
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
27 Μαΐου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
B. F. K. από Καμερούν
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ανδρέας Δημητρίου (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Θεοφανώ Βασιλάκη (κα),για Ε. Ιωάννου (κα) Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση
Ο Αιτητής είναι παρών (Παρούσα η διερμηνέας κα Ζωή Αγαπίου για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 18/07/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 09/08/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στον Αιτητή καθεστώς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν και στις 22/07/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 17/07/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 18/07/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Ακολούθως, στις 18/07/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Στις 09/08/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις 28/08/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Δια του συνηγόρου του και της αίτησης ακυρώσεως, ο Αιτητής, πρόβαλε πλείονες συνολικά νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.
Κατά την γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή, προωθεί ως λόγους ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Επισημαίνει ότι βασικός ισχυρισμός του Αιτητή είναι ότι διώκεται στη χώρα καταγωγής του από άτομα τα οποία πρόσκεινται στη Κυβέρνηση λόγω της πολιτικής δράσης του στο πολιτικό κόμμα MRC. Συγκεκριμένα, είναι θέση του ότι οι Καθ΄ ων προχώρησαν σε έρευνα σε εντελώς λανθασμένη βάση καθώς επικεντρώθηκαν στις περιπτώσεις όπου μέλη του MRC συνελήφθησαν λόγω της συμμετοχής τους σε διαδηλώσεις το 2020 και παρέλειψαν να διεξαγάγουν έρευνα για τα πρόσωπα που διώχθηκαν από φορείς που πρόσκεινται στην Κυβέρνηση, όπως στην περίπτωση του Αιτητή. Επικουρικά, είναι θέση του ότι κατά την εξέταση για την παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δεν φαίνεται να απασχόλησε καθόλου τους Καθ' ων η Αίτηση το γεγονός ότι ο Αιτητής έχει ήδη βιώσει δίωξη, τον κίνδυνο κακοποίησης και τις παραβιάσεις εν γένει των ατομικών του δικαιωμάτων και παράλληλα την έλλειψη επαρκούς προστασίας από το κράτος καταγωγής, καταλήγοντας ότι ενδεχόμενη επιστροφή του στο Καμερούν θα τον θέσει σε πραγματικό κίνδυνο «απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας», κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Προς υποστήριξη των θέσεών του, ο συνήγορος του Αιτητή προσκόμισε πέντε (5) δημοσιεύματα διεθνών πηγών ενημέρωσης σε σχέση με τις διώξεις πολικών ακτιβιστών και/ή αντιφρονούντων στο Καμερούν.
Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση αντιτείνει με τη δική της γραπτή αγόρευση ότι οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα, λήφθηκαν υπόψη δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας, και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και υπαγωγή τους στη σχετική νομοθεσία, χωρίς να εμφιλοχωρήσει καμία πλάνη στο συλλογισμό τους. Τέλος, υποβάλουν ότι οι Καθ' ων η Αίτηση ενήργησαν ορθά, νόμιμα και καλόπιστα υπό τις περιστάσεις, ενώ ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης και να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή, αυτός είναι ενήλικας από το Καμερούν. Στην αίτησή του για διεθνή προστασία o Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα του για πολιτικούς λόγους, καθώς ζούσε σε περιοχή με πολιτικές απόψεις διαφορετικές από αυτές της κυβέρνησης. Εξήγησε ότι συμμετείχε σε απεργία στις 22 Σεπτεμβρίου 2022 και σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια τέτοιων γεγονότων, ακόμη και αν έμεναν στο σπίτι, οι αρχές έρχονταν και τους συνέλαβαν. Ο Αιτητής ανέφερε ότι κάθε φορά που συλλαμβάνονταν, ένα άτομο από την ομάδα τους εξαφανιζόταν και δεν είχαν καμία πληροφορία για το πού βρισκόταν. Δήλωσε πως ήταν μέλος μιας πολιτικής ομάδας που ονομάζεται MRC, αλλά αποφάσισε να αποχωρήσει από την ομάδα και τελικά να φύγει από τη χώρα, λόγω φόβων για την ασφάλειά του και των συνεχιζόμενων εξαφανίσεων (ερ. 1 δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι είναι υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν και ανήκει στην εθνοτική ομάδα Bamileke, ενώ ασπάζεται το Καθολικό δόγμα του Χριστιανισμού. Γεννήθηκε στο χωριό Bangwa, της επαρχίας Nde, στην περιφέρεια West, και έχει μετακινηθεί αρκετές φορές εντός της χώρας του, διαμένοντας διαδοχικά σε πόλεις των περιφερειών West, Centre και Littoral, με τελευταία του κατοικία την πόλη Douala, έναν μήνα πριν την αναχώρησή του από το Καμερούν. Στο εκπαιδευτικό του υπόβαθρο περιλαμβάνεται μεταπτυχιακός τίτλος στη Διατροφολογία και πτυχίο στη Βιοχημεία, και τα δύο από το Université de Dschang. Τη βασική και μέση εκπαίδευσή του την ολοκλήρωσε σε σχολεία της περιφέρειας West. Μιλά γαλλικά ως μητρική γλώσσα και λίγα αγγλικά. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Έχει χάσει τον πατέρα του και έναν αδελφό, ενώ η μητέρα του διαμένει στο Bangangte, επαρχία Nde, περιφέρεια West. Έχει ακόμη επτά αδέλφια, τα οποία κατοικούν σε διάφορες πόλεις του Καμερούν, καθώς και ευρύτερους συγγενείς, όπως θείες και ξαδέλφια. Διατηρεί επικοινωνία με την οικογένειά του. Επαγγελματικά, έχει απασχοληθεί σε διάφορες μικροδουλειές, κυρίως στους τομείς μεταφορών και κατασκευών. (ερ. 30-33 δ.φ.).
Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, o Aιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή δέχθηκε απειλές από μέλη της κυβέρνησης. Όταν ρωτήθηκε αν υπήρχαν και άλλοι λόγοι για την αναχώρησή του, επιβεβαίωσε ότι αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος. Τόνισε ότι είπε όλα όσα ήθελε σχετικά με την απόφασή του να φύγει και επανέλαβε ότι οι απειλές από άτομα συνδεδεμένα με την κυβέρνηση ήταν η κύρια αιτία της αναχώρησής του (ερ. 30 δ.φ.).
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή δέχθηκε απειλές και στοχοποιήθηκε από μέλη της κυβέρνησης λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας και της συμμετοχής του στο αντιπολιτευόμενο κόμμα Mouvement pour la Renaissance du Cameroun (MRC). Εξήγησε ότι συνελήφθη δύο φορές, την πρώτη μεταξύ 22 και 23 Σεπτεμβρίου 2020 και τη δεύτερη στις 23 Οκτωβρίου 2021, ECLI:CY:AD:2021:B197, και στις δύο περιπτώσεις στη Γιαουντέ, χωρίς ένταλμα. Και τις δύο φορές τον πήραν από το σπίτι του τη νύχτα, του κάλυψαν το πρόσωπο και τον μετέφεραν με αυτοκίνητο σε άγνωστη τοποθεσία, όπου κρατήθηκε, βασανίστηκε και ανακρίθηκε για αρκετές ημέρες. Κατά την πρώτη σύλληψη, ο Αιτητής δήλωσε ότι κρατήθηκε για τρεις ημέρες σε μία μεγάλη αίθουσα, όπου υπέστη σωματική κακοποίηση, απειλές και του είπαν ότι τα βασανιστήρια που υφίστατο ήταν "μάθημα" για τους άλλους και τρεις ημέρες αργότερα τον εγκατέλειψαν στον δρόμο. Στη δεύτερη σύλληψη, κρατήθηκε για τέσσερις ημέρες, κατά τις οποίες υπέστη ξανά βασανιστήρια και απειλές, και την πέμπτη νύχτα τον άφησαν ελεύθερο στον δρόμο στη Γιαουντέ. Περιέγραψε την κράτησή του λέγοντας ότι έμενε νηστικός, έπινε μόνο νερό, και υπέστη βασανιστήρια, όπως βύθιση του κεφαλιού του μέσα σε κουβά με νερό μέχρι να πνιγεί, προκειμένου να αποκαλύψει ονόματα άλλων διαδηλωτών. Ο Αιτητής ανέφερε ότι ήταν μέλος και υποστηρικτής του MRC και συμμετείχε σε ειρηνικές διαδηλώσεις ενάντια στις προεδρικές εκλογές του 2018 στο Καμερούν. Ισχυρίστηκε ότι παρόλο που οι διαδηλώσεις ήταν ειρηνικές, το κράτος αντέδρασε βίαια, με παρουσία αστυνομίας και στρατού, ρίψεις νερού και ξυλοδαρμούς με ξύλα. Κατάφερε να διαφύγει από μία διαδήλωση, αλλά αναγνωρίστηκε αργότερα και συνελήφθη στο σπίτι του. Τόνισε ότι και οι δύο συλλήψεις έγιναν για πολιτικούς λόγους και όχι λόγω εγκληματικών πράξεων. Περαιτέρω ανέφερε ότι δεν ήταν ο μόνος συλληφθείς αλλά κατά την πρώτη σύλληψη, πέντε άτομα ακόμα συνελήφθησαν, εκ των οποίων το ένα εξαφανίστηκε. Το ίδιο συνέβη και κατά τη δεύτερη σύλληψη, όπου τέσσερα άτομα συνελήφθησαν και το ένα δεν επέστρεψε ποτέ. Αυτό τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι επίκεινται νέες συλλήψεις και ότι μπορεί και ο ίδιος να εξαφανιστεί. Επεσήμανε ότι, παρόλο που αφέθηκε ελεύθερος και τις δύο φορές, πιθανώς ο σκοπός ήταν να τον εκφοβίσουν ώστε να αποστασιοποιηθεί από το κόμμα και να σταματήσουν οι διαμαρτυρίες. Ανέφερε επίσης ότι δύο φίλοι του πέθαναν από τα βασανιστήρια, ο ένας μετά την πρώτη και ο άλλος μετά τη δεύτερη σύλληψη. Όταν ρωτήθηκε πώς κατάφερε να εκδώσει διαβατήριο παρότι είχε προβλήματα με την κυβέρνηση, εξήγησε ότι ο γαμπρός του αδελφού του, ο οποίος είναι αστυνομικός και έχει σχέσεις με υπουργό, τον βοήθησε να εκδώσει το διαβατήριο ώστε να μπορέσει να φύγει από τη χώρα με ασφάλεια. Τέλος, όταν ρωτήθηκε τι θα μπορούσε να του συμβεί αν επέστρεφε στο Καμερούν, ο Αιτητής δήλωσε η επιστροφή του θα σήμαινε αυτόματα τον θάνατό του (ερ. 28-29 δ.φ.).
(1) Προσωπικά στοιχεία και προφίλ του Αιτητή
(2) Απειλές εναντίον του Αιτητή από μέλη της Κυβέρνησης
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από το διαβατήριό του, το οποίο προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό, είναι θέση των Καθ’ ων ότι η αίτηση του Αιτητή παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα αξιοπιστίας τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να δώσει επαρκείς και σαφείς πληροφορίες για τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε από μέλη της κυβέρνησης και δεν διευκρίνισε το περιεχόμενο, τη μορφή, τη συχνότητα, το πλαίσιο ή τα πρόσωπα που τον απείλησαν. Επίσης, οι περιγραφές των δύο συλλήψεών του ήταν γενικές και χωρίς καθοριστικές λεπτομέρειες. Δεν ανέφερε ποιοι τον συνέλαβαν, αν υπήρχε ένταλμα, τι του είπαν ή τι τους απάντησε, ούτε περιέγραψε τους χώρους κράτησης με επαρκή σαφήνεια. Επιπρόσθετα, δεν μπόρεσε να κατονομάσει ή να προσδιορίσει συγκεκριμένα μέλη της κυβέρνησης που φέρεται να τον απείλησαν, ούτε παρείχε πληροφορίες για τη θέση τους ή την πολιτική τους ιδιότητα. Ακόμα, ελλιπής κρίθηκε και η γνώση του για το πολιτικό κόμμα MRC. Αν και ισχυρίστηκε ότι ήταν μέλος του MRC, δεν έδωσε ουσιώδεις πληροφορίες για τη λειτουργία, την οργάνωση ή την ιδεολογία του κόμματος, ούτε ανέφερε σαφώς τον ρόλο του μέσα σε αυτό. Τέλος, εξίσου σημαντική κρίθηκε και αντίφαση μεταξύ των ημερομηνιών αποχώρησης από τη χώρα και της ημερομηνίας συμμετοχής του στη διαδήλωση. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 6 Ιουλίου 2022, ενώ στην αίτηση για διεθνή προστασία, ισχυρίστηκε ότι έλαβε μέρος σε διαδήλωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2022. Ερωτηθείς να διευκρινίσει την αντίφαση, ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα του τον Ιούλιο 2022 και ότι η διαδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2020 και όχι 2022.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, είναι θέση των Καθ’ ων ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν συνάδουν με τα διαθέσιμα δεδομένα από εξωτερικές πηγές, που περιγράφουν διαφορετικές συνθήκες συλλήψεων και διάρκειες κράτησης μελών του MRC. Για την ακρίβεια οι πηγές αναφέρουν ότι οι πλείστοι διαδηλωτές συνεχίζουν να βρίσκονται υπό κράτηση αναμένοντας να δικαστούν, ενώ μόνο κάποιοι αφέθηκαν ελεύθεροι και μάλιστα ένα χρόνο μετά, πληροφορίες που δεν συνάδουν με τους ισχυρισμούς του Αιτητή ότι μετά τις δύο συλλήψεις του αφέθηκε ελεύθερος μόνο λίγες ημέρες μετά.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στις περιφέρειες West και Centre. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας διαπιστώθηκε ότι, δεν υπάρχουν εύλογοι -βάσιμοι λόγοι, σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, το Καμερούν, και συγκεκριμένα στο χωριό Bangwa, της επαρχίας Nde, της περιφέρειας West, από όπου κατάγεται και διέμενε και αναμένεται να επιστρέψει, ή στην πόλη Yaounde, της επαρχίας Mfoundi, της περιφέρειας Centre, όπου διέμενε τον τελευταίο χρόνο πριν από την αναχώρηση του από τη χώρα καταγωγής του και όπου έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ως απόρροια της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας στην περιφέρεια West ή στην περιφέρεια Centre, του Καμερούν.
Ειδικότερα, αναφορικά με το προφίλ του Αιτητή, οι Καθ’ ων διαπίστωσαν πως πρόκειται για άμαχο πολίτη, ενήλικα και συγκεκριμένα άντρα νεαρής ηλικίας, άγαμο, χωρίς προβλήματα υγείας ή ευαλωτότητα και χωρίς προηγούμενη δίωξη προς το πρόσωπο του. Ασπάζεται το θρήσκευμα του Χριστιανισμού και το καθολικό δόγμα. Ολοκλήρωσε ανώτατη εκπαίδευση και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στον κλάδο της Διατροφολογίας. Είναι γαλλόφωνος και ομιλεί επίσης λίγα αγγλικά. Ως ανέφερε, γεννήθηκε στο χωριό Bangwa, της επαρχίας Nde, της περιφέρειας West, όπου διαθέτει στενό οικογενειακό υποστηρικτικό πλαίσιο, καθώς η μητέρα του και δύο αδέρφια του διαμένουν εκεί, ενώ τον τελευταίο χρόνο πριν από την αναχώρηση του από τη χώρα καταγωγής του, διέμενε στην πόλη Yaounde, της επαρχίας Mfoundi, της περιφέρειας Centre, όπου επίσης διαθέτει στενό οικογενειακό υποστηρικτικό πλαίσιο, καθώς εκεί διαμένει η αδερφή του. Επιπλέον, διαθέτει στενό οικογενειακό υποστηρικτικό πλαίσιο στις γαλλόφωνες περιοχές της χώρας καταγωγής του, καθώς αδέρφια του διαμένουν στις πόλεις Douala, Bertoua, Edea και Bafang. Τέλος, απασχολείτο σε διάφορες μικρό-εργασίες, όπως τις μεταφορές και στον κατασκευαστικό τομέα και παρουσιάζεται ως ανεξάρτητο άτομο.
Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, η περιοχή καταγωγής του και συγκεκριμένα η περιφέρεια West ή η περιφέρεια Centre, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ως εκ τούτου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή.
Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.
Το Δικαστήριο ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με το κόμμα MRC, από τις οποίες ανευρέθηκαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του, ότι είναι κόμμα της αντιπολίτευσης και πρόεδρός του είναι ο Maurice Kamto[1]. Σύμφωνα με έκθεση του U.S. Department of State, σε έκθεσή του για γεγονότα που καλύπτουν το έτος 2020, εντοπίζεται ότι o πρόεδρος του MRC (Κινήματος Αναγέννησης του Καμερούν), Maurice Kamto, κάλεσε τους Καμερουνέζους να πραγματοποιήσουν ειρηνικές διαδηλώσεις σε εθνικό επίπεδο στις 22 Σεπτεμβρίου για να απαιτήσουν λύση στην κρίση των Αγγλόφωνων περιοχών και εκλογικές μεταρρυθμίσεις πριν από τις περιφερειακές εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου. Χιλιάδες διαδηλωτές συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων και δημοσιογράφοι, και ο Kamto τέθηκε σε ανεπίσημo κατ' οίκον περιορισμό. Ακόμα, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι σε προκαταρκτική αναφορά της 24ης Σεπτεμβρίου, οι δικηγόροι του Κινήματος Αναγέννησης του Καμερούν, MRC, υποστήριξαν ότι η αστυνομία κατέστειλε βίαια τις ειρηνικές διαδηλώσεις του κόμματος σε όλη τη χώρα, χτυπώντας τους διαδηλωτές και συλλαμβάνοντας δημοσιογράφους. Ανέφεραν ότι τα αστυνομικά στελέχη, τα οποία χρησιμοποίησαν κανόνια νερού, ρόπαλα και δακρυγόνα, τραυμάτισαν διαδηλωτές σε πόλεις σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων της Douala, Bafoussam και Kribi. Επιπρόσθετα, καταγράφεται ότι τον Σεπτέμβριο του 2020, οι αρχές έλαβαν μια σειρά διοικητικών αποφάσεων απαγορεύοντας τις δημόσιες διαδηλώσεις, αφού το MRC κάλεσε σε ειρηνικές διαδηλώσεις στις 22 Σεπτεμβρίου λόγω της απόφασης της κυβέρνησης να οργανώσει περιφερειακές εκλογές πριν επιλυθεί η κρίση στις δύο Αγγλόφωνες περιοχές και προχωρήσουν οι εκλογικές μεταρρυθμίσεις. Τέλος, από την ίδια πηγή εντοπίστηκε και επιβεβαιώθηκε ότι σύμφωνα με τους ηγέτες του MRC, εκτιμάται ότι 593 μέλη του κόμματος συνελήφθησαν σε όλη τη χώρα μετά την απόπειρά τους να πραγματοποιήσουν ειρηνικές πορείες στις 22 Σεπτεμβρίου[2].
Αν και ορισμένα στοιχεία από τις δηλώσεις του Αιτητή φαίνεται να συμφωνούν με τις πληροφορίες που παρέχουν εξωτερικές πηγές (ότι δηλαδή έγιναν συλλήψεις μελών του κόμματος MRC σε διαδηλώσεις), ο ίδιος δεν κατάφερε να αποδείξει με επαρκή και πειστικό τρόπο τη δική του προσωπική συμμετοχή και τις προσωπικές συλλήψεις που επικαλείται.
Εξαιτίας της ασάφειας, των αντιφάσεων και της έλλειψης λεπτομερειών στις δηλώσεις του για το τι ακριβώς του συνέβη, το αίτημά του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό στο σύνολό του ως βάσιμο. Δηλαδή, δεν θεωρείται πλήρως αξιόπιστο ότι διώχθηκε προσωπικά από τις αρχές λόγω της πολιτικής του δράσης.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[3]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ. υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Για τους ίδιους δε λόγους, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Όσον αφορά στην τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον Καμερούν, τον Σεπτέμβριο του 2024, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) ανέφερε ότι «το Καμερούν αντιμετωπίζει μια πολυδιάστατη ανθρωπιστική κρίση που προκαλείται από τη σύγκρουση, τη διακοινοτική βία και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής»[4]. Οι πηγές ανέφεραν ότι το Καμερούν συνεχίζει να επηρεάζεται από δύο μεγάλες συγκρούσεις: τη σύγκρουση του λεκανοπεδίου της Λίμνης Τσαντ στην περιοχή του Άπω Βορά και την εσωτερική κρίση στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν (NWSW)[5].
Ομοίως το RULAC επιβεβαιώνει ότι το Καμερούν «εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη (NIAC) εναντίον της Boko Haram στην περιοχή Far North και εναντίον αριθμού ομάδων αγγλόφωνων αποσχιστών, οι οποίες διαμάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών στις περιφέρειες Northwest και Southwest»[6].
Ωστόσο, η Yaoundé, πόλη που αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής, δεν ανήκει στις ως άνω περιφέρειες. Σημειώνεται συναφώς ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Centre του Καμερούν, όπου υπάγεται και η πόλη Yaoundé, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 18/05/2024 – 16/05/2025, καταγράφηκαν 15 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 4 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Από αυτά, 2 καταγράφηκαν ως περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων (2 απώλειες), 4 ως περιστατικά βίας κατά των αμάχων (2 απώλειες), και 9 ως διαμαρτυρίες (χωρίς απώλειες)[7]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμός της Yaoundé που ανέρχεται στους 2.765.600 κατοίκους σύμφωνα με εκτίμηση του 2015,[58] δεικνύουν ότι η ένταση της βίας στην εν λόγω περιοχή είναι σχετικά πολύ μικρή. Κατά τα παραπάνω, συνάγεται ότι η ένοπλη σύγκρουση η οποία λαμβάνει χώρα στις αγγλόφωνες περιοχές δεν επεκτείνεται στο έδαφος της Yaoundé.
Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο του. Πρόκειται για άνδρα νεαρής ηλικίας, υγιή, αρκούντως πεπαιδευμένο, που ομιλεί γαλλικά, πλήρως ικανό προς εργασία, με ευρύ υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα του, ο οποίος έχει ζήσει στην Yaoundé, στην οποία διαμένει και η μια του αδερφή. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του στην περιοχή καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με 1300 € έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] MRC, Movement pour la Renaissance de Cameroon https://mrcparty.net/en/home/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/05/2025).
[2] US Department of State (USDOS), 2020, Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon
Διαθέσιμο στο: https://www.state.gov/reports/2020-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ (ημερομηνία πρόσβασης 22/05/2025).
[3] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 22/05/2025).
[4] UNHCR, Fact Sheet; UNHCR Cameroon Refugee; July 2024, 10 September 2024, https://data.unhcr.org/en/documents/download/111089, p. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.05.2025).
[5] European Commission, Cameroon, last updated 25 November 2024, url; UNOCHA, Cameroon Humanitarian Needs Overview 2024, 14 April 2024, https://reliefweb.int/attachments/32c8a7cb-5dac-4c5f-92ec-f232a7bed6d0/CMR_HNO_2024_EN_20240123_v2%20%281%29.pdf, p. 9 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.05.2025).
[6] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights - RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.05.2025).
[7] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: EVENT COUNTS & FATALITIES- EVENT TYPE: Political violence (Battles, Explosions/ Remote violence, Violence against civilians & Mob violence), EVENT DATE - Custom Date Range: 18.05.2024 - 16.05.2025, REGION - Africa, COUNTRY - Cameroon, ADMIN 1- Centre) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.5.2025).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο