
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: ΔΔΠ 283/2019
9 Μαΐου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
P.T.H.
Αιτήτριας
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Γ. Καρατσιόλη (κα), για Ν. Α. Λοΐζου & Χρίστος Γ. Χριστούδιας (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 23/10/2019, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/06/2019, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
Η πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 23 Σεπτεμβρίου 2020 ακυρώθηκε κατ’ έφεση με την από 1/11/2024, απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση υπ’ αριθμό 28/20, για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι το Τεκμήριο Γ, που συνιστά επιστολή στην οποία καταγράφονται τα στοιχεία του προσώπου που υπέγραψε την επίδικη απόφαση και την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε να κατατεθεί με «επιφύλαξη» ως προς την αποδοχή του περιεχομένου της και την οποία εντέλει αρνήθηκε να λάβει υπόψιν καθότι δεν ακολουθήθηκε το δικονομικό διάβημα αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο παρέθεσε απόσπασμα από την απόφαση του στην Έφεση με αρ. 26/20, Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου ν. G.S., ημερομηνίας 10/9/2024, με την οποία προσομοιάζει ως προς την ουσία της, στην οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στις ευρείες εξουσίες του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας σε θέματα απόδειξης.
Γεγονότα
Τα ουσιώδη γεγονότα της υπό κρίση προσφυγής έχουν ως ακολούθως:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Βιετνάμ και εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 13/07/2009, με άδεια εργασίας ως οικιακή βοηθός. Στις 02/05/2018 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 20/06/2019 διεξήχθη συνέντευξη με την Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «αρμόδιος λειτουργός») με σκοπό την εξέταση του αιτήματός της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Στην Αιτήτρια παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα.
Μετά την συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση ημερομηνίας 20/06/2019 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 28/06/2019 αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας. Στις 08/07/2019 ετοιμάστηκε επιστολή γνωστοποίησης της ως άνω απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, μαζί με την αιτιολόγηση αυτής, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 22/08/2019, κατόπιν επεξήγησης στην Αιτήτρια του περιεχομένου της από διερμηνέα.
Στις 23/10/2019 η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.
Νομικοί ισχυρισμοί
Κατόπιν παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης με την από 28/20 Έφεση (ανωτέρω αναφερόμενη), προς συμμόρφωση, το παρόν Δικαστήριο έδωσε οδηγίες στους διαδίκους για καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων.
Ο συνήγορος της Αιτήτριας, με την γραπτή του αγόρευση που καταχωρήθηκε στα πλαίσια επανεκδίκασης της παρούσας προσφυγής, ανέφερε ότι οι εγειρόμενοι από πλευράς της Αιτήτριας λόγοι ακύρωσης, περιορίζονται αποκλειστικά και μόνον στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι το έγγραφο που κατατέθηκε στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας ως Τεκμήριο Β, συνιστά εκ πρώτης όψεως έγκριση του γραφείου του Υπουργού για το διορισμό του κυρίου Α.Γ.[1] να ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και ως εκ τούτου λαμβάνει τη μορφή προπαρασκευαστικής πράξης της διοίκησης και η τελική πράξη θα ολοκληρωνόταν με την έκδοση έγκυρης εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Σε σχέση δε με το έγγραφο που κατατέθηκε στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας ως Τεκμήριο Γ, επανέλαβε τη θέση του ότι αυτό προσήχθη με μη ορθό δικονομικό τρόπο και ανέφερε επιπρόσθετα ότι συνιστά έγγραφη μαρτυρία που εκδόθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και κατ’ επέκταση και της καταχώρησης της υπό κρίση προσφυγής που δεν βρίσκεται στο σχετικό φάκελο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί σε κάθε περίπτωση να γίνει αποδεκτό.
Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε στην απουσία άρτιου πρακτικού απόφασης και υποστήριξε ότι η πρωτόδικη απόφαση συνάδει με τον Νόμο 73(I)/2018 και τους αντίστοιχους κανονισμούς και ως εκ τούτου, εισηγήθηκε την ακύρωσή της και την παραπομπή της υπόθεσης στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση. Πέραν τούτου, πρόβαλε κιόλας τη θέση ότι με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης σε πρώτο βαθμό λόγω αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης παραμένει αλώβητος και δεν μπορεί να αναιρεθεί με την επανεκδίκαση, και ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση που ακυρώθηκε πρωτόδικα χάνει την υπόστασή της και δεν μπορεί τροποποιηθεί κατά την επανεκδίκαση βάσει του Νόμου 73(I)/2018. Καταληκτικά, ισχυρίστηκε ότι καταχρηστικά καταχωρήθηκε η έφεση με απώτερο σκοπό να μην πληρωθούν τα σχετικά έξοδα.
Οι Καθ' ων η Αίτηση αντέκρουσαν τους ισχυρισμούς του συνηγόρου της Αιτήτριας, υποβάλλοντας τις θέσεις τους με τη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου τους. Καταρχάς, δήλωσαν ότι ενόψει της αναφοράς του συνηγόρου της Αιτήτριας στη γραπτή του αγόρευση ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία περιορίζονται στη θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, το παρόν Δικαστήριο καλείται απλώς να αξιολογήσει τη βαρύτητα του περιεχομένου του Τεκμηρίου Γ. Η συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί του συνηγόρου της Αιτήτριας ως προς το ότι το Τεκμήριο Β δεν πρέπει να γίνει αποδεκτό γιατί δεν συνιστά έγκυρη εξουσιοδότηση θα πρέπει να αγνοηθούν, καθώς το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αποδοχή αυτού δεν αμφισβητήθηκε από την Αιτήτρια κατά την έφεση και ως τούτου, έχει τελεσιδικήσει και καλύπτεται από το δεδικασμένο της απόφασης στην έφεση.
Ομοίως, πρέπει να αγνοηθούν και οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί του συνηγόρου της Αιτήτριας ως προς την αποδοχή της κατάθεσης του Τεκμηρίου Γ. Σε σχέση δε με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου Γ το οποίο επιβεβαιώνει ότι η υπογραφή που εντοπίζεται στη σχετική Έκθεση-Εισήγηση ανήκει στο πρόσωπο που βάσει του Τεκμηρίου Β ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόβαλαν ότι είναι επαρκές για να αντικρούσει τους σχετικούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση δεν επαρκούν για να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί απουσίας πρακτικού, παρέπεμψαν στην Έκθεση-Εισήγηση που συνιστά μέρος του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. Περαιτέρω, απέρριψαν τις εισηγήσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η πρωτόδικη απόφαση συνάδει με το Νόμο 73(I)/2018 και τους αντίστοιχους κανονισμούς, όπως επίσης και την εισήγηση ότι με την ακύρωση λόγω αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου αυτή χάνει την υπόστασή της και δεν είναι δυνατή η τροποποίησή της, για το λόγο ότι η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης περί αναρμοδιότητας, έχει ανατραπεί κατ’ έφεση.
Όσον αφορά μετέπειτα τους ισχυρισμούς ότι η Έφεση έχει καταχωρηθεί καταχρηστικά, με απώτερο σκοπό να μην καταβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας, είναι η θέση τους, ότι πέραν του ότι τέτοιοι ισχυρισμοί θα μπορούσαν να εγερθούν μόνο στα πλαίσια της έφεσης, σε κάθε περίπτωση δεν ευσταθούν, γιατί η έφεση καταχωρήθηκε ένεκα διαφωνίας με την πρωτόδικη απόφαση και τα έξοδα έχουν καταβληθεί.
Καταληκτικά, υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων και ως εκ τούτου εισηγήθηκαν την απόρριψη της προσφυγής και την επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων και τις θέσεις που προβάλλονται σε αυτές.
Νομική Ανάλυση
Καταρχάς, προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του του οργάνου που έλαβε την επίδικη απόφαση, καθώς ως ζήτημα δημόσιας τάξης, προέχει η εξέτασή του, πριν την εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.
Η έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κυρίου Π.Κ.[2], η οποία υποβλήθηκε μετά τη συνέντευξη της Αιτήτριας, φέρει ημερομηνία 20/06/2019. Στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας της έκθεσης (βλ. ερυθρό 34 του διοικητικού φακέλου) έχει τοποθετηθεί σφραγίδα με το εξής λεκτικό: «Υπηρεσία Ασύλου - Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται». Κάτω από το λεκτικό, διακρίνω μια μονογραφή και ημερομηνία 28/06/19. Η απόφαση η οποία συνοδεύεται από σχετική σύντομη αιτιολόγηση, κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερ. 08/07/2019, η οποία της επιδόθηκε και μεταφράστηκε στις 22/08/2019.
Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του συνηγόρου της Αιτήτριας που προβάλλονται σε σχέση με το Τεκμήριο Γ και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μονογραφείται από άγνωστο πρόσωπο, αναφέρω τα ακόλουθα: Καταρχάς, ο ισχυρισμός που προβάλλεται από πλευράς του συνηγόρου της Αιτήτριας ως προς την προσαγωγή του εν λόγω εγγράφου με μη ορθό δικονομικό τρόπο τυγχάνει απόρριψης, καθώς το ζήτημα αυτό καλύπτεται από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία έχει υποχρέωση να συμμορφωθεί το παρόν δικαστήριο στη βάση της αρχής του δεδικασμένου και η οποία δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των ζητημάτων που κρίθηκαν στην εν λόγω διαδικασία με νέα διαδικασία. Όσον αφορά δε τη θέση ότι συνιστά έγγραφη μαρτυρία που εκδόθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και κατ’ επέκταση και της καταχώρησης της υπό κρίση προσφυγής και που δεν βρίσκεται στο σχετικό φάκελο, σημειώνω ότι και ο εν λόγω ισχυρισμός άπτεται του ζητήματος του τρόπου προσαγωγής και της αποδεκτότητας της εν λόγω μαρτυρίας, που έχει ήδη κριθεί.
Προχωρώντας στην ουσία του εν λόγω ισχυρισμού και στην αξιολόγηση του περιεχομένου της επιστολής που κατατέθηκε ως Τεκμήριο Γ στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, προκύπτει ότι αυτό περιέχει μαρτυρία που επιβεβαιώνει σε ποιο πρόσωπο ανήκει η υπογραφή/μονογραφή που τέθηκε στην πρώτη σελίδα της έκθεσης-εισήγησης που ετοιμάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. ερυθρό 34 του διοικητικού φακέλου), ήτοι ότι ανήκει στον κύριο Α.Γ.. Η έγγραφη αυτή επιστολή φέρει ημερομηνία 12 Μαΐου 2020, την υπογράφει συγκεκριμένος λειτουργός για τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας Ασύλου και φέρει και σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών. Το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού γίνεται αποδεκτό για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, αφού είναι επίσημο έγγραφο που προέρχεται από την Υπηρεσία Ασύλου και το οποίο φέρει επίσημη σφραγίδα του Υπουργείου. Ως εκ τούτου, βάσει του εν λόγω εγγράφου ταυτοποιείται το πρόσωπο στο οποίο ανήκει η υπογραφή/μονογραφή που τέθηκε στην πρώτη σελίδα της έκθεσης-εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού και που κατ’ επέκταση έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.
Τούτων λεχθέντων, απορρίπτεται και ο σχετικός ισχυρισμός του συνηγόρου της Αιτήτριας, ότι δεν είναι δυνατή η ταυτοποίηση του προσώπου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Βασική προϋπόθεση για να είναι μια διοικητική πράξη έγκυρη είναι η νόμιμη υπόσταση του οργάνου που την εκδίδει (βλ. άρθρο 15 του Ν. 158(Ι)/1999). Η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από την κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου (βλ. άρθρο 17(2) του Ν. 158(Ι)/99). Η διοικητική αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από το νόμο (βλ. άρθρο 17(6) του Ν. 158(Ι)/99) και μπορεί να μεταβιβαστεί ολικά ή μερικά η άσκηση εξουσίας από ένα όργανο όταν υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει (βλ. άρθρο 17(4) του Ν. 158(Ι)/99). Μόνο το όργανο στο οποίο μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες δύναται να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί ρητώς σύμφωνα με το σχετικό νομικό πλαίσιο (βλ. Μιχάλης Ευαγγέλου ν Δημοκρατία (2009) 4 ΑΑΔ 836).
Την εξουσία για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας έχει ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο. Οι εξουσίες και τα καθήκοντά του μπορούν να ασκηθούν και από άλλο αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό Εσωτερικών, αφού ως προβλέπεται από το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου: «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου».
Όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση, από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου Β που κατατέθηκε επίσης στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας προκύπτει ότι εγγράφως ζητείται ο ορισμός ενός ακόμη λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου και προτείνεται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ο κύριος Α.Γ., με αντικαταστάτρια του την κυρία Ν.Α.[3]. Η έγγραφη αυτή επιστολή φέρει ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 2018 και είναι μέρος του γενικού φακέλου με αρ. 15.15.01. Φέρει σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, Γραφείο Υπουργού, με ένδειξη «εγκρίνεται», ημερομηνία 10/10 και ολόγραφη υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών κύριου Πετρίδη.
Το περιεχόμενο του Τεκμηρίου Β είχε γίνει αποδεκτό κατά την πρωτόδικη διαδικασία, αφού είναι επίσημο έγγραφο το οποίο φέρει επίσημη σφραγίδα του Υπουργείου και υπογραφές και είναι κατατεθειμένο σε γενικό διοικητικό φάκελο. Ο Υπουργός Εσωτερικών με την έγκριση του αιτήματος που υποβλήθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ήτοι για ορισμό άλλου λειτουργού για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, φαίνεται ότι αποδέχτηκε και ως εκ τούτου εξουσιοδότησε εγγράφως άλλον λειτουργό για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, εξουσία η οποία ασκείται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. άρθρο 13(2) του περί Προσφύγων Νόμου και 12Δ(3) για ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων). Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από πλευράς του συνηγόρου της Αιτήτριας αναφορικά με το Τεκμήριο Β άπτονται και πάλι του ζητήματος της αποδεκτότητας του εν λόγω εγγράφου, που έχει ήδη κριθεί.
Άλλωστε, οφείλω να σημειώσω ότι ο ισχυρισμός του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι το εν λόγω έγγραφο συνιστά εκ πρώτης όψεως έγκριση του γραφείου του Υπουργού για το διορισμό του κυρίου Α.Γ. να ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και ως εκ τούτου λαμβάνει τη μορφή προπαρασκευαστικής πράξης της διοίκησης και η τελική πράξη θα ολοκληρωνόταν με την έκδοση έγκυρης εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών προς το συγκεκριμένο πρόσωπο υπό τη μορφή του δείγματος εξουσιοδότησης που επισυνάπτεται ως σχετικό παράρτημα στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθώς το γεγονός ότι το Τεκμήριο Β δεν λαμβάνει την μορφή του σχετικού δείγματος που υποδεικνύεται από το συνήγορο της Αιτήτριας, δεν αναιρεί το γεγονός ότι εκ του περιεχομένου του και για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω συνιστά μία καθόλα έγκυρη εξουσιοδότηση προερχόμενη από τον Υπουργό Εσωτερικών.
Τούτων λεχθέντων, ο κύριος Α.Γ. που έχει λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ένας εκ των δύο λειτουργών που έχουν εξουσιοδοτηθεί δεόντως από τον Υπουργό Εσωτερικών ώστε να εκδίδουν, εκτός από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του συνηγόρου της Αιτήτριας περί αναρμοδιότητας του προσώπου που υπέγραψε και ενέκρινε την έκθεση-εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απορρίπτεται καθότι ως πιο πάνω ανέλυσα, φαίνεται καθαρά ότι το πρόσωπο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ο κύριος Α.Γ., ο οποίος ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών με βάση την επιστολή ημερομηνίας 09/10/2018 που είναι κατατεθειμένη και αποτελεί μέρος του γενικού φακέλου 15.15.01.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου της Αιτήτριας σχετικά με την απουσία πρακτικού, παρά το γεγονός ότι προβλήθηκε ακροθιγώς στην γραπτή του αγόρευση, παραπέμπω στο άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, σύμφωνα με το οποίο: «Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα».
Στην υπό κρίση υπόθεση, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος διεξήγαγε την προφορική συνέντευξη με την Αιτήτρια, ετοίμασε σχετική έκθεση-εισήγηση (βλ. ερυθρά 32-34 του διοικητικού φακέλου), στη βάση των ενώπιον του στοιχείων και της έρευνας που διεξήγαγε, την οποία εξέτασε και ενέκρινε ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, απορρίπτοντας την αίτηση ασύλου της Αιτήτριας. Το δε επιχείρημα του συνηγόρου της Αιτήτριας περί έλλειψης πρακτικού απορρίπτεται. Έχω δε παραπέμψει πιο πάνω και στο άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο αναφέρεται στην υιοθέτηση σημειώματος ή πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, στην υπό εξέταση προσφυγή κρίνω ότι ακολουθήθηκαν οι ορθές και νόμιμες διαδικασίες για λήψη απόφασης. Δεδομένης της φύσης της διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας, δεν θεωρώ ότι η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης πρακτικού.
Ακολούθως διαφωνώ με τον ισχυρισμό του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι εξαιτίας της ακύρωσης σε πρώτο βαθμό της επίδικης απόφασης λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε, αυτή χάνει την υπόστασή της και δεν μπορεί να τροποποιηθεί κατά την επανεκδίκαση. Σε περίπτωση που ασκείται έφεση, στη βάση της αρχής του δεδικασμένου, η απόφαση επί της έφεσης, δεσμεύει κάθε δικαστήριο, όργανο ή αρχή στη Δημοκρατία (βλ. άρθρο 146 (5) του Συντάγματος). Στην υπό κρίση περίπτωση, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε το Τεκμήριο Γ για το λόγο ότι αυτό δεν προσήχθη με ορθό δικονομικό διάβημα, ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε την επανεκδίκαση της προσφυγής. Κατά την επανεκδίκαση της προσφυγής το παρόν Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την νομιμότητα και την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση τα όσα έχουν κριθεί κατά την έφεση και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να τροποποιηθεί κατά την επανεκδίκαση γιατί έχει χάσει την υπόστασή της λόγω της ακύρωσής της πρωτόδικα, δεν ευσταθεί.
Ακολούθως, θα προχωρήσω με την παράθεση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου [βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)].
Κατά την καταγραφή του αιτήματός της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της γιατί αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα.
Κατά την προφορική της συνέντευξη, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Hải Dương του Βιετνάμ. Η Αιτήτρια είναι άθεη ως προς το θρήσκευμα, απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών. Διέμενε στην περιοχή Bac Ninh στο Βιετνάμ, προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.
Ανέφερε ότι δεν αποτέλεσε ούτε η ίδια, αλλά ούτε και κάποιο συγγενικό της πρόσωπο μέλος οποιασδήποτε πολιτικής, θρησκευτικής, κοινωνικής, εθνικής ή στρατιωτικής οργάνωσης ή ομάδας στη χώρα καταγωγής της. Εγκατέλειψε νόμιμα τη χώρα καταγωγής της στις 12/07/2009, από όπου ταξίδεψε αεροπορικώς χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποια δυσκολία κατά την έξοδό της από τη χώρα της και στις 13/07/2009 εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εργασίας ως οικιακή βοηθός. Εργαζόταν ως οικιακή βοηθός μέχρι τον Απρίλιο του 2018, καθώς τότε ο εργοδότης της δεν επιθυμούσε να ανανεώσει την άδειά της. Δεν είχε αποδεσμευτεί και διέμενε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 02/05/2018 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Οι αρχές της χώρας της θα της επιτρέψουν να επιστρέψει σε αυτή. Ουδέποτε διώχθηκε, παρενοχλήθηκε, συνελήφθη ή κρατήθηκε στη χώρα καταγωγής της.
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έπραξε τούτο προκειμένου να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένειά της. Πέραν τούτου, επιβεβαίωσε ότι δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της και ότι προέβη στην καταχώρηση αίτησης για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας προκειμένου να παραμείνει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία και να εργαστεί. Εάν είχε τη δυνατότητα, θα συνέχιζε να εργάζεται, χωρίς να προβεί στην καταχώρηση αίτησης ασύλου. Ερωτηθείσα ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η οικογένειά της θα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες.
Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγησή του σε σχέση με τους βασικούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας ανέφερε ότι πρόκειται για υπήκοο του Βιετνάμ, έγγαμη και η οποία εισήλθε νόμιμα στις 13/07/2009 στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της ήταν για να εργαστεί και ότι δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της.
Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι η γενικότερη αξιοπιστία της κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της παρουσιάστηκε ικανοποιητική, καθώς δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις ως προς τους ισχυρισμούς της σε σχέση με τους αποκλειστικά και μόνον λόγους οικονομικού περιεχομένου που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας.
Κατά τη νομική ανάλυση, κρίθηκε αρχικώς ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στον ορισμό του πρόσφυγα, καθώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1(Α) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων. Ακολούθως, σε σχέση με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν θα μπορούσε να υπαχθεί ούτε στο σχετικό καθεστώς δυνάμει του 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.
Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι η έρευνα που είχε προηγηθεί της απόφασης για απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της. Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, ενώ σύντομη αιτιολόγηση της απόφασης είχε επισυναφθεί και στην απορριπτική επιστολή η οποία επιδόθηκε και μεταφράστηκε στην Αιτήτρια (βλ. ερυθρά 35-36 του διοικητικού φακέλου). Επισημαίνω δε ότι συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως αυτά έχουν αναλυθεί ανωτέρω (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270). Ειδικότερα, επισημαίνω ότι στην έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού καταγράφονται με λεπτομέρεια οι λόγοι που απορρίφθηκε το αίτημα της με παραπομπή στις απαντήσεις της Αιτήτριας κατά τη συνέντευξή της, που υποδεικνύουν ότι πρόβαλε μόνο οικονομικούς ισχυρισμούς, με αποτέλεσμα ορθώς να προσδιορίζεται ως οικονομικός μετανάστης.
Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός διεθνούς προστασίας βαραίνει αρχικά την ίδια την Αιτήτρια (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(α) Ο αιτών πρέπει:
(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.
(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.
(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν.».
Οι ισχυρισμοί οι οποίοι προβλήθηκαν από την Αιτήτρια καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής της, δεν μπορούσαν να τεκμηριώσουν το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ούτε και στο παρόν Δικαστήριο προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία προς τεκμηρίωση του αιτήματος της για διεθνή προστασία.
Πέραν των ως άνω, για σκοπούς πληρότητας της εξέτασης υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, αναφέρω ότι σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ACLED ("Armed Conflict Location and Event Data Project") για το διάστημα από 07/03/2024 έως 07/03/2025, δεν καταγράφηκε κανένα περιστατικό ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι Bac Ninh στο Βιετνάμ.[4]
Επιπρόσθετα, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της, ήτοι το Βιετνάμ, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, σύμφωνα με το εν ισχύ Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών (Κ.Δ.Π. 191/24).
Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Το όνομα του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[2] Το όνομα του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[3] Το όνομα της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[4] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 07/03/2024 – 07/03/2025, REGION: Asia-Pacific, COUNTRY: Vietnam, ADMIN UNIT: Bac Ninh] (ημερομηνία πρόσβασης 07/03/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο