O.B.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.: 2930/24, 28/5/2025
print
Τίτλος:
O.B.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.: 2930/24, 28/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                  Υποθ. Αρ.: 2930/24

28 Μαΐου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

O.B.A. από τη Νιγηρία και τώρα στη Λεμεσό

                                                                                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                        Καθ' ων η Αίτηση

Έλενα Μυριάνθους (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Ραφαέλλα Προδρόμου για Θεοχαρία Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση. 

Ο Αιτητής είναι παρώΝ

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο  Αιτητής προσβάλει την απόφαση  των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 18/07/2024 με την οποία το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίφθηκε καθότι είναι άκυρη και/ή παράνομή και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται αναγνώρισης διεθνούς προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής έχει την ιθαγένεια της Νιγηρίας και είναι κάτοχος διαβατηρίου με αριθμό Α08ΧΧΧΧΧΧ. Ο Αιτητής συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 28/06/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις Ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας Περιοχές. Στις 06/07/2021 ο Αιτητής παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας. Στις 16/06/2023 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του, καθώς ο Αιτητής δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη στην οποία κλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Η Υπηρεσία Ασύλου, συνεπώς θεώρησε ότι ο Αιτητής είχε αποσύρει σιωπηρά την αίτηση του ή είχε υπαναχωρήσει από αυτήν. Στις 20/06/2023, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Εισήγηση για κλείσιμο φακέλου/διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του Αιτητή. Στις 16/06/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή. Στις 11/01/2024, ο Αιτητής συμπλήρωσε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 02/07/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 14/07/2024 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στις 18/07/2024 αρμοδίως εξουσιοδοτημένος υπάλληλος να ασκεί εξουσίες του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου εξέδωσε απόφαση απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Στις 24/07/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 25/07/2024. Στην συνέχεια, στις 01/08/2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δια της δικηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση.

Κατά τις Διευκρινίσεις Προωθήθηκε μόνον ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

Η δικηγόρος της υπόθεσης κατέγραψε τα γεγονότα ως εξής:

«Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής κατέγραψε στην αίτησή του, ήλθε στη Δημοκρατία διότι η ζωή του βρίσκεται, ως ισχυρίστηκε, σε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του (Νιγηρία), εξαιτίας της δίωξης του από μέλη συμμορίας. Συγκεκριμένα, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ο Αιτητής ανέφερε ότι 5 μήνες πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, είδε τον γιό του σπιτονοικοκύρη του, ο οποίος ήταν και στο στόχαστρο πολιτικών, μαζί με την ομάδα του να στοχεύουν 5 άτομα με το όπλο, και λόγω του φόβου του, ο Αιτητής το επόμενο πρωί, κατάγγειλε το περιστατικό στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, οι οποίες προέβησαν σε έρευνα και σύλληψη της συμμορίας. Δύο εβδομάδες αργότερα, η συμμορία αφέθηκε ελεύθερη, και περί την 18η ή 19η πήγαν στο διαμέρισμα του Αιτητή, όπου τον απείλησαν πως αν τον ξαναδούν εκεί, θα τον σκοτώσουν, με αποτέλεσμα στις 03/11/2020, να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει από την Νιγηρία, με προορισμό την Benin. Αφού πήγε στην Benin, ο Αιτητής ανέφερε ότι παρέμεινε εκεί για τρείς ημέρες, μέχρι που επέστρεψε στη Νιγηρία και μετέβηκε στην περιοχή Ogun State όπου παρέμεινε για μία εβδομάδα, και ακολούθως μετέβηκε ξανά στην Benin, αναχωρώντας από το αεροδρόμιο του Lagos με προορισμό τις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας».

Υπό «Λόγοι ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης» προωθείται ότι οι ερωτήσεις οι οποίες τέθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης είχαν προκαθορισμένο χαρακτήρα και ότι αυτή η προδιαγεγραμμένη προσέγγιση όχι μόνο υπονομεύει την ακεραιότητα της διαδικασίας, αλλά εγείρει και σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την εγκυρότητα των συμπερασμάτων που προέκυψαν. Η επιβολή τέτοιων περιορισμών στην έκφραση του Αιτητή είναι αντίθετη προς τις αρχές που διέπουν μια δίκαιη και αμερόληπτη διαδικασία. Η Υπηρεσία Ασύλου είχε ενώπιον της όλο το απαραίτητο υλικό και θα έπρεπε να παρέχει επακριβή αιτιολογία ως προς τους λόγους και τα κριτήρια που έλαβε υπόψη προκειμένου να απορρίψει το αίτημα του Αιτητή. Λόγω της παράλειψης της Διοίκησης να θέσει στον Αιτητή τις δέουσες ερωτήσεις η έκθεση εισήγηση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας, και η κατάληξη περί μη παροχής στον Αιτητή διεθνούς προστασίας είναι λανθασμένη και αποτέλεσμα των παραλείψεων των Καθ' ων η Αίτηση. Ο αρμόδιος λειτουργός δεν προέβη σε εκτενή ανάλυση και έρευνα και/ή αντιστοίχιση των ισχυρισμών του Αιτητή με διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης από τη χώρα καταγωγής του.

Ο συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, με τη Γραπτή του Αγόρευση, αιτείται την απόρριψη του συνόλου των ισχυρισμών λόγω παραβίασης του άρθρου 7 του Κανονισμού του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ως γενικοί και αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως. Παράλληλα, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση. Ως προς τον ισχυρισμό περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και παραβίασης των άρθρων 9 και 15 του Περί Προσφύγων Νόμο, προβάλλει ότι δεν παραβιάζεται το εν λόγω άρθρο, καθότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αξιολογήθηκαν ως μη αξιόπιστοι και ότι ορθά ο λειτουργός δεν έκρινε σκόπιμη την παραπομπή του αιτητή σε περαιτέρω εξετάσεις.  Περαιτέρω, προβάλλει ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμους λόγους δίωξης όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, ή ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 (2) του ίδιου Νόμου.  

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AΑΔ 598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι η  απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636 . Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Η συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή της και επικαλείται παραβιάσεις του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε και η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής η δέουσα έρευνα  κρίνω ότι είναι γενικός και αόριστος και δεν γίνεται οποιοδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα που αφορούν τον Αιτητή.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας   που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξης του, ο Αιτητής, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία. Επιβεβαίωσε επίσης ότι δεν έχει έγγραφα να υποβάλει και όσα αναγράφονται στην αίτηση του είναι αληθή.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με τον Αιτητή όλες τις πτυχές των ισχυρισμών του και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω  έρευνας  σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο  Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει την ιθαγένεια της Νιγηρίας και γεννήθηκε στην πολιτεία Ogun. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι χριστιανός. Ως προς το ταξίδι του δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα του στις 02/11/2020 και αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων από τη Τουρκία και  μη Ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία Περιοχών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ως προς το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ένα βράδυ διαπίστωσε ότι ο γιος του ιδιοκτήτη του και άλλα μέλη της περιβόητης συμμορίας του είχαν αποθηκεύει τα όπλα τους στον κάδο που βρισκόταν στο παράθυρό του. Ο ίδιος ανέφερε τη συγκεκριμένη πληροφορία στην αστυνομία και το επόμενο πρωί τα εμπλεκόμενα άτομα συλλήφθηκαν. Ωστόσο, δύο εβδομάδες αργότερα δωροδόκησαν την αστυνομία και έτσι και δεν δικάστηκαν για την παράνομη κατοχή όπλων. Μετά την απελευθέρωσή τους, πήγαν στο σπίτι του Αιτητή και επειδή δεν τον βρήκαν του τηλεφώνησαν και τον ενημέρωσαν ότι έχει προθεσμία 3 ημερών για να εγκαταλείψει τη χώρα. Πράγματι, ο Αιτητής έκανε τις απαραίτητες ετοιμασίες με την οικογένειά του και έφυγε από τη χώρα προκειμένου να είναι ασφαλής (ερυθρά 5-3 δ.φ.).

Κατά την πρωτοβάθμια συνέντευξη ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε το πανεπιστήμιο το 2013 και συγκεκριμένα ότι πραγματοποίησε σπουδές στον τομέα της Μαζικής Επικοινωνίας (Mass Communication) (ερυθρό 43 δ.φ.).Ως προς το επαγγελματικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής δήλωσε ότι από το 2013 έως να εγκαταλείψει τη χώρα εργαζόταν ως οδηγός ταξί (Uber) (ερυθρό 42 δ.φ.). Ως προς την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι οι γονείς του και τα τρία αδέρφια του ζούνε στην πολιτεία Ogun (ερυθρό 42 δ.φ.). Αναφορικά με τη δική του οικογένεια δήλωσε ότι η γυναίκα του και τα 3 παιδιά του βρίσκονται επίσης στην Κύπρο ως αιτητές διεθνούς προστασίας και έχουν υποβάλει προσφυγή κατά της απόρριψης του αιτήματός τους (ερυθρό 42 δ.φ.).

Αναφορικά με τους τόπους διαμονής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε και έμενε στο Lagos (ερυθρό 42 δ.φ.), ενώ επίσης επισκεπτόταν την οικογένειά του στην πολιτεία Ogun και έχει ζήσει στη χώρα Benin (ερυθρό 41 δ.φ.).

Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη Νιγηρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι ένα μήνα πριν φύγει από τη Νιγηρία είδε ότι ο γιος του ιδιοκτήτη μαζί με τη συμμορία του τοποθέτησαν όπλα σε έναν κάδο απορριμμάτων. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής είχε και πολιτικές διαφωνίες με το συγκεκριμένο πρόσωπο  επειδή ήταν μέλος σε αντίπαλο πολιτικό κόμμα. Το επόμενο πρωί ο Αιτητής κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία με αποτέλεσμα ο γιος του ιδιοκτήτη και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας αν συλληφθούν. Περίπου δύο εβδομάδες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι και πήγαν στο σπίτι του Αιτητή. Τον προειδοποίησαν ότι αν τον δουν θα τον δολοφονήσουν. Αμέσως ο Αιτητής πήρε τη γυναίκα του και έφυγαν με προορισμό τη Δημοκρατία του Benin στις 18-19/10/2020 (ερυθρό 41 & 40 δ.φ.). Έμειναν στο Benin για 3 ημέρες, προσπάθησε να πουλήσει τα χωράφια του και άρχισε την προετοιμασία προκειμένου να φύγει (ερυθρό 40 δ.φ.). Ακολούθως, πήγε στην πολιτεία Ogun, όπου παρέμεινε περίπου για μία εβδομάδα. Ακολούθως επέστρεψε για μία μέρα στο Benin για να βεβαιωθεί ότι η οικογένειά του είναι καλά και στη συνέχεια μετέβη στο αεροδρόμιο του Lagos (ερυθρό 40 δ.φ.). Έφυγε οριστικά από τη χώρα στις 03/11/2020 (ερυθρό 41 δ.φ.).

Ερωτηθείς τί θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβάται ότι θα χάσει τη ζωή του, γιατί τον έχουν απειλήσει (ερυθρό 39 δ.φ.).

Ερωτηθείς αν οι αρχές του κράτους καταγωγής του θα επιτρέψουν την επιστροφή του στη χώρα, ο Αιτητής απάντησε θετικά (ερυθρό 39 δ.φ.).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την έκθεση - εισήγησή του επί τη βάση των εξής ουσιωδών ισχυρισμών:

Ο/η αρμόδιος λειτουργός διέκρινε 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο διαμονής του Αιτητή και έγινε δεκτός, καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός φέρει τον τίτλο «ισχυριζόμενος φόβος δίωξης από μέλη συμμορίας».

Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός κατέγραψε τα εξής: Ο Αιτητής υπέπεσε σε χρονικές αντιφάσεις ως προς το πότε τον επισκέφθηκαν τα μέλη της συμμορίας και ως προς το πότε εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ενώ οι εξηγήσεις που παρείχε δεν κρίνονται ικανοποιητικές. Ο Αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση αφού αρχικά ανέφερε ότι ο τελευταίος τόπος διαμονής του πριν εγκαταλείψει τη χώρα ήταν το Lagos, ενώ σε μεταγενέστερο σημείο δήλωσε ότι από το Lagos, μετέβη στη χώρα Benin, ακολούθως πήγε στην πολιτεία Ogun, επέστρεψε στο Benin και τελικά μετέβη στο Lagos, προκειμένου να αναχωρήσει μέσω του αεροδρομίου της πόλης.

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή στερούνται ευλογοφάνειας επειδή ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία μετά την πάροδο 8 μηνών από την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του και αφού στο μεσοδιάστημα διέμενε στις κατεχόμενες περιοχές με φοιτητική βίζα. Περαιτέρω, σημείωσε ότι η αίτηση της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων του εξετάστηκε και απορρίφθηκε πρωτοβάθμια. Κατέληξε ότι από τα λεγόμενα του Αιτητή δεν διαφαίνεται ότι αυτός υπέστη την οποιαδήποτε δίωξη που να δικαιολογεί την απόφαση του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

Καταληκτικά, ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

Ακολούθως, ο/η αρμόδιος/α λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού.

Ο/η λειτουργός έκρινε ότι με βάση τις πληροφορίες/δεδομένα που αφορούν το αποδεκτό πραγματικό περιστατικό και λαμβάνοντας υπόψη μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος το προσωπικό προφίλ του Αιτητή καθώς και το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε ότι αυτός έχει υποστεί στη χώρα καταγωγής του οποιασδήποτε μορφής δίωξη ή σοβαρή βλάβη, δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση που επιστρέψει στη Νιγηρία (πολιτεία Lagos), να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Ειδικότερα, ως προς το προσωπικό προφίλ του Αιτητή κατέγραψε πως πρόκειται για ενήλικα χωρίς προβλήματα υγείας, ο οποίος έχει ολοκληρώσει πανεπιστημιακές σπουδές και δεν παρουσιάζει ζητήματα ευαλωτότητας.

Ακολούθως, ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ενόπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP).

Περαιτέρω έκρινε ότι σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα και πιο συγκεκριμένα στην πόλη Lagos, ο βαθμός άσκησης αδιάκριτης βίας δεν φθάνει σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι ο Αιτητής να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς του, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος της χώρας ή της εν λόγω περιοχής.

Ακολούθως, ο/η λειτουργός κατέγραψε αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας στην πολιτεία Lagos για το έτος 2020, σχολιάζοντας ότι τα περιστατικά ασφαλείας ήταν μεμονωμένα.

Τέλος, ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι σύμφωνα με διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31/05/2024, η Νιγηρία καταχωρήθηκε στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας όπου γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Υπό το σκέλος της νομικής ανάλυσης, ο/η λειτουργός έκρινε ότι λαμβανομένων υπ’ όψιν των προβαλλόμενων ισχυρισμών του Αιτητή διαφαίνεται ότι δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία. Επιπρόσθετα, ο/η λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής είναι οικονομικός μετανάστης.

Αντιστοίχως, ο/η λειτουργός κατέληξε ότι βάσει των προβαλλόμενων ισχυρισμών του Αιτητή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 για τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας.

Ειδικά ως προς τος εδάφιο (γ) ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, αφού η χώρα καταγωγής του δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Τέλος, υπό VI. Εισήγηση ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στη πόλη Lagos κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην έκθεση-εισήγησή του, η οποία υιοθετήθηκε από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή αφού δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου.

Σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή περί φόβου δίωξης, ορθά και πάλι οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν τον  Αιτητή εσωτερικά και εξωτερικά  αναξιόπιστο και απέρριψαν τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του, καθώς οι πλειονότητα των απαντήσεων του είναι διατυπωμένες με γενικότητα, χωρίς συνέπεια και συνοχή ενώ παράλληλα ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του. Υπέδειξε πλήρη άγνοια σε βασικά ερωτήματα που του τέθηκαν ως προς το φορέα δίωξης του. Περαιτέρω  απέτυχε να περιγράψει με βιωματικό τρόπο το αφήγημα του . και ορθά δεν έγινε αποδεκτή ως ευλογοφανή από του Καθ΄ων η αίτηση η ιστορία του .  

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία. 

Κατά την διάρκεια της συνέντευξης δεν γίνεται επίκληση κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο οιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων και περιστατικών από τα οποία να μπορεί να τεκμηριωθεί κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο η συνδρομή πραγματικού, προσωπικού και ενεστώτος κινδύνου.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Επομένως, ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη πως ο Αιτητής αφίχθηκε με φοιτητική βίζα παράνομα στις κατεχόμενες από τη Τουρκιά περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και παρέμεινε εκεί για να εργαστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα . Ερωτηθείς δε από τον αρμόδιο λειτουργό απάντησε πως δεν γνώριζε για το άσυλο και ότι εγκατέλειψε τις κατεχόμενές περιοχές καθότι έμεινε άνεργος.  Ο Αιτητής υπόβαλε αίτηση για διεθνή προστασία μετά από 8 μήνες από την άφιξη του γεγονός  που επιβεβαιώνει ότι το αίτημα του Αιτητή δεν είναι γνήσιο. Η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει. Το γεγονός αυτό της καθυστέρησης της υποβολής του αιτήματος του για διεθνή προστασία θέτει σε αμφιβολίες τους ισχυρισμούς του, όσον αφορά τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους υπέβαλε την αίτηση αυτή.(δέστε Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, , Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.2008 και Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 8.5.2008).  Σχετική είναι και η υπόθεση  Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009,

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ.851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C- 285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στη διάρκεια ενός έτους (Past year of ACLED Data) και συγκεκριμένα από τις 18.05.2024 έως τις 16.05.2025 στο κρατίδιο Lagos της Νιγηρίας, καταγράφηκαν συνολικά 123 περιστατικά ασφαλείας (99 απώλειες), εκ των οποίων 70 κατηγοριοποιήθηκαν ως περιστατικά μαχών (69 συνδεόμενοι θάνατοι), 31 ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (14 συνδεόμενοι θάνατοι) και 22 ως περιστατικά αναταραχών (16 συνδεόμενοι θάνατοι)[1].

Σύμφωνα με υπολογισμούς ο πληθυσμός του κρατιδίου Lagos το 2022 ήταν 13.491.800[2].

Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ του  Αιτητή , ο οποίος είναι υγιής, μορφωμένος και ικανός προς εργασία, η αξιολόγηση του κινδύνου επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, γίνεται στη βάση της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή, όπου αναμένεται να επιστρέψει. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Lagos, συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η κατάσταση ασφαλείας μαζί με το ατομικό προφίλ του Αιτητή δεν συνεπάγονται την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 191/2024  ημερ. 31/05/2024 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, τη  Νιγηρία, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα  δέουσας έρευνας  και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

                                    

 

                                    Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο