B.E.O. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.: 3080/24, 27/5/2025
print
Τίτλος:
B.E.O. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.: 3080/24, 27/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                  Υποθ. Αρ.: 3080/24

27 Μαΐου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

1.   B.E.O.  από την Νιγηρία και τώρα στη Λευκωσία

2.   M.I.J. ( δια του κηδεμόνα της B.E.O. από τη Νιγηρία και τώρα στη Λευκωσία)

                                                                                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                       Καθ' ων η Αίτηση

Αγγελική Λαζάρου (κος), Δικηγόρος για τους Αιτητές.

Νικόλαος Νικολάου (κος) για Μελίνα Βασιλείου(κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση. 

Η αιτήτρια παρούσα. (Παρoύσα η διερμηνέας κα Ζωή Αγαπίου για πιστή μετάφραση από τα ελληνικά στα αγγλικά και αντίστροφα)

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την υπό εξέταση προσφυγή, η ενήλικη αιτήτρια στο εξής Αιτήτρια 1 προσβάλει την απόφαση  των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 18/06/2024 με την οποία το αίτημα της για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίφθηκε καθότι είναι άκυρη και/ή παράνομή και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται αναγνώρισης διεθνούς προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

H Αιτήτρια 1 είναι υπήκοος  της Νιγηρίας και είναι κάτοχος διαβατηρίου με αριθμό Β502ΧΧΧΧ. Η Αιτήτρια 1 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 19/5/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 19/05/2022 η Αιτήτρια 1 παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας. Στις 20/05/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας 1 από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λεμεσού. Στις 08/06/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εν σχέσει με τη συνέντευξη και το αίτημα της Αιτήτριας 1. Στις 18/06/2024, δεόντως εξουσιοδοτημένος αρμόδιος Λειτουργός να εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, εξέδωσε απόφαση απόρριψης του αιτήματος της Αιτήτριας 1. Στις 16/07/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας 1, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από της Αιτήτρια 1 στις 19/07/2024. Ακολούθως στις 09/08/2024, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ).

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι  Αιτητές  δια της δικηγόρου τους, προβάλουν  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση.

Είναι ισχυρισμός των Αιτητών ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέδωσαν την απόφαση τους χωρίς να προβούν σε δέουσα έρευνα προς διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων κατά παράβαση του άρθρου 45 του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158 (I)/ 1999.

Με την γραπτή αγορευση  η Αιτήτρια 1, προβάλλει πως υπήρξε θύμα συστηματικής εκπόρνευσης από γυναικά η οποία με βία και εκφοβισμό την εξανάγκασε σε καταναγκαστική πορνεία στη χώρα καταγωγής της, τη Νιγηρία. Η βίαιη αυτή εκμετάλλευση αποτέλεσε τον κύριο λόγο για τον οποίο η Αιτήτρια 1 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα της, επιδιώκοντας την προστασία και την ασφάλεια της. Εντούτοις, η Έκθεση Εισήγηση που υποβλήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση παρουσιάζει τα γεγονότα διαστρεβλωμένα, αποσιωπώντας έτσι τις συνθήκες εκμετάλλευσης και εκπόρνευσης που οδήγησαν την Αιτήτρια να εγκαταλείψει την χώρα της.

Η αναφορά των Καθ' ων η Αίτηση στην Έκθεση Εισήγησης ότι η Αιτήτρια 1 εγκατέλειψε τη Νιγηρία «για ένα καλύτερο μέλλον» δεν αντανακλά τα πραγματικά γεγονότα και υποβαθμίζει τη σοβαρότητα της κατάστασής της, σε μια προσπάθεια παραπλάνησης του Σεβαστού Δικαστηρίου σχετικά με τους λόγους που την οδήγησαν να αναζητήσει προστασία στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας 1 ότι ήταν θύμα εκπόρνευσης, καθώς και η ανάγκη της για ασφάλεια και υποστήριξη, δεν περιγράφονται με την απαιτούμενη λεπτομέρεια, καθιστώντας αναγκαία την ορθή και πλήρη αναφορά των πραγματικών συνθηκών, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η ορθή εκδίκαση της υπόθεσης.

Η χώρα καταγωγής των Αιτητών, ήτοι η Νιγηρία, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και κατά τον χρόνο σύνταξης αγόρευσης, ανήκε και συνεχίζει να ανήκει στις ασφαλείς χώρες ιθαγενείας με βάση το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 31/05/2024, Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 12Β του περί Προσφύγων Νόμου. Παρόλα αυτά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφασή D.L v. Austria (2017) αναφέρει ότι η νομολογική γνωμάτευση ενός κράτους μέλους ως προς την ασφάλεια μιας χώρας, δεν αποσείει το βάρος για εξατομικευμένη αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει η Αιτήτρια 1. Άρα ανεξαρτήτως της λίστας ασφαλών χωρών που καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρέπει πάντοτε να γίνεται ατομική αξιολόγηση για τον κάθε Αιτητή.

Η Αιτήτρια 1 ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια, λεπτομέρεια και κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει το βάσιμο της φόβο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.  Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξήγαγε την συνέντευξη παρέλειψε επίσης να θέσει στην Αιτήτρια ουσιώδεις ερωτήσεις, στις οποίες οι απαντήσεις θα καθόριζαν την αξιοπιστία της. Η εν λόγω παράλειψη καταδεικνύει έλλειψη δέουσας έρευνας και ως τέτοια θα πρέπει να ακυρωθεί.

Ο αρμόδιος λειτουργός δεν παρέπεμψε και ούτε χρησιμοποίησε πρόσφατες και επικαιροποιημένες πηγές ώστε να στηρίξει το συμπέρασμα του ότι οι Αιτητές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για ένταξη στο προσφυγικό καθεστώς ή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Ο αρμόδιος λειτουργός θα έπρεπε να είχε ανατρέξει σε πηγές πληροφόρησης, ιδιαίτερα καθότι η κατάσταση ασφαλείας στη χώρα των Αιτητών είναι ευμετάβλητη. Η προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάζει τα άρθρα 18 (3)(α) και (7Α)(α) καθώς και του άρθρου 12Γ (3) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού οι πηγές στις οποίες ανέτρεξε ο αρμόδιος λειτουργός ώστε να απορρίψει το αίτημα των Αιτητών δεν είναι καταγεγραμμένες στην απόφαση του.

Περαιτέρω προβάλλει πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας ως προς τους λόγους και τα κριτήρια που έλαβε υπόψη προκειμένου να απορρίψει το αίτημα των Αιτητών. Οι ισχυριζόμενες στην σχετική έκθεση ασάφειες είναι αποτέλεσμα παραλείψεων των Καθ' ων η Αίτηση οι οποίοι είχαν υποχρέωση να καλέσουν την Αιτήτρια 1 σε διευκρίνιση των όποιων ασαφειών είχαν δημιουργηθεί, έτσι ώστε να μπορέσουν να καταλήξουν σε ένα ασφαλές συμπέρασμα αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός της.Η Αιτήτρια 1 ήταν πρόθυμη και απάντησε αυθόρμητα σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν, οι απαντήσεις της σε καίρια ερωτήματα ήταν σαφείς, επαρκείς, συνεκτικές και ευλογοφανείς, ενώ δεν υπέπεσε σε λογικά κενά και αντιφάσεις, που κλονίζουν την αξιοπιστία της. Η Υπηρεσία Ασύλου με συνοπτικές και πρόχειρες διαδικασίες, χωρίς να εξετάσει την ουσία του αιτήματος των Αιτητών και χωρίς να διασταυρώσει τους ισχυρισμούς τους, αποφάσισε εκ του προχείρου και εκ του προοιμίου πάνω στην αίτηση τους, απορρίπτοντας την ως απαράδεκτη. Ο αρμόδιος λειτουργός δεν προέβη σε εκτενή ανάλυση και έρευνα και/ή αντιστοίχιση των ισχυρισμών των Αιτητών με διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης από τη χώρα καταγωγής τους.

Τέλος, προωθείται ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα.

Στην Απαντητική Γραπτή Αγόρευση των Αιτητών προωθείται πως η Αιτήτρια 1 έχει αναφέρει ότι έχει υποστεί σεξουαλική και ψυχολογική βία αφού κοντινό της πρόσωπο την εξέδωσε στην πορνεία. Επίσης, έχει αναφέρει ότι ο λόγος που υπέβαλε το αίτημα ασύλου είναι για να μπορέσει να διαφύγει από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε στη Νιγηρία ως πόρνη παρά τη θέληση της. Οι Καθ’ ων παρέλειψαν δε να λάβουν υπόψη τους ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας 1, ήτοι η Νιγηρία είναι χώρα η οποία συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την καταπάτηση των δικαιωμάτων των γυναικών και ιδιαίτερα των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Επιπλέον σύμφωνα με εξωτερικές πηγές η εκπόρνευση γυναικών πάρα τη θέληση τους είναι συχνό φαινόμενο στη Νιγηρία. Ως αποτέλεσμα οι νεαρές γυναίκες στη Νιγηρία είναι εξαιρετικά ευάλωτες. Οι Καθ' ων η Αίτηση απέτυχαν να εξετάσουν τις εξωτερικές πήγες σχετικά με τον ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, όπως τις συνθήκες που επικρατούν στη Νιγηρία σχετικά με την εκπόρνευση νεαρών γυναικών ώστε να διαφανεί η αξιοπιστία της Αιτήτριας.

Οι Καθ' ων είχαν υποχρέωση να παραπέμψουν την Αιτήτρια σε ψυχολόγο ή ειδικό ιατρό ώστε να διαπιστώσουν τον ισχυρισμό της ότι ήταν θύμα κακοποίησης.  Οι Καθ' ων η Αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους το γεγονός ότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του δεν υπάρχει κανένα υποστηρικτικό δίκτυο για την ίδια.

Τέλος, η δικηγόρος της Αιτήτριας υπέβαλε ως υπόμνημα αποσπάσματα από την Έκθεση της EASO Nigeria Trafficking in Human Beings (2021) προς υποστήριξη των ισχυρισμών της Αιτήτριας

Κατά τις Διευκρινίσεις αποσύρθηκε ο λόγος περί αναρμοδιότητας.

Η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη Γραπτή της Αγόρευση, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα  και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος, η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει από το νόμο. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AΑΔ 598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι η  απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636 . Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Η συνήγορος της Αιτήτριας 1 γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή της και επικαλείται παραβιάσεις του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε και η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής η δέουσα έρευνα  κρίνω ότι είναι γενικός και αόριστος και δεν γίνεται οποιοδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα που αφορούν την Αιτήτρια 1.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας   που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξης του, η Αιτήτρια 1, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία. Επιβεβαίωσε επίσης ότι δεν έχει έγγραφα να υποβάλει και όσα αναγράφονται στην αίτηση του είναι αληθή.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος της Αιτήτριας 1 για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον της, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με την Αιτήτρια 1 όλες τις πτυχές των ισχυρισμών της και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω  έρευνας  σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια 1 δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι έχει την ιθαγένεια της Νιγηρίας και γεννήθηκε στο Lagos. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι χριστιανή. Ως προς το ταξίδι της δήλωσε ότι αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των Μη Ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία Περιοχών.

Ως προς το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι γονείς της πέθαναν από δηλητηρίαση. Ακολούθως, ανέλαβε τη φροντίδα της η μητριά της, η οποία της φερόταν βίαια και την κακοποιούσε. Επίσης ήθελε να την εξωθήσει στην πορνεία και την απειλούσε για τη ζωή της. Η ίδια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικία της και να ζήσει στο δρόμο μέχρι που κάποιος πάστορας της βοήθησε να έρθει στην Κύπρο (ερυθρά 3-1 δ.φ.).

Κατά την πρωτοβάθμια συνέντευξη (ερυθρά 56-34 δ.φ.,) αναφορικά με το ιστορικό του ταξιδιού της, η Αιτήτρια 1 ανέφερε ότι έφυγε από τη Νιγηρία με προορισμό την Κύπρο μέσω Τουρκίας. Συγκεκριμένα, ταξίδεψε από το Lagos στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο αεροδρόμιο Ercan στις Μη Ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία Περιοχές. Ερωτηθείσα υπό ποιο καθεστώς εισήλθε, απάντησε ότι ήρθε με φοιτητική βίζα. Παρόλα αυτά, δεν παρακολούθησε κανένα πανεπιστήμιο. Δήλωσε ότι έμεινε στις Μη Ελεγχόμενες Περιοχές για έξι ημέρες (ερυθρό 44 δ.φ.).

Ερωτηθείσα ποιος κάλυψε τα έξοδα του ταξιδιού, απάντησε ότι δούλεψε λίγο και τα υπόλοιπα της τα έδωσε ένας πάστορας. Η εργασία της στη Νιγηρία πριν την αναχώρηση αφορούσε ήταν πλανόδια πωλήτρια (ερυθρό 44 δ.φ.).

Σε ερώτηση εάν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά την έξοδό της από τη Νιγηρία, απάντησε αρνητικά. Ομοίως, δήλωσε ότι δεν είχε συλληφθεί ή κρατηθεί ποτέ στη Νιγηρία (ερυθρό 44 δ.φ.).

Σε σχέση με την οικογενειακή της κατάσταση στην Κύπρο, ανέφερε ότι απέκτησε παιδί με έναν άνδρα από την πολιτεία Ondo στη Νιγηρία, ο οποίος διαμένει στη Λευκωσία. Ερωτηθείσα για τη σχέση τους, δήλωσε ότι τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν ζουν μαζί (ερυθρό 46 δ.φ.). Γνωρίστηκαν στη Κύπρο το 2022. Ο άνδρας αυτός επισκέπτεται το παιδί κάθε εβδομάδα, είναι άγαμος και δεν έχει άλλα παιδιά και διαμένει στη Λευκωσία (ερυθρά 46-45 δ.φ.).

Ως προς το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και πραγματοποίησε δύο έτη σπουδών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ερυθρό 54 δ.φ.).

Αναφορικά με την ταυτότητα και το οικογενειακό της προφίλ, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Ajekule της Νιγηρίας (ερυθρό 54 δ.φ.). Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν δημόσιος υπάλληλος, πέθανε το 2014. Ερωτηθείσα για τον τρόπο θανάτου του, εξήγησε ότι είχε πάει σε ένα πάρτι και όταν επέστρεψε στο σπίτι παραπονιόταν για έντονους πόνους στο στομάχι. Ήταν φανερά άρρωστος, φώναζε και υπέφερε, όμως κανείς δεν τον μετέφερε στο γιατρό. Πέθανε το ίδιο βράδυ. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τον ακριβή μήνα του θανάτου του. Ο πατέρας της ήταν 63 χρονών (ερυθρά 54-53 δ.φ.)

Όσον αφορά τη μητέρα της, δήλωσε ότι ήταν έμπορος και πέθανε πέντε μήνες μετά τον πατέρα της. Όπως ανέφερε, πέθανε από σοκ. Ήταν 62 χρονών. Η Αιτήτρια  1 είπε ότι ήταν 16 χρονών όταν πέθανε η μητέρα της και ότι η μητέρα της πέθανε το Μάιο, τον μήνα των γενεθλίων της (ερυθρό 53 δ.φ.). Αργότερα όμως, όταν της ζητήθηκε να επιβεβαιώσει τα έτη, παραδέχθηκε ότι το 2014 ήταν 19 χρονών και όχι 16, και ζήτησε συγγνώμη για την ανακρίβεια (ερυθρό 42 δ.φ.).

Η Αιτήτρια 1 δήλωσε πως δεν έχει αδέρφια (ερυθρό 52 δ.φ.).

Μετά τον θάνατο των γονιών της, η Αιτήτρια 1 έμεινε μόνη της για έναν χρόνο (ερυθρό 51 και 42 δ.φ.). Βιοποριζόταν βοηθώντας ανθρώπους στη γειτονιά και οι άνθρωποι της έδιναν φαγητό (ερυθρό 46 δ.φ.). Στη συνέχεια, η θεία της της είπε ότι δεν μπορούσε να την φροντίσει και την οδήγησε στη Mrs. Stella, μια γυναίκα που υποσχέθηκε να τη φροντίσει (ερυθρό 52& 42 δ.φ).

Η Mrs. Stella ζούσε σε άλλη πόλη (Aboju) και δεν είχε δικά της παιδιά. Όταν η Αιτήτρια 1 μεταφέρθηκε εκεί, βρήκε στο σπίτι πέντε ακόμα κορίτσια. Στην αρχή νόμιζε ότι οι κοπέλες αυτές εργάζονταν στον τομέα του εμπορίου, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι οι κοπέλες αυτές εκδίδονταν (ερυθρό 50 δ.φ.). Η Mrs. Stella της είπε ότι αυτή θα ήταν η «δουλειά» της. Αρχικά, η Αιτήτρια 1 αρνήθηκε, αλλά της έγινε σαφές ότι η άρνησή της θα συνεπάγεται τιμωρία και στέρηση φαγητού (ερυθρό 50 & 47 δ.φ.). Τελικά η Αιτήτρια 1 άρχισε να εκδίδεται με μία συχνότητα περί τις 3 φορές την εβδομάδα, ωστόσο δεν λάμβανε κάποια αμοιβή από την Mrs. Stella (ερυθρό 49 δ.φ.).

Τελικά, έφυγε νύχτα από το σπίτι της Mrs. Stella το Νοέμβριο του 2016, σκαρφαλώνοντας έναν φράχτη με τη βοήθεια μιας σκάλας, την οποία της έδωσε μία από τις άλλες κοπέλες (ερυθρό 42 δ.φ.). Πήγε στους δρόμους, όπου ζούσε κάτω από γέφυρες και βοηθούσε σε κουβαλήματα για να τρώει. Από το 2017 έως το 2018 επέστρεψε προσωρινά στην περιοχή του πατρικού της, ωστόσο μία μέρα βιάστηκε και αποφάσισε να φύγει (ερυθρά 41-40 δ.φ.). Κατόπιν, μετέβη στο χωριό Ikorodu. Εκεί έμεινε για ένα διάστημα στην εκκλησία Baptist Church και στη συνέχεια αφού την έδιωξαν, έμενε έξω από το κτήριο (ερυθρό 40 δ.φ.).

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ανέφερε ότι υπέστη συνεχείς βιασμούς (ερυθρό 39 δ.φ.). Από το 2019 έως το 2020, βιάστηκε δύο φορές: την πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2020 από τρία άτομα και τη δεύτερη φορά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους από ένα άτομο. Από αυτούς τους βιασμούς έμεινε έγκυος, κάτι που κατάλαβε όταν σταμάτησε να έχει περίοδο. Δεν είχε χρήματα για γιατρό και επισκέφθηκε μια παραδοσιακή θεραπεύτρια. Στις 3 Οκτωβρίου 2021, έχασε το παιδί και απέβαλε με τη βοήθεια μιας παραδοσιακής γιατρού στο Ikorodu (ερυθρά 40-38 δ.φ.).

Ακολούθως εργάστηκε πουλώντας ψωμί και νερό, ενώ παράλληλα καθάριζε σπίτια για να μπορεί να επιβιώσει. Έμενε στο κατάστημα μιας γυναίκας, όπου δούλευε (ερυθρό 38 δ.φ.).

Επιπλέον, αναφέρθηκε στην ύπαρξη δεύτερης γυναίκας του πατέρα της, η οποία τη φιλοξένησε για δύο μήνες το 2020 (ερυθρό 36 δ.φ.). Δήλωσε ότι της πήρε τη γη που άνηκε στον πατέρα της, σύμφωνα με όσα της είπαν συγγενείς του πατέρα της (ερυθρό 36 δ.φ.). Δεν ήξερε πολλά για αυτήν τη γυναίκα, ούτε την ηλικία της, αλλά ανέφερε ότι δεν εργαζόταν και τη συντηρούσε ο πατέρας της όσο ζούσε (ερυθρό 35 δ.φ.).

Σε ερώτηση σχετικά με την επιστροφή της στη Νιγηρία, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι δεν έχει πού να πάει και ανησυχεί για το παιδί της.

Ερωτηθείσα για τους λόγους που ζητά διεθνή προστασία, η Αιτήτρια απάντησε ότι η κατάσταση στην οποία βρέθηκε είναι πολύ δύσκολη και ότι δεν θέλει να ζήσει μια ζωή κατά την οποία θα εκδίδεται. Προσέθεσε ότι θέλει να προσφέρει μια καλύτερη ζωή στο παιδί της (ερυθρό 43 δ.φ.).

Στην ερώτηση εάν υπήρχε κάποιος άλλος λόγος που ήρθε στην Κύπρο, η Αιτήτρια απάντησε ότι ένας ακόμα λόγος είναι το παιδί της (ερυθρό 43 δ.φ.).

Η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι οι Αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν να επιστρέψει, αλλά η ίδια δεν έχει κανένα ασφαλές μέρος να επιστρέψει και φοβάται για τη ζωή της και την ευημερία του παιδιού της (ερυθρό 34 δ.φ.). Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την έκθεση - εισήγησή του επί τη βάση των 2 ουσιωδών ισχυρισμών.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τους τόπους διαμονής της Αιτήτριας 1 (Ajegunle & Ikerudu) και έγινε δεκτός, καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός φέρει τον τίτλο «για ένα καλύτερο μέλλον». Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός κατέγραψε τα εξής:  η Αιτήτρια 1 δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, και οι ισχυρισμοί της δεν είχαν την απαιτούμενη ευλογοφάνεια. Συγκεκριμένα, οι δηλώσεις αναφορικά με το πότε μετέβη στο σπίτι της κυρίας Στέλλας και πόσο διέμεινε εκεί παρουσιάζουν χρονική ασυνέπεια γεγονός που πλήττει την αξιοπιστία της. Επίσης, η Αιτήτρια 1 δεν απάντησε σαφώς για ποιο λόγο δεν εγκατέλειψε το σπίτι της κυρίας Στέλλας, όταν κατάλαβε ότι επρόκειτο να εκδίδεται. Η Αιτήτρια 1 υπέπεσε σε χρονικές αντιφάσεις και ως προς το χρόνο θανάτου των γονέων της σε συνάρτηση με την ηλικία της. Τέλος, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κατά την αρχική της αίτηση και κατά τη συνέντευξη ευαλωτότητας δεν συμπίπτουν με όσα ανέφερε κατά τη συνέντευξή της (τρόπος θανάτου γονέων, έτος θανάτου γονέων, δηλώσεις για δεύτερη σύζυγο πατέρα-μητριά και κακοποίηση). 

Λόγω της εσωτερικής αναξιοπιστίας, δεν έγινε αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού μέσω πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Καταληκτικά, ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

Ακολούθως, ο/η αρμόδιος/α λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού.

Ο/η λειτουργός έκρινε ότι με βάση τις πληροφορίες/δεδομένα που αφορούν το αποδεκτό πραγματικό περιστατικό και λαμβάνοντας υπόψη μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας και την απουσία ζητημάτων ευαλωτότητας, καθώς και το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε ότι αυτή έχει υποστεί στη χώρα καταγωγής της οποιασδήποτε μορφής δίωξη ή σοβαρή βλάβη, δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση που επιστρέψει στη Νιγηρία (Lagos), να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Ειδικότερα, ως προς το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας κατέγραψε πως πρόκειται για υγιή ενήλικα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, η οποία έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση στη χώρα καταγωγής της.

Ως προς την γενική κατάσταση ασφαλείας στη περιοχή διαμονής της Αιτήτριας 1, ήτοι στην πόλη Ikerodu, της πολιτείας Lagos, κατέγραψε ότι βάσει πληροφοριών καταδεικνύεται ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Ακολούθως, ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ενόπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP).

Ειδικά ως προς την πολιτεία Lagos, όπου αναμένεται να επιστρέψει η Αιτήτρια 1, κατέγραψε ότι παρόλο που παρατηρούνται περιστατικά ασφάλειας, ο βαθμός άσκησης αδιάκριτης βίας δεν φθάνει σε τόσο ψηλό επίπεδο έτσι ώστε να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι, η αιτήτρια να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς της, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της εν λόγω περιοχής.

Υπό το σκέλος της νομικής ανάλυσης, ο/η λειτουργός έκρινε ότι λαμβανομένων υπ’ όψιν των προβαλλόμενων δηλώσεων της Αιτήτριας 1 διαφαίνεται ότι δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία.

Αντιστοίχως, ο/η λειτουργός κατέληξε ότι βάσει των προβαλλόμενων ισχυρισμών της Αιτήτριας 1 δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 για τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας.

Ειδικά ως προς τος εδάφιο (γ) ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια 1 δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης καθώς η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της και ειδικότερα στην περιοχή καταγωγής και διαμονής της (Lagos) δεν συνιστά κατάσταση εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης.

Τέλος, υπό  τη παρ. VI. Εισήγηση ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, και συγκεκριμένα στη πόλη Ikerodu, της πολιτείας Lagos, Νιγηρία, κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια 1 έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην έκθεση-εισήγησή του, η οποία υιοθετήθηκε από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας αφού δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου.

Σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας 1 περί φόβου δίωξης, ορθά και πάλι οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν τη Αιτήτρια 1 εσωτερικά αναξιόπιστο και απέρριψαν τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της, καθώς οι πλειονότητα των απαντήσεων της είναι διατυπωμένες με γενικότητα, χωρίς συνέπεια και συνοχή ενώ παράλληλα η Αιτήτρια 1 δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός της, ήτοι ότι είχε κίνδυνο δίωξης. Περαιτέρω οι απαντήσεις της είναι αντιφατικές και δεν συνάδουν με το αρχικό της αίτημα στην αίτηση για διεθνή προστασία η απάντηση της δε για την εν λόγω αντίφαση ορθά δεν έγινε αποδεκτή ως ευλογοφανή από τους Καθ΄ων η αίτηση.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια 1 δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία. 

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας 1 και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία της δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Επομένως, ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια 1 δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας 1 αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας 1 στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, η Αιτήτρια 1 κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας 1 υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια 1 θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ.851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C- 285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στη διάρκεια ενός έτους (Past year of ACLED Data) και συγκεκριμένα από τις 11.05.2024 έως τις 09.05.2025 στο κρατίδιο Lagos της Νιγηρίας, καταγράφηκαν συνολικά 125 περιστατικά ασφαλείας (102 απώλειες), εκ των οποίων 73 κατηγοριοποιήθηκαν ως περιστατικά μαχών (74 συνδεόμενοι θάνατοι), 30 ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (12 συνδεόμενοι θάνατοι) και 22 ως περιστατικά αναταραχών (16 συνδεόμενοι θάνατοι)[1]. Εξ’ αυτών των περιστατικών 3 μάχες (6 θάνατοι), 3 περιστατικά βίας κατά αμάχων (χωρίς συνδεόμενο θάνατο) και 1 περιστατικό αναταραχών (χωρίς συνδεόμενο θάνατο) σημειώθηκαν στην περιοχή Ikorodu της πολιτείας, μέρος το οποίο οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ως τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας.  Σύμφωνα με υπολογισμούς ο πληθυσμός του κρατιδίου Lagos το 2022 ήταν 13.491.800[2].

Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ της Αιτήτριας 1, η οποία είναι υγιής, ικανή προς εργασία, η αξιολόγηση του κινδύνου επιστροφής της  στη χώρα καταγωγής της, γίνεται στη βάση της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή, όπου αναμένεται να επιστρέψει. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Lagos, συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η κατάσταση ασφαλείας μαζί με το ατομικό προφίλ της Αιτήτριας 1 δεν συνεπάγονται την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 191/2024  ημερ. 31/05/2024, τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας 1, τη  Νιγηρία, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι η  Αιτήτρια δεν έτυχε ιατρικές ή ψυχολογικής εξετάσης σημειώνεται ότι εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού που εξετάζει την κάθε περίπτωση.  Στην προκειμένη περίπτωση, ο αρμόδιος λειτουργός δεν έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν έχρηζε ιατρικών εξετάσεων αφού κρίθηκε  αναξιόπιστη Περαιτέρω η Αιτήτρια, κατά την έναρξη της συνέντευξης,  δήλωσε κατόπιν ερώτησης του αρμόδιου λειτουργού ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση για να προχωρήσει στην διεξαγωγή της συνέντευξης και ότι δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας.

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα της Αιτήτριας 1 για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα  δέουσας έρευνας  και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. 

                                    Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο