
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. ΔΚ 3/25
30 Μαΐου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α.Α.
Αιτητή
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
1. Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας,
2. Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
3. Υπηρεσία Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κ. Σοφοκλέους (κα) για Κ. Σοφοκλέους & Ι. Ιωάννου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή
Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Ο Αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 13/12/2024 για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2) του Περί Προσφύγων Νόμου και η οποία του επιδόθηκε στις 30/01/2025 είναι άκυρη και/ή παράνομη, και/ή στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και να διαταχθεί η άμεση απελευθέρωση του. Διαζευκτικά αιτείται όπως του επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Αιτείται επίσης άμεση απελευθέρωση του Αιτητή ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει ορθό υπό τις περιστάσεις.
Γεγονότα
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτίθενται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από σχετικά Παραρτήματα και το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας (στο εξής «Συρία»). Σε άγνωστο χρόνο και από άγνωστο σημείο, αφίχθηκε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία, και την 01/07/2021 υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας.
Κατά του Αιτητή εκκρεμούν η ποινική υπόθεση αρ. 9655/23 για ενδοοικογενειακή βία και αδικήματα κατά των γυναικών, η ποινική υπόθεση αρ. 1698/24 για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά, και η ποινική υπόθεση αρ. 8150/23 για αδικήματα απαγωγής, ληστείας, απειλής, βιαιοπραγίας και κοινής επίθεσης, η οποία αναστάλθηκε στις 20/02/2023 καθώς μετά από πιέσεις προς την παραπονούμενη αυτή αρνήθηκε να δώσει μαρτυρία εναντίον του. Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά σε δημιουργία, από τον Αιτητή, εγκληματικής ομάδας που ασχολείται κυρίως με αδικήματα κατά περιουσίας, όπως ληστείες σοβαρής μορφής, κλοπές και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.
Στις 30/01/2025 εκδόθηκε αθωωτική απόφαση από το Κακουργιοδικείο Πάφου για την ποινική υπόθεση υπ’ αριθμόν 2165/24, η οποία καταχωρήθηκε εναντίον του Αιτητή και ακόμα δύο (2) προσώπων, και αφορούσε συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορία 1), και σε εμπρησμό (κατηγορίες 2 και 3).
Στις 13/12/2024 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης εναντίον του δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο του επιδόθηκε στις 30/01/2025, με την άρνηση του ιδίου να υπογράψει για την παραλαβή του.
Στις 17/02/2025 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή κατά του ανωτέρω διατάγματος κράτησης.
Νομικοί Ισχυρισμοί
Επισημαίνεται ότι με την Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση ηγέρθη προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή κατά του διαδίκου υπ’ αρ. 3 και συγκεκριμένα κατά της Υπηρεσίας Ασύλου θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθότι στρέφεται κατά μη αρμοδίου και/ή αναρμοδίου και/ή λάθος προσώπου και/ή αρχής. Η συνήγορος του Αιτητή, συμφώνησε και ρητώς με τη γραπτή της αγόρευση απέσυρε την προσφυγή κατά της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στα πλαίσια της γραπτής της αγόρευσης, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή προώθησε τους ακόλουθους νομικούς ισχυρισμούς:
Α. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση λήφθηκε κατά προφανή παράβαση του Νόμου, των Κανονισμών και της Διαδικασίας και/ή κατά κατάχρηση εξουσίας. Συγκεκριμένα, η πράξη και/ή απόφαση εκδόθηκε παράνομα και κατά παράβαση του άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής «ΕΣΔΑ») και του αντίστοιχου άρθρου 11(2)(στ) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε κατά παράβαση του νόμου, και συγκεκριμένα ουσιώδους τύπου, καθώς εκδόθηκε για σκοπό διασφάλισης της εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο, δεν συνοδεύεται από σχετικό διάταγμα επιστροφής, και η διοίκηση δεν προέβη σε ατομική αξιολόγηση.
Β. Η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση λήφθηκε κατά προφανή παράβαση του Νόμου, των Κανονισμών και της Διαδικασίας ή/και κατά κατάχρηση της εξουσίας και είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή/και νομικής πλάνης. Είναι η θέση του Αιτητή ότι το διάταγμα κράτησης πρέπει να ακυρωθεί λόγω πραγματικής και νομικής πλάνης. Ως προβάλλει υπήρξε λανθασμένη ερμηνεία των διατάξεων και κακή εφαρμογή του νόμου, ενώ η διοίκηση ενήργησε και στη βάση πλάνης περί τα πράγματα λόγω ελλιπούς δέουσας έρευνας.
Γ. Η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση στερείται δέουσας αιτιολογίας. Ως προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή το διάταγμα κράτησης είναι παντελώς αναιτιολόγητο καθώς (1) δεν υπάρχει στο διάταγμα έστω συνοπτική και επαρκής αιτιολογία, (2) γίνεται απλή παράθεση γενικών και αόριστων σκέψεων, και (3) το διάταγμα δεν προσδιορίζει έστω συνοπτικά ποια ήταν η συμπεριφορά του Αιτητή που να τον καθιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Δ. Οι προσβαλλόμενες πράξεις και/ή αποφάσεις των Καθ’ ων η Αίτηση λήφθηκαν κατά παράβαση της Αρχής της Ισότητας, και/ή Αναλογικότητας, και/ή της αμεροληψίας, και/ή της καλής πίστης, και/ή της αρχής της αναλογικότητας, και κατ’ επέκταση των αρχών της χρηστής διοίκησης και/ή της καλής πίστης. Ως προβάλλεται ο σκοπός ενός διατάγματος κράτησης είναι ο περιορισμός ελευθέριας ώστε να διασφαλιστεί η απέλαση, σκοπός ο οποίος δεν υπάρχει στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ παραβιάστηκε και το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση, με την δική τους Γραπτή Αγόρευση, αντέκρουσαν τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν από τον Αιτητή. Παραθέτοντας σχετική νομοθεσία και νομολογία, υποστήριξαν ότι η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας αποτελεί μεν μέτρο περιοριστικό της ελευθερίας του ατόμου, συνάδει όμως με σκοπό γενικούς συμφέροντος τον οποίο αναγνωρίζει το Δίκαιο της Ένωσης ενώ συμβάλλει στην προστασία δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων προσώπων. Επιπρόσθετα, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί πλάνης, είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί πλάνη στην παρούσα περίπτωση, ενώ το επίδικο διάταγμα και/ή απόφαση είναι πλήρως και δεόντως αιτιολογημένα.
Η διοίκηση, σύμφωνα με τη συνήγορο των Καθ’ων η Αίτηση, αποφασίζει την έκδοση διατάγματος κράτησης αιτητή διεθνούς προστασίας δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) όταν η συμπεριφορά του Αιτητή, ορώμενη επί τη βάση των ενώπιον της πραγματικών δεδομένων δικαιολογεί την έκδοσή του. Στην προκείμενη περίπτωση το αρμόδιο διοικητικό όργανο έλαβε υπόψιν την επιστολή της Αστυνομίας ημερομηνίας 12/12/2024 η οποία διαβαθμίστηκε ως έγγραφο το οποίο περιείχε ευαίσθητες πληροφορίες, και αποφάσισε όπως εκδώσει διάταγμα κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης δυνάμει των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου. Ως περαιτέρω προβάλλουν η προσβαλλόμενη απόφαση βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό που είναι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης ως ειδικά ρυθμίζεται δια των προβλεπόμενων εξαιρέσεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου. Αναφορικά με τα εναλλακτικά μέτρα, αντικρούουν ότι ορθώς κρίθηκε ότι το καταλληλότερο μέτρο ήταν η κράτησή του, λόγω της φύσης των αδικημάτων για τα οποία εκκρεμούν ποινικές υποθέσεις. Εν κατακλείδι, προβάλλουν ότι ο Αιτητής δεν έχει αποστερηθεί οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα του, καθώς σύμφωνα με πάγια νομολογία επί του θέματος η αρχή της προηγούμενης ακρόασης τυγχάνει απόλυτης εφαρμογής, αλλά κάμπτεται όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ως και στην παρούσα περίπτωση.
Στην Απαντητική του Γραπτή Αγόρευση ο Αιτητής, δια της συνηγόρου του, υιοθετεί τα όσα προβλήθηκαν στην Γραπτή Αγόρευση, και απορρίπτει τον ισχυρισμό των Καθ’ ων η Αίτηση περί γενικολογίας στους λόγους ακύρωσης ενώ προβάλλει εκ νέου ότι στη βάση του Συντάγματος, είναι αναγκαίο, το διάταγμα κράτησης να συνοδεύεται με διάταγμα απέλασης ή απαγόρευσης εισόδου στη Δημοκρατία.
Κατά τις ακροάσεις ημερομηνίας 10 και 11 Απριλίου 2025, οι δύο πλευρές ουσιαστικά επανέλαβαν τα όσα προβλήθηκαν στις γραπτές τους αγορεύσεις, με τη συνήγορο του Αιτητή να αμφισβητεί εκ νέου την νομιμότητα του διατάγματος κράτησης λόγω πάσχουσας αιτιολογίας. Από την πλευρά της η συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση υπεραμύνθηκε της νομιμότητας, παραπέμποντας στην απόφαση του ΔΕΕ C-601/15, ημερομηνίας 15/02/2016.
Τέλος, σημειώνεται ότι κατά την ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 11/04/2025, η συνήγορος του Αιτητή δήλωσε ότι οι ποινικές υποθέσεις με αριθμό 1698/24 και 9655/23 αναστάλθηκαν στις 02/04/2025.
Νομικό Πλαίσιο
Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)
«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[.]
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·
[.]
(3) Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -
(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,
(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,
(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,
(δ) επιτήρηση από επόπτη.
(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.
(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.
(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]
(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»
Αξιολόγηση
Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου δια των προφορικών και γραπτών αγορεύσεων του Αιτητή και των Καθ’ ων η Αίτηση καθώς επίσης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον Διοικητικό Φάκελο.
Για την εξέταση των ανωτέρω νομικών σημείων κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του επίδικου διατάγματος κράτησης
«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
ΕΠΕΙΔΗ A.A. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ, είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Α.Α. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:
1. ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για την προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή ΥΑΜ, ημερ. 12/12/2024.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και το Άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι όποιες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο Α.Α. παραμείνει υπό κράτηση.
ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεση του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 13η ημέρα του Δεκεμβρίου 2024».
Ως παρατηρώ από το ανωτέρω κείμενο παρατίθεται η σχετική διάταξη δυνάμει της οποίας κρατείται ο Αιτητής, ήτοι το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας και για σκοπούς της δημόσιας τάξης και ασφάλεια». Επιπρόσθετα, καταγράφεται ότι «δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:
ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για την προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή ΥΑΜ, ημερ. 12/12/2024».
Σημειώνεται ότι η επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 12/12/2024 αποτελεί απόρρητο έγγραφο. Ωστόσο, έχει αποκαλυφθεί το ουσιαστικό περιεχόμενο του απόρρητου εγγράφου στον Αιτητή μέσω της συνηγόρου του, η οποία δήλωσε ότι ικανοποιήθηκε από το περιεχόμενο της αποκάλυψης και δεν προέβη σε αίτηση για πλήρη αποκάλυψη. Στο σημείο αυτό, παραθέτω συνοπτικά τις πληροφορίες οι οποίες έχουν αποκαλυφθεί στον Αιτητή και τις οποίες επιβεβαιώνω από το απόρρητο έγγραφο που κατατέθηκε στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, στις 25 Φεβρουαρίου 2025. Ως προβάλλεται στην εν λόγω επιστολή, ο Αιτητής με την άφιξη του στη Δημοκρατία δεν εντάχθηκε στο κοινωνικό σύνολο των Σύριων προσφύγων και διέμενε παράνομα σε χώρο όπου απαγορευόταν η διαμονή σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Έκτοτε δημιούργησε εγκληματική ομάδα με την συμμετοχή προσώπων κυρίως συριακής καταγωγής, η οποία δραστηριοποιείται κυρίως με αδικήματα κατά περιουσίας και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Κατά την έκδοση του διατάγματος κράτησης του Αιτητή εκκρεμούσαν ποινικές υποθέσεις που αφορούσαν αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας και αδικήματα κατά των γυναικών∙ παράνομη κατοχή και χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου∙ οδικές παραβάσεις∙ καθώς και αδικήματα για απαγωγή, ληστεία, απειλή βιαιοπραγίας και κοινή επίθεση.
Θα εξετάσω εν πρώτοις τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 11(2) του Συντάγματος, εφόσον, ως ισχυρίζεται, δεν εκκρεμεί διάταγμα απομάκρυνσης του Αιτητή από τη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την ίδια η κράτηση αλλοδαπού είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τον σκοπό απέλασής του (βλ. άρθρο 11(2)(στ) του Συντάγματος και άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ(,
Η συνήγορος των Καθ’ων η Αίτηση παρέπεμψε στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και σε νομολογία του ΔΕΕ επί του ζητήματος αυτού και τόνισε ότι δεν πρέπει να εκκρεμεί απόφαση για απέλαση του Αιτητή αλλά να διαφαίνεται ότι θα απελαθεί στο μέλλον. Επίσης προέβαλε ότι δεν απαιτείται ποινική καταδίκη για κράτηση με βάση το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου αλλά και εύλογη υπόνοια είναι αρκετή.
Προς το σκοπό εξέτασης του ανωτέρω ισχυρισμού έχω μελετήσει επισταμένα την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-601/15, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15 Φεβρουαρίου 2016 και παραπέμπω στις ακόλουθες παραγράφους που απαντούν το ζήτημα που τέθηκε ενώπιον μου:
«49. Επιτρέποντας την κράτηση αιτούντος όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 προβλέπει περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος στην ελευθερία το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη. |
50 |
. Εντούτοις, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. |
51 |
. Επισημαίνεται συναφώς ότι ο επίμαχος περιορισμός προβλέπεται από τον νόμο, δεδομένου ότι επιβάλλεται από οδηγία η οποία αποτελεί νομοθετική πράξη της Ένωσης. |
52 |
. Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνει το άρθρο 6 του Χάρτη. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή δεν αναιρεί την κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού και, όπως προκύπτει από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως και από την αιτιολογική σκέψη 15 της ίδιας οδηγίας, παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να θέτουν τον αιτούντα υπό κράτηση μόνο για λόγους που έχουν σχέση με την ατομική του συμπεριφορά και εφόσον συντρέχουν οι κατά την ίδια διάταξη εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες εξάλλου οριοθετούνται από το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπουν τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2013/33. |
53 |
. Δεδομένου ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως αποτελεί τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, διαπιστώνεται ότι μέτρο κρατήσεως βάσει της διατάξεως αυτής ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Κατά τα λοιπά, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42). […]. |
70. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, τηρώντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του αιτούντος στην ελευθερία και, αφετέρου, των απαιτήσεων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως.
71. Όσον αφορά την εφαρμογή των όσων ειδικότερα επιτάσσει η αρχή της αναλογικότητας σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης και προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο και τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 30 και 44 της παρούσας αποφάσεως, οι λόγοι κρατήσεως του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης είναι, κατ’ ουσίαν, οι εγκληματικές πράξεις που έχει τελέσει στο ολλανδικό έδαφος και το γεγονός ότι ισχύει εις βάρος του απόφαση για εγκατάλειψη του ολλανδικού εδάφους, συνοδευόμενη από δεκαετούς διάρκειας απαγόρευση εισόδου, οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες.
77. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Επομένως, για την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Πλην όμως, ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, δεν παραβίασε το επίπεδο της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, δεύτερη περίοδος, της ΕΣΔΑ. |
78 |
.Πράγματι, κατά το γράμμα της, η ως άνω διάταξη επιτρέπει τη νόμιμη κράτηση προσώπου εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ή εκδόσεως. Μολονότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε συναφώς με την προπαρατεθείσα απόφαση Nabil κ.λπ. κατά Ουγγαρίας (§ 29) ότι στέρηση της ελευθερίας βάσει της διατάξεως αυτής δικαιολογείται μόνον εφόσον εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ή εκδόσεως και ότι, στην περίπτωση που η διαδικασία αυτή δεν διεξάγεται με τη δέουσα επιμέλεια, η διάταξη αυτή δεν συνεχίζει να δικαιολογεί την κράτηση, εντούτοις η εν λόγω απόφαση δεν αποκλείει, εφόσον τηρούνται οι εγγυήσεις που η ίδια διάταξη προβλέπει, τη δυνατότητα κρατών μελών να θέτουν υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής, συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου, πριν από την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας. |
79 |
. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διευκρίνισε επίσης ότι η ύπαρξη εκκρεμούς διαδικασίας ασύλου δεν συνεπάγεται αυτή καθ’ εαυτήν ότι η κράτηση δεν γίνεται «ενόψει απελάσεως», δεδομένου ότι η ενδεχόμενη απόρριψη της αιτήσεως ασύλου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εκτέλεση των μέτρων απομακρύνσεως που έχουν ήδη ληφθεί (ΕΔΔΑ, προπαρατεθείσα απόφαση Nabil κ.λπ. κατά Ουγγαρίας, § 38). |
80 |
. Κατά συνέπεια, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 75 και 76 της παρούσας αποφάσεως, διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει της οδηγίας 2008/115, στο πλαίσιο της οποίας έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής, ενδεχομένως συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου, πρέπει να επαναλαμβάνεται από το σημείο κατά το οποίο διακόπηκε λόγω της υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας, εάν η αίτηση απορριφθεί κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία, και, άρα, η ως άνω κινηθείσα διαδικασία εξακολουθεί να «εκκρεμεί» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, δεύτερη περίοδος, της ΕΣΔΑ. |
81 |
. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ προκύπτει ότι, για να είναι σύμφωνη η εφαρμογή μέτρου στερητικού της ελευθερίας με τον σκοπό προστασίας του ατόμου από την αυθαιρεσία, πρέπει, ιδίως, να είναι απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο κακής πίστεως ή αθέμιτων ενεργειών εκ μέρους των αρχών, να συνάδει με τον σκοπό των επιτρεπόμενων περιορισμών κατά το οικείο εδάφιο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και να υπάρχει σχέση αναλογίας μεταξύ της προβαλλόμενης αιτιολογίας και της στερήσεως της ελευθερίας (βλ., επ’ αυτού, ΕΔΔΑ, απόφαση Saadi κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. 13229/03, §§ 68 έως 74, CEDH 2008). Όπως όμως προκύπτει από όσα εκτέθηκαν κατά την υπό το πρίσμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη εξέταση του κύρους του, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, του οποίου το περιεχόμενο είναι αυστηρά οριοθετημένο λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου της ως άνω διατάξεως, πληροί τις ως άνω απαιτήσεις. |
82 |
. Κατά συνέπεια, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της διατάξεως αυτής υπό το πρίσμα των άρθρων 6 και 52, παράγραφοι 1 και 3, του Χάρτη.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). |
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι εκ πρώτης όψεως το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο ενσωμάτωσε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο (ε) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ συνιστά περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη της ΕΕ (το οποίο έχει την ίδια έννοια και εμβέλεια με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ) και είναι συμβατό με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, νοουμένου ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις και εγγυήσεις που τίθενται σε αυτό, ήτοι ότι η απόφαση στέρησης της ελευθερίας είναι απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο κακής πίστης ή αθέμιτων ενεργειών εκ μέρους των αρχών, συνάδει με τον σκοπό των επιτρεπόμενων περιορισμών κατά το οικείο εδάφιο του άρθρου 5(1) της ΕΣΔΑ και υπάρχει σχέση αναλογίας μεταξύ της προβαλλόμενης αιτιολογίας και της στερήσεως της ελευθερίας. Περαιτέρω, είναι σημαντικό να έχουν ληφθεί ή να εκκρεμούν μέτρα επιστροφής και/ή απέλασης του Αιτητή, ιδιαίτερα μετά την εξέταση της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω στην ανάλυση της ουσίας της παρούσας προσφυγής, εστιάζοντας στο γεγονός ότι η κράτηση αιτητή ασύλου δεν είναι επιτρεπτή παρά μόνο, εάν συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οπότε και μπορεί να αιτιολογηθεί η στέρηση της ελευθερίας του. Ξεκινώντας με το δεδομένο ότι η στέρηση της ελευθερίας, εκτός όπου επιβάλλεται μετά από ποινική καταδίκη, μπορεί να επιβληθεί μόνο ως έσχατη λύση, το διεθνές δίκαιο και τα διεθνή πρότυπα προβλέπουν ότι για τον έλεγχο της μετανάστευσης, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, μετά από μεμονωμένη αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, εάν δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά αλλά, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα. Η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο, αναγκαία και αναλογική. Στην παρούσα προσφυγή, ο λόγος που επικαλούνται οι Καθ’ων η Αίτηση βρίσκει έρεισμα στο εδάφιο (ε) του Άρθρου 9ΣΤ(2), ήτοι για σκοπούς δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Όσον αφορά το τι συνιστά «δημόσια τάξη», αναφέρω ότι δεν ερμηνεύεται ή καθορίζεται από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και κατ’ επέκταση από τον περί Προσφύγων Νόμο, επιτρέποντας έτσι στα κράτη να ασκήσουν ευρεία διακριτική ευχέρεια και να καθορίσουν τις περιπτώσεις που κρίνουν ότι η κράτηση αιτητή είναι αναγκαία για σκοπούς «δημόσιας τάξης». Παραπέμπω συναφώς και σε απόσπασμα της απόφασης της αδελφού Δικαστή Μιχαηλίδου Χ. ΔΔΔΔΠ, στην υπόθεση M.I.P. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ΔΚ 3/20, ημερ. 6 Φεβρουαρίου, 2020:
«Θα πρέπει να αναφερθεί πως η Οδηγία 2013/33/ΕΕ, παρόλο που επιτρέπει την κράτηση αιτητή ασύλου στα πλαίσια του άρθρου 8 (3) (ε), δεν ερμηνεύει την έννοια «δημόσια τάξη». Η σημασία της έννοιας της δημόσιας τάξης πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της διάταξης στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, του σκοπού που περιλαμβάνει η διάταξη στην οποία εντάσσεται η έννοια της δημόσιας τάξης, του ιστορικού της θέσπισης της ρύθμισης αλλά (βλ. ενδεικτικά C-373/13, H.T. κατά Land Baden-Wurttemberg, ημερομηνίας 24/6/2015, σκέψεις 57, 58) και στη βάση της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία δίδει ερμηνεία στην έννοια δημόσια τάξη στα πλαίσια βέβαια άλλων Οδηγιών. Η ερμηνεία που δίδεται ισχύει επίσης και για την Οδηγία 2013/33/ΕΕ (C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 47).
Κρίθηκε από το ΔΕΕ, στην απόφαση C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 68, πως ο νομοθέτης θεσπίζοντας το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, τήρησε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του αιτούντα στην ελευθερία και των απαιτήσεων της προστασίας της δημόσιας τάξης, εφόσον βέβαια η χρήση της διάταξης αυτής γίνεται με ορθό τρόπο από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν τα ίδια τις απαιτήσεις για την ασφάλεια του κράτους τους και να θέτουν τις ανάγκες τους προσδιορίζοντας τι μπορεί να αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη (βλ. C-554/13, Z. Zh. Κατά Staatssecretaris van Veilgheid en Justice, στο εξής: «Z. Zh.», ημερομηνίας 11/6/2015, σκέψη 48).»
Η κράτηση λοιπόν σε κάποιες περιπτώσεις δικαιολογείται για την προστασία του κοινού από τον κίνδυνο που μπορεί να θέτει η συμπεριφορά του και ο περιορισμός της άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας πρέπει να μην υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου και υπόκειται στην τήρηση ενός συνόλου προϋποθέσεων, κατόπιν ατομικής αξιολογήσεως κάθε περίπτωσης, εάν άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν κατά τρόπο αποτελεσματικό. (C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 55).
Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες σχετικά με τα εφαρμοστέα κριτήρια και πρότυπα που αφορούν την κράτηση των αιτούντων άσυλο που εξέδωσε η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (HCR) στις 26 Φεβρουαρίου 1999 και ιδίως από τα σημεία 4.1 και 4.2 των Κατευθυντήριων αυτών Οδηγιών, προκύπτει ότι, αφενός, η κράτηση είναι εξαιρετικό μέτρο που μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο προς εξυπηρέτηση νόμιμου σκοπού και ότι μπορεί σε συγκεκριμένη περίπτωση να καθίσταται αναγκαία βάσει τριών σκοπών οι οποίοι είναι γενικά σύμφωνοι προς το διεθνές δίκαιο, ήτοι δημόσια τάξη, δημόσια υγεία και εθνική ασφάλεια. Αφετέρου, η κράτηση μπορεί να επιλεγεί μόνο όταν κριθεί αναγκαία, εύλογη βάσει όλων των περιστάσεων και ανάλογη προς έναν θεμιτό σκοπό.
Στην παρούσα υπόθεση, διαφαίνεται από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία την 1/07/21, η οποία μέχρι σήμερα εκκρεμεί και ως διαφαίνεται από το Παράρτημα 1 της Ένστασης, εκκρεμεί ακόμη ο προγραμματισμός συνέντευξης του Αιτητή. Ως εκ τούτου δεν προκύπτει να έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα για επιστροφή και/ή απέλαση του Αιτητή πριν την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία, η οποία παραμένει εκκρεμής και χωρίς ουσιαστική πρόοδο.
Φαίνεται δε ότι υπήρχαν υπόνοιες για διάπραξη σωρείας αδικημάτων, όπως εμπρησμός, ενδοοικογενειακή βία και διακίνηση ναρκωτικών, τα οποία διερευνήθηκαν δεόντως και για αυτά καταχωρήθηκαν και ποινικές υποθέσεις. Όπως φαίνεται και από την απόρρητη επιστολή, το ουσιαστικό περιεχόμενο της οποίας αποκαλύφθηκε στον Αιτητή, καταχωρήθηκε η υπόθεση αρ. 9655/23 που αφορούσε συνολικά έξι κατηγορίες για αδικήματα βίας στην οικογένεια και αδικήματα κατά των γυναικών, η υπόθεση 1698/24 που αφορούσε κατηγορίες για αδικήματα παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, οδήγηση αυτοκινήτου υπό την επήρεια ναρκωτικών και χωρίς άδεια οδήγησης και χρήση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου και το οποίο δηλώθηκε ως ακινητοποιημένο. Επίσης γίνεται αναφορά στην ποινική υπόθεση υπ’αρ. 8150/23 που αφορούσε κατηγορίες για αδικήματα απαγωγής, ληστείας, απειλή βιαιοπραγίας και κοινή επίθεση η οποία ανεστάλη στις 20/02/23 καθότι η παραπονούμενη αρνήθηκε να προσφέρει μαρτυρία εναντίον του Αιτητή. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά την ποινική υπόθεση αρ. 2165/24, η οποία καταχωρίστηκε μεταξύ άλλων και εναντίον του Αιτητή και αφορούσε υπόθεση συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος και εμπρησμού και ως καταγράφεται σε αυτή προβλέπεται η αθώωση των κατηγορουμένων.
Παρόλο που η συνήγορος του Αιτητή δήλωσε κατά τις διευκρινήσεις ότι αναστάλθηκε η ποινική δίωξη στις υποθέσεις 1698/24 και 9655/23 στις 2 Απριλίου 2025 και ότι δεν υπάρχει κάποια άλλη καταδικαστική απόφαση για τον Αιτητή, οφείλω να παραπέμψω στην απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, Vakeel Singh κατά Δημοκρατίας, ημερ. 19.12.2023, όπου σε σχέση με τα όρια της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι:
«Ούτε η εν λόγω απόφαση ωστόσο, ούτε η Οδηγία 2013/33/ΕΚ προκαθορίζουν από ποιο Δικαστήριο ή Δικαστήρια κράτους μέλους ασκείται τέτοιος δικαστικός έλεγχος. Όπως έχει αναφερθεί, σύμφωνα με τη νομολογία (ανωτέρω), γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, που ελέγχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus. Ο ίδιος ο νομοθέτης, σε σχέση με τον έλεγχο νομιμότητας της κράτησης που το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ασκεί, έχει προνοήσει στο Άρθρο 9 ΣΤ (7) (α) (i), ότι η νομιμότητα της διάρκειας της ασκείται αποκλειστικά με τη διαδικασία του habeas corpus, η οποία συνταγματικώς ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικατηρίου).
Ως εκ τούτου παρά το ότι η αιτιολογία έκδοσης του επίδικου διατάγματος στηρίζεται στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 12/12/2024, στην οποία καταγράφησαν κυρίως οι ποινικές υποθέσεις που είχαν καταχωρηθεί εναντίον του Αιτητή και παρότι αυτές οι υποθέσεις έχουν ανασταλεί και δεν υφίστανται και δεν έχει εκδοθεί καμία καταδικαστική απόφαση εναντίον του Αιτητή, δεν μπορώ να υπεισέλθω και να αξιολογήσω τη νομιμότητα του επίδικου διατάγματος κράτησης λαμβάνοντας υπόψιν γεγονότα και ενέργειες που έγιναν μετά την έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Η κράτηση αιτούντος άσυλο για λόγους δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένα και αξιόπιστα στοιχεία που να τεκμηριώνουν έναν πραγματικό και σοβαρό κίνδυνο. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο Αιτητής δημιούργησε εγκληματική ομάδα, η οποία ασχολείται κυρίως με αδικήματα κατά περιουσίας και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και εναντίον του έχουν καταχωρηθεί ποινικές υποθέσεις, μετά από σχετική διερεύνηση από τις αρμόδιες αρχές, που κατά τον επίδικο χρόνο έκδοσης του διατάγματος εκκρεμούσας και αφορούσαν αδικήματα κατοχής και χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, οδήγησης αυτοκινήτου υπό την επήρεια ναρκωτικών, οδήγησης και χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου και το οποίο δηλώθηκε ως ακινητοποιημένο και αδικημάτων βίας στην οικογένεια και κατά γυναικών. Επίσης ο Αιτητής συνδέεται και με πρόσωπα τα οποία εντάχθηκαν στην εγκληματική του ομάδα και σε σχέση με τα οποία επίσης διερευνάται η διάπραξη αδικημάτων. Ως παρατηρώ από τα ανωτέρω, ο Αιτητής επέδειξε κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση παραβατική συμπεριφορά, η οποία δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο αδίκημα αλλά εμπλουτίζεται με πληθώρα και ποικιλία ποινικών αδικημάτων. Το σύνολο των στοιχείων της συμπεριφοράς του Αιτητή εγείρει ερωτήματα περί ασφάλειας και δημόσιας τάξης, καθότι τα συγκεκριμένα αδικήματα φαίνεται να πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα σε περίοδο δύο ετών, στοιχείο το οποίο ενισχύει το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας που δεν είναι άλλο από την ομαλή συμβίωση των πολιτών του κράτους.
Η σοβαρότητα των περιστάσεων του Αιτητή και των αδικημάτων σε σχέση με τα οποία εκκρεμούσε κατά τον επίδικο χρόνο η εξέταση ενδεχόμενης ποινικής του δίωξης και το γεγονός ότι δεν έχει οποιουσδήποτε μόνιμους δεσμούς με τη Δημοκρατία, καθιστούν αμφίβολη την περαιτέρω συμμόρφωση του Αιτητή με τυχόν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και καθιστούν αντίθετα πιο προφανή τον κίνδυνο διαφυγής του. Δεν συντρέχουν, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις που να καθιστούν το μέτρο της κράτησης ακατάλληλο ή δυσανάλογο. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η κράτηση αποτελεί εν προκειμένω, αναγκαίο και ανάλογο μέτρο και δε θα μπορούσαν να διαταχθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
Απορρίπτονται ως εκ τούτου και οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με την ουσία της προσφυγής του, και ιδιαίτερα ότι δεν διερευνήθηκε δεόντως η περίπτωση του πριν εκδοθεί το επίδικο διάταγμα και ότι δεν είναι δεόντως αιτιολογημένο. Απορρίπτεται επίσης ο ισχυρισμός του Αιτητή περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, καθώς διαπιστώθηκε ότι αφενός, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούν τον περιορισμό της ελευθερίας του Αιτητή και αφετέρου ότι η κράτηση αποτελεί αναγκαίο και ανάλογο μέτρο στην παρούσα, για την αποτροπή διαφυγής του Αιτητή και ματαίωσης του σκοπού της απέλασής του, σε περίπτωση απορριπτικής και τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτησή του για άσυλο.
Για όλους τους λόγους που αναλύθηκαν πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο