R. L. L. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4730/2024, 6/5/2025
print
Τίτλος:
R. L. L. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4730/2024, 6/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 4730/2024

 06 Μαΐου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

R. L. L. από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό οδος {…}

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Αγγελική Πλιάκα (κα) για Γκλόρια Χρυσάφη, Δικηγόρος για τον Αιτητή

Ιωάννης Καλλίγερος (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

Ο Αιτητής είναι παρών (Παρούσα η διερμηνέας κα Ζωή Αγαπίου για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/10/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 08/11/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000  και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται  στον Αιτητή καθεστώς προστασίας.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.) και στις 05/12/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 14/10/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος την ίδια ημέρα υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Ακολούθως, στις 14/10/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Στις 08/11/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις  27/11/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Με τη γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί επί τη βάσει των εξής νομικών λόγων:

(1) Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι εσφαλμένη ως προϊόν μη δέουσας ή οποιασδήποτε έρευνας σε σχέση με τα γεγονότα και τις προϋποθέσεις για τις οποίες ο Αιτητής εγκατέλειψε την χώρα του

(2) Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι προϊόν πραγματικής πλάνης

(3) Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι αναιτιολόγητος και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.

Ιδίως ως προς τον πρώτο λόγο, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του λόγω της σύλληψής του από τις Αρχές και των απειλών που δεχόταν από εγκληματική οργάνωση. Συγκεκριμένα, συνελήφθη όταν στο σπίτι του βρέθηκαν όπλα και εκρηκτικοί μηχανισμοί που είχε κρύψει εν αγνοία του ο συγκάτοικός του, μέλος της οργάνωσης. Μετά τη σύλληψή του, ο Αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, αποκάλυψε την ταυτότητα του αρχηγού της οργάνωσης, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψη του τελευταίου. Ωστόσο, τα μέλη της οργάνωσης πληροφορήθηκαν ότι ο Αιτητής έδωσε τις πληροφορίες και προσπάθησαν να τον εντοπίσουν για να τον εκδικηθούν. Υπέστη απειλές και απαγωγή, από την οποία γλίτωσε χάρη στην παρέμβαση της αστυνομίας. Παρά τις αμφιβολίες των Καθ’ ων η Αίτηση για τον πραγματικό κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει, υποστηρίζεται ότι η απειλή κατά της ζωής του Αιτητή είναι ουσιαστική και εξακολουθεί, γεγονός που καθιστά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του εξαιρετικά επικίνδυνη. Ως εκ τούτου, αιτείται προστασία και παραμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία για λόγους ασφαλείας.

Οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Όσο για την πραγματική πλάνη υποστηρίζουν ότι ο λειτουργός έλαβε υπόψη όλες τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία του φακέλου προτού καταλήξει ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, του περί Προσφύγων Νόμου 19(2), από το (α) έως (γ) και 19(3). Ως προς τον μελλοντικό κίνδυνο αναφέρει ότι παρόλο που υπάρχουν συνθήκες στις οποίες μπορούσε να υπάρξει κάποιος κίνδυνος, εντούτοις, συγκεκριμένα στο πρόσωπο του Αιτητή, ο οποίος είναι αυτόνομος άντρας αρκετά ώριμος σε ηλικία, δεν συντρέχει προσωπικός κίνδυνος σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Κινσάσα στο Κογκό. Τέλος, ως προς την δέουσα έρευνα διαφαίνεται από την έκθεση εισήγηση και από τον την συνέντευξη του Αιτητή ότι ο Αιτητής έχει ερωτηθεί για όλα τα κρίσιμα ερωτήματα τα οποία τον αφορούν και ο λειτουργός έχοντας εξετάσει τις απαντήσεις του προέβη σε σύνταξη απόφασης δεόντως αιτιολογημένης.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή, αυτός είναι ενήλικας από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.).

Κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για τους εξής λόγους: Πρώτον, όπως δήλωσε, οι ειδικές υπηρεσίες της Δημοκρατίας του Κονγκό τον αναζητούν για την υπόθεση της απόκρυψης όπλων που βρέθηκαν στο υπνοδωμάτιό του. Σύμφωνα με τον Αιτητή, υπεύθυνος για τα όπλα αυτά είναι ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας (FARDC), ο οποίος φαίνεται να εμπλέκεται άμεσα στην υπόθεση. Δεύτερον, ο Αιτητής τόνισε ότι ο εν λόγω αξιωματικός δεν επιθυμεί να αποκαλυφθεί η αλήθεια και τον απείλησε με θάνατο. Φοβούμενος για τη ζωή του και για την προσωπική του ασφάλεια, ο Αιτητής πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «αν έμενα, θα με σκότωναν» (ερ. 15 δ.φ.).

Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Aιτητής δήλωσε ότι έχει κονγκολέζικη καταγωγή, προερχόμενος από την πόλη Kinshasa, η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και τελευταίας συνήθους διαμονή του (ερ. 37 δ.φ.). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανός(ερ. 38 δ.φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του και ακολούθως παρακολούθησε τρία χρόνια σπουδές πανεπιστημίου με αντικείμενο τα νομικά, ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε πως ήταν άνεργος λόγω του ότι είχε επικεντρωθεί στις σπουδές του (ερ. 38 δ.φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος (ερ 36 δ.φ.). Οι γονείς του και τα 2 αδέρφια του εξακολουθούν και διαμένουν μέχρι και σήμερα στην Kinshasa, όπου επίσης διαθέτει και ένα εκτεταμένο δίκτυο συγγενών (ερ. 36 δ.φ.). 

Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης προέβαλε ότι ήταν φοιτητής πανεπιστημίου και διέμενε εναλλάξ άλλοτε με τους γονείς του και άλλοτε στη φοιτητική εστία, λόγω δυσκολιών μετακίνησης. Επιθυμώντας να βοηθήσει έναν στενό του φίλο, ο οποίος ήταν ορφανός, έπεισε τους γονείς του να τον φιλοξενήσουν. Έτσι, συγκατοικούσαν σε ένα στούντιο δίπλα από το πατρικό του σπίτι. Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που έλειπε για δύο εβδομάδες στη φοιτητική εστία, έχασε τον έλεγχο της κατάστασης στο σπίτι. Ο φίλος του τού είχε πει ότι βρήκε δουλειά με Κινέζους εργοδότες, αλλά στην πραγματικότητα είχε ενταχθεί σε εγκληματική συμμορία που απήγαγε ανθρώπους για λύτρα. Ως προς την δράση της συμμορίας υποστήριξε πως αν οι οικογένειες δεν μπορούσαν να πληρώσουν, σκότωναν τα θύματα και πουλούσαν τα όργανά τους. Ο Αιτητής ανέφερε ότι η συμμορία πιθανώς συνεργαζόταν με αστυνομικούς και στρατιωτικούς, οι οποίοι τους προμήθευαν με όπλα. Μια νύχτα, ενώ η συμμορία βρισκόταν σε αποστολή, η αστυνομία τους καταδίωξε και το μόνο άτομο που συνελήφθη ήταν ο φίλος του Αιτητή. Κατά την ανάκριση, μη μπορώντας να αποκαλύψει την ταυτότητα του αρχηγού της συμμορίας, έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού τους και είπε ότι εκεί θα έβρισκαν αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν στις απαγωγές. Η αστυνομία πραγματοποίησε έρευνα στο σπίτι και βρήκε όπλα και μαχαίρια κάτω από το κρεβάτι του Αιτητή, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει. Όταν ο Αιτητής επέστρεψε την επόμενη μέρα, συνελήφθη από την αστυνομία. Στο τμήμα, συνομίλησε με τον φίλο του, ο οποίος του αποκάλυψε ότι είχε ενταχθεί στη συμμορία για να βγάζει χρήματα, και ότι έκρυβε τα όπλα στο σπίτι εν αγνοία του. Του αποκάλυψε επίσης την ταυτότητα του αρχηγού, ο οποίος ονομαζόταν Φρέντυ Ανγκόνγκι (Fredy Angongi), και ότι συνεργαζόταν με αστυνομικούς και στρατιωτικούς που του παρείχαν τα όπλα. Κατόπιν, ο Αιτητής ενημέρωσε τον δικηγόρο του και, παρουσία των γονιών του, κατέθεσε τα όσα έμαθε στην αστυνομία. Εν συνεχεία, οι Αρχές πείστηκαν για την αθωότητά του και συνέλαβαν τον Φρέντυ Ανγκόνγκι. Ωστόσο, όταν τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας έμαθαν ότι ο Αιτητής παρείχε πληροφορίες στην αστυνομία, άρχισαν να τον απειλούν με θάνατο, με αποκορύφωμα τελικά να τον απαγάγουν, αλλά στην συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος χάριν της παρέμβασης της αστυνομίας. Κατόπιν, ο πατέρας του, φοβούμενος για τη ζωή του, τον έστειλε να κρυφτεί σε φίλο τους στην περιοχή Plateaux de Bateke. Ο Αιτητής έμεινε εκεί για κάποιο διάστημα, αλλά όταν επέστρεψε έμαθε ότι ο Φρέντυ (αρχηγός της συμμορίας) είχε αποφυλακιστεί. Έκτοτε, ισχυρίζεται ότι οι απειλές ξανάρχισαν, και υπήρξαν ακόμη και νυχτερινές επισκέψεις στο σπίτι του. Τότε, οι γονείς του φρόντισαν να του κανονίσουν την διαφυγή του από τη χώρα για την ασφάλειά του (ερ. 32 δ.φ.). 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής του. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση που ισχυρίστηκε ότι τον καταδίωκε. Ανέφερε ότι δεν γνώριζε το όνομα της οργάνωσης, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει κανένα από τα μέλη της πλην του φίλου του και ότι δεν είχε δει ποτέ τον αρχηγό της συμμορίας. Δεν μπόρεσε να περιγράψει τα χαρακτηριστικά των δραστών, όπως την εμφάνιση, τα ονόματα ή οποιαδήποτε άλλα αναγνωρίσιμα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι υποστήριξε πως επισκέπτονταν το σπίτι του σχεδόν καθημερινά για έναν μήνα και ότι τον είχαν απαγάγει. Σχετικά με την απαγωγή, δεν θυμόταν την ακριβή ημερομηνία, δεν γνώριζε αν οι δράστες συνελήφθησαν και έδωσε ελάχιστες λεπτομέρειες για το όχημα που χρησιμοποιήθηκε, περιοριζόμενος στο να αναφέρει ότι πιθανώς δεν έφερε πινακίδες. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κατήγγειλε ούτε την απειλή ούτε την απαγωγή στην αστυνομία –παρά το γεγονός ότι υπήρξαν μάρτυρες και ότι η αστυνομία παρενέβη στο περιστατικό– απάντησε ότι στην πατρίδα του η αστυνομία δεν ανταποκρίνεται στις καταγγελίες των πολιτών. Επιπλέον, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να εξηγήσει πειστικά γιατί ο φίλος του, που του είχε αποκαλύψει την ταυτότητα του αρχηγού, δεν βρέθηκε και αυτός στο στόχαστρο της συμμορίας. Απέδωσε τη στοχοποίηση μόνο του ίδιου σε μια υποτιθέμενη «ιδεολογία» της οργάνωσης και υποστήριξε αόριστα ότι ο φίλος του τον «θυσίασε» για να μη διατρέξει ο ίδιος κίνδυνο. Όταν του ζητήθηκαν λεπτομέρειες σχετικά με τη φύση των απειλών που δεχόταν, δεν μπόρεσε να δώσει σαφείς απαντήσεις. Τέλος, δεν μπόρεσε να εξηγήσει με σαφήνεια γιατί ο φίλος του παραμένει στη φυλακή ενώ ο αρχηγός της συμμορίας αφέθηκε ελεύθερος, αν και και οι δύο –σύμφωνα με τα λεγόμενά του– ανήκαν στο ίδιο εγκληματικό δίκτυο (ερ. 27-30 δ.φ.) . 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών:

(1) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ Αιτητή

(2) Ισχυριζόμενη αναζήτησή του στη χώρα καταγωγής του από μέλη συμμορίας, επειδή ο Αιτητής αποκάλυψε το σημείο όπου κρύβονταν η συμμορία με αποτέλεσμα να συλληφθεί ο αρχηγός τους από τις Αστυνομικές Αρχές της χώρα καταγωγής του.

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο του, το οποίο προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, παρατηρήθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με επαρκή και πειστικό τρόπο βασικά σημεία της υπόθεσής του, δηλαδή τα ίδια τα γεγονότα που υποτίθεται πως τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του. Παρότι του ζητήθηκαν διευκρινίσεις, οι απαντήσεις του περιείχαν πολλές ασάφειες, αντιφάσεις και ανακρίβειες. Συγκεκριμένα, δεν μπόρεσε να περιγράψει βασικά στοιχεία για τη συμμορία που ισχυρίζεται ότι τον απειλούσε: ούτε το όνομά της, ούτε τα μέλη της, ούτε τον αρχηγό της. Παρότι είπε πως τον απειλούσαν καθημερινά για έναν ολόκληρο μήνα και μάλιστα τον είχαν απαγάγει, δεν ήταν σε θέση να δώσει ούτε γενικά χαρακτηριστικά (όπως εμφάνιση, ρούχα ή κάποιο όχημα που χρησιμοποίησαν). Επίσης, δεν εξήγησε, όπως εύλογα αναμενόταν, γιατί δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία, παρότι ανέφερε πως τα μέλη της συμμορίας ήταν ήδη γνωστά και καταζητούνταν από τις Αρχές και κατά την απαγωγή του υπήρχαν μάρτυρες και η αστυνομία επενέβη. Παρ' όλα αυτά, επέλεξε να μην ζητήσει προστασία, με τη γενική δικαιολογία ότι «η αστυνομία δεν κάνει τίποτα». Επιπρόσθετα, στη συνέντευξη, ο Αιτητής ρωτήθηκε πώς γίνεται από τη μία πλευρά κάποια μέλη της συμμορίας – όπως ο φίλος του – να έχουν ήδη συλληφθεί και φυλακιστεί, ενώ ο ίδιος να πιστεύει ότι οι Αρχές δεν θα έκαναν τίποτα για να τον προστατεύσουν από τα ίδια άτομα. Σε αυτό απάντησε με ασάφεια, λέγοντας ότι ο φίλος του συνελήφθη επειδή έκανε κάτι κακό, σε αντίθεση με τον ίδιο, για τον οποίο – όπως υποστήριξε – αυτό δεν ίσχυε. Με βάση τα παραπάνω, του ζητήθηκε να εξηγήσει για ποιο λόγο επέλεξε να εγκαταλείψει τη χώρα του χωρίς καν να ζητήσει βοήθεια από τις Αρχές, παρόλο που οι άνθρωποι που, όπως ισχυρίζεται, τον απειλούσαν, ήταν ήδη γνωστοί και καταζητούνταν από την Αστυνομία. Σημειώνεται ότι ο ίδιος είχε στο παρελθόν συλληφθεί αλλά στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος, καθώς κρίθηκε αθώος. Ο Αιτητής επανέλαβε την άποψή του ότι οι Αρχές δεν μπορούσαν να τον προστατεύσουν. Ωστόσο, οι απαντήσεις αυτές δεν κρίθηκαν λογικές ή πειστικές. Θα ήταν εύλογο να αναμένει κανείς πως εφόσον τα πρόσωπα που φέρονται να τον απειλούν ήταν ήδη γνωστά στις Αρχές, η καταγγελία του θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτελεσματική προστασία. Συνεπώς, είναι παράδοξο το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα του χωρίς να έχει προηγουμένως προσπαθήσει να εξαντλήσει τα μέσα προστασίας που θα μπορούσε να του προσφέρει το κράτος, γεγονός που υπονομεύει την αξιοπιστία των ισχυρισμών του αναφορικά με τον βασικό λόγο του αιτήματός του. Επιπρόσθετα, υπήρξε και μια σημαντική αντίφαση ανάμεσα σε όσα δήλωσε αρχικά στην αίτησή του και όσα ανέφερε στη συνέντευξη. Αρχικά ισχυρίστηκε ότι καταζητείται από τις Ειδικές Υπηρεσίες της ΛΔ Κονγκό επειδή βρέθηκαν κρυμμένα όπλα στο σπίτι του — κάτι για το οποίο θεωρούσε υπεύθυνο ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του στρατού. Στη συνέντευξη, όμως, άλλαξε την ιστορία λέγοντας ότι πίσω από τα όπλα ήταν ένας φίλος του, μέλος συμμορίας, και ότι τον κυνηγούν τα μέλη της συμμορίας, όχι το κράτος. Όταν του επισημάνθηκαν οι αντιφάσεις, δεν έδωσε ξεκάθαρες εξηγήσεις. Ανέφερε μόνο ότι «περίμενε να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του στη συνέντευξη», χωρίς να δώσει μια λογική εξήγηση για την αλλαγή των αφηγήσεών του. Τέλος, δεν παρουσίασε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς υποστήριξη των ισχυρισμών του. Συμπερασματικά, οι Καθ’ ων κατέληξαν ότι η αφήγηση του Αιτητή είναι γεμάτη ασάφειες, αντιφάσεις και έλλειψη λογικής συνέπειας. Γι’ αυτούς τους λόγους, το συγκεκριμένο μέρος του αιτήματός του θεωρήθηκε αναξιόπιστο και δεν έγινε αποδεκτό.

Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του,  να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην Kinshasa. 

Αξιολογώντας περαιτέρω το προσωπικό του προφίλ οι Καθ’ ων διαπίστωσαν ότι ο Αιτητής πρόκειται για έναν άγαμο, χριστιανό άνδρα, χωρίς προβλήματα υγείας ή άλλη ευαλωτότητα, δεν ανέφερε καμία σωματική ή ψυχική κατάσταση που να επηρεάζει τη λειτουργικότητα ή τη μνήμη του και διαθέτει ενεργό οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Συγκεκριμένα, διατηρεί επαφή με τους γονείς του, τα αδέρφια του, καθώς και με ευρύτερους συγγενείς (ξαδέρφια, θείους, θείες) στην πόλη Κινσάσα, οι οποίοι, όπως δηλώνει, είναι καλά στην υγεία τους, καταλήγοντας πως η ύπαρξη αυτού του υποστηρικτικού περιβάλλοντος ενισχύει την ικανότητά του για επανένταξη, εφόσον επιστρέψει. Όσον αφορά στο εκπαιδευτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο, σημειώνουν πως ο Αιτητής ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Κινσάσα και φοίτησε και σε πανεπιστήμιο, ενώ επίσης ομιλεί Λινγκάλα και Γαλλικά, γεγονός που ενισχύει τη δυνατότητά του να ενταχθεί στην αγορά εργασίας. Παρόλο που δεν εργάστηκε κατά την παραμονή του στο Κονγκό λόγω των σπουδών του, μετά την αποχώρησή του έχει αποκτήσει εργασιακή εμπειρία σε τομείς όπως ο καθαρισμός και η οικοδομή, στοιχείο που επιβεβαιώνει την αυτονομία του. Λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, τη σωματική του κατάσταση, την εκπαίδευση, τις γλωσσικές δεξιότητες, την οικογενειακή στήριξη και την εμπειρία του στην εργασία, οι Καθ΄ ων κατέληξαν ότι ο Αιτητής έχει τις δυνατότητες να εξασφαλίσει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης σε περίπτωση επιστροφής στην Κινσάσα.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων  σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.

Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Λ.Δ.Κ. δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Kinshasa, περιοχή στην οποία ο Αιτητής αναμένεται να επιστρέψει, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Ως εκ τούτου ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή.

Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.

Δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το όνομα της συγκεκριμένης συμμορίας που ισχυρίζεται ότι τον καταδιώκει, καθίσταται ανέφικτη οποιαδήποτε έρευνα του Διαλυστηριού. Το Διδακτήριο περαιτέρω προέβη σε αναζήτηση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης σε σχέση με το όνομα Fredy Angongi, που φέρεται να είναι ο αρχηγός της συμμορίας, από την οποία δεν προέκυψαν επιβεβαιωτικές πληροφορίες.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[1]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ.  υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08  Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Kinshasa, πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Η κατάσταση παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ. του Κονγκό, καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και η διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων. Πιο πρόσφατα στοιχεία σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC[2], μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, η κατάσταση στην Kinshasa, την πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό, δεν κατατάσσεται ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Το RULAC παρακολουθεί και κατατάσσει τις ένοπλες συγκρούσεις με βάση αυστηρά νομικά κριτήρια και δεν αναφέρει την Κινσάσα ως περιοχή που βιώνει τέτοια σύγκρουση.

Οι κύριες ανησυχίες για την ασφάλεια στην Kinshasa περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα βίαιου εγκλήματος, όπως ένοπλες ληστείες και απαγωγές, καθώς και συχνές κοινωνικές αναταραχές, όπως διαδηλώσεις που μερικές φορές καταλήγουν σε βία. Αυτά τα περιστατικά δημιουργούν μια ασταθή κατάσταση ασφαλείας, αλλά δεν πληρούν το όριο για να χαρακτηριστούν ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.

Στην επαρχία της Kinshasa βάσει των δεδομένων της πλατφόρμας ACLED καταγράφηκαν 5 περιστατικά στη διάρκεια ενός έτους (06/04/2024 - 04/04/2025) με φορέα δράσης την παραστρατιωτική ομάδα Mobondo. Τα περιστατικά αυτά κωδικοποιήθηκαν ως εξής: 5 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (8 θλανατοι) και 2 μάχες (12 θάνατοι) [3].

Η BCNUDH θεωρεί την επαρχία της Κινσάσα ως μία από τις επαρχίες που δεν επηρεάζονται από συγκρούσεις. Για την πρωτεύουσα Κινσάσα, η BCNUDH αναφέρει την καταστολή μιας απόπειρας απόδρασης από τη φυλακή Μακάλα στη διάρκεια της νύχτας από 1 προς 2 Σεπτεμβρίου 2024[4]. Στην ανάλυσή της για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔ Κονγκό από 1 Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2024, η BCNUDH αναφέρει τις επιχειρήσεις που ξεκίνησε το Υπουργείο Εσωτερικών (επιχειρήσεις «Μαύρος Πάνθηρας» και «Ndobo») στο πλαίσιο της καταπολέμησης της αστικής εγκληματικότητας (γνωστής ως Kuluna). Αυτές οι επιχειρήσεις οδήγησαν στη σύλληψη περισσότερων από εκατό Kuluna και την κατηγορία τους για δολοφονίες, εγκληματική οργάνωση και τρομοκρατία[5].

Οι ανακοινώσεις ή εκθέσεις των AI[6] και HRW[7] για τη ΛΔ Κονγκό το 2024 δεν αναφέρουν προβλήματα ασφαλείας στην Κινσάσα.

Οι ανακοινώσεις του Συμβουλίου Υπουργών αναδεικνύουν την υψηλή εγκληματικότητα που επικρατεί στην Κινσάσα, κυρίως λόγω της παρουσίας των Kuluna (νεανικές συμμορίες[8]), κατά των οποίων οι αρχές διεξήγαγαν τον Δεκέμβριο 2024 επιχείρηση της αστυνομίας με την ονομασία «Ndobo»[9].[10]. Η βάση δεδομένων ACLD κατέγραψε 23 θανάτους σε περίπου δέκα περιστατικά ασφαλείας[11] στην Κινσάσα το 2024[12] (σε σύγκριση με το 2023, όπου καταγράφηκαν 69 θάνατοι σε 30 καταγεγραμμένα περιστατικά) [13].

 

Μία έκθεση του ινστιτούτου Ebuteli[14] που δημοσιεύθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2025 με τίτλο «Κινσάσα, μεταξύ ηρεμίας και αναζωπύρωσης των εντάσεων», αναφέρει ότι «η Κινσάσα γνώρισε αρκετές πράξεις βίας από το 2023 μέχρι σήμερα, οι οποίες απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή από την εθνική κοινή γνώμη και τις δημόσιες αρχές. Η δεύτερη μεγαλύτερη μητρόπολη της υποσαχάριας Αφρικής παραμένει εύθραυστη από άποψη ασφάλειας»[15].

Για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν τα πιο πρόσφατα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην Κινσάσα κατά το τελευταίο έτος. Με βάση, συνεπώς, τα όσα ανευρέθηκαν στο ACLED, κατά το διάστημα 06/04/2024 – 04/04/2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 30 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 240 απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 13 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (20 απώλειες), τα 9 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες) και τα 2 ως διαμαρτυρίες (0 απώλειες).[16]

Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[17]

Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στην Kinshasa δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους.

Δεδομένων  των πιο πάνω, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στην Kinshasa ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

                         Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025). 

[2] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025)

[3] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/#1714654904371-01f34ad7-b1ac (βλ. Πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: Past Year of ACLED Data, Event Category: Political Violence (Battles, Explosions/ Remote Violence, Violence against Civilians, Excessive force against protesters and Mob Violence), Region of Interest: Africa, Country of Interest: Democratic Republic of Congo, Admin1 Unit of Interest: Kinshasa, Actor: Mobondo militia) ( ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).

[4] MONUSCO, 24/10/2024, https://monusco.unmissions.org/principales-tendances-des-violations-des-droits-de-l%E2%80%99homme-en-rdc-septembre-2024; BCNUDH, Ανάλυση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, από 1η Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).  

[5] BCNUDH, Ανάλυση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, από 1η Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).   

[6] AI, s.d., https://www.amnesty.be/mot/republique-democratique-congo  ; AI RDC [Facebook profile], s.d., https://www.facebook.com/AmnestyInternationalRDC/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).      

[7] HRW [site web], s.d, https://www.hrw.org/fr/sitesearch?search=RD+congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).       

[8] Ebuteli, 02/2025, https://files.ebuteli.org/assets/2b3f3601-71f9-4f47-b307-b11faf8fce25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).            

[9] Ebuteli, 02/2025, https://files.ebuteli.org/assets/2b3f3601-71f9-4f47-b307-b11faf8fce25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).            

[10] Ebuteli, 02/2025, https://files.ebuteli.org/assets/2b3f3601-71f9-4f47-b307-b11faf8fce25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).            

[11] Ebuteli, 02/2025, https://files.ebuteli.org/assets/2b3f3601-71f9-4f47-b307-b11faf8fce25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).            

[12] Ebuteli, 02/2025, https://files.ebuteli.org/assets/2b3f3601-71f9-4f47-b307-b11faf8fce25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).            

[13] Ebuteli, 02/2025, https://files.ebuteli.org/assets/2b3f3601-71f9-4f47-b307-b11faf8fce25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).            

[14] Το Ebuteli είναι ένα κονγκολέζικο ερευνητικό ινστιτούτο για την πολιτική, τη διακυβέρνηση και τη βία, με έδρα την Κινσάσα και τη Γκόμα https://files.ebuteli.org/assets/2b3f3601-71f9-4f47-b307-b11faf8fce25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).           

[15] Ebuteli, 02/2025, https://files.ebuteli.org/assets/2b3f3601-71f9-4f47-b307-b11faf8fce25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/05/2025).            

[16],  ΑCLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/explorer/, Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 06/04/2024 – 04/04/2025 past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: AfricaDRCKinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).

[17] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο