B. L. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3350/2024, 7/5/2025
print
Τίτλος:
B. L. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3350/2024, 7/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 3350/2024

 07 Μαΐου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B. L. D. {ARC……εκ….Παραλιμνι,τηλ……}

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω  Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Μαριάννα Ανδρέου(κα) για Κ. Ανδρέου ΔΕΠΕ , Δικηγόρος για τον Αιτητή

Βασιλική Θωμά (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

Ο Αιτητής είναι παρών (Παρών ο διερμηνέας κος Tshiabo Tshintu για πιστή μετάφραση από Lingala σε Ελληνικά και αντίστροφα)

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 03/07/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 06/08/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000  και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται  στον Αιτητή καθεστώς προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.) και στις 08/08/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 28/05/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 03/07/2024  υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Ακολούθως, την ίδια ημέρα ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Στις 06/08/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις 28/08/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δια της δικηγόρου του, προβάλλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Δια της γραπτής του αγόρευσης, προβάλλει ισχυρισμούς για έλλειψη δέουσας και πλήρης έρευνας της αίτησης του Αιτητή και μη επαρκώς αιτιολογημένης διοικητικής πράξης, Περαιτέρω, προβάλλει ότι παραβιάστηκαν οι αρχές που διέπουν τη δράση της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης και ειδικότερα η αρχή της καλής πίστης, η αρχή της αναλογικότητας, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και η αρχή του δικαιώματος ακρόασης.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων προσφυγής και υποδεικνύουν ότι οι εγειρόμενοι λόγοι προσφυγής δεν προβάλλονται σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Σε κάθε περίπτωση αντιτείνουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα  και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή, αυτός είναι ενήλικας από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.).

Κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι εργαζόταν μαζί με τον αδελφό του σε μια μεταφορική εταιρεία, όπου ο αδελφός του ήταν ο οδηγός του φορτηγού και ο ίδιος ο υπεύθυνος διαχείρισης του φορτίου. Μια μέρα, ο αδελφός του ενεπλάκη σε ένα σοβαρό τροχαίο δυστύχημα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο ανθρώπων. Ο ιδιοκτήτης του φορτηγού εξαφανίστηκε, καθώς το όχημα δεν ήταν ασφαλισμένο. Μετά το ατύχημα, κάτοικοι του χωριού λεηλάτησαν το εμπόρευμα από το φορτηγό, προκαλώντας επιπλέον οικονομική ζημία. Επειδή ο ιδιοκτήτης είχε εξαφανιστεί, οι οικογένειες των θυμάτων καθώς και οι πελάτες των οποίων τα εμπορεύματα κλάπηκαν, στράφηκαν εναντίον του Αιτητή και του αδελφού του, απαιτώντας αποζημίωση και απειλώντας τους ακόμη και με θάνατο. Φοβούμενοι για τη ζωή τους, απευθύνθηκαν σε έναν ξάδερφό τους, ο οποίος τους βοήθησε να εκδώσουν τα απαραίτητα έγγραφα και να ταξιδέψουν στην Κύπρο (ερ. 1 δ.φ.)

Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει κονγκολέζικη καταγωγή, γεννηθείς στην πόλη Kasi και προερχόμενος από την πόλη Kinshasa, η οποία αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονή του. Επίσης, δήλωσε πως έχει ζήσει και στην πόλη Matadi (ερ. 59-58 δ.φ.). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανός προτεστάντης και ως προς την εθνοτική του καταγωγή Mukongo (ερ. 60 δ.φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε πως ήταν διαχειριστής σε μια εταιρία εξαγωγών και είχε και την δική του επιχείρηση ως οδηγός ταξί του (ερ. 60-59 δ.φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε έγγαμος και πατέρας εφτά παιδιών απλό διαφορετικούς γάμους, τα οποία ζουν στην Kishasa (ερ 61 δ.φ.). Τέλος, διαθέτει και εφτά αδέρφια τα οποία ζουν στην ΛΔΚ, ενώ η μητέρα του είναι εγκατεστημένη σε χωριό στην επαρχία Congo Central (ερ. 62-63 δ.φ.). 

Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης επανέλαβε τα όσα κατέθεσε στην αίτησή του. Πιο αναλυτικά, προέβαλε ότι εργαζόταν μαζί με τον αδελφό του σε μια μεταφορική εταιρεία, μεταφέροντας εμπορεύματα — ο αδελφός του ως οδηγός και ο ίδιος ως υπεύθυνος διαχείρισης του φορτηγού. Κατά την επιστροφή τους από ταξίδι στο Bakongo και πλησιάζοντας στην Kinshasa, το φορτηγό τους ενεπλάκη σε ένα σοβαρό τροχαίο δυστύχημα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο ανθρώπων. Το φορτηγό δεν ήταν ασφαλισμένο και, μετά το ατύχημα, κάτοικοι από κοντινό χωριό λεηλάτησαν το εμπόρευμα. Φοβούμενοι τη σύλληψη λόγω της έλλειψης ασφάλισης, ο Αιτητής και ο αδελφός του εγκατέλειψαν το σημείο του δυστυχήματος και επέστρεψαν στην Kinshasa όπου και διέμεναν. Μετά το ατύχημα, οι οικογένειες των θυμάτων καθώς και οι πελάτες που είχαν χάσει τα εμπορεύματά τους ζητούσαν αποζημίωση. Όταν δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν τον ιδιοκτήτη του φορτηγού  ο οποίος είχε εξαφανιστεί, πιθανόν δωροδοκώντας για να φύγει από τη χώρα  στράφηκαν κατά του Αιτητή και του αδελφού του, απειλώντας τους επανειλημμένα. Ο Αιτητής ανέφερε ότι άνθρωποι πήγαιναν τη νύχτα στο σπίτι τους, φωνάζοντας, πετώντας πέτρες και ξύλα και απειλώντας τους με βία. Ο ίδιος και ο αδελφός του δεν μπορούσαν να κοιμηθούν και ακόμη και οι γείτονές τους ήταν αναστατωμένοι από την κατάσταση. Κατόπιν, ο Αιτητής επικοινώνησε με τον εργοδότη του, ο οποίος αρχικά του έδωσε ελπίδες, αλλά στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι δεν είχε πληρώσει την ασφάλεια και δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τους βοηθήσει. Ο εργοδότης, ο οποίος δεν ήταν Κονγκολέζος αλλά Ευρωπαίος, εξαφανίστηκε, πιθανόν φεύγοντας από τη χώρα για να αποφύγει τις συνέπειες. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν ο Αιτητής και ο αδελφός του εντοπίστηκαν από μια ομάδα ατόμων στον δρόμο, οι οποίοι είχαν ήδη επισκεφθεί το σπίτι τους χωρίς να τους βρουν εκεί. Η ομάδα τον αναγνώρισε και του επιτέθηκε, κατηγορώντας τον για τους θανάτους και λέγοντάς του ότι θα πάρουν εκδίκηση. Ορισμένοι από την ομάδα τον κατηγόρησαν και για φυλετικά και πολιτικά θέματα, αποκαλώντας τον "λευκό" και ισχυριζόμενοι ότι άνθρωποι της "φυλής του" χρηματοδοτούν Ρουαντέζους για να έρθουν στο Κονγκό. Ένας από τους άνδρες τον χτύπησε με μεταλλικό αντικείμενο στο μέτωπο και στα δάχτυλα, προκαλώντας του τραυματισμούς, αλλά ο αδελφός του και ένας γείτονας επενέβησαν για να τον σώσουν και η ομάδα απομακρύνθηκε. Ο Αιτητής ανέφερε ότι εκείνη την ημέρα αποφάσισαν να φύγουν από τη χώρα, καθώς δεν υπήρχε κανείς να τους προστατέψει. Δεν μπορούσαν να πάνε στην αστυνομία γιατί ήξεραν ότι θα συλλαμβάνονταν λόγω της έλλειψης ασφάλισης και επειδή ήταν διαχειριστής του φορτηγού, θεωρούσε πως θα θεωρούνταν υπεύθυνος και θα τον ρωτούσαν για τον εργοδότη και τα χρήματα. Τόνισε ότι αν το φορτηγό ήταν ασφαλισμένο, η αστυνομία θα μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση νομικά. Όμως, επειδή δεν υπήρχε ασφάλεια, έμειναν απροστάτευτοι και σε σοβαρό κίνδυνο. Τέλος, δήλωσε πως δεν μπορεί να επιστρέψει στο Κονγκό, καθώς φοβάται πως θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί, και για αυτό επέλεξε να έρθει στην Κύπρο, αναζητώντας ασφάλεια. (ερ. 32 δ.φ.). 

Κατά το στάδιο της συνέντευξης , δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής του. Ο Αιτητής ανέφερε ότι το φορτηγό δεν είχε ασφάλεια την στιγμή του ατυχήματος, κάτι που, όπως δήλωσε, είχε συμβεί και άλλες φορές στο παρελθόν, διότι συνήθως ο εργοδότης τους τακτοποιούσε την ασφάλεια εκ των υστέρων. Φοβούμενοι τη σύλληψη και τις νομικές συνέπειες λόγω της έλλειψης ασφάλειας, ο Αιτητής και ο αδελφός του εγκατέλειψαν το σημείο του δυστυχήματος και επέστρεψαν στην Kinshasa. Μέσα στον πανικό τους, άφησαν όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα, όπως ταυτότητες και κινητό τηλέφωνο, με αποτέλεσμα να εντοπιστούν αργότερα. Ο ιδιοκτήτης του φορτηγού, Ευρωπαίος στην καταγωγή, επίσης εξαφανίστηκε εκείνη την περίοδο, πιθανότατα δωροδοκώντας για να φύγει από τη χώρα προτού αρχίσει η αστυνομική έρευνα. Τις ημέρες που ακολούθησαν το δυστύχημα, ο Αιτητής και ο αδελφός του δέχτηκαν επανειλημμένες απειλές από άτομα που αργότερα ταυτοποίησαν ως συγγενείς των θυμάτων. Τα άτομα αυτά κατηγόρησαν τα δύο αδέλφια για τον θάνατο των πελατών και την απώλεια των εμπορευμάτων, καθώς ο πραγματικός υπεύθυνος είχε διαφύγει. Η πρώτη απειλή σημειώθηκε την ημέρα του ατυχήματος, στις 2 Ιουλίου 2022, όταν εμφανίστηκαν στο σπίτι τους φωνάζοντας και απειλώντας. Στις 3 και 4 Ιουλίου, η κατάσταση κλιμακώθηκε, με επιθέσεις από άτομα που κατέφθασαν με μοτοσυκλέτες και πετούσαν πέτρες, ξύλα, μεταλλικά αντικείμενα και φώναζαν ότι θα τους σκοτώσουν. Λόγω της επικινδυνότητας της κατάστασης, ο Αιτητής και ο αδελφός του εγκατέλειψαν το σπίτι στις 4 Ιουλίου και κρύφτηκαν στο σπίτι του ξαδέλφου τους στην περιοχή Lemba-Super, περίπου δύο ώρες με τα πόδια, όπου ο ξάδελφός τους τούς βοήθησε να προετοιμάσουν τη φυγή τους και φρόντισε για το ταξίδι τους στην Κύπρο. Έτσι, στις 13 Ιουλίου, αναχώρησαν από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ). Μετά την άφιξή του στην Κύπρο, ο Αιτητής έλαβε ένταλμα σύλληψης στο κινητό του μέσω στιγμιότυπου οθόνης που του έστειλε η σπιτονοικοκυρά του (ερ. 67 Α και Β δ.φ.). Το ένταλμα, με ημερομηνία 15 Ιουλίου 2022, τον κατηγορούσε για την πρόκληση του θανάτου λόγω του δυστυχήματος και για το γεγονός ότι το όχημα δεν είχε ασφάλεια. Σύμφωνα με τον Αιτητή, η αστυνομία τον αναζητούσε επίσης για να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τον εργοδότη του, ο οποίος είχε διαφύγει. Αφού έφυγε από τη χώρα, ισχυρίζεται ότι η αστυνομία επισκέφθηκε το σπίτι του αναζητώντας τον και η σύζυγός του ενημέρωσε την αστυνομία ότι βρίσκονται υπό απειλή. Στη συνέχεια, τα ίδια άτομα που είχαν απειλήσει τον Αιτητή επανήλθαν και άρχισαν να απειλούν τη σύζυγό του δύο φορές , γεγονός που την ανάγκασε να φύγει από το σπίτι μαζί με τα παιδιά και να καταφύγουν σε εκκλησία (Assemblée Chrétienne de Limete). Κατά την ημέρα της συνέντευξης, δήλωσε πως η οικογένειά του εξακολουθούσε να ζει στην εκκλησία, λόγω του συνεχιζόμενου κινδύνου. Αν και ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι η οικογένειά του δεν είχε υποστεί φυσική βλάβη, εξέφρασε έντονο φόβο ότι σε περίπτωση που εκείνος παραμείνει εκτός, ίσως τους βλάψουν στο μέλλον. Πιστεύει πως αν επιστρέψει στο Κονγκό, η αστυνομία θα τον συλλάβει και θα τον θεωρήσει υπεύθυνο για το συμβάν λόγω του ρόλου του ως διαχειριστής του φορτηγού, της εξαφάνισης του εργοδότη και της απουσίας ασφάλειας κατά τη στιγμή του δυστυχήματος. Καταλήγοντας, ο Αιτητής δήλωσε ότι η απόφασή του να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ οφείλεται στις επανειλημμένες και σοβαρές απειλές κατά της ζωής του και της οικογένειάς του, αλλά και στο νομικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει, εξαιτίας της ανευθυνότητας του εργοδότη του (ερ. 52-55 δ.φ.).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών:

(1) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ Αιτητή

(2) Εξαιτίας της συμμετοχής του Αιτητή σε ένα οδικό δυστύχημα με ανασφάλιστο επαγγελματικό όχημα, τον αναζητούν οι συγγενείς των θυμάτων του δυστυχήματος και η αστυνομία.

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο του, το οποίο προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, οι Καθ’ ων έκαναν αυτόν αποδεκτό, υποστηρίζοντας ότι ανταπεξήλθε στο βάρος θεμελίωσης της εσωτερικής του αξιοπιστίας, καθώς οι δηλώσεις του ήταν ακριβείς και το αφήγημά του σαφές και αρκούντως λεπτομερές. Ωστόσο, δεν έκαναν δεκτό από άποψης εξωτερικής αξιοπιστία το ένταλμα σύλληψης που προσκόμισε ο Αιτητής διότι δεν αποδείχθηκε η γνησιότητά του και επίσης διαπιστώθηκε πως - σε αντίθεση με τις δηώσεις του Αιτητή- δεν πρόκειται για εντολή σύλληψης αλλά για «εντολή έρευνας», γεγονός που αποδυνάμωσε την βαρύτητά του. 

Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του,  να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην Kinshasa. 

Αξιολογώντας περαιτέρω το προσωπικό του προφίλ οι Καθ’ ων διαπίστωσαν ότι ο Αιτητής πρόκειται για άνδρα ενήλικα, με μέσου όρου μόρφωση, με εύρωστη υγεία, και με μακρόχρονη εργασιακή εμπειρία στις εμπορευματικές μεταφορές, όπως επίσης και με άνω του μέσου όρου οικονομική επιφάνεια. Συνεπώς, δεν εντοπίζονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι ο Αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί πράξεις δίωξης ή σοβαρής βλάβης για λόγους που σχετίζονται με κάποιο από τα ανωτέρω στοιχεία του προφίλ του.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων  σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.

Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Λ.Δ.Κ. δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Kinshasa, περιοχή στην οποία ο Αιτητής αναμένεται να επιστρέψει, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Ως εκ τούτου ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή. Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό.

Εξετάζοντας περαιτέρω πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής αναφορικά με τα εντάλματα σύλληψης/έρευνας στην ΛΔΚ, αναφέρω τα κάτωθι:

Σύμφωνα με Έκθεση του Συμβουλίου Μεταναστών και Προσφύγων του Καναδά (Immigration and Refugee Board of Canada- IRB) σχετικά με αστυνομικά έγγραφα της ΛΔΚ και το τρόπο εξασφάλισής τους[1], τα έγγραφα που εκδίδονται από την Αστυνομία πιθανόν να διαφέρουν σε μορφή, χρώμα και είδος χαρτιού, εντούτοις το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Παρότι δεν συντάσσονται υπό τις ίδιες συνθήκες, πρέπει εντούτοις να συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις και τον τύπο που προβλέπεται από το Νόμο. Σε γενικές γραμμές, τα έντυπα είναι πανομοιότυπα παντού στην χώρα.

Όπως αναφέρεται στην ίδια πηγή, η ειδοποίηση καταζητούμενου προσώπου (wanted notice ή avis de recherche) αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο που εκδίδεται με σκοπό την διερεύνηση γεγονότων. Είναι ένα μέτρο που επιτρέπει στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα (Officier du Ministere Public - OMP) να αναζητήσει τον φερόμενο ως δράστη ή/και καταδικασθέντα, ο οποίος έχει εξαφανιστεί. Η ειδοποίηση του καταζητούμενου πάντα συνοδεύεται από ένα άλλο ένταλμα, το λεγόμενο mandate d'amener, με σκοπό ο ύποπτος να έρθει ενώπιον του OMP ή και να συλληφθεί, αναλόγως της περίστασης. Πρέπει επίσης να δημοσιοποιηθεί ούτως ώστε ο οποιοσδήποτε έχει πληροφορίες για τον καταζητούμενο να τις δώσει στον OMP ή στο αρμόδιο όργανο που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση της ειδοποίησης αυτής. Σύμφωνα με πηγή που αναφέρεται στο πιο πάνω έγγραφο του IRB, η έκδοση της ειδοποίησης καταζητούμενου επέρχεται κατόπιν ενός γραπτού ή προφορικού παραπόνου, ή κάποια πληροφόρηση από οποιοδήποτε άτομο που κατέχει γνώση των γεγονότων και του δράστη, ή από παραπομπή από το Magistrate's Office ή το Officier de Police Judiciaire (OPJ).

Ως προς την εκδούσα αρχή, το IRB, παραθέτοντας διαφορετικές πηγές, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου εκδίδονται και υπογράφονται από τον OMP, ή εκδίδονται από τον OPJ. Η ίδια πηγή που κατονομάζει τον OPJ ως την εκδίδουσα αρχή της ειδοποίησης καταζητούμενου αναφέρει ότι αυτές οι ειδοποιήσεις έχουν ισχύ τριών μηνών. Έτερη πηγή, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου δύνανται να εκδοθούν από την Εθνική Αστυνομία του Κονγκό (Police Nationale Congolaise - PNC), το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και τις δυνάμεις ασφαλείας.

Ο Νόμος 11/013 της 11ης Αυγούστου 2011 για την Οργάνωση και Λειτουργία της Εθνικής Αστυνομίας του Κονγκό (The Organic Law No. 11/013 of 11 August 2011 on the Organization and Functioning of the Congolese National Police (Loi organique no 11/013 du 11 août 2011 portant organisation et fonctionnement de la Police nationale congolaise), αναφέρει τα εξής αναφορικά με τον ρόλο της PNC:

To Άρθρο 2 αναφέρει ότι η Εθνική Αστυνομία (PNC) εκτελεί τις λειτουργίες της Διοικητικής Αστυνομίας (Administrative Police) και της Δικαστικής Αστυνομίας (Judicial Police)

Το Άρθρο 77 αναφέρει ότι όταν μέλη της Εθνικής Αστυνομίας (National Police Officers) εκτελούν χρέη των μελών της Δικαστικής Αστυνομίας (Judicial Police Officers) κατέχουν καθεστώς εκπροσώπου του Δικαστηρίου και υπάγονται στην εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα. Μέλη της Εθνικής Αστυνομίας των κατηγοριών A με C κατέχουν καθεστώς Μέλους της Δικαστικής Αστυνομίας. Όλοι οι υπόλοιποι είναι Μέλη της Δικαστικής Αστυνομίας. Έκαστος υπάγεται σε νομοθετικούς περιορισμούς που δημιουργήθηκαν για την λειτουργία των Μελών της Δικαστικής Αστυνομίας.

 

Σύμφωνα με μια από τις πηγές που επικαλείται το IRB, υφίσταται διαφορά ανάμεσα στις ειδοποιήσεις καταζητούμενου (wanted notices) και τις κλήσεις για εμφάνιση (summonses to appear). Οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου εκδίδονται από τους OPJ, ενώ οι κλήσεις για εμφάνιση από τους OMP.

Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με το Υπουργικό Διάταγμα n° 016/CAB/ME/MIN/J&GS/ 2019 du 11 janvier 2019 portant organization et fonctionnement de laPolicejudiciaire des parquets[2], η Police Judiciaire des Parquets έχει δικαιοδοσία να διανέμει τα 'avis de recherche' ενώ εντέλλεται να δρα ως το εθνικό σημείο αναφοράς (National Central Bureau) της Interpol[3].

 Στο ίδιο πιο πάνω έγγραφο του IRB του 2022 τονίστηκε η δυσκολία να εντοπιστούν πληροφορίες αναφορικά με την εξασφάλιση αστυνομικών εκθέσεων, ειδοποιήσεων καταζητούμενων καθώς και ειδοποιήσεις για εμφάνιση. Μια αναφερόμενη πηγή όμως αναφέρει ότι τέτοια έγγραφα εξασφαλίζονται με την εξής διαδικασία: 1) Παραπομπή της υπόθεσης στην αστυνομία μέσω γραπτού και ενυπόγραφου παραπόνου 2) Επιβεβαίωση του παραπόνου ενώπιον του OPJ 3) Απόφαση του OPJ, αναλόγως της υπόθεσης και των περιστάσεων της, ως προς το κατά πόσον είναι απαραίτητο ο φερόμενος ως δράστης να κληθεί [στο γραφείο] για να επαληθευτούν οι κατηγορίες εναντίον του.

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, παρότι δεν υπάρχει κάποια νομική βάση για την πιο πάνω διαδικασία, οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να χρεωθούν ένα μικρό τέλος, γνωστό και ως 'diligence fee' για να εξασφαλίσουν αυτά τα έγγραφα από το PNCTo IRB αναφέρει ότι δεν είχε καταστεί δυνατό να ανευρεθούν στοιχεία που να ενισχύουν τις πιο πάνω πληροφορίες.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Ανεξαρτήτως της κρίσης περί (εσωτερικής/εξωτερικής) αξιοπιστίας, υπενθυμίζεται ότι, καταρχήν, η ποινική δίωξη ή η επιβολή ποινής για παράβαση κοινού νόμου γενικής εφαρμογής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δίωξη[4]. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν ανακύπτει ζήτημα σχετικά με το αν η ποινική δίωξη ή η ποινή έχει μεροληπτικό χαρακτήρα. Οι φυγόδικοι ή οι φυγόποινοι δεν είναι κανονικά πρόσφυγες[5]. Τα μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 2 στοιχείο γ), μπορεί να ισοδυναμούν με δίωξη εάν η χώρα καταγωγής επιβάλλει δυσανάλογη ή μεροληπτική ποινική δίωξη ή ποινή[6].

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).Περαιτέρω σημειώνεται ότι ακόμα κι αν γινόταν  αποδεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητη πως κινδυνευει από τους συγγενείς των θυματων προκυπτει ότι ο ιδιος αποφασησε να διαφύγει και να μην ζητήσει προστασία από τις αρχες της χώρας του . Το γεγονός ότι διέφυγε για να αποφύγει την την ποινική του καταδίκη δεν ενισχυει το αίτημα του απεναντίας καταδικνεί ότι η αρθα απορριφθηκε καθότι το προστατευτικό καθεστώς διεθνούς προστασίας δεν καλύπτει τους διαφεύγοντες ποινικές καταδίκες  στη χώρα καταγωγής τους  όπως αυτή στη παρούσα περίπτωση.

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Kinshasa, πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Πρόσφατα στοιχεία σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC[7], μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, η κατάσταση στην Kinshasa, την πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό, δεν κατατάσσεται ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Το RULAC παρακολουθεί και κατατάσσει τις ένοπλες συγκρούσεις με βάση αυστηρά νομικά κριτήρια και δεν αναφέρει την Κινσάσα ως περιοχή που βιώνει τέτοια σύγκρουση.

Οι κύριες ανησυχίες για την ασφάλεια στην Kinshasa περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα βίαιου εγκλήματος, όπως ένοπλες ληστείες και απαγωγές, καθώς και συχνές κοινωνικές αναταραχές, όπως διαδηλώσεις που μερικές φορές καταλήγουν σε βία. Αυτά τα περιστατικά δημιουργούν μια ασταθή κατάσταση ασφαλείας, αλλά δεν πληρούν το όριο για να χαρακτηριστούν ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.

Στην επαρχία της Kinshasa βάσει των δεδομένων της πλατφόρμας ACLED καταγράφηκαν 5 περιστατικά στη διάρκεια ενός έτους (06/04/2024 - 04/04/2025) με φορέα δράσης την παραστρατιωτική ομάδα Mobondo. Τα περιστατικά αυτά κωδικοποιήθηκαν ως εξής: 5 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (8 θάνατοι) και 2 μάχες (12 θάνατοι) [8].

Όσον αφορά την πρωτεύουσα του Κονγκό, το GPC[9] αναφέρει στην τελευταία του έκθεση για τη ΛΔ Κονγκό, που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2024, προβλήματα ασφαλείας μόνο στις αγροτικές περιοχές της επαρχίας Κινσάσα (δημοτική κοινότητα Μαλούκου), ως συνέπεια της σύγκρουσης στην γειτονική επικράτεια του Κουαμούθ[10].

Η BCNUDH θεωρεί την επαρχία της Κινσάσα ως μία από τις επαρχίες που δεν επηρεάζονται από συγκρούσεις. Για την πρωτεύουσα Κινσάσα, η BCNUDH αναφέρει την καταστολή μιας απόπειρας απόδρασης από τη φυλακή Μακάλα στη διάρκεια της νύχτας από 1 προς 2 Σεπτεμβρίου 2024[11]. Στην ανάλυσή της για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔ Κονγκό από 1 Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2024, η BCNUDH αναφέρει τις επιχειρήσεις που ξεκίνησε το Υπουργείο Εσωτερικών (επιχειρήσεις «Μαύρος Πάνθηρας» και «Ndobo») στο πλαίσιο της καταπολέμησης της αστικής εγκληματικότητας (γνωστής ως Kuluna). Αυτές οι επιχειρήσεις οδήγησαν στη σύλληψη περισσότερων από εκατό Kuluna και την κατηγορία τους για δολοφονίες, εγκληματική οργάνωση και τρομοκρατία[12].

Οι ανακοινώσεις ή εκθέσεις των AI[13] και HRW[14] για τη ΛΔ Κονγκό το 2024 δεν αναφέρουν προβλήματα ασφαλείας στην Κινσάσα.

Οι ανακοινώσεις του Συμβουλίου Υπουργών αναδεικνύουν την υψηλή εγκληματικότητα που επικρατεί στην Κινσάσα, κυρίως λόγω της παρουσίας των Kuluna (νεανικές συμμορίες[15]), κατά των οποίων οι αρχές διεξήγαγαν τον Δεκέμβριο 2024 επιχείρηση της αστυνομίας με την ονομασία «Ndobo»[16].[17]

Για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν τα πιο πρόσφατα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην Κινσάσα κατά το τελευταίο έτος. Με βάση, συνεπώς, τα όσα ανευρέθηκαν στο ACLED, κατά το διάστημα 06/04/2024 – 04/04/2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 30 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 240 απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 13 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (20 απώλειες), τα 9 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες) και τα 2 ως διαμαρτυρίες (0 απώλειες).[18]

Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[19]

Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στην Kinshasa δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους.

Δεδομένων  των πιο πάνω, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στην Kinshasa ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

                             

 

 

 Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Immigration and Refugee Board of Canada (IRB), Democratic Republic of the Congo: Documents issued by the Congolese National Police (Police nationale congolaise, PNC), including wanted notices (avis de recherche), police reports and appearance notices (citations à comparaître); their appearance, their security features and the procedure for obtaining these documents; samples (2021-March 2023) [COD201410.FE], 31 March 2023, https://www.ecoi.net/en/document/2092757.html, (ημερ. πρόσβασης 06/05/2025)

[2] Journal official de la République du Congo, 1 /4/ 2019, σελ. 15 - 16 ως υπάρχει δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Droit Congolais, https://www.droitcongolais.info/files/352.01.19-Arrete-du-11-janvier-2019_Police-judiciaire.pdf, (ημερπρόσβασης 06/05/2025)

[3] Interpol, Congo (Democratic Republic of), https://www.interpol.int/en/Who-we-are/Member-countries/Africa/CONGO-Democratic-Rep., (ημερπρόσβασης 06/05/2025).

[4] UNHCR, Εγχειρίδιο, https://www.refworld.org/docid/5cb474b27.html, ό.π. υποσημείωση 103, παράγραφος 56.

[5] Upper Tribunal (IAC) (Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, MN και Others (Ahmadis

– Country Conditions – Risk) Pakistan CG [2012] UKUT 00389, https://moj-tribunals-documents-prod.s3.amazonaws.com/decision/pdf_file/37453/00389_ukut_iac_2012_mn_ors_pakistan_cg.pdf. Βλέπε επίσης UNHCR, Εγχειρίδιο https://www.refworld.org/docid/5cb474b27.html, ό.π. υποσημείωση 103, παράγραφος 56.

[6] Βλέπε Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πρόταση ΟΕΑΑ: αιτιολογική έκθεση, 2001, https://ec.europa.eu/transparency/documents-register/detail?ref=COM(2001)510&lang=el,  ό.π. υποσημείωση 266, η οποία αναφέρεται στην προτεινόμενη σε εκείνο το στάδιο διατύπωση του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

[7] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025)

[8] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/#1714654904371-01f34ad7-b1ac (βλ. Πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: Past Year of ACLED Data, Event Category: Political Violence (Battles, Explosions/ Remote Violence, Violence against Civilians, Excessive force against protesters and Mob Violence), Region of Interest: Africa, Country of Interest: Democratic Republic of Congo, Admin1 Unit of Interest: Kinshasa, Actor: Mobondo militia) ( ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).

[9] GPC [Site web], s.d., https://www.globalprotectioncluster.org/index.php/about (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).  

[10] GPC, 10/2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pau_dr_congo_octobre_2024_final.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).   

[11] MONUSCO, 24/10/2024, https://monusco.unmissions.org/principales-tendances-des-violations-des-droits-de-l%E2%80%99homme-en-rdc-septembre-2024; BCNUDH, Ανάλυση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, από 1η Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).  

[12] BCNUDH, Ανάλυση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, από 1η Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).   

[13] AI, s.d., https://www.amnesty.be/mot/republique-democratique-congo  ; AI RDC [Facebook profile], s.d., https://www.facebook.com/AmnestyInternationalRDC/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).      

[14] HRW [site web], s.d, https://www.hrw.org/fr/sitesearch?search=RD+congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).       

[15] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους Kulunas, βλ. ιδίως την Global Initiative Against Transnational Organized Crime.  05/2021, https://globalinitiative.net/wp-content/uploads/2021/06/Criminels-ou-justiciers-Les-Kuluna-gangs-de-Re%CC%81publique-de%CC%81mocratique-du-Congo-GITOC.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).      

[16] Στις αρχές Δεκεμβρίου 2024 ξεκίνησε η επιχείρηση Ndobo, μια πρωτοβουλία για την καταπολέμηση της αστικής εγκληματικότητας. Πηγή: Υπουργείο Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, απολογισμός της εικοστής έκτης τακτικής συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου, 13 Δεκεμβρίου 2024. https://communication.gouv.cd/actualites/conseil-des-ministres  ; MediaCongo, 13/12/2024, https://www.mediacongo.net/article-actualite-145312_operation_ndobo_784_presumes_kulunas_deja_arretes_a_kinshasa_jacquemain_shabani.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).      

[17] Présidence, s.d., https://presidence.cd/conseil-de-ministres: Οι απολογισμοί του Υπουργικού Συμβουλίου που είναι διαθέσιμοι στον ιστότοπο και αναφέρονται στην κατάσταση στην Κινσάσα για τους μήνες Δεκέμβριο έως Φεβρουάριο είναι εκείνοι της 9ης, 13ης και 20ής Δεκεμβρίου 2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).       

[18]ΑCLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/explorer/, Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 06/04/2024 – 04/04/2025 past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – DRC – Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).

[19] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο