E.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2210/2024, 30/5/2025
print
Τίτλος:
E.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2210/2024, 30/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 2210/2024

 

 30 Μαΐου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

E.A.  εκ Καμερούν και τώρα στην οδο{…}

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Νίκος Λοίζου & Χρίστος Χριστούδιας (κοι), Δικηγόροι για τον Αιτητή

Ιωάννα Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

Ο Αιτητής είναι παρών.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 15/03/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 06/06/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000  και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου ο  Αιτητής έχει την ιθαγένεια του Καμερούν. Ο Αιτητής συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 20/09/2020, αφού εισήλθε παράνομα στις Ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας Περιοχές. Στις 01/10/2020 ο Αιτητής παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας. Στις 10/01/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της E.U.A.A. Στις 06/03/2024, αρμόδιος λειτουργός της E.U.A.A. ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στις 15/03/2024, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος αρμόδιος Λειτουργός να εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή και την επιστροφή του στο Καμερούν, δυνάμει των σχετικών άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Στις 06/06/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 06/06/2024. Ακολούθως στις 18/06/2024, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ).

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Δια της συνηγόρου του και της αίτησης ακυρώσεως, ο Αιτητής, πρόβαλε πλείονες συνολικά νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.

Δεν κατατέθηκαν Γραπτές Αγορεύσεις  και οι συνήγοροι των δυο πλευρών αγόρευσαν προφορικά στις 14/1/2025 .

Ως λόγος προωθήθηκε κατά την ακρόαση  η έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς τον κίνδυνο επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του. για τους λόγους που αναφέρονται στη σελίδα  6 στην εναρκτήρια αίτηση του και συγκεκριμένα τα σημεία  4γ,δ,ε και στ.

Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση υιοθέτησε την ένσταση των Καθ΄ων η αίτηση και αντιτείνει πως οι Καθ' ων η Αίτηση ενήργησαν καλόπιστα κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας, και σύμφωνα πάντα με το Νόμο και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Παράλληλα, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή, κατά την καταγραφή αυτός  δήλωσε ότι έχει την ιθαγένεια του Cameroon και γεννήθηκε στο Tombel. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι χριστιανός. Ως προς εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των Μη Ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία Περιοχών. Ως προς το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε εξαιτίας της πολιτικής διαμάχης μεταξύ Γαλλόφωνων και Αγγλόφωνων. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε και έπρεπε να βρει καταφύγιο. Βλέπει εφιάλτες μέχρι και σήμερα και ήρθε στην Κύπρο αναζητώντας καταφύγιο επειδή χρειάζεται βοήθεια και φοβάται για τη ζωή του. Κατά την πρωτοβάθμια συνέντευξη, ως προς την εθνοτική του καταγωγή, δήλωσε ότι Bafo(ερυθρό 39 δ.φ.). Ως προς τον τόπο καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Kumba (περιοχή Three Corners) (ερυθρό 39 δ.φ.).  Ως προς την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι οι γονείς του έχουν πεθάνει και ότι δεν έχει αδέρφια. Ο πατέρας του πέθανε στις 18 Απριλίου 2020 ενώ η μητέρα του πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 2020. Ειδικότερα, ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τους Ambazonians, οι οποίοι πήγαν να αναζητήσουν τον Αιτητή στην πατρική του οικία. Την ίδια ημέρα, οι Ambazonians πυρπόλησαν το σπίτι του με αποτέλεσμα η μητέρα του να τραυματιστεί και τελικά να υποκύψει στα τραύματά της (ερυθρό 39-38 δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ερυθρό 38 δ.φ.). Ως προς το επαγγελματικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι εργαζόταν ως κομμωτής για διάστημα περίπου 3 χρόνων (ερυθρό 39 δ.φ.).

Αναφορικά με το ταξίδι του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετέβη στην Yaoundé, όπου παρέμεινε για ένα περίπου μήνα. Στη συνέχεια μετέβη στην Douala, απ’ όπου εγκατέλειψε τη χώρα τον Ιούλιο του 2020. Εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία τον Αύγουστο του 2020 (ερυθρό 37 δ.φ.).

Ο Αιτητής, ερωτηθείς για τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ανέφερε ότι η ζωή του τέθηκε σε σοβαρό κίνδυνο όταν απήχθη και εξαναγκάστηκε να ενταχθεί στους Ambazonians (ερυθρό 36 δ.φ.). Ειδικότερα, δήλωσε ότι στις 18 Μαρτίου 2020, καθώς επέστρεφε από την εργασία του, δύο άνδρες πάνω σε μοτοσυκλέτα τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει (ερυθρό 36 δ.φ.). Πριν από αυτό το περιστατικό, ο Αιτητής είχε δεχθεί 3 «σημειώματα» μέσω των οποίων οι Ambazonians τον ενημέρωναν ότι η παρουσία του στο κίνημα είναι απαραίτητη (ερυθρό 35 δ.φ.).  Κατόπιν, μεταφέρθηκε σε ένα στρατόπεδο μέσα σε δασική περιοχή (σε απόσταση 30-45 λεπτών από το σημείο απαγωγής), όπου κρατήθηκε επί τρεις εβδομάδες (ερυθρό 35 δ.φ.). Ερωτηθείς σχετικά με τις συνθήκες κράτησής του, δήλωσε ότι κοιμόταν σε αντίσκηνο μαζί με άλλα 7 περίπου άτομα (επίσης απαχθέντες για σκοπό στρατολόγησης) (ερυθρό 33 δ.φ.), επάνω σε ξύλα στο έδαφος (ερυθρό 34 δ.φ.). Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας οι νέοι στρατολογημένοι υποβάλλονταν σε καθημερινή πλύση εγκεφάλου ώστε να ασπαστούν την ιδεολογία του αγώνα και κατά βάση κάθονταν ακίνητοι, ενώ το φαγητό που τους προσφερόταν ήταν περιορισμένο (ερυθρό 34 & 33 δ.φ.). Ο Αιτητής δεν μπορεί να προσδιορίσει τον αριθμό των ανθρώπων που βρίσκονταν στο καταυλισμό, καθώς πολλοί άνθρωποι πηγαινοέρχονταν (ερυθρό 35 δ.φ.), αλλά ούτε τον αριθμό των εκπαιδευόμενων (ερυθρό 33 δ.φ.). Σύμφωνα με όσα άκουσε, ο διοικητής του καταυλισμού  ονομαζόταν Alex (ερυθρό 34 δ.φ.).

Την επόμενη εβδομάδα υποβλήθηκαν σε τελετουργικές διαδικασίες «μύησης», κατά τις οποίες τους έδεναν κόκκινες κορδέλες στο κεφάλι, τους περιέλουζαν με αίμα ζώων και τους έβαζαν να καθίσουν μπροστά σε ένα άγαλμα ανθρωπόμορφης μορφής. Όπως διευκρίνισε, οι τελετές αυτές είχαν σκοπό την ένταξή τους στην "οικογένεια" της ομάδας (ερυθρό 33-32 δ.φ.). Κατόπιν ερωτήσεων, ο Αιτητής δήλωσε ότι εκπαιδεύτηκε στη χρήση όπλων, μεταξύ των οποίων και το AK-47, καθώς και άλλων όπλων των οποίων τα ονόματα δεν γνώριζε. Ανέφερε ότι δεν συμμετείχε σε μάχη, αλλά μόνο σε εκπαίδευση (ερυθρό 34 δ.φ.).

Ερωτηθείς αν βασανίστηκε κατά τη διαμονή του στο στρατόπεδο, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά διευκρινίζοντας ότι ακολουθούσε τις εντολές που του έδιναν (ερυθρό 32 δ.φ.).

Ερωτηθείς πώς κατάφερε να αποδράσει από το στρατόπεδο των Ambazonians, ο Αιτητής ανέφερε ότι μια ημέρα (16 ή 17 Απριλίου 2020) το στρατόπεδο ήταν σχετικά άδειο και είχαν απομείνει μόνο δύο φρουροί. Ο ένας εκ των δύο κοιμόταν, ενώ ο άλλος βρισκόταν σε διαφορετικό σημείο του χώρου. Όταν αντιλήφθηκε αυτή την ευκαιρία, πλησίασε τον κοιμισμένο φρουρό, πήρε το όπλο του και άρχισε να τρέχει. Ο δεύτερος φρουρός τον αντιλήφθηκε και άρχισε να τον καταδιώκει. Ο Αιτητής δήλωσε ότι τότε πυροβόλησε προς το μέρος του, ενώ με τον ήχο του πυροβολισμού ξύπνησε και ο πρώτος φρουρός και άρχισε και εκείνος να τον καταδιώκει. Ο Αιτητής πυροβόλησε και πάλι και συνέχισε να τρέχει. Δήλωσε ότι δεν γνωρίζει αν τραυμάτισε ή σκότωσε κάποιον από τους δύο (ερυθρό 32 δ.φ.).

Ερωτηθείς αν οι φρουροί ανταπέδωσαν τα πυρά, απάντησε καταφατικά. Όσον αφορά το όπλο που χρησιμοποίησε, ανέφερε ότι ήταν τοπικό (local gun) και είχε το μέγεθος περίπου ενός πιστολιού. Ερωτηθείς αν τον ακολούθησε κάποιος άλλος από τους απαχθέντες, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (ερυθρό 31 δ.φ.).

Κατόπιν ερωτήσεων, δήλωσε ότι μετά την απόδρασή του κατευθύνθηκε προς την επόμενη πόλη, την Muyuka. Ερωτηθείς πώς γνώριζε ότι η κοντινότερη πόλη ήταν η Muyuka, δεδομένου ότι κατά την απαγωγή του είχε δεμένα τα μάτια, απάντησε ότι έτρεξε για περίπου 45 με 50 λεπτά και εντόπισε έναν οδηγό μηχανής ταξί (motorbike taxi) ο οποίος του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνό του. Ο Αιτητής επικοινώνησε με έναν φίλο του, ονόματι Tosen, και ο οδηγός τον μετέφερε στην πόλη. Ο ίδιος δεν είχε χρήματα για να πληρώσει τη διαδρομή και ο φίλος του έκανε μεταφορά χρημάτων στον οδηγό (ερυθρό 31-30 δ.φ.).

Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν επέστρεψε στην Kumba. Παρέμεινε στη Muyuka για δύο ημέρες, φιλοξενούμενος στο σπίτι του φίλου του. Στη συνέχεια μετέβη στην Yaoundé, όπου διέμεινε για περίπου ένα μήνα, αρχικά για διάστημα δύο ημερών στο σπίτι του ταξιδιωτικού πράκτορα που ανέλαβε την έκδοση των ταξιδιωτικών του εγγράφων και στη συνέχεια σε ένα δωμάτιο στην περιοχή Mando της Yaoundé, που του βρήκε ο ταξιδιωτικός πράκτορας (ερυθρό 30 δ.φ.).

Ερωτηθείς για ποιο λόγο δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία για να καταγγείλει την απαγωγή του, ο Αιτητής απάντησε ότι φοβόταν. Όπως εξήγησε, τη επομένη της απόδρασής του ενημερώθηκε ότι το σπίτι του είχε πυρποληθεί και ο πατέρας του είχε σκοτωθεί, οπότε φοβόταν να απευθυνθεί στην αστυνομία (ερυθρά 30-29 δ.φ.). Ερωτηθείς για τον τρόπο με τον οποίο πληροφορήθηκε για τον τον εμπρησμό της οικίας του, δήλωσε ότι ο φίλος του στην Muyuka του έδειξε μια σχετική ανάρτηση στο WhatsApp (ερυθρό 30-29 δ.φ.). Ακολούθως, ο Αιτητής τηλεφώνησε στο γείτονά του, ο οποίος τον ενημέρωση για το θάνατο του πατέρα του και τη μεταφορά της μητέρας του στο νοσοκομείο (ερυθρά 30-29 δ.φ.).

Η μητέρα του διακομίστηκε στο κρατικό νοσοκομείο της πόλης Kumba (ερυθρό 29 δ.φ.).Ο Αιτητής δεν μπόρεσε να την επισκεφθεί στο νοσοκομείο. Επικοινώνησε μαζί της μία φορά δύο μήνες μετά μέσω της αδελφής της. Όπως ανέφερε, εκείνη του είπε ότι θα γίνει καλά και τον συμβούλευσε να φροντίσει να είναι ασφαλής. Τελικώς, ενημερώθηκε για τον θάνατό της μέσω της θείας του (ερυθρά 29-28 δ.φ.).

Τέλος, ερωτηθείς αν θεωρεί ότι θα ήταν ασφαλές να ζήσει σε άλλη περιοχή του Καμερούν, παραδείγματος χάριν στη Douala, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, δηλώνοντας ότι θεωρεί πως οι Ambazonians εξακολουθούν να τον αναζητούν και θεωρεί πιθανό ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα είναι σε θέση να τον εντοπίσουν (ερυθρό 28 δ.φ.).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής τριών (3) ουσιωδών ισχυρισμών:

Ο/η αρμόδιος λειτουργός διέκρινε 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής (Kumba) του Αιτητή και έγινε δεκτός, καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του Αιτητή ότι απήχθη από τους αυτονομιστές προκειμένου να στρατολογηθεί. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός έκανε τις εξής επισημάνσεις: Ο Αιτητής δεν εξειδίκευσε για ποιο λόγο οι αυτονομιστές επέλεξαν να τον απαγάγουν και απάντησε γενικόλογα ότι δεν του επέτρεψαν να τους μιλήσει. Ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τα σημειώματα που έλαβε πριν την απαγωγή του. Ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες για το στρατόπεδο, τις συνθήκες διαβίωσης και τον αριθμό των παρευρισκομένων, παρόλο που θα αναμενόταν εύλογα από αυτόν να το πράξει δεδομένου ότι παρέμεινε εκεί για διάστημα 3 εβδομάδων όπως ισχυρίστηκε. Αντίστοιχα, παρείχε γενικές και μη συνεκτικές πληροφορίες αναφορικά με την εκπαίδευση που έλαβε και τα όπλα που έμαθε να χειρίζεται. Ο Αιτητής δεν παρείχε καμία εξειδικευμένη πληροφορία αναφορικά με τους εκπαιδευτές του, τους υπόλοιπους στρατολογηθέντες ή τα άτομα με τα οποία μοιραζόταν την ίδια σκηνή προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι οι επιτρεπόταν να μιλάνε μεταξύ τους. Τέλος, ο Αιτητής δεν παρείχε συνεκτικές και λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με τη διαφυγή του. Δεν κατάφερε να εξηγήσει με εύλογο τρόπο γιατί δεν τηλεφώνησε κατευθείαν στους γονείς του, δήλωσε άγνοια ως προς το όνομα του φίλου του που τον φιλοξένησε στην Muyuka και δεν εξήγησε με συνεκτικό τρόπο για ποιο λόγο δεν κατήγγειλε την απαγωγή του στην αστυνομία.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός παρέπεμψε αρχικά σε γενικές πληροφορίες αναφορικά με την κρίση των Αγγλοφώνων. Ακολούθως, παρέπεμψε σε πληροφορίες αναφορικά με τις απαγωγές και τις εξαφανίσεις πολιτών, καθώς και σε ειδικότερες πληροφορίες αναφορικά με την αυξημένη συγκριτικά βία στην οποία εκτίθενται τα αγόρια και οι άνδρες στην Αγγλόφωνη Περιοχή. Στην τελευταία αυτή πηγή γίνεται ειδική μνεία στην εξαναγκαστική στρατολόγηση αγοριών και ανδρών καθώς και στο γεγονός ότι τα άτομα που αρνούνται να στρατολογηθούν εκλαμβάνονται ως πράκτορες και αναγκάζονται να κρυφτούν ή να εγκαταλείψουν την κοινότητά τους.

Καταληκτικά, ο/η λειτουργός έκρινε ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί, καθώς οι δηλώσεις του Αιτητή υπήρξαν μη συνεκτικές και συγκεκριμένες.

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του Αιτητή ότι η πατρική του οικία πυρπολήθηκε από τους αυτονομιστές με αποτέλεσμα να πεθάνουν οι γονείς του. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός σημείωσε αρχικά ότι ο συγκεκριμένος ουσιώδης ισχυρισμός συνδέεται ευθέως με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος απορρίφθηκε. Περαιτέρω, έκρινε ως μη συνεκτική τη δήλωση του Αιτητή ότι πληροφορήθηκε την καταστροφή της πατρικής του οικίας μέσω του φίλου του που του έδειξε τη δημοσίευση στο whatsapp και ως γενικόλογη τη δήλωσή του ότι πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του από έναν γείτονα.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι ο ουσιώδης ισχυρισμός ανάγεται στη σφαίρα της προσωπικής ζωής του Αιτητή και δεν κατέστη εφικτό να εντοπιστεί οτιδήποτε σε διεθνείς πηγές.

Καταληκτικά, ο/η λειτουργός κατέληξε στην απόρριψη του ισχυρισμού.

Ακολούθως, ο/η αρμόδιος/α λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού. Αρχικά κατέγραψε ότι δεν προκύπτουν στοιχεία από το προφίλ του Αιτητή τα οποία να αυξάνουν τις πιθανότητες διακινδύνευσής του (risk-enhancing factors). Ακολούθως, παρέπεμψε σε μια εξωτερική πηγή [Έκθεση της OCHA, 2023] προκειμένου να αξιολογήσει την κατάσταση ασφαλείας στις Αγγλόφωνες Περιοχές από όπου κατάγεται ο Αιτητής. Υπό το φως των πληροφοριών της εξωτερικής πηγής, ο/η λειτουργός κατέληξε ότι παρατηρούνται συνθήκες αδιάκριτης βίας στην περιοχή Three Corners της Kumba (Southwest Region). Ωστόσο υπό το σκέλος της νομικής ανάλυσης, ενώ ο/η λειτουργός κατέγραψε αρχικά ότι πληρούται το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου και αφού παρέπεμψε σε πληροφορίες από εξωτερική πηγή πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στις Αγγλόφωνες Περιοχές σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που λήφθηκαν υπ’ όψιν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, κατέγραψε ότι πληρούται και το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου. Παρόλα αυτά, έκρινε ότι η πιθανολογούμενη δίωξη δεν συνδέεται με έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 10 της Οδηγίας και άρα ο Αιτητής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας.

Αντιστοίχως, ο/η λειτουργός κατέληξε ότι βάσει των δηλώσεων του Αιτητή, του προφίλ του και της εκτίμησης κινδύνου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 για τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας.

Ειδικά ως προς τος εδάφιο (γ) ο/η λειτουργός κατέγραψε αρχικά ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, καθώς η κατάσταση που επικρατεί στην Kumba συνιστά κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ωστόσο ακολούθως, ο/η λειτουργός αφού παρέπεμψε σε νομολογία του ΔΕΕ (Elgafaji), κατέληξε ότι ναι μεν στην Kumba λαμβάνει χώρα αδιάκριτη βία, ωστόσο το επίπεδο αυτής δεν είναι τέτοιο ώστε να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της παρουσίας του και μόνον στην περιοχή.

Περαιτέρω, ο/η λειτουργός επεσήμανε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι το γεγονός ότι πρόκειται για έναν νεαρό αρτιμελή άνδρα, μορφωμένο και με εργασιακή εμπειρία, δεν αναμένεται να τον θέσουν σε αυξημένο κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε σύγκριση με τον υπόλοιπο άμαχο πληθυσμό στην Kumba, ή να μειώσουν την κινητικότητά του και την ικανότητά του να εκτιμήσει τον κίνδυνο κατά τη διάρκεια ενός περιστατικού ασφαλείας. Επίσης, δεν εντοπίστηκε κανένα πρόβλημα που να επηρεάζει την καθημερινή λειτουργία του Αιτητή κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αυτός να τίθεται σε κίνδυνο σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της νοτιοδυτικής περιφέρειας σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο περιστατικό ασφαλείας.

Τέλος, ο/η λειτουργός κατέληξε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, οι οποίοι και αφορούν την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή,

Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[1]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ.  υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08  Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Για τους ίδιους δε λόγους, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Νοτιοδυτική Επαρχία του Καμερούν, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στη διάρκεια ενός έτους (Past year of ACLED Data) και συγκεκριμένα από τις 18.05.2024 έως τις 16.05.2025 στην επαρχία Southwest του Καμερούν, σημειώθηκαν συνολικά 559 περιστατικά ασφαλείας (572 συνδεόμενοι θάνατοι), εκ των οποίων 324 κωδικοποιήθηκαν ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (111 συνδεόμενοι θάνατοι), 205 ως περιστατικά μαχών (441 συνδεόμενοι θάνατοι), 16 ως περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (18 συνδεόμενοι θάνατοι) και 14 ως περιστατικά αναταραχών (2 συνδεόμενοι θάνατοι)  . Εξ’ αυτών, 11 περιστατικά βίας κατά αμάχων (3 συνδεόμενοι θάνατοι) και τα 2 περιστατικά μαχών (1 συνδεόμενος θάνατος) έλαβαν χώρα στην Kumba.

Εκ των ανωτέρω πληροφοριών που παρατέθηκαν, διαπιστώνεται ότι παρά την ύπαρξη σοβαρών περιστατικών ασφαλείας στην ευρύτερη Νοτιοδυτική Περιφέρεια (Southwest Region) του Καμερούν στην οποία εμπίπτει η περιοχή καταγωγής του Αιτητή, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και ο βαθμός αδιάκριτης βίας κατά των αμάχων δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στην περιοχή καταγωγής του, τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, με συνέπεια να απαιτούνται ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά που θα αύξαναν το ρίσκο του αμάχου συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό της περιοχής.

Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο του. Πρόκειται για άνδρα νεαρής ηλικίας, υγιή, αρκούντως πεπαιδευμένο, πλήρως ικανό προς εργασία, με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα του, ο οποίος έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην περιοχή καταγωγής του, γνωρίζοντας τις συνθήκες που επικρατούν και το κυριότερο είναι σε θέση να αντιληφθεί την επέλευση του κινδύνου και να προφυλαχθεί δεόντως. Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη ότι η ο Αιτητής εγκατέλειψε την χώρα του για λόγους εκπαιδευτικούς ως είχε δηλώσει στην αίτηση του λόγω της γενικότερης κρίσης και καμιά αναφορά σε προσωπική δίωξη δεν  κατέγραψε σε αυτήν. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του στην περιοχή καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής  του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με 1300 € έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

                              

 

Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025). 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο