
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.2747/24
27 Μαΐου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J. C. U.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή
Κος Ι. Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.26/06/24, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 28/06/24, και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως πρόσφυγας ή, διαζευκτικά, να αναγνωρίζεται ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας ή με την οποία η απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε κατά της αναγνωρίζεται ως άκυρη ως εκδοθείσα κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και αντικείμενη στα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΣΔΑ).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, δια θαλάσσης, στις 16/10/19 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 18/10/19 (ερ.1-3, 43).
Την 25/09/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.35-43). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.83-91) και στις 14/06/24 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του επιδόθηκε στις 28/06/24, στην μητρική του γλώσσα (ερ.92, 3).
Επί της αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι είναι από τις ανατολικές περιοχές της Νιγηρίας, οι οποίες είναι γνωστές ως Biafra, στο χωριό του επιτέθηκαν κτηνοτρόφοι Fulani και καταστράφηκε ολοσχερώς, περιλαμβανομένων των γονέων του, δεν γνωρίζει μέχρι σήμερα που είναι τα αδέλφια του. Γι’ αυτό, ως αναφέρει, έτρεξε μακριά για να σώσει τη ζωή του καθώς δεν θέλει να πεθάνει και «[βρήκε] τον εαυτό [του] στην Κύπρο».
Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι ζούσε την πρωτεύουσα Abuja από το 2015, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι γονείς του απεβίωσαν και έχει αδέλφια, με τα οποία δεν διατηρεί επικοινωνία. Ερωτώμενος για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής δεν είχε «τίποτε [για το] οποίο να [μείνει] στη χώρα» του, δεν έβρισκε καλή δουλειά και μετά τον θάνατο των γονιών του και «τον χαμό αρκετών [εκ των] αδελφιών» του δεν ένιωθε ασφαλής. Σε ερώτηση αν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα στη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι η ζωή του ήταν σε κίνδυνο και έτσι αιτήθηκε διεθνούς προστασίας για να σώσει τη ζωή του. Ερωτώμενος πότε έγινε το περιστατικό με τους γονείς του ανέφερε πως ήταν στις αρχές του 2018, στην πολιτεία Anambra και πως μετά το περιστατικό ο ίδιος έφυγε από το χωριό των γονιών του και πήγε στην Abuja. Ερωτώμενος πως βρισκόταν εκεί στο χωριό κατά το περιστατικό όπου σκοτώθηκαν οι γονείς του, δεδομένου ότι είχε αναφέρει ότι ζούσε στην Abuja, ο αιτητής ανέφερε ότι επισκέφτηκε τους γονείς τότε, οι οποίοι έμεναν σε χωρίο στην πολιτεία Anambra. Ερωτώμενος σχετικά ανέφερε ότι τίποτε δεν του συνέβη μετά το περιστατικό αυτό, όμως έμεινε μόνος, αυτό τον τραυμάτισε (ψυχικά), με αποτέλεσμα η ζωή του να καταστεί άνευ νοήματος (meaningless) και φοβόταν μετά που οι γονείς του σκοτώθηκαν από κτηνοτρόφους Fulani. Ερωτώμενος γιατί έφυγε από τη χώρα περί τον 1 ½ χρόνο μετά το κατ’ ισχυρισμό συμβάν ο αιτητής ανέφερε ότι τραυματίστηκε ψυχικά και δεν είχε τίποτε τον τότε χρόνο. Ερωτώμενος σχετικά με τις συνέπειες επιστροφής του ο αιτητής ανέφερε πως δεν μπορεί να είναι (στη Νιγηρία), δεν έχει τίποτε εκεί και δεν έχει οικογένεια.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε ο αιτητής εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής του αιτητή
2. Ισχυριζόμενη δίωξη του αιτητή από γκρουπ μετά από επίθεση στο χωριό του, όπου δολοφόνησαν ανάμεσα σε άλλους τους γονείς του
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν όμως τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό ως αναξιόπιστο.
Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας, έλλειψης συνέπειας, ευλογοφάνειας αλλά και γενικότητας των δηλώσεων του. Αξιολογήθηκε σχετικά ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει την παραμικρή λεπτομέρεια για το κατ’ ισχυρισμό συμβάν στο χωριό των γονιών του, όπου αυτοί σκοτώθηκαν, υπέπεσε σε αντιφάσεις αναφορικά με το πότε έγινε αυτό και που αυτός βρισκόταν τον τότε χρόνο και δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις σε σχέση με το γιατί έφυγε από τη χώρα 1 ½ έτος μετά το συμβάν αυτό και τι έκανε στον μεταξύ χρόνο. Ουδεμία δε πληροφορία έδωσε εκ της οποίας να προκύπτει ότι ο ίδιος έχει υποστεί οιονδήποτε δίωξη ή βλάβη σε σχέση με τα όσα ισχυρίστηκε, αναφέροντας απλά ότι έχει τραυματιστεί ψυχικά, δεν βρίσκει δουλειά και δεν του απέμεινε οικογένεια. Σχετικά δε με την εξωτερική συνοχή των ισχυρισμών του κρίθηκε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει έρευνα σε εξωτερικές πηγές, δεδομένης της αμιγώς προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του.
Στη βάση των ως άνω ευρημάτων, δεδομένου του προφίλ του αιτητή ως νεαρού άνδρα, υγιή, με δευτεροβάθμια εκπαίδευση και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογος βαθμός πιθανότητας, ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του. Αναφορικά ειδικώς με το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνο να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ο αιτητής κατά την επιστροφή του, καθώς στην πολιτεία FCT (Abuja) δεν παρατηρείται αδιάκριτη βία σε υψηλό επίπεδο, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες στις οποίες ανέτρεξαν και παρέθεσαν.
Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Κατά τις διευκρινήσεις ο συνήγορος του αιτητή απέσυρε ρητά τους λοιπούς νομικούς ισχυρισμούς προωθώντας εν τέλει μόνο τον ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και κατ’ ουσία ορθή και ζητούν απόρριψη της προσφυγής.
Προχωρώ με την εξέταση του ισχυρισμού που αφορά την μη διενέργεια δέουσας έρευνας που είναι και ο μόνος ισχυρισμός που εν τέλει προωθείται, και ο οποίος, δεδομένου ότι συμπλέκεται με την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θα εξεταστεί μαζί μ’ αυτήν πιο κάτω.
Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε επί τούτου, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν ενδελεχώς και λεπτομερώς στα ερ.87-88, στερούνταν παντελώς κάθε ψήγματος λεπτομέρειας ή βιωματικού στοιχείου, ευλογοφάνειας και έβριθαν κενών, ασαφειών και γενικοτήτων. Πολύ απλά, πέραν της γενικής και με κανένα ίχνος στοιχείου ή άλλης λεπτομέρειας αναφοράς τους στον θάνατο των γονέων του στα πλαίσια επίθεσης στο χωριό τους στην πολιτεία Anambra από κτηνοτρόφους Fulani, χωριό του οποίο μάλιστα δεν είναι και ο τόπος διαμονής του αιτητή, ουδέν ανέφερε ο αιτητής και ουδόλως συνδέει αυτό το κατ’ ισχυρισμό συμβάν με κίνδυνο του ιδίου. Δεδομένης λοιπόν της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων (ΠΧΚ) αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία και ορθώς, αν και αδοκίμως αναφέρεται ότι δεν έγινε λόγω της αμιγώς προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του αιτητή, παραλήφθηκε τέτοια έρευνα. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο του EASO για την «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.».
Απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Abuja – Federal Capital Territory).
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, για το διάστημα από 10/02/24 μέχρι 07/02/25 καταγράφηκαν 255 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 103 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 29 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 24 θύματα), 63 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 53 θύματα), 1 ως εκρήξεις ή εξ αποστάσεως ασκηθείσα βία (με 2 θύματα), 123 διαδηλώσεις (με 1 θύμα) και 39 αναταραχές (με 23 θύματα). Ειδικότερα στη πόλη Abuja καταγράφηκαν 91 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος ενός πολίτη. Πιο αναλυτικά 9 εξ αυτών καταγράφηκαν ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 1 θύμα), 78 ως διαδηλώσεις (χωρίς θύματα) και 4 ως αναταραχές μάχες (χωρίς θύματα)[1]. Ο πληθυσμός του Federal Capital Territory είναι περί τα 3 εκατομμύρια και της Abuja περί τα 1,7 εκατομμύρια κατοίκων [2].
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή, ενόψει της απόρριψης του αφηγήματος του, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[3] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Δεν παραβλέπω ότι ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι για τον αιτητή, όμως, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Η διαδικασία εξέτασης της αίτησης αλλά και όσα περιλαμβάνονται στην επίδικη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας του συνόλου των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο και είναι πλήρως αιτιολογημένα αλλά και ορθά επί της ουσίας.
Τέλος, δεδομένων όσων ανωτέρω αναλύονται, δεν κρίνω ότι η επιστροφή του θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ των αρ.2 και 3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος του αιτητή στην μη επαναπροώθηση, καθότι ουδέν προσήχθη προς ανατροπή του τεκμήριου ασφαλούς χώρας καταγωγής, ως η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, αφού ουδείς αποδεκτός και βάσιμος ισχυρισμός αναφέρθηκε, εκ του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1]ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 10/02/24 έως 07/02/25,
ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles/Violence against civilians/Explosions-Remote violence/Riots/Protests;
ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria-Federal Capital Territory; Abuja;
διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/
[2] Africa-Nigeria-Federal Capital Territory; Abuja; διαθέσιμο στο: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/
[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο