D.U. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 3378/2023, 10/6/2025
print
Τίτλος:
D.U. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 3378/2023, 10/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 3378/2023

 

10 Ιουνίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 D.U.

 Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 

 …………………….

 

Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Κασσάνδρα Κουπαρή, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Άντρεα Δημητριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

[Παρούσα η μεταφράστρια κυρία Όλγα Γεωργιάδη για πιστή μετάφραση από αγγλικά σε ελληνικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ.Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 28/8/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του, για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και αφίχθηκε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 18/10/2021. Ακολούθως, στις 03/01/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας στις 04/01/2022.

 

Στις 16/08/2023 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο  (European Union Agency for Asylum – στο εξής: E.U.A.A.). Στις 21/08/2023, ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 28/08/2023. 

 

Η Υπηρεσία Ασύλου στις 18/09/2023 εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν.  Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της Γραπτής της Αγόρευσης ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως πως το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ισχυρίζεται πως η απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια και/ή με κατάχρηση εξουσίας και κατ’ αντίθεση με το Νόμο και με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη και ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι εσφαλμένοι, ανεδαφικοί και ανυπόστατοι. Περαιτέρω, υποστηρίζουν πως  ο αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρότητας που προωθεί μέσω της γραπτής του αγόρευσης.  Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, οι Καθ’ ων η αίτηση αρχικά επισημαίνουν ότι είναι παγίως νομολογημένο ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί, στην διενέργεια της διοικητικής έρευνας, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και υποστηρίζουν πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης του, οι Καθ’ ων η αίτηση επιχειρηματολογούν πως η απόφαση του Προϊσταμένου να απορρίψει το αίτημα διεθνούς προστασίας του αιτητή ήταν αποτέλεσμα ορθής αξιολόγησης του κατά πόσο δικαιούται διεθνούς προστασίας και καταδεικνύεται ότι καμία πλάνη δεν έχει εμφιλοχωρήσει στη διαδικασία λήψης αποφάσεώς τους, η οποία υποστηρίζουν πως ήταν το αποτέλεσμα δέουσας και επαρκούς έρευνας στα πλαίσια της εξουσίας που τους παρέχει ο νόμος.

 

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, οι Καθ’ ων η αίτηση επιχειρηματολογούν ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Επιπλέον, υποστηρίζουν πως ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, ούτε επικαλέστηκε κάποιον ουσιώδη λόγο από τον οποίο να προκύπτει πως σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

Στα πλαίσια της γραπτής απαντητικής αγόρευσης του αιτητή, η συνήγορός του αιτείται για πρώτη φορά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου και αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφόσον εισηγείται πως ο κύριος Ανδρέας Αγρότης που έλαβε την απόφαση επί του αιτήματος του αιτητή εξουσιοδοτήθηκε να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό Εσωτερικών, όπως προκύπτει από το ερυθρό 50 του διοικητικού φακέλου.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων η συνήγορος του αιτητή υιοθέτησε το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων και περιορίζοντας τον λόγο που προωθεί στην Γραπτή Απαντητική της Αγόρευση, επισήμανε πως ο Υπουργός Εσωτερικών που υπέγραψε τις εξουσιοδοτήσεις προς λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου για άσκηση καθηκόντων Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν ήταν υπουργός τη στιγμή που ο λειτουργός κύριος Αγρότης εκτελούσε τα καθήκοντα που του ανέθεσε τη στιγμή της εξουσιοδότησής του.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης και ανέφερε πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.  Επισημαίνει ότι ο αρμόδιος λειτουργός ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον προηγούμενο Υπουργό και διευκρινίζει πως δεν χρειαζόταν νέα εξουσιοδότηση από το νέο Υπουργό Εσωτερικών.

 

Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς βάσει των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, της νομολογίας του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, προέχει βεβαίως η εξέταση του προαναφερόμενου λόγου ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε, καθότι ως ζήτημα δημοσίας τάξεως συνυφασμένο με τη σύννομη λειτουργία της διοίκησης και δυνάμενο να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. Αναστασίου ν ETEK (2003) 3 Α.Α.Δ 616, Sigma Radio T.V. Ltd εναντίον Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ 130), ανατρέχει στα θεμέλια της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, εάν αποδεχτώ τον εγειρόμενο λόγο ακυρώσεως, η υπό εξέταση απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων σε ακύρωση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα προχωρήσω στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.

 

Ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει πως η εξουσιοδότηση προς τον λειτουργό που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, κύριο Ανδρέα Αγρότη, έπαψε να βρίσκεται σε ισχύ, καθώς αυτή είχε δοθεί από προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος σταμάτησε να ασκεί τα καθήκοντά του όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του ο εν ενεργεία Υπουργός.  Στη βάση τούτου, ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο. 

 

Είναι αναγκαίο να παραθέσω σχετική επί του ζητήματος νομολογία. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ'αριθμόν 63/18, Κυπριακή Δημοκρατία v. AHT Advances Heating Technologies, ημερομηνίας 11/1/2024, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69).   Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.    

 

Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023,  όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα   (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση  ότι, «το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην  επηρεάζει  κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω».

 

Η ανωτέρω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκαθαρίζει το ζήτημα και απαντά χωρίς οποιανδήποτε αμφιβολία στον ισχυρισμό που προβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή.  Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης υπ'αριθμόν Α.Ε. 27/16, Κασσέρα ν. Δημοκρατίας,ημερομηνίας 4/4/2023, έκρινε ότι η εξουσιοδότηση που παρέχεται από ένα Υπουργό σε ένα πρόσωπο δεν παύει να ισχύει αυτόματα με την αλλαγή του Υπουργού.  Επομένως, εφόσον η εξουσιοδότηση δόθηκε νόμιμα, συνεχίζει να ισχύει ακόμα και μετά την αντικατάσταση του Υπουργού που την εξέδωσε χωρίς να απαιτείται νέα εξουσιοδότηση.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχει ανακληθεί ή τροποποιηθεί από το νέο Υπουργό.

 

Για σκοπούς πληρότητας, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω και απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη υπόθεση υπ'αριθμόν Α.Ε. 47/14 Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α  ημερομηνίας 25/2/21, όπου καθορίζεται η έννοια του «οργάνου» και διαχωρίζεται από το «φορέα του οργάνου» που είναι το πρόσωπο και/ή τα πρόσωπα που το στελεχώνουν.  Επί του ζητήματος αυτού, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ως προς το καίριο αυτό ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι βάσιμη «.η θέση ότι η διοικητική ενέργεια απεκδύεται το θεσμικό μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν σε κάθε στάδιο. Είναι πρόδηλο ότι η συμμετοχική διαδικασία στη διοικητική απόφαση συσχετίζεται με το θεσμικό ρόλο που σε κάθε δεδομένη στιγμή έχει το ένα ή το άλλο φυσικό πρόσωπο. Τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη δεδομένη θέση δεν ενεργούν υπό ιδιότητα άλλη από αυτή που τους έχει εμπιστευθεί η πολιτεία. Όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.»

 

Δεν αμφισβητείται το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου.  Διαφορετική είναι η έννοια του «οργάνου» από αυτήν του «φορέα του οργάνου». Όπως αναφέρεται στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄, Δαγτόγλου, 1977, σελ. 211-212, και υιοθετήθηκε πρόσφατα στην Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ΑΕ 37/14, ημερ. 6.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336 «Όργανο, υπό νομική έννοια, είναι η οργανωτική μονάδα που αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο αρμοδιοτήτων.  Από το όργανο πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τον φορέα του οργάνου.  Ενώ το όργανο είναι μια οργανωτική μονάδα, ο φορεύς του οργάνου πάντοτε φυσικό πρόσωπο . το πρώτο είναι απρόσωπο και συνεχές, ενώ ο δεύτερος είναι προσωπικός, συγκεκριμένος και κατ΄ ανάγκην, χρονικώς περιορισμένος».   

 

Τα όργανα του κράτους λοιπόν είναι θεσμικές οντότητες που διαθέτουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες και το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αναλαμβάνει ή αποχωρεί από μια θέση δεν μπορεί να επηρεάζει τη λειτουργία του οργάνου γιατί πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχεια των διαδικασιών ανεξαρτήτως των αλλαγών που γίνονται στην υπηρεσία.

 

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ'αριθμόν 1654/2019, Τουφεξής ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/2/2021, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτού του είδους οι πράξεις, οι οποίες άπτονται άμεσα της φύσης και/ή της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων, αντιμετωπίζονται διαχρονικά με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της Διοίκησης και την αρχή της συνέχειας και συνέπειας που θα πρέπει να διέπει την εν λόγω λειτουργία, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου. Συνεπώς, όπως ελέχθη και στην Φάνη Α. Γεωργιάδη, ανωτέρωδε νοείται λογικό να θεωρείται η έννοια του Διευθυντή και/ή διοικητικού προϊσταμένου του εκάστοτε τμήματος της Διοίκησης, εν προκειμένω του Γενικού Διευθυντή της Α.Η.Κ, ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπό του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του. Σχετική είναι και η απόφαση στην Ανδρέα Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υποθ. Αρ. 1226/2014, ημερ. 11.3.2014, στην οποία τονίστηκε ότι η εκάστοτε διοικητική ενέργεια «δεν απεκδύεται το θεσμικό της μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν» καθώς και ότι τα φυσικά πρόσωπα, «όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.». Επισημαίνεται δε περαιτέρω ότι την ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο στην Μαρία Ξάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 907/2015, ημερ. 21.8.2018 και στην Ελένη Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1606/2015, ημερ. 6.9.2018.

 

Ενόψει των πιο πάνω, λοιπόν, καταλήγω ότι δεν τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας, αλλ' αντιθέτως, υφίστατο επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα που παρείχε στη συγκεκριμένη λειτουργό της Α.Η.Κ. τη δυνατότητα και/ή εξουσία να προβεί στην συγκεκριμένη υπογραφή εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή της Αρχής.»

 

Η διάκριση μεταξύ οργάνου και φορέα διασφαλίζει τη θεσμική συνέχεια, εφόσον το διοικητικό όργανο έχει διαρκή νομική υπόσταση και δεν επηρεάζεται από τις εναλλαγές προσώπων που το στελεχώνουν εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά.  Από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 28/08/2023 από τον κύριο Ανδρέα Αγρότη που είναι λειτουργός στην Υπηρεσία Ασύλου, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης του προηγούμενου Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/2022, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται κατατεθειμένο ως ερυθρό 50 του διοικητικού φακέλου. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω εξουσιοδότησης, παρέχεται εξουσιοδότηση στο εν λόγω πρόσωπο για άσκηση μέρους των εξουσιών ή εκτέλεση μέρους των καθηκόντων του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης μεταξύ άλλων και έκδοσης αποφάσεων επιστροφής.

 

Δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022 δεν είχε ανακληθεί, η εκχώρηση της σχετικής αρμοδιότητας στον κύριο Ανδρέα Αγρότη, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ. Άλλωστε, υπό το φως της ανωτέρω παρατεθείσας νομολογίας, εν τη απουσία ρητής ανάκλησης της σχετικής εξουσιοδότησης δυνάμει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έπαυσε να ισχύει με την ανάληψη καθηκόντων από νέο Υπουργό Εσωτερικών. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται στο σύνολό του. Κατά συνέπεια, προχωρώ στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως που προωθούνται από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου που προωθεί ο αιτητής στην Γραπτή του Αγόρευση. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι κυοφορούσε το παιδί του μια γυναίκα διαφορετικής θρησκείας από τον ίδιο.  Συγκεκριμένα ανέφερε πως η γυναίκα αυτή είναι μουσουλμάνα και ο ίδιος είναι χριστιανός.  Ο ίδιος επιθυμούσε να φέρει στον κόσμο το παιδί τους αλλά οι γονείς της την υποχρέωσαν να διακόψει την κύηση.  Κατά τη διαδικασία έχασε τη ζωή της και τώρα η οικογένεια της τον κυνηγάει.  Ο αιτητής ζητά προστασία και βοήθεια και δηλώνει πως επιθυμεί να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία και να τηρεί τους νόμους που εφαρμόζονται.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Νιγηρίας, γεννηθείς την 14/11/1995. Ο αιτητής ανέφερε περαιτέρω ότι είναι Καθολικός Χριστιανός, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι ομιλεί Αγγλικά και Essan (ερυθρά 34 1χ και 33 1χ, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στη Benin της πολιτείας Edo όπου και έζησε όλη του τη ζωή μέχρι την αναχώρησή του από τη Νιγηρία στις 03/10/2021  (ερυθρό 31 2χ, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής δήλωσε ότι στη χώρα καταγωγής του εμπορευόταν καύσιμα. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση ο αιτητής δήλωσε ότι δεν είναι παντρεμένος και ότι έχει δύο αδέρφια και τη μητέρα του στη Νιγηρία και επιπρόσθετα, ανέφερε πως ο πατέρας του έχει αποβιώσει.

 

Ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία επειδή ο πατέρας της συντρόφου του απειλούσε τη ζωή του και τον κατηγορούσε για το θάνατό της. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως η σύντροφός του, η οποία ήταν μουσουλμάνα, κυοφορούσε το παιδί του και οι γονείς της δεν επιθυμούσαν να είναι σε σχέση μαζί του γιατί είχαν διαφορετική θρησκεία.  Παρά τη θέληση του αιτητή, οι γονείς της συντρόφου του την ανάγκασαν να προβεί σε έκτρωση, κατά την οποία έχασε τη ζωή της, γεγονός για το οποίο στη συνέχεια οι γονείς της κατηγόρησαν τον ίδιο. Ως εκ τούτου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του (ερυθρό 29 2χ, του διοικητικού φακέλου). Σε ερώτηση του λειτουργού σχετικά με το τι φοβάται πως θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη Νιγηρία, ο αιτητής δήλωσε πως θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τον πατέρα της συντρόφου του και υποστήριξε πως θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του από τον πατέρα της (ερυθρό 29 2χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού σχετικά με τη σχέση του με τη σύντροφό του ο αιτητής δήλωσε το όνομά της, την περιέγραψε και ανέφερε πως γνωρίστηκαν.  Όπως δήλωσε, η σχέση τους διήρκεσε ένα χρόνο περίπου και ανέφερε πως η σύντροφος του ζούσε στη Benin όπου μάθαινε κομμωτική. Σε περαιτέρω ερωτήσεις ο αιτητής εξήγησε πως αυτός πήρε την πρωτοβουλία να της μιλήσει, πως η σχέση του ξεκίνησε ένα με δύο μήνες αφότου γνωρίστηκαν, πως συναντιόντουσαν δύο φορές την εβδομάδα και πως κάνανε σχέδια να παντρευτούν. Σχετικά με την εγκυμοσύνη ο αιτητής δήλωσε πως έμεινε έγκυος 9 μήνες αφότου γνωρίστηκαν, τον ενημέρωσε για την εγκυμοσύνη στους δύο μήνες περίπου και πως οι γονείς της το μάθανε κατά τον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης (ερυθρά 28 2χ, 27, 26 1χ, του διοικητικού φακέλου). Σε ερώτηση του λειτουργού σχετικά με το πως η σύντροφός του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη στους γονείς της ο αιτητής αποκρίθηκε πως δε γνωρίζει διότι δεν ήταν παρών (ερυθρό 26 1χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Σε σχέση με τις απειλές που έλαβε από τον πατέρα της συντρόφου του, ο αιτητής δήλωσε πως τον επισκέφτηκε μία και μοναδική φορά στο σπίτι του έξι μήνες πριν την αναχώρησή του από τη Νιγηρία και τον απείλησε πως θα τον σκοτώσει. Από το περιστατικό εκείνο και μετά ο αιτητής μετακόμισε στο σπίτι ενός φίλου του στη Benin όπου και διέμεινε για δύο μήνες, ενώ στη συνέχεια καθώς δε μπορούσε να μένει πλέον εκεί αναγκάστηκε να διαμένει σε αγορές μέχρι την αναχώρηση του από τη χώρα (ερυθρά 26 2χ και 25 1χ, του διοικητικού φακέλου). 

 

Όταν ρωτήθηκε τι τον κάνει να πιστεύει πως ο πατέρας της συντρόφου του θα υλοποιήσει τις απειλές του, ο αιτητής αποκρίθηκε πως ήταν εξοργισμένος και του μίλησε με πολύ θυμωμένο τρόπο και πως δεν ήταν συζητήσιμος. Ο αιτητής ανέφερε περαιτέρω πως κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία αλλά χωρίς να έχει κάποιο αποτέλεσμα (ερυθρό 25 1χ, του διοικητικού φακέλου).  Σε ερώτηση του λειτουργού σχετικά με το αν πιστεύει πως θα μπορούσε να ζήσει σε κάποιο άλλο μέρος της Νιγηρίας πέρα από την Benin, ο αιτητής αποκρίθηκε πως αν αυτό ήταν εφικτό θα το είχε ήδη πράξει και πως ο πατέρας της συντρόφου του θα μπορέσει να τον βρει βάζοντας κόσμο να τον αναζητήσει (ερυθρό 24 1χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας του αιτητή, ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη όσα δήλωσε ο αιτητής στη συνέντευξή του, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τη συνήθη διαμονή του αιτητή.  Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός  αφορά το ότι ο αιτητής φοβάται πως η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο σε περίπτωση που επιστρέψει στη Νιγηρία, καθώς ο πατέρας της αποθανούσας πρώην συντρόφου του τον έχει απειλήσει πως θα τον σκοτώσει διότι αυτή κυοφορούσε το παιδί του.

 

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του αιτητή, ο λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία της ταυτότητας, του προφίλ και της χώρας καταγωγής του αιτητή, καθώς έκρινε πως οι δηλώσεις του ήταν συνεπείς, συνεκτικές, συγκεκριμένες και λεπτομερείς, τόσο με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όσο και με το  διαβατήριο το οποίο προσκόμισε.  Τέλος, ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στη Benin της πολιτείας Edo  της Νιγηρίας, η οποία ήταν και ο τελευταίος τόπος διαμονής του στη Νιγηρία.

 

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό του αιτητή, ο λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει συνεπείς, συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες σε θέματα που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του.  Ο λειτουργός επισήμανε πως ο αιτητής δεν περιέγραψε με λεπτομέρεια  το τι συνέβη την ημέρα που ο πατέρας της πρώην συντρόφου του τον επισκέφτηκε και τον απείλησε. Αρκέστηκε στο να δηλώσει, χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες, ότι ο πατέρας της ήρθε στο σπίτι του και τον απείλησε, συμπληρώνοντας  πως ήταν θυμωμένος.

 

Προχωρώντας στην εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, ο λειτουργός αναφέρθηκε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με τις οποίες «Η πλειοψηφία του πληθυσμού της Νιγηρίας, περίπου 182 εκατομμύρια, ακολουθεί είτε το Ισλάμ είτε τον Χριστιανισμό. Ιστορικά, αυτές οι δύο μεγάλες θρησκείες συνυπήρχαν ειρηνικά. Ωστόσο, από την ανεξαρτησία, η χώρα έχει υποφέρει από πολλές εθνοθρησκευτικές συγκρούσεις (..)». Ο λειτουργός στη συνέχεια κατέληξε στο συμπέρασμα πως με βάση τα ανωτέρω η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή τεκμηριώνεται. Παρ' όλα αυτά, ο λειτουργός συμπέρανε ότι οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με το γεγονός ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο ήταν γενικές και αόριστες και ως εκ τούτου,  η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή κρίθηκε πως δεν τεκμηριώθηκε και ο ισχυρισμός του δεν έγινε αποδεκτός.

 

Στη συνέχεια, ο λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στη Benin του Edo State της Νιγηρίας, η οποία κρίθηκε πως είναι ο τόπος στον οποίο αναμένεται να επιστρέψει. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά, αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής του, o λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του,  να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας που επικρατεί στη χώρα του.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς του αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων  σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του και ως εκ τούτου, ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του, οι οποίες καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τη ζωή του αιτητή λόγω αδιάκριτης βίας αποκλειστικά και μόνο λόγω της παρουσίας του και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής δεν απέδειξε ότι οι προσωπικές του περιστάσεις αυξάνουν τις πιθανότητες να διατρέξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σε περίπτωση επιστροφής του, συνάγεται ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τη συνήγορό του αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση.  Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του αιτητή, διαπιστώνω πως ορθώς έχει γίνει αποδεκτός καθώς ο αιτητής κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος στις δηλώσεις του. 

 

Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας του αιτητή ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση-Εισήγησή του, ο αιτητής δεν παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες για τον πυρήνα του αιτήματός του.  Ο αιτητής δεν είχε υποστεί οτιδήποτε περαιτέρω ούτε παρουσίασε οτιδήποτε συγκεκριμένο ενώπιον μου που τροποποιεί την εικόνα που διαμορφώθηκε από το λειτουργό τη Υπηρεσίας Ασύλου ενόψει των ισχυρισμών του, όπως αυτοί καταγράφηκαν με λεπτομέρεια στην έκθεση/εισήγηση του λειτουργού.  Από το αφήγημά του, διαπιστώνεται πως ο αιτητής παρουσίασε τον πυρήνα του αιτήματός του με επιφανειακό τρόπο, με γενικές και αόριστες δηλώσεις οι οποίες δεν καταλήγουν σε βιωματικά περιστατικά και κατά συνέπεια δεν μπορεί να κριθεί εσωτερικά αξιόπιστος στις δηλώσεις του.

 

Αν και οι δηλώσεις του αιτητή φαίνεται να συνάδουν σε ένα βαθμό με πληροφορίες που αντλούνται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, σε σχέση με τον ουσιώδη ισχυρισμό, η εξωτερική αξιοπιστία δεν αρκεί από μόνη της για να τεκμηριώσει την αλήθεια των ισχυρισμών του.  Για να καταστούν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του, απαιτείται να συνοδεύονται από σαφή, λεπτομερή και εξατομικευμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή.  Οι δηλώσεις του αιτητή κρίνω ότι είναι ασαφείς και επιφανειακές, στερούμενες τις αναγκαίας πειστικότητας ώστε να θεμελιώνουν το αίτημά του.  Κατά συνέπεια, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.  Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών). 

 

Οι διαπιστώσεις του αρμόδιου εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, περί του ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000), συνιστούν διαπιστώσεις εύλογα επιτρεπτές ενόψει των στοιχείων που είχε ο Προϊστάμενος ενώπιον του, όπως αυτά διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1. 

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.

 

Ορθά κρίθηκε από τον αρμόδιο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν. 6 (Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Σύμφωνα με έρευνα της Γερμανικής BAMF που αφορά τα γεγονότα Ιανουαρίου – Ιουνίου 2024 και δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2024, «ένας συνασπισμός 48 οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών κάλεσε τον Πρόεδρο Bola Tinubu να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε στην Abuja στις 29.01.24, υπό το φως της τρέχουσας κατάστασης ασφαλείας στη χώρα. Σύμφωνα με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, περίπου 2.400 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε επιθέσεις βίαιων παραγόντων μεταξύ Μαΐου 2023 και Ιανουαρίου 2024 και απήχθησαν περίπου 1.900 άτομα. Τουλάχιστον 230 απαγωγές πραγματοποιήθηκαν επίσης τις πρώτες δύο εβδομάδες του Ιανουαρίου 2024. Εκπρόσωπος του συνασπισμού εξέφρασε ανησυχία για την ανασφάλεια στη χώρα και κάλεσε την κυβέρνηση να λάβει μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης ασφαλείας και τον περιορισμό των επιθέσεων από βίαιες ομάδες».[1]

 

Οι κύριοι παράγοντες των συγκρούσεων και των ζητημάτων ασφάλειας στο κρατίδιο Edo είναι η εγκληματική βία, οι συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών/αδελφοτήτων, οι συγκρούσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και αγροτών για διαφορές γης, η αυτοδικία από πολιτοφυλακές επαγρύπνησης/εκδίκησης, οι αναταραχές που λαμβάνουν χώρα σε συνθήκες όχλου, οι βίαιες διαμαρτυρίες/διαδηλώσεις και οι επιχειρήσεις καταστολής των διαδηλώσεων που είναι γνωστές ως #EndSars, σύμφωνα με πλήθος πηγών μεταξύ των οποίων και η International Crisis Group.[2] Εξ αυτών, το βασικότερο ζήτημα ασφάλειας στο κρατίδιο Edo το έτος 2020 ήταν η εγκληματικότητα. Η εγκληματική βία περιλάμβανε κυρίως ένοπλες ληστείες, απαγωγές, λιντσαρίσματα όχλου, καθώς επίσης συγκρούσεις μεταξύ εγκληματιών και προσωπικού ασφαλείας.[3] Τέλος, η πόλη του Μπενίν, η πρωτεύουσα της πολιτείας Edo, εξακολουθεί να είναι ένας σημαντικός κόμβος εμπορίας ανθρώπων στην Αφρική, αλλά οι αυξημένες προσπάθειες επιβολής μπορεί να έχουν κάνει ορισμένα κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων να μετατοπίσουν το ενδιαφέρον τους σε άλλες περιοχές της νότιας Νιγηρίας.[4]

 

Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα και συγκεκριμένα αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων  γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 01/06/2024 και 30/05/2025 στην πολιτεία Edo καταγράφηκαν συνολικά 212 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 148 πολιτών. Συγκεκριμένα, 67 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 69 θύματα), 67 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 59 θύματα), 29 ως ταραχές/εξεγέρσεις (με 20 θύματα) και 49 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[5]. Την ίδια χρονική περίοδο στη Benin καταγράφηκαν συνολικά 80 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 43 πολιτών. Συγκεκριμένα, 30 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 35 θύματα), 13 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 8 θύματα), 9 ως ταραχές/εξεγέρσεις (χωρίς θύματα) και 28 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[6].

Ο πληθυσμός δε της Benin καταγράφεται στους 1.680.000 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση του 2022[7].

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, αλλά και ότι το αρμόδιο όργανο δεν μελέτησε διεξοδικά τους ισχυρισμούς του αιτητή, απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Επιπρόσθετα, απορρίπτεται και ο ισχυρισμός του αιτητή περί του ότι η συνέντευξη διεξήχθηκε με προχειρότητα εφόσον από τα πρακτικά διαφαίνεται ότι τέθηκαν επαρκής ερωτήσεις και δόθηκε η δυνατότητα στον αιτητή να παρουσιάσει το αφήγημά του. Ούτως ή άλλως ο αιτητής είχε την ευκαιρία στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία να προσκομίσει με το ορθό δικονομικό διάβημα οτιδήποτε θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζει το Δικαστήριο και δεν είχε την ευκαιρία να το παραθέσει όπως ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξη. 

 

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται πως η απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια και/ή με κατάχρηση εξουσίας και κατ’ αντίθεση με το Νόμο.  Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση αντιτείνει πως δεν έχει αποδειχθεί ο προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός και εισηγείται πως θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267).  Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείτε επαρκώς από τον αιτητή και είναι γενικόλογος.  Από τους ισχυρισμούς της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή, δεν στοιχειοθετείτε οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα τα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε η Υπηρεσία Ασύλου υπόψη της. 

 

Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείτε όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011, σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511).  Ο αιτητής δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα.

 

Επιπρόσθετα, κρίνω ότι ο ισχυρισμός περί κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται, εφόσον ο αιτητής για να στοιχειοθετήσει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του, όφειλε να αποδείξει τον κατάδηλα ξένο σκοπό από το σκοπό του νόμου που επεδίωξε το αρμόδιο όργανο και την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμόδιου οργάνου.

 

Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην απόφαση της υπόθεσης Τριλλίδου v. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου, (1993) 3 ΑΑΔ 284, ο λόγος ακυρώσεως περί κατάχρησης εξουσίας δεν εξετάζεται αφηρημένα και ακαδημαϊκά, αλλά με βάση συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και «απαιτείται παράβαση του σκοπού του γράμματος και του πνεύματος του νόμου».

 

Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του αιτητή περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης, ούτε η κατάχρηση εξουσία εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη. Η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη κατά τρόπο που καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

 

Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).  Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή τους ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.                                               

 

 

 

 

                                                                             Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.

 

 



[1] BAMF - Federal Office for Migration and Refugees (Germany): Briefing Notes Summary, 19 July 2024 https://milo.bamf.de/otcs/cs.exe/app/nodes/30235199

[2] PIND, Niger Delta Annual Conflict Report: January – December 2020, 9 February 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://pindfoundation.org/niger-delta-annual-conflict-report-january-december-2020/, σελ. 1-10; International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Nigeria, January 2020 – December 2020, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=28&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=12&to_year=2020

[3] PIND, Niger Delta Annual Conflict Report: January – December 2020, 9 February 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://pindfoundation.org/niger-delta-annual-conflict-report-january-december-2020/, σελ. 5-10

[4] USDOL – US Department of Labor (Author): 2022 Findings on the Worst Forms of Child Labor: Nigeria, 26 September 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2098534.html

[5] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/ . Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα μεταξύ 01/06/2024 και 30/05/2025 στην πολιτεία Edo της Νιγηρίας: https://acleddata.com/explorer/

[6]   ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/ . Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα μεταξύ 01/06/2024 και 30/05/2025 στη Benin της Νιγηρίας: https://acleddata.com/explorer/

[7] City Population, Nigeria, Benin City, https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/?cityid=13469  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο