
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ. ΔΚ 9/2020
25 Μαΐου, 2020
[Χ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A. H.
Αιτητής
ΚΑΙ-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Καθ’ ων η αίτηση.
…………………….
Νικολέττα Χαραλαμπίδου, για ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή
Χρυσοβαλάντη Πλαστήρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, ΔΔΔΔΠ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ’ ού η αίτηση, Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 20/12/2019, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 Στ (2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, για λόγους εθνικής ασφάλειας του κράτους, είναι παράνομη και ζητεί από το Δικαστήριο σύμφωνα με το αιτητικό Α της αίτησης ακυρώσεως είτε να διατάξει την άμεση απελευθέρωσή του, είτε σύμφωνα με το αιτητικό Β να ακυρώσει ως παράνομο το προαναφερόμενο διάταγμα και να διατάξει εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1, αλλά και από τα γεγονότα που καταγράφονται στην Ένσταση που ετοίμασε η ευπαίδευτη δικηγόρος που εκπροσωπεί τους Καθ’ ών η αίτηση, ο αιτητής είναι υπήκοος Συρίας με ημερομηνία γέννησης τις 25/1/1997. Σύμφωνα με επιστολή της ΥΑΜ Αρχηγείου ημερομηνίας 20/12/2019, στις 18/12/2019 ο αιτητής μαζί με άλλους ομοεθνείς του, αφίχθηκε στην Κύπρο σε λιμάνι των κατεχομένων μέσα σε εμπορικό πλοίο κρυμμένοι σε φορτηγό το οποίο έφερε μπουκάλες με ποτά, προερχόμενο από τη Μερσίνα της Τουρκίας. Από το λιμάνι μετέβηκαν εντός του φορτηγού σε άγνωστο σημείο όπου τους παρέλαβαν άγνωστα πρόσωπα με δύο οχήματα και τους μετέφεραν σε άγνωστη τοποθεσία.
Το βράδυ της ίδιας μέρας εισήλθαν πεζοί από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές στην περιοχή Ακακίου - Περιστερώνας. Για την άφιξη των παράτυπων μεταναστών ενημερώθηκε τόσο η Interpol όσο και το Γραφείο Τρομοκρατίας χωρίς ωστόσο να προκύψει οτιδήποτε το επιλήψιμο από τον έλεγχο των στοιχείων τους στις βάσεις δεδομένων.
Σύμφωνα με την επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 20/12/2019, ο αιτητής μαζί με άλλους ομοεθνείς του μεταφέρθηκαν στο Κλιμάκιο ΥΑΜ Λευκωσίας όπου λήφθηκαν από αυτούς φωτογραφίες και αποτυπώματα και ολοκληρώθηκε η διαδικασία υποβολής αιτήματος για διεθνή προστασία.
Την ίδια ημέρα μετέβηκαν στα γραφεία του Κλιμακίου της ΥΑΜ Λευκωσίας μέλη του Γραφείου Επιχειρήσεων ΥΑΜ Αρχηγείου, όπου διενήργησαν προσωπικές συνεντεύξεις στους εν λόγω αλλοδαπούς και συμπληρώθηκαν τα πληροφοριακά έντυπα λαθρομετανάστευσης σε συνεργασία με μέλη της Europol οι οποίοι διενήργησαν δευτεροβάθμιους ελέγχους.
Κατά την προσωπική συνέντευξη του αιτητή ηγέρθηκαν υποψίες αναφορικά με τη δράση του στη Συρία σε σχέση με θέματα τρομοκρατίας και κλήθηκαν και προσήλθαν στο μέρος μέλη του ΤΑΕ Μόρφου όπου ανέκριναν γραπτώς τον αιτητή. Κατά την κατάθεσή του, ο αιτητής ανέφερε ότι το 2014 συμμετείχε σε οργάνωση στην Συρία με την ονομασία Faylaq al Sham για να προστατεύσουν όπως ανέφερε την περιοχή τους και για αυτό το σκοπό οπλοφορούσε τόσο ο ίδιος όσο και τα άλλα μέλη της οργάνωσης. Αρχηγός της οργάνωσης ήταν ο Sheikh Mohamed. Μετά την παρέλευση 6 μηνών συμμετοχής του στην οργάνωση παρέδωσε το όπλο που κρατούσε και αποχώρησε.
Στις 20/12/2019, ένεκα της επικινδυνότητας του αιτητή δεν καθίστατο εφικτή η επιβολή εναλλακτικών μέτρων κατά τους Καθ’ων η αίτηση και ως εκ τούτου, εκδόθηκε εναντίον του αιτητή διάταγμα κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας του κράτους δυνάμει του άρθρου 9 Στ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Στις 15/2/2020 διενεργήθηκε επανεξέταση της κράτησης του αιτητή όπου και αποφασίστηκε η συνέχιση της κράτησης του.
Στα πλαίσια της προσφυγής αυτής καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή, αίτηση αποκάλυψης εγγράφων στην οποία εκδόθηκε απόφαση ημερομηνίας 15/4/2020 και μέσω της ενδιάμεσης αυτής απόφασης, αποκαλύφθηκαν μερικώς τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη τους τα αρμόδια όργανα. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε η κατάθεση του αιτητή ημερομηνίας 19/12/2019, η επανεξέταση της κράτησης του αιτητή και η έρευνα που προέβησαν τα αρμόδια όργανα σε σχέση με την οργάνωση Faylaq al Sham.
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω κάποια από τα γεγονότα που αφορούν τον αιτητή όπως ο ίδιος τα παρουσιάζει μέσω της αίτησης ακυρώσεώς του, της αίτησης αποκάλυψης εγγράφων που έχει καταχωρήσει, αλλά και των Γραπτών Αγορεύσεων του και τα οποία έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής γεννήθηκε στο Tel Mardikh, χωριό της επαρχίας Idlib, της Συρίας, είναι παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού. Εξαιτίας των βομβαρδισμών του Tel Mardikh από τον στρατό της Συρίας, ο αιτητής αναγκάστηκε να διαφύγει με την οικογένειά του για το Afrin, περιοχή όπου βρίσκεται στα σύνορα με την Τουρκία. Έπειτα ο αιτητής πέρασε στην Τουρκία όπου και έμεινε για 25 ημέρες. Η γυναίκα του με το παιδί τους παρέμειναν στο Afrin μαζί με την μητέρα του, τα αδέλφια του και την υπόλοιπη οικογένειά τους.
Μέσω της δικηγόρου του ο αιτητής, ισχυρίζεται πως στο πλαίσιο της συνέντευξης που διεξάχθηκε ανέφερε πως όταν ήταν έφηβος εργαζόταν ως φύλακας, καθότι στο Tel Mardikh τα νεαρά αγόρια διεξάγουν βάρδιες ελέγχου, προκειμένου να προστατεύσουν το χωριό τους από τους κλέφτες κρατώντας όπλα. Όπως αναφέρει μέσω της δικηγόρου του, το γεγονός αυτό είναι συνηθισμένο στα χωριά της Συρίας λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα του. Επίσης, ο αιτητής αναφέρει πως όταν το 2014, που ήταν 17 ετών, ανέκτησε τον έλεγχο του Tel Mardikh η οργάνωση Faylaq al Sham ο αιτητής παρέδωσε το όπλο του και πλέον εργαζόταν ως υδραυλικός και ως ηλεκτρολόγος.
Είναι χρήσιμο να αναφερθεί τι προκύπτει από τη μεταφρασμένη κατάθεση του αιτητή την οποία έχω ενώπιον μου. Όπως διαφαίνεται από την κατάθεση, ο αιτητής ανέφερε πως στην πατρίδα του υπάρχουν τρομοκρατικές οργανώσεις μεταξύ αυτών και η Faylaq al Sham. Το 2014 προτού οργανωθεί καλά η Faylaq al Sham ήταν μέλος με άλλα άτομα από το χωριό του που ανέλαβαν να προστατεύσουν την περιοχή τους και για το σκοπό αυτό είχαν στην κατοχή τους όπλα.
Η διάρκεια της συμμετοχής του στην οργάνωση αυτή κατά τον ισχυρισμό του, ήταν λιγότερο από 6 μήνες, όπου παρέδωσε και το όπλο του. Ο αιτητής ανέφερε πως όταν οργανώθηκε πλήρως η Faylaq al Sham, o Sheikh Mouhamed έγινε αρχηγός και δεν γνωρίζει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία για την οργάνωση αυτή. Στο τέλος μάλιστα της κατάθεσης του, ο αιτητής στην ερώτηση εάν επιθυμούσε να αναφέρει οτιδήποτε άλλο σε σχέση με όσα ρωτήθηκε, απάντησε πως δεν έχει σχέση με την τρομοκρατία και πως ενεπλάκη για λίγο χρονικό διάστημα το 2014 όπως ανέφερε προηγουμένως.
Η συνήγορος του αιτητή ζήτησε προφορικά στις 5/5/2020, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις, όπως το Δικαστήριο στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας, της προσκομίσει την πρωτότυπη κατάθεση του αιτητή προκειμένου να αμφισβητήσει την μετάφραση της κατάθεσης του αιτητή ημερομηνίας 19/12/2019, με δικό της μεταφραστή. Τονίστηκε πως στα πλαίσια της αίτησης αποκάλυψης εγγράφων επετράπη η επιθεώρηση της κατάθεσης που είχε ενώπιον του το αρμόδιο όργανο, δηλαδή η μεταφρασμένη κατάθεση. Η κυρία Πλαστήρα αποδέχτηκε να δοθεί η κατάθεση στην γλώσσα του αιτητή προς επιθεώρηση, όμως έφερε ένσταση στο προφορικό αίτημα της κυρίας Χαραλαμπίδου να της δοθεί η κατάθεση με σκοπό την εξέτασή της, από μεταφραστή που θα επιλέξει ο αιτητής.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή επιθυμούσε να προσκομίσει στο Δικαστήριο στοιχεία τα οποία αμφισβητούν το περιεχόμενο του φακέλου που έχω ενώπιον μου και ήταν ενώπιον του αρμόδιου οργάνου όταν λάμβανε την απόφαση. Κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 6/5/2020 το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη και την ένσταση της συνηγόρου των Καθ’ων η αίτηση να δοθεί η πρωτότυπη κατάθεση προς τον σκοπό αυτό, ανέφερε πως ο αιτητής δεν είχε προβεί σε οποιοδήποτε ορθό δικονομικό διάβημα για να μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει κάτι τέτοιο, και βέβαια αναφέρθηκε πως ο αιτητής είχε δικαίωμα να προβεί σε τέτοιο αίτημα ακόμη και σ’ εκείνο το στάδιο της διαδικασίας.
Το προφορικό αίτημα που υποβλήθηκε δεν είναι ο ορθός τρόπος για να μπορεί το Δικαστήριο να ασκήσει την ευρεία ευχέρεια που επικαλέστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή. Το Δικαστήριο κέκτηται εξουσία δυνάμει του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, και του Διαδικαστικού Κανονισμού του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, όπως σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εκδίδει τις αναγκαίες οδηγίες, τις οποίες θεωρεί απαραίτητες προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Οι οδηγίες αυτές πρέπει να δίδονται στη βάση ορθά υποβληθέντος αιτήματος.
Εφόσον οι διαδικασίες διαφυλάττουν και το συμφέρον της δικαιοσύνης, δεν μπορούσε να δοθεί τέτοια πρόσβαση χωρίς το ορθό δικονομικό διάβημα και μάλιστα με την αναφορά εκ μέρους της συνηγόρου του αιτητή πως αναλόγως του αποτελέσματος της μετάφρασης θα χρησιμοποιείτο ή όχι ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο αιτητής έπρεπε να θέσει με ακρίβεια και σαφήνεια ενώπιον του Δικαστηρίου την δική του εκδοχή για την κατάθεση, δηλαδή το τι ακριβώς ανέφερε και να προέβαινε στο κατάλληλο δικονομικό διάβημα προκειμένου να φέρει ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που είναι αντίθετα με τα στοιχεία του φακέλου.
Όπως τονίστηκε κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 6/5/2020, το αίτημα του αιτητή ισοδυναμεί με αίτημα για αμφισβήτηση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου το οποίο σε μία διαδικασία εξέτασης της ουσίας της προσφυγής όπως η παρούσα, μπορεί να υποβληθεί και να εξεταστεί, αλλά θα πρέπει υπό τις περιστάσεις, οι θέσεις του αιτητή να υποβάλλονται με σαφήνεια και καθαρότητα για να μπορεί ακριβώς να διασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η κατάθεση του αιτητή ήταν ενώπιον του από τις 21/4/2020 που διατάχθηκε η επιθεώρηση, παρόλα αυτά ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα δικονομικά ορθό ενώπιον του Δικαστηρίου για να δοθούν οδηγίες να προβεί σε μετάφραση της πρωτότυπης κατάθεσης του αιτητή, με δικό του μεταφραστή.
Η συνήγορος του αιτητή κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 6/5/2020 ανέφερε πως δεν θα προβεί σε οποιονδήποτε δικονομικό διάβημα εφόσον όπως ανέφερε, για τον πελάτη της έχει σημασία να αποφασιστεί από το Δικαστήριο η προσβαλλόμενη απόφαση. Ανέφερε βεβαίως η κυρία Χαραλαμπίδου πως παρόλο που δεν θα προβεί σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα εξακολουθεί να αμφισβητεί την μετάφραση. Μέσα από τη γραπτή της Αγόρευση η κυρία Χαραλαμπίδου επεξηγώντας την στάση της αναφέρει πως λόγω της φύσης της παρούσας εν εξελίξει διαδικασίας και εφόσον στόχο έχει την επιτάχυνση της διαδικασίας δεν εμμένει στη θέση της περί εσφαλμένης μετάφρασης, χωρίς όμως να αποδέχεται ότι η μετάφραση είναι ορθή.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή ανέφερε επίσης μέσω της Γραπτής Απαντητικής της Αγόρευσης κάτι διαφορετικό από αυτό που εισηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, πως είτε λόγω διερμηνείας, είτε λόγω έλλειψης κατανόησης, οι ανακριτές του αιτητή λανθασμένα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν μέλος της οργάνωσης Faylaq al Sham, κάτι το οποίο κατά την εισήγησή της δεν ευσταθεί και το οποίο σε κάθε περίπτωση ο αιτητής δεν ανέφερε.
Συνεπώς, εάν λόγω διερμηνείας ή λόγω έλλειψης κατανόησης ο διερμηνέας δεν προέβη κατά τον ισχυρισμό της στη σωστή ερμηνεία των όσων ο αιτητής μετέφερε σ’αυτόν, δεν αντιλαμβάνομαι κατά πρώτον, γιατί ο αιτητής δεν παραπονέθηκε καθόλη τη διάρκεια της κατάθεσης και κατά δεύτερον, με πιο τρόπο θα χρησίμευε η μετάφραση της πρωτότυπης κατάθεσης από άλλον μεταφραστή. Και σε αυτή την περίπτωση βεβαίως ο αιτητής είχε την ευχέρεια να παρουσιάσει ενώπιόν μου τη θέση του με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα. Εν πάση περιπτώσει η κυρία Χαραλαμπίδου, εισηγείται πως το γεγονός αυτό, είναι στοιχείο που δεν επιδεικνύει την επικινδυνότητα του αιτητή.
Κρίνω σκόπιμο, προτού ασχοληθώ με τους προβαλλόμενους νομικούς ισχυρισμούς του αιτητή να επισημάνω τα κατωτέρω, σε σχέση με τον τρόπο εξέτασης της παρούσας προσφυγής εφόσον υπάρχουν έγγραφα τα οποία δεν έχουν αποκαλυφθεί στον αιτητή:
Όπως έχω αναφέρει και στην ενδιάμεση απόφασή μου για την αποκάλυψη εγγράφων ημερομηνίας 15/4/2020, στην υπόθεση του ΕΔΑΔ Regner v. Τσεχίας, υπόθεση αρ. 35289/11, ημερομηνίας 19/9/2017, το Δικαστήριο έκρινε ότι σε περιπτώσεις που έγγραφα κρίνονται εμπιστευτικά οι εθνικοί Δικαστές μπορούν να υπεισέλθουν στη θέση του αιτητή, έχοντας την δυνατότητα να ερευνήσουν ότι κρίνουν αναγκαίο για την διασφάλιση των δικαιωμάτων του αιτητή. To Δικαστήριο πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και στην παρούσα περίπτωση όλα τα σχετικά έγγραφα είναι ενώπιον μου.
Το Δικαστήριο, έχει την ευχέρεια να αποφασίσει με τον τρόπο που καθορίζεται από το ΕΔΑΔ, στην υπόθεση «Regner», εφόσον η παρούσα δικαστική διαδικασία, παρέχει τις κατάλληλες αντισταθμιστικές εγγυήσεις μέσω της εξουσίας ελέγχου που παρέχεται στο παρόν Δικαστήριο, από το άρθρο 146 του Συντάγματος. Ενόψει λοιπόν αυτής της δικαστικής διαδικασίας, κρίνω ότι ο περιορισμός που υπέστη ο αιτητής, αντισταθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των μερών να μην έχει επηρεαστεί και κατ’επέκτασην να μην πλήττεται το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη.
Όπως ανέφερα στην απόφασή μου στην προσφυγή ΔΔΠ 1/19, M.Y.A.L. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 26/7/2019, το άρθρο 9ΣΤ που αφορά την κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 146 εδάφιο (4) (δ) του Συντάγματος, στο οποίο γίνεται ειδική αναφορά σε θέματα διεθνούς προστασίας. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει πως το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να τροποποιήσει απόφαση κράτησης εν όλω ή εν μέρει και κατ’επέκτασην στα πλαίσια αυτής της δικαιοδοσίας η οποία αντλείται απευθείας από το Σύνταγμα και λαμβάνοντας υπόψη αυτό το δεδομένο, κρίνω πως το Δικαστήριο μπορεί να υποκαταστήσει τον αιτητή στα δικαιώματά του, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Εκτός των ανωτέρω θα πρέπει να αναφερθεί πως έχουν κοινοποιηθεί στον αιτητή στοιχεία για τα οποία το αρμόδιο όργανο έχει κρίνει ότι είναι επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια του κράτους και στη βάση των στοιχείων αυτών μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να ανατρέψει την όποια εικόνα παρουσιάζουν οι Καθ’ων η αίτηση ενώπιόν μου. Η παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί περίπτωση πλήρους υποκατάστασης του αιτητή από το Δικαστήριο, εφόσον στον αιτητή έχουν κοινοποιηθεί στοιχεία που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Στη βάση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έχω υποχρέωση να ακούσω και τα δύο μέρη σε σχέση βέβαια με τα επίδικα θέματα. Με αυτό τον τρόπο, διασφαλίζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, το δικαίωμα άμυνας και το δικαίωμα ισότητας των όπλων.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο εξής: («ΔΕΕ») της υπόθεσης C-130/11, ZZ v. Secretary of State for the Home Department, ημερομηνίας 4/6/2013, αναφέρθηκε πως τα κράτη θα πρέπει να σταθμίζουν αφενός την ασφάλεια του κράτους και αφετέρου τις απαιτήσεις που απορρέουν από το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Σε αυτά τα πλαίσια θα εξετάσω τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων και των ισχυρισμών που προβάλλονται από τον αιτητή και από τους Καθ’ων η αίτηση.
Η κυρία Χαραλαμπίδου στα πλαίσια της Γραπτής Απαντητικής της Αγόρευσης αλλά και κατά την προφορική της αγόρευση κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, τόνισε πως το Δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα υποκαταστήσει τον αιτητή επειδή ακριβώς δεν του έχουν αποκαλυφθεί όλα τα έγγραφα. Θα πρέπει βέβαια να επαναληφθεί πως η υπό εξέταση περίπτωση δεν αποτελεί περίπτωση πλήρους υποκατάστασης του αιτητή από το Δικαστήριο. Στον αιτητή δόθηκε η αιτιολογία της απόφασης αλλά και στοιχεία που κατά τους Καθ’ων η αίτηση υποστηρίζουν την κράτηση του αιτητή, τα οποία μάλιστα ο αιτητής είχε την ευχέρεια να αμφισβητήσει και εν πάση περιπτώσει ο αιτητής μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να αντιπαραβάλει την θέση των Καθ’ων η αίτηση.
Το Δικαστήριο επειδή δεν αρκείται στον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, έχει τη δυνατότητα στα πλαίσια εξέτασης της ουσίας να ελέγξει όλες τις πτυχές που προβάλλει ο αιτητής, πράγμα που δεν θα μπορούσε να εξετάσει εάν έλεγχε μόνο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ακυρωτικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της πράξης δεν προβαίνει το ίδιο σε υποκατάσταση της δικής του εκτίμησης με αυτή των διοικητικών οργάνων, δυνατότητα που στο πλαίσιο της εξέτασης της ουσίας της προσφυγής παρέχεται, όπως δηλαδή στην παρούσα υπό εξέταση περίπτωση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ισχυρίστηκε πως οι Καθ’ων η αίτηση παραβίασαν το άρθρο 9 Στ (2) (ε), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και τις νομικές προϋποθέσεις σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό δίκαιο. Στο πλαίσιο του εγειρόμενου λόγου ακυρώσεως, η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή αναλύει την έννοια της εθνικής ασφάλειας, τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή αλλά και το ρόλο της Faylaq al Sham στο χωριό του αιτητή.
Επιπλέον, η συνήγορος του αιτητή, αναφέρει πως για να κρατείται αιτητής ασύλου για λόγους εθνικής ασφάλειας του κράτους απαιτείται η συμπεριφορά του να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή σε εξατομικευμένη βάση στεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του κράτους μέλους. Κατά την εισήγησή της, απαιτείται ισόρροπη στάθμιση αφενός του επιδιωκόμενου σκοπού και αφετέρου της βαρύτητας της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία το οποίο συνιστά το μέτρο κράτησης.
Με τον τρίτο εγειρόμενο λόγο ακυρώσεως, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι Καθ’ων η αίτηση παραβίασαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στα πλαίσια του λόγου αυτού ακυρώσεως η δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται πως η κράτηση παραβιάζει και/ή δεν συνάδει με τα όσα υπαγορεύει το άρθρο 5 (1) της ΕΣΔΑ και ως τέτοια κατά την εισήγησή της δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη.
Οι Καθ’ων η αίτηση όσον αφορά τον πρώτο προβαλλόμενο ισχυρισμό επαναλαμβάνουν τα όσα ο αιτητής φαίνεται να ανέφερε κατά την διάρκεια της κατάθεσής του. Επιπρόσθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση εισηγείται πως τα όσα ανέφερε ο αιτητής στην κατάθεσή του, το γεγονός ότι απεικονίζεται σε φωτογραφικό υλικό που έχουν στην κατοχή τους με στρατιωτική στολή και με όπλο, όπως επίσης και από όλα τα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δικαιολογείται η έκδοση του διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9 Στ (2) (ε), Ν. 6 (Ι)/2000.
Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη ή εν πάση περιπτώσει συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και πως οι καθ’ων η αίτηση προέβησαν στην δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Επιπρόσθετα, η κυρία Πλαστήρα αναφέρει πως δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν εναλλακτικά της κράτησης, μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός. Κατά την εισήγησή της, οι Καθ’ων η αίτηση εφάρμοσαν το Νόμο ορθά αφού προέβησαν σε εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του αιτητή και σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Όσον αφορά τον τρίτο εγειρόμενο λόγο ακυρώσεως, που προβάλλει ο αιτητής περί του ότι οι Καθ’ων η αίτηση παραβίασαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η κυρία Πλαστήρα ανέφερε πως δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ και πως ο αιτητής συγκέντρωσε στο πρόσωπό του χαρακτηριστικά τα οποία με βάση και σχετικές ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες δυνατό να τον καταστήσουν άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια.
Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα στη βάση των εγγράφων τα οποία τέθηκαν ενώπιόν μου, περιλαμβανομένων και των εγγράφων που ήταν διαβαθμισμένα ως απόρρητα και/ή εμπιστευτικά και για τα οποία έχω αποφασίσει με την ενδιάμεση απόφασή μου ημερομηνίας 15/4/2020, στην αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων, ότι δεν θα αποκαλυφθούν στην ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή για τους λόγους που έχω ήδη επεξηγήσει, αλλά θα ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο κατά την απόφασή του. Επιπρόσθετα, τα πιο πάνω έχουν εξεταστεί με γνώμονα την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ και στη βάση βεβαίως της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας.
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή αναλύοντας την έννοια της εθνικής ασφάλειας του κράτους, τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, τον χαρακτήρα της οργάνωσης Faylaq al Sham εισηγείται πως οι Καθ’ων η αίτηση παραβίασαν το άρθρο 9 (Στ) (2) (ε), του Ν. 6 (Ι)/2000, την σχετική Οδηγίας και τις νομικές τους προϋποθέσεις σύμφωνα με το Ενωσιακό Δίκαιο.
Με τον δεύτερο προβαλλόμενο ισχυρισμό ο αιτητής ισχυρίζεται πως το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των Καθ’ων η αίτηση οι οποίοι κατά την εισήγησή του, δεν προέβησαν στην δέουσα έρευνα, αιτιολόγηση της απόφασης κατά πλάνη και κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Θεωρώ χρήσιμο να εξεταστούν οι δύο πρώτοι ισχυρισμοί από κοινού ενόψει του ότι είναι σχετική και αλληλένδετοι αλλά και γιατί η συνήγορος του αιτητή θέτει ζητήματα που αναλύει στον δεύτερο ισχυρισμό στα πλαίσια του πρώτου προβαλλόμενου ισχυρισμού.
Το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε από τον Αναπληρωτή Διευθυντή στην βάση των διατάξεων του άρθρου 9 ΣΤ (2) (ε) του περί προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, σύμφωνα με το οποίο (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».
Το άρθρο 9Στ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 είναι το αντίστοιχο άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ. Το εδάφιο 3 του άρθρου 9 Στ του Ν. 6 (Ι)/2000, καθορίζει τις υποχρεώσεις της διοίκησης όσον αφορά την παροχή αποτελεσματικών εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησης των αιτητών ασύλου.
Ενόψει του ότι η κράτηση, αποτελεί απόκλιση από τον κανόνα της απαγόρευσης της κράτησης αιτούντα άσυλο, πρέπει να είναι αναγκαία και να αποφασίζεται κατόπιν ατομικής αξιολόγησης. Ο καθορισμός της απειλής της εθνικής ασφάλειας του κράτους είναι θέμα που αφορά κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά και παρέχεται η ευχέρεια του καθορισμού της απειλής ανάλογα με τις εθνικές ανάγκες των κρατών μελών.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων και οι δύο πλευρές προέβησαν σε εκτενής αναφορές για το πως ερμηνεύεται η εθνική ασφάλεια του κράτους κατά την εφαρμογή του άρθρου 9 (Στ) (2) (ε), του Ν. 6 (Ι)/2000 και προς τούτο θα πρέπει να αναφερθεί πως η εθνική ασφάλεια ερμηνεύεται από το ΔΕΕ, εφόσον στην σχετική Οδηγία δεν υπάρχει ερμηνευτική διάταξη της έννοιας της εθνικής ασφάλειας.
Οι Κατευθυντήριες Οδηγίες για την κράτηση των αιτούντων άσυλο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, και συγκεκριμένα στην Κατευθυντήρια Οδηγία 4.1.3 αναφέρονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Τα κράτη μπορεί ενδεχομένως να χρειασθεί να κρατήσουν ένα άτομο που αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια. Μολονότι ο καθορισμός του τι συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια είναι πρωτίστως θέμα του κράτους, τα μέτρα που λαμβάνονται (όπως π.χ. η κράτηση) θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τα πρότυπα αυτών των Κατευθυντήριων Οδηγιών, και ιδιαίτερα με την αρχή ότι η κράτηση θα πρέπει να είναι αναγκαία, ανάλογη προς την απειλή, να μην εισάγει διακριτική μεταχείριση και να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.»
Όπως προκύπτει από την Κατευθυντήρια Οδηγία 4.1.3 ως αυτή έχει παρατεθεί ανωτέρω, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν τις απαιτήσεις της εθνικής ασφάλειας του κράτους τους, σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες και οι απαιτήσεις που καθορίζει το κάθε κράτος μέλος, πρέπει να ορίζονται με γνώμονα τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτητών ασύλου (βλ. C-430/10, Gaydarov κατά Direktor na Glavna direktsia «Ohranitelna politsia» pri Ministerstvo na vatreshnite raboti, σκέψη 32, ημερομηνίας 17/11/11).
Η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο άρθρο 4 (2) καθορίζει πως η Ένωση «Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους.». Το άρθρο 72 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζει επίσης πως τα κράτη έχουν την ευθύνη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και της εσωτερικής τους ασφάλειας.
Από τις πιο πάνω παραπομπές προκύπτει πως υπάρχει ευχέρεια στο κάθε κράτος μέλος να καθορίζει το τι συνιστά απειλή για την εθνική του ασφάλεια. Η ευχέρεια αυτή βασίζεται στην υποχρέωση που έχουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της εσωτερικής τους ασφάλειας. Επομένως, η εσωτερική ασφάλεια του κάθε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί κοινή ευθύνη των κρατών μελών, τα οποία έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών τους.
Η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και οι Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών διασφαλίζουν τη νομιμότητα της προστασίας του κράτους απέναντι σε άτομα που είναι επικίνδυνα για την εθνική ασφάλεια του κράτους. Συνεπώς, το δικαίωμα στην ελευθερία των αιτητών ασύλου που παρέχεται από τον περί Προσφύγων Νόμο αλλά και από τι σχετικές Οδηγίες, δεν αποστερεί από τα κράτη μέλη τη δυνατότητα αντιμετώπισης κινδύνου για την εθνική ασφάλεια του κράτους.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΔΕΕ, το κράτος έχει μεν την ευχέρεια, αλλά και την υποχρέωση σύμφωνα με τις προαναφερόμενες συνθήκες, να καθορίζει τις απαιτήσεις της εθνικής του ασφάλειας, όμως δεν έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί σε μία γενική πρακτική για τη διαπίστωση της απειλής της εθνικής ασφάλειας. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει μία συγκεκριμένη ερμηνεία για την έννοια της εθνικής ασφάλειας από τα κράτη μέλη, ούτε μπορούν να καθορίσουν συμπεριφορές που θεωρούν ότι αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους, εφόσον η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εκτιμάται στη βάση των δικών της περιστατικών, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που σκιαγραφούν τον χαρακτήρα και/ή την ατομική συμπεριφορά αιτητή ασύλου.
Το ΔΕΕ στην απόφαση της υπόθεσης C 33-07, Ministerul Administraţiei şi Internelor – Direcţia Generală de Paşapoarte Bucureşti κατά Gheorghe Jipa, ημερομηνίας 10/7/2008 ανέφερε τα πιο κάτω στην σκέψη 23 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«23. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει πάντοτε υπογραμμίσει ότι, μολονότι κατ’ ουσίαν τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν τις απαιτήσεις της δημοσίας τάξεως και της δημοσίας ασφαλείας σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες, οι οποίες μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος μέλος και τη χρονική περίοδο, εντούτοις, σε κοινοτικό πλαίσιο και, ιδίως, ως δικαιολογία για παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων, οι ανάγκες αυτές πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, ώστε το περιεχόμενό τους να μην μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από κάθε κράτος μέλος χωρίς τον έλεγχο των οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 1975, 36/75, Rutili, Συλλογή τόμος 1975, σ. 367, σκέψεις 26 και 27· της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau, Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψεις 33 και 34· της 14ης Μαρτίου 2000, C-54/99, Église de scientologie, Συλλογή 2000, σ. I-1335, σκέψη 17, καθώς και της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-36/02, Omega, Συλλογή 2004, σ. I-9609, σκέψεις 30 και 31).»
Επομένως, η νομολογία του ΔΕΕ δέχεται ότι η έννοια της απειλής της εθνικής ασφάλειας του κράτους μπορεί να καθοριστεί από το κάθε κράτος μέλος, αρκεί αυτή να προϋποθέτει, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής σε βάρος θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Για να μπορεί να κριθεί αιτητής ασύλου ως επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια του κράτους, θα πρέπει να εκτιμηθεί η προσωπική του συμπεριφορά και από την εκτίμηση αυτή να προκύπτει ότι η ελευθερία του, συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για το κράτος (βλ. απόφαση «Ζ.Zh», σκέψεις 49-52). Θα πρέπει βεβαίως να προκύπτει πως η κράτηση του αιτητή ασύλου, η οποία επεμβαίνει στο δικαίωμα του στην προσωπική ελευθερία δεν είναι δυσανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού, που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι άλλος από την προστασία της εθνικής ασφάλειας του κράτους.
Στην απόφαση της υπόθεσης C-601/15, “JN” ανωτέρω, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«64.Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33.
65.Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34)].
66.Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).
67.Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).
68.Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).
69.Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.
70.Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, τηρώντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του αιτούντος στην ελευθερία και, αφετέρου, των απαιτήσεων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως».
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της Γραπτής Απαντητικής της Αγόρευσης, με αφορμή την αναφορά της κυρίας Πλαστήρα στην Γραπτή της αγόρευση περί του ότι η έννοια της εθνικής ασφάλειας κινείται σε ευρύτερο φάσμα από την έννοια της δημόσιας τάξης, ανέφερε πως εάν τίθεται θέμα διαφοροποίησης της έννοιας της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας του κράτους, θα πρέπει να διευκρινιστεί από το ΔΕΕ τέτοια διαφοροποίηση στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με βάση το άρθρου 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:
α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,
β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί έπ’ αυτού.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.
Όταν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, η οποία αφορά πρόσωπο υπό κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν.»
Τα Δικαστήρια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν τη δυνατότητα εάν κρίνουν ότι η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση δικής τους απόφασης να παραπέμψουν το ζήτημα στο ΔΕΕ για να αποφανθεί επί τούτου. Το ΔΕΕ βεβαίως νομολογιακά διαμόρφωσε εξαιρέσεις από την δυνατότητα που έχει το Δικαστήριο όταν η απόφασή που θα εκδώσει δεν είναι αμετάκλητη και από την υποχρέωση που έχει όταν η απόφαση που θα εκδώσει το Δικαστήριο είναι αμετάκλητη, για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ.
Η πρώτη εξαίρεση βασίζεται στον κανόνα acte éclairé, και εφαρμόζεται όταν το ερώτημα που το εθνικό Δικαστήριο προτίθεται να απευθύνει στο ΔΕΕ είναι όμοιο με ερώτημα που του έχει ήδη υποβληθεί στα πλαίσια άλλης δικαστικής διαδικασίας και έχει επ’ αυτού αποφανθεί στο παρελθόν. Η δεύτερη εξαίρεση βασίζεται στον κανόνα acte clair , και εφαρμόζεται όταν η ορθή ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαίου είναι τόσο προφανής, που δεν υπάρχει ανάγκη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος (βλ. Kristian Bekefi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 42/2013 κ.ά., ημερομηνίας 8/9/2015 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 5/2016, ημερομηνίας 5/4/2017).
Θα πρέπει να αναφερθεί πως η έννοια της εθνικής ασφάλειας του κράτους έχει ερμηνευθεί από το ΔΕΕ σε πολλές αποφάσεις και η μόνη διαφοροποίηση που τίθεται στις έννοιες δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια έγκειται όπως αποφασίστηκε από την C- 601/15, “JN” πως η έννοια «δημόσια τάξη» «προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας».
Στην ίδια απόφαση καθορίζεται πως η έννοια «δημόσια ασφάλεια», «προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων».
Είναι προφανές πως υπάρχει διαφοροποίηση ως προς το πεδίο το οποίο καλύπτει η δημόσια τάξη και η δημόσια ασφάλεια με τον τρόπο που καθορίζεται στην απόφαση του ΔΕΕ ανωτέρω. Αν δεν υπήρχε βεβαίως τέτοια διαφοροποίηση δεν θα υπήρχε και η ανάγκη αναφοράς των δύο αυτών εννοιών στο άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διαφοροποίηση των εννοιών αυτών στο πεδίο εφαρμογής τους, δεν διαφοροποιεί την αυστηρή απαίτηση του ΔΕΕ στον εντοπισμό της πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντος σοβαρής απειλής, σε εξατομικευμένη βάση στεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του κράτους μέλους. Επομένως, δεν θέτει την έννοια της δημόσιας ασφάλειας ως ένα υψηλότερο αγαθό το οποίο επιτρέπει πιο αυστηρό περιορισμό δικαιωμάτων, από αυτόν που απαιτείται στην δημόσια τάξη.
Συνεπώς, είναι ξεκάθαρο πως οι απαιτήσεις είναι αυστηρές στην εφαρμογή των δύο αυτών εννοιών και συμφωνώ με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή πως οι δύο αυτές έννοιες έχουν το ίδιο βάρος απόδειξης και το τεστ της επικινδυνότητας εφαρμόζεται με την ίδια αυστηρότητα. Ενόψει λοιπόν της κατάληξής μου αυτής δεν κρίνω ότι υπάρχει ανάγκη προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ για το ζήτημα αυτό, εφόσον είναι ζήτημα που έχει ήδη καθοριστεί από το ΔΕΕ.
Στα πλαίσια των δύο πρώτων λόγων ακυρώσεως αλλά και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, απασχόλησε και τις δύο πλευρές ο χαρακτήρας της οργάνωσης Faylaq al Sham, εξ’ού και η προσκόμιση των Παραρτημάτων στις Γραπτές αγορεύσεις και των δύο πλευρών.
Τόσο η δικηγόρος του αιτητή όσο και η δικηγόρος των καθ’ων η αίτηση στις Γραπτές τους Αγορεύσεις προσκόμισαν στοιχεία από πηγές πληροφόρησης που αφορούν την οργάνωση Faylaq al Sham, χωρίς να προβούν σε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας καμία από τις δύο πλευρές προβαίνοντας και οι δύο πλευρές σε δήλωση ότι αποδέχονται την προσκόμιση των στοιχείων αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ενόψει αμφότερων των δηλώσεων και στη βάση της φύσης της εξέτασης του διατάγματος κράτησης, αλλά και του είδους των στοιχείων που επισυνάπτονται στις γραπτές αγορεύσεις, έκρινα πως μπορώ να εξετάσω τις πηγές πληροφόρησης για την χώρα καταγωγής του αιτητή και για την οργάνωση Faylaq al Sham. Ούτως ή άλλως το Δικαστήριο ενόψει της αμφισβήτησης του χαρακτήρα της οργάνωσης αυτής από τον αιτητή θα πρέπει να προβεί και το ίδιο σε σχετική έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για την οργάνωση, εφόσον το Δικαστήριο υποκαθιστά τον αιτητή στα δικαιώματά του κατά τρόπο βεβαίως αντικειμενικό και αμερόληπτο.
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο τούτο αποφασίζει επί της ουσίας για το διάταγμα κράτησης και όχι μόνο για τον έλεγχο της νομιμότητά του, επομένως, είναι υποχρεωμένο να προβεί σε έλεγχο για την συγκεκριμένη οργάνωση, έλεγχο, από πηγές πληροφόρησης, τις οποίες βεβαίως το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του, για να μπορέσει να ελεγχθεί εάν ο χαρακτήρας της οργάνωσης σε συνδυασμό με όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους οι Καθ’ων η αίτηση, δικαιολογούσαν την κράτηση του αιτητή.
Στη βάση τούτου, θεωρώ πως μπορούν να συνεκτιμηθούν οι πηγές πληροφόρησης που προσκόμισε τόσο η κυρία Χαραλαμπίδου όσο και η κυρία Πλαστήρα, εφόσον οι πηγές που παραθέτει η κυρία Χαραλαμπίδου αφορούν την κατάσταση που επικρατεί στη Συρία, χώρα καταγωγής του αιτητή αλλά και την οργάνωση Faylaq al Sham. Οι πηγές στις οποίες παραπέμπει η κυρία Πλαστήρα αφορούν τον χαρακτήρα της οργάνωσης Faylaq al Sham.
Η κυρία Χαραλαμπίδου επισύναψε τα πιο κάτω έγγραφα στη Γραπτή της Αγόρευση:
1. Χάρτης της περιοχής Tel Mardikh, ως Παράρτημα 1.
2. Έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, “International Protection Considerations with Regard to People Fleeing” the Syrian Arab Republic Update V (2017), ως Παράρτημα 2.
3. Σελίδες 11-12, του Οδηγού της European Asylum Support Office, Country of Origin Information Report: Syria Security Situation, (Νοέμβριος 2019), ως Πάραρτημα 3.
4. Συνέντευξη του Charles Lister, από το Carnegie Middle East Center, ημερομηνίας 24/11/2015, με τίτλο: “The Syrian Jihad: An Interview with Charles Lister”, ως Παράρτημα 4.
5. Άρθρο του International Crisis Group, “The Syrian Conflict and International Supprt for Rebel Groups”, ημερομηνίας 28/9/2018, ως Παράρτημα 5.
6. Άρθρο με τίτλο: “Syria War: A brief guide to who’s fighting whom”, ημερομηνίας 7/4/2017, του BBC, ως Παράρτημα 6.
7. Άρθρο με τίτλο: “Free Syrian Army threatens blood feud after senior officer killed by jihadists”, ημερομηνίας 12/7/2013, της The Guardian, ως Παράρτημα 7.
8. Άρθρο με τίτλο “Groups Unite under Al Sham Legion”, ημερομηνίας 11/3/2014, ως Παράρτημα 8Α.
9. Άρθρο με τίτλο: “The Sham Legions: Syria’s Moderate Islamists”, του Carnegie Middle East Center, ως Παράρτημα 8Β.
10. Άρθρο του Charles Lister από εφημερίδα, ημερομηνίας 27/11/2015, ως Παράρτημα 9.
11. Σελίδες 49-56 του Οδηγού της EASO, “Syria-Actors”, Country of Origin Information Report, ως Παράρτημα 10.
12. Έκθεση του Danish Refugee Council, με τίτλο: “Syria Recruitment Practices in Government-controlled Areas and in Areas under Opposition Control, Involvement of Public Servants and Civilians in the Armed Conflict and Issues Related to Exiting Syria”, ημερομηνίας 5/4/2017, ως Παράρτημα 11.
13. Άρθρο του United Nations, στο πλαίσιο συνάντησης του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, (8241st Meeting) ως Παράρτημα 12.
14. Οδηγός του European Council of Refugees and Exiles”, με τίτλο: “Information Note on Directive 2013/33/EU of the European Parliament and of the Council of 26 June 2013 laying down standards for the reception of applicants for international protection (recast)”, 7/2015, ως Παράρτημα 13.
Η κυρία Πλαστήρα στο στάδιο των Διευκρινίσεων, προσκόμισε στο Δικαστήριο Έγγραφο της Europol, το οποίο κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 5 και στο οποίο παραπέμπει μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης. Το έγγραφο αυτό φέρει τον κωδικό: “Handling Code: H1”, ο οποίος απαγορεύει στους καθ’ων η αίτηση να παρουσιάσουν το έγγραφο ενώπιον του Δικαστηρίου. Συνεπώς, ζητήθηκε από την κυρία Πλαστήρα αλλά και από του αρμοδίους η άρση του κωδικού H1 ο οποίος μετατράπηκε σε H0 και παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η κυρία Χαραλαμπίδου δεν έφερε ένσταση στην κατάθεση του προαναφερόμενου εγγράφου στο Δικαστήριο, αφού βεβαίως της δόθηκε αντίγραφο και επιθεώρησε τις σελίδες στις οποίες παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση. Η κυρία Πλαστήρα ανέφερε κατά τις Διευκρινίσεις πως το έγγραφο ήταν ενώπιον των Καθ’ων η αίτηση τη στιγμή που λάμβαναν την προσβαλλόμενη απόφαση πράγμα που η κυρία Χαραλαμπίδου αμφισβήτησε. Το έγγραφο αυτό παρέχει πληροφορίες για την δράση των οργανώσεων στην Συρία και μεταξύ άλλων παρέχει και πληροφορίες για την οργάνωση Faylaq al Sham. Συνεπώς, είναι έγγραφο που θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο εφόσον προέρχεται από έγκυρη πηγή πληροφόρησης και περιλαμβάνει πληροφορίες για την οργάνωση ανεξαρτήτως του εάν υπήρχε ή όχι ενώπιον του αρμόδιου οργάνου την στιγμή που λάμβανε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η κυρία Πλαστήρα στη Γραπτή της Αγόρευση επισυνάπτει τα εξής Παραρτήματα:
1. Δημοσίευμα ημερομηνίας 18/2/2020 του BBC με τίτλο: «Syria: Who’s in Control of Idlib?”, ως Παράρτημα 1.
2. Έκθεση του International Crisis Group με τίτλο: “The Best of Bad Options for Syria’s Idblib Crisis Group Middle East Report No 197, ημερομηνίας 14/3/2019, ως Παράρτημα 2.
3. Άρθρο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με τίτλο: “Al-Nusra front the people of the levant”, ημερομηνίας 5/6/2018, ως Παράρτημα 3.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων αποδέχτηκαν και οι δύο πλευρές πως το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του και άλλες πηγές πληροφόρησης που σχετίζονται με την χώρα καταγωγής του αιτητή και την οργάνωση Faylaq al Sham. Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αιτητή και Καθ’ων η αίτηση, προσκόμισαν στο Δικαστήριο μέσω των Γραπτών τους Αγορεύσεων, αλλά έλαβα υπόψη μου και άλλες έγκυρες πηγές πληροφόρησης ως θα διαφανή και πιο κάτω.
Προτού αναλυθεί ο χαρακτήρας της οργάνωσης θα πρέπει να αναφερθεί πως η έρευνα σε σχέση μόνο με την συγκεκριμένη οργάνωση, που προέβησαν οι Καθ’ων η αίτηση, δεν ήταν η ορθή υπό τις περιστάσεις εφόσον εκτός από το έγγραφο της Europol για την οργάνωση αφορούσε 2 σελίδες από το Wikipedia. H Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Α.Ε. 108/13, H.R.R. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/11/2019, αποδοκιμάζοντας την χρήση τέτοιων πηγών πληροφόρησης τόνισε τη σημασία των αξιόπιστων πηγών.
Επιπρόσθετα σύμφωνα στην σελίδα 16 του Οδηγoύ της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο - EASO Country of Origin Information (COI) Report Methodology (June 2019) αναφέρονται τα πιο κάτω σε σχέση με το Wikipedia:
“If information from a ‘dubious’ source is found
Although all sources have their own values and agenda, a source is deemed dubious when it cannot be assessed as reliable, for reasons of:
1. a lack of transparency on the source’s agenda, reputation, operational presence in the field, reporting capacity, seriousness of investigations, and level of knowledge.
Example 4: The reliability of Wikipedia is widely discussed because the information can be altered by anyone who wishes to do so. It is often unclear who is the source, what is its expertise, and why the information is added.”
Το παράδειγμα της πηγής του Wikipedia όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Οδηγό θεωρείται ότι εντάσσεται στις dubious sources, δηλαδή σε πηγές που δεν μπορείς να στηρίξεις την ερευνά σου. Σίγουρα η παρούσα διαδικασία δεν αφορά διαδικασία εξέτασης αιτήματος διεθνούς προστασίας, ωστόσο οι πηγές πληροφόρησης που χρησιμοποιούν τα αρμόδια όργανα οφείλουν να είναι έγκυρες για να μπορεί να είναι αξιόπιστη και ορθή η έρευνα στην οποία θα βασιστεί η απόφαση τους. Βέβαια στην παρούσα περίπτωση φαίνεται πως οι Καθ’ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους και το σχετικό έγγραφο της Europol.
Όπως ορθά διατυπώνει στην Γραπτή της Αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, η κατάσταση στη Συρία τα τελευταία 10 χρόνια είναι περίπλοκη και πολυδιάστατη. Όπως αναφέρει, συνηθίζεται ανάμεσα σε εφήβους και άντρες στα χωριά της εμπόλεμης Συρίας να έχουν όπλα που το πιο πιθανόν τους δίνουν οι πατεράδες τους ή άλλοι άντρες του χωριού. Όλα όσα παραθέτει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή και όλα όσα προκύπτουν από τις έγκυρες πηγές πληροφόρησης για την χώρα καταγωγής του αιτητή επιβεβαιώνουν την περίπλοκη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του. Παρόλα αυτά το Δικαστήριο τούτο επειδή δεν ελέγχει μόνο τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, το λάθος αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του διατάγματος κράτησης, εφόσον το Δικαστήριο προβαίνει και σε έλεγχο ουσίας της πράξης.
Η κυρία Χαραλαμπίδου στο πλαίσιο της Γραπτής της Αγόρευσης αναφέρει πως η οργάνωση Faylaq al Sham δεν ανήκει σε ισλαμιστική ή τρομοκρατική παράταξη και πως κατηγοριοποιείται ως μέρος ήπιων ή μέτριων Ισλαμιστικών ομάδων αντιπολίτευσης. Από την άλλη πλευρά η κυρία Πλαστήρα παραπέμποντας σε δημοσίευμα του BBC, ημερομηνίας 18/2/2020 με τίτλο “Syria: Who’s in control of Iblid?” ισχυρίζεται πως η οργάνωση χαρακτηρίζεται ως “σκληροπυρηνική” Ισλαμιστική ομάδα και αναφέρεται ότι υποστηρίζεται από την Τουρκία.
Στο πλαίσιο του Συριακού εμφυλίου πολέμου που από το καλοκαίρι του 2011 απέκτησε ένοπλες διαστάσεις, εμφανίστηκαν και δημιουργήθηκαν διάφορες οργανώσεις και ομάδες με ποικίλους πολιτικοστρατιωτικούς προσανατολισμούς.[1] Στο στρατόπεδο της ένοπλης αντιπολίτευσης συγκροτήθηκαν διάφορες αντικυβερνητικές ομάδες, όπου ένας μεγάλος αριθμός εξ αυτών δρούσε υπό την ομπρέλα του “Ελεύθερου Συριακού Στρατού” (Free Syrian Army).[2] Σύμφωνα με διάφορες πηγές το όνομα “Ελεύθερος Συριακός Στρατός” (Free Syrian Army) αναφέρεται σε ένα όνομα-ετικέτα (brand name) –και όχι σε μια συγκεκριμένη οργάνωση- το οποίο χρησιμοποιούσαν διάφορες ένοπλες αντιπολιτευτικές οργανώσεις.[3] Η οργάνωση Faylaq al-Sham ή Feilaq al-Sham, η οποία σε κάποιες πηγές εμφανίζεται με το όνομα Sham Legion,[4] συστάθηκε το 2014 όπου σύμφωνα με το Carnegie Middle East Center στις 10 Μαρτίου 2014 ανακοίνωσε πως έχει ως στόχο να ενώσει τις δυνάμεις των μετριοπαθών Ισλαμιστών της Συρίας.[5] Η οργάνωση έχει παρουσία στην περιοχή Ιντλίμπ (Idlib) και κυρίως στις υπό Τουρκικό έλεγχο περιοχές (Turkish-controlled areas) της διοικητικής περιφέρειας του Αλέπο (Aleppo governorate).[6]
Για το 2015[7] και το 2016[8] υπάρχουν αναφορές πως η οργάνωση Faylaq al Sham συμμετείχε σε επιχειρήσεις στο βόρειο τμήμα της επαρχίας του Ιντλίμπ και το Αλέπο στο πλαίσιο της στρατιωτικής συμμαχίας Jaysh al Fateh (“Στρατός της Νίκης”) η οποία περιελάμβανε διάφορες ένοπλες οργανώσεις της σουνίτικης ισλαμικής αντιπολίτευσης όπως οι: Jabhat al-Nusra (Μέτωπο Αλ-Νούσρα), Ahrar al-Sham, Jund al-Aqsa, Jaish al-Sunna, όπως επίσης και άλλες πολλές ένοπλες οργανώσεις οι οποίες δεν είναι αναγκαίο να καταγραφούν για σκοπούς της υπο εξέτασης προσβαλλόμενης απόφασης. Η οργάνωση Jabhat al-Nusra (Μέτωπο Αλ-Νούσρα) δημιουργήθηκε το 2011 και θεωρείτο ότι διασυνδέετο με την Al-Qaida ή Al-Qaeda (Αλ-Κάιντα),[9] ενώ έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική οργάνωση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (OHE).[10]
Η οργάνωση Faylaq al-Sham ή Feilaq al-Sham το 2018 συμμετείχε μαζί με άλλες ένοπλες οργανώσεις και ομάδες, όπως οι Ahrar al-Sham, The Free Idlib Army, Jaish al-Ahrar και Harakat Nour al-Din al-Zink, στη δημιουργία του “Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου” (National Liberation Front - NFL) στην περιοχή του Ιντλίμπ[11] και αναφέρεται πως αποτελείται τόσο από μετριοπαθείς όσο και από Ισλαμιστικές ομάδες.[12] Σύμφωνα με συνεντεύξεις που πραγματοποίησε το International Crisis Group, τον Σεπτέμβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2018, με πολιτικούς και στρατιωτικούς διοικητές της Συριακής αντιπολίτευσης, το NFL θεωρείται ως συμμαχία η οποία υποστηρίζεται από την Τουρκία με μισθούς και όπλα παρόλο που οι μαχητές του δεν θεωρούν την υποστήριξη ως ουσιαστική και περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της βορειο-δυτικής μη-τζιχαντιστικής αντιπολίτευσης.[13]
Η οργάνωση Faylaq al-Sham ή Feilaq al-Sham σύμφωνα με διάφορες πηγές αποτελεί τον στενότερο συνεργάτη της Τουρκίας και τον κύριο δρώντα (main actor) στο NFL.[14] Όταν η Τουρκία πραγματοποίησε την πρώτη περιπολία της στην αποστρατικοποιημένη περιοχή του Ιντλίμπ, στις 8 Μαρτίου 2019, οι Τουρκικές δυνάμεις συνοδεύονταν από μονάδες της Faylaq al-Sham.[15] Σύμφωνα με ένα στρατιωτικό διοικητή της αντιπολίτευσης, στο πλαίσιο των συντεντεύξεων που πραγματοποίησε το International Crisis Group, ανάφερε ότι: “The National Liberation Front as Feilaq is moved by Turkish orders, 100 per cent.”[16] Ο ηγέτης της οργάνωσης, Fadlallah al-Hajji, αποτελεί τον διοικητή του NFL σύμφωνα με την πηγή The Syrian Observer.[17]
Σύμφωνα με το International Crisis Group, στη βάση συνέντευξης που πραγματοποίησε τον Αύγουστο του 2018, η Faylaq al-Sham διατηρεί λειτουργικές σχέσεις (working relations) μαζί με την HTS.[18] Η οργάνωση HTS θεωρείται ως ο πιο ισχυρός δρώντας στην περιοχή του Ιντλίμπ και συστάθηκε το 2017 μέσα από τη συγχώνευση της οργάνωσης Jabhat al-Nusra με άλλες μικρότερες ένοπλες φατρίες (factions).[19] Η HTS αποστασιοποιήθηκε δημόσια από την Al Qaeda μετά τη συγκρότηση της αναφέροντας πως είναι ανεξάρτητη οντότητα,[20] παρόλα αυτά οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη θεωρούν την οργάνωση ως τρομοκρατική που διασυνδέεται με την Al Qaeda.[21]
Σύμφωνα με την Έκθεση που κατατέθηκε στο Συμβούλιο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του OHE, ημερομηνίας 31 Ιανουαρίου 2019, από τα μέσα Ιουλίου 2018 μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου 2019 περισσότερες από 50 ένοπλες ομάδες βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα της διοικητικής περιφέρειας του Αλέπο, όπου ανάμεσα σε αυτές ήταν και η οργάνωση Faylaq al-Sham, κυρίως στις επαρχίες Αφρίν και Αζάζ.[22]
Η επαρχία Αφρίν, που βρίσκεται στη διοικητική περιφέρεια του Αλέπο και ήταν υπό Κουρδικό έλεγχο, καταλήφθηκε από τις Τουρκικές δυνάμεις και συνεργαζόμενες τοπικές ένοπλες ομάδες στο πλαίσιο της επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” (Operation Olive Branch) που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2018 και ο πλήρης έλεγχος της περιοχής ανακοινώθηκε επίσημα στις 23 Μαρτίου 2018.[23] Θα πρέπει να αναφερθεί πως η οικογένεια του αιτητή βρίσκεται στο Αφρίν όπως ο ίδιος δηλώνει μέσα από την προσφυγή του. Η οργάνωση Faylaq al-Sham σύμφωνα με την Έκθεση που κατατέθηκε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, ημερομηνίας 9 Αυγούστου 2018, αποτέλεσε μια από τις συνεργαζόμενες ένοπλες ομάδες της Τουρκίας που έδρασε ως χερσαία δύναμη στην επιχείρηση.[24]
Βάσει της Έκθεσης που κατατέθηκε στο Συμβούλιο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, ημερομηνίας 15 Αυγούστου 2019, αναφέρεται ότι σε σχέση με την περιοχή του Αφρίν η Επιτροπή που διερεύνησε τη Συριακή Αραβική Δημοκρατία έλαβε πληροφορίες πως στις περιοχές όπου ελέγχονται από ένοπλες φατρίες (factions) με εξτρεμιστικές ιδεολογίες, συμπεριλαμβανομένης και της οργάνωσης Faylaq al-Sham, είχαν επιβληθεί σοβαροί περιορισμοί στον πληθυσμό.[25]
Στις 4 Οκτωβρίου 2019, η συμμαχία NFL –για την οποία υπάρχει ο ισχυρισμός πως η οργάνωση Faylaq al-Sham αποτελεί τον κύριο της δρώντα και ο ηγέτης της Faylaq al-Sham είναι ο διοικητής του συνασπισμού βάσει των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω- συγχωνεύτηκε με τον “Συριακό Εθνικό Στρατό” (Syrian National Army - SNA), που αναφέρεται ως ακόμα μια ένοπλη ομάδα υποστηριζόμενη από την Τουρκία και εδράζεται στο βόρειο τμήμα της διοικητικής περιφέρειας του Αλέπο, όπως ανακοινώθηκε από την λεγόμενη Συριακή Ενδιάμεση Κυβέρνηση (Syrian Interim Government).[26]
Αυτή η ένωση φέρνει μαζί πάνω από 40 ένοπλες οργανώσεις υπό τη διοίκηση του “Συριακού Εθνικού Στρατού” όπου σύμφωνα με μια πηγή βρίσκεται σχεδόν υπό τον συνολικό έλεγχο του Τουρκικού Υπουργείου Άμυνας και της Τουρκικής Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (MIT).[27] Βάσει της ίδιας πηγής ο SNA αριθμεί 35 000 μαχητές,[28] ενώ υπάρχουν αναφορές από αντιπροσώπους της Συριακής αντιπολίτευσης πως ο αριθμός των μαχητών θα φθάνει τις 80 000.[29] Ανάμεσα στην τριμελή στρατιωτική ηγεσία του SNA, σύμφωνα με το The Syrian Observer, θα ήταν και ο Fadlallah al-Hajji, που είναι ο ηγέτης της οργάνωσης Faylaq al-Sham καθώς και της συμμαχίας NFL, όπως επίσης είναι και αναπληρωτής αρχηγός προσωπικού στην περιοχή Ιντλίμπ.[30]
Στις 19 Οκτωβρίου 2019, η Διεθνής Αμνηστία προέβαλε τον ισχυρισμό πως συνέλεξε αποδείξεις που έδειχναν ότι η Τουρκία και οι συμμαχικές συριακές ένοπλες ομάδες που υποστηρίζονται από την Τουρκία, κάνοντας αναφορά στο SNA, διέπραξαν εγκλήματα πολέμου και άλλες παραβιάσεις κατά την επίθεση τους στη βορειο-ανατολική Συρία.[31]
Η οργάνωση Faylaq al Sham δεν εντοπίζεται στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από το πιο πάνω ιστορικό όμως προκύπτει πως η οργάνωση Faylaq al Sham είχε συνεργασία με το μέτωπο Αλ Νούσρα και την HTS, δύο οργανώσεις που θεωρούνται τρομοκρατικές οργανώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα από την έκθεση της Europol “Syria’s Arab armed opposition” ημερομηνίας 25/7/2019 διαφαίνεται πως κάποια μέλη της HTS μεταφέρθηκαν στην Faylaq Al Sham και αντιστρόφως, κάποια μέλη της Faylaq Al Sham αποχώρησαν από τη εν λόγω ομάδα και ενώθηκαν με την HTS. Από τις πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την χώρα καταγωγής του αιτητή, προκύπτει ότι η Faylaq al Sham είναι ο πιο στενός συνεργάτης της Τουρκίας.
Από την έκθεση της EASO (EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 55), στην οποία και η πλευρά του αιτητή παραπέμπει, διαφαίνεται πως η οργάνωση Faylaq al-Sham ή Feilaq al-Sham το 2018 συμμετείχε μαζί με άλλες ένοπλες οργανώσεις και ομάδες, όπως οι Ahrar al-Sham, The Free Idlib Army, Jaish al-Ahrar και Harakat Nour al-Din al-Zink, στη δημιουργία του “Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου” (National Liberation Front – NLF) στην περιοχή του Ιντλίμπ, μια συμμαχία δυνάμεων η οποία αποτελείται τόσο από μετριοπαθείς όσο και από Ισλαμιστικές ομάδες. Σύμφωνα με την ίδια Έκθεση του EASO (p. 55) ο ηγέτης της Faylaq al-Sham είναι επίσης ο διοικητής του συνασπισμού NFL.
Όλο το πιο πάνω ιστορικό της οργάνωσης Faylaq Al Sham δεν αναδεικνύει μια ήπια ισλαμική ομάδα της αντιπολίτευσης που επιθυμεί την αλλαγή του καθεστώτος όπως αναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, αλλά αντιθέτως αποδεικνύει μια ομάδα με έντονες δραστηριότητες στη Συρία, κατευθυνόμενη από την Τουρκία, η οποία φαίνεται να διατηρεί σχέσεις με την HTS αλλά και στο παρελθόν διατηρούσε σχέσεις με την Al Nusra, οργανώσεις που χαρακτηρίστηκαν από την Ευρωπαική ένωση ως τρομοκρατικές. Πρέπει βεβαίως να αναφερθεί πως ο χαρακτήρας της οργάνωσης από μόνος του ως αυτός έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, δεν είναι στοιχείο αρκετό για να θεωρηθεί νόμιμη η κράτηση του αιτητή.
Ενώπιον του Δικαστηρίου κατατέθηκαν οι πιο κάτω φάκελοι από την δικηγόρο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, οι οποίοι αποχαρακτηρίστηκαν ως κατωτέρω:
1) Διοικητικός φάκελος του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ως Τεκμήριο 1.
2) Φάκελος του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, διαβαθμισμένος ως απόρρητος κατατέθηκε και σημειώθηκε, ως Τεκμήριο 2.
3) Φάκελος κλειστός τα έγγραφα του οποίου είναι διαβαθμισμένα ως απόρρητα ή εμπιστευτικά από το Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος, Γραφείο Καταπολέμησης Τρομοκρατίας, ο οποίος περιλαμβάνει επιστολή ημερομηνίας 26/2/2020 με επισυνημμένα στοιχεία, διαβαθμισμένη ως εμπιστευτική, όπως επίσης και επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 5/3/2020 με επισυνημμένα έγγραφα, η οποία επίσης είναι διαβαθμισμένη ως απόρρητη. Επιπρόσθετα, στο φάκελο αυτό περιλαμβάνεται φωτογραφικό υλικό που αφορά τον αιτητή, επιστολή ημερομηνίας 20/12/2019, η οποία έχει ήδη κοινοποιηθεί στην πλευρά του αιτητή και ένα έγγραφο με ανοιχτές πηγές, η οποία αφορά έρευνα που έγινε για την οργάνωση Faylag Al sham.
4) Έγγραφα διαβαθμισμένα ως απόρρητα τα οποία είναι της EUROPOL. Τα έγγραφα αυτά κατατέθηκαν στο Δικαστήριο σε κλειστό φάκελο ο οποίος σημειώθηκε ως Τεκμήριο 4 και ανέφερε πως πρόκειται για απόρρητα έγγραφα στα οποία δεν μπορεί να έχει πρόσβαση ο αιτητής. Επιπρόσθετα, η κυρία Πλαστήρα ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι εκκρεμεί ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή κατά την ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης αποκάλυψη; Εγγράφων.
5) Έγγραφο της Europol με τίτλο “Syria’s Arab armed opposition”, το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα έχω ήδη αναφέρει, διαπιστώνω πως τα ενδεικνυόμενα εναλλακτικά μέτρα που καθορίζονται στο άρθρο 9 Στ (3) του Ν. 6 (Ι)/2000, δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τον επιδιωκόμενο σκοπό που δεν είναι άλλος από την προστασία της εθνικής ασφάλειας του κράτους.
Ο αιτητής στη κατάθεσή του αναφέρει πως υπήρξε μέλος της Faylaq al Sham, παρόλο που μέσω της δικηγόρου του αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξή του στην οργάνωση αυτή. Εντοπίστηκαν στο κινητό του φωτογραφίες που τον απεικονίζουν με στρατιωτική στολή και να κρατάει όπλο τύπου ΑΚ 47, είτε μόνος του είτε με άλλα άτομα.
Τα έγγραφα της Europol αφορούν προσωπικά τον αιτητή. Η Europol μπορεί να διαβιβάζει στοιχεία που είναι απολύτως αναγκαία για την διασφάλιση ουσιωδών συμφερόντων των κρατών μελών, με στόχο την αποτροπή του επικείμενου κινδύνου. Η Εθνική ομάδα Europol συμβάλλει στην υποχρέωση του κράτους μέλους να διαφυλάττει την ασφάλεια του. Πέραν τούτου η Εθνική ομάδα Europol προέβη σε δευτεροβάθμιους ελέγχους για να κρίνει εάν ο αιτητής είναι επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια του κράτους και μετά από τον δευτεροβάθμιο έλεγχο κατέληξε σε συμπεράσματα σε σχέση με τα στοιχεία που είχε ενώπιον της για τον αιτητή.
Όλα τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με την πορεία του, ως ο ίδιος την περιγράφει στην προσφυγή του και στην Γραπτή του Αγόρευση, τα έγγραφα από την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία που αφορούν προσωπικά τον αιτητή, ο δευτεροβάθμιος έλεγχος που προέβη η Εθνική ομάδα Europol τα απόρρητα έγγραφα που ετοιμάστηκαν και αποστάλθηκαν από τους Guest Officerς της Europol προς το Επιχειρησιακό Κέντρο της Europol Κύπρου σχετικά με τον αιτητή όπου στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται στοιχεία που τον αφορούν προσωπικά, ο χαρακτήρας της οργάνωσης αυτής, οι φωτογραφίες του αιτητή που τον απεικονίζουν με στρατιωτική στολή και με όπλο ΑΚ 47, η κατάθεση του αιτητή η οποία επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία του δευτεροβάθμιου ελέγχου ως αυτά είναι καταγεγραμμένα από την Εθνική Αστυνομική Υπηρεσία τα οποία είναι απόρρητα και τα οποία βρίσκονται ενώπιόν μου, σκιαγραφούν πρόσωπο που είναι επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτητής συγκέντρωσε στο πρόσωπο του χαρακτηριστικά που τον καθιστούν άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους. Όλα τα πιο πάνω στοιχεία σε συνδυασμό με τα απόρρητα έγγραφα που έχω ενώπιον μου, είναι στοιχεία που αναδεικνύουν άτομο που κρίνεται επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους. Μελετώντας όλο το υλικό που έχω ενώπιον μου προέκυπτε αναντίλεκτα η αναγκαιότητα της έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης και κρίνω πως υπήρξε η ορθή κατάληξη από τις αρμόδιες αρχές ότι ο αιτητής πρόκειται για άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους.
Τα κράτη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους, την χρήση των εναλλακτικών και λιγότερων περιοριστικών μέτρων της κράτησης. Τα εναλλακτικά μέτρα πρέπει να αποκλείονται μόνον στην περίπτωση που κρίνεται ότι δεν θα είναι αποτελεσματικά. Η κράτηση, πρέπει να είναι το ύστατο μέτρο και αναλογική στις συγκεκριμένες συνθήκες προς επίτευξη ενός από τους σκοπούς που καθορίζει το άρθρο 9 ΣΤ (2) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Συνεπώς, για να αποφασιστεί από την διοίκηση η κράτηση προσώπου θα πρέπει να καταλήξει πως κανένα εναλλακτικό μέτρο δεν είναι αποτελεσματικό για την επίτευξη του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει.
Προκύπτει τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, ότι το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού, που στην παρούσα περίπτωση είναι η διασφάλιση της προστασίας της εθνικής ασφάλειας του κράτους. Επιπλέον, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ανάλογο του σκοπού που επιδιώκεται και βεβαίως το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο (βλ. ΔΕΕ, C-18/16 K. v. Stagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/5/17, σκέψεις 5, 6, 72, 76).
Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί όπως υπάρχει απόλυτη ισορροπία μεταξύ του περιοριστικού μέτρου και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει. Η αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας είναι ένα χρήσιμο νομικό εργαλείο με βάση το οποίο μπορούμε να ελέγξουμε τις προϋποθέσεις περιορισμού ενός δικαιώματος μέσω της στάθμισης της βαρύτητας του περιορισμού του δικαιώματος και της βαρύτητας ενός προστατευόμενου συμφέροντος του κράτους. Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας θεωρείται καίρια εγγύηση έναντι της αυθαιρεσίας των κρατών και υπαγορεύεται η υποχρεωτική εφαρμογή της, εφόσον η εφαρμογή της είναι ζήτημα ουσιαστικό και όχι τυπικό. Πρέπει να υπάρχει αναλογία ανάμεσα στο επαχθές επιβαλλόμενο μέτρο και της ωφέλειας που προκύπτει από αυτό.
Η άποψη αυτή βρίσκει απήχηση και στην 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου μνημονεύεται η κατοχύρωση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και καθορίζεται πως πρόσωπο δεν μπορεί να κρατείται απλώς και μόνον επειδή υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Οι διατάξεις της Οδηγίας και του περί Προσφύγων Νόμου πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του σκοπού της Οδηγίας, καθώς και, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 15, τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας.
Προς τούτο θεωρώ χρήσιμο να αναφέρω πως στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C- 601/15, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, το Δικαστήριο στην σκέψη 68, αποφάσισε πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως».
Στην ίδια απόφαση, αναφέρεται πως το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, (αντίστοιχο άρθρο 9ΣΤ (2) (ε), του Ν. 6(Ι)/2000), της εν λόγω οδηγίας διατηρεί την δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του δικαιώματος του αιτητή ασύλου στην ελευθερία και της προστασίας της εθνικής ασφάλειας του κράτους (βλ. C-554/13, Z. Zh. Κατά Staatssecretaris van Veilgheid en Justice, στο εξής «Z. Zh.», ημερομηνίας 11/6/2015, σκέψη 48).
Είναι ξεκάθαρο βέβαια από την προαναφερόμενη απόφαση πως, για να κριθεί ότι άτομο αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους θα πρέπει κάτι τέτοιο να προκύπτει μετά από την ατομική συμπεριφορά του αιτητή ασύλου και μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση. Η ίδια απόφαση καθορίζει πως σε περιπτώσεις κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας του κράτους θα πρέπει να προκύπτει «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους».
Στη βάση των στοιχείων που είχαν ενώπιόν τους οι Καθ’ων η αίτηση, επέλεξαν το κατάλληλο εκείνο μέτρο προς διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας του κράτους. Είναι κατά την κρίση μου δεδομένο, πως η προστασία που παρέχεται από τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτει όρια τα οποία δεν αποστερούν από τα κράτη μέλη την χρήση περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση απειλής της εθνικής ασφάλειας του κράτους.
Επομένως, η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να σέβονται τους αιτητές ασύλου και να διαφυλάττουν τα δικαιώματά τους, ενώ παράλληλα επιβάλλει σε περιπτώσεις που άτομο συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή, το κράτος να διαφυλάξει την ασφάλειά του, επιλέγοντας το κατάλληλο μέτρο προς αποφυγή κινδύνου, ως έχω αναλύσει και ανωτέρω.
Στα πλαίσια του δεύτερου λόγου ακυρώσεως η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή προβάλλει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, προκύπτει ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, προκύπτει ότι υπάρχει η απαιτούμενη αιτιολογία στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου, και εν πάση περιπτώσει αυτή προκύπτει και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω κρίνω ότι το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση.
Ενόψει των όσων έχω επεξηγήσει ανωτέρω δεν προκύπτει παραβίαση του άρθρου 9 (Στ) (2) (ε), του Ν. 6 (Ι)/2000 και της σχετικής Οδηγίας από το αρμόδιο όργανο, ούτε έλλειψη δέουσας έρευνας εφόσον φαίνεται ότι δεν στηρίχθηκαν στην κρίση τους για τον χαρακτήρα της οργάνωσης Faylaq al Sham στο wikipedia, και εφόσον εν πάση περιπτώση για όλα τα υπόλοιπα ζητήματα προέβησαν στη δέουσα έρευνα ως όφειλαν, αιτιολογίας, πλάνης και κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, ούτε και παραβίαση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Συνεπώς, ο πρώτος αλλά και ο δεύτερος προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτονται λόγω των όσων έχω επεξηγήσει ανωτέρω.
Θα διαφωνήσω και με τον τρίτο ισχυρισμό που προβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή περί του ότι η κράτηση για λόγους που αφορούν την εθνική ασφάλεια του κράτους, βρίσκεται εκτός των όσων αναφέρονται στο άρθρο 5 (1) της ΕΣΔΑ. Στην απόφαση του ΕΔΔΑ, στην υπόθεση Μπιτζότο κατά Ελλάδας, ημερομηνίας 28/10/1996, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 5 παρ. 1 και έκρινε ότι κάθε κράτηση πρέπει να είναι «νόμιμη», όχι μόνο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία αλλά και, σύμφωνα με την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το σκοπό της, που αποκλείει αυθαίρετες ενέργειες και επιβάλλει αναλογικότητα μεταξύ της στέρησης της ελευθερίας και των συνθηκών κράτησης.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην υπόθεση C- 601/15, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, το Δικαστήριο παρόλο που αναγνωρίζει στην σκέψη 45 πως η ΕΣΔΑ δεν αποτελεί νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν, και ενώ αναφέρει στην σκέψη 46 πως το κύρος του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 πρέπει να εξεταστεί μόνο υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, στις σκέψεις 47, 49, 50 και 77 καθορίζει το πεδίο εφαρμογής και επηρεασμού της ΕΣΔΑ, από το άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της Οδηγίας 2013/33, αντίστοιχο άρθρο 9 ΣΤ (2) (ε) του Ν. 6 (Ι)/2000, αποφασίζοντας ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«47. Ως προς το σημείο αυτό, από την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 6 του Χάρτη, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία του (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Åkerberg Fransson, C-617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 20, καθώς και Spasic, C-129/14 PPU, EU:C:2014:586, σκέψη 54), προκύπτει ότι τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 6 του Χάρτη αντιστοιχούν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και ότι οι περιορισμοί που μπορούν νομίμως να επιβληθούν στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με την πρώτη εκ των διατάξεων αυτών δεν μπορούν να υπερβαίνουν εκείνους που επιτρέπονται από την ΕΣΔΑ βάσει του γράμματος της δεύτερης εκ των ως άνω διατάξεων. Εντούτοις, κατά την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 52 του Χάρτη, η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού σκοπό έχει να διασφαλίσει την αναγκαία συνοχή μεταξύ του Χάρτη και της ΕΣΔΑ, «χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
[…]
49. Επιτρέποντας την κράτηση αιτούντος όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 προβλέπει περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος στην ελευθερία το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη.
50. Εντούτοις, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.
[…]
77. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Επομένως, για την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Πλην όμως, ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, δεν παραβίασε το επίπεδο της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, δεύτερη περίοδος, της ΕΣΔΑ.»
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης περί της παραβίασης του άρθρου 5 (1) της ΕΣΔΑ είναι αβάσιμος, εφόσον το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πιο πάνω υπόθεση, αποφάσισε πως το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, δεν παραβιάζει το επίπεδο της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, δεύτερη περίοδος, της ΕΣΔΑ. Για τους λόγους που έχω επεξηγήσει ανωτέρω και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.
Υπό το φως όλων όσων έχω επεξηγήσει πιο πάνω κρίνω πως η κράτηση του αιτητή δικαιολογείται λόγω της προάσπισης του θεμιτού συμφέροντος του κράτους που δεν είναι άλλος από την εθνική του ασφάλεια. Το μέτρο της κράτησης λήφθηκε από τις αρμόδιες αρχές τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και στηριζόμενοι αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αιτητή, εφόσον είναι ορατή η πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ισχυρίστηκε πως το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει και την διάρκεια της κράτησης του αιτητή. Ο εθνικός νομοθέτης δίνει τη δυνατότητα στους αρμόδιους λειτουργούς να εξετάσουν ταχύρρυθμα αίτηση, της οποίας ο αιτητής κρατείται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Όπως δηλαδή στην υπό εξέταση περίπτωση, όπου ο αιτητής κρατείται δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε), του Ν.6(1)/2000. Το άρθρο 9ΣΤ(4) του Ν.6(1)/2000 καθορίζει πως η κράτηση αιτητή ασύλου έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και αν οι διοικητικές διαδικασίες εκτελούνται με καθυστερήσεις οι οποίες δεν οφείλονται στον αιτητή, δεν δικαιολογούν τη συνέχιση της κράτησης.
Εν πάση περίπτωση το ζήτημα της διάρκεια της κράτησης δεν το κρίνει και δεν μπορεί να το κρίνει το Δικαστήριο τούτο, εφόσον είναι ζήτημα που εξετάζεται στα πλαίσια του habeas corpus που δικαιοδοσία έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει. Ως εκ τούτου, και αυτός ο νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται.
Στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο οποιαδήποτε στοιχεία για τα οποία να μπορούσε το αρμόδιο όργανο να επιβάλει εναλλακτικά μέτρα. Ενόψει της ανωτέρω κατάληξης παρέλκει, η εξέταση του αιτητικού Β της προσφυγής του αιτητή, το οποίο παρατίθεται διαζευκτικά από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή.
Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, ως προς την αιτούμενη υπό το στοιχείο (Α) του αιτητικού θεραπεία, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει της προσφυγής του αιτητή στο Δικαστήριο δυνάμει διατάγματος νομικής αρωγής, τα έξοδα της δικηγόρου του αιτητή να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019) https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf
[2] O’ Bagy, E. ‘The Free Syrian Army’, Middle East Security Report 9, March 2013, p. 10 http://www.understandingwar.org/sites/default/files/The-Free-Syrian-Army-24MAR.pdf]
[3] Lund, A. ‘Syria’s Civil War: Government Victory or Frozen Conflict?’, Swedish Defence Research Agency, December 2018, p. 11; O’ Bagy, E. ‘The Free Syrian Army’, Middle East Security Report 9, March 2013, pp. 9 - 10 http://www.understandingwar.org/sites/default/files/The-Free-Syrian-Army-24MAR.pdf, Lister, C. ‘The Free Syrian Army: A decentralized insurgent brand’, The Brookings Institution, November 2016 https://www.brookings.edu/research/the-free-syrian-army-a-decentralized-insurgent-brand/
[4] Lefevre, R. and Yassir, E. A., ‘The Sham Legion: Syria’s Moderate Islamists’, Carnegie Middle East Center, 15 April 2014 https://carnegie-mec.org/diwan/55344?lang=en ; White, J. and Alrifai, A. O., ‘Growing Rebel Capabilities Press the Syrian Regime’, The Washington Institute, 27 April 2015 https://www.washingtoninstitute.org/policy-analysis/view/growing-rebel-capabilities-press-the-syrian-regime [τελευταία πρόσβαση: 15/04/2020]
[5] Lefevre, R. and Yassir, E. A., ‘The Sham Legion: Syria’s Moderate Islamists’, Carnegie Middle East Center, 15 April 2014 https://carnegie-mec.org/diwan/55344?lang=en
[6] EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 55 https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf
[7] White, J. and Alrifai, A. O., ‘Growing Rebel Capabilities Press the Syrian Regime’, The Washington Institute, 27 April 2015 https://www.washingtoninstitute.org/policy-analysis/view/growing-rebel-capabilities-press-the-syrian-regime
[8] Joscelyn, T. ‘Al Qaeda and allies gain more ground in Aleppo province’, FDD’s Long War Journal, 24 June 2016 https://www.longwarjournal.org/archives/2016/06/al-qaeda-and-allies-gain-more-ground-in-aleppo-province.php
[9] EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 49 https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf
[10] UN Security Council, Security Council ISIL (Da’esh) and Al-Qaida Sanctions Committee Amends One Entry in Its Sanctions List, Press Release, 5 June 2018 https://www.un.org/press/en/2018/sc13365.doc.htm
[11] Lund, A., ‘Syrian war: Understanding Idlib’s rebel factions’, The New Humanitarian, 3 September 2018 https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2018/09/03/syrian-war-understanding-idlib-s-rebel-factions; EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 55 https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf
[12] Lund, A. ‘Syria’s Civil War: Government Victory or Frozen Conflict?’, Swedish Defence Research Agency, December 2018, p. 57
[13] International Crisis Group, ‘The Best of Bad Options for Syria’s Idlib’, 14 March 2019, p. 21, p. 21 (footnote 124) https://d2071andvip0wj.cloudfront.net/197-the-best-of-bad-options%20.pdf
[14] EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 55 https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf; International Crisis Group, ‘The Best of Bad Options for Syria’s Idlib’, 14 March 2019, p. 21 https://d2071andvip0wj.cloudfront.net/197-the-best-of-bad-options%20.pdf
[15] International Crisis Group, ‘The Best of Bad Options for Syria’s Idlib’, 14 March 2019, p. 21 https://d2071andvip0wj.cloudfront.net/197-the-best-of-bad-options%20.pdf
[16] Ο.π., σελίδα 21, υποσημείωση 126
[17] Syrian Observer (The), Three Leaders Take Reins of National Army in Northern Syria: Who Are They?, 7 October 2019, https://syrianobserver.com/EN/features/53442/three-leaders-take-reins-of-national-army-in-northern-syria-who-are-they.html
[18] Ο.π.; Βλέπε επίσης και την υποσημείωση 130 στην ίδια σελίδα (22)
[19] EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 49 https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf
[20] Center for Strategic & International Studies, Hay’at Tahrir al-Sham, 4 October 2018 https://www.csis.org/programs/transnational-threats-project/terrorism-backgrounders/hayat-tahrir-al-sham-hts
[21] EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 50 https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf ; Επίσης βλ. US Department of State, 2019 Country Reports on Human Rights Practices: Syria, 11 March 2020, p. 3 https://www.state.gov/wp-content/uploads/2020/03/SYRIA-2019-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf
[22] UN Human Rights Council, Report of the Independent International Commission of Inquiry on the Syrian Arab Republic [A/HRC/40/70], 31 January 2019, p. 8 https://www.ecoi.net/en/file/local/2003613/A_HRC_40_70.pdf
[23] EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 57 https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf
[24] UN Human Rights Council, Report of the Independent International Commission of Inquiry on the Syrian Arab Republic [A/HRC/39/65], 9 August 2018, p. 5 https://www.ecoi.net/en/file/local/1443546/1930_1537263792_g1824615.pdf [τελευταία πρόσβαση: 15/04/2020]
[25] UN Human Rights Council, Report of the Independent International Commission of Inquiry on the Syrian Arab Republic [A/HRC/42/51], 15 August 2019, p. 12 https://www.ecoi.net/en/file/local/2016403/a_hrc_42_51_E.pdf
[26] EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 56 https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf
[27] Lister, C., Turkish-backed Syrian armed opposition groups to unite under one banner, Middle East Institute, 4 October 2019 https://www.mei.edu/blog/turkish-backed-syrian-armed-opposition-groups-unite-under-one-banner [τελευταία πρόσβαση: 15/04/2020]
[28] Ο.π.
[29] EASO COI Report: Syria – Actors (December 2019), p. 56 https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf [τελευταία πρόσβαση: 15/04/2020
[30] Syrian Observer (The), Three Leaders Take Reins of National Army in Northern Syria: Who Are They?, 7 October 2019, https://syrianobserver.com/EN/features/53442/three-leaders-take-reins-of-national-army-in-northern-syria-who-are-they.html [τελευταία πρόσβαση: 15/04/2020]
[31] Amnesty International, ‘Syria: Damning evidence of war crimes and other violations by Turkish forces and their allies’, 18 October 2019 https://www.amnesty.org/en/latest/news/2019/10/syria-damning-evidence-of-war-crimes-and-other-violations-by-turkish-forces-and-their-allies/ [τελευταία πρόσβαση: 15/04/2020]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο