
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 3078/2023
10 Ιουνίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
H.S.A.I. και οικογένειας
Αιτητών
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
....................
Τζόναθαν Μπετίτο για Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόρος για τους αιτητές
Μαρίνα Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Οι αιτητές προσφεύγουν με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/04/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, που υπέβαλαν οι αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2 για τους ίδιους και εκ μέρους των εξαρτώμενων τέκνων τους, τους αιτητές υπ’ αριθμόν 3 και 4.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Οι αιτητές είναι υπήκοοι της Αιγύπτου και αποτελούν οικογένεια. Ειδικότερα οι αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2 είναι σύζυγοι και οι αιτητές υπ΄ αριθμόν 3 και 4 είναι τα τέκνα τους. Οι αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2 υπέβαλαν δύο ξεχωριστές αιτήσεις για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 22/08/2022, αφού εισήλθαν νόμιμα μαζί με τα τέκνα τους στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αυθημερόν, παρέλαβαν τις Βεβαιώσεις Υποβολής Αιτήσεων Διεθνούς Προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).
Στις 08/03/2023 και 10/03/2023 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις των αιτητών υπ’ αριθμόν 1 και 2 αντίστοιχα από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum – EUAA) (στο εξής: «EUAA») και τους παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 24/04/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τις συνεντεύξεις των αιτητών υπ’ αριθμόν 1 και 2. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 28/04/2023.
Στις 08/08/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της επί του αιτήματος των αιτητών και την Έκθεση- Εισήγηση, η οποία τους κοινοποιήθηκε στις 09/08/2023, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, οι αιτητές δια μέσου των συνηγόρων τους καταχώρησαν την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Οι αιτητές μέσω της Γραπτής Αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων τους, καταγράφουν ως πρώτο λόγο ακύρωσης ότι οι καθ΄ ων η αίτηση «δεν άσκησαν ουσιαστικά και/ή με ορθό τρόπο την διοικητική και/ή αποφασιστική τους αρμοδιότητα και/ή την διακριτική τους εξουσία και δεν διενήργησαν πραγματική και/ή επαρκή αξιολόγηση και/ή έρευνα απορρίπτοντας αυθαίρετα και/ή εσφαλμένα την αίτηση του αιτητή για παραχώρηση διεθνούς προστασίας με το καθεστώς πρόσφυγα βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και/ή με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου». Ειδικότερα, στα πλαίσια αυτού του λόγου ακύρωσης υποστηρίζουν ότι λανθασμένα οι αιτητές υπ΄ αριθμόν 1 και 2 έχουν κριθεί αναξιόπιστοι ως προς τους ισχυρισμούς τους και ότι λανθασμένα οι καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν σε εύρημα ότι δεν κινδυνεύουν οι αιτητές σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους. Επιπρόσθετα, αναφέρουν πως δεν αποκαλύπτεται εάν ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη είναι καταρτισμένος σε θέματα εθνικολογίας, εθνολογίας, κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών και συγκεκριμένα εάν έχει γνώσεις που αφορούν την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο.
Ακολούθως, με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης προωθείται ότι «η δοθείσα αιτιολογία για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και/ή εσφαλμένη». Στη βάση τούτου, οι συνήγοροι των αιτητών υποστηρίζουν ότι στην απορριπτική του αιτήματος των αιτητών επιστολή, αναφέρονται γενικά τα άρθρα του νόμου, χωρίς να επεξηγείται ο λόγος που δεν πληρούνται και γιατί θεωρείται πως δεν κινδυνεύουν οι αιτητές εάν επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, με αποτέλεσμα να μην έχει δοθεί επαρκής αιτιολογία και να προκύπτει ότι ασκήθηκε πλημμελώς η διακριτική εξουσία του αποφασίζοντος οργάνου. Επιπρόσθετα, υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη διαθέτει γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα των αιτητών για συνέντευξη ως απαιτεί το άρθρο 13Α (1Α)(β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000).
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ’ ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, εισηγείται ότι οι αιτητές φέρουν το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών τους που θεμελιώνουν το αίτημά τους για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, το οποίο δεν κατάφεραν οι αιτητές να αποσείσουν στην προκειμένη περίπτωση, καθώς δεν απέδειξαν βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να τους αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξαν ότι δύναται να τους χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς που προωθούν και οι δύο πλευρές στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, σε σχέση με την έλλειψη δέουσας έρευνας του αιτήματος των αιτητών, σχετικά με το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δηλαδή του πρώτου και του τρίτου ισχυρισμού. Θα πρέπει να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι αιτητές σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός τους, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Οι αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2, στις αιτήσεις τους που υπέβαλαν στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσαν ότι εγκατάλειψαν τη χώρα καταγωγής τους διότι άγνωστα πρόσωπα απειλούσαν ότι θα απαγάγουν την ανήλικη θυγατέρα τους και θα την εξαναγκάσουν να παντρευτεί και να μεταστραφεί στον Μουσουλμανισμό (ερυθρά 1-6 και 19-20, του διοικητικού φακέλου). Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο αιτητής υπ’ αριθμόν 1 δήλωσε πως γεννήθηκε στο κυβερνείο Monofiya της Αιγύπτου, όπου και ζούσε καθ’ όλη της διάρκεια της ζωής του μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 42, του διοικητικού φακέλου).
Ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε, η μητέρα του και τα τέσσερα αδέλφια του ζουν στην πατρίδα του (ερυθρό 41, του διοικητικού φακέλου). Είναι Χριστιανός Ορθόδοξος στο θρήσκευμα, η μητρική του γλώσσα είναι η Αραβική και ομιλεί επίσης και λίγα Αγγλικά (ερυθρό 42, του διοικητικού φακέλου). Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και διαθέτει εργασιακή εμπειρία επτά ετών ως έμπορας αυτοκινήτων στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 40, του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς ο αιτητής υπ’ αριθμόν 1 να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, δήλωσε ότι τρομοκρατικές ομάδες, μέσω γραπτών μηνυμάτων προς τη σύζυγό του και τη θυγατέρα του, απαιτούσαν να αλλάξουν τη θρησκεία τους και επειδή δεν τους απαντούσαν, ξεκίνησαν να τις απειλούν ότι θα της απαγάγουν διά της βίας με τη χρήση όπλων (ερυθρά 37 και 39, του διοικητικού φακέλου). Σε μετέπειτα ωστόσο ερώτηση ως προς το κατά πόσον είχαν απαντήσει στα εν λόγω μηνύματα, ο αιτητής δήλωσε ότι αρχικά είχαν απαντήσει ότι αρνούνται την πρότασή τους και μετέπειτα σταμάτησαν να απαντούν στα μηνύματα που λάμβαναν (ερυθρό 35, του διοικητικού φακέλου).
Όπως ισχυρίστηκε ο αιτητής υπ΄ αριθμόν 1, οι απειλές ξεκίνησαν περί τις αρχές Απριλίου του 2022 χωρίς να θυμάται ακριβή ημερομηνία και διαβεβαίωσε ότι λάμβαναν μόνο την μορφή γραπτών μηνυμάτων. Διευκρίνισε βέβαια πως δεν γνωρίζει πως βρήκαν τον αριθμό του τηλεφώνου τους και ουδέποτε τους είχαν συναντήσει προσωπικά, καθώς δεν τους γνώριζαν (ερυθρά 35-38, του διοικητικού φακέλου). Αρχικά είχε λάβει η θυγατέρα του μήνυμα στο οποίο υπήρχε αναφορά για κάποιον άγνωστο άντρα που είναι ερωτευμένος μαζί της και τον οποίο θα παντρευόταν και θα εγκατέλειπε την οικογένειά της (ερυθρό 36, του διοικητικού φακέλου). Μία εβδομάδα αργότερα είχε λάβει μήνυμα και η σύζυγός του με το οποίο απαιτούσαν να φορεί Hijab και να εγκαταλείψει την οικία της, χωρίς να προσδιορίζεται που έπρεπε να μεταβεί (ερυθρό 36, του διοικητικού φακέλου). Ακολούθως, συνέχισαν να λαμβάνουν μηνύματα με το ίδιο περιεχόμενο για περίοδο δύο εβδομάδων μέχρι τις 19 ή 20 Απριλίου του 2022 περίπου, που είχαν σταματήσει (ερυθρό 35, του διοικητικού φακέλου).
Σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, φοβάται ότι θα χάσει τα παιδιά του από αυτούς που εξαπέλυαν απειλές εναντίον τους (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για τα πρόσωπα που τους απειλούσαν, δήλωσε ότι σύμφωνα με πληροφόρηση που έλαβε από πρόσωπα που διέμεναν στην περιοχή του, προέρχονται από το χωριό και δεν τους γνωρίζει προσωπικά, καθώς δεν κοινωνικοποιείται και πολύ (ερυθρά 35 και 38, του διοικητικού φακέλου). Όταν του ζητήθηκε να προσδιορίσει για ποιο λόγο πιστεύει ότι είναι τρομοκράτες, δήλωσε ότι δύο φίλοι του αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα, καθώς κατόπιν μηνυμάτων που έλαβαν από τα ίδια πρόσωπα η θυγατέρα και η σύζυγος εκάστου εξ αυτών, εξαφανίστηκαν και κανένας δεν γνωρίζει που βρίσκονται (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου).
Η θέση της αστυνομίας για τις σχετικές καταγγελίες που είχαν υποβληθεί, είναι ότι εγκατέλειψαν οικειοθελώς τον τόπο διαμονής τους, για αυτό και είχε δημιουργηθεί αυτή η εντύπωση στον κόσμο που διέμενε στην εν λόγω περιοχή, πλην όμως ο αιτητής είχε διαφορετική άποψη (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς ωστόσο εκ νέου σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξής του για το αποτέλεσμα της διερεύνησης στην οποία προέβη η αστυνομία, δήλωσε ότι δεν έσπευσε να μάθει τι συνέβη (ερυθρό 34, του διοικητικού φακέλου). Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο λόγος για τον οποίο η αστυνομία δεν προβαίνει σε διερεύνηση και εντοπισμό των τρομοκρατών που κατ’ ισχυρισμόν υπάρχουν στο χωριό του και ευθύνονται για τα περιστατικά στα οποία αναφέρθηκε, αλλά και για τις απειλές που λάμβανε η οικογένειά του, είναι διότι δεν θα υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα (ερυθρό 34, του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής υπ’ αριθμόν 1 επιβεβαίωσε ότι τα αδέλφια του και οι οικογένειές τους δεν έλαβαν αντίστοιχες απειλές (ερυθρό 35, του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να αναφέρει για ποιο λόγο είχαν στοχοποιηθεί μόνο η σύζυγός του και η θυγατέρα του, ο αιτητής δήλωσε ότι επιλέγουν τυχαία σε ποια πρόσωπα θα απευθυνθούν, χωρίς να είναι αναγκαίο να στοχοποιήσουν όλες τις γυναίκες μίας οικογένειας (ερυθρό 34, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής υπ΄ αριθμόν 1 προσκόμισε αντίγραφο εγγράφου που εκδόθηκε στο Κάϊρο, που σύμφωνα με τις δηλώσεις του, συνιστά δελτίο αστυνομικής αναφοράς και την μετάφραση αυτού στην αγγλική γλώσσα από ιερέα («priest») στη Λευκωσία (βλ. ερυθρά 31 και 32, του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να σχολιάσει για ποιο λόγο στην μετάφραση του εγγράφου αυτού αναγράφεται ως εκδίδουσα αρχή το Υπουργείο Δικαιοσύνης - Τμήμα Καταχώρησης Ακινήτων (Ministry of Justice, Real Estate Registration Department) και όχι η αστυνομία, ο αιτητής δήλωσε ότι στην Αίγυπτο αυτή η αρχή είναι υπεύθυνη για την έκδοση αυτών των εγγράφων που επιβεβαιώνουν την καταχώρηση καταγγελιών στην αστυνομία (ερυθρά 37 και 38, του διοικητικού φακέλου). Την καταγγελία δεν την είχε υποβάλει ο ίδιος στην αστυνομία, αλλά ο δικηγόρος του περί τον Απρίλιο του 2022 (ερυθρά 36 και 37, του διοικητικού φακέλου). Η αστυνομία δεν προέβη σε διερεύνηση και τους ανέφερε ότι εάν προκύψει κάτι, τότε θα λάβουν ενέργειες, ενώ δεν έχει κάποια πληροφόρηση από τον δικηγόρο του, γιατί εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 36, του διοικητικού φακέλου).
Ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, δήλωσε ότι αναγράφεται σε αυτό ότι η σύζυγός του και η θυγατέρα του λαμβάνουν απειλές από εξτρεμιστικές τρομοκρατικές ομάδες για να μεταστραφούν στον Ισλαμισμό, προσφέροντας τους σχετική υποστήριξη (ερυθρό 37, του διοικητικού φακέλου). Πλην όμως, του επισημάνθηκε από τον λειτουργό ότι, στην μετάφραση αναγράφεται ότι «εξτρεμιστικές ομάδες από το χωριό του αιτητή εξαπέλυσαν απειλή εναντίον της θυγατέρας και της συζύγου του και τις εξανάγκασαν να φορούν Hijab χρησιμοποιώντας όπλα ως μέσο εξαναγκασμού σε περίπτωση άρνησής τους» το οποίο και κλήθηκε να σχολιάσει, με τον αιτητή υπ΄ αριθμόν 1 να αναφέρει ότι τους έστελναν μηνύματα προτείνοντας τους να αλλάξουν θρησκεία και επειδή δεν απαντούσαν σε αυτά, τους είχαν απειλήσει ότι θα τις απαγάγουν δια της βίας με τη χρήση όπλων (ερυθρό 37, του διοικητικού φακέλου).
Καταληκτικά, ο αιτητής υπ΄ αριθμόν 1 ανέφερε ότι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν με ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή της Αιγύπτου επειδή παρακολουθούσαν τη σύζυγό του και τη θυγατέρα του και γνώριζαν τις κινήσεις τους και ως εκ τούτου φοβάται μήπως τους κυνηγήσουν και χάσει κάποια εξ αυτών (ερυθρό 34, του διοικητικού φακέλου). Κλήθηκε ωστόσο να σχολιάσει την εν λόγω τοποθέτησή του, καθώς σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η σύζυγός του και η θυγατέρα του λάμβαναν μόνο απειλητικά μηνύματα και ουδέποτε τους είχαν πλησιάσει, με τον αιτητή να αναφέρει ότι γνωρίζουν τον τόπο διαμονής του, χωρίς οι ίδιοι να τους γνωρίζουν και ότι θα μπορούσαν να επιλύσουν το ζήτημα εάν γνώριζαν την ταυτότητά τους (ερυθρό 34, του διοικητικού φακέλου).
Ακολούθως, κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, η αιτήτρια υπ’ αριθμόν 2, δήλωσε αρχικά ότι γεννήθηκε στο κυβερνείο Monofiya της Αιγύπτου, όπου και ζούσε καθ’ όλη της διάρκεια της ζωής της μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 54, του διοικητικού φακέλου). Ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, δήλωσε ότι οι γονείς της και τα τρία της αδέλφια διαμένουν στην Αίγυπτο (ερυθρό 53, του διοικητικού φακέλου). Είναι Χριστιανή στο θρήσκευμα και ομιλεί μόνον Αραβικά (ερυθρό 54, του διοικητικού φακέλου). Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και από το 2018 μέχρι τις αρχές του 2022 εργαζόταν ως σχεδιάστρια ρούχων σε εταιρεία στο κυβερνείο Monofiya (ερυθρό 53, του διοικητικού φακέλου).
Κληθείσα η αιτήτρια υπ’ αριθμόν 2 να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, δήλωσε ότι αυτή και η θυγατέρα της λάμβαναν απειλητικά μηνύματα από άγνωστα πρόσωπα που ήταν εξτρεμιστές, απαιτώντας αρχικά να φορεί αυτή Hijab και η θυγατέρα της να μεταστραφεί στον Ισλαμισμό και να παντρευτεί και ακολούθως τους απειλούσαν ότι γνωρίζουν πως να τους εντοπίσουν (ερυθρό 52, του διοικητικού φακέλου).
Η αιτήτρια υπ’ αριθμό 2 ανέφερε πως σε περίπτωση που επιστρέψει στην Αίγυπτο, φοβάται ότι θα τους βλάψουν τα πρόσωπα που τους απειλούσαν, διότι στο χωριό που διέμεναν είχαν απαγάγει κάποια πρόσωπα που τελικά είχαν εξαφανιστεί και φοβάται ότι θα υποστεί το ίδιο (ερυθρό 52, του διοικητικού φακέλου). Κληθείσα να εξηγήσει τι συνέβη με τα εξαφανισθέντα πρόσωπα, δήλωσε ότι οι εξτρεμιστές απήγαγαν δια της βίας κορίτσια που ήταν Χριστιανές στο θρήσκευμα και παντρεύτηκαν και γυναίκες, χωρίς να γνωρίζει κανείς τι απέγιναν και τις ανάγκασαν να αλλάξουν θρησκεία (ερυθρά 51 και 52, του διοικητικού φακέλου). Κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης σε σχέση με τον αριθμό των απαχθέντων προσώπων, δήλωσε ότι απήγαγαν το 2021 μία παντρεμένη γυναίκα και ένα κορίτσι και έκτοτε έχουν εξαφανιστεί (ερυθρό 51, του διοικητικού φακέλου). Η ίδια γνωρίζει τη γυναίκα που είχε εξαφανιστεί, καθώς ο σύζυγός της τελευταίας είναι φίλος με τον αιτητή υπ’ αριθμόν 1 (ερυθρό 51, του διοικητικού φακέλου).
Για το κορίτσι, δήλωσε ότι δεν νομίζει ο σύζυγός της να το γνωρίζει, διότι δεν συνήθιζαν να κοινωνικοποιούνται, ενόψει των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων (ερυθρό 51, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα πως γνωρίζει ότι τις εξανάγκασαν να αλλάξουν θρησκεία, δήλωσε ότι λάμβαναν μηνύματα και είχαν υποβάλει καταγγελίες στις αστυνομικές αρχές, από τις οποίες δεν υπήρξε κάποια ενημέρωση επειδή δεν μπορούσαν να τις εντοπίσουν (ερυθρό 51, του διοικητικού φακέλου). Ενόψει μάλιστα της δήλωσής της ότι όλοι οι φίλοι και οι γείτονες της ήταν Μουσουλμάνοι και ότι αυτοί που τους έστελναν τα μηνύματα ήταν εξτρεμιστές, κλήθηκε να σχολιάσει για ποιο λόγο απαιτούσαν τότε από τις γυναίκες και τα κορίτσια να μεταστραφούν στον Ισλαμισμό αφού ήταν ήδη Μουσουλμάνοι, με την αιτήτρια να δηλώνει μόνο ότι δεν γνωρίζει την ταυτότητά τους και ότι οι γείτονές της δεν τους έβλαψαν ποτέ (ερυθρό 51, του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τα πρόσωπα από τα οποία λάμβαναν απειλές, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει το όνομα της ομάδας στην οποία εμπίπτουν, ούτε από που προέρχονται και η πεποίθησή της ότι είναι εξτρεμιστές αποδίδεται στο γεγονός ότι της είχαν αποστείλει μηνύματα και την απειλούσαν. Ισχυρίστηκε βέβαια πως η ίδια είχε φίλους Μουσουλμάνους με τους οποίους δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα (ερυθρό 51, του διοικητικού φακέλου). Σε αντίστοιχη ερώτηση σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξής της, ανέφερε ότι θεωρεί ότι οι απειλές προέρχονταν από εξτρεμιστές διότι φυσιολογικά πρόσωπα δεν θα έστελναν τέτοιου είδους μηνύματα (ερυθρό 50, του διοικητικού φακέλου).
Όταν κλήθηκε να σχολιάσει τη δήλωση του συζύγου της ότι προέρχονται από την περιοχή διαμονής τους, δήλωσε χαρακτηριστικά «I do not know if they are from our village or not. By the way, many extremists are living in our village» (ερυθρό 49, του διοικητικού φακέλου). Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, γνώριζε ότι υπήρχαν εξτρεμιστές και μέλη της Ισλαμικής αδελφότητας («Islamic brotherhood members») που ζούσαν στην περιοχή διαμονής τους από τα λεγόμενα άλλων προσώπων και δεν τους γνώριζε προσωπικά (ερυθρό 49, του διοικητικού φακέλου). Η παρουσία τους είναι γνωστή και λόγω των απαγωγών γυναικών που είναι εξαφανισμένες, ενώ όπως δήλωσε, οι χριστιανοί συνιστούν μειονότητα στην περιοχή διαμονής τους (ερυθρό 48, του διοικητικού φακέλου). Μάλιστα δεν γνωρίζει εάν τα πρόσωπα που τους απειλούσαν ανήκουν στην Ισλαμική αδελφότητα (ερυθρό 48, του διοικητικού φακέλου).
Κληθείσα να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για τα μηνύματα που λάμβανε, δήλωσε ότι έλαβε περίπου 6 μηνύματα με τα οποία αρχικά απαιτούσαν όπως μεταβεί σε αυτούς και μεταστραφεί στον Ισλαμισμό και θα κάνουν ό,τι επιθυμεί, ενώ μετέπειτα άρχισαν να την απειλούν ότι γνωρίζουν τις κινήσεις της και πως μπορούν να την απαγάγουν (ερυθρό 51, του διοικητικού φακέλου). Περί τις αρχές Απριλίου είχε λάβει η θυγατέρα της το πρώτο μήνυμα και μετά από πέντε ημέρες έλαβε και η αιτήτρια υπ’ αριθμόν 2 το πρώτο μήνυμα στο οποίο δεν είχε απαντήσει (ερυθρό 50, του διοικητικού φακέλου).
Όταν έλαβε το δεύτερο μήνυμα, τους απάντησε ότι αρνείται να αποδεχθεί το αίτημά τους, ζητώντας τους να σταματήσουν να της αποστέλλουν μηνύματα, πλην όμως συνέχισαν να της αποστέλλουν μηνύματα με το ίδιο περιεχόμενο, ζητώντας της δηλαδή να μεταβεί σε αυτούς για να έχει μία καλύτερη ζωή (ερυθρό 50, του διοικητικού φακέλου). Σε αυτά αναφερόταν κιόλας ότι γνωρίζουν τις κινήσεις της και ότι εάν δεν μεταβεί σε αυτούς με τη θέλησή της, την απειλούσαν ότι θα την πάρουν δια της βίας με τη χρήση όπλων και για αυτό το λόγο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εργασία της (ερυθρό 50, του διοικητικού φακέλου). Δεν γνωρίζει πως βρήκαν τα κινητά τους τηλέφωνα, πλην όμως ανέφερε ότι μπορούν να αποκτήσουν ό,τι επιθυμούν (ερυθρό 50, του διοικητικού φακέλου).
Ακολούθως η αιτήτρια υπ’ αριθμόν 2 κλήθηκε να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για τα μηνύματα που λάμβανε η θυγατέρα της και η αιτήτρια δήλωσε ότι έλαβε περίπου 5-6 μηνύματα επειδή επιθυμούσαν να παντρευτεί και να ζήσει με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο δεν γνώριζαν (ερυθρό 50, του διοικητικού φακέλου). Αφού απάντησε αρνητικά στο πρώτο μήνυμα που έλαβε, συνέχισε να λαμβάνει μηνύματα με τα οποία καλείτο να μεταβεί σε αυτούς, χωρίς να προσδιορίζεται κάποια τοποθεσία, ενώ της ανέφεραν ότι θα είναι ευτυχισμένη μαζί τους (ερυθρό 49, του διοικητικού φακέλου). Περί τις 20 ή 22 Απριλίου του 2022 αυτή και η θυγατέρα της είχαν λάβει το τελευταίο μήνυμα και διαβεβαίωσε ότι δεν είχε υποστεί οτιδήποτε η ίδια, ούτε και η οικογένειά της μέχρι που εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους (ερυθρά 47 και 49, του διοικητικού φακέλου).
Όπως δήλωσε, ο δικηγόρος τους προέβη σε καταγγελία στις αστυνομικές αρχές και κατόπιν ελέγχου που διεξήγαγαν διαπίστωσαν ότι προέρχονται από αριθμούς κινητών τηλεφώνων που είχαν κλαπεί, χωρίς να λάβει χώρα κάτι περαιτέρω (ερυθρό 49, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα για ποιο λόγο θεωρεί ότι στοχοποιήθηκε η ίδια και η θυγατέρα της και όχι και η οικογένεια του συζύγου της που διαμένει στην ίδια περιοχή, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει το λόγο, καθώς αυτοί επιλέγουν ποιους θα στοχοποιήσουν (ερυθρό 48, του διοικητικού φακέλου).
Δεν πιστεύει ότι θα μπορούσαν να ζήσουν με ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή της Αιγύπτου, καθώς μέσω μηνυμάτων τους ανέφεραν ότι γνωρίζουν τις κινήσεις τους (ερυθρό 48, του διοικητικού φακέλου). Ο λόγος για τον οποίο δεν τις είχαν απαγάγει αφού σύμφωνα με τα λεγόμενά της γνώριζαν τις κινήσεις τους, ήταν διότι περί τις αρχές Απριλίου αφότου έλαβε τα μηνύματα σταμάτησε την εργασία της και περιορίστηκαν στην οικία τους και κυκλοφορούσε μόνο με συνοδεία μέχρι που εγκατέλειψε την Αίγυπτο. Όπως δήλωσε, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν είχε υποστεί οτιδήποτε (ερυθρό 47, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα για ποιο λόγο σταμάτησαν να τις απειλούν, δήλωσε ότι ενδεχομένως να ήθελαν να ξεχάσουν για λίγο ό,τι είχαν πράξει και να ξεκινήσουν εκ νέου μετέπειτα (ερυθρό 47, του διοικητικού φακέλου). Οι αιτητές περί τις 13/08/2022 εγκατέλειψαν νόμιμα τη χώρα καταγωγής τους και ταξίδεψαν αεροπορικώς, χωρίς να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε δυσκολία κατά την έξοδό τους από τη χώρα τους και αυθημερόν αφίχθηκαν νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρά 39, 45, 52 και 57 του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, o αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προφίλ των αιτητών, ο οποίος έγινε αποδεκτός λόγω στοιχειοθέτησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών δηλώσεων. Ακολούθως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τους ισχυρισμούς των αιτητών ότι ορισμένες τρομοκρατικές ομάδες απειλούσαν μέσω γραπτών μηνυμάτων τις αιτήτριες υπ΄ αριθμόν 2 και 3 προκειμένου να μεταστραφούν στον Ισλαμισμό, ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι σχετικές δηλώσεις των αιτητών υπ’ αριθμόν 1 και 2 για τις κατ΄ ισχυρισμόν απειλές, στερούνταν λεπτομερειών και συνοχής. Στην Έκθεση- Εισήγηση, καταγράφονται οι ανεπάρκειες του αφηγήματος των αιτητών υπ’ αριθμόν 1 και 2 και επεξηγείται για ποιο λόγο δεν γίνεται αποδεκτός ο προαναφερόμενος ισχυρισμός.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, αρχικά ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερική πηγή πληροφόρησης που επιβεβαιώνει την ύπαρξη του φαινομένου της απαγωγής χριστιανών γυναικών από ισλαμιστικές ομάδες στην Αίγυπτο προκειμένου να μεταστραφούν δια της βίας στον Ισλαμισμό.
Ακολούθως, σε σχέση με τα ερυθρά 31 και 32 που προσκομίστηκαν από τον αιτητή υπ΄ αριθμόν 1 κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, στην Έκθεση-Εισήγηση καταγράφεται ότι πρόκειται για φωτογραφία ενός εγγράφου και μετάφραση αυτού στην αγγλική γλώσσα στο οποίο αναφέρεται ότι εκδόθηκε στις 02/05/2022 και ότι τρομοκρατικές ομάδες που βρίσκονται στο χωριό των αιτητών απείλησαν την σύζυγο και τη θυγατέρα του αιτητή υπ’ αριθμόν 1 απαιτώντας από αυτές να φορούν Hijab και να μεταστραφούν στον Ισλαμισμό παρά τη θέλησή τους, δια της χρήσης όπλων ως μέσο εξαναγκασμού σε περίπτωση που αρνηθούν. Ως προς την αξιολόγηση των εν λόγω εγγράφων, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε στην Έκθεση-Εισήγηση ότι δεν ενισχύουν την αξιοπιστία των δηλώσεων των αιτητών, καθώς ο αιτητής δεν κατόρθωσε να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν διευθέτησε ο ίδιος την υποβολή της καταγγελίας στην αστυνομία αυτοπροσώπως, αναφέροντας επιπρόσθετα πως όταν υποβάλλεται καταγγελία στην αστυνομία για δραστηριότητα ή περιστατικό ποινικής φύσεως που αφορά μέλη της οικογένειας κάποιου προσώπου, τότε αυτή η καταγγελία πρέπει να υποβληθεί αυτοπροσώπως και όχι μέσω δικηγόρου. Καταληκτικά, σημειώνεται πως ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων των αιτητών, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό και κατόπιν παράθεσης και αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην Αίγυπτο, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής των αιτητών στο κυβερνείο Monofiya της Αιγύπτου που συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής τους και στον οποίο αναμένεται να επιστρέψουν, θα αντιμετωπίσουν δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε πως στη βάση των δηλώσεων των αιτητών, το προσωπικό τους προφίλ και την διενεργηθείσα αξιολόγηση κινδύνου, δεν θεμελιώνεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και κατά συνέπεια, εισηγήθηκε πως δεν δικαιούνται προσφυγικό καθεστώς. Ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις των αιτητών και τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής των αιτητών και συγκεκριμένα στο κυβερνείο Monofiya, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα των αιτητών.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα των αιτητών λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνήγορούς τους, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Κατόπιν μελέτης της Έκθεσης-Εισήγησης, σε σχέση με τα ανήλικα τέκνα των αιτητών υπ’ αριθμόν 1 και 2, που συνιστούν τους αιτητές υπ’ αριθμόν 3 και 4 στην παρούσα προσφυγή, παρατηρώ ότι από κανένα σημείο της Έκθεσης-Εισήγησης δεν εντοπίζεται να έχει διενεργηθεί οποιαδήποτε αξιολόγηση σε σχέση με το συμφέρον των εν λόγω ανήλικων προσώπων υπό το πρίσμα και του κινδύνου που ενδεχομένως να διατρέχουν σε περίπτωση επιστροφής τους, μαζί με τους γονείς τους, στη χώρα καταγωγής τους. Πρόσθετα, κατά την αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού που σχηματίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, διαφαίνεται πως ο αρμόδιος λειτουργός εξήγαγε συμπεράσματα από τα λεγόμενα των αιτητών τα οποία δεν προκύπτουν από το αφήγημά τους και πρόσθετα, διαφαίνεται πως δεν έλαβε υπόψη του τα όσα οι αιτητές δήλωσαν στην αρχική αίτηση που υπέβαλαν στην Υπηρεσία Ασύλου.
Στη βάση των όσων εκτίθενται ανωτέρω, προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, επιτυγχάνει με αποτέλεσμα να πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ωστόσο, η κατάληξη μου ως προς το ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προφίλ των αιτητών δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός.
Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας των αιτητών υπ΄ αριθμόν 1 και 2 ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση-Εισήγηση, οι αναφορές τους για τις κατ΄ ισχυρισμόν απειλές που δέχονταν από τρομοκρατικές ομάδες οι αιτήτριες υπ’ αριθμόν 2 και 3 ήταν γενικές και αόριστες, καθώς δεν ήταν σε θέση να παραθέσουν περισσότερες λεπτομέρειες όταν κλήθηκαν σχετικά, αλλά ούτε και να προσδιορίσουν από ποιους προέρχονταν οι εν λόγω απειλές. Από τα λεγόμενα του αιτητή υπ΄ αριθμόν 1 προκύπτει πως η πεποίθησή του ότι τα πρόσωπα που απειλούσαν την οικογένειά του προέρχονται από το χωριό στο οποίο διέμεναν, βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε πληροφόρηση που έλαβε από άλλα πρόσωπα που διέμεναν επίσης στην ίδια περιοχή.
Επιπρόσθετα, η πεποίθηση του ότι τα εν λόγω πρόσωπα είναι τρομοκράτες, αποδίδεται στο γεγονός ότι δύο γνωστοί του αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα, συνεπεία των οποίων εξαφανίστηκαν συγγενικά τους πρόσωπα. Από τα λεγόμενα της αιτήτριας υπ’ αριθμόν 2, προκύπτει ότι ούτε αυτή γνωρίζει την ταυτότητα των προσώπων που εξαπέλυαν εναντίον της ίδιας και της θυγατέρας της, δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει επαρκώς τη θέση της ότι τα εν λόγω πρόσωπα συνιστούν τρομοκράτες/εξτρεμιστές παραθέτοντας μάλιστα σε κάποιο σημείο τη δικαιολογία για να στηρίξει αυτή της την πεποίθηση το γεγονός ότι φυσιολογικά πρόσωπα δεν θα έστελναν τέτοιου είδους μηνύματα, ενώ κληθείσα να σχολιάσει τη δήλωση του συζύγου της ότι τα εν λόγω πρόσωπα διαμένουν στο χωριό τους, απάντησε ότι δεν γνωρίζει εάν ισχύει κάτι τέτοιο.
Από το αφήγημα του αιτητή υπ’ αριθμόν 1, προκύπτει ότι υπέπεσε και σε αντιφάσεις στα λεγόμενά του ως προς τον τρόπο με τον οποίο έδρασαν οι αιτήτριες υπ’ αριθμόν 2 και 3 όταν έλαβαν τα επίδικα μηνύματα, καθώς αρχικά ανέφερε ότι επειδή δεν τους απαντούσαν ξεκίνησαν να τους απειλούν, ενώ σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξής του άλλαξε τα λεγόμενά του δηλώνοντας ότι αρχικά αρνήθηκαν να αποδεκτούν το αίτημά τους και στη συνέχεια σταμάτησαν να απαντούν. Άλλωστε, οι εν λόγω δηλώσεις του δεν συνάδουν ούτε και με την αναφορά της αιτήτριας υπ’ αριθμόν 2 κατά την προσωπική της συνέντευξη ότι η ίδια δεν είχε απαντήσει στο πρώτο μήνυμα που έλαβε και ότι η θυγατέρα της είχε απαντήσει αρνητικά στο πρώτο μήνυμα που έλαβε και αυτή.
Ακόμα και οι αναφορές τους σε σχέση με τα περιστατικά των εξαφανισμένων προσώπων που διέμεναν στο χωριό πριν ξεκινήσουν να λαμβάνουν απειλητικά μηνύματα τα δύο μέλη της οικογένειας, διέπονταν από γενικότητα και αοριστία, καθώς δεν ήταν σε θέση να παρέχουν επιπρόσθετες πληροφορίες όταν κλήθηκαν σχετικά, πέραν από τις αναφορές τους ότι είχαν εξαφανιστεί και κανένας δεν γνωρίζει που βρίσκονται και έστω και εάν όπως ισχυρίστηκαν, η πεποίθησή τους ότι οι απειλές που λάμβαναν προέρχονται από τρομοκράτες, συνδέεται και με αυτές τις εξαφανίσεις. Μάλιστα, ο αιτητής υπ’ αριθμόν 1, ερωτηθείς, σε δύο διαφορετικά σημεία της συνέντευξής του, για την έκβαση των αστυνομικών διερευνήσεων σε σχέση με τις εξαφανίσεις των εν λόγω προσώπων, περιέπεσε σε αντιφατικές δηλώσεις. Σε περαιτέρω αντίφαση με τα λεγόμενα του συζύγου της, περιέπεσε και η αιτήτρια υπ’ αριθμόν 2, καθώς δήλωσε ότι δεν υπήρξε κάποια ενημέρωση από την αστυνομία για τις καταγγελίες που είχαν υποβληθεί, καθώς δεν μπορούσαν να τις εντοπίσουν.
Διαφωνώ ωστόσο με την αναφορά που εντοπίζεται στην Έκθεση-Εισήγηση, ότι ενόψει της σοβαρότητας των κατ’ ισχυρισμόν απειλών που δέχονταν οι αιτήτριες υπ’ αριθμόν 2 και 3, ευλόγως αναμενόταν από τον αιτητή υπ’ αριθμόν 1, να είχε αναλάβει να καταχωρήσει ο ίδιος προσωπικά στην αστυνομία την καταγγελία που αφορούσε μέλη της οικογένειάς του και όχι μέσω του δικηγόρου του, καθώς πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα που δεν δικαιολογείται να συνιστά παράγοντα για την κρίση περί αναξιοπιστίας του αιτητή υπ’ αριθμόν 1. Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι ήταν αντιφατικές οι δηλώσεις των αιτητών υπ’ αριθμόν 1 και 2 σε σχέση με την καταγγελία που υπέβαλε ο δικηγόρος τους στην αστυνομία για τις απειλές που λάμβαναν. Ενώ από τα λεγόμενα του αιτητή, προκύπτει πως η αστυνομία δεν προέβη σε κάποια διερεύνηση και ούτε έχουν λάβει ενημέρωσης για τις εξελίξεις σε σχέση με αυτήν γιατί εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους, η αιτήτρια υπ’ αριθμόν 2 δήλωσε ότι η αστυνομία είχε ελέγξει τα κινητά τους τηλέφωνα και κατέληξε ότι τα μηνύματα προέρχονταν από αριθμούς κινητών που είχαν κλαπεί.
Επιπρόσθετα, ακόμα και όταν κλήθηκε για πρώτη φορά ο αιτητής υπ΄ αριθμόν 1 να παραθέσει τι αναγράφεται στα έγγραφα που προσκόμισε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του (ερυθρά 31 και 32, του διοικητικού φακέλου), δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει επαρκώς το περιεχόμενό του μεταφρασμένου εγγράφου, καθώς οι πληροφορίες που παρέθεσε ήταν ελλιπείς και ανταποκρίνονταν μερικώς στο περιεχόμενό της μετάφρασης. Ευλόγως αναμενόταν από τους αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2 να είναι σε θέση να περιγράψουν με συγκεκριμένο και λεπτομερή τρόπο τον πυρήνα του αιτήματός τους, ενέργεια στην οποία ωστόσο δεν έχουν προβεί, με αποτέλεσμα οι σχετικοί τους ισχυρισμοί να παραμένουν μετέωροι και να μην επαρκούν εν προκειμένω για να υποστηρίξουν το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου τους που προβλήθηκε ότι θα αντιμετωπίσει η οικογένεια σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους.
Άλλωστε, ουδόλως παραγνωρίζεται το γεγονός ότι από τα λεγόμενα των αιτητών υπ’ αριθμόν 1 και 2 προκύπτει ότι πέραν από τις απειλές που ισχυρίστηκαν ότι έλαβαν μέσω γραπτών μηνυμάτων, ούτε οι αιτήτριες υπ΄ αριθμόν 2 και 3, αλλά ούτε και κανένα άλλο μέλος της οικογένειας, δεν ήταν δέκτες οποιασδήποτε απειλής με φυσικό τρόπο, ούτε είχαν υποστεί οποιαδήποτε βλάβη συνεπεία αυτών. Πέραν τούτου, οι κατ’ ισχυρισμόν απειλές εναντίον τους διήρκησαν για λιγότερο από ένα μήνα σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ενώ από τότε και για διάστημα περίπου τεσσάρων μηνών μέχρι να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους, εξακολουθούσαν να διαμένουν στον τόπο διαμονής τους χωρίς να λάβουν οποιαδήποτε περαιτέρω απειλή και χωρίς να υποστούν οτιδήποτε.
Στο σημείο αυτό, επιθυμώ να αναφέρω ότι στις αιτήσεις των αιτητών υπ’ αριθμόν 1 και 2 για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, προκύπτει να αναγράφεται ο μουσουλμανισμός ως το θρήσκευμά τους και όχι ο χριστιανισμός ως οι ίδιοι δήλωσαν (βλ. ερυθρά 3 και 6, του διοικητικού φακέλου). Η τελευταία σελίδα των εν λόγω αιτήσεων φέρει σχετικές υπογραφές και κατά τη διάρκεια της συνέντευξής τους έχουν επιβεβαιώσει ότι τα όσα αναγράφονται στις αιτήσεις τους είναι αληθή (βλ. ερυθρά 42 και 54, του διοικητικού φακέλου). Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο πυρήνας του αιτήματός τους αφορά τις κατ’ ισχυρισμόν απειλές που λάμβαναν στη χώρα καταγωγής τους οι αιτήτριες υπ’ αριθμόν 2 και 3 αφορούσαν την επιδιωκόμενη μεταστροφή τους στον Ισλαμισμό, οι αντιφατικές δηλώσεις που εντοπίζονται στην αίτησή τους σε σχέση με το θρήσκευμά τους, πλήττει αδιαμφισβήτητα τη γενικότερη αξιοπιστία των δηλώσεών τους.
Ακολούθως, αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού και σε σχέση αρχικά με τα προσκομισθέντα έγγραφα από τον αιτητή υπ’ αριθμόν 1, που βρίσκονται στα ερυθρά 31 και 32, επιθυμώ να αναφέρω τα ακόλουθα. Καταρχάς, η μετάφραση στην αγγλική γλώσσα δεν συνιστά επίσημη πιστοποιημένη μετάφραση του ερυθρού 31. Πέραν τούτου, από τα στοιχεία του εγγράφου της μετάφρασης δεν είναι δυνατόν να προκύψει η ταυτότητα του προσώπου που προέβη σε αυτήν, πέραν από την αναφορά του αιτητή υπ’ αριθμόν 1 κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ότι διενεργήθηκε από κάποιον ιερέα («priest») στη Λευκωσία. Επιπρόσθετα, ορισμένα από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο αντίγραφο της μετάφρασης που βρίσκεται κατατεθειμένη στο διοικητικό φάκελο δεν είναι ευδιάκριτα. Στη βάση αυτών των δεδομένων, κρίνω ότι η αποδεικτική αξία των εν λόγω εγγράφων είναι μειωμένη και ως εκ τούτου δεν ενισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον πυρήνα του αιτήματος των αιτητών. Ούτως ή άλλως το περιεχόμενο τους, ως παρατίθεται δεν εξειδικεύει με οποιονδήποτε τρόπο τον πυρήνα του αιτήματός του, ούτε θα μπορούσε στη βάση τούτου να του χορηγηθεί οποιοδήποτε καθεστώς.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, συμπληρωματικά βεβαίως της έρευνας που πραγματοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου. Πρόσθετα, μελέτησα και τις πηγές πληροφόρησης στις οποίες παραπέμπει ο συνήγορος των αιτητών με γενικό και αόριστο τρόπο. Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, το Σύνταγμα της χώρας καθορίζει το Ισλάμ ως τη θρησκεία του κράτους και τις αρχές της «sharia» ως την κύρια πηγή νομοθεσίας.[1] Επιπρόσθετα, το Σύνταγμα προβλέπει χαρακτηριστικά ότι “freedom of belief is absolute” και ότι “the freedom of practicing religious rituals and establishing worship places for the followers of “divine religions” [i.e., the three Abrahamic faiths, Islam, Christianity, and Judaism] is a right regulated by law.”.[2] Το σύνταγμα ορίζει επίσης ότι οι πολίτες «είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και ποινικοποιεί τις διακρίσεις και την «υποκίνηση μίσους» με βάση τη θρησκεία.[3] Η «περιφρόνηση και η ασέβεια» προς τις τρεις Αραμαϊκές θρησκείες και η υποστήριξη «εξτρεμιστικών» ιδεολογιών συνιστούν εγκλήματα. [4]
Σε έκθεση του ACCORD για την Αίγυπτο που δημοσιεύθηκε το 2024, αναφέρεται ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις του CIA World Factbook που αφορούν το 2024, το 90% του πληθυσμού της χώρας είναι (κυρίως Σουνίτες) Μουσουλμάνοι, ενώ το υπόλοιπο 10% είναι Χριστιανοί, η πλειοψηφία των οποίων είναι Κόπτες και υπάρχουν και άλλες μικρότερες χριστιανικές κοινότητες. [5]
Στην ετήσια έκθεση του Freedom House σχετικά με τα πολιτικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες το 2024 στην Αίγυπτο, που δημοσιεύθηκε το 2025, αναφέρεται ότι οι Κόπτες Χριστιανοί, μια σημαντική μειονότητα στην Αίγυπτο, μαζί με μικρότερες ομάδες όπως οι Σιίτες Μουσουλμάνοι, άλλα χριστιανικά δόγματα και οι άθεοι, αντιμετωπίζουν εκτεταμένες διώξεις και βία. Οι Κόπτες Χριστιανοί, ειδικότερα, έχουν υποστεί πολυάριθμες περιπτώσεις αναγκαστικής εκτόπισης, επιθέσεων, βομβιστικών επιθέσεων, εμπρηστικών επιθέσεων και περιορισμών στην ανέγερση εκκλησιών.[6] Σε δημοσίευμα της Διεθνούς Αμνηστίας (Amnesty International) εντοπίζεται αναφορά ότι οι θρησκευτικές μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων των Κόπτων Χριστιανών, αντιμετωπίζουν συνεχώς διακρίσεις όσον αφορά το νόμο ή/και την πρακτική στην Αίγυπτο.[7]
Επιπρόσθετα, σε έκθεση του UK Home Office που αφορά την Αίγυπτο και η οποία εκδόθηκε το 2023, εντοπίζεται αναφορά ότι μια μικρή μειονότητα χριστιανών γυναικών, κυρίως ηλικίας 14 έως 25 ετών, αντιμετωπίζουν απαγωγές και αναγκαστικές μεταστροφές, ενώ άλλες αντιμετωπίζουν παρενόχληση.[8] Στην ίδια έκθεση, αναφορικά με το φαινόμενο της απαγωγής και της εμπορίας γυναικών και κοριτσιών στην Αίγυπτο που είναι Κόπτες, κατόπιν παραπομπής σε πληροφορίες από έτερη πηγή, αναφέρεται ότι ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους είναι εμφανής η έλλειψη δράσης ως προς το ζήτημα της εμπορίας τέτοιων γυναικών, είναι η δυσκολία στην τεκμηρίωση όλων των περιπτώσεων, αλλά και η δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι αρχές της χώρας ότι τα κορίτσια και οι γυναίκες έχουν εξαφανιστεί οικειοθελώς.[9]
Επιπρόσθετα, μερικά από τα πιο συνηθισμένα σενάρια αναγκαστικής απαγωγής και εξαφάνισης γυναικών και κοριτσιών που είναι Κόπτες περιλαμβάνουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αναγνωρίζονται ως τέτοιες επειδή δεν φοράνε Hijab ή όταν Μουσουλμάνοι άνδρες παρασύρουν ανήλικα κορίτσια για να συνάψουν σχέσεις μαζί τους, προβάλλοντας υποσχέσεις ότι θα ξεκινήσουν μαζί μία νέα ζωή που αργότερα ανακαλύπτουν ότι έχουν εξαπατηθεί, περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι πιο πιθανόν αυτά τα κορίτσια να ασπαστούν βίαια το Ισλάμ και να παντρευτούν. Συχνά, οι απαγωγείς λαμβάνουν βίντεο με κορίτσια που κακοποιούνται σεξουαλικά και απειλούν να τα μοιραστούν με τις οικογένειές τους και τις κοινότητές τους ως μέσο επιβολής της κουλτούρας της ντροπής και αποτροπής των κοριτσιών από το να προσπαθήσουν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους.[10]
Επιπρόσθετα, στην ετήσια έκθεση του USDOS που δημοσιεύθηκε το 2023 αναφορικά με την ελευθερία όσον αφορά το θρήσκευμα και η οποία αφορά το έτος 2022, αναφέρεται ότι «σε περισσότερες από 10 περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του 2022, οικογένειες Κόπτων ανακοίνωσαν την εξαφάνιση γυναικών συγγενών τους, αρκετές από τις οποίες ήταν ανήλικες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οικογένειες ανέφεραν ότι οι εξαφανίσεις σχετίζονταν με απαγωγές ή αναγκαστικές μεταστροφές στο Ισλάμ. Οι κυβερνητικές αρχές φέρονται συχνά να εργάζονταν για την επιστροφή αυτών των γυναικών και κοριτσιών στις οικογένειές τους. Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, γυναίκες που είναι Κόπτες εμφανίστηκαν σε βίντεο λέγοντας ότι είχαν οικειοθελώς μεταστραφεί στο Ισλάμ, επιδεικνύοντας σχετικά πιστοποιητικά».[11] Σύμφωνα με αντίστοιχη έκθεση του USDOS που δημοσιεύθηκε το 2024 και αφορά το έτος 2023, υπήρξαν αναφορές ότι κατά τη διάρκεια του 2023, «υπήρξαν τουλάχιστον οκτώ περιπτώσεις φερόμενης απαγωγής και αναγκαστικής μεταστροφής γυναικών και κοριτσιών που είναι Κόπτες. Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις που αφορούσαν ανήλικες, μέλη της κοινότητας των Κοπτών, εξέφρασαν ευχαριστίες στις υπηρεσίες ασφαλείας για τη βοήθειά τους στον εντοπισμό και την επιστροφή των κοριτσιών στις οικογένειές τους».[12]
Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε από κοινού από τους οργανισμούς Minority Rights Group (MRG) και Egyptian Front for Human Rights το 2024, αναφέρεται ότι υπήρξαν αναφορές από οικογένειες για αρκετά περιστατικά αναγκαστικής εξαφάνισης ανήλικων κοριτσιών Χριστιανών Κόπτων και σε πολλές περιπτώσεις, τα απαχθέντα παιδιά έχουν βρεθεί μόνο αφού έχουν ενηλικιωθεί και έχουν ασπαστεί το Ισλάμ. Οι αστυνομικές δυνάμεις συχνά δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις αναφορές εξαφανίσεων χριστιανών κοριτσιών, παραλείποντας να διερευνήσουν υποθέσεις που τους έχουν υποβληθεί και να λάβουν μέτρα για να βοηθήσουν τις οικογένειες των θυμάτων. Ομοίως, σε περιπτώσεις όπου φέρεται να έχουν λάβει χώρα αναγκαστικές θρησκευτικές μεταστροφές, οι αρχές επιβολής του νόμου λαμβάνουν ελάχιστα μέτρα για να προσδιορίσουν κατά πόσον η μεταστροφή ήταν ελεύθερη ή αναγκαστική.[13]
Καταληκτικά, στην ετήσια έκθεση της USCIRF (US Commission on International Religious Freedom) που δημοσιεύθηκε το 2025, αναφέρεται ότι συνέχισαν να λαμβάνουν χώρα περιστατικά παρενόχλησης Χριστιανών Κοπτών, συμπεριλαμβανομένων εξαφανίσεων νεαρών Κοπτών γυναικών, με αναφορές ότι παρουσιαζόταν μία απροθυμία των αρχών να διερευνήσουν πιθανές περιπτώσεις απαγωγής ή εξαναγκασμού με θρησκευτικά κίνητρα.[14]
Από τις ως άνω παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται γενικά η ύπαρξη φαινομένων απαγωγής Χριστιανών γυναικών και κοριτσιών στην Αίγυπτο για σκοπούς μεταστροφής τους στο Ισλάμ, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται ειδικά το προσωπικό ζήτημα των αιτητριών υπ’ αριθμόν 2 και 3 ή εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε προσωπική στοχοποίησή τους από μέλη τρομοκρατικών/εξτρεμιστικών οργανώσεων που να συνδέεται με τους ισχυρισμούς που προωθούν οι αιτητές σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός τους. Ενόψει της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών των αιτητών, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται ανωτέρω, ο ισχυρισμός τους περί φόβου δίωξης των αιτητών λόγω του θρησκεύματός τους από μέλη τρομοκρατικών/εξτρεμιστικών ομάδων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και ως εκ τούτου απορρίπτεται στο σύνολό του.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν οι αιτητές δεν παρουσιάζουν οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής τους. Οι αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2 δεν κατάφεραν να τεκμηριώσουν με αξιοπιστία και αληθοφάνεια τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς που θα ενέτασσαν τους αιτητές στον ορισμό του πρόσφυγα προκειμένου να επωφεληθούν των ευεργετημάτων τέτοιου καθεστώτος. Η κρίση επί της αξιοπιστίας των αιτητών αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την αποδοχή ή την απόρριψη του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Η αξιολόγηση αυτή διενεργείται με βάση δύο βασικά σκέλη: την εσωτερική και την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού. Μόνο όταν πληρούνται και οι δύο προαναφερόμενοι όροι μπορεί να θεωρηθεί ότι ένας ισχυρισμός είναι αξιόπιστος.
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως οι αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2 είχαν αρκετές ευκαιρίες κατά το στάδιο της συνέντευξής τους να αναπτύξουν με κάθε λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός τους και να θεμελιώσουν τον ισχυριζόμενο κίνδυνο που αντιμετωπίζουν στη χώρα καταγωγής τους. Ούτε στην ενώπιόν μου διαδικασία που είχαν τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν την επιχειρηματολογία τους, να διευκρινίσουν τις ασυνέπειες και τις ανακρίβειες των δηλώσεών τους με το ορθό δικονομικό διάβημα, έθεσαν ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο. Κατά συνέπεια, ενόψει των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί στους αιτητές καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στους αιτητές το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστούν σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ακολούθως, στα πλαίσια της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχώρησα σε έρευνα σε έγκυρες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής των αιτητών και στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής τους, από την οποία προκύπτουν τα ακόλουθα.
Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 06/06/2024 έως τις 06/06/2025 στο κυβερνείο Monofiya (αλλιώς Menoufia/ Monufia) που συνιστά τον τόπο καταγωγής των αιτητών και στο οποίο βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής τους, καταγράφηκε μόνον ένα περιστατικό ασφαλείας που αποτελούσε διαμαρτυρία, χωρίς καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών.[15] Ο συνολικός πληθυσμός του εν λόγω κυβερνείου ανερχόταν σε 4,736,945 κατοίκους σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις που έγιναν το 2023.[16]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα οι αιτητές να αντιμετωπίσουν κατά την επιστροφή τους κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο καταγωγής τους και τελευταίας συνήθους διαμονής τους, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχουν κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας τους εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή τους.
Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις των αιτητών υπ’ αριθμόν 1 και 2, παρατηρώ ότι είναι υγιείς, πλήρως ικανοί προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής τους. Σε σχέση ειδικά με τα τέκνα, δηλαδή τους αιτητές υπ’ αριθμόν 3 και 4, σημειώνεται ότι το 2022 έχουν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής τους μαζί με τους γονείς τους και αφίχθηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το μεγαλύτερος μέρος της ζωής τους το έχουν περάσει στη χώρα καταγωγής τους και συγκεκριμένα στη γενέτειρά τους, που συνιστά και τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής τους και στον οποίο αναμένεται να επιστρέψουν ως οικογένεια, μαζί με τους γονείς τους. Ειδικά η αιτήτρια υπ’ αριθμόν 3, σε λιγότερο από δύο μήνες ενηλικιώνεται. Τούτων λεχθέντων, δεν θεωρώ ότι προκύπτουν λόγοι που συνηγορούν στο ότι η επιστροφή τους στη γενέτειρά τους, θα δημιουργήσει ιδιαίτερες δυσκολίες στη διαβίωσή τους, ενόψει και του γεγονότος ότι εκεί εκ των πραγμάτων έχουν αναπτύξει μεγαλύτερους δεσμούς, καθώς εκεί έχουν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Στη βάση των προαναφερόμενων δεδομένων αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής τους γενικότερα, αλλά και στον τόπο συνήθους διαμονής τους στον οποίο αναμένεται να επιστρέψουν, δεν θεωρώ ότι δημιουργεί οποιοδήποτε κίνδυνο σοβαρής βλάβης εξαιτίας της επιστροφής τους εκεί. Συνολικά, οι αιτητές δεν προκύπτει να έχουν θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορούν να έχουν τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής των αιτητών ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Θα πρέπει να αναφέρω πως οι συνήγοροι των αιτητών στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακυρώσεως υποστηρίζουν ότι ο λειτουργός των καθ΄ ων η αίτηση δεν ήταν δεόντως καταρτισμένος σε θέματα εθνικολογίας, εθνολογίας, κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών και συγκεκριμένα υποστηρίζουν πως δεν προκύπτει εάν έχει γνώσεις που αφορούν την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο, χωρίς όμως να προβάλλει οποιοδήποτε συγκεκριμένο ισχυρισμό επί τούτου. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης προκειμένου να ενημερωθεί για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα των αιτητών, σε σχέση πάντοτε με τους ισχυρισμούς που πρόβαλαν οι αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2. Οι συνήγοροι των αιτητών δεν έχουν υποδείξει οποιοδήποτε σχετικό προς το σημείο αυτό σφάλμα στη διαδικασία που προηγήθηκε.
Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί προβάλλονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο και οι αιτητές δεν επιχειρηματολογούν προς τεκμηρίωσή τους και κατά συνέπεια, απορρίπτονται. Οι αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2 θα μπορούσαν να θέσουν ενώπιον μου με το ορθό δικονομικό διάβημα όλα τα στοιχεία που επιθυμούσαν και να τεκμηριώσουν όλους τους ισχυρισμούς που έθεσαν ενώπιον του αρμόδιου οργάνου και διαφαίνεται πως δεν κρίθηκαν τεκμηριωμένοι. Οι αιτητές υπ’ αριθμόν 1 και 2 λοιπόν είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τα ζητήματα που τους αφορούν προκειμένου να διευκρινίσουν όλα τα στοιχεία που εντόπισε το αρμόδιο όργανο και να στηρίξουν τον πυρήνα του αιτήματός τους, πράγμα που δεν έπραξαν.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω αφού εξέτασα κατ’ ουσίαν το αίτημα, πως οι αιτητές δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτούς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] USDOS - US Department of State, ‘2023 Report on International Religious Freedom: Egypt’ (26 June 2024) 1 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2111606.html; ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation, ‘Egypt: COI Compilation’ (July 2024) 30, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2112299/ACCORD_Egypt_July_2024.pdf
[2] Ibid.
[3] USDOS - US Department of State, ‘2023 Report on International Religious Freedom: Egypt’ (26 June 2024) 1 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2111606.html
[4] Ibid.
[5] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation ‘Egypt: COI Compilation’ (July 2024) 4, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2112299/ACCORD_Egypt_July_2024.pdf
[6] Freedom House, ‘Freedom in the World 2025 – Egypt’ (2025) διαθέσιμο σε
https://www.ecoi.net/en/document/2123529.html
[7] Amnesty International, ‘The State of the World's Human Rights; Egypt 2023’ (24 April 2024) 6 διαθέσιμο σε
[8] UK Home Office, ‘Country Policy and Information Note Egypt: Christians [Version 5.0]’ (December 2023) 4, διαθέσιμο σε
https://www.ecoi.net/en/file/local/2103041/EGY CPIN Christians.pdf
[9] Ibid., 53
[10] Ibid.
[11] USDOS - US Department of State, ‘2022 Report on International Religious Freedom: Egypt’ (15 May 2023) διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2091890.html
[12] USDOS - US Department of State, ‘2023 Report on International Religious Freedom: Egypt’ (26 June 2024) 23 διαθέσιμο σε
https://www.ecoi.net/en/document/2111606.html
[13] MRG – Minority Rights Group International & EFHR – Egyptian Front for Human Rights: Submission to the Committee on the Rights of the Child (CRC). Alternative Report for the Review of Egypt. Committee on the Rights of the Child (CRC), 96th Session, Geneva, 6-24 May 2024, 19 April 2024 page 6, διαθέσιμο σε https://minorityrights.org/app/uploads/2024/04/crc-egypt-mrg-efhr.pdf
[14] USCIRF - US Commission on International Religious Freedom, ‘United States Commission on International Religious Freedom 2025 Annual Report; USCIRF–Recommended for Special Watch List: Egypt’ (March 2025) 1 διαθέσιμο σε
https://www.ecoi.net/en/file/local/2124274/Egypt 2025 USCIRF Annual Report.pdf
[15] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 06/06/2024 – 06/06/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Egypt, ADMIN UNIT: Menoufia] (ημερομηνία πρόσβασης 10/06/2025)
[16] City Population https://citypopulation.de/en/egypt/cities/ (Egypt – Al-Minūfiyah (Monufia)]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο