T. A. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2870/2024, 29/5/2025
print
Τίτλος:
T. A. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2870/2024, 29/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 2870/2024

 29 Μαΐου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

T. A. A. από το Καμερούν εκ οδος {…}

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Πηνελόπη Περού (κα) για Γιώτα Μιλτιάδους και Συνεργάτες ΔΕΠΕ (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Νικόλας Νικολάου (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

Ο Αιτητής είναι παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 12/06/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 08/07/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000  και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν και στις 03/10/2019 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 07/06/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 12/06/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Ακολούθως, αυθημερόν ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Στις 08/07/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις  30/07/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Δια της συνηγόρου του και της αίτησης ακυρώσεως, ο Αιτητής, πρόβαλε πλείονες συνολικά νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.

Κατά την γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει η προβαλλόμενη απόφαση και/ή πράξη είναι άκυρη για το λόγο ότι στερείται επαρκούς έρευνας και/ή νόμιμης και/ή επαρκούς αιτιολογίας η οποία λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης.

Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση αντιτείνει με τη δική της γραπτή αγόρευση ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

Κατά την ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 04/03/2025, η συνήγορος του Αιτητή προώθησε μόνο τους ισχυρισμούς της περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή, αυτός είναι ενήλικας από το Καμερούν. Στην αίτησή του για διεθνή προστασία o Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Καμερούν λόγω της πολιτικής έντασης που επηρεάζει το βορειοδυτικό και νοτιοδυτικό Καμερούν, όπου οι πολίτες δεν έχουν ελευθερία λόγου και μετακίνησης. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του επειδή ήταν μπάρμαν που εξυπηρετούσε το κοινό και συνελήφθη από τον στρατό επειδή δεν μπορούσε να τους πουλήσει τα απαραίτητα ποτά που του ζητούσαν. Έτσι, δήλωσε πως κρατήθηκε από τον στρατό για δύο μήνες και υπέστη βασανιστήρια. Δήλωσε πως θα ήθελε να επιστρέψει στη χώρα του μόνο όταν τελειώσει η κοινωνικοπολιτική κρίση, όπου κάθε πολίτης θα έχει ίσα δικαιώματα και ελευθερίες (ερ. 1 δ.φ.).

Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Καμερούν. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, γεννήθηκε στην περιοχή Bota του διαμερίσματος Fako, στη νοτιοδυτική περιφέρεια της χώρας. Από τη γέννησή του έως και το 2009 ζούσε στη Limbe, στην ίδια περιφέρεια, μαζί με τους γονείς του, τους δύο αδερφούς και τις δύο αδερφές του. Το 2009 μετακόμισε στη Buea, επίσης στην περιοχή Fako, όπου έζησε μόνος έως το 2014. Από το 2014 και μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα, συγκατοικούσε στην ίδια πόλη (Buea) με την οικογένειά του, η οποία αποτελεί και τον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του. Περαιτέρω, ανέφερε ότι είναι άγαμος, χριστιανός και γνωρίζει Αγγλικά, Ngwo και Γαλλικά. Σχετικά με τις σπουδές και την επαγγελματική του πορεία, ανέφερε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2014 και εργάστηκε ως ηλεκτρολόγος μηχανικός την περίοδο 2010-2014, ενώ είχε και την οικονομική στήριξη από τους γονείς του. Όσον αφορά στην οικογένειά του, δήλωσε ότι οι γονείς του ζουν στη Buea μαζί με έναν από τους αδερφούς του. Δεν γνωρίζει πού βρίσκονται οι δύο αδερφές του και ο άλλος αδερφός του (ερ. 31-33 δ.φ.).

Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι έφυγε από το Καμερούν επειδή φοβόταν για τη ζωή του, λόγω απειλών και διώξεων που υπέστη εξαιτίας της επαγγελματικής του δραστηριότητας στη λειτουργία ενός μπαρ στο Καμερούν. Αφού εργάστηκε ως ηλεκτρολόγος μηχανικός και αποταμίευσε κάποια χρήματα, άνοιξε ένα μπαρ όπου πωλούσε αλκοολούχα ποτά, μεταξύ αυτών και προϊόντα που παραγόταν από την κυβέρνηση, καθώς και προϊόντα εταιρειών όπως η Guinness και η Brasseries. Ωστόσο, κατά την περίοδο της κρίσης στο Καμερούν, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα με την ομάδα των "Amba boys", οι οποίοι ήταν αντίθετοι στην πώληση προϊόντων που σχετίζονταν με την κυβέρνηση. Αφού του έκαναν επανειλημμένες προειδοποιήσεις,  έπειτα τον απήγαγαν και τον μετέφεραν στο δάσος για να τον «πειθαρχήσουν». Κατόπιν ο Αιτητής αφέθηκε ελεύθερος αφού τους πλήρωσε κάποιο χρηματικό ποσό. Παρά την προειδοποίηση, ο Αιτητής συνέχισε τη δραστηριότητά του, πουλώντας και τα δύο είδη ποτών, καθώς οι στρατιώτες προτιμούσαν τα προϊόντα της Brasseries. Αυτό προκάλεσε περαιτέρω εντάσεις. Μία ημέρα, ενώ έλειπε από το σπίτι, οι Amba boys επισκέφθηκαν την κατοικία του και είπαν στη μητέρα του ότι τον αναζητούσαν. Όταν επέστρεψε και πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, αποφάσισε να σταματήσει την επιχείρησή του από φόβο. Αργότερα, σημειώθηκε ένα ακόμη τραυματικό γεγονός. Ενώ ζούσε με τους γονείς του, εμφανίστηκαν στρατιωτικοί μαζί με έναν τραυματισμένο μαχητή των Amba. Διέταξαν τον Αιτητή και κάποιους γείτονές του να μεταφέρουν τον τραυματία στο δάσος για να τους δείξει πού είχε κρυμμένα όπλα. Ο τραυματισμένος υπέδειξε ένα όπλο και καθώς επέστρεφαν, οι στρατιωτικοί τους σταμάτησαν και, μπροστά στα μάτια τους, εκτέλεσαν τον τραυματία. Στη συνέχεια, τους ανάγκασαν να μεταφέρουν το σώμα σε κοινή θέα, ώστε να το δουν οι κάτοικοι της περιοχής. Ο Αιτητής εξήγησε ότι αυτές οι εμπειρίες —η στοχοποίησή του από τους Amba boys λόγω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, η απαγωγή του, καθώς και η συμμετοχή του υπό καταναγκασμό σε μια εκτέλεση— τον γέμισαν φόβο για τη ζωή του και τον οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα του. (ερ. 30 δ.φ.). 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής του.

Ο Αιτητής επανέλαβε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω απειλών και δίωξης που υπέστη τόσο από τους μαχητές της Αμπαζονίας («Amba boys») όσο και από τον καμερουνέζικο στρατό. Το 2019, απήχθη από τους Amba boys μέσα από το μπαρ που εργαζόταν και μεταφέρθηκε στο δάσος, όπου κρατήθηκε για μία εβδομάδα. Όπως ανέφερε, του είπαν ότι ήξερε τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν εκεί  επειδή πουλούσε τα συγκεκριμένα ποτά. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, στερήθηκε τροφής και ήταν δεμένος. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος αφού τους κατέβαλε χρηματικό ποσό που είχε μαζί του στην τσέπη. Ο Αιτητής περιέγραψε ότι ήταν μόνος του κατά τη διάρκεια της κράτησης και ότι οι Amba boys έφευγαν για περιπολίες, αφήνοντας μερικούς πίσω για να τον επιτηρούν. Μετά την απελευθέρωσή του, συνέχισε τη δραστηριότητα του στο μπαρ, πιστεύοντας ότι ήταν προστατευμένος από τον στρατό. Ωστόσο, λίγο αργότερα, οι Amba boys επισκέφθηκαν το πατρικό του σπίτι, ενόσω εκείνος απουσίαζε για αγορές. Είπαν στη μητέρα του ότι τον αναζητούσαν. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Αιτητής σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία του μπαρ. Αργότερα, το 2019, συνέβη ένα δεύτερο περιστατικό που αύξησε τους φόβους του. Ο στρατός έφτασε στη γειτονιά του μαζί με έναν τραυματισμένο μαχητή των Ambazonians, ο οποίος είχε πυροβοληθεί στο πόδι. Υποχρέωσαν τον Αιτητή και μερικούς γείτονές του να μεταφέρουν τον τραυματία στο δάσος, δηλώνοντας πως είχε κρύψει όπλα εκεί. Ο άνδρας υπέδειξε ένα παλιό όπλο και, κατά την επιστροφή, οι στρατιώτες τούς ζήτησαν να τον αφήσουν κάτω και να σταθούν πίσω. Στη συνέχεια, τον εκτέλεσαν μπροστά τους. Έπειτα, υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν το πτώμα στο Mile 16 Bolifamba, σε κεντρικό σημείο της πόλης, για δημόσια προβολή. Ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβήθηκε για τη ζωή του, επειδή ενεπλάκη στη μεταφορά του πτώματος ενός ατόμου που θεωρούσε υψηλόβαθμο στέλεχος των Amba boys, καθώς τον είχε δει να ηγείται περιπολιών στο παρελθόν. Μετά από αυτό το γεγονός, παρότι δεν συνέβη άλλο περιστατικό άμεσα εναντίον του, έζησε υπό φόβο και παρέμενε στο σπίτι του μέχρι που αποφάσισε να φύγει από τη χώρα. Ο Αιτητής κατέληξε λέγοντας ότι ελπίζει να επιστρέψει στη χώρα του, όταν τερματιστεί η κρίση (ερ. 26-29 δ.φ.).

 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών:

(1) Προσωπικά στοιχεία και προφίλ του Αιτητή

(2) Λόγω προβλημάτων με τους Ambazonians

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από την ταυτότητά του, την οποία προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Αντιθέτως, ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό, οι Καθ’ ων διαπίστωσαν ότι κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, εντοπίστηκαν πολλαπλές αντιφάσεις και ελλείψεις σε κρίσιμα σημεία του αιτήματός του, τα οποία επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία της μαρτυρίας του. Συγκεκριμένα, υπήρξε αντίφαση ως προς το επάγγελμα και τα μέσα επιβίωσης του Αιτητή. Ο Αιτητής ανέφερε αρχικά ότι εργάστηκε ως ηλεκτρολόγος μηχανικός και στηρίχθηκε οικονομικά από τους γονείς του, χωρίς να κάνει καμία αναφορά σε προσωπική επιχειρηματική δραστηριότητα. Ωστόσο, αργότερα ανέφερε ότι διατηρούσε μπαρ. Η αναφορά στο μπαρ ήρθε μετά από σχετική ερώτηση και χωρίς πειστική εξήγηση για την προηγούμενη παράλειψη, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη συνέπεια και πληρότητα των ισχυρισμών του. Επίσης, εντοπίστηκε και χρονική αντίφαση ως προς την κράτηση του από τους Ambazonians. Για την ακρίβεια, ο Αιτητής δήλωσε αρχικά ότι οι Ambazonians τον πήραν στο δάσος το 2017, αλλά αργότερα μετέβαλε την απάντησή του, λέγοντας ότι το περιστατικό έλαβε χώρα το 2019. Η εξήγησή του ότι δεν κατάλαβε την ερώτηση δεν κρίθηκε επαρκής, ιδίως αφού η αναφορά στην ημερομηνία δόθηκε στο πλαίσιο περιγραφής ενός καθοριστικού γεγονότος. Περαιτέρω, εξίσου σημαντική κρίθηκε και η αντίφαση μεταξύ της αίτησης και της συνέντευξης, καθώς ενώ στην αίτηση διεθνούς προστασίας ο Αιτητής ανέφερε ότι κρατήθηκε και βασανίστηκε από τον στρατό επειδή «αρνήθηκε να πουλήσει κρατικά ποτά», εντούτοις, κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης, δήλωσε ότι οι Ambazonians τον κατεδίωκαν «επειδή πουλούσε τα εν λόγω ποτά». Η αλλαγή της αφήγησης και η αιτιολόγηση ότι «δεν μπορούσε να θυμηθεί τα πάντα» κρίθηκε ως ανεπαρκής για την εξήγηση μιας τόσο σημαντικής αντίφασης, δεδομένου ότι αφορά βασικά στοιχεία της υπόθεσής του. Τέλος, ο Αιτητής δεν ήταν σαφής ως προς την θέση του για την πιθανότητα επιστροφής του στη χώρα. Όταν ρωτήθηκε εάν του επιτρέπεται να επιστρέψει στη χώρα του, ο Αιτητής έδωσε ασαφείς και αντιφατικές απαντήσεις, λέγοντας ότι δεν γνωρίζει, και ότι «ίσως» τον αφήσουν. Σε επακόλουθη ερώτηση για το λόγο που θεωρεί πιθανό να μη γίνει δεκτός, απάντησε ότι δεν έχει κάποιο λόγο. Η απουσία συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας αποδυναμώνει τη σοβαρότητα του ισχυρισμού περί κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής. Ως προς δε την εξωτερική αξιοπιστία δεν ανευρέθησαν πηγές που να στηρίζουν τον ισχυρισμό του.

Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Buea της Νοτιοδυτικής Επαρχίας του Καμερούν. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι υπάρχουν εύλογοι/ βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του,  να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην Νοτιοδυτική Επαρχία του Καμερούν.

Ο αρμόδιος λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β). Αντιθέτως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Νοτιοδυτικό Καμερούν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Ωστόσο σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95 και του άρθρου 19 (2)(γ), ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε τα επιμέρους στοιχεία του άρθρου, ήτοι (i) κατά πόσο επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην περιοχή, (ii) κατά πόσο ασκείται αδιάκριτη βία στην περιοχή και (iii) κατά πόσο υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Κατόπιν εξέτασης των ως άνω, με βάση τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι  (i) η εν λόγω περιοχή βρίσκεται υπό κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, (ii) ότι επικρατούν συνθήκες οι οποίες ευνοούν περιστατικά πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας, και (iii) ότι από τις ιδιαίτερες καταστάσεις του Αιτητή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει.

Συγκεκριμένα, αξιολογώντας το προφίλ του οι Καθ’ ων επισημαίνουν ότι πρόκειται για άμαχο πολίτη, ενήλικα, χωρίς προβλήματα υγείας, ο οποίος έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εργάστηκε στη χώρα καταγωγής του ενώ τον στήριζαν οικονομικά και οι γονείς του. Επίσης, ως ανέφερε μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά και διέμενε στην περιοχή Buea, Fako division, Southwest region, πριν και την αναχώρησή του από την χώρα του. Συνεπώς,  κατά την επιστροφή του στο Καμερούν  αναμένεται να αποταθεί στο υποστηρικτικό δίκτυο του καθώς οι γονείς του διαμένουν στη περιοχή Buea, οπού διέμενε και ο ίδιος.

Ως εκ τούτου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.  

Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου και του δευτέρου ουσιώδους ισχυρισμού, οι οποίοι και αφορούν την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, καθώς και τα εκπαιδευτικά κίνητρά του κατά την εγκατάλειψη της χώρας του με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στην Δημοκρατία. 

Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[1]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ.  υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08  Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Για τους ίδιους δε λόγους, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Νοτιοδυτική Επαρχία του Καμερούν, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το  Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά (περιοχή Far North)∙[2] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest ) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με μη διεθνή ένοπλή σύρραξη.[3]   

Στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν, γνωστές και ως Αγγλόφωνες περιοχές[4], οι συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αποσχιστών συνεχίζονται από το 2017, όταν οι αποσχιστές επιχείρησαν να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος[5]. Το Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) ανέφερε ότι το 2023, οι εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ των ηγετών των αποσχιστών χώρισαν τις αυτοανακηρυχθείσες αγγλόφωνες κυβερνήσεις σε περισσότερες από 50 αποσχιστικές ομάδες, αποδυναμώνοντας τις πολιτικές τους απαιτήσεις και την ικανότητά τους να αντισταθούν στις κυβερνητικές επιθέσεις[6]. Το ACLED περαιτέρω έδειξε ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση και οι ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ αυτονομιστικών ομάδων και της κεντρικής κυβέρνησης έχουν μετατρέψει τις αγγλόφωνες περιοχές σε ένα κατακερματισμένο σύστημα φορολογίας, ασφάλειας και δημόσιων υπηρεσιών, τις οποίες διαχειρίζονται διάφοροι ασυντόνιστοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων αυτονομιστές, η κυβέρνηση, ιδιωτικές εταιρείες και ανθρωπιστικές οργανώσεις[7].

Στην επικαιροποιημένη της έκθεση που καλύπτει την περίοδο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου 2024, η Global Protection Cluster ανέφερε αύξηση των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων τον Ιούλιο του 2024, με τις SSF (Δυνάμεις Ασφάλειας του Κράτους) να εκτελούν «επιχειρήσεις αποκλεισμού και έρευνας» που οδήγησαν σε επτά περιστατικά αυθαίρετων συλλήψεων, με 303 θύματα, ενώ οι NSAGs εγκαθίδρυσαν περισσότερα παράνομα σημεία ελέγχου για εκβιασμό χρημάτων και απαγωγή πολιτών για λύτρα[8]. Οι πιο συχνές παραβιάσεις που καταγράφηκαν ήταν αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, σωματικές επιθέσεις ή κακοποίηση και δολοφονίες[9]. Ο μεγαλύτερος αριθμός παραβιάσεων μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 2024 «καταγράφηκε στην Buea (457 θύματα) και την Muyuka (199 θύματα), και οι δύο στη νοτιοδυτική περιοχή του Fako, ακολουθούμενες από την Meme επίσης στη νοτιοδυτική περιοχή και έπειτα τη Mezam στην βορειοδυτική περιοχή»[10].

Το Δανέζικο Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (DRC) διεξήγαγε μηνιαίες δραστηριότητες παρακολούθησης προστασίας στη νοτιοδυτική περιοχή μεταξύ Ιανουαρίου 2024 και Ιουνίου 2024 σε οκτώ κοινότητες των διαμερισμάτων Fako, Kupe Muanenguba και Meme[11]. Σύμφωνα με πηγές που συμβουλεύτηκε το DRC, μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2024, οι βασικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναφέρθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό περιλάμβαναν αυθαίρετες συλλήψεις και παράνομες κρατήσεις, βασανιστήρια και απάνθρωπη μεταχείριση, κλοπές, οικονομικές απαγωγές, trafficking, και έμφυλη βία (GBV)[12]. Το DRC κατέγραψε 55 περιστατικά προστασίας και 428 θύματα μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2024[13]. Οι παραβιάσεις που αναφέρθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό περιλάμβαναν αυθαίρετες συλλήψεις, δολοφονίες, επιθέσεις και κακοποίηση, βασανιστήρια / απάνθρωπη μεταχείριση και έμφυλη βία, που διαπράχθηκαν από τις SSF και τις NSAGs[14].

Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν τα πλέον πρόσφατα ποσοτικά δεδομένα για την ένταση της ένοπλης σύρραξης. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την χρονική περίοδο 26/03/2024 - 26/03/2025 στην συγκεκριμένη περιοχή καταγράφηκαν 731 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 713 ανθρώπινες απώλειες. Τα 731 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 421 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 146 ανθρώπινες απώλειες, 20 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 3 ανθρώπινες απώλειες, 261 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 548 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 15 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (explosions/remote violence) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 16 ανθρώπινες απώλειες, και 14 διαμαρτυρίες (protests).[15] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιφέρειας (Southwest region) ανέρχεται στα 1, 534,232 (2015).[16]

Εκ των ανωτέρω πληροφοριών που παρατέθηκαν, διαπιστώνεται ότι παρά την ύπαρξη σοβαρών περιστατικών ασφαλείας στην ευρύτερη Νοτιοδυτική Περιφέρεια (Southwest Region) του Καμερούν στην οποία εμπίπτει η περιοχή καταγωγής του Αιτητή, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και ο βαθμός αδιάκριτης βίας κατά των αμάχων δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στην περιοχή καταγωγής του, τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας, με συνέπεια να απαιτούνται ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά που θα αύξαναν το ρίσκο του αμάχου συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό της περιοχής.

Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο του. Πρόκειται για άνδρα νεαρής ηλικίας, υγιή, αρκούντως πεπαιδευμένο, πλήρως ικανό προς εργασία, με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα του, ο οποίος έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην περιοχή καταγωγής του, γνωρίζοντας τις συνθήκες που επικρατούν και το κυριότερο είναι σε θέση να αντιληφθεί την επέλευση του κινδύνου και να προφυλαχθεί δεόντως. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του στην περιοχή καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής  του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με  1300 € έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

                              

 

 

 

Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025). 

[2] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 29/05/2025  https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/05/2025].

[3] Ibid.

[4] International Crisis Group, A Second Look at Cameroon’s Anglophone Special Status, 31 March 2023, https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/cameroon/b188-second-look-cameroons-anglophone-special-status (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[5] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/;  ACLED, Non-State Armed Groups and Illicit Economies, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[6] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, pp. 3, 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[7] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025). 

[8] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[9] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[10] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[11] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q1, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/14eff56a-24a7-4da9-a1a9-dca02f2b864e/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q1_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 5; DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 5 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[12] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q1, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[13] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[14] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 11 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.5.2025).

[15] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 26/03/2024 - 26/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 20/05/2025].

[16] National Institute of Statistics, South West Regional Agency, Statistical Yearbook of South West Region, 2023 Edition, σελ. 22 https://ins-cameroun.cm/wp-content/uploads/2024/07/Annuaire-statistique-regional_SW-edit_2023_02.07.24_Revu.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 20/05/2025].


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο