
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.307/23
26 Μαΐου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ. Α., από Πακιστάν, δια της Επιτρόπου Προστασίας
Δικαιωμάτων του Παιδιού, ως νομικού εκπροσώπου του
και τώρα στο Κέντρο Πουρνάρα
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για αιτητή
Κος Ι. Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η ημ.30/12/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος και απόφαση δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως πρόσφυγας (Αιτητικό Α) ή, εναλλακτικά, απόφαση δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας (Αιτητικό Β) ή, και πάλι εναλλακτικά των ως άνω, απόφασης του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ως δικαιούχος «προστασίας από επαναπροώθηση δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ» (Αιτητικό Γ).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές ως ασυνόδευτος ανήλικος, παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 12/09/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 12/10/22 (ερ.1-4, 22-24, 21).
Στις 23/11/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.16-21). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και, στις 29/12/22, απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.49-56).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 30/12/22 και του μεταφράστηκε στην μητρική του γλώσσα (ερ.59, 23).
Επί της επίδικης αιτήσεως (ερ.1-4, 22-24) ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα του καθώς ο πατέρας του είναι μεγάλης ηλικίας και δεν μπορεί να εργαστεί, έχει τρείς αδελφές, οι οποίες «έχουν μεγαλώσει», «δεν υπάρχουν δουλειές» (σ.σ. εννοεί στη χώρα καταγωγής) και, προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην για την οικογένεια του, ήρθε στα κατεχόμενα για να σπουδάσει και να εργαστεί, όμως ο πράκτορας (σ.σ. που είχε διευθετήσει το ταξίδι του) δεν του εξέδωσε – ως αναφέρει – φοιτητική θεώρηση εισόδου (visa), και γι’ αυτό ήρθε στις ελεύθερες περιοχές και δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.
Στη συνέντευξη που διεξήχθη στην παρουσία λειτουργού που ενεργούσε ως κηδεμόνας αυτού ο αιτητής ανέφερε ότι έλαβε 12ετή εκπαίδευση, οι γονείς, οι δύο αδελφοί και οι τρεις αδελφές του διαμένουν στον τόπο διαμονής του ιδίου, όλοι τους είναι καλά και επικοινωνεί μαζί τους, ο ίδιος εργαζόταν ως καθαριστής μερικής απασχόλησης σε εστιατόριο στη χώρα καταγωγής και ήρθε να εργαστεί, μέσω Τουρκίας και κατεχομένων, ταξιδεύοντας μόνος, λόγω της φοιτητικής visa, ως ανέφερε. Ο πράκτορας (σ.σ. που είχε διευθετήσει το ταξίδι του) του πήρε το κινητό τηλέφωνο και το διαβατήριο του όταν ο αιτητής περνούσε την πράσινη γραμμή.
Ερωτώμενος για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει ο αιτητής ανέφερε ότι δεν μπορεί να ζήσει στα κατεχόμενα εξαιτίας του ότι ο πράκτορας δεν τον ενέγραψε σε πανεπιστήμιο και γι’ αυτό, ως ανέφερε, δεν είχε άλλη επιλογή από το να έρθει στις ελεύθερες περιοχές και δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του γιατί θα αντιμετωπίσει προβλήματα. Καλούμενος να εξηγήσει περαιτέρω σε τι συνίστανται τα προβλήματα που είχε αναφέρει ο αιτητής αποκρίθηκε ότι η οικογένεια του έλαβε δάνειο και, αν επιστρέψει, η οικογένεια του δεν θα μπορεί να αποπληρώσει το δάνειο αυτό. Ερωτώμενος γιατί έφυγε από τη χώρα καταγωγής του αρχικά ο αιτητής ανέφερε ότι ήρθε (στα κατεχόμενα) για να σπουδάσει και να εργαστεί και να φροντίσει την οικογένεια του, καθώς, ως ανέφερε, ο πατέρας του είναι μεγάλος σε ηλικία. Ερωτώμενος ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του ο αιτητής ανέφερε πως θα αντιμετωπίσει «δύσκολη οικονομική κατάσταση». Ερωτώμενος ο αιτητής αν έχει ποτέ συλληφθεί ή κρατηθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής του ή αν έχει διαπράξει οιανδήποτε παρανομία στη χώρα καταγωγής του απάντησε αρνητικά και, σε ακόλουθη ερώτηση, ανέφερε πως δεν γνωρίζει αν οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα. Ερωτώμενος σχετικά επιβεβαίωσε ότι τα όσα κατέγραψε στην επίδικη αίτηση είναι ορθά και αληθή και πως ο ίδιος προσωπικά συμπλήρωσε το έντυπο της αιτήσεως του, ερωτώμενος αν επιθυμεί να αναφέρει οτιδήποτε άλλο, απάντησε αρνητικά και, κατόπιν ανάγνωσης σ’ αυτόν του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης, ο αιτητής βεβαίωσε θέτοντας την υπογραφή του ότι τα διαμειφθέντα καταγράφηκαν ορθά, ακριβώς και πλήρως στο πρακτικό.
Σημειώνω ότι την επόμενη μέρα της υποβολής της επίδικης αίτησης, στις 13/10/22, έγινε συνέντευξη (ερ.35-48) στα πλαίσια αξιολόγησης της ευαλωτότητας του ως ασυνόδευτου ανήλικου, όπου ο αιτητής ανέφερε πως είναι σουνίτης μουσουλμάνος, δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας, σωματικής ή ψυχικής, μπορεί να φροντίζει τον εαυτό του, δεν έχει κάποιο πρόβλημα στη Δημοκρατία, πέραν του ότι το φαγητό στο κέντρο υποδοχής είναι άνοστο και αφηγήθηκε το ιστορικό με τον πράκτορα που διευθέτησε το ταξίδι του και τον ερχομό του στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας, ως και πιο πάνω, στα πλαίσια της συνέντευξης, καταγράφεται.
Επί της προσφυγής εντοπίζω τα εξής.
Στα γεγονότα που καταγράφονται στην προσφυγή, επί των οποίων ζητήθηκε άδεια ώστε να προσαχθεί μαρτυρία με αίτηση ημ.10/01/24, η οποία και απορρίφθηκε στις 12/07/24, αναφέρεται ότι ο αιτητής προέρχεται από φτωχή οικογένεια, με 5 μικρότερα απ’ αυτόν αδέλφια, έχει φοιτήσει μέχρι το 12ο έτος εκπαίδευσης (δεν έχει όμως λάβει απολυτήριο), εργαζόταν από δεκατεσσάρων ετών ως καθαριστής σε εστιατόριο και έφυγε από τη χώρα του για 2 λόγους. Αφενός επειδή δεν μπορούσε να εξεύρει εργασία με ικανοποιητικό εισόδημα και αφετέρου γιατί οι γονείς του ήθελαν να τον προστατεύσουν από συμμορίες διακίνησης ναρκωτικών, οι οποίες – ως καταγράφει - στρατολογούν δι’ εκβιασμού παιδιά, και οι οποίες είχαν προσεγγίσει και τον ίδιο στο παρελθόν. Προκειμένου να φύγει ο αιτητής από τη χώρα ο πατέρας του κατέβαλε σε τρίτο πρόσωπο το ποσό των €3.500 για να διευθετήσει το ταξίδι και την είσοδο του αιτητή στα κατεχόμενα, «με την προοπτική να σπουδάσει και να εργάζεται για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια του και να είναι επίσης προστατευμένος». Στα κατεχόμενα, όταν αποτάθηκε σε σχετικό ίδρυμα, ο αιτητής αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν εγγεγραμμένος σε πανεπιστημιακό ίδρυμα και δεν έγινε δεκτός για σπουδές με τα έγγραφα που έχει. Έτσι, δεδομένου ότι, ως καταγράφεται, ο αιτητής δεν μπορούσε να παραμείνει στα κατεχόμενα και δεν μπορούσε να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία εκεί, ήρθε στις ελεύθερες περιοχές και υπέβαλε την επίδικη αίτηση.
Σημειώνω εδώ ότι δια της ενστάσεως οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση αναφορικά με το κατά πόσο η εκπροσώπηση του αιτητή, τόσο από καταχωρήσεως της όσο και μετά την ενηλικίωση του αιτητή, στα πλαίσια της παρούσης, από τον Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, είναι έγκυρη και νόμιμη, την οποία και εν τέλει απέσυραν κατά τις διευκρινήσεις, κατόπιν και προσκόμισης σχετικού εντύπου διορισμού από τη συνήγορο που τον εκπροσωπεί. Συνεπώς δεν χρήζει περαιτέρω ενασχόλησης.
Στην ιδιαίτερα πλούσια και εμπεριστατωμένη αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, κάνοντας πλήθος αναφορών στην οικεία νομοθεσία και νομολογία, τόσο εθνική όσο και ενωσιακή, εισηγείται ότι η επίδικη αίτηση δεν έτυχε δέουσας εξέτασης, κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, της υποχρέωσης των καθ’ ων η αίτηση για συνεργασία με τον αιτητή, δεδομένης και λαμβανομένης υπόψη και της ανηλικότητας του τότε. Περαιτέρω, κατόπιν παράθεσης σχεδόν αυτούσιου του περιεχομένου του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης αλλά και των όσων επί της προσφυγής καταγράφει (ως νέους, πρόσθετους ισχυρισμούς, ως ανωτέρω αυτοί καταγράφονται) αναφέρει και εισηγείται ότι η επίδικη αίτηση εξετάστηκε πλημμελώς, επιφανειακά, χωρίς να γίνει καμία – έστω υποτυπώδης – προσπάθεια να βοηθηθεί ο αιτητής να αναφέρει και να εξηγήσει τις περιστάσεις που τον οδήγησαν να έρθει για να εργαστεί, το από ποιους και με ποιες συνέπειες δανείστηκε το ποσό που έδωσε ο πατέρας του προκείμενου να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του, το ύψος του δανεισμού, το κατά πόσο, αν – δεδομένου ότι, ως ανέφερε ο αιτητής – δεν είχαν διευθετηθεί τα απαραίτητα για τη φοίτηση και διαμονή του στα κατεχόμενα, υπήρξε ο αιτητής ενδεχομένως θύμα εμπορίας και εκμετάλλευσης, και ότι δεν έγινε προσπάθεια να ανιχνευθούν τυχόν άλλοι λόγοι για τη φυγή του από τη χώρα καταγωγής του, ως, μεταξύ άλλων, όσα καταγράφει στα γεγονότα της προσφυγής περί κινδύνου του από συμμορίες διακίνησης ναρκωτικών.
Ως επί των ως άνω εισηγείται η συνήγορος του αιτητή το Δικαστήριο, σε περίπτωση που δεν ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν παραπέμψει την υπόθεση για εκ νέου εξέταση από τους καθ’ ων η αίτηση, θα πρέπει, ως εισηγείται, αφού ακούσει το ίδιο τον αιτητή να τον αναγνωρίσει ως πρόσφυγα ή δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας ή ο αιτητής «να τύχει προστασίας στη βάση του σοβαρού κινδύνου παραβίασης των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν» (σελ.19, παρ.40 αγόρευσης).
Ως περαιτέρω εισηγείται η συνήγορος του αιτητή, οι διαδικασίες κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης – δεδομένης της ανηλικότητας του – βρίθουν πλημμελειών αφού στον αιτητή δεν παρασχέθηκε δέουσα εκπροσώπηση ή και υποστήριξη, τόσο νομική όσο και πρακτική, αυτός δεν βοηθήθηκε στο να εξηγήσει πλήρως και ενδελεχώς τους λόγους που άπτονται του πυρήνα του επίδικου αιτήματος του, κατά τη συνέντευξη δεν διασφαλίστηκε η δέουσα εξέταση του επίδικου αιτήματος, σύμφωνα με τις εγγυήσεις για ασυνόδευτους ανήλικους που καθορίζονται, μεταξύ άλλων, στα αρ.10 και 18 του Νόμου και δεν εφαρμόστηκαν οι αρχές που τυγχάνουν εφαρμογής επί αιτήσεων ανήλικων αιτητών ασύλου, ως αυτές αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, και στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, της UNHCR (παρ.72-73) [1] και του Γενικού Σχολίου αρ.6 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού (παρ.71-75) [2]
Σημειώνει επίσης η συνήγορος του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση πάσχει ακυρότητας αφού κατά την επίδικη συνέντευξη στον αιτητή υποβλήθηκαν ανεπαρκείς ερωτήσεις, χωρίς να ζητηθούν περαιτέρω διευκρινήσεις, χωρίς να καταβληθεί προσπάθεια να ανιχνευθούν και να εξεταστούν τυχόν άλλοι λόγοι οι οποίοι τον ώθησαν να φύγει από τη χώρα καταγωγής του ή που σχετίζονται με τον φόβο του να επιστρέψει και χωρίς να γίνει καμία παρέμβαση ή συμμετοχή του κηδεμόνα του, δεδομένου ότι, ως προκύπτει από το επίδικο πρακτικό, ως εισηγείται η συνήγορος του, ουδεμία παρέμβαση έγινε από την ενεργούσα ως κηδεμόνα του αιτητή κατά τη συνέντευξη, ουδεμία βοήθεια παρασχέθηκε σ’ αυτόν, ο οποίος στερήθηκε περαιτέρω νομικής εκπροσώπησης. Σε κάθε δε περίπτωση, ως αναφέρει, δεν φαίνεται να είχε η εν λόγω λειτουργός την κατάλληλη κατάρτιση ή και νομικές γνώσεις ώστε να συνδράμει στον αιτητή κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης και ουδόλως ελήφθη υπόψη ή αξιολογήθηκε κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης το συμφέρον του παιδιού ή οι προσωπικές του περιστάσεις. Προς επίρρωση δε των ως άνω παραθέτει παραπομπές σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, εκ των οποίων, ως αναφέρει, σε συνάρτηση και με το προφίλ του αιτητή, καθιστούν σαφές ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο, είτε από συμμορίες διακίνησης ναρκωτικών είτε από κυκλώματα εμπορίας ή και εκμετάλλευσης προσώπων, αλλά και ενδεχομένως από καταναγκαστική, προς αποπληρωμή του ποσού που δανείστηκε η οικογένεια του, εργασία.
Εισηγείται δε, επιπροσθέτως των ως άνω, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε αλλά και η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε ή και υπαγορεύθηκε από τον χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής του αιτητή ως ασφαλούς χώρας ιθαγενείας στη βάση ΚΔΠ που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12ΒΤρις του Νόμου, τη νομιμότητα της οποίας προσβάλλει – ως αναφέρει – παρεμπιπτόντως, αναφέροντας ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είχε εν προκειμένω καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που αντιμετωπίστηκε ο αιτητής και στην επίδικη αίτηση, ως αναφέρει σχετικώς χαρακτηριστικά, εναπόθεσε «σχεδόν όλο το βάρος απόδειξης ότι η χώρα δεν είναι ασφαλής στον ίδιο τον αιτητή» (παρ.68 αγόρευσης), χωρίς εντούτοις να έχει ενημερωθεί ο αιτητής προς τούτο και χωρίς να του παρασχεθεί η απαραίτητη βοήθεια. Στη συνέχεια, κάνοντας αναφορές στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου» και αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων κρατών μελών της ΕΕ, βάλλει κατά της νομιμότητας του χαρακτηρισμού του Πακιστάν ως ασφαλούς χώρας καταγωγής, αφού, ως αναφέρει, δεν αποκαλύπτονται οι πληροφορίες στη βάση των οποίων, δεδομένου ότι, ως αναφέρει, η χώρα αυτή δεν έχει κυρώσει πλήθος διεθνών συμβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν τις εφαρμόζει, κρίθηκε ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας, στη βάση και των κριτηρίων του αρ.12ΒΤρις του Νόμου.
Συνεπεία των ως άνω πολλών και ουσιωδών πλημμελειών το Δικαστήριο, ως αναφέρει η συνήγορος του αιτητή, η επίδικη απόφαση θα πρέπει είτε «να ακυρωθεί […] αφού υπήρξε κατάφωρη παραβίαση των διαδικασιών και υποχρεώσεων των καθ’ ων η αίτηση […] αφού δεν μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος», ως εισηγείται, είτε το Δικαστήριο θα πρέπει «να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία και να διατάξει την ορθή εξέταση του αιτήματος ασύλου του αιτητή εκ μέρους της Υπηρεσίας Ασύλου», αφού σε αντίθετη περίπτωση ο αιτητής θα στερηθεί ενός ουσιώδους σταδίου της διαδικασίας «το οποίο δεν μπορεί να παρακαμφθεί» και νοουμένου ότι «το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως την Υπηρεσία Ασύλου». Σε κάθε δε περίπτωση, ως αναφέρει η συνήγορος του αιτητή, «θα πρέπει να ελεγχθεί δικαστικώς ο καθορισμός του Πακιστάν ως ασφαλούς χώρας» ιθαγενείας (σελ.49-50, παρ.99-101 αγόρευσης).
Η απαντητική αγόρευση του αιτητή αναλώνεται κατ’ ουσία στην εγειρόμενη προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία τελικώς, ως ανωτέρω αναφέρω, αποσύρθηκε επί όλων των πτυχών της κατά τις διευκρινήσεις, αλλά και στο ότι κρίσιμος χρόνος είναι η ημέρα υποβολής του αιτήματος, ανεξαρτήτως της μετέπειτα ενηλικίωσης του αιτητή, και γίνεται αναφορά και στις αποφάσεις του ΔΕΕ στην C-550/16, ημ.12/04/18 και C-560/20, ημ.30/01/24, επί των οποίων θα επανέλθω πιο κάτω.
Οι καθ' ων η αίτηση σημειώνουν ότι ο αιτητής έχει ενηλικιωθεί στις 24/03/23 (σημειώνω ότι λανθασμένα, με δεδομένο ότι ημερομηνία γέννησης του αιτητή έχει καταγραφεί ως η 24/03/05, αναφέρεται στη σελ.2 της αγόρευσης των καθ’ ων ότι ο αιτητής ενηλικιώθηκε στις 24/03/24) και, απαντώντας στους ισχυρισμούς που τίθενται δια της αγορεύσεως του, αντιτάσσουν ότι η επίδικη απόφαση είναι νόμιμη, ουδεμία πλημμέλεια σημειώθηκε κατά την εξέταση της αναφορικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που έλαβε ο αιτητής και είναι προϊόν δέουσας έρευνας, αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας. Επί της διαδικασίας αναφέρουν ότι ακολουθήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου διαδικαστικές εγγυήσεις σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και σημειώνουν, με αποσπάσματα από τον Νόμο και την Οδηγία 2013/32/ΕΕ, ότι δεν προνοείται η παροχή νομικής εκπροσώπησης από τον κηδεμόνα του αιτητή, παρά μόνο όπου τούτο απαιτείται, και – σε κάθε περίπτωση - τέτοια νομική εκπροσώπηση ή οιαδήποτε άλλη παρέμβαση του κηδεμόνα δεν ήταν αναγκαία εν προκειμένω στη συνέντευξη, δεδομένου ότι αυτός είχε ενημερωθεί πλήρως για όλα τα επί τούτου δικαιώματα και υποχρεώσεις του προτού αρχίσει η συνέντευξη.
Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών και των όσων ειπώθηκαν κατά τις διευκρινήσεις.
Προτού προχωρήσω κρίνω σκόπιμη την ενασχόληση μου με τα όσα εισηγείται ο αιτητής περί παρεμπίπτοντος ελέγχου στα πλαίσια της παρούσης του κατά πόσο παρανόμως έχει καθοριστεί το Πακιστάν ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας, κατ’ εφαρμογή σχετικών ΚΔΠ, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12ΒΤρις του Νόμου. Σημειώνω ότι στα αρχικά στάδια της διαδικασίας η συνήγορος του αιτητή ανέφερε ότι θα επιθυμούσε να της παρασχεθούν τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε ή και αξιολογήθηκαν στα πλαίσια της έκδοσης της ΚΔΠ 166/2023, επί του οποίου δεν προέβη τελικώς σε κάποιο δικονομικό διάβημα.
Επί του ως άνω παρατηρώ ότι στην επίδικη διαδικασία, παρότι, ως η συνήγορος του αιτητή εντοπίζει, στην 1η ερώτηση που του γίνεται κατά τη συνέντευξη αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, γίνεται αναφορά στο ότι η το Πακιστάν έχει καθοριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας, εντούτοις καθ’ όλα τα προηγούμενα και επόμενα στάδια της επίδικης διαδικασίας (περιλαμβανομένης και της έκθεσης επί της οποίας βασίστηκε και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη εδώ απόφαση) ουδέν αναφέρεται σχετικώς. Σημειώνω περαιτέρω ότι στην επίδικη έκθεση (ερ.49-56) ουδεμία αναφορά γίνεται στο ζήτημα, δεικνύοντας ότι η έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, ως αυτή ορίζεται στο αρ.12ΒΤρις του Νόμου, δεν αποτέλεσε νομικό έρεισμα της επίδικης απόφασης, η οποία δεν εδράζεται σε κανένα σημείο στην εφαρμογή της εν λόγω έννοιας και ούτε μπορεί να προκύψει κάτι τέτοιο από τα στοιχεία του φακέλου.
Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου ότι η επίδικη αίτηση έτυχε ομολογουμένως ταχείας επεξεργασίας και διεκπεραίωσης, δεδομένου ότι υποβλήθηκε στις 12/10/22, η συνέντευξη έγινε στις 23/11/22 και η απόφαση εκδόθηκε στις 29/12/22 και δεν παραγνωρίζω ότι κατά της συνέντευξη έγινε όντως αναφορά στην έννοια αυτή. Όμως, αφενός, για την ταχύτητα στην επεξεργασία της επίδικης αίτησης, επιπροσθέτως του ότι εξ ουδενός των στοιχείων του φακέλου προκύπτει ότι η αίτηση εξετάστηκε στα πλαίσια ταχύρρυθμης διαδικασίας του αρ.12Δ του Νόμου, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το αρ.12Ε προνοεί για την κατά προτεραιότητα εξέταση των αιτήσεων που στο άρθρο αυτό αναφέρονται, «έναντι άλλης προηγουμένως υποβληθείσας» αίτησης, «ιδίως αν [ο αιτητής] είναι ασυνόδευτος ανήλικος», πράγμα που αιτιολογεί την ταχύτητα στη διαδικασία και δεν αναιρεί από μόνο του, στην απουσία άλλου στοιχείου που να καταδεικνύει το αντίθετο, ότι η επίδικη αίτηση εξετάστηκε στα πλαίσια της κανονικής διαδικασίας που προβλέπεται στο αρ.13 του Νόμου. Αφετέρου δε, σε σχέση με την αναφορά κατά τη συνέντευξη στον χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής ως ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, δεν θεωρώ ότι τούτη η αναφορά από μόνη της, άνευ ετέρου στοιχείου ή ένδειξης που να καταδεικνύει το αντίθετο, αρκεί για να γίνει δεκτό ότι στην επίδικη αίτηση έγινε εφαρμογή του αρ.12ΒΤρις ή ότι η επίδικη πράξη ερείδεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο άρθρο αυτό.
Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου κρίνω σκόπιμο να παραθέσω και την πιο κάτω νομολογία, για τους λόγους που θα εξηγήσω περαιτέρω ακολούθως.
Στην Cyprus General Bonded & Transit Stores Association κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 57, η Ολομέλεια του Ανωτάτου, με αναφορές και στην προηγούμενη νομολογία σχετικά με το πότε μια πράξη θεωρείται ως κανονιστική πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ανέφερε τα εξής:
«Η εν προκειμένω απόφαση του Υπουργού για καθορισμό των τελών προσλαμβάνει κανονιστική φυσιογνωμία εφόσον θέτει με τρόπο γενικό και αφηρημένο, ήτοι απρόσωπα, κανόνα δεσμευτικό για το παρόν και το μέλλον. Που σημαίνει κανόνα δικαίου. Κι αυτό ανεξάρτητα από το κατά πόσο συγκεντρώνει ή όχι το σύνολο των γνωρισμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της δημοσίευσης, που θα της προσέδιδαν εγκυρότητα. Δεν είναι όμως του παρόντος τέτοιος έλεγχος. Ο οποίος βέβαια δεν προσφέρεται απ' ευθείας δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος: βλ. Papaphilippou v. Republic, 1 R.S.C.C. 62 και Police v. Hondrou, 3 R.S.C.C. 82. Καθώς λέχθηκε στην Kanika Hotels Ltd κ.α. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1996) 3 A.A.Δ. 169:
"Η κανονιστική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες που ως επί το πλείστον είναι κανόνες δικαίου και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές. Σε αντίθεση, η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου και εφαρμόζοντας τον στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης που τη διακρίνει από την ατομική είναι η γενικότητα, εννοιολογική γενικότητα και όχι αριθμητική, που παρέχει στην πράξη τη δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες που είτε ήδη υπάρχουν είτε θα υπάρξουν στο μέλλον. Το δε νομικό περιεχόμενο της κανονιστικής πράξης δεν εξαντλείται με μία εφαρμογή αλλά διατηρεί τη δυνατότητα να προκαλεί νέες εφαρμογές σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η πράξη. (Lanitis Farm Ltd v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124).
Για τη διάκριση μεταξύ κανονιστικής πράξης και ατομικής διοικητικής πράξης δέστε και την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στις υποθέσεις Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικό Συμβούλιο κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85."».
Τα ανωτέρω φυσικά ίσως να είναι και εκ του περισσού εν προκειμένω καθώς η πράξη με την οποία χαρακτηρίστηκε το Πακιστάν ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας (ΚΔΠ 202/2022, ως ίσχυε τον χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης), την οποία επιθυμεί να προσβάλλει η συνήγορος του αιτητή, καλώντας το Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της στα πλαίσια παρεμπίπτοντος ελέγχου αυτής, είναι βεβαίως, ως εξ ίδιου του τίτλου αυτής προκύπτει, Κανονιστική Διοικητική Πράξη, η οποία βεβαίως εξ ορισμού συνιστά πράξη νομοθετικού περιεχομένου και, σε κάθε περίπτωση, φέρει όλα τα γνωρίσματα κανονιστικής πράξης, ως αυτά ευκρινώς και ενδελεχώς περιγράφονται στην ως άνω αυθεντία.
Αναφορικά τώρα με το ζήτημα του κατά πόσο τέτοιος παρεμπίπτον έλεγχος επί, ως εν προκειμένω, κανονιστικής πράξης νομοθετικού περιεχομένου, δύναται να τελεσθεί στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του αρ.146 του Συντάγματος, ως η παρούσα, σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στη Δημοκρατία ν. ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ ΠΟΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ & ΑΛΛΟΙ, Α.Ε. 103/2015, ECLI:CY:AD:2022:C278, ημ.04/07/22, όπου η Ολομέλεια σημειώνει τα εξής:
«Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, το ΄Αρθρο 146.1 του Συντάγματος «.. περιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεώρηση πράξεων που ανάγονται στην εκτελεστική ή διοικητική εξουσία του κράτους.» (G.C. School of Careers Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 170). Οι κανονιστικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ήτοι οι πράξεις οι οποίες θεσμοθετούν κανόνες δικαίου, δεν μπορούν να προσβληθούν ευθέως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί όμως, παρεμπιπτόντως, να εξεταστεί το κύρος μιας κανονιστικής πράξης από το Ανώτατο Δικαστήριο «. κατά την εξέταση μιας προσφυγής η οποία στρέφεται εναντίον ατομικής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε κατ΄ εφαρμογήν της κανονιστικής.» (Γενική Ομοσπονδία Παγκύπριων Οργανώσεων Βιοτεχνών Επαγγελματιών ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 5869/2013 κ.ά., ημερ. 16.3.2016).»
Συνεπεία και κατ’ εφαρμογή των ως άνω αρχών που προκύπτουν εκ της νομολογίας, με δεδομένο ότι, ως ανωτέρω εξηγώ, η επίδικη εδώ απόφαση και διαδικασία δεν ερείδεται στο αρ.12ΒΤρις του Νόμου και συνεπώς ουδόλως έτυχε εφαρμογής η ΚΔΠ 202/2022 ή οιονδήποτε άλλο διάταγμα του Υπουργού δυνάμει του εν λόγω άρθρου του Νόμου, δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό ότι η εδώ επίδικη απόφαση δεν «εκδόθηκε κατ΄ εφαρμογήν της κανονιστικής» και συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσης το κύρος της, ούτε παρεμπιπτόντως.
Σημειώνεται ότι σχεδόν το σύνολο κατ’ ουσία των ισχυρισμών του αιτητή συμπλέκονται και συναρτώνται με το κατά πόσο ο αιτητής στερήθηκε κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης των εκ του νόμου δικαιωμάτων (και διαδικαστικών εγγυήσεων) του και συνεπεία τούτου δεν μπόρεσε να παραθέσει όλα όσα σχετίζονται με το αίτημα που υπέβαλε και, επιπροσθέτως, δεν έγινε δέουσα έρευνα και εξατομικευμένη εξέταση και αξιολόγηση των δεδομένων που αφορούν τον αιτητή, δεδομένης της τότε ανηλικότητας του, και η επίδικη απόφαση ελήφθη χωρίς να αξιολογηθούν δεόντως οι επικρατούσες στη χώρα καταγωγής του συνθήκες. Συνεπώς πρέπει θεωρώ πρωτίστως να εξεταστεί κατά πόσο εντοπίζεται στην επίδικη διαδικασία παράβαση των δικαιωμάτων και των διαδικαστικών εγγυήσεων του αιτητή και, εφόσον κριθεί ότι υφίσταται τέτοια παράβαση, ποια η επίδραση της στην επίδικη απόφαση και ποια ενδεδειγμένη θεραπεία θα πρέπει να αποδοθεί εν προκειμένω στον αιτητή.
Αρχίζοντας από το πρώτο σκέλος των ως άνω, διερχόμενος του πρακτικού της επίδικης συνέντευξης, παρατηρώ ότι η συνέντευξη διήρκησε 1 ώρα, κατά την οποία υποβλήθηκαν στον αιτητή 26 ερωτήσεις. Σημειώνω ότι το περιεχόμενο της συνέντευξης παρατίθεται και πιο πάνω στα πλαίσια της παρούσης και δεν κρίνω σκόπιμο να το επαναλάβω εδώ, πέραν συγκεκριμένων σημείων, τα οποία θεωρώ κρίσιμα για εξαγωγή συμπερασμάτων όσο αφορά την επάρκεια της συνέντευξης και την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που θα έπρεπε να απολαμβάνει ο αιτητής κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης.
Η συνέντευξη του αιτητή, ως προκύπτει από το επίδικο πρακτικό, έγινε στην παρουσία λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ), ως ασκούσας χρέη κηδεμόνα του. Προτού αρχίσει η συνέντευξη εξηγήθηκε στον αιτητή η διαδικασία που επρόκειτο να ακολουθηθεί, ρωτήθηκε αν αντιλαμβάνεται τον μεταφραστή, στο οποίο απάντησε θετικά, του εξηγήθηκε ότι έχει το δικαίωμα να ζητήσει διευκρινήσεις ή εξηγήσεις για οιονδήποτε σημείο ήθελε αντιμετωπίσει δυσκολία κατανόησης ή επικοινωνίας, ότι το περιεχόμενο της συνέντευξης θα είναι εμπιστευτικό, ότι είναι προς το συμφέρον του ιδίου να αποκαλύψει όλα όσα σχετίζονται με την υπό εξέταση αίτηση διεθνούς προστασίας, ότι θα κληθεί να επιβεβαιώσει ότι όλα τα διαμειφθέντα θα έχουν καταγραφεί επακριβώς, πράγμα που έπραξε με το πέρας της συνέντευξης, και ερωτήθηκε κατά πόσο είναι σε καλή κατάσταση κατά την ώρα που άρχιζε η συνέντευξη, στο οποία απάντησε θετικά, και αν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας, στο οποίο και απάντησε αρνητικά.
Κατά τη διαδικασία της συνέντευξης, μετά από ερωτήσεις που αφορούσαν την οικογένεια του αιτητή, τον τόπο διαμονής και καταγωγής του, την εργασιακή εμπειρία του και το ταξίδι του στη Δημοκρατία, έγιναν οι ερωτήσεις στον αιτητή αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει. Στις ερωτήσεις αυτές, οι απαντήσεις του αιτητή επί των οποίων καταγράφονται πιο πάνω, ο αιτητής απαντούσε ευκρινώς, με ακρίβεια και, σε ακόλουθες διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των λεγομένων του, ο αιτητής απαντούσε ομοίως με ακρίβεια, αποκρινόμενος επί του ερωτήματος κατά τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολία ότι το περιεχόμενο των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν ήταν πλήρως κατανοητό για τον ίδιο. Σημειώνω δε, πράγμα στο οποίο, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω, δίδω ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία, ότι έγιναν, αν και όχι ομολογουμένως πολλές, αρκετές ερωτήσεις (9) αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, περιλαμβανομένης και ερώτησης αν αυτός επιθυμεί να προσθέσει κάτι στα όσα ήδη ανέφερε, αν είχε συμπληρώσει ο ίδιος προσωπικά την επίδικη αίτηση και αν όλα όσα εκεί αναγράφει είναι αληθή, στις οποίες και επιβεβαίωσε ότι δεν επιθυμεί να αναφέρει κάτι άλλο και ότι τα όσα κατέγραψε στην επίδικη αίτηση είναι αληθή.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ουδεμία παρέμβαση έγινε κατά τη συνέντευξη από την ασκούσα χρέη κηδεμόνα λειτουργό προς επεξήγηση των δικαιωμάτων του αιτητή ή προς γενικότερη υποβοήθηση του (ανήλικου) αιτητή, ώστε να παραθέσει όσα επιθυμούσε προς τεκμηρίωση της αιτήσεως του.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παρεμβάλω το εξής.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στη C-517/17, Milkiyas Addis, ημ.16/07/20, ECLI:EU:C:2020:579, αναφέρονται τα εξής, που θεωρώ τυγχάνουν, τηρουμένων των αναλογιών, εφαρμογής και εν προκειμένω, ως και επί πάσης υπόθεσης όπου επίδικό καθίσταται το κατά πόσο υπήρξε παράβαση του δικαιώματος ακρόασης και οι συνέπειες αυτής:
«61. […] η οδηγία περί διαδικασιών διακρίνει μεταξύ, αφενός, της «αποφαινόμενης αρχής», την οποία ορίζει στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, ως «κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις», και, αφετέρου, του «δικαστηρίου», περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 46 αυτής, το οποίο είναι αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 22, από το άρθρο 4 και από τη γενική οικονομία της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο που διαθέτει ειδικά προς τούτο μέσα και ειδικευμένο προσωπικό αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 103 και 116).
[…]
65. Ειδικότερα, από το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας περί διαδικασιών προκύπτει ότι η προσωπική συνέντευξη πρέπει να πραγματοποιείται υπό συνθήκες που να εγγυώνται δεόντως την εμπιστευτικότητα και να παρέχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του. Όσον αφορά ιδίως το τελευταίο αυτό σημείο, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτούντος. Εξάλλου, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν, στο μέτρο του δυνατού, ώστε η συνέντευξη με τον αιτούντα να διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτών, εκτός εάν η αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό. Επιπλέον, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να επιλέγουν διερμηνέα δυνάμενο να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος και του προσώπου που διεξάγει τη συνέντευξη, προκειμένου ο αιτών να είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, να του παρασχεθούν υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσει τα επιχειρήματά του. Το δε άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται κατά τρόπο κατάλληλο για παιδιά.
66. Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 106, 109 και 115 των προτάσεών του, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν περιορίστηκε στο να προβλέψει, στα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας περί διαδικασιών, την υποχρέωση παροχής στον αιτούντα της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης, αλλά επέλεξε να επιβάλει επιπλέον στα κράτη μέλη ειδικούς και λεπτομερείς κανόνες ως προς τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να διεξάγεται η συνέντευξη αυτή αποδεικνύει τη θεμελιώδη σημασία που αποδίδει όχι μόνο στην ίδια τη συνέντευξη, αλλά και στις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή διεξάγεται και των οποίων η τήρηση αποτελεί προαπαιτούμενο για το κύρος της απόφασης που διαπιστώνει το απαράδεκτο αίτησης ασύλου.
67. Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 32 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός των συνθηκών αυτών είναι ιδίως να διασφαλίζεται ότι κάθε αιτών απολαύει επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων, αναλόγως του φύλου και της ειδικής κατάστασής του. Επομένως, οι συνθήκες που εφαρμόζονται στην περίπτωσή του πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση του αιτούντος και κατά περίπτωση.»
Εκ της ως άνω απόφασης καθίσταται αναμφισβήτητο ότι οι κανόνες που σχετίζονται με την επάρκεια και την μέθοδο διεξαγωγής της συνέντευξης και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που θα πρέπει να απολαμβάνει ένας αιτητής, αναλόγως των αναγκών που προκύπτουν κατά περίπτωση, «σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι ο αιτών κλήθηκε να παράσχει, σε συνεργασία με την υπεύθυνη για τη συνέντευξη αρχή, όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του […] βασίμου της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, γεγονός που προσδίδει στη συνέντευξη αυτή […] πρωταρχική σημασία κατά τη διαδικασία εξέτασης της εν λόγω αίτησης» (σκέψη 70) και πως απαιτείται «από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται κατά τρόπο κατάλληλο για παιδιά.» (σκέψη 65).
Ενόψει και της ως άνω σχετικής με τα επίδικα εδώ ζητήματα νομολογίας, είναι κατάληξη μου ότι κατά την επίδικη συνέντευξη δόθηκε δεόντως η «δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του». Δεν παραβλέπω βεβαίως το ότι ουδέν ετέθη ενώπιον μου εκ του οποίου να προκύπτει ρητώς ότι η ασκούσα χρέη κηδεμόνα του ανηλίκου ενημέρωσε τον αιτητή σε βάθος «σχετικά με το νόημα και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης και […] τον τρόπο με τον οποίο ο ασυνόδευτος ανήλικος πρέπει να προετοιμαστεί για την προσωπική συνέντευξη» [αρ.10 (1Γ) του Νόμου]. Όμως θεωρώ ότι τα όσα εξηγήθηκαν επί της διαδικασίας (βλ. ερ.20) επαρκούν, σε συνάρτηση και με δεδομένο ότι δεν υπάρχει σημείο στη συνέντευξη εκ του οποίου να δύναται να λεχθεί ότι ο αιτητής στερήθηκε της ευκαιρίας να αναφέρει όσα επιθυμούσε ή ότι αυτός αντιμετώπιζε οιανδήποτε δυσκολία ή δυσχέρεια να αντιληφθεί τα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν ή να αποκριθεί σ’ αυτά με ακρίβεια και εύλογη επάρκεια. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του αν τα όσα του εξηγήθηκαν επί της διαδικασίας υπολείπονται ενδεχομένως, σε έκταση και λεπτομέρεια, αυτού που ιδεωδώς θα έπρεπε να του εξηγηθεί, θεωρώ πως αρκούν σε κάθε περίπτωση προς εκπλήρωση της εκ του αρ.10 (1Γ) του Νόμου υποχρέωσης για ενημέρωση του αιτητή.
Η δε παροχή συνδρομής εκ μέρους της ενεργούσας ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του αιτητή, στην οποία, στη βάση του αρ.10 (1Δ) του Νόμου, επιτρέπεται «να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ασυνόδευτου ανήλικου και να υποβάλλει ερωτήσεις ή παρατηρήσεις, εντός του πλαισίου που ορίζει ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη», δεν θεωρώ ότι περιέχει απαραίτητα την υποχρέωση να παρεμβεί, ιδίως δε, ως είναι εν προκειμένω η περίπτωση, που, εκ της συμπεριφοράς του ανηλίκου, της πορείας της συνέντευξης, των ερωτημάτων που υποβάλλονται και της ικανότητας του ανηλίκου να αντιλαμβάνεται και να αποκρίνεται επαρκώς στη συνέντευξη, δεν προκύπτει κάποια εύλογη ανάγκη παρέμβασης από την κηδεμόνα του ανηλίκου. Η συμπεριφορά που επέδειξε ο αιτητής κατά τη συνέντευξη, σε συνδυασμό με την ηλικία του (17 ½ ετών στη συνέντευξη), τα οποία επιτρέπουν να συναχθεί ότι είχε την απαραίτητη ωριμότητα να αντιληφθεί τη σημασία της διαδικασίας, και η επάρκεια ερωτήσεων που υποβλήθηκαν, θεωρώ ότι αρκούν για να καταδείξουν ότι εν προκειμένω αυτός, παρότι επρόκειτο για ασυνόδευτο ανήλικο, δεν στερήθηκε κάποιας διαδικαστικής εγγύησης στα πλαίσια της επίδικης διαδικασίας, τουλάχιστον όχι σε σημείο που να δύναται να λεχθεί ότι στερήθηκε εκ τούτου να αναφέρει όσα επιθυμούσε πλήρως και σε όλη τους την έκταση. Με απλά λόγια, εφόσον ο αιτητής ερωτήθηκε επαρκώς και ουδέν ανέφερε εκ του οποίου να μπορεί να προκύψει υπόνοια είτε για την επάρκεια της κατανόησης της διαδικασίας είτε εκ του οποίου να αναφύεται ένδειξη ότι ενδεχομένως να υπάρχει άλλος λόγος που να συνδέεται με το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ουδέν άλλο θα μπορούσε να γίνει ή να ειπωθεί στην επίδικη διαδικασία.
Αξίζει βεβαίως εδώ να σημειωθούν και όσα στις Κατευθυντήριες Οδηγίες [3] για Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, της UNHCR, λέγονται, όπου αναφέρονται σχετικώς τα εξής στις σελ.4-5:
«4. Η υιοθέτηση ευαισθητοποιημένης στις ανάγκες των παιδιών ερμηνείας της Σύμβασης του 1951 δεν σημαίνει ότι τα παιδιά αιτούντες άσυλο δικαιούνται αυτομάτως να αναγνωριστούν πρόσφυγες. Το παιδί που αιτείται άσυλο οφείλει να αποδείξει ότι διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η ηλικία, όπως και το φύλο, ασκούν καθοριστική επιρροή στον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα4.
[…]
Για την προσήκουσα εφαρμογή των κριτηρίων υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, εκτός από την ηλικία, επιβάλλεται να συνεκτιμώνται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, οι γνώσεις και / ή οι αναμνήσεις του από τη χώρα καταγωγής του καθώς και το καθεστώς του ως ευάλωτου προσώπου6.»
Συνεπώς, ως εκ των ως άνω συνάγεται, παρότι πρέπει επιδεικνύεται σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερη ευαισθησία κατά τον χειρισμό υποθέσεων που αφορούν ανήλικου αιτητές, αυτό δεν σημαίνει ότι «δικαιούνται αυτομάτως να αναγνωριστούν πρόσφυγες» και ούτε ότι δεν «οφείλει να αποδείξει ότι διατρέχει βάσιμο […] φόβο δίωξης», σε συνάρτηση και συνυπολογιζόμενων πάντοτε της ωριμότητας, της ηλικίας, στα πλαίσια της οποίας «επιβάλλεται να συνεκτιμώνται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, οι γνώσεις και / ή οι αναμνήσεις του από τη χώρα καταγωγής του». Στην ενώπιον μου περίπτωση λοιπόν δεν διατηρώ αμφιβολία για το επαρκές του επιπέδου ανάπτυξης του κατά την επίδικη διαδικασία, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο αιτητής ήταν 17 ετών και 9 μηνών κατά τη συνέντευξη.
Αναφορικά τώρα με τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του αιτητή περί της κατάρτισης της λειτουργού που ασκούσε χρέη κηδεμόνα του ανηλίκου αλλά και της ανάγκης νομικής εκπροσώπησης του ανηλίκου, σημειώνω τα εξής. Αναφορικά κατ’ αρχήν με την κατάρτιση της λειτουργού, θεωρώ πως, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο και συνεπώς τέτοιο παντελώς αίολοι ισχυρισμοί δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438]. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι – σε κάθε περίπτωση – η κατάλληλη κατάρτιση δεν μπορεί βεβαίως να συναρτάται, συνάγεται ή αποδεικνύεται από τα αν ή όχι ο λειτουργός έπραξε δεόντως ή ιδεωδώς στα πλαίσια συγκεκριμένης διαδικασίας. Αναφορικά τώρα με τα όσα αναφέρονται περί ανάγκης νομικής εκπροσώπησης του αιτητή, σημειώνω ότι δεν έχει υποδειχθεί από τη συνήγορο του τέτοια υποχρέωση, δεδομένου ότι στο αρ.10 του Νόμου αναφέρεται ότι οι ΥΚΕ λειτουργούν «ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου στις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, ώστε να διασφαλίζει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, και, οσάκις είναι αναγκαίο, [ασκούν] νομική ικανότητα για λογαριασμό του ασυνόδευτου ανηλίκου» [αρ.10 (1Β) του Νόμου] και ότι κατά τη συνέντευξη επιτρέπεται «στον εκπρόσωπο ή/και νομικό σύμβουλο να παρίσταται […] και να υποβάλλει ερωτήσεις ή παρατηρήσεις» [αρ.10 (1Δ) του Νόμου], εξ ουδενός εκ των οποίων προνοείται απαραίτητα η νομική εκπροσώπηση του ανηλίκου, αν αυτή δεν είναι αναγκαία. Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι όταν κατέστη αναγκαίο να παρασχεθεί νομική εκπροσώπηση για τον ανήλικο αυτό έγινε δια της καταχωρήσεως και προωθήσεως της παρούσης.
Επανέρχομαι τώρα στην ουσία της υπόθεσης.
Εκ των ισχυρισμών του αιτητή είναι προφανές ότι ουδέν ετέθη που να καταδεικνύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι αυτός υπέστη πράξεις διώξεως ή σοβαρής βλάβης πριν να φύγει από τη χώρα καταγωγής του. Σημειώνω εδώ ότι η μερική απασχόληση του αιτητή ως καθαριστής σε εστιατόριο δεν θεωρώ ότι προσβάλλει κάποιο ανθρώπινο δικαίωμα του, δεδομένου του ότι δεν ήταν καταναγκαστική και δεν φαίνεται να υποχρεώθηκε να πράξει τούτο καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είτε από την οικογένεια του είτε από τρίτα πρόσωπα. Σε σχέση δε με το ταξίδι του στα κατεχόμενα, όπου θα σπούδαζε και θα εργαζόταν, παρότι τελικώς, ως αναφέρει, εξαπατήθηκε από τον πράκτορα και δεν μπορούσε να εγγραφεί σε πανεπιστήμιο, και πάλι απουσιάζει οιονδήποτε στοιχείο εξαναγκασμού ή εκμετάλλευσης, είτε από την οικογένεια του είτε από το πρόσωπο που διευθέτησε το ταξίδι του. Το δε στοιχείο της ανηλικότητας του τότε (17 ½ ετών) δεν οδηγεί από μόνο του, χωρίς κάποιο ισχυρισμό που να αφήνει έστω υπόνοιες για εξαναγκασμό του, σε διαφορετικό από το ως άνω συμπέρασμα. Άλλωστε αυτό που έχει σημασία εν προκειμένω είναι αν εντοπίζεται τέτοιος κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του. Σημειώνω εδώ ότι η διάσταση που αφορά την αρχή της μη επαναπροώθησης (αρ.2 και 3 ΕΣΔΑ) δεν δύναται βεβαίως να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσης, ελλείψει σχετικής απόφασης, εφόσον, ως προκύπτει από την επίδικη εδώ απόφαση, σ’ αυτήν δεν σωρεύεται, ενόψει της τότε ανηλικότητας του αιτητή, τέτοια απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων και του κατά πόσο εξ αυτών προκύπτουν ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας στον αιτητή, μετά από εκτίμηση του κινδύνου σε μελλοντοστραφή βάση.
Σημειώνω εδώ ότι στα πλαίσια της παρούσης ο αιτητής καταχώρησε αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, προκειμένου να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου περαιτέρω επί της αιτήσεως του ισχυρισμούς που σχετίζονται μ’ αυτήν, η οποία και απορρίφθηκε με απόφαση μου ημ.12/07/24, δυνάμει της εφαρμογής των αυστηρών προνοιών του κ.10 του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ουδεμία αιτιολόγηση δόθηκε ως προς το γιατί, εφόσον οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν γνωστοί στον αιτητή και τη συνήγορο του ήδη από την καταχώρηση της προσφυγής (δικογραφούνται στα γεγονότα της προσφυγής), δεν προχώρησαν με το διάβημα αυτό σε προγενέστερο στάδιο της παρούσης διαδικασίας. Συνεπώς δεν μπορεί βεβαίως να εξεταστούν τέτοιοι ισχυρισμοί αλλά ούτε και να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της παρούσης απόφασης, εφόσον η σχετική αίτηση προσαγωγής του έχει απορριφθεί.
Ως έχω και πιο πάνω αναφέρει, ο αιτητής έχει πλέον (από τις 24/03/23) ενηλικιωθεί, η δε μεταβολή των στοιχείων που αφορούν τον αιτητή, ήτοι εν προκειμένω η ενηλικίωση του θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στα πλαίσια του εξ υπαρχής και πλήρους ελέγχου [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, αρ.46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και αρ.47 του ΧΘΔΕΕ].
Η έκταση και η φύση του ελέγχου που διενεργείται στα πλαίσια υπόθεσης ως η παρούσα έχει δε προσφάτως επιβεβαιωθεί και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στη C-406/22, CV, ημ.04/10/24, όπου το Δικαστήριο, στη σκέψεις 88-89 ανέφερε ότι «ο όρος «ex nunc» αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης κατά της οποίας βάλλει η προσφυγή. Ειδικότερα, μια τέτοια εκτίμηση επιτρέπει την εξαντλητική εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να χρειάζεται να αναπεμφθεί ο φάκελος στην αποφαινόμενη αρχή. Η εξουσία που απονέμεται επομένως στον δικαστή να λαμβάνει υπόψη νέα στοιχεία τα οποία δεν έχουν κριθεί από την εν λόγω αρχή εντάσσεται στο πλαίσιο του σκοπού της οδηγίας 2013/32, όπως αυτός υπενθυμίστηκε στη σκέψη 78 της παρούσας απόφασης (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 111 και 112). […] Εν συνεχεία, ο επιθετικός προσδιορισμός «πλήρης» που παρατίθεται στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που ανέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης της εν λόγω αρχής (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 113).». Εκ του εν λόγω δε αποσπάσματος, σε συνάρτηση και με την εξουσία που του αποδίδει η οικεία νομοθεσία, καθίσταται σαφές επίσης ότι το παρόν Δικαστήριο δύναται να εξετάζει και αποφαίνεται επί στοιχείων που ανέκυψαν μετά την επίδικη απόφαση, ως εν προκειμένω η ενηλικίωση του αιτητή.
Αξίζει περαιτέρω επί τούτου να σημειωθεί ότι στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 51/2022, ημ.19/10/24, το Εφετείο, παρότι έκανε δεκτή εν τέλει την έφεση για τον λόγο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο ΠΧΚ που είχε προσκομίσει ο αιτητής, παραμέρισε την απόφαση χωρίς να αγγίξει το σημείο που αφορά το ότι, δεδομένου ότι ο αιτητής είχε πλέον ενηλικιωθεί, η εξέταση της υπόθεσης έγινε σ’ αυτή τη βάση, σημειώνοντας σχετικά ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο […] προχώρησε σε έλεγχο της ουσίας του αιτήματος του Εφεσείοντα, αντιμετωπίζοντάς τον πλέον ως ενήλικα, λόγω της μεταβολής των προσωπικών του συνθηκών.»
Σημειώνω εδώ ότι όσα αναφέρονται στην απαντητική αγόρευση του αιτητή, με αναφορά και στις αποφάσεις του ΔΕΕ στην C-550/16, ημ.12/04/18 και C-560/20, ημ.30/01/24, τα οποία αφορούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης ανήλικου στον οποίο δόθηκε καθεστώς πρόσφυγα μετά την ενηλικίωση του (όπου εξηγήθηκε ότι η απόδοση διεθνούς προστασίας, ως πράξη αναγνωριστικού χαρακτήρα, ανατρέχει στον χρόνο υποβολής του αιτήματος), δεν αγγίζουν και δεν διαφοροποιούν τα ως άνω, ήτοι το ότι, σε περίπτωση που εκκρεμούσης της δικαστικής διαδικασίας, ως εν προκειμένω, ο ανήλικος αιτητής ενηλικιωθεί, η εξέταση και αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου γίνεται λαμβανομένης υπόψη της ενηλικίωσης του, ως δεδομένο που αλλάζει, αναπόφευκτα, το προφίλ και τις προσωπικές περιστάσεις του, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται ως προς την εκτίμηση του κινδύνου που αυτός μπορεί να αντιμετωπίζει.
Στη βάση λοιπόν του ότι ο αιτητής είναι πλέον ενήλικος προχωρώ σε εκτίμηση κινδύνου, στα πλαίσια μελλοντοστραφούς εξέτασης και αξιολόγησης αυτών.
Δεδομένου του ότι ουδείς ισχυρισμός τέθηκε ενώπιον μου, ο οποίος να συνδέεται με τους λόγους δίωξης στη βάση του αρ.3 και 3Δ του Νόμου (σημειώνω άλλωστε ότι ακόμα και η μη εν τέλει προσαχθείσα μαρτυρία αφορούσε την ανηλικότητα του αιτητή, που δεν ισχύει πλέον) και λαμβανομένου υπόψη του ότι αυτός είναι ενήλικος πλέον (20 ετών σήμερα), με 12ετή μόρφωση, έχει πλούσιο οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής του (γονείς και 5 αδέλφια),με εργασιακή εμπειρία, υγιής και χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας σήμερα, απομένει η εξέταση της πτυχής της συμπληρωματικής προστασίας.
Δεδομένου περαιτέρω ότι ουδείς ισχυρισμός τέθηκε που να αφορά θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, αφού – ομοίως με τα όσα αμέσως πιο πάνω αναφέρω – ούτε στην μη εν τέλει προσαχθείσα μαρτυρία περιέχεται τέτοιος ισχυρισμός που να μην αφορά την τότε ανηλικότητα του, απομένει μόνο η εξέταση στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, ήτοι στη βάση σοβαρής και προσωπικής απειλής «κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Θα πρέπει εδώ να σημειώσω ότι οι ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να εξετάζονται γενικά και σε αφηρημένο πλαίσιο αλλά θα πρέπει αυτοί να προκύπτουν από τους ισχυρισμούς του αιτητή ή τα στοιχεία του προφίλ του. Ουδείς τέτοιος ισχυρισμός υπάρχει ενώπιον μου.
Ενόψει των ως άνω δεν μπορώ να εντοπίσω πως, ελλείψει τέτοιου ισχυρισμού σε σχέση με το δάνειο που έλαβε ο πατέρας του για το ταξίδι του αιτητή στην Κύπρο, παρότι το φαινόμενο της καταναγκαστικής εργασίας προς αποπληρωμή υψηλότοκου δανεισμού απαντάται στη χώρα καταγωγής, ως προκύπτει και από τις ΠΧΚ που παραθέτει ο αιτητής αλλά και εντοπίζονται από δική μου έρευνα [4], αυτό αφορά την περίπτωση του αιτητή και γιατί υφίσταται τέτοιο ενδεχόμενο για τον ίδιο κατά την επιστροφή του, στη βάση και του προφίλ του ως ανωτέρω αναλύεται.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση» αναφέρονται τα εξής:
«Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον (493). Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης (494). Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση).
[Παρ.1.9.1.2., σελ.93]
Για το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) του Ηνωμένου Βασιλείου, ο φόβος είναι βάσιμος εάν υπάρχει «πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος» ή «εύλογος βαθμός πιθανότητας» δίωξης για λόγο που προβλέπεται στη Σύμβαση (514).
Το σημαντικότερο είναι ότι και τα τρία αυτά κριτήρια θεωρούν ότι ο φόβος είναι βάσιμος, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η πιθανότητα δίωξης είναι κατώτερη του 50 %. Ομοίως, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Saadi κατά Ιταλίας στο πλαίσιο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι ο αιτών δεν υποχρεούται «[να αποδείξει] ότι είναι περισσότερο πιθανό να υποβληθεί παρά να μην υποβληθεί σε κακομεταχείριση» (515). Επομένως, το κριτήριο του «βάσιμου φόβου» σημαίνει ότι, παρότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης αποτελεί ανεπαρκή κίνδυνο για να αποδειχθεί βάσιμος φόβος, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η πιθανότητα να υποστεί δίωξη υπερβαίνει το 50 % (516).»
Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου
Σταθμίζοντας λοιπόν τα ενώπιον μου στοιχεία στα πλαίσια μελλοντοστραφούς ελέγχου της υπό κρίση περίπτωση, υπό το πρίσμα των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών της νομολογίας και θεωρίας καταλήγω ότι ο αιτητής δεν διατρέχει, σε ένα εύλογο βαθμό πιθανότητας, κίνδυνο εκ του ενδεχομένου να υποστεί – σε αφηρημένο πλαίσιο και χωρίς να έχει τεθεί ενώπιον μου τέτοιος ισχυρισμός του αιτητή που να τεκμηριώνει ή να αναφέρεται σ’ αυτό ρητώς – αναγκαστική εργασία προς αποπληρωμή δανεισμού (bonded labour), δεδομένου του ότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δεν επαρκεί. Εν προκειμένω δε το μόνο που υφίσταται σ’ αυτή τη βάση είναι η θεωρητική πιθανότητα, για λόγους που δεν εξηγούνται, στη βάση και μόνο του ότι τέτοια πρακτική υπάρχει στο Πακιστάν και ότι ο πατέρας του έχει δανειστεί ποσό προκειμένου να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του αιτητή στην Κύπρο, αν όντως το έλαβε από πρόσωπα που μετέρχονται τέτοιες πρακτικές, πράγμα το οποίο δεν διευκρινίζεται, να υποστεί κάτι τέτοιο.
Απομένει λοιπόν μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Sahiwal) σε επικαιροποιημένη βάση.
Σύμφωνα με το Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 18/05/24 έως 14/05/25, σημειώθηκαν στην επαρχία Punjab, στην οποία υπάγεται η περιοχή Sahiwal του Πακιστάν, 123 περιστατικά ασφαλείας, με αποτέλεσμα τον θάνατο 145 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 39 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (26 θάνατοι), 22 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (7 θάνατοι), 1 περιστατικό συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (1 θάνατος), 37 περιστατικά μαχών (82 θάνατοι), και 24 περιστατικά απομακρυσμένης βίας/ εκρήξεων (29 θάνατο).[5] Από τα ανωτέρω περιστατικά, τα τέσσερα έλαβαν χώρα στην περιοχή Sahiwal. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Punjab υπολογίζεται ότι κατά το 2023 ανερχόταν περί τα 127 εκατομμύρια κατοίκων, ενώ ο πληθυσμός της περιοχής Sahiwal ανερχόταν περί τα 3 εκατομμύρια κατοίκων.[6]
Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί.[7] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21
Όλη η διαδικασία εξέτασης της επίδικης αίτησης αλλά και τα όσα περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας ως ανωτέρω παρατίθενται και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση. Για τους λόγους δε που πιο πάνω λεπτομερώς εξηγώ ουδεμία πλημμέλεια εντοπίζω σε σχέση με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρασχέθηκαν στον αιτητή κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης.
Ουδέν λοιπόν ετέθη ενώπιον μου που να ανατρέπει την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της επίδικης αιτήσεως.
Έπεται λοιπόν ότι δεν τεκμηριώνεται εδώ βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.
Σημειώνω εκ νέου ότι, στην απουσία απόφασης επιστροφής, ουδέν άλλον χρειάζεται να ειπωθεί σε σχέση με την αρχή της μη επαναπροώθησης.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένης της ανηλικότητας του αιτητή κατά την καταχώρηση της παρούσης, η οποία έγινε δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού [βλ. και Κ.6 του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικού Κανονισμού (3/2014)], αλλά και του ότι, ως ανωτέρω αναφέρω, έχω εντοπίσει σημεία που καταδεικνύουν ότι η βοήθεια που έλαβε από την ασκούσα χρέη κηδεμόνα του ενδεχομένως να απέχει – ελάχιστα έστω – της ιδεώδους συνδρομής, παρότι δεν είναι ικανά – δεδομένων των όσων επ’ αυτού εξηγώ ενδελεχώς πιο πάνω - να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα ότι δεν υφίσταται εδώ ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας στον αιτητή ή να καταστήσουν ακυρωτέα την επίδικη απόφαση, καταδεικνύουν τυπικές πλημμέλειες, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf
[3] https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf
[4] COI report – Pakistan: Country Focus, EUAA, December 2024 https://euaa.europa.eu/publications/coi-report-pakistan-country-focus p.142
[5] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 18/05/2024 - 16/05/2025, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23/05/2025)
[6] City Population, Pakistan, Maps, Charts, διαθέσιμο σε: Sahiwal (District, Pakistan) - Population Statistics, Charts, Map and Location (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23/05/2025)
[7] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο