
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 4868/2022
29 Μαΐου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
F.L.M.K.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση.
…………………….
Δημήτρης Παυλίδης για Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος του αιτητή
Ραφαέλα Χαραλάμπους για Νικόλα Κουρσάρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 01/07/2022, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχώρησε η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 27/11/2020, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 07/01/2021, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Στις 12/03/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 19/04/2021, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση του αιτητή στις 20/04/2021.
Στη συνέχεια, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν. Ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 20/04/2021, υπέβαλε την προσφυγή υπ' αριθμόν 2826/21 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 25/10/2021, όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο.
Στις 14/04/2022 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 10/05/2022, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή. Την 01/07/2022, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στο Καμερούν. H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 18/07/2022 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 25/07/2022. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησής του.
Ο συνήγορος του αιτητή μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία ισχυρίζεται πως το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, ούτε εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την απαιτούμενη αιτιολογία. Επιπρόσθετα, ο συνήγορος του αιτητή παραπέμπει σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του αιτητή χωρίς να τις συνδέει με το προσωπικό αίτημά του. Ούτως ή άλλως οι πηγές πληροφόρησης που παραθέτει ο αιτητής δεν θα μπορούσαν να του αποδώσουν οποιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας, εφόσον δεν επιβεβαιώνουν οποιοδήποτε προσωπικό, βάσιμο και δικαιολογημένος φόβο δίωξής του. Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί πως οι ανωτέρω ισχυρισμοί προβάλλονται μέσω του νομικού του εκπροσώπου και συνδέονται με το αρχικό αίτημά του για διεθνή προστασία, το οποίο ωστόσο αποτέλεσε ήδη αντικείμενο προηγούμενης διοικητικής διαδικασίας αλλά και δικαστικής κρίσης στα πλαίσια της προσφυγής υπ’ αριθμόν 2826/21, όπου το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εξέδωσε απόφαση στις 25/10/2021 (όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1).
Η επί της ουσίας επαναφορά αυτών των ζητημάτων, μέσω προσφυγής επί απόφασης σε μεταγενέστερο αίτημα, οδηγεί κατ’ ουσίαν σε έμμεση αμφισβήτηση της δεσμευτικότητας της προηγούμενης διοικητικής πράξης και της σχετικής δικαστικής απόφασης. Επισημαίνεται πως το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει ως Εφετείο, ούτε να ασκήσει παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της προγενέστερης διοικητικής απόφασης. Επομένως οι ισχυρισμοί που αφορούν τη συνέντευξη αλλά και το διερμηνέα αυτής, κατά τη διαδικασία επί του αρχικού αιτήματος υπερβαίνουν το επιτρεπτό πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου επί μεταγενέστερου αιτήματος.
Ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται αυστηρά στη νομιμότητα της απόφασης που εκδόθηκε επί του μεταγενέστερου αιτήματος, χωρίς δυνατότητα επανεξέτασης της προγενέστερης διοικητικής ή δικαστικής κρίσης. Λαμβάνω βεβαίως υπόψη μου, όλα όσα προηγήθηκαν της διαδικασίας που ελέγχεται, προκειμένου να εξεταστεί η απόφαση επί του μεταγενέστερου αιτήματος και μόνον και όχι για να επέμβω στην διαδικασία που προηγήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του παρόντος Δικαστηρίου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης αντιτείνει πως όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν. Όπως υποστηρίζει, το αρμόδιο όργανο έπραξε τα δέοντα, λαμβάνοντας υπόψη το γενικό και αόριστο προβαλλόμενο ισχυρισμό του αιτητή και ισχυρίζεται πως αποφάσισε επί του αιτήματος μετά από τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε, μετά από δέουσα έρευνα, εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Παρόλο που η Γραπτή Αγόρευση Αιτητή επικεντρώνεται στην απόφαση επί του αρχικού αιτήματος, θα προχωρήσω να εξετάσω τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου στα πλαίσια βεβαίως της απόφασης επί του μεταγενέστερου αιτήματος.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αρχική αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 07/01/2021 στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, εξαιτίας του πολέμου. Πρόσθεσε ότι κατά την διάρκεια του πολέμου έχασε την σύζυγό του και το έξι μηνών ανήλικο τέκνο του, καθώς και την περιουσία του (ερυθρό 25, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι κατάγεται από το Καμερούν, και ανέφερε πως γεννήθηκε στην πόλη της Douala και πώς σε ηλικία οχτώ ετών μετέβη στην πολή Yaounde. Εκεί έζησε μέχρι το 2010, και έπειτα μετέβη στην πόλη Bamenda. Έπειτα, επέστρεψε στην πόλη Yaounde όπου διέμεινε μέχρι το 2016 – 2017. Πρόσθεσε ότι το 2017 εγκατέλειψε για πρώτη φορά την χώρα καταγωγής του και μετέβη στην Ρωσία για να εργαστεί (ερυθρό 38 5χ, του διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια, επέστρεψε στο Καμερούν όπου αναχώρησε και πάλι προκειμένου να μεταβεί στο Dubai όπου εργάστηκε μέχρι το έτος 2019 (ερυθρό 38 6χ, του διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια, επέστρεψε και πάλι στο Καμερούν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020, όπου διέμεινε για ένα μήνα στην Douala, έπειτα για μερικές ημέρες στην Yaounde ώσπου μετοίκησε στην πόλη Bafussam (ερυθρό 37 4χ, του διοικητικού φακέλου).
Ως περιοχή συνήθους διαμονής του ανέφερε την πόλη Bafoussam (ερυθρό 37 4χ, του διοικητικού φακέλου). O αιτητής δήλωσε ότι ήταν έγγαμος και είχε αποκτήσει ένα ανήλικο τέκνο, ωστόσο η σύζυγος και το ανήλικο τέκνο τους έχασαν την ζωή τους μετά από επίθεση στην οικία τους από αγγλόφωνους στην πόλη Bamenda (ερυθρό 36 1χ, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με τους γονείς του, δήλωσε ότι ο πατέρας του τους εγκατέλειψε, ενώ η μητέρα του απεβίωσε το 2002 (ερυθρό 39 1χ, του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε ότι έχει έναν αδελφό και δύο αδελφές. Αναφορικά με το επαγγελματικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι διατηρούσε δική του επιχείρηση, καθαριστήριο ρούχων (ερυθρό 38 1χ, του διοικητικού φακέλου).
Στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησης, ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα στο Καμερούν (ερυθρό 36 χ1, του διοικητικού φακέλου). Ανέφερε ότι η απώλεια της συζύγου και του παιδιού του αποτελεί τραυματική εμπειρία για τον ίδιο, ενώ καταστράφηκε η επιχείρησή του (καθαριστήριο ρούχων). Επιπλέον, σημείωσε ότι έχασε τον πατέρα του στις 4 Αυγούστου 2011 λόγω ασθένειας, γεγονός που τον άφησε ορφανό (ερυθρό 36 χ1, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με τον θάνατο της συζύγου και του ανήλικου τέκνου τους, ο αιτητής δήλωσε ότι διέμενε με τη σύζυγο και το παιδί του στην πόλη Bamenda, όπου σημειώνονται πολλές ταραχές (ερυθρό 36 χ2, του διοικητικού φακέλου). Ο ίδιος είναι γαλλόφωνος, ενώ η περιοχή αυτή ανήκει στη αγγλόφωνη ζώνη.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αγγλόφωνοι έβαλαν φωτιά στο σπίτι του, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους η σύζυγός του και το παιδί του. Ανέφερε ότι οι δράστες συνήθως επιδιώκουν να βρουν τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, ωστόσο, τη συγκεκριμένη ημέρα, ο ίδιος απουσίαζε. Κατόπιν αυτού, εγκατέλειψε την Bamenda, αφήνοντας πίσω του ό,τι είχε, και μετέβη στη Yaounde (ερυθρό 36 χ2, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής επεσήμανε ότι, λόγω των οικονομικών δυσχερειών και της απώλειας της εργασίας του, αναγκάστηκε να αναζητήσει αλλού μία καλύτερη προοπτική. Έτσι, εγκατέλειψε τη χώρα του για πρώτη φορά για τη Ρωσία. Ωστόσο, εκεί οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες και μη μπορώντας να παραμείνει, επέστρεψε στο Καμερούν και στη συνέχεια, μετέβη στο Ντουμπάι (ερυθρό 36 χ2, του διοικητικού φακέλου). Περιέγραψε τη ζωή του στο Ντουμπάι ως εξίσου δύσκολη, καθώς δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις τραυματικές εμπειρίες του από τα γεγονότα στην Bamenda.
Όταν ρωτήθηκε εάν είχε αντιμετωπίσει προβλήματα πριν από το εν λόγω περιστατικό της πυρπόλησης της οικίας του, απάντησε αρνητικά (ερυθρό 36 χ7, του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να προσδιορίσει τον λόγο που θεωρεί ότι αναζητούσαν τον ίδιο, δήλωσε ότι ήταν γαλλόφωνος σε μια αγγλόφωνη περιοχή (ερυθρό 36 χ9, του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να προσδιορίσει τον λόγο που επέστρεψε στο Καμερούν και διέμεινε για ένα χρόνο, το διάστημα 2019 – 2020, ο αιτητής ανέφερε πως εκείνη την περίοδο αναζητούσε μια χώρα για προστασία (ερυθρό 35 11χ, του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε ότι εάν το Καμερούν μπορούσε να του παρέχει προστασία δεν θα βρισκόταν πλέον στην Δημοκρατία. Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως δεν γνωρίζει τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν (ερυθρό 34 2χ, του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του, τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος σε σχέση με την υπηκοότητα, περιοχή καταγωγής και περιοχή διαμονής του αιτητή, ο δεύτερος σε σχέση με τον θάνατο της συζύγου και του παιδιού του στην πόλη της Bamenda και της προσωπικής δίωξης του από τους αγγλόφωνους της περιοχής και ο τρίτος σε σχέση με οικονομικούς λόγους. Ο πρώτος και ο τρίτος ισχυρισμός του αιτητή έγιναν αποδεκτοί, καθόσον οι δηλώσεις του κρίθηκαν λεπτομερείς, συνεπείς και συνεκτικές κι ως εκ τούτου, ο ίδιος κρίθηκε αξιόπιστος.
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του αιτητή, δεν έγινε αποδεκτός. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του παρουσιάζουν αντιφάσεις σε επίπεδο περιεχομένου και χρονικού πλαισίου, γενικολογία, ενώ μειονεκτούν ευλογοφάνειας και συνέπειας. Ειδικότερα, ο λειτουργός κατέγραψε ότι ο αιτητής παρουσίασε χρονική ασυνέπεια στον ισχυρισμό που έχει σχέση με την ηλικία κατά την οποία γνώρισε την σύζυγό του και την ημερομηνία θανάτου της ίδιας και του ανηλίκου τέκνου τους. Επιπρόσθετα, ο λειτουργός διέκρινε αντίφαση στα λεγόμενά του, καθώς δήλωσε παντρεμένος κατά την αρχική του αίτηση ενώ κατά την συνέντευξη δήλωσε ότι ήταν χήρος.
Αντίφαση εντοπίστηκε και σε σχέση με το περιστατικό του θανάτου της συζύγου και του ανηλίκου τέκνου τους, καθότι ισχυρίστηκε αρχικά ότι διέφυγε την ίδια ημέρα για την πόλη Yaounde, χωρίς να επισκεφθεί την οικία του, ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ανέφερε ότι βρισκόταν εκείνη την ημέρα στην εργασία του. Περαιτέρω, ο λειτουργός έκρινε γενικόλογες τις απαντήσεις του αιτητή, αναφορικά με τον λόγο που θεωρεί ότι αναζητούσαν τον ίδιο. Ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς του αιτητή, ότι επέστρεψε στην χώρα καταγωγής του για ένα έτος μεταξύ 2019 και 2020, αφού πήγε πρώτα στη Ρωσία και το Dubai, και ότι το τελευταίο έτος πριν την αναχώρησή του από την χώρα καταγωγής του ζούσε με την αδερφή του μια φυσιολογική ζωή χωρίς προβλήματα ασφάλειας ή προσωπικής δίωξης ή σοβαρής βλάβης, απέρριψε τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό.
Στη συνέχεια, ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τους δυο ουσιώδεις αποδεκτούς ισχυρισμούς, προέβη σε εκτίμηση μελλοντικού κινδύνου. Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, ο λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος του αιτητή, όλα τα συναφή στοιχεία που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή, καθώς και το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί στην χώρα ή ότι πρόκειται να υποστεί σε περίπτωση που επιστρέψει σε αυτή, οποιαδήποτε μορφής δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, καθώς και ότι η επιστροφή στην χώρα του είναι δυνατή.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του, όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Στη συνέχεια, ο λειτουργός αξιολόγησε το ενδεχόμενο ύπαρξης πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης για τον αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Από την προαναφερόμενη αξιολόγηση δεν διαπιστώθηκε ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ούτε πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε κατά το χρόνο εξέτασης του αιτήματος του αιτητή στην περιοχή διαμονής του, δεν διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Την έκθεση-εισήγηση υιοθέτησε ο αρμόδιος από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός και προχώρησε στην απόρριψη του αιτήματος του αιτητή.
Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό 2826/21 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 25/10/2021 (όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1).
Στις 14/04/2022 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του για τους ίδιους λόγους που ανέφερε προηγουμένως (ερυθρά 96 – 89, του διοικητικού φακέλου). Ειδικότερα, κατέγραψε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του λόγω των συγκρούσεων στην Νοτιοδυτική και Βορειοδυτική περιοχή της χώρας που έχουν ως αποτέλεσμα τις απαγωγές. Κατέγραψε περαιτέρω, ότι στο Καμερούν λαμβάνουν χώρα δολοφονίες ανθρώπων και παιδιών και ότι υπάρχει έλλειψη ειρήνης και ασφάλειας (ερυθρό 94, του διοικητικού φακέλου). Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν αποτελούν νέα πραγματικά περιστατικά, αλλά ο αιτητής επαναφέρει όσα έχουν ήδη αξιολογηθεί από την Υπηρεσία Ασύλου και έχουν απορριφθεί με αιτιολογημένο τρόπο.
Ο αιτητής λοιπόν προβάλλει αυτούς τους γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς τους οποίους δεν συνδέει με οποιοδήποτε τρόπο με το πρόσωπό του. Τα όσα αναφέρει ο αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία, ούτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με προσωπικά του βιώματα ή εξατομικευμένες περιστάσεις που θεμελιώνουν πραγματικό κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Η γενική δυσμενής κατάσταση που ενδέχεται να επικρατεί σε τμήματα της χώρας καταγωγής του αιτητή, δεν καθιστά αφ’εαυτής, βάσιμο ένα ισχυρισμό διεθνούς προστασίας, εφόσον αυτός δεν συνοδεύεται από σαφείς, πειστικές και προσωπικά συναρτώμενες πληροφορίες.
Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή στην μεταγενέστερη αίτησή του για τις συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στο Καμερούν και το πως επηρεάζουν τις προσωπικές περιστάσεις του, εξετάστηκαν ήδη με βάση την εξωτερική αξιοπιστία και αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης κατά την προηγούμενη συνέντευξη και δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Επιπρόσθετα, αν και ανέφερε ότι γίνονται απαγωγές, δολοφονίες ανθρώπων και παιδιών, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα προσωπικά περιστατικά, εντούτοις ο ίδιος είχε την ευκαιρία κατά την προηγούμενη συνέντευξη και κατ' ουσία εξέταση του αιτήματός του, να αναφέρει και να τεκμηριώσει οτιδήποτε σχετικό, αλλά δεν το έπραξε λόγω δικής του υπαιτιότητας. Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά του την 01/07/2022, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε πως δεν αποτελούν νέα στοιχεία.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι λόγω του ότι υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται περεταίρω και υπεβλήθη απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνση του από τη Δημοκρατία, χρήζει εφαρμογής η παράγραφος β, (ι), του εδαφίου τέσσερα (4), του άρθρου 16Δ, όπου ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, μπορεί να τερματίσει το δικαίωμα παραμονής του στην Δημοκρατία. Επισημάνθηκε πως, λόγω της μη ύπαρξης κινδύνου δίωξης στην χώρα του η τυχών απόφαση επιστροφής του δεν συνεπάγεται παράβαση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας βάσει του Διεθνούς Δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι, σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση. Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.
Προκύπτει, ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕ, ΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).
Σημειώνεται πως στην παρούσα διαδικασία εξετάζεται μόνο το κατά πόσον η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ορθά για τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και δεν εξετάζονται οποιοιδήποτε άλλοι παράμετροι. Σε σχέση λοιπόν με την έκταση ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, συμφωνώ με τα όσα έχει αναφέρει η αδελφή μου δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 1317/20, M. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας15/09/21, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της. Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C 652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).
36. Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.».
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
"55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ' εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη."
Ο αιτητής εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε στη Δημοκρατία για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας χωρίς να παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Σημειώνεται άλλωστε ότι η αναφορά του αιτητή ότι δεν θα είναι αφαλής σε περίπτωση επιστροφής του, προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020). Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαφαίνεται πως η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε σε κάθε στάδιο της διαδικασίας το αίτημα του αιτητή.
Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή είναι απαράδεκτο, καθότι ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο, αλλά αντιθέτως υπέβαλε εκ νέου τους ίδιους ισχυρισμούς, τους οποίους είχε κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής του. Επαναλαμβάνει, ουσιαστικά τον αρχικό του ισχυρισμό, χωρίς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες, πληροφορίες και νέα στοιχεία.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, δεν είχαν υποχρέωση να διεξάγουν οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των πλαισίων του νόμου και κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή περί αναιτιολόγητης και/ή μη δεόντως αιτιολογημένης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση επισημαίνονται τα ακόλουθα. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιόν μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με 1000€ έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο