ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ: Q.C.P., Νομική Αρωγή αρ. 223/2025, 12/6/2025
print
Τίτλος:
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ: Q.C.P., Νομική Αρωγή αρ. 223/2025, 12/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Νομική Αρωγή αρ. 223/2025

12 Ιουνίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002,

Ν. 168(Ι)/2002 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΑΡ.1) ΤΟΥ 2003

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:

                          Q.C.P.

                       από Νιγηρία

                                                           Αιτήτρια

 

Η Αιτήτρια εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως

Για τους Καθ' ων η αίτηση: Ε. Ιωάννου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

[Α. Χατζησάββας- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα]                            

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

E. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η Αιτήτρια με την αίτησή της ημερομηνίας 16.12.2024, αιτείται την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, έτσι ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να διορίσει δικηγόρο, προκειμένου να χειριστεί την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρίσει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 13.8.2024, με την οποίαν απορρίπτεται η αίτησή της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

  

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Ως προκύπτει από το γραπτό σημείωμα που κατατέθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα, καθώς και από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτό, τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση σκιαγραφούνται ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια υπήκοος Νιγηρίας, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 17.10.2021 και εισήλθε στη Δημοκρατία από τις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας αίτηση διεθνούς προστασίας στις 10.5.2023. Στις 12.8.2024 διενεργήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος στις 13.8.2024 συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε στις 13.8.2024 από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 02.09.2024 με επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας.

  

Εναντίον της απόφασης αυτής, η Αιτήτρια  καταχώρισε στις 11.09.2024 την υπ' αρ. 3561/24 προσφυγή για την προώθηση της οποίας, επιθυμεί να λάβει δωρεάν νομική αρωγή, μέσω της υπό εξέταση αίτησης.

 

Κατά την καταγραφή της αίτησής για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε πως μετά τον θάνατο των γονέων της, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, με τη βοήθεια του θείου της, για να σπουδάσει στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Επιπλέον, δήλωσε ότι κατά τη παραμονή της εκεί η γυναίκα που την βοήθησε να εγκατασταθεί, την εξανάγκασε, δια της παρακράτησης του διαβατηρίου της, να εκδίδεται, για να αποπληρώσει το χρέος της απέναντί της. Η ίδια επικοινώνησε με τον θείο της, ο οποίος αρνήθηκε να την βοηθήσει. Ένα έτος περίπου αργότερα και αφού πληροφορήθηκε ότι το εν λόγω πρόσωπο θα την  παραχωρούσε σε άλλο πρόσωπο για να συνεχίσει να εκδίδεται, εγκατάλειψε με τη βοήθεια φιλικού της προσώπου τις μη ελεγχόμενες περιοχές και εισήλθε στη Δημοκρατία.

 

Κατά τη συνέντευξή της δήλωσε υπήκοος Νιγηρίας, με τόπο καταγωγής το χωριό Okogbe, της περιοχής Ahoada West LGA, της πολιτείας Rivers state και τόπο συνήθους διαμονής το Port Harcourt της ίδια πολιτείας. Εθνοτικής καταγωγής Ekpeye, χριστιανή, άγαμη, άτεκνη, απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εργαζόταν σε οικογενειακή ξενοδοχειακή επιχείρηση. Οι γονείς της απεβίωσαν το 2020, ενώ έχει δύο αδέρφια που διαμένουν στο Port Harcourt.

 

Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στην παραπλάνησή της από το θείο της και την μετέπειτα εκμετάλλευση της από κύκλωμα εμπορίας προσώπων στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Ειδικότερα, δήλωσε ότι κατόπιν προτροπής του θείου της να εγκαταλείψει τη χώρα της για σπουδές και με τη βοήθεια του, μετέβη στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Εκεί, μια γυναίκα, που βρισκόταν σε συνεννόηση με τον θείο της, την παρέλαβε από το αεροδρόμιο και αφού της πήρε το διαβατήριο την μετέφερε στην οικία της, κάνοντας παράλληλα και τις υπόλοιπες ενέργειες για εγγραφή της στο πανεπιστήμιο. Τρεις μήνες αργότερα, ξεκίνησε η εκμετάλλευση της Αιτήτριας, με τον εξαναγκασμό της σε σεξουαλική επαφή με τρίτα πρόσωπα, μέχρι να αποπληρώσει την οφειλή της απέναντι στην εν λόγω γυναίκα. Η ίδια επικοινώνησε με τον θείο της, ο οποίος της επιβεβαίωσε ότι την έστειλε εκεί για να εκδίδεται. Η Αιτήτρια επιχείρησε ανεπιτυχώς να διαφύγει, μέσω ενός νεαρού άντρα που την κάλεσε για να συνευρεθούν, και εν συνεχεία κρατήθηκε κλειδωμένη στην οικία που διέμενε. Μια μέρα και ενώ εξήλθε της οικίας για να πάει για ψώνια, συναντήθηκε με μια συμφοιτήτρια της, η οποία προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει και εξηγώντας της ότι πρέπει να βρει το διαβατήριό της. Έτσι, μια ημέρα που είχε μείνει μόνη της στην οικία και η γυναίκα που τη κρατούσε είχε ξεχάσει να κλειδώσει τα δωμάτια, εντόπισε το διαβατήριο και έφυγε.

 

Ερωτηθείσα σχετικά με το θείο της δήλωσε το όνομά του, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει περισσότερα για εκείνον πλην του ότι μετά το θάνατο των γονέων της διαχειριζόταν την οικογενειακή και επιχείρηση, εξηγώντας παράλληλα πως από τότε άλλαξε και η συμπεριφορά του. Ως προς τη γυναίκα που την παρέλαβε από το αεροδρόμιο και τη κρατούσε, δήλωσε πως δεν γνωρίζει τίποτα για εκείνη, ότι παρέμεινε μαζί της από το 2021 μέχρι τις 10 Μαΐου του 2023, υποθέτοντας παράλληλα πως ανήκει στη φυλή Yoruba, λόγω της γλώσσας που μιλούσε.

 

Σχετικά με τις συνθήκες κράτησής της δήλωσε ότι διέμενε σε ένα διαμέρισμα στην Κερύνεια, μαζί με το πρόσωπο που την κρατούσε και άλλες τρεις κοπέλες και πως κατά διαστήματα τη μετέφεραν στην Αμμόχωστο σε χώρο με άλλες 6 -7 κοπέλες.

 

Όσον αφορά το πρώτο περιστατικό κατά το οποίο εξαναγκάστηκε σε σεξουαλική επαφή, δήλωσε ότι μεταφέρθηκε με taxi στην οικία τρίτου προσώπου, σε άγνωστη τοποθεσία, χωρίς να γνωρίζει  τον λόγο. Εκεί, αφού την ενημέρωσε για τον λόγο της επίσκεψης, η Αιτήτρια κάλεσε την γυναίκα που την φιλοξενούσε και τον θείο της, οι οποίοι της είπαν ότι πρέπει να κάνει ότι της ζητηθεί. Έτσι, και αφού το τρίτο πρόσωπο ζήτησε επιστροφή χρημάτων, η Αιτήτρια εξαναγκάστηκε να ενδώσει.

 

Αναφορικά με την αποτυχημένη απόπειρα διαφυγής της, δήλωσε ότι κατά την επίσκεψη της σε νεαρό άντρα, τον ενημέρωσε για την κατάστασή της και εκείνος προθυμοποιήθηκε να την βοηθήσει. Έτσι, την κάλεσε εκ νέου στην οικία του, όπου και παρέμεινε για δύο ημέρες. Έπειτα, ήρθαν τρεις άντρες, όπου αφού χτύπησαν το πρόσωπο που την φυγάδευσε, την επέστρεψαν στην οικία που κρατούνταν. Ερωτηθείσα για το πρόσωπο που την βοήθησε και τους άντρες που την πήραν πίσω, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δε γνωρίζει πληροφορίες.

 

Όταν της ζητήθηκαν διευκρινίσεις σχετικά με την διαφοροποίηση των δηλώσεών της όσον αφορά το φύλο του προσώπου που την βοήθησε να διαφύγει και τον τρόπο επικοινωνίας τους, όπου στην μεν  καταγραφή αναφέρθηκε σε πρόσωπο αρσενικού γένους και σε τηλεφωνική επικοινωνίας τους στη δε συνέντευξη σε πρόσωπο θηλυκού γένους και στην συνάντησή τους στην υπεραγορά, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει και ότι δεν θυμάται τι έγραψε κατά τη καταγραφή, ενώ ερωτηθείσα για τον τρόπο με τον οποίο τηλεφώνησε στο εν λόγω πρόσωπο δεδομένου ότι η γυναίκα που την κρατούσε είχε πάρει το κινητό της, η Αιτήτρια δεν απάντησε.

 

Περαιτέρω, ερωτηθείσα σχετικά με την απόκλιση των δηλώσεων της σχετικά με το χρονικό διάστημα που συνέβη το πρώτο περιστατικό, όπου στη μεν συνέντευξη ευαλωτότητας δήλωσε ότι συνέβη ένα μήνα μετά την άφιξή της, στη δε συνέντευξη επί του αιτήματος τρεις μήνες μετά, η Αιτήτρια δήλωσε άγνοια. Παρομοίως, ερωτηθείσα σχετικά με απουσία αναφοράς στην πρόθεση της γυναίκας να τη στείλει στη Τουρκία, κάτι που είχε επικαλεστεί κατά τη συνέντευξη ευαλωτότητας, δήλωσε ότι ξέχασε να το αναφέρει.

 

Όσον αφορά τον μελλοντικό της φόβο σε περίπτωση επιστροφής της, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τι θα της συμβεί και πως τα σχέδια της για το μέλλον είναι να εξασφαλίσει ότι τα αδέρφια της θα έχουν μια καλή ζωή. 

 

Η προϋπόθεση της πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της προσφυγής

 

Η Αιτήτρια έχει καταχωρίσει προσφυγή κατά της δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 και συνεπώς η εξεταζόμενη περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 6Β(2)(α) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου.

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά στην πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής και ότι συνεπώς πληρείται η πρώτη προϋπόθεση παραχώρησης δωρεάν νομικής αρωγής ως αυτή θεσπίζεται με το εδάφιο (αα) του άρθρου 6Β(2) (ανωτέρω), κρίσιμη καθίσταται η εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης, θεσπιζόμενης διά του εδαφίου (ββ) της ίδιας διάταξης, την ύπαρξη δηλαδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της σκοπούμενης προσφυγής.

 

Σύμφωνα με τη διαμορφωθείσα νομολογία, δίδεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, η προσφυγή του αιτητή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας[1].

 

Οι πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας θα πρέπει να εξετάζονται και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου χωρίς να περιορίζεται αυθαίρετα η παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη. Περαιτέρω όμως το Δικαστήριο, θα πρέπει να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιόν του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας[2].

 

Σημειώνεται δε, πως το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης για νομική αρωγή, δεν θα επηρεάσει την τελική έκβαση της προσφυγής που έχει ήδη καταχωριστεί από την Αιτήτρια, εφόσον το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία δεν αποφασίζει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής[3].

 

Σημειώνεται εξάλλου ότι, το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση της βασιμότητας της αίτησης παροχής νομικής αρωγής, στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του[4].

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ

 

Προς αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο Λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος, αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ και τον τόπο καταγωγής της Αιτήτριας, ο δε δεύτερος αναφορικά με το ότι αποτελεί θύμα εμπορίας προσώπων.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς στοιχειοθετήθηκαν τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας. Αναφορικά με τον δεύτερο κρίσιμο ισχυρισμό, δεν έγινε αποδεκτός, καθώς ο Λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας στερούνταν επαρκών πληροφοριών και εμπεριείχαν αντιφάσεις. Ειδικότερα, αντιφατικές κρίθηκαν οι δηλώσεις της Αιτήτριας κατά τη συνέντευξη της σε σχέση με τις δηλώσεις τόσο κατά την καταγραφή της Αίτησης, όσο και κατά τη συνέντευξη ευαλωτότητας που παραχώρησε σε προγενέστερο στάδιο. Πιο συγκεκριμένα, ενώ κατά τη καταγραφή της Αίτησής της αναφέρθηκε σε πρόσωπο γένους αρσενικού ως προς το πρόσωπο που την βοήθησε να δραπετεύσει από τις από τις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, κατά τη συνέντευξη της αναφέρθηκε σε πρόσωπο γένους θηλυκού, αντίφαση που δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει. Παρομοίως, αντιφατικές κρίθηκαν οι δηλώσεις της αναφορικά με το χρονικό διάστημα που φοίτησε στο πανεπιστήμιο στις μη ελεγχόμενες περιοχές, όπου στην μεν συνέντευξη ευαλωτότητας αναφέρθηκε σε διάστημα 1 μήνες, κατά τη συνέντευξη επί του αιτήματός της δε σε διάστημα 3 μηνών, αντίφαση που εκ νέου δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει. Περαιτέρω, αντίφαση παρατηρήθηκε και στον τρόπο που συνάντησε το πρόσωπο που έμελλε να τη βοηθήσει να δραπετεύσει, αναφέροντας αφενός ότι τελούσε υπό κράτηση στην οικεία και εν συνεχεία ότι το πρόσωπο αυτό το συνάντησε πηγαίνοντας στην αγορά να ψωνίσει. Τέλος, ο Λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της σχετικά με την γυναίκα που την κρατούσε στερούνταν επαρκών πληροφοριών, πληροφορίες που εύλογα αναμενόταν να είναι σε θέση να δώσει, δεδομένου του χρονικού διαστήματος που παρέμεινε εκεί, όπως επίσης ανεπαρκείς πληροφορίων κρίθηκαν και οι δηλώσεις της σχετικά με το μελλοντικό της φόβο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.  Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο Λειτουργός έλαβε υπόψη την απουσία χαρακτηρισμού της Αιτήτριας ως θύμα εμπορίας προσώπων από το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων που είχε επιληφθεί της υποθέσεως.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο Λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου, την απουσία προγενέστερης δίωξης και εξετάζοντας την κατάσταση ασφαλείας στη πολιτεία Rivers State,  από την οποία πρόκυψε η απουσία ένοπλων συγκρούσεων, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι αν επιστρέψει η Αιτήτρια στην χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Βάσει των ανωτέρω, κατά την νομική ανάλυση, ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της Αιτήτριας τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία για να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση επιστροφής της.

 

Προχωρώντας στην εξέταση της δυνατότητας απόδοσης επικουρικής προστασίας ο Λειτουργός καταλήγει ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000.

 

Στο πλαίσιο της προσφυγής που καταχώρισε εναντίον της απορριπτικής του αιτήματός της  απόφασης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η ζωή της κινδυνεύει από το θείο της, ο οποίος απειλεί να τη σκοτώσει εξαιτίας της φυγής της από τον φίλο του που την εξέδιδε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. 

 

Σημειώνεται ότι η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, υιοθετώντας πλήρως την αιτιολογία της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγήθηκε, μέσω του Γραπτού της Σημειώματος, ότι η Αιτήτρια δε συνιστά πρόσφυγα και συνεπώς δεν πληρούνται  οι προϋποθέσεις που θέτει ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος για την παραχώρηση του ευεργετήματος της νομικής αρωγής στην Αιτήτρια.

 

Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα και τα επισυνημμένα σε αυτό έγγραφα, τη συνέντευξη του Αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, την εισηγητική έκθεση και την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, τους ισχυρισμούς του Αιτητή ενώπιόν του Δικαστηρίου και γενικά το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου.

 

Από το σύνολο των πιο πάνω δεδομένων και κατά την εκ πρώτης όψεως εκτίμηση τους, διαπιστώνω πως ο Λειτουργός κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας ορθώς εντόπισε και εξέτασε όλους τους ισχυρισμούς της, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και προέβη εν συνεχεία, σε ορθή εκ πρώτης όψεως αξιολόγηση αυτών. Ειδικότερα, ο Λειτουργός φαίνεται εκ πρώτης όψεως να κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, οι οποίοι για τους λόγους που αναλύθηκαν στην Εισηγητική Έκθεση και καταγράφηκαν και ανωτέρω, απορρίφθηκαν ως εσωτερικά αναξιόπιστοι.

 

Ειδικότερα, η Αιτήτρια ισχυρίζεται πως υπήρξε θύμα εμπορίας προσώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, κατόπιν εξαπάτησης από τον θείο της, ο οποίος –κατά τους ισχυρισμούς της– την παρέπεμψε σε γυναίκα που στη συνέχεια την εξανάγκασε σε πορνεία. Ωστόσο, η αξιολόγηση του Λειτουργού στηρίχθηκε σε σειρά σημαντικών ασυνέπειων και ελλείψεων στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, οι οποίες δεν μπορούν να παραγνωριστούν, τουλάχιστον κατά το στάδιο του εκ πρώτης όψεως.

 

Παρατηρώ πως, παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια φέρεται να συμβίωσε για μακρό χρονικό διάστημα με τη γυναίκα που κατά τα λεγόμενά της την εκμεταλλευόταν, δηλώνει πλήρη άγνοια για το όνομά της, την καταγωγή της και βασικά στοιχεία της ταυτότητάς της. Ομοίως, αν και περιγράφει τη διαδικασία διαφυγής της με τη βοήθεια φιλικού προσώπου, εμφανίζεται σε σημεία να αναφέρεται σε γυναίκα και αλλού σε άντρα ως το πρόσωπο που τη βοήθησε, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει την εν λόγω αναντιστοιχία. Αντιφάσεις παρατηρούνται επίσης ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο σταμάτησε να παρακολουθεί το πανεπιστήμιο, πότε ξεκίνησε ή σταμάτησε η φερόμενη εκμετάλλευση και πώς ακριβώς έλαβε χώρα η διαφυγή της. Η συνολική εικόνα της μαρτυρίας της χαρακτηρίζεται από γενικόλογες διατυπώσεις, ασάφεια σε κρίσιμα ζητήματα και έλλειψη συγκεκριμένων και ελέγξιμων πληροφοριών.

 

Επιπλέον, το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, καίτοι φαίνεται να χειρίστηκε την υπόθεσή της, δεν προχώρησε σε αναγνώρισή της ως θύμα εμπορίας, γεγονός που, αν και όχι καθοριστικό από μόνο του, αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι το σύνολο των στοιχείων που προσκομίστηκαν δεν κρίθηκε ικανό να στοιχειοθετήσει αξιόπιστα τον φερόμενο ισχυρισμό. Ο Λειτουργός αξιολόγησε τη μαρτυρία της Αιτήτριας στη βάση αυτής της γενικής αναξιοπιστίας, εστιάζοντας στη συνεκτικότητα, την πληρότητα και την εξωτερική τεκμηρίωση των ισχυρισμών της, στηριζόμενος στη νομολογία που αναγνωρίζει ότι η αξιολόγηση αξιοπιστίας αποτελεί κεντρικό εργαλείο για τη θεμελίωση ή μη της ανάγκης διεθνούς προστασίας.

 

Ούτε διακρίνω πλημμέλειες στην ανάλυση του μελλοντικού κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης στον οποίον ενδέχεται να εκτεθεί η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Αντιθέτως, διαπιστώνω ότι ο Λειτουργός, κατά το στάδιο της σχετικής αξιολόγησης, εξέτασε επαρκώς τα ουσιώδη αποδεκτά στοιχεία του προσωπικού προφίλ της Αιτήτριας και, σε συνάρτηση με επικαιροποιημένες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης – το περιεχόμενο των οποίων έχω μελετήσει – κατέληξε ορθώς, εκ πρώτης όψεως, στο συμπέρασμα ότι τέτοιος κίνδυνος δεν συντρέχει.

 

Ομοίως, προέβη σε ορθή, εκ πρώτης όψεως, εκτίμηση περί μη υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναλύοντας σε επάρκεια και σε συνάρτηση με τις πιο πάνω πηγές, το ενδεχόμενο εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Από τα ανωτέρω, εκ πρώτης όψεως, δεν διαφαίνεται η ύπαρξη δικαιολογημένου φόβου δίωξης κατά την έννοια των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε συντρέχει κάποιος από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε, περαιτέρω, φαίνεται να τεκμηριώνονται τέτοιοι ισχυρισμοί που να δικαιολογούν υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, καταλήγω - στο βαθμό που απαιτείται στην παρούσα, η οποία δεν απαιτεί εις βάθος εξέταση της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας - ότι της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε επιμελώς και ερευνήθηκε δεόντως από την Υπηρεσία Ασύλου.  Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί καταλήγω ότι, βάσει των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, και λαμβανομένων υπόψη των ενώπιον μου στοιχείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφυγή εναντίον της επίδικης απόφασης έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Με δεδομένο τούτο παρέλκει η εξέταση της παρούσας στην βάση της οικονομικής δυνατότητας της Αιτήτριας να ανταπεξέλθει στα έξοδα της προσφυγής που προτίθεται να καταχωρήσει. 

 

Η Αιτήτρια έχει βέβαια κάθε δικαίωμα εάν επιθυμεί να προωθήσει την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρίσει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με δικά της έξοδα, παρά την απόρριψη της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτόν δωρεάν νομικής αρωγής. 

 

Με δεδομένη τη μη ικανοποίηση της απαραίτητης εκ του Νόμου προϋπόθεσης, η αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται χωρίς έξοδα. 

 

Τα έξοδα του Διερμηνέα καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, να καταβληθούν από τη Δημοκρατία. Ενόψει του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά δεν εκδίδεται καμία άλλη διαταγή για έξοδα.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]Απόφαση στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 23/2010, Farshad Khamsen, ημερ. 14.10.2010

[2]ποφάσειςστηνΑίτησηΝομικήςΑρωγής αρ. 10/2010, Αlali Abdulhamid, ημερ. 06.05.2010 και στηνΑίτησηΝομικήςΑρωγής αρ. 25/2010, Antonia Adahor, ημερ. 13.12.2010

[3]Αποφάσεις στις Yπoθ. αρ. 278/09, Durgo Man v. Δημοκρατίας, ημερ. 15.07.2009, και Yπoθ. αρ. 7/11 και 8/11, NaciraBaghour και Roud Gad, ημερ. 28.03.2011

[4]Απόφαση στην Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 31/2013, Singh Khushwant, ημερ. 23.12.2013


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο