C.P.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 3738/23, 10/6/2025
print
Τίτλος:
C.P.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 3738/23, 10/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 Υπόθεση Αρ. 3738/23

 

 

10 Ιουνίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ: 

 

 

                                                         C.P.O.

   Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

               Καθ' ων η αίτηση

 

..............................

 

 

Γιώργος Βασιλόπουλος για Δρ. Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Ραφαέλα Προδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 21/09/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και στις 25/06/2021 υπέβαλε  αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές. Στις 30/06/2021, ο αιτητής παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αίτησης Διεθνούς Προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).

 

Στις 20/09/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 21/09/2023 ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 21/09/2023.

 

Στις 06/10/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή προς τον αιτητή, στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της για απόρριψη του αίτηματός του και την Έκθεση - Εισήγηση, η οποία και παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο αιτητής, μέσω της Γραπτής Αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του, προβάλλει ως πρώτο λόγο ακύρωσης ότι δεν διεξήχθη επαρκής και/ή δέουσα έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση ως προβλέπεται στον περί Προσφύγων Νόμο. Στα πλαίσια αυτού του λόγου ακύρωσης, υποστηρίζει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωσή τους να διεξάγουν επαρκή έρευνα σε σχέση με τους φόβους του αιτητή και να διερευνήσουν κατά πόσον αυτοί είναι βάσιμοι υποβάλλοντας σε αυτόν επαρκείς ερωτήσεις, ενώ αντιθέτως προκύπτει να έχουν απορρίψει χωρίς τεκμηρίωση τα στοιχεία που προσκόμισε ο αιτητής σε σχέση με το φόβο δίωξης που επικαλέστηκε ότι αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του, χωρίς να αναζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες από τη χώρα του.

 

Ακολούθως, ως δεύτερος λόγος ακύρωσης προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια και κατ' αντίθεση με το νόμο. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι ενόψει της παράληψης των καθ΄ ων η αίτηση να αξιολογήσουν σε βάθος τους ισχυρισμούς του αιτητή σε σχέση με τον φόβο δίωξης που επικαλείται ότι αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του, λανθασμένα έχει κριθεί αναξιόπιστος ως προς αυτούς χωρίς να του παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας και η απόφαση που λήφθηκε ήταν προϊόν πλάνης καθώς δεν λήφθηκαν υπόψη στοιχεία που είναι ουσιώδη.

 

Ως τρίτος λόγος ακύρωσης, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη και ως τέταρτος λόγος, η παραβίαση ουσιώδους τύπου λόγω παράβασης του δικαιώματος ακρόασης που διαφυλάσσεται μέσω του άρθρου 30 του Συντάγματος και των άρθρων 13(Α)(7) και 18(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Στα πλαίσια του τέταρτου λόγου ακύρωσης, υποστηρίζεται ότι συντελέστηκε παράβαση ουσιώδους τύπου που μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, καθώς παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή και η υποχρέωση της Υπηρεσίας Ασύλου για παροχή διερμηνέα κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξής του που προνοεί το άρθρο 13(Α)(9)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ενόψει άλλωστε και του γεγονότος ότι από κανένα στοιχείο του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει να διασφαλίζονται τα εχέγγυα ικανότητας του λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη ως προς την ικανότητά του να χειρίζεται την αγγλική γλώσσα.

 

Επιπρόσθετα, υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τεκμαίρεται νόμιμη εκ της υπογραφής και μόνον του αιτητή σε όλες τις σελίδες των πρακτικών της συνέντευξης, ούτε αναιρεί την ουσιώδη παράβαση που συντελέστηκε, το γεγονός ότι δήλωσε ο αιτητής ότι ομιλεί την αγγλική γλώσσα, καθώς δεν προκύπτει να έχει ενημερωθεί για την υποχρέωση της Υπηρεσίας Ασύλου περί παροχής διερμηνέα που ομιλεί γλώσσα που κατανοεί ο αιτητής. Καταληκτικά, αναφέρεται ότι εν τη απουσία διερμηνέα, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να εκφράσει λεπτομερώς τους φόβους δίωξης που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα χωρίς να εμφιλοχωρήσει καμία πλάνη στη λήψη της, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ’ ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, εισηγείται ότι ο αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, το οποίο δεν κατάφερε ο αιτητής να αποσείσει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και πρόσθετα ισχυρίζεται πως δεν απέδειξε ότι διατρέχει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2), του Ν. 6 (Ι)/2000, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Προς αντίκρουση του ισχυρισμού περί παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας λόγω μη παροχής διερμηνέα κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης, η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, καταγράφει καταρχάς στη Γραπτή της Αγόρευση ότι δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί αυτεπάγγελτα αυτός ο λόγος ακύρωσης, καθώς δεν συνιστά ζήτημα δημόσιας τάξης.  Ακολούθως, κατόπιν παραπομπής στις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, ισχυρίζεται πως η παροχή διερμηνέα κατά τη συνέντευξη αιτητή ασύλου λαμβάνει χώρα όταν κρίνεται αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία μεταξύ εξεταστή και αιτητή χωρίς την παρουσία διερμηνέα. Ενόψει του ότι ο αιτητής είχε δηλώσει ότι ομιλεί την αγγλική γλώσσα, ενημερώθηκε για τη διαδικασία διεξαγωγής της συνέντευξης και τη δυνατότητά του να ενημερώσει σχετικά σε περίπτωση που αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία κατά την επικοινωνία ή στην κατανόηση και εφόσον υπέγραψε τα πρακτικά της συνέντευξης, και η επιστολή ενημέρωσης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου έχει συνταχθεί και κοινοποιήθηκε στον αιτητή στην αγγλική γλώσσα, εισηγείται ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παρατυπία στη διαδικασία που ακολουθήθηκε.

 

Περαιτέρω εισηγείται ότι από κανένα σημείο δεν προκύπτει κάποιο κώλυμα στην επικοινωνία ή στην κατανόηση της αγγλικής γλώσσας που χρησιμοποιείτο και ως εκ τούτου, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι εν τη απουσία διερμηνέα δεν ήταν σε θέση ο αιτητής να εκφράσει με λεπτομέρεια τους φόβους δίωξής του. Σε σχέση με τον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή ότι εκ της υπογραφής και μόνον του αιτητή στα πρακτικά της συνέντευξης δεν καθίσταται η διαδικασία νόμιμη, η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν καλύπτεται από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης που περιλαμβάνονται στην αίτηση ακυρώσεως της προσφυγής και ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να εισαχθεί μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης ως νέος λόγος ακύρωσης κατά παράβαση της καλά εδραιωμένης νομολογίας. Καταληκτικά, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.    

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί  Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω από κοινού τον πρώτο νομικό ισχυρισμό που προωθεί ο αιτητής περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αλλά και το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί του ότι το αρμόδιο όργανο έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του γιατί η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο εξαιτίας της άρνησής του να λάβει τη θέση του «τοπικού ιατρού / ειδωλολάτρη» (σε ελεύθερη μετάφραση του όρου «native doctor / idol worshipper») που κατείχε ο παππούς του, επειδή είναι Χριστιανός. Ως κατέγραψε, ο πατέρας του σκοτώθηκε όταν ο αιτητής ήταν σε μικρή ηλικία, εξαιτίας της άρνησής του να διαδεχθεί τον παππού του στην προαναφερόμενη θέση και εξαιτίας της παράδοσης, ο αιτητής ως μοναδικός υιός, όφειλε να αναλάβει την εν λόγω θέση (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).  

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε πως γεννήθηκε στην πολιτεία Kano της Νιγηρίας, που συνιστά και τον τελευταίο τόπο διαμονής του σύμφωνα με τα λεγόμενά του, προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 48 x1 και 49 x1, του διοικητικού φακέλου). Από το 2005 και για διάρκεια 6 ετών ζούσε στην πολιτεία Anambra, όπως επίσης και κατά τα έτη 2014-2018 και περί το 2019-2020 ζούσε για περίοδο 6-7 μηνών στην πολιτεία Ebonyi (ερυθρά 44 και 49, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αιτητής είναι Χριστιανός στο θρήσκευμα και η εθνοτική του καταγωγή είναι Igbo (ερυθρό 51 x4, του διοικητικού φακέλου). Ομιλεί Αγγλικά και Igbo (ερυθρό 47 x1, του διοικητικού φακέλου). Ανέφερε πως δεν είναι παντρεμένος, οι γονείς του έχουν αποβιώσει και δεν έχει αδέλφια (ερυθρά 48 x4 και 51 x1,  του διοικητικού φακέλου). Ουδέποτε γνώρισε τη μητέρα του και ο πατέρας του σκοτώθηκε όταν ήταν σε πολύ μικρή ηλικία λόγω μαύρης μαγείας, σύμφωνα με πληροφόρηση που έλαβε από τον πάστορα του (ερυθρό 48,  του διοικητικού φακέλου). Ως προς το μορφωτικό του υπόβαθρο, ο αιτητής ανέφερε ότι το 2018 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα οικονομικά σε πανεπιστήμιο στην πολιτεία Anambra (ερυθρό 48 x2-x3, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το επαγγελματικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι έτυχε να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του από το 2018 μέχρι το 2020 (ερυθρό 47 x2-x3, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αιτητής στις 09/05/2021 εγκατέλειψε νόμιμα τη χώρα καταγωγής του και ταξίδεψε αεροπορικώς χρησιμοποιώντας το διαβατήριο του, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία κατά την έξοδό του από τη χώρα του ή κατά το ταξίδι του και με φοιτητική ιδιότητα μετέβη στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, από όπου και εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές περί τις 10/05/2021 (ερυθρά 47 x4-x6, 49 x2 και 51, του διοικητικού φακέλου).

 

Κληθείς να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησής του, ο αιτητής δήλωσε ότι έπραξε τούτο γιατί δεν ήταν ασφαλής, καθώς μετά το θάνατο του παππού του που προερχόταν από ειδωλολατρική οικογένεια, ο πατέρας του όφειλε να τον διαδεχθεί στη θέση του «τοπικού ιατρού» («native doctor») που κατείχε και εξαιτίας της άρνησής του επειδή ήταν  Χριστιανός, είχε σκοτωθεί στο χωριό Okija που διέμενε. Ως εκ τούτου, μετά το θάνατο του παππού του και του πατέρα του, ο αιτητής όφειλε να αναλάβει την εν λόγω θέση, και εξαιτίας της άρνησής του μερικές φορές είχε δεχθεί επιθέσεις. Με τη βοήθεια του πάστορά του, που είχε αναλάβει την ανατροφή του και την φροντίδα του και τον είχε συμβουλεύσει ότι θα τον κυνηγήσουν πνευματικά εάν δεν κατορθώσουν να επιτύχουν κάτι τέτοιο με φυσικό τρόπο, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να σωθεί (ερυθρό 46 x1, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά το στάδιο υποβολής διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο αιτητής κλήθηκε να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για τη θέση του «τοπικού ιατρού» («native doctor») που κατείχε ο παππούς του και δήλωσε ότι αφορά μαύρη μαγεία, επιδίδονται σε θυσίες και ειδωλολατρία (ερυθρό 46 x2-x4, του διοικητικού φακέλου). Δεν γνώριζε για πόσα χρόνια κατείχε ο παππούς του την εν λόγω θέση, ούτε πότε απεβίωσε και ποιος ανέλαβε τη θέση του μετά το θάνατό του (ερυθρό 46 x5-x8, του διοικητικού φακέλου). Όπως δήλωσε, περί το 1999-2000 είχαν ζητήσει από τον πατέρα του να αναλάβει τη θέση που κατείχε ο παππούς του και απεβίωσε περί το 2000-2001 χωρίς να γνωρίζει πως σκοτώθηκε, γιατί δεν ζούσε μαζί του στο χωριό εκείνο το διάστημα (ερυθρά 45 x1, x4 και 46 x9, του διοικητικού φακέλου). Δεν γνωρίζει εάν κάποιος κατείχε τη θέση από τότε που είχε ζητηθεί από τον πατέρα του να την αναλάβει μέχρι που απεβίωσε (ερυθρό 45 x2-x3, του διοικητικού φακέλου).

 

Ακολούθως, δήλωσε ότι μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, μία ομάδα αγοριών («group of boys») που έμοιαζαν επικίνδυνοι, τον πλησίασαν περί τις 3-4 φορές για πρώτη φορά το έτος 2018, όπως επίσης και τα έτη 2019 και 2020 (ερυθρά 44 και 45 x5-x9, του διοικητικού φακέλου). Ειδικότερα, για την πρώτη φορά που τον πλησίασαν δήλωσε ότι επέστρεφε από την εκκλησία στην πολιτεία Anambra και του ανέφεραν ότι πρέπει να επιστρέψει στο χωριό για να αναλάβει τη θέση του «τοπικού ιατρού» (ερυθρό 44 x1, του διοικητικού φακέλου). Τη δεύτερη φορά που τον είχαν πλησιάσει στην πολιτεία Ebonyi, τον είχαν κτυπήσει αναφέροντας του ότι είναι η τελευταία προειδοποίηση για να μεταβεί στο χωριό και να αναλάβει τη θέση, πλην όμως δεν ακολούθησε τις οδηγίες τους (ερυθρό 44 x2, του διοικητικού φακέλου). O αιτητής ανέφερε πως δεν γνωρίζει πως τον είχαν εντοπίσει ενόσω βρισκόταν σε δύο διαφορετικές πολιτείες (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου).

 

Όσον αφορά την τρίτη φορά που τον είχαν πλησιάσει, δήλωσε ότι τον πλησίασαν πνευματικά και είχε κρίσεις πανικού και εφιάλτες (ερυθρό 44 x3, του διοικητικού φακέλου). Όταν ρωτήθηκε πως γνωρίζει ότι οι πνευματικές επιθέσεις προέρχονταν από τα ίδια πρόσωπα, δήλωσε χαρακτηριστικά «From my pastor and asked around» (ερυθρό 43 x2, του διοικητικού φακέλου).  Σε σχέση με την τέταρτη φορά που τον είχαν πλησιάσει, ανέφερε πως ένα βράδυ ενόσω επέστρεφε από την οικία του φίλου του, τον είχαν κτυπήσει και προσπάθησαν να τον μεταφέρουν δια της βίας εντός του αυτοκινήτου τους, πλην όμως εγκατέλειψαν το σημείο όταν είχε περάσει εκείνη τη στιγμή ένα αυτοκίνητο (ερυθρό 44 x4, του διοικητικού φακέλου). Εκτός από τα προαναφερόμενα περιστατικά, επιβεβαίωσε ότι δεν είχε υποστεί οτιδήποτε άλλο προσωπικά (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου).

 

Η τελευταία φορά που τον είχαν πλησιάσει ήταν στις αρχές του 2020, χωρίς να θυμάται να παραθέσει επακριβώς το μήνα και έκτοτε είχαν παρέλθει μερικοί μήνες μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 44 x5-x6, του διοικητικού φακέλου). Σε μετέπειτα σχετική ερώτηση, δήλωσε ότι παρήλθαν 4 μήνες από την τελευταία επίθεση εναντίον του μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και ότι εγκατέλειψε τη χώρα του το Μάϊο του 2021 (ερυθρό 44 x7-x8, του διοικητικού φακέλου). Από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, δεν γνωρίζει ποιος κατέχει τη θέση που καλείτο να αναλάβει (ερυθρό 43, του διοικητικού φακέλου).

 

Ερωτηθείς ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι θα του επιτεθούν εκ νέου εξαιτίας του τι είχε συμβεί προηγουμένως (ερυθρό 43, του διοικητικού φακέλου). Δεν θεωρεί ότι θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή της Νιγηρίας, γιατί είχε δεχθεί επιθέσεις στις πολιτείες που ανέφερε ότι ζούσε (ερυθρό 43, του διοικητικού φακέλου). Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, o αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του αιτητή, ο οποίος έγινε αποδεκτός, καθότι κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

 

Ακολούθως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός που αφορά τα ισχυριζόμενα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο αιτητής κατόπιν της άρνησής του για διαδοχή αρχηγικού τίτλου, δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του. Επιπρόσθετα, κρίθηκε ότι κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα γεγονότα που απαρτίζουν τον εν λόγω ισχυρισμό του και διαπιστώθηκε ότι οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονταν από έλλειψη επαρκών πληροφοριών. Στην Έκθεση- Εισήγηση, καταγράφονται οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε  ο αιτητής και οι ανεπάρκειες του αφηγήματός του.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερική πηγή πληροφόρησης αναφορικά με διαδοχή σε αρχηγικούς τίτλους και τις συνέπειες σε περίπτωση άρνησης ανάληψης τέτοιων θέσεων. Ελλείψει ωστόσο εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις του αιτητή, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε στο σύνολό του.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και κατόπιν αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Kano, που συνιστά την περιοχή καταγωγής του αιτητή και τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.  Ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Kano,  κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνήγορούς του, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση.

 

Κατόπιν μελέτης της Έκθεσης-Εισήγησης, οφείλω να σημειώσω ότι όσον αφορά τον προσδιορισμό του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, λανθασμένα προσδιορίζεται και καταγράφεται στην Έκθεση-Εισήγηση ότι ο αιτητής αντιμετώπιζε προβλήματα κατόπιν της άρνησής του για διαδοχή αρχηγικού τίτλου, καθώς από τα λεγόμενα του κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, η θέση την οποία ισχυρίστηκε ότι αρνήθηκε να αναλάβει, συνεπεία της οποίας ξεκίνησε να αντιμετωπίζει προβλήματα, ήταν αυτή του «τοπικού ιατρού» (σε ελεύθερη μετάφραση του όρου «native doctor») που κατείχε ο παππούς του. Ουδόλως παραγνωρίζεται η εμφανής αδυναμία του αιτητή να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες και να επεξηγήσει τη θέση την οποία καλείτο να αναλάβει προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού του, πέραν από τις γενικές του αναφορές ότι επιδίδονταν σε μαύρη μαγεία, θυσίες και ειδωλολατρία, πλην όμως ενόψει της αναφοράς του ότι καλείτο να λάβει τη θέση του «τοπικού ιατρού», προκύπτει ότι κατά λανθασμένο τρόπο καταγράφεται ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός.

 

Άλλωστε, όπως υποδεικνύεται στον Πρακτικό Οδηγό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for AsylumEUAA), (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου), «Δεδομένου ότι τα ουσιώδη/ουσιαστικά γεγονότα συνδέονται άμεσα με τα κριτήρια επιλεξιμότητας για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η προσήκουσα ταυτοποίησή τους είναι αναγκαία τόσο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, όσο και για την αξιολόγηση κινδύνου. Τα ουσιώδη/ουσιαστικά γεγονότα καθορίζουν το εύρος της αξιολόγησης και υποβοηθούν στη δόμηση της αιτιολογίας.».[1]

 

Ενόψει των πιο πάνω, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός λανθασμένα προσδιόρισε και κατέγραψε τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα που έχει ενώπιον του. Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων, καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης, επιτυγχάνει με αποτέλεσμα να πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να οδηγούνται σε επιτυχία ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακύρωσης.

 

Ωστόσο, η κατάληξη μου ως προς το ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν.

 

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), εφόσον τα στοιχεία που αφορούν τους ισχυρισμούς του αιτητή βρίσκονται ενώπιον μου, προχωρώ σε ορθό προσδιορισμό των ισχυρισμών του αιτητή με βάση τα όσα αναφέρθηκαν κατά την συνέντευξή του, ως κατωτέρω:

(1) Προσωπικά στοιχεία και προφίλ του αιτητή και (2) Ισχυριζόμενα προβλήματα στη χώρα καταγωγής του λόγω της άρνησής του να αναλάβει τη θέση του «τοπικού ιατρού» (σε ελεύθερη μετάφραση του όρου «native doctor»).

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του αιτητή δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός και ούτως ή άλλως δεν αμφισβητείται από το συνήγορο του αιτητή.

 

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού παρατηρείται ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός λόγω αναξιοπιστίας του αιτητή στις σχετικές του δηλώσεις. Ειδικότερα, ευδιάκριτη ήταν η αδυναμία του αιτητή να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες σε σχέση με το χρονικό διάστημα που κατείχε ο παππούς του την θέση την οποία ο ίδιος κλήθηκε να αναλάβει μετά το θάνατο του πατέρα του, όπως επίσης και για το πως σκοτώθηκε ο τελευταίος. Επιπρόσθετα, δεν ήταν ικανός να δώσει πληροφορίες για τη θέση αυτή καθ΄ αυτή, εφόσον αρκέστηκε στις γενικές αναφορές ότι η κατοχή της θέσης σχετίζεται με μαύρη μαγεία και επιδίδονται σε θυσίες και ειδωλολατρία. Αφ΄ ης στιγμής, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, η άρνησή του να αναλάβει την επίδικη θέση ήταν η γενεσιουργός αιτία των προβλημάτων που αντιμετώπιζε στη χώρα του και των επιθέσεων των οποίων ήταν δέκτης προτού αναχωρήσει από αυτήν, ευλόγως αναμενόταν από τον αιτητή να ήταν σε θέση να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες, έστω στα πλαίσια μίας προσπάθειάς του προς απόδειξη της απροθυμίας του να αναλάβει τη θέση εξαιτίας της θρησκείας του.

 

Ακολούθως, ακόμα και οι αναφορές του σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στη χώρα καταγωγής του, τις επιθέσεις και τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι ήταν δέκτης εξαιτίας της άρνησής του να αναλάβει την επίδικη θέση, στερούνται λεπτομερειών και δεν επαρκούν εν προκειμένω για να υποστηρίξουν την ισχυριζόμενη δίωξή του και το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου του. Οι αναφορές του για τα περιστατικά επιθέσεων των οποίων ήταν δέκτης με φυσικό τρόπο, στερούνται λεπτομερειών, καθώς αναφέρθηκε κατά τρόπο γενικό και αόριστο ότι προέρχονταν από ομάδα προσώπων που έμοιαζαν επικίνδυνοι, ενώ μάλιστα δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πως τον είχαν εντοπίσει σε δύο διαφορετικές πολιτείες.

 

Σε σχέση δε με τις απειλές που έλαβε με πνευματικό τρόπο, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η πεποίθησή του ότι αυτές προέρχονται από τα ίδια πρόσωπα αποδίδεται σε σχετική πληροφόρηση που έλαβε από τον πάστορά του και από άλλα πρόσωπα. Επιπρόσθετα, η δήλωσή του ότι η τελευταία απειλή που είχε λάβει ήταν περί τις αρχές του 2020 και έκτοτε είχαν παρέλθει τέσσερις μήνες μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, δεν συνάδει με τη δήλωσή του, αλλά και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ότι αυτός εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του τον Μάϊο του 2021.

 

Πέραν των ανωτέρω λεχθέντων, σημειώνεται ότι ως δήλωσε ο αιτητής, ο πατέρας του απεβίωσε περί το 2000-2001, ενώ τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ξεκίνησαν πολλά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2018.  Αφενός, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τι απέγινε με τη θέση την οποία κλήθηκε να αναλάβει ο πατέρας του και μετέπειτα ο ίδιος ο αιτητής συνεπεία του θανάτου του πατέρα του, αλλά ούτε και κατά πόσον κατέχεται από κάποιο πρόσωπο σήμερα, ενώ αφετέρου ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα του επιτεθούν εκ νέου.  Συνεπώς, ο αιτητής προέβη σε γενικόλογες αναφορές και από το αφήγημα του προέκυψε ότι δεν μπορούσε να εξειδικεύσει και να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για την ισχυριζόμενη δίωξή του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του.  Κατά συνέπεια, η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού,  ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκειμένου να διαπιστώσω τι συμβαίνει στη χώρα καταγωγής του στη βάση πάντοτε του πυρήνα του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού.  Σύμφωνα με παλαιό άρθρο, οι Αφρικανοί παραδοσιακοί θεραπευτές («traditional healers») αναφέρονται με ποικίλους τρόπους, μεταξύ άλλων και ως «native doctors», «native healers», «traditional doctors» και «witch doctors».[2] Στην ίδια πηγή, εντοπίζεται  η εξής αναφορά: «In Nigeria as well as in other developing countries, scientific and traditional medicine exist side by side and the two systems are patronized by health consumers; both complement each other.».[3]

 

Στον πρακτικό οδηγό της EASO για τη Νιγηρία του 2017, εντοπίζεται αναφορά σε σχέση με την ύπαρξη της «παραδοσιακής θρησκείας» (σε ελεύθερη μετάφραση του όρου «traditional religion») στα πλαίσια της οποίας πρόσωπα που πιστεύουν σε αυτή στρέφονται  για να συμβουλευτούν «ιθαγενείς/τοπικούς γιατρούς» («native doctors»), «βοτανολόγους» («herbalists»), «τελετουργούς» («ritualists») ή «μάγους-γιατρούς» («witchdoctors») για πνευματική καθοδήγηση, φυλαχτά, τελετουργίες ή φυτική ιατρική.[4]

 

Επιπρόσθετα, σε Query Response για τη Νιγηρία του Συμβουλίου Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά (IRB – Immigration and Refugee Board of Canada) που δημοσιεύθηκε το 2021, αναφέρεται ότι σύμφωνα με πηγές, οι όροι «charms» και «shamans» ή «traditional doctors» ή ακόμη και «shrine priests» συνιστά ορολογία που προτιμάται να χρησιμοποιείται από τους Αφρικανούς ερευνητές και τον πληθυσμό της Νιγηρίας.[5] Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι πληροφορίες αναφορικά με τη συχνότητα των αρνήσεων και τις συνέπειες για ένα άτομο που αρνείται ένα τέτοιο τίτλο που έχει επιλεγεί να τον αναλάβει στη νότια και κεντρική Νιγηρία ήταν περιορισμένες μεταξύ των πηγών που συμβουλεύτηκε ο εκδότης της εν λόγω έρευνας εντός των χρονικών ορίων ετοιμασίας της.[6]

 

Πηγή της εν λόγω έρευνας, υποδεικνύει ότι είναι δυνατή η άρνηση ενός τέτοιου τίτλου και ότι γενικά δεν υπάρχουν συνέπειες πέραν ​​από τον φόβο «της εξαγρίωσης των ανώτερων πνευμάτων», για όσους πιστεύουν σε αυτό.[7] Διαφορετική πηγή, αναφέρει επιπρόσθετα ότι αναμένεται να παρατηρείται σταδιακή αύξηση στον αριθμό των προσώπων που αρνούνται την ανάληψη τέτοιων τίτλων, καθώς ο Χριστιανισμός αντικαθιστά τις «παραδοσιακές πεποιθήσεις» («traditional beliefs»)  στην κεντρική και νότια Νιγηρία και τα περισσότερα άτομα που αρνούνται να κατέχουν τον τίτλο το κάνουν επειδή είναι Χριστιανοί και η χριστιανική θρησκεία δεν είναι συμβατή με τις αρμοδιότητες αυτού του τίτλου.[8]   Επομένως, δεν είναι άγνωστο το φαινόμενο της άρνησης κάποιου να καταλάβει τον τίτλο αυτό.

 

Από τις ως άνω παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται γενικά η ύπαρξη των «τοπικών ιατρών», χωρίς βέβαια να επιβεβαιώνεται ειδικά το προσωπικό ζήτημα του αιτητή ή εν πάση περιπτώσει οποιοσδήποτε κίνδυνος εναντίον του που να συνδέεται με τους ισχυρισμούς που προωθεί σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του. Ενόψει της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών του αιτητή για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται ανωτέρω, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και ως εκ τούτου, απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.

 

Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και αληθοφάνεια τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα προκειμένου να επωφεληθεί των ευεργετημάτων τέτοιου καθεστώτος.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο αιτητής είχε αρκετές ευκαιρίες κατά το στάδιο της συνέντευξής του να αναπτύξει με κάθε λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός του και να θεμελιώσει τον ισχυριζόμενο κίνδυνο που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής ούτε στην ενώπιόν μου διαδικασία που είχε τη δυνατότητα να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του, να διευκρινίσει τις ασυνέπειες και τις ανακρίβειες των δηλώσεών του με το ορθό δικονομικό διάβημα, έθεσε ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο.  Κατά συνέπεια, ενόψει των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι η περιοχή καταγωγής του αιτητή, η πολιτεία Kano της Νιγηρίας, συνιστά και τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του σύμφωνα με τα λεγόμενά του, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.  Σε κάθε περίπτωση, στα πλαίσια της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχώρησα σε έρευνα σε έγκυρες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή και στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του.    

 

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 30/05/2024 έως τις 30/05/2025 στην πολιτεία Kano, καταγράφηκαν 49 περιστατικά ασφαλείας και 24 θάνατοι, εκ των οποίων 23 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 16 εξεγέρσεις (17 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 1 μάχη (2 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 9 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (5 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[9] Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Kano της Νιγηρίας ανέρχεται σε 15,462,200 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2022.[10]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο καταγωγής του και στον τελευταίο τόπο διαμονής του, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και πλήρως ικανός προς εργασία. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Ο αιτητής με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, ισχυρίστηκε ότι συντελέστηκε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας λόγω παράβασης του δικαιώματος ακρόασης, εξαιτίας της ανεπάρκειας του αρμόδιου λειτουργού να προβεί σε διεξαγωγή της συνέντευξης στην αγγλική γλώσσα χωρίς τη συνδρομή διερμηνέα, που μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ως ζήτημα δημόσιας τάξης. Η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση εισηγείται πως ο αιτητής δεν προωθεί τον προβαλλόμενο ισχυρισμό μέσω της αίτησης ακυρώσεώς του και δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί αυτεπάγγελτα, καθώς δεν συνιστά ζήτημα δημόσιας τάξης.

 

Στην απόφαση Σπύρου και άλλων ν. Δημοκρατίας, (1995) 4(Δ) ΑΑΔ, 2549, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.»

 

Πρόσθετα, στην απόφαση της υπόθεσης του Ανώτατου Δικαστηρίου Ανθούση ν. Δημοκρατίας, (1995) 4(Γ) ΑΑΔ 1709, αναφέρθηκε πως οι γενικοί και αόριστοι προβαλλόμενοι στις αγορεύσεις ισχυρισμοί, δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο και συγκεκριμένα αποφασίστηκε ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία π.χ. παράβαση νόμου ή κακή εφαρμογή του νόμου. Όμως αυτό δεν αρκεί. Αν η εισήγηση γινόταν δεκτή θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος. Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Η συγκεκριμενοποίηση όμως σε λογικά όρια κρίνεται απαραίτητη. Ο προτεινόμενος λόγος δεν καλύπτεται. Και εφόσον δεν λήφθηκαν τα απαραίτητα διαβήματα δεν επιτρέπεται να συζητηθεί.»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3Α.Α.Δ. 598, λέχθηκε πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. ΑΗΚ, Υττόθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007). Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709)».

Όπως προκύπτει από την ανωτέρω νομολογία, ο τέταρτος νομικός ισχυρισμός δεν είναι δυνατόν να τύχει εξέτασης, καθώς η επικαλούμενη παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης για τους λόγους που προβάλλονται για πρώτη φορά στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή σε σχέση με την μη παροχή διερμηνέα, δεν δικογραφούνται με το δέοντα τρόπο στην αίτηση ακυρώσεως. Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με αυτό τον λόγο ακύρωσης θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων.

 

Όπως προκύπτει, από την ανωτέρω νομολογία, όλοι οι νομικοί ισχυρισμοί θα πρέπει να αναπτύσσονται και να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τον αιτητή, εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια καθιστά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης (βλ. Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 361). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ουδείς από τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή δεν προβάλλεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, αλλά ούτε και σύμφωνα με τα όσα η νομολογία έχει καθορίσει.

 

Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους αόριστα νομικούς ισχυρισμούς θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων.  Στη βάση της εγγενούς αυτής αδυναμίας στον προσδιορισμό των νομικών ισχυρισμών στην αίτηση ακυρώσεως και εξειδίκευσής τους στην Γραπτή του Αγόρευση, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξεταστούν περαιτέρω και απορρίπτονται εφόσον, τα εγειρόμενα ζητήματα, μη καλυπτόμενα από τα νομικά σημεία της προσφυγής, δεν θα πρέπει να εξεταστούν.

 

Εκ του περισσού, παρατηρώ ότι από το πρακτικό της συνέντευξης ο αιτητής σε κανένα σημείο της συνέντευξής του δεν ήγειρε κάποιο ζήτημα κατανόησης των ερωτήσεων που του τέθηκαν. Όπως προκύπτει από το ερυθρό 42, του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ακριβείς έχοντας κατανοήσει πλήρως τη συνέντευξη, εφόσον διεξήχθη σε γλώσσα που κατανοεί πλήρως.  Επιπρόσθετα, στη δήλωση αναφέρεται πως ο λειτουργός του παρείχε όλες τις πληροφορίες και ότι οι απαντήσεις του ανταποκρίνονται επακριβώς στις δηλώσεις του, ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις (βλ. υπ' αριθμόν 5787/13, Κ.Ν.Κ v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31/1/2020).  Επίσης ο αιτητής υπέγραψε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης επιβεβαιώνοντας με αυτό τον τρόπο το περιεχόμενό της. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται στο σύνολο του.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω, μετά από τον κατ’ ουσίαν έλεγχο που διεξήγαγα, πως ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.  

  

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EUAA, 'Practical Guide on Evidence and Risk Assessment' (2024) p. 41 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/publications/practical-guide-evidence-and-risk-assessment

[2] Offiong, Daniel A. “Traditional Healers in the Nigerian Health Care Delivery System and the Debate over Integrating Traditional and Scientific Medicine.” Anthropological Quarterly, vol. 72, no. 3, 1999, p. 118 διαθέσιμο σε https://www.jstor.org/stable/3317426

[3] Ibid.

[4] EASO, ‘EASO Country of Origin Information Report – Nigeria Country Focus’ (June 2017) p. 55 διαθέσιμο σε  https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf

[5] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada, ‘Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019–October 2021) [NGA200792.FE ]’ (12 November 2021) διαθέσιμο σε
https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html

[6] Ibid.

[7] Ibid.

[8] Ibid.

[9] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 30/05/2024 – 30/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Kano]

[10] City Population https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ (Nigeria – Kano)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο