξιλεωθούν για ένα έγκλημα που διέπραξε ο αγοραστής τους είτε για να ζητήσουν βοήθεια από τη θεότητα. Ένα άτομο μπορεί να αποκτήσει το καθεστώς του Osu μέσω της γέννησής του, εάν ένας από τους γονείς του ήταν Osu ή μέσω της εθελοντικής αναζήτησης ασύλου, λαμβάνοντας έτσι το καθεστώς Osu. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του υπερατλαντικού δουλεμπορίου, πολλοί επέλεξαν αυτό το μονοπάτι: έτρεχαν σε ένα ιερό και αφιερώνονταν για να αποφύγουν την πώληση. Μόλις αφιερώθηκαν ως Osu, γενικά εξοστρακίστηκαν από τις κοινότητες Igbo, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζονταν με φόβο, θεωρούμενοι ως σκλάβοι μιας θεότητας. Ένας άλλος συνηθισμένος τρόπος για να γίνει κάποιος Osu ήταν μέσω του γάμου με έναν Osu, πράξη που είχε ως αποτέλεσμα επίμονες διακρίσεις γάμου ακόμη και σήμερα. Η εξάπλωση του Χριστιανισμού, η οποία έλαβε χώρα γρήγορα μεταξύ των Igbo τον 20ο αιώνα, αποθάρρυνε την πρακτική της λατρείας των τοπικών θεοτήτων. Η ιστορική πρακτική του Osu έχει τελειώσει. Η μελέτη καταλήγει στο ότι οι διακρίσεις πλέον έχουν πάρει άλλη μορφή και έχουν στόχο τους απογόνους εκείνων που ιστορικά προσδιορίζονταν ως Osu. Οι διακρίσεις αυτές αφορούν τη σύναψη γάμου, ενώ υπάρχουν αναφορές και για τον κοινωνικό αποκλεισμό των ατόμων αυτών στα χωριά όπου εμφανίζονταν αυτές οι πρακτικές [5].

Τα δεδομένα που αντλούνται από τις ως άνω πηγές, επιβεβαιώνουν ότι στο παρελθόν υπήρχε πράγματι μια πρακτική αφιέρωσης ατόμων σε τοπικές θεότητες, κυρίως μεταξύ των Igbo, η οποία ενείχε κοινωνικές συνέπειες και λειτουργούσε ενίοτε ως μορφή δουλείας. Ωστόσο, η ίδια μελέτη καταλήγει με σαφήνεια ότι η πρακτική της αφιέρωσης δεν υφίσταται πλέον, έχοντας ουσιαστικά καταργηθεί με τη διάδοση του Χριστιανισμού από τον 20ό αιώνα και έπειτα. Σήμερα, το φαινόμενο Osu διατηρεί κοινωνικές προεκτάσεις μόνο με τη μορφή κοινωνικού στίγματος ή διακρίσεων σε θέματα γάμου, κυρίως για τους απογόνους εκείνων που είχαν χαρακτηριστεί ως Osu. Δεν υπάρχουν ενδείξεις από εξωτερικές πηγές ότι άτομα πιέζονται σήμερα να «αναλάβουν» τη θέση ειδωλολάτρη αρχιερέα, ούτε ότι αντιμετωπίζουν φυσικές ή υπαρξιακές απειλές για την άρνησή τους.

 

Αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον πυρήνα του ισχυρισμού του Αιτητή, ο οποίος υποστηρίζει ότι απειλείται με θάνατο επειδή αρνήθηκε να αναλάβει μια τέτοια θέση. Ο Αιτητής αναφέρει ότι πιέστηκε από μέλη της κοινότητας να γίνει ειδωλολάτρης όπως ο πατέρας του, και ότι η άρνησή του είχε ως συνέπεια τον θάνατο των παιδιών του, τον οποίο αποδίδει σε θεϊκή τιμωρία ή «κατάρα» του oracle. Ωστόσο, οι εξωτερικές πηγές δεν επιβεβαιώνουν ότι τέτοιες πρακτικές αποτελούν σημερινή πραγματικότητα ούτε ότι επιφέρουν βίαιες ή φονικές συνέπειες σε όσους τις απορρίπτουν. Αντιθέτως, η πρακτική έχει μεταβληθεί σε ιστορικό και πολιτισμικό υπόλειμμα χωρίς σημερινή επιβολή ή ουσιαστικό αντίκτυπο στη ζωή των ατόμων υπό τη μορφή δίωξης.

 

Επιπλέον, από τα παρατιθέμενα στοιχεία δεν προκύπτει συστηματική ή θεσμική δίωξη από τις αρχές ή από οργανωμένες ομάδες λόγω της άρνησης συμμετοχής σε τέτοιες παραδοσιακές τελετές.

 

Συνεπώς, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή δεν τεκμηριώνεται. Οι ισχυρισμοί του δεν εδράζονται σε πρακτικές που σήμερα υφίστανται στον βαθμό ή με τον χαρακτήρα που περιγράφει. Ελλείπει η σύμπτωση ανάμεσα στις προσωπικές του δηλώσεις και τις αντικειμενικά διαπιστωμένες συνθήκες στη χώρα καταγωγής του. Η αναφορά σε «θρησκευτικό καταναγκασμό» και «θεϊκή τιμωρία» στερείται επαλήθευσης από πηγές πληροφόρησης και φαίνεται να στηρίζεται περισσότερο σε υποκειμενικές πεποιθήσεις ή ερμηνείες των γεγονότων παρά σε πραγματικές περιστάσεις που μπορούν να αξιολογηθούν ως κίνδυνος δίωξης.

 

Καταλήγοντας διαπιστώνω ότι δεν υφίσταται αντικειμενική βάση για να θεωρηθεί πως ο αιτητής διώκεται λόγω άρνησης συμμετοχής σε ειδωλολατρικές πρακτικές, καθώς οι εν λόγω πρακτικές δεν ασκούνται πλέον με καταναγκαστικό χαρακτήρα ή με επιπτώσεις όπως εκείνες που επικαλείται. Ως εκ τούτου, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν έχει θεμελιωθεί.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα,  καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι: 

 

«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[6] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[7], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki ElgafajiNoor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[8]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[9] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Lagos της Νιγηρίας, από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:  

 

·                Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας –η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, τον Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία– έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[10]

 

·                Ιδιαίτερα όσον αφορά τη πολιτεία Lagos, ως προκύπτει από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, μυστικιστικές αδελφότητες ήταν παρούσες και δραστήριες στις νοτιοδυτικές περιοχές, ιδιαίτερα στις πολιτείες Lagos και Ogun, με δύο από τις κύριες ομάδες να είναι οι αδελφότητες Aiye και Eiye.[11] Η νοτιοδυτική περιοχή αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των δολοφονιών, των απαγωγών και άλλων εγκλημάτων,[12] με μία πηγή να περιγράφει την κατάσταση ασφαλείας ως «...επιδεινωμένη σε τρομοκρατία».[13] Οι πολιτείες Lagos και Ogun ήταν δύο από τις τρεις – με την τρίτη να είναι η Rivers στη νοτιοανατολική περιοχή – που το 2023 επηρεάστηκαν κυρίως από συγκρούσεις μεταξύ λατρευτικών ομάδων και παρουσίασαν σταθερά τον υψηλότερο αριθμό θανάτων από συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων λατρευτικών ομάδων.[14] Στην πολιτεία του Lagos, περιστατικά που αφορούσαν λατρευτικές ομάδας αναφέρθηκαν στις τοπικές κυβερνητικές περιοχές (LGAs) Ajeromi-Ifelodun, Mushin, Ojo, Oshodi-Isolo και Shomolu, ενώ στην πολιτεία του Ogun αναφέρθηκαν στις περιοχές Obafemi-Owode, Shagamu, Ijebu-Ode, καθώς και στις Abeokuta North και South LGAs.[15]

 

·                Για λόγους πληρότητας της έρευνας, παρατίθενται και ποσοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στην πολιτεία Lagos κατά το τελευταίο έτος. Σύμφωνα, συνεπώς, με το ACLED κατά το διάστημα 23.03.2024 – 21.03.2025 σημειώθηκαν στην πολιτεία Lagos συνολικά 135 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 107 ανθρώπινες απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 78 καταχωρίστηκαν ως μάχες (76 απώλειες), τα 31 ως βία κατά αμάχων (13 απώλειες), και τα 26 ως εξεγέρσεις (18 απώλειες).[16] Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της πολιτείας Lagos το 2022 ανερχόταν σε 13.491.800 κατοίκους.[17]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, με επαρκή μόρφωση, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Υπόθεση Αρ. 481/2005, Harpreet Singh v. Δημοκρατίας, (2006) 3 A.A.Δ. 393.

[2] Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υποθ. αρ. 3534/2023, 14.02.2024

[3] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018

[4] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[5] UCL, ‘Comment: Nigeria’s traditional Osu slavery practice was stopped, but the suffering continues’, Φεβρουάριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Comment: Nigerias traditional Osu slavery practice was stopped, but the suffering continues | UCL News - UCLUniversity College London (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

 

[6] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[7] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[8]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

 

[9] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[10]  RULAC, ‘Non – international Armed Conflicts in Nigeria’, 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-International Armed Conflicts in Nigeria | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[11] Nigeria Watch, Annual Report 2023, 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Annual report 2023, σελ. 8 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[12] Guardian (The) Nigeria, Interrogating Southwest’s continuous battle with insecurity four years after Amotekun’s birth, 10 March 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Interrogating Southwest’s continuous battle with insecurity four y — Sunday Magazine — The Guardian Nigeria News – Nigeria and World News (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[13] Tribune Online, Killings, kidnapping slipping into terrorism in South-WestEbiseni, Afenifere Secretary-General, 4 February 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://tribuneonlineng.com/killings-kidnapping-slipping-into-terrorism-in-south-west-ebiseni-afenifere-secretary-general/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[14] Nigeria Watch, Annual Report 2023, 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Annual report 2023, σελ. 8 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[15] Nigeria Watch, Annual Report 2023, 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Annual report 2023, σελ. 8 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[16] Explorer - ACLED (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[17] Citypopulation, ‘Delta (State, Nigeria), διαθέσιμο στη διεύθυνση: Nigeria: States & Agglomerations - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο