Ν. Μ. Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1317/24, 6/6/2025
print
Τίτλος:
Ν. Μ. Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1317/24, 6/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.1317/24

 

6 Ιουνίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ν. Μ. Ν.

Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Γ. Στυλιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δικηγόροι για Αιτήτρια

Κος Ν. Νικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Αίτηση ημ.02/12/24 για Προσαγωγή Μαρτυρίας

 

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.11/04/24, δια της οποίας απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία της κοινοποιήθηκε αυθημερόν, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α), ως προς το σύνολο της αλλά και ως προς τη μη απόδοση συμπληρωματικής προστασίας (Αιτητικό Β), απόφαση δια της οποίας να αναγνωρίζεται η αιτήτρια ως πρόσφυγας (Αιτητικό Γ) και ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας (Αιτητικό Δ).

Μετά την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής (15/04/24) και της ενστάσεως από τους καθ’ ων η αίτηση (18/07/24) η αιτήτρια καταχώρησε στις 02/12/24 την υπό κρίση αίτηση, δια της οποίας αιτείται άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας για τους λόγους που παρατίθενται στην ένορκη δήλωση ημ.29/11/24 (στο εξής ΕΔ) που τίθεται προς υποστήριξη αιτήσεως.

Η ενόρκως δηλούσα, αιτήτρια στην υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή, αναφέρει ότι η μαρτυρία που επιθυμεί να προσαγάγει, που περιέχεται αυτούσια στην προτεινόμενη ένορκη δήλωση της αιτήτριας (στο εξής ΠΕΔ), ως αναφέρει, αφορά φερόμενο ένταλμα έρευνας εναντίον της από τις αρχές του Καμερούν, φερόμενη ένορκη δήλωση της μητέρας της ημ.10/02/24 και φερόμενο άρθρο της εφημερίδα «THE MESSENGER» ημ.26/07/21, ουδέν εκ των οποίων, ως αναφέρει, είχε στην κατοχή της κατά την συνέντευξη κατά την επίδικη αίτηση στις 08/02/24 (παρ.6, 7, 8 – ΕΔ). Ως περαιτέρω αναφέρει, η επίδικη απόφαση «πάρθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα» (παρ.4 – ΕΔ) και οι καθ’ ων η αίτηση «δεν προέβησαν σε έρευνα για την εξακρίβωση των ισχυρισμών [της] ότι κινδυνεύει η ζωή [της] και ότι όλοι οι ισχυρισμοί [της] είναι αληθείς» (παρ.5 – ΕΔ). Γι’ αυτό και, ως εξηγεί, είναι «καταλυτικής σημασίας και προς το συμφέρον της ορθής απονομής δικαιοσύνης» (παρ.9 – ΕΔ), «υπάρχει καλός λόγος και είναι αναγκαία η προσκόμιση της προτεινόμενης μαρτυρίας» (παρ.10 – ΕΔ), «οι καθ’ ων η αίτηση δεν θα υποστούν οποιαδήποτε αδικία, ούτε θα επηρεαστούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αρνητικά τα δικαιώματα τους […] έχουν και διατηρούν τη δυνατότητα να [την] αντεξετάσουν» (παρ.11 – ΕΔ), ενώ – αντιθέτως – ως αναφέρει, «τυχόν απόρριψη του αιτήματος [της] θα βλάψει τα δικαιώματα [της] […] θα ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος [της] να ακουστεί, γεγονός που θα [της] προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά» (παρ.12 – ΕΔ).

Στην επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, ως αυτή καταγράφεται αυτούσια στην ΠΕΔ, η αιτήτρια επαναλαμβάνει κατ’ ουσία εν τάχει τα ως άνω και επισυνάπτει ως Τεκμήρια 1, 2 και 3, αντίστοιχα, τα ως άνω περιγραφόμενα έγγραφα.

Στην αγόρευση τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας, κάνοντας αναφορά στην πολύ προσφάτως εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης του Δ.Δ.Δ.Π. αρ.26/20, Δημοκρατία ν. Singh, ημ.10/09/24, όπου επιβεβαιώθηκε ότι «οι εξουσίες του [Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας] σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός», αλλά και στον κ.10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019,  εισηγούνται ότι, δεδομένου ότι η παρούσα καταχωρήθηκε προτού καταχωρηθούν αγορεύσεις εκατέρωθεν και η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε οφείλεται στο ότι η αιτήτρια δεν είχε στην κατοχή της τα έγγραφα των οποίων ζητείται η προσαγωγή αλλά και σε προσωπικό κώλυμα της δικηγόρου που χειρίζεται την υπόθεση, είναι δε γι’ αυτό «ιάσιμη», ως αναφέρουν (σελ.6 αγόρευσης), και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας που κέκτηται το παρόν Δικαστήριο σε θέματα απόδειξης, η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να επιτύχει. Αναφέρει δε περαιτέρω ότι υφίσταται σχετικότητα των εγγράφων τα οποία επιθυμεί να προσαγάγει με την υπόθεση της αιτήτριας και γι’ αυτό θα πρέπει να γίνουν δεκτά, προκειμένου το Δικαστήριο να έχει πλήρη και συνολική εικόνα σχετικά με την κατάσταση της αιτήτριας.

Τα ανωτέρω συνοψίζουν την μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια να προσαχθεί και τα επ’ αυτού επιχειρήματα της αιτήτριας.

Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται στην αίτηση και αναφέρουν ότι αυτή είναι νομικά αβάσιμη  και/ή η νομική βάση της αιτήσεως πάσχει, δι’ αυτής δεν αποκαλύπτεται καλός λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση της, υποβάλλεται με καθυστέρηση, χωρίς να αποκαλύπτεται ο λόγος για τον οποίο δεν ήταν σε θέση να προσάγει αυτή την μαρτυρία η αιτήτρια είτε κατά την ενώπιον της διοίκησης διαδικασία είτε προηγουμένως στα πλαίσια της παρούσης, δεν προσδιορίζεται με εύλογη ακρίβεια η μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια προσαγωγής, αυτή δεν σχετίζεται με τα επίδικα ζητήματα στη με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή, δεν είναι αναγκαία καθότι – ως αναφέρουν – αυτή δεν δύναται να τεκμηριώσει κάποιο λόγο ακύρωσης της επίδικης πράξης και τα έγγραφα των οποίων ζητείται η προσαγωγή είναι μη γνήσια ή και αμφιβόλου γνησιότητας.

Στην πλούσια και εμπεριστατωμένη αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, κάνοντας αναφορές στην οικεία νομοθεσία και νομολογία, πραγματευόμενος, μεταξύ άλλων, και ζητήματα που άπτονται την αξιοπιστία και γνησιότητα των εγγράφων των οποίων ζητείται η προσαγωγής, εισηγείται ότι δεν πληρούται εν προκειμένου καμία εκ των προϋποθέσεων για την έγκριση της υπό κρίση αιτήσεως. Σημειώνουν δε ότι η νομική βάση της αιτήσεως αλλά και ο τύπος κατά τον οποίο αυτή υπεβλήθη πάσχει, καθώς, ως εξηγείται, η προσφυγή καταχωρήθηκε μετά την εφαρμογή των νέων θεσμών πολιτικής δικονομίας και συνεπώς, δεδομένου ότι τόσο οι αναφορές στην νομική βάση της αιτήσεως αλλά και ο τύπος αυτής αφορούν τους παλαιούς θεσμούς, αυτό στερεί της αιτήσεως το αναγκαίο δικονομικό υπόβαθρο.

Κατά την ακρόαση της παρούσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών αρκέστηκαν στο να υιοθετήσουν τις αγορεύσεις τους, σημειώνοντας ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση και πάλι τα όσα αναφέρει περί της νομικής βάσης της αιτήσεως, ως καταγράφονται και πιο πάνω.

Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου της υπό κρίση αιτήσεως, της ΕΔ και ΠΕΔ, της ενστάσεως, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών αλλά και της ενστάσεως επί της προσφυγής, όπου επισυνάπτονται τα έγγραφα που αφορούν την παρούσα υπόθεση.

Προέχει η εξέταση των λόγων που άπτονται της πληρότητας της νομικής βάσεως της υπό κρίση αιτήσεως, καθώς, σε περίπτωση που τούτο ευσταθεί, τότε η αίτηση στερείται του αναγκαίου δικονομικού υπόβαθρου. Κατόπιν ανάγνωσης της ενστάσεως των καθ’ ων η αίτηση αλλά και της αγόρευσης τους δεν εντοπίζω σημείο που να θίγεται σχετικά με τη νομική βάση της αίτησης σημείο η εξέταση του οποίο προηγείται των όσων αναφέρουν, ήτοι της μη αναγραφής του κ.10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, που είναι και ειδική διάταξη που εφαρμόζεται στο παρόν δικαστήριο και καθορίζει αιτήματα προσαγωγής μαρτυρίας, ως εν προκειμένω. Σημειώνω σχετικώς ότι ο κ.2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 ρητώς αναφέρει ότι κάθε άλλη διάταξη διαδικαστικού κανονισμού ή πρακτική άλλη από τον κανονισμό του παρόντος Δικαστηρίου «τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών […] με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια», εκ του οποίου θεωρώ ότι καθίσταται σαφές ότι όπου διάταξη του εν λόγω κανονισμού ρυθμίζει ειδικώς κάποιο ζήτημα της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασίας δεν επιτρέπει την εφαρμογή διάταξης άλλου κανονισμού επί του ιδίου ζητήματος, παρά μόνο στον βαθμό και την έκταση που δεν ανατρέπει τα ειδικώς οριζόμενα στον κανονισμό του παρόντος Δικαστηρίου. Με δεδομένο λοιπόν ότι, σύμφωνα με τις αναφορές του συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, η προσοχή του Δικαστηρίου στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση, ήτοι της ορθότητας της νομικής, εφόσον το ζήτημα αυτό άπτεται του δικαιοδοτικού υποβάθρου και εγκυρότητας του υπό κρίση δικονομικού διαβήματος, θεωρώ ότι μπορεί και θα πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.

Στην απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου Anaghara ν Κυπριακής Δημοκρατίας, Μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υπόθ. αρ 1507/15, ημ.04.07.2018, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, η ύπαρξη μεν νομικής βάσης, ήτοι της Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε ενδιάμεση αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αλλά η απουσία αναφοράς στον Κανονισμό 13 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, κρίθηκε ότι συνιστούσε μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεως, καθιστώντας αυτήν άκυρη, καθότι στερείτο του αναγκαίου δικονομικού δικαιοδοτικού υποβάθρου (υπόθ. αρ. 1144/08, Mohammad Kashif v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.7.2008, υπόθ. αρ. 1405/09, Valentina Stoeva v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.11.2009, υπόθ. αρ. 1253/11, Imad Kahil κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.12.2011, υπόθ. αρ. 617/2012, Imad Kahil ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.6.2012) .»

Στην αναφερόμενη και στην ως άνω απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.617/12, Imad Kahil ν. Δημοκρατίας, ημ.01/06/12, όπου εξετάστηκε το ζήτημα της μη συμπερίληψης στη νομική βάση της εκεί υπό κρίση αίτησης για ενδιάμεσο διάταγμα η μη καταγραφή του κ.13, είχαν αναφερθεί τα εξής:

«Η μη αναφορά στον Κανονισμό 13 κρίθηκε ως μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεων για ενδιάμεσα διατάγματα, στα πλαίσια προσφυγών, σε αριθμό πρωτοδίκων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην Υπόθεση 1253/11, Imad Kahil κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 2.12.2011 (του ιδίου αιτητή) ο αδελφός Δικαστής κ. Ερωτοκρίτου απεφάσισε ότι η δικονομική παρατυπία, της μη αναφοράς στον Κανονισμό 13, οδηγούσε σε ακυρότητα και δεν μπορούσε να θεραπευθεί.  Στην Υπόθεση 1144/08, Mohammad Kashif v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.7.2008 ο αδελφός Δικαστής κ. Ναθανάηλ είπε ότι η επίκληση των Κανονισμών 18 και 19 του προαναφερόμενου κανονισμού και του άρθρου 32 του Ν 14/60 δεν συνιστούν ορθό δικονομικό υπόβαθρο για αιτήσεις προσωρινών διαταγμάτων, σε προσφυγές.  Ο ορθός κανονισμός είναι ο Κανονισμός 13.  Στην Υπόθεση 1405/09, Valentina Stoeva v. Δημοκρατίας, ημερ. 10.11.2009 ο αδελφός Δικαστής κ. Παμπαλλής έκρινε ότι, κατ΄ αναλογία προς τις ενδιάμεσες αιτήσεις που καταχωρούνται στα πλαίσια αγωγών και στις οποίες απαραίτητα πρέπει να γίνεται αναφορά στο ορθό άρθρο ή άρθρα που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, έτσι και στις διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του προαναφερόμενου διαδικαστικού κανονισμού, θα πρέπει να αναγράφεται το ορθό άρθρο ή ο ορθός θεσμός στον οποίον βασίζεται η αίτηση.  Σε υποθέσεις όπως την παρούσα το νομικό υπόβαθρο για στήριξη της αίτησης είναι ο Κανονισμός 13 και επομένως αναφορά σ΄  αυτόν τον Κανονισμό είναι απαραίτητη, αλλιώτικα η αίτηση στερείται του απαραίτητου δικαιοδοτικού υποβάθρου και είναι άκυρη.»

Στην υπ. αρ.1320/09, Umer Abdul Satter v. Δημοκρατίας, ημ.03/11/09 λέχθηκαν τα εξής:

«Στις περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης. Σχετική παράλειψη καθιστά την αίτηση άκυρη, εκτός και αν η παράλειψη αφορά παρατυπία η οποία αποτελείται από παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς, οπόταν η αίτηση μπορεί να διασωθεί κατ' εφαρμογή των προνοιών της Δ.64. Αν όμως η παράλειψη είναι θεμελιώδης, τότε δεν χωρεί διορθωτική παρέμβαση του Δικαστηρίου. (Βλ. Wunderlich και άλλων ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και στις εκεί αυθεντίες που η απόφαση του Εφετείου παραπέμπει).»

Τα ως άνω επιβεβαιώθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Δ. Δ. Δ. Π. Αρ.33/2023, Ghonima v. Δημοκρατίας, ημ.28/06/24, στην οποία αναφέρθηκε ότι «[είναι] πάγια δε η θέση της νομολογίας μας, ότι είναι δεδομένη η αναγκαιότητα επίκλησης και αναγραφής στο σώμα μιας ενδιάμεσης αίτησης της νομικής βάσης επί της οποίας αυτή εδράζεται, όπως απαιτεί εξάλλου η Διαταγή 48 (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Badjinder Brav κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε. 235/2015, ημερομηνίας 25/7/2023).»

Επανερχόμενος τώρα στην υπό κρίση αίτηση παρατηρώ ότι στη νομική βάση της δεν γίνεται καμία αναφορά στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019, πόσο μάλλον στον κ.10, ο οποίος και τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω.

Στη βάση της ως άνω νομολογίας είναι κατάληξη μου ότι η έλλειψη που παρατηρείται στη νομική βάση της παρούσης αιτήσεως συνιστά θεμελιώδη, μη θεραπεύσιμη παράλειψη (άλλωστε ουδεμία προσπάθεια έγινε εκ της αιτήτριας προς αυτή την κατεύθυνση), καθώς, εφόσον το ζήτημα προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου ρυθμίζεται δια συγκεκριμένου κανονισμού (κ.10) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 «η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης» (βλ. απόφαση Umer, ανωτέρω). Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι η έλλειψη αυτή στην υπό κρίση αίτηση συνιστά «μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεως, καθιστώντας αυτήν άκυρη, καθότι στερείτ[αι] του αναγκαίου δικονομικού δικαιοδοτικού υποβάθρου» (βλ. απόφαση Anaghara, ανωτέρω). Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι ο κ.10 κάνει λόγο και για προφορικό αίτημα, από τη στιγμή όμως που μια αίτηση ως η παρούσα υποβάλλεται γραπτώς θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους οικείους διαδικαστικούς κανονισμούς και νομολογία επί του ζητήματος, αλλιώς είναι άκυρη.

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου, παρότι παρέλκει η εξέταση οιουδήποτε άλλου ζητήματος, καθώς η υπό κρίση αίτηση είναι άκυρη, ως θνησιγενής εκ της καταχωρήσεως της συνεπεία της ως άνω μοιραίας παράλειψης που παρατηρείται επί της νομικής βάσεως της, θεωρώ σκόπιμο, για σκοπούς πληρότητας, να αναφέρω και τα εξής.

Επί της νομικής πτυχής παραθέτω τον κ.10 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

«10. (α) Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται-

(i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και

(ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.»

Παρεμφερώς με τα ως άνω, στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-652/16 Ahmedbekova, ημ.04/10/18, αναφέρεται ότι «[τ]ο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο […] υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι […] τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια […] της προσφυγής […].»

Επανερχόμενος στα ενώπιον μου στοιχεία, υπό το πρίσμα του ως άνω δικονομικού πλαισίου και της σχετικής νομολογίας, είναι κατάληξη μου ότι - πέραν της μοιραίας, ως ανωτέρω εξηγώ, ελλείψεως που παρατηρείται στη νομική βάση της υπό κρίση αιτήσεως - δεν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση που τίθεται από τον κ.10 (α) (i) (ανωτέρω), καθώς ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να δεικνύει ότι η μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια προσαγωγής αφορά στοιχεία «τα οποία άνευ δικής [της] υπαιτιότητας, [η αιτήτρια] αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής [της] σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β)».

Εξηγώ επί του ανωτέρω.

Ανατρέχοντας στην ΕΔ, για το ζήτημα της καθυστέρησης στην υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως και της αιτιολόγησης αυτής, το μόνο που αναφέρεται σχετικώς εντοπίζεται στις παρ.6 και 8 της ΕΔ, όπου η ενόρκως δηλούσα αναφέρει, με πανομοιότυπο λεκτικό  σε αμφότερες τις ως άνω παραγράφους, ότι τα έγγραφα τα οποία επιθυμεί να προσκομίσει (Τεκμήρια 1 και 3 ΕΔ) «δεν [τα] είχε στην κατοχή [της] κατά την συνέντευξη [της] στις 08/02/24» και, αναφορικά δε με το Τεκμήριο 2, ενόψει του ότι έχει ως φερόμενη ημερομηνία σύνταξης του τις 10/02/24, είναι θεωρώ αυτόδηλο ότι ούτε αυτό το έγγραφο ήταν στην κατοχή της κατά τη συνέντευξη. Αντιστοίχως, στην σελ.6 της αγόρευσης της αιτήριας, ως αναφέρω και πιο πάνω, γίνεται αναφορά στο ότι η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης οφείλεται στο ότι δεν είχε τα έγγραφα στην κατοχή της η αιτήτρια αλλά και σε προσωπικό κώλυμα της δικηγόρου που χειρίζεται την υπόθεση της.

Κατ’ αρχήν σημειώνω ότι, ως ειπώθηκε στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 281, (Ολομέλεια), «η αγόρευση ούτε διευρύνει, ούτε επεκτείνει τα επίδικα θέματα και δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας». Συνεπώς οι όποιες αναφορές επί του ζητήματος της καθυστέρησης γίνονται στην αγόρευση της αιτήτριας, οι οποίες δεν βρίσκουν έρεισμα στο περιεχόμενο της ΕΔ που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση, δεν μπορούν παρά να αγνοηθούν.

Αξιολογώντας τα ενώπιον μου στοιχεία καταλήγω ότι οι ως άνω αναφορές στην ΕΔ δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι ικανοποιείται η προϋπόθεση που τίθεται από τον κ.10 (α) (i) ότι η προς προσαγωγή μαρτυρία αφορά στοιχεία «τα οποία άνευ δικής [της] υπαιτιότητας, [η αιτήτρια] αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής [της]», αφού ουδόλως ξεκαθαρίζεται πότε εν τέλει περιήλθαν στην κατοχή της, πως και – το σημαντικότερο - γιατί αδυνατούσε να τα υποβάλει προηγουμένως, κατ’ ελάχιστο με την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής, σύμφωνα με τον κ.3 (α), (β) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Τα όσα λοιπόν αναφέρονται σχετικά δεν αποκαλύπτουν τον λόγο της καθυστέρησης της αυτής και συνεπώς δεν αιτιολογούν το γιατί «αδυνατούσε να υποβάλει […] κατά την καταχώρηση της προσφυγής» [κ.10 (α) (i)] την επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία. Τούτο γιατί, πολύ απλά, το ότι δεν είχε τα έγγραφα που επιθυμεί να προσκομίσει στην κατοχή της κατά τη συνέντευξη στις 08/02/24 ουδόλως αιτιολογούν γιατί δεν καταχωρήθηκαν μαζί με την προσφυγή ή – έστω – κατά τους περίπου 8 μήνες που διέρρευσαν από την καταχώρηση της προσφυγής μέχρι να προβεί στο υπό κρίση διάβημα η αιτήτρια.

Επί τούτου κρίνω σκόπιμο να παραθέσω και το εξής απόσπασμα από την απόφαση μου επί ενδιάμεσης αιτήσεως προσαγωγής μαρτυρίας στα πλαίσια της προσφυγής 6847/22, F. R. ν. Δημοκρατίας, ημ.12/07/24, όπου, επί όμοιου ζητήματος, ανέφερα τα εξής:

«Είναι σαφές, εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του κ.10 (α) και 3 (β) του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προσάγει κάθε μαρτυρία σχετική με τους στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ισχυρισμούς του. Τούτο όμως δεν είναι ανεξέλεγκτο, αλλά υπόκειται σε προϋποθέσεις και εύλογους περιορισμούς.

[…]

Αξίζει να σημειωθεί ότι εύλογοι περιορισμοί στη δικονομική ελευθερία προώθησης της προσφυγής ενός αιτητή δεν είναι ξένοι στη νομολογία μας. Σχετικώς, στη Βαρδιάνος v Richards (1998) 1 Α.Α.Δ 698, λέχθηκε ότι «[α]πό τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.».

Σχετικώς, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1483/13, Εύης Δρουσιώτης v Πανεπιστημίου Κύπρου, ημ.07/08/15, αναφέρεται ότι:

«Σε κάθε περίπτωση ο αιτητής είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής […] και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος.  Το δικαίωμα δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστο, ούτε και ανεξέλεγκτο, σε σημείο που να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου. »

Εκ του απαυγάσματος της ως άνω παρεμφερούς νομολογίας και του κ.10, ο οποίος και ρυθμίζει το δικαίωμα του αιτητή να προσάγει νέα μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι το δικαίωμα αυτό – αν και παρέχεται δεόντως σε κάθε αιτητή – υποβάλλεται στους περιορισμούς που στον εν λόγω κανονισμό αναφέρονται.

[…]

Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητείται η έκταση και φύση του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, αρ.46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και αρ.47 του ΧΘΔΕΕ].

Όμως, δεδομένης της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, θεωρώ ότι η επιβολή δια διαδικαστικών κανονισμών εύλογων δικονομικών περιορισμών και η οριοθέτηση των πλαισίων εντός των οποίων κινείται μια δικαστική διαδικασία είναι και θεμιτή αλλά και συμβατή με το Ενωσιακό Δίκαιο νοούμενου ότι δεν καθίσταται αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων του αιτούντος (πράγμα που δεν εντοπίζω εδώ, ως ανωτέρω εξηγώ). Αυτό επιβεβαιώθηκε, με αναφορά και στην προηγούμενη επί τούτου νομολογία, και στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΔΕΕ) στην C-184/16, ECLI:EU:C:2017:684, ημ.14/09/17, όπου το Δικαστήριο ανέφερε σχετικώς τα εξής, τα οποία θεωρώ ότι τυγχάνουν κατ’ αναλογία εφαρμογής:

«58.Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στα κράτη μέλη να ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζουν τους δικονομικούς κανόνες περί ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, οι δικονομικοί κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ορφανόπουλος και Oliveri, C-482/01 και C-493/01, EU:C:2004:262, σκέψη 80, και της 13ης Μαρτίου 2014, Global Trans Lodzhistik OOD, C-29/13 και C-30/13, EU:C:2014:140, σκέψη 33).

[…]

60.Πράγματι, όπως το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένα, ο καθορισμός ευλόγων προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων με γνώμονα την ασφάλεια δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τους ενδιαφερόμενους πολίτες όσο και τις οικείες αρχές, είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2016, Stadt Wiener Neustad, C-348/15, EU:C:2016:882, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»

Η ως άνω προσέγγιση ευθυγραμμίζεται με τα λεχθέντα στην Ahmedbekova (ανωτέρω), όπου αναφέρεται ότι το «δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής» και «δεν υπέχει […] υποχρέωση [να εξετάσει αυτά] αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής».»

Αξίζει θεωρώ να σημειωθεί ότι τα λεχθέντα στην Έφεση κατά απόφασης του Δ.Δ.Δ.Π. αρ.26/20, Δημοκρατία ν. Singh, ημ.10/09/24, περί του ότι «οι εξουσίες του [Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας] σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός» δεν σημαίνει βεβαίως ότι κάθε παρατυπία ή έλλειψη ρητών προϋποθέσεων για έγκριση αιτήματος προσαγωγής μαρτυρίας δύναται να θεραπευθεί ή παραγνωριστεί για τον λόγο τούτο. Αντίθετη προσέγγιση θα έθετε σε αχρησία τους δικονομικούς κανόνες και θα επέτρεπε κάθε σχετικό διάβημα εκτός δικονομικού πλαισίου. Άλλωστε το ζήτημα που απασχόλησε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην ως άνω έφεση ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε το Δικαστήριο να αγνοήσει – χωρίς να δώσει αιτιολογία προς τούτο – έγγραφο του οποίου την κατάθεση αποδέχθηκε κατά τις διευκρινήσεις.

Τα ως άνω σφραγίζουν την τύχη της παρούσης αιτήσεως.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Έξοδα €300, καταβλητέα κατά το τέλος της διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

Η προσφυγή ορίζεται για οδηγίες στις 13/06/25, 8:15 π.μ..

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο