
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υποθ. Αρ.: 3910/24
30 Μαΐου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τo άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
R.I. από τη Ρουάντα και τώρα στη Λευκωσία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας , Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Έλενα Μυριάνθους (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Ά. Δημητριάδου για Χρ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Ο Αιτητής είναι παρών.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 06/08/2024 με την οποία το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίφθηκε καθότι είναι άκυρη και/ή παράνομή και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται αναγνώρισης διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Rwanda και είναι κάτοχος διαβατηρίου με αριθμό PC6xxxxx. Ο Αιτητής συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 18/07/2024, αφού εισήλθε παράνομα στα κατεχόμενα από την Τουρκία εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας με φοιτητική βίζα και πέρασε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές 16/7/2024. Στις 18/07/2024 ο Αιτητής παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας. Στις 01/08/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 6/08/2024 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στις 6/08/2024, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 13/09/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 13/09/2024. Στην συνέχεια, στις 07/10/2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής δια της δικηγόρου του, προβάλει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση.
Κατά την γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή, προωθεί τους εξής ισχυρισμούς:
1) Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς αν διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης.
2) Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη και/ή υπογράφεται από αναρμόδιο πρόσωπο το οποίο δεν έλαβε την απαιτούμενη εξουσιοδότηση.
3) Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας.
4) Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα.
Ωστόσο κατά την ημερομηνία των διευκρινίσεων απόσυρε όλους του νομικούς ισχυρισμούς πλην αυτόν περί μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας
Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, με τη Γραπτή του Αγόρευση, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή αξιολογήθηκαν ως μη αξιόπιστοι και ότι ορθά ο λειτουργός έκρινε πως η περίπτωση του Αιτητή δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις του περί Προσφυγών Νόμου καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμους λόγους δίωξης όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, ή ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 (2) του ίδιου Νόμου.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AΑΔ 598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι η απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636 . Σχετική είναι και η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4
Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.»
Η συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή της και επικαλείται παραβιάσεις του περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε και η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. Ωστόσο η συνήγορος απέσυρε όλους του νομικούς ισχυρισμού πλην τον ισχυρισμό περί ελλιπούς δέουσας έρευνας .
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής η δέουσα έρευνα κρίνω ότι είναι γενικός και αόριστος και δεν γίνεται οποιοδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα που αφορούν τον Αιτητή.
Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).
Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».
Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξης του, ο Αιτητής, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία. Επιβεβαίωσε επίσης ότι δεν έχει έγγραφα να υποβάλει και όσα αναγράφονται στην αίτηση του είναι αληθή.
Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με τον Αιτητή όλες τις πτυχές των ισχυρισμών του και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ
Ο αιτητής διεθνούς προστασίας (ΑΔΠ) δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα διότι έχει φόβο δίωξης από τον πατριό του. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας οι συγγενείς της μητέρα του και του πατέρα του σκοτώθηκαν. Η μητέρα και ο πατέρας του συναντήθηκαν σε ένα καταυλισμό στην Τανζανία και όταν επέστρεψαν στη Ρουάντα γεννήθηκε. ο Αιτητής Ο πατέρας του πέθανε το 2007 και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. Ο πατριός του παρενοχλούσε αυτόν και τη μητέρα του και μία ημέρα προσπάθησε να τον σκοτώσει χτυπώντας τον στο κεφάλι με ένα μαχαίρι. Η μητέρα του φοβήθηκε για τη ζωή του και βρήκε τρόπο να τον στείλει στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές για να σπουδάσει. Πριν τρεις μήνες ο πατριός του τη σκότωσε. Περαιτέρω ο Αιτητής αναφέρει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη Ρουάντα γιατί φοβάται για τη ζωή του.
Κατά την πρωτοβάθμια συνέντευξη ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι προτεστάντης. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2021. Ξεκίνησε να σπουδάζει στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου Διοίκηση Επιχειρήσεων αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ως προς το επαγγελματικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά τη διαμονή του στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου έφτιαχνε κήπους (Π.Β. ερ 24χ1, ερ. 25χ2). Ως προς την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε γύρω στις 4 Απριλίου το 2005 και η μητέρα του απεβίωσε στις 15 Μάϊου 2024. Δήλωσε ότι στην χώρα καταγωγής του διαμένουν οι φίλοι του με τους οποίους έχει επικοινωνία (Π.Β. ερ, 25χ3).
Αναφορικά με τους τόπους διαμονής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι υπήκοος της Ρουάντας και η περιοχή καταγωγής του είναι η πόλη Kirehe-Musaza. Έζησε και μεγάλωσε στην πόλη Kigali, όπου είναι και η τελευταία περιοχή διαμονής του πριν από την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του ( Π. Β. ερ. 26χ1, ερ. 28χ2). Ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 10/09/2022..
Πρόσθεσε ότι αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου υπό το καθεστώς φοιτητικής άδειας παραμονής. Στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου διέμεινε για περίπου δύο χρόνια. Έπειτα, εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 16/07/2024 (Π.Β. ερ.28χ5).
Ανέφερε ότι στην χώρα καταγωγής του δεν είχε συλληφθεί πότε ούτε αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά τη διάρκεια της αναχώρησης του από την χώρα καταγωγής του (Π.Β. ερ. 24χ2). Δήλωσε ότι η μητέρα του τον βοήθησε οικονομικά και επίσης με δικά του χρήματα κατάφερε να ταξιδέψει και να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (Π.Β. ερ. 24χ3).
Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη Rwanda, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του ανήκαν στην εθνική ομάδα Tutsi. Μετά το θάνατο του πατέρα του στις 15 Μαΐου του 2005 η μητέρα του γνώρισε ένα άλλο άντρα τον Ιούλιο του 2013. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατριός του τον απειλούσε γιατί η μητέρα του και αυτός ανήκαν στην εθνική ομάδα Tutsi. Δήλωσε ότι μία μέρα ο πατριός του τον τραυμάτισε στο κεφάλι. Ακολούθως, η μητέρα του πώλησε ένα τεμάχιο γης και βοήθησε οικονομικά τον ΑΔΠ να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (Π.Β. ερ. 23χ1-χ4, ερ. 24χ4).
Ερωτηθείς τί θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Rwanda, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει.
Ερωτηθείς αν οi αρχές του κράτους καταγωγής του θα επιτρέψουν την επιστροφή του στη χώρα, ο Αιτητής απάντησε θετικά.
Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την έκθεση - εισήγησή του επί τη βάση των εξής ουσιωδών ισχυρισμών:
Ο/η αρμόδιος λειτουργός διέκρινε 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο διαμονής του Αιτητή και έγινε δεκτός, καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού.
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά στα ισχυριζόμενα προβλήματα που είχε ο Αιτητής με τον πατριό του. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός κατέγραψε τα εξής:
«Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ο ΑΔΠ δήλωσε ότι οι γονείς του ανήκαν στην εθνική ομάδα Tutsi. Μετά το θάνατο του πατέρα του στις 15 Μαΐου του 2005 η μητέρα του γνώρισε ένα άλλο άντρα τον Ιούλιο του 2013. Ο Αιτητης ισχυρίστηκε ο πατριός του τον απειλούσε γιατί η μητέρα του και αυτός ανήκαν στην εθνική ομάδα Tutsi. Δήλωσε ότι μία μέρα ο πατριός του τον τραυμάτισε στο κεφάλι. Ακολούθως, η μητέρα του πώλησε ένα τεμάχιο γης και βοήθησε οικονομικά τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (Π.Β. ερ. 23χ1-χ4, ερ. 24χ4).
Σχετικά με αυτό το μέρος του αιτήματος του ,αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος του. Κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα πιο πάνω γεγονότα στα οποία παρατηρούνται αντιφάσεις, χρονική αντίφαση και έλλειψη επαρκών πληροφοριών.
Συγκεκριμένα σε ερώτηση που τέθηκε στον Αιτητή για να εξηγήσει τι εννοούσε στην αίτηση σου για διεθνή προστασία ότι ο πατριός του τον βασάνιζε απάντησε ότι τον χτύπησε στο κεφάλι. Εδώ ο Αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση, αφού προηγουμένως σε άλλο σημείο της συνέντευξης του ανέφερε ότι κάποιοι άντρες τον χτύπησαν στο κεφάλι. Σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε να εξηγήσει την αντίφαση αυτή απάντησε «stepfather» και δεν έδωσε περισσότερες πληροφορίες. Ακολούθως, του δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει γιατί προηγουμένως δήλωσε ότι κάποιοι άντρες τον χτύπησαν και δήλωσε «Also, there were some men» γύρω στον Αύγουστο του 2021 (Π.Β. ερ. 22χ1·χ4). Επιπλέον, σε άλλο σημείο της συνέντευξης του δόθηκε άλλη ευκαιρία για να εξηγήσει το περιστατικό με τον πατριό του και δεν ανέφερε ότι τον τραυμάτισαν άλλοι άντρες (Π.Β. ερ. 21χ1). Όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε να αναφέρει τι είχε γίνει μετά το περιστατικό με τον πατριό του και να είχε πάει στο νοσοκομείο δήλωσε ότι η μητέρα του τον είχε μεταφέρει στο νοσοκομείο. Σε αυτό το σημείο της συνέντευξης παρουσιάστηκε αντίφαση, αφού αρχικά είχε δηλώσει ότι πήγε στο νοσοκομείο ακολούθως δήλωσε ότι είχε πάει στο φαρμακείο και δεν πήγε στο νοσοκομείο. Όταν του τέθηκε διευκρινιστική ερώτηση να εξηγήσει την αντίφαση αυτή δήλωσε ότι δεν ήταν μεγάλο νοσοκομείο (Π.Β. ερ. 21X2).Ανεπάρκεια πληροφοριών παρουσιάζεται στα λεγάμενα του ΑΔΠ. Όταν ρωτήθηκε να αναφέρει σε τι πράξεις είχε προβεί για να προστατέψει τον εαυτό του από τον πατριό του δεν έδωσε σαφή απάντηση και δήλωσε «When I came back from the school something happened» (Π.Β. ερ. 22χ5). Η αξιοπιστία του Αιτητή σε αυτό το σημείο πλήττεται περισσότερο αφού του τέθηκε διευκρινιστική ερώτηση για να εξηγήσει πώς προστάτευε τον εαυτό του και απάντησε «I don't know» (Π.Β. ερ. 22χ5-χ6).
Σε διαδοχικές ερωτήσεις που τέθηκαν στον Αιτητή για να αναφέρει και να εξηγήσει την εμπλοκή του στην εθνοτική ομάδα Tutsi αφού αυτός ήταν και ο κύριος λόγος κατά τον οποίο ο πατριός του είχε θέματα εναντίον του δεν ήταν σε θέση να δώσει καμία πληροφορία. Συγκεκριμένα, παρουσιάζεται έλλειψη επαρκών πληροφοριών, αφού όταν δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να αναφέρει το όνομα του ηγέτη της εν λόγω ομάδας, το όνομα του γραμματέα, το όνομα του ιδρυτή, το πότε ιδρύθηκε η εθνοτική ομάδα, πού βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία απάντησε «I don't know» (Π.Β, ερ. 21χ1, ερ.20χ1). Σε κανένα σημείο της συνέντευξης του δεν μπορούσε να υποστηρίξει ότι άνηκε στην εθνική ομάδα Tutsi.
Ο Αιτητής είχε δηλώσει ότι φοβόταν γιατί άνηκε στην εθνοτική ομάδα Tutsi. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει αυτό τον ισχυριζόμενο φόβο και απάντησε «Something happened in my class». Όταν του τέθηκε διευκρινιστική ερώτηση για να εξηγήσει προσωπικά στον ίδιο αν είχε συμβεί κάτι, παρουσιάστηκε έλλειψη επαρκών πληροφοριών, αφού απάντησε «Nothing happened» (Π.Β. ερ. 20χ2-χ4). Συμπεραίνεται, ότι ο ισχυρισμός του δεν τεκμηριώνεται εφόσον στον ίδιος δεν είχε συμβεί οτιδήποτε λόγω της καταγωγής του ως Tutsi. Επίσης, δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει οποιαδήποτε απειλή από τον πατριό του λόγω της ενωτικής του καταγωγής
Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.
Καταληκτικά, ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι το πιο πάνω μέρος του αιτήματος δεν γίνεται αποδεκτό.
Ακολούθως, ο/η αρμόδιος/α λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού.
Ο/η λειτουργός έκρινε ότι με βάση τις πληροφορίες/δεδομένα που αφορούν το αποδεκτό πραγματικό περιστατικό και λαμβάνοντας υπόψη μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος το προσωπικό προφίλ του Αιτητή καθώς και το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν έχει υποστεί στη χώρα καταγωγής του οποιασδήποτε μορφής δίωξη ή σοβαρή βλάβη, δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση που επιστρέψει στη Ρουάντα, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Ειδικότερα, ως προς το προσωπικό προφίλ του Αιτητή κατέγραψε πως πρόκειται για άμαχο πολίτη, άντρα νεαρής ηλικίας (21/05/2001). Είναι μορφωμένος αφού είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθώς επίσης ξεκίνησε να φοιτά στον κλάδο της Διοίκησης Επιχειρήσεων. Δεν διαπιστώθηκε ότι αντιμετωπίζει θέματα ευαλωτότητας και προβλήματα υγείας. Ομιλεί Kinyarwanda, Kirundi, Kiyamurenge και Αγγλικά . Στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου ήταν ικανός να εργαστεί και ήταν οικονομικά ανεξάρτητος αφού έφτιαχνε κήπους. Στην χώρα του διαμένουν οι φίλοι του με τους οποίους έχει και επικοινωνία.
Ακολούθως, ο/η λειτουργός κατέγραψε σχετικά με τη κατάσταση ασφαλείας στην Ρουάντα, και συγκεκριμένα στην πόλη Kigali, τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης η Ρουάντα έχει μετατραπεί σε μια από τις πιο ειρηνικές χώρες της Αφρικής και γνώρισε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία, αποφεύγοντας την ανανεωμένη εθνοτική διαμάχη μεταξύ του πληθυσμού της πλειοψηφίας Χοΰτου και της μειονότητας Τούτοι. Παρά τη συστηματική καταστολή της διαφωνίας από το καθεστώς, ο Πρόεδρος Paul Kagame συνεχίζει να απολαμβάνει τη λαϊκή υποστήριξη για την επαναφορά της τάξης στη Ρουάντα μετά τη γενοκτονία του 1994 που άφησε τη χώρα σε ερείπια. Εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες για τη δραστηριότητα των ανταρτών, αν και αυτό συμβαίνει κυρίως στη γειτονική ΛΔΚ (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), όπου μεγάλος αριθμός προσφύγων διέφυγε μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Τα επίπεδα διαφθοράς και εγκληματικής δραστηριότητας είναι σχετικά χαμηλά σε σχέση με τα περιφερειακά πρότυπα, αν και υπάρχουν ορισμένες ανησυχίες σχετικά με το μικρά εγκλήματα. Οι ένοπλες ληστείες συμβαίνουν, αλλά η συχνότητα είναι χαμηλή. Οι κύριες απειλές για τους ξένους ταξιδιώτες είναι από την οδική ασφάλεια, τους κινδύνους για την υγεία και τις αδυναμίες των υποδομών.
Η Ρουάντα έχει αναδειχθεί ως μία από τις πιο σταθερές κυβερνήσεις στην περιοχή τις τελευταίες δύο δεκαετίες, εν μέρει λόγω της πλήρους κυριαρχίας του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα (RPF) του προέδρου Paul Kagame. Το κόμμα έχει κερδίσει άνετα όλες τις νομοθετικές και εκτελεστικές εκλογές από το 2003 και η κυβέρνηση συνεχίζει να απολαμβάνει σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Η διαφθορά είναι χαμηλή σύμφωνα με τα περιφερειακά πρότυπα, με τις αρχές να πιστώνονται με χαμηλή ανοχή για δωροδοκία και κατάχρηση δημοσίων πόρων. Το κράτος δικαίου έχει επίσης βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, αν και η ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος παραμένει αδύναμη και οι υπηρεσίες ασφαλείας έχουν δεχθεί καταγγελίες για εξωδικαστικές δραστηριότητες με στόχο αντιπάλους (Π.Β. ερ.34- 36*).
Σύμφωνα με την Acled από την 27η Ιουλίου 2023 μέχρι τις 26 Ιουλίου 2024 δεν διαφαίνεται να υπήρξαν γεγονότα στην πόλη Kigali (Π.Β. ερ.37-40).»
Περαιτέρω έκρινε ότι σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες που έχουν ήδη αναφερθεί και αφορούν το ουσιώδη πραγματικό περιστατικό 1, που προέκυψε στο αίτημα του Αιτητή, διαπιστώνεται ότι, δεν υπάρχουν εΰλογοι/βάσιμοι λόγοι, σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέφει στη χώρα καταγωγής του, τη Ρουάντα, και συγκεκριμένα στην πόλη Kigali, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Υπό το σκέλος της νομικής ανάλυσης, ο/η λειτουργός έκρινε ότι από τους πιο πάνω προβαλλόμενους ισχυρισμούς του ΑΔΠ διαφαίνεται ότι στο πρόσωπο της δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, Ρουάντα, για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 και στο άρθρο 1Α2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και ως εκ τούτου, ο ΑΔΠ δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Αντιστοίχως, ο/η λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 19 (1) επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2), (α), (β), (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000.
Λαμβανομένων υπόψη του προφίλ του Αιτητή , αποδεκτών πραγματικών περιστατικών και ισχυρισμών και της αξιολόγησης κινδύνου, διαπιστώνονται τα εξής:
Α)Σε περίπτωση επιστροφής στην Ρουάντα, ο ΑΔΠ δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ως το άρθρο 19 (2) (α) προνοεί.
Β) Σε περίπτωση επιστροφής στην Ρουάντα ο ΑΔΠ δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ως το άρθρο 19 (2) (β) προνοεί.
Γ) Σε περίπτωση επιστροφής στην Ρουάντα ο Αιτητή δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως το άρθρο 19 (2) (γ) προνοεί, αφού η χώρα καταγωγής του δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Με βάση τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη Ρουάντα, στην πόλη Kigali, όπου αναμένεται να επιστρέφει ο Αιτητή , δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων υπό την έννοια του άρθρου 19 (2)(γ), το οποίο αποτελεί βασική πρόνοια έτσι ώστε να εξετάζεται το παρόν αίτημα υπό της προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου (Π.Β. ερ. 31-34).Ως εκ τούτου, ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Τέλος, ο/η λειτουργός εισηγείται ότι με βάση τους ανωτέρω λόγους και τα δεδομένα της όπως η αίτηση του Αιτητή για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα απορριφθεί, καθότι λαμβανομένων υπόψιν των ισχυρισμών ως έχουν αξιολογηθεί, του προφίλ του ΑΔΠ και της πιο πάνω ανάλυσης, προκύπτει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 και του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης.
Περαιτέρω, κρίνεται ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 καθότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2).
Επιπλέον, έχοντας προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των δεδομένων και ισχυρισμών ως έχουν αναλυθεί στην παρούσα καθώς και το προσωπικό προφίλ και συνθήκες του Αιτητή, διαπιστώνεται πως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, στη Ρουάντα, στην πόλη Kigali, κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.
Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην έκθεση-εισήγησή του, η οποία υιοθετήθηκε από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.
Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή αφού δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου.
Σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή περί φόβου δίωξης από τον πατριό του λόγω της ενωτικής του καταγωγής , ορθά και πάλι οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν τον Αιτητή εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστο και απέρριψαν τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του, καθώς οι πλειονότητα των απαντήσεων του είναι διατυπωμένες με γενικότητα, χωρίς συνέπεια και συνοχή ενώ παράλληλα ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του . Υπέδειξε πλήρη άγνοια σε βασικά ερωτήματα που του τέθηκαν ως προς το φορέα δίωξης του. Περαιτέρω οι απαντήσεις του είναι αντιφατικές
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).
Επομένως, ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη πως ο Αιτητής υπόβαλε αίτηση για διεθνή προστασία περί τα δύο χρόνια από την άφιξη του γεγονός που επιβεβαιώνει ότι το αίτημα του Αιτητή δεν είναι γνήσιο. Η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει. Το γεγονός αυτό της καθυστέρησης της υποβολής του αιτήματος του για διεθνή προστασία θέτει σε αμφιβολίες τους ισχυρισμούς του, όσον αφορά τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους υπέβαλε την αίτηση αυτή.(δέστε Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, , Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.2008 και Inram Ashraf v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 8.5.2008). Σχετική είναι και η υπόθεση Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009,
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ.851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C- 285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ του Αιτητή, ο οποίος είναι υγιής, ικανός προς εργασία, η αξιολόγηση του κινδύνου επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, γίνεται στη βάση της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή, όπου αναμένεται να επιστρέψει.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 25.05.2024 - 23.05.2025 στην πόλη Kigali City της Rwanda καταγράφηκαν 5 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων δεν προέκυψαν ανθρώπινες απώλειες. Τα εν λόγω περιστατικά κατηγοριοποιήθηκαν ως εξής: 4 περιστατικά βίας κατά αμάχων και 1 διαδήλωση[1]. Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πόλης Kigali City εκτιμάται ότι το 2022, οπότε έγινε η τελευταία καταμέτρηση, ανερχόταν στους 1,745,555 κατοίκους[2].
Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη Ρουάντα, συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η κατάσταση ασφαλείας μαζί με το ατομικό προφίλ του Αιτητή δεν συνεπάγονται την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM,
The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Ημερ: 25.05.2024 - 23.05.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Rwanda, ADMIN UNIT: Kigali City ) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/05/2025).
[2] City Population, Rwanda, Kigali City available at: https://citypopulation.de/en/rwanda/admin/1__kigali/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/05/2025).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο