
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.5587/22
12 Ιουνίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S. M. H.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Σωτήρης Αργυρού & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, δικηγόροι για Αιτητή
Κα Μ. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημ.18/08/22, η οποία του επιδόθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος και απόφαση δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως «Δικαιούχος Διεθνούς Προστασίας» ή, διαζευκτικά, να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας (Αιτητικά Α, Β και Γ, αντίστοιχα).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Αφγανιστάν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 14/06/21 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 10/07/21 (ερ.1-3, 63). Σημειώνεται ότι η αρχική αίτηση έτυχε αρχικώς απόρριψης στις 10/04/22, συνεπεία τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόσυρσης της στη βάση του αρ.16Β του Περί Προσφύγων Νόμου, καθότι ο αιτητής δεν εντοπιζόταν σε σχετικές κλήσεις των καθ’ ων η αίτηση ώστε να παραστεί σε συνέντευξη, όμως, κατόπιν σχετικής αίτησης για επανάνοιγμα του φακέλου του αιτητή, αυτό έγινε, βάση του αρ.16Ε, και έτσι συνέχισε η διαδικασία από εκεί όπου είχε σταματήσει (ερ.49-51).
Στις 06/05/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.52-63). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.123-132) και στις 16/07/22 η Υπηρεσία αποφάσισε να μην παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας στον αιτητή.
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε στις 18/08/22 στην αγγλική, που είναι γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.136, 3).
Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής καταγράφει εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή το 2017 είχε συνάψει δεσμό με μια συμφοιτήτρια του, της οποίας το όνομα αναφέρει. Κατά τη διάρκεια της σχέσης τους ήρθαν πολύ κοντά μεταξύ τους και, μετά από τρία χρόνια, αποφάσισε να στείλει την οικογένειά του να τη ζητήσει σε γάμο από την οικογένειά της. Ο σύζυγος της αδερφής του καταγόταν από τη συγκεκριμένη περιοχή, ως αναφέρει, ωστόσο η οικογένεια της κοπέλας αρνήθηκε την πρόταση. Αν και συνέχισαν να διατηρούν κρυφή σχέση για άλλους δύο μήνες, μια ημέρα ο αιτητής διαπίστωσε ότι ο τηλεφωνικός αριθμός της κοπέλας του είχε απενεργοποιηθεί. Τότε κατάλαβε ότι η οικογένειά της έμαθε για τη σχέση τους, την οποίαν προηγουμένως αγνοούσαν, ως αναφέρει ο αιτητής, και τότε ο σύζυγος της αδελφής του τον ενημέρωσε ότι σκότωσαν την κοπέλα του και αναζητούν τον ίδιο. Η οικογένειά του τον πίεσε να εγκαταλείψει το Αφγανιστάν. Σημειώνεται ότι στην αίτηση για επανάνοιγμα που υπέβαλε ο αιτητής κατόπιν της απόρριψης της αρχικής του αιτήσεως ως σιωπηρώς αποσυρθείσας, αναφέρει ότι η οικογένεια της κοπέλας εργάζεται για τους Ταλιμπάν, οι οποίοι έχουν αναλάβει στην εξουσία στη χώρα, και θα τον σκοτώσουν στο αεροδρόμιο αν επιστρέψει.
Στη συνέντευξη που ακολούθησε ο αιτητής ανέφερε ότι είναι εθνοτικής καταγωγής Tajik, Μουσουλμάνος Σιΐτης, γεννήθηκε στην περιοχή Sorkh Parsa District, επαρχία Parwan και ακολούθως η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην πόλη Herat και ο ίδιος μετακόμισε στην Kabul το 2014, προκειμένου να σπουδάσει, η οποία αποτελεί και τον τόπο της τελευταίας συνήθους διαμονής του, προτού φύγει από το Αφγανιστάν. Ως ανέφερε, ο πατέρας του απεβίωσε όταν ο ίδιος ήταν 4 ετών, η μητέρα του διαμένει στην Kabul με την αδερφή της, ο ίδιος έχει μία αδερφή στη Herat, μία αδερφή και ένα αδερφό στο Ιράν και μία αδερφή στην περιοχή Maidan Wardak. Ο αιτητής έχει πτυχίο Πληροφορικής από το Πανεπιστήμιο της Καμπούλ, όπου φοίτησε από το 2014 μέχρι το 2017, και εργαζόταν ως web developer σε εταιρία λογισμικού από το 2017 μέχρι το 2020.
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά την ελεύθερη αφήγησή ο αιτητής δήλωσε ότι στο πανεπιστήμιο γνώρισε μια συμφοιτήτρια του εθνοτικής καταγωγής Pashtun, με την οποία για 3 χρόνια, μεταξύ 2017 -2020, είχαν κοινή εργασία. Ως εκ τούτου ήρθαν πολύ κοντά και επειδή αναπτύχθηκαν συναισθήματα μεταξύ τους, στις αρχές του 2020, πήγε ο σύζυγος της αδερφής του αιτητή, ο οποίος διέμενε στην ίδια περιοχή με την οικογένεια της κοπέλας, στο Maidan Wardak, να ζητήσει το χέρι της από την οικογένεια της εκ μέρους του αιτητή. H οικογένεια της κοπέλας αρνήθηκε την πρόταση λόγω της εθνοτικοθρησκευτικής καταγωγής του αιτητή (Σιΐτης Τατζίκ). Ο αιτητής συνέχιζε να βλέπει κρυφά την κοπέλα, η οποία, ως αναφέρει, τον προειδοποιούσε πως θα πρέπει να σταματήσουν να συναντιούνται γιατί εάν αυτό υποπέσει στην αντίληψη της οικογένειάς της, θα κινδυνεύσουν και οι δύο. Παρά τούτο διατήρησε επαφή με την κοπέλα μέχρι τον Οκτώβριο 2020, όταν εκείνη εξαφανίστηκε. Η οικογένειά της κοπέλας άρχισε να καταζητεί τον αιτητή με σκοπό να τον σκοτώσει και έτσι οι γνωστοί του, οι οποίοι διέμεναν στην περιοχή Maidan Wardak, τον προειδοποίησαν ότι δεν θα πρέπει να τον εντοπίσει η οικογένεια της κοπέλας του. Έτσι εκείνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Αφγανιστάν. Προσέθεσε δε ότι ο αδερφός της κοπέλας του εργαζόταν για τους Ταλιμπάν και σκοτώθηκε, με αποτέλεσμα τώρα να εργάζονται για τους Ταλιμπάν όλοι της οι συγγενείς.
Ερωτηθείς το φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του ο αιτητής δήλωσε ότι από τότε που έφυγε τα πράγματα στη χώρα του άλλαξαν καθώς πήραν την εξουσία οι Ταλιμπάν και εάν επιστρέψει θα τον σκοτώσουν λόγω της ιστορίας με την κοπέλα του, της οποίας η οικογένεια εργάζεται γι’ αυτούς. Ως περαιτέρω ανέφερε, μετά τα εν λόγω περιστατικά υπέφερε από ψυχολογικά προβλήματα και όταν ήρθε στην Κύπρο έλαβε ψυχολογική στήριξη για 4 μήνες. Ερωτηθείς αν επιτρέπονται στη χώρα καταγωγής του γάμοι μεταξύ Σιΐτών και Pashtun, o αιτητής απάντησε ότι αυτό συμβαίνει σπάνια και ότι ο ίδιος υπολόγιζε ότι οι συγγενείς του, οι οποίοι διέμεναν στην ίδια περιοχή με την κοπέλα του (Maidan Wardak) θα μπορούσαν να επηρεάσουν την οικογένεια της, προκειμένου να τον αποδεχθούν, καθώς υπήρχε μεγάλος σεβασμός ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Ερωτώμενος αναφορικά με τη σχέση του με την κοπέλα ο αιτητής δήλωσε ότι γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο και από το 2017 μέχρι το 2020 τους είχε ανατεθεί κοινή εργασία. Τη συναντούσε αποκλειστικά στο Πανεπιστήμιο, στην καφετέρια, η σχέση τους συνίστατο σε μια συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία και μετά το 2020 αυτή επέστρεψε στην περιοχή Maidan Wardak, όπου διέμενε η οικογένειά της και την έβλεπε μία ή δύο φορές το χρόνο, αναφέροντας ότι πριν την πρόταση γάμου προς την οικογένειά της κοπέλας, η οικογένεια της τελευταίας δεν γνώριζε τη σχέση τους.
Ερωτηθείς εάν ολοκλήρωσε τις σπουδές του ο αιτητής απάντησε ότι θετικά και ανέφερε ότι εξακολουθούσε να έχει τη φοιτητική κάρτα που του παρείχε πρόσβαση στο καφέ του πανεπιστημίου. Κληθείς να εξηγήσει αν η κοπέλα εξαφανίστηκε τον Οκτώβριο του 2020, ο αιτητής απάντησε ότι ρώτησε τους συγγενείς του στην περιοχή Maidan Wardak και δεν γνώριζαν τίποτα. Κληθείς να σχολιάσει τα όσα είχε αναφέρει περί του ότι η κοινή τους εργασίας ολοκληρώθηκε το 2020, ο αιτητής απάντησε ότι μέχρι τότε διατηρούσε επαφές με την κοπέλα. Ζητηθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του περί του ότι ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 2017 αλλά στη συνέχεια του ανατέθηκε η ίδια εργασία με την κοπέλα του από το 2017 μέχρι το 2020, ο αιτητής ανέφερε ότι στο τέλος του χρόνου όλοι οι φοιτητές έχουν μία εργασία και παίρνουν το πτυχίο του μόλις ολοκληρωθεί η εργασία τους. Δήλωσε συναφώς ότι η κοινή τους εργασία ολοκληρώθηκε το 2017 και ότι διατήρησαν επαφές μέχρι τα τέλη του 2020. Ζητηθείς εκ νέου να σχολιάσει της δηλώσεις του περί του ότι αρχικά δήλωσε ότι η κοπέλα του εξαφανίστηκε τον Οκτώβριο, ο αιτητής προέβαλε ότι από τότε που εξαφανίστηκε η κοπέλα του έχασε τα ίχνη της και ότι έχασε την επαφή μαζί της τους τελευταίους μήνες του 2020. Ως προς το τι συνέβη τον Οκτώβριο του 2020, ο αιτητής δήλωσε ότι η οικογένειά του τον ανάγκασε να μεταβεί στη Χεράτ μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.
Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής δήλωσε ότι από τον Οκτώβριο 2020 μέχρι τον Φεβρουάριο 2021, όταν έφυγε από τη χώρα, η οικογένειά της κοπέλας πήγε στους συγγενείς του στην περιοχή Maidan Wardak και ρωτούσαν που μένει ο αιτητής, πιέζοντας τους συγγενείς του προς τούτο. Ερωτηθείς για ποιο λόγο πιστεύει ότι θέλουν να του κάνουν κακό τα μέλη της οικογένειας της κοπέλας του απάντησε ότι οι συγγενείς του στην περιοχή Maidan Wardak τον ενημέρωσαν ότι οι συγγενείς της κοπέλας θέλουν αν τον σκοτώσουν γιατί δεν θέλουν να ξέρει ο περίγυρος ότι η κόρη τους διατηρούσε σχέση μαζί με τον αιτητή, προσθέτοντας ότι τα μέλη της οικογένειάς της κοπέλας, επειδή συνεργάζονται με τους Ταλιμπάν, έχουν τη δυνατότητα να τον εντοπίσουν σε όλη τη χώρα. Ερωτηθείς αν αντιμετωπίζει κάποιο άλλο πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του ο αιτητής απάντησε ότι το ως άνω είναι το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Ερωτηθείς αν θα του επιτρεπόταν η είσοδος στη χώρα ο αιτητής απάντησε ότι δεν έχει πρόβλημα με τη χώρα, αλλά με τα συγκεκριμένα άτομα που κυβερνούν τη χώρα. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής προσκόμισε το πτυχίο του, τις βαθμολογίες και πιστοποιητικό ανώτερης εκπαίδευσης.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε ο αιτητής εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής του αιτητή
2. Φόβος δίωξης του αιτητή από την οικογένεια της κοπέλας με την οποία διατηρούσε σχέση
Εκ των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ισχυρισμό, απέρριψαν δε στο σύνολο τον 2ο ισχυρισμό, ως αναξιόπιστο.
Σχετικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό τα λεγόμενα του αιτητή κρίθηκαν ασαφή, γενικά, στερούμενα εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών, χωρίς επαρκή στοιχεία και σε μερικά σημεία αντιφατικά, τόσο σε σχέση με τον δεσμό του με την κοπέλα, όσο και όσα έγιναν μετά που κατ’ ισχυρισμό ζήτησε το χέρι της από την οικογένεια της, μέσω του συζύγου της αδελφής του. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, οι δηλώσεις του αιτητή περί του ότι συνέχισε να διατηρεί επαφές με την κοπέλα του ακόμα και μετά την άρνηση της οικογένειάς της στερούνταν ευλογοφάνειας, καθώς, δεδομένης της άρνησης της οικογένειάς της και του ότι ο αδελφός της – ως ο ίδιος ο αιτητής ισχυρίστηκε - εργαζόταν για του Ταλιμπάν, θα αναμενόταν ευλόγως να μην συνεχίσει διατηρεί επαφή με την κοπέλα του. Εντοπίστηκαν περαιτέρω χρονικές αντιφάσεις αναφορικά με τον χρόνο που ο αιτητής φοίτησε στο πανεπιστήμιο και διατηρούσε σχέση με την κοπέλα του, όπου επισημάνθηκε ότι, όταν δόθηκε στον αιτητή η δυνατότητα να αποσαφηνίσει, εκείνος αποκρίθηκε χωρίς νοηματική συνοχή και συνάφεια, ότι διατηρούσε ακόμη τη φοιτητική του κάρτα και μπορούσε να εισέλθει στην καφετέρια του πανεπιστημίου. Κληθείς να σχολιάσει τις προκύπτουσες χρονικές και νοηματικές αντιφάσεις, ο αιτητής δήλωσε, πάλι χωρίς συνοχή, ως κρίθηκε, ότι διατηρούσε επαφή με την κοπέλα μέχρι το 2020. Εντοπίστηκε επίσης ότι, όταν ο αιτητής ρωτήθηκε τι του συνέβη μετά τον Οκτώβριο 2020, εκείνος όχι μόνο δεν προέβαλε κάποια απάντηση που να συνδέεται με τον πυρήνα του αιτήματός του, τουναντίον προέβη σε δηλώσεις οι οποίες αντικρούουν τον αποδεκτό ισχυρισμό γύρω από τα προσωπικά του στοιχεία και δη τον τόπο διαμονής του, επί του οποίου προηγουμένως είχε αναφέρει ότι ήταν η Καμπούλ, αφού δήλωσε ότι μετέβη στην πόλη Herat, όπου παρέμεινε για 5 μήνες, καθ΄ υπόδειξη της μητέρας του.
Ως προς τις δηλώσεις του αιτητή περί του ότι οι συγγενείς της κοπέλας επισκέφτηκαν την οικία των δικών του συγγενών στην περιοχή Maidan Wardak, οι αναφορές του κρίθηκαν αόριστες και ασαφείς, αφού, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ουδείς εκ της οικογένειας της κοπέλας του τον πλησίασε, του μίλησε ή προέβη σε κάποια εις βάρος του πράξη κατά την παραμονή του στη χώρα καταγωγής του. Εντοπίστηκε επιπροσθέτως των ως άνω αντίφαση των όσων ο αιτητής ανέφερε κατά τη συνέντευξη με το περιεχόμενο της επίδικης αίτηση, όπου δήλωσε ότι η κοπέλα του δολοφονήθηκε, αφού στη συνέντευξη μετέβαλε ανέφερε ότι η κοπέλα του εξαφανίστηκε, γεγονός που – ως κρίθηκε - αποδυναμώνει περαιτέρω την αξιοπιστία των δηλώσεών του. Για τους πιο πάνω λόγους ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής.
Ενόψει των ως άνω, κατά τη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή, κρίθηκε ότι λόγω της υποκειμενικής φύσης των υπό εξέταση περιστατικών, δεν ανακύπτουν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και γι’ αυτό ουδεμία έρευνα έγινε σχετικώς.
Για τους πιο πάνω λόγους ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολο του.
Στη βάση των ως άνω ευρημάτων, μετά από επισκόπηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Καμπούλ) και του προφίλ των εν δυνάμει διωκόμενων ομάδων του πληθυσμού από το καθεστώς των Ταλιμπάν, ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν υφίσταται εύλογος βαθμός πιθανότητας ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή και σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του. Αναφορικά ειδικώς με το άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας [αρ.19 (2) (γ) του Νόμου], κατέληξαν ότι ο αιτητής δεν υφίσταται κίνδυνο να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας κατά την επιστροφή λόγω αδιάκριτης βίας, καθώς στην Καμπούλ δεν καταγράφεται ένοπλη σύγκρουση, με βάση διαθέσιμες πληροφορίες στις οποίες ανέτρεξαν.
Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.
Επί της τροποποιημένης αιτήσεως, η οποία καταχωρήθηκε μετά από σχετική αίτηση και διάταγμα του Δικαστηρίου, αφότου την εκπροσώπηση του αιτητή ανέλαβε δικηγόρος, καταγράφονται νομικά σημεία, τα πλείστα εκ των οποίων αναπτύσσονται επαρκώς με τις γραπτές αγορεύσεις που επακολούθησαν.
Σημειώνω εδώ ότι κατόπιν της καταχώρησης γραπτών αγορεύσεων από τον αιτητή και των καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής καταχώρησε αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, η οποία και έγινε μερικώς δεκτή με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημ.10/07/24, και γι’ αυτό, με δεδομένο το ότι καταχωρήθηκε σχετική ένορκη δήλωση του αιτητή ημ.17/07/24 (ΕΔ), δόθηκαν οδηγίες όπως καταχωρηθεί συμπληρωματική αγόρευση καθ’ ων η αίτηση, ενόψει και της νέας μαρτυρίας, και ακολούθως απαντητικής αγόρευσης αιτητή, όπερ και εγένετο.
Στις γραπτές του αγορεύσεις ο αιτητής αναφέρει ότι κατά την επίδικη διαδικασία δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του αιτητή, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι γι’ αυτό προϊόν πλάνης και δεν αιτιολογείται επαρκώς, ειδικώς δε αναφορικά με την απόφαση επιστροφής. Αναφέρει περαιτέρω ότι προκύπτει αναρμοδιότητα καθότι, ως εισηγείται, θα έπρεπε να υπογραφεί και όχι να μονογραφηθεί από τον λαμβάνοντα αυτήν λειτουργό.
Οι ως άνω ισχυρισμοί περί μη δέουσας έρευνας συνίστανται στο ότι δεν ερευνήθηκαν επαρκώς οι ισχυρισμοί του περί φυλετικών διαφορών του ιδίου με την οικογένεια της κοπέλας, δεν έγινε έρευνα για τις επικρατούσες συνθήκες στον τόπο διαμονής του αιτητή, τη γενική κατάσταση ασφαλείας, τις εχθροπραξίες που λαμβάνουν χώρα εκεί και την κατάσταση μετά που οι Ταλιμπάν έλαβαν την εξουσία και το έκρυθμο της κατάστασης σε όλη τη χώρα. Με αναφορές δε σε σημεία της επίδικης έκθεσης ο αιτητής αναφέρει ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι υπάρχουν αντιφάσεις στο αφήγημα του, αφού, ως αναφέρει, το ότι αρχικώς ανέφερε ότι η κοπέλα του θανατώθηκε και ακολούθως ότι εξαφανίστηκε, δεν θα έπρεπε να κριθεί ως αντιφατικό, ενόψει του ότι νοηματικά δεν διαφέρουν οι δηλώσεις του αιτητή. Το ίδιο και σχετικά με τον τόπο διαμονής του, όπου, ως εισηγείται, δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί αντίφαση το ότι αρχικά ανέφερε πως διέμενε στην Καμπούλ και ακολούθως ότι διέμενε στην πόλη Χεράτ, περνώντας λίγες ημέρες από την Καμπούλ προτού φύγει από τη χώρα.
Στην απαντητική του αγόρευση ο αιτητής, απαντώντας στα όσα αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση στις αγορεύσεις τους, σημειώνει ότι δεν έχει διαφοροποιήσει με την μαρτυρία που προσκόμισε τον πυρήνα των ισχυρισμών του, καθώς, ως εισηγείται, το γεγονός ότι έχει ένταλμα σύλληψης και καταδικαστική απόφαση εναντίον του είναι αποτέλεσμα της δίωξης που υπέστη από την οικογένεια της κοπέλας του. Επί της γνησιότητας του φερόμενου εντάλματος σύλληψης και της δικαστικής απόφασης (ΕΔ ημ.17/07/24) αναφέρει ότι αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν γνήσια και τα όσα σχολιάζονται επί τούτου από τους καθ’ ων η αίτηση, τόσο σχετικά με τα τυπικά τους γνωρίσματα (σφραγίδες, απουσία ημερομηνίας έκδοσης) όσο και τις εντοπισθείσες κατ’ αυτούς ελλείψεις στο περιεχόμενο (μη αναφορά στο αδίκημα και το ότι το φερόμενο ένταλμα σύλληψης αναφέρεται σε έρευνα και όχι σύλληψη, αναφορά σε μοιχεία στη φερόμενη δικαστική απόφαση), αυτά δεν ανατρέπουν την αυθεντικότητα τους και ούτε μπορεί η γνησιότητα τους να κριθεί με βάση αντιλήψεις περί δικαίου και δικονομίας ενός σύγχρονου κράτους, δεδομένου ότι, ως εισηγείται, στη χώρα καταγωγής επικρατούν μέχρι σήμερα μεσαιωνικές αντιλήψεις και «ένα αυταρχικό και μεσαιωνικό καθεστώς» (σελ.3 απαντητικής).
Οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι η επίδικη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, ως προκύπτουν από τα λεγόμενα του αιτητή κατά την αίτηση και συνέντευξη, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας, όπως και τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή. Προς επίρρωση των ως άνω θέσεων του οι καθ’ ων η αίτηση και σε αρκετά σημεία της επίδικης έκθεσης και συνέντευξης, καθώς και στις επικρατούσες στη χώρα καταγωγής συνθήκες, υπεραμυνόμενοι της νομιμότητας αλλά και ορθότητας της απόφασης τους.
Επί της προσαχθείσας στα πλαίσια της παρούσης μαρτυρίας (ΕΔ ημ.17/07/24) οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι ουδέν προσθέτει στους ισχυρισμούς του αιτητή και πως τα όσα αναφέρει έρχονται σε αντίφαση με τα λεγόμενα του στην επίδικη αίτηση, όπου ουδόλως ανέφερε, ως εισηγούνται, δίωξη του από τις αρχές της χώρας καταγωγής. Ειδικώς αναφορικά με τα προσαχθέντα έγγραφα αναφέρουν ότι στερούνται στοιχειωδών τυπικών γνωρισμάτων γνησιότητας και αυθεντικότητας. Περαιτέρω, για το φερόμενο ένταλμα σύλληψης, αναφέρουν ότι αυτό δεν φέρει ευανάγνωστη σφραγίδα, δεν αναφέρει το αδίκημα και δεν αποτελεί τελικώς ένταλμα σύλληψης αλλά κλήση στο αστυνομικό τμήμα για έρευνα καταγγελίας. Σχετικά δε με τη φερόμενη δικαστική απόφαση αναφέρουν ότι πρόκειται για χειρόγραφο κείμενο, πολύ σύντομο, εξ αυτού προκύπτει ότι ο αιτητής καταδικάστηκε για μοιχεία, ενώ – ως αναφέρουν – ο αιτητής δεν ήταν παντρεμένος, και δεν καταγράφεται η ποινή που επιβλήθηκε σ’ αυτόν. Τα ως άνω, ως τελικώς εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση, εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα και αποδεικτική τους αξία.
Στις διευκρινήσεις οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των αγορεύσεων τους. Η συνήγορος του αιτητή προσέφερε εκτύπωση των σελ.14-15, 52-57 και 120-123 του εγχειριδίου του EUAA «Country Guidance: Afghanistan», Μαΐου 2024, εκ του οποίου υπογραμμίζονται εδάφια που αφορούν την αναδιαμόρφωση του νομικού συστήματος της χώρας από αναλήψεως της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, με την επιβολή του ισλαμικού νόμου Sharia, την αντιμετώπιση περιπτώσεων προγαμιαίων σχέσεων («zina»), τη δίωξη ατόμων που συνάπτουν προγαμιαίες σχέσεις και την καταγραφή σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βασανιστηρίων, λιθοβολισμών και απάνθρωπης μεταχείρισης ατόμων από το νέο καθεστώς.
Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου, των εκατέρωθεν αγορεύσεων και των όσων οι συνήγοροι των μερών ανέφεραν κατά τις διευκρινήσεις. Θα πρέπει κατ’ αρχήν να σημειωθεί ότι τυχόν συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα (περιλαμβανομένου USB) δεν μπορούν βεβαίως να ληφθούν υπόψη χωρίς την προηγούμενη άδεια για την προσαγωγή τους δια σχετικού δικονομικού διαβήματος (βλ. Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 281), ως έγινε αναφορικά με την εν τέλει προσκομισθείσα μαρτυρία.
Προέχει η ενασχόληση με τον λόγο που αφορά την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την προσβαλλόμενη απόφαση οργάνου αφού, ως ζήτημα που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα, παρότι το μόνο που τελικώς αναφέρεται σχετικώς είναι ότι η μονογραφή από τον λαμβάνοντα την απόφαση λειτουργό αντί της υπογραφής του δημιουργεί εδώ αμφιβολίες που άπτονται, ως αναφέρει, του κατά πόσον η απόφαση λήφθηκε αρμοδίως.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού θεωρώ ότι προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να εξεταστεί αν τούτη λήφθηκε από αρμόδιο ή μη όργανο. Από το περιεχόμενο του Φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στην σφραγίδα που εντοπίζεται επί της 1ης σελίδας της έκθεσης-εισήγησης (ερ.132), όπου η σχετική εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως, ως υποβάλλεται από τον γράφοντα την εισήγηση, εγκρίνεται και υπογράφεται από τον εγκρίνοντα λειτουργό, ο οποίος και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτο, στη βάση σχετικής εξουσιοδότησης από τον (τότε) Υπουργό Εσωτερικών (ερ.133).
Σημειώνεται σχετικώς ότι στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».
Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι η εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα τη σχετική έκθεση και δια τούτο λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση, είναι έγκυρη και ισχυρή.
Ενόψει λοιπόν των ως άνω αλλά και του ότι η σφραγίδα «[η] εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου και για έκδοση απόφασης επιστροφής στο Αφγανιστάν εγκρίνεται» αποδίδει πλήρως την επίδικη απόφαση, η αιτιολογία της οποίας περιέχεται βεβαίως στην εγκριθείσα δια της σφραγίδας έκθεση-εισήγηση, δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο που να θέτει εν αμφιβόλω το ότι η εδώ επίδικη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως. Ουδέν διαφοροποιεί το ζήτημα το αν – ως ο αιτητής εισηγείται – ο λαμβάνων την απόφαση λειτουργός έθεσε εκεί την μονογραφή αντί της υπογραφής του, εφόσον η ταυτότητα του δεν αμφισβητείται και ήταν δε δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει ως έπραξε εν προκειμένω.
Δεδομένου ότι άπαντες οι λοιποί εγειρόμενοι ισχυρισμοί δια των αγορεύσεων του αιτητή ισχυρισμοί συμπλέκονται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της, εξ υπαρχής και επί όλων των ενώπιον μου στοιχείων, η οποία τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Κατ’ εφαρμογή των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών είναι κατάληξη μου ότι, ως και οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν στην επίδικη έκθεση, το αφήγημα του αιτητή για τα προσωπικά βιώματα του αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του από την οικογένεια της κοπέλας με την οποία διατηρούσε δεσμό αλλά και οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν έβριθαν κενών, ανακριβειών, στερούνταν χρονικής συνέχειας και ευλογοφάνειας και ήταν, κατά τόπους και σε καίρια σημεία αυτών, αντιφατικοί μεταξύ τους.
Χαρακτηριστικά σημειώνω ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει την παραμικρή εύλογα αναμενόμενη λεπτομέρεια ή βιωματικό στοιχείο αναφορικά με τη σχέση του με την κοπέλα της οποίας η οικογένεια τον διώκει, πως εξελίχθηκε αυτή, πως περνούσαν τον χρόνο τους, κάποιο χαρακτηριστικό της κοπέλας που θυμάται, κάποια ανάμνηση από τον χρόνο που πέρασαν μαζί, πότε διατηρούσαν επαφή, πως, γιατί – από τι στιγμή που ο ίδιος τελείωσε τις σπουδές του από το 2017, εργάζονταν σε κοινή εργασία στα πλαίσια του πανεπιστημίου μέχρι το 2020 και γιατί, εφόσον ουδέποτε τον προσέγγισε κάποιος από την οικογένεια της, θεωρεί ότι διώκεται. Επί του δε τελευταίου το μόνο που ανέφερε ήταν ότι βασίζεται στα όσα του ανέφερε η αδελφή του που διαμένει στο ίδιο μέρος με την οικογένεια της κοπέλας του αιτητή, χωρίς ο ίδιος να έχει οιανδήποτε άμεση γνώση επί των όσων ανέφερε περί διώξεως του. Σημειώνω ότι θα αναμενόταν ο αιτητής να είναι σε θέση να αναφέρει, έστω ελάχιστες, λεπτομέρειες για τη σχέση του με την κοπέλα αυτή και το πως αυτή εξελίχθηκε κατά τα 3 χρόνια που κρατούσαν επαφή. Δεν παραβλέπω ότι όταν ρωτήθηκε για το διάστημα 2017-2020 ανέφερε ότι ουδέποτε ανέφερε ότι έκαναν μαζί εργασία αλλά ότι βλέπονταν στην καφετέρια του πανεπιστημίου, όμως το πρακτικό της επίδικης συνέντευξης τον διαψεύδει (ερ.57 – 1Χ).
Ερωτώμενος ο αιτητής σχετικά με τα ως άνω περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές, χωρίς να είναι σε θέση να περιγράψει ούτε κατ’ ελάχιστο κάποια εμπειρία από τη σχέση του με την κοπέλα αυτή, το πως βίωσε τον δεσμό τους και ίσως κάποια φωτογραφική ανάμνηση απ’ αυτόν. Ομοίως, ουδεμία λεπτομέρεια δόθηκε σχετικά με το πότε και πως εξαφανίστηκε η κοπέλα τον Οκτώβριο 2020. Συνεπεία των ως άνω θεωρώ, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση, ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της απέχουν κατά πολύ από μια πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο που δεν είχε βιώσει την εμπειρία που αυτός παραθέτει και πλήττουν – μοιραία – την εσωτερική συνοχή του συνόλου του αφηγήματος του.
Σχετικά με την εξωτερική συνοχή του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή παρατηρώ ότι ουδεμία έρευνα έγινε σε εξωτερικές πηγές αναφορικά με αυτό. Στο σημείο αυτό πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι κακώς δεν έγινε τέτοια έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση, παρά την διαβρωθείσα εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών του αιτητή. Ενόψει όμως της φύσης και έκτασης ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου η έρευνα στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή μπορεί να τελεσθεί από το Δικαστήριο.
Αναφορικά λοιπόν με την εξωτερική συνοχή των λεγομένων του αιτητή παρατηρώ ότι αυτά συνάδουν με πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) σχετικά, εκ των οποίων επιβεβαιώνεται ότι διεθνοτικές σχέσεις είναι αντικείμενο κοινωνικού στιγματισμού, είναι απαγορευμένες και τα άτομα αυτά αντιμετωπίζουν κίνδυνο ιδιαίτερα βαριάς τιμωρίας.
Σχετικώς εντοπίζω τα εξής.
Τον Φεβρουάριο του 2023 η κυβέρνηση των Ταλιμπάν απαγόρευσε τους γάμους μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών σε περιοχές του Αφγανιστάν. Με την έκδοση ενός διατάγματος, αντίγραφο του οποίου έλαβε η Hasht-e Subh, οι Ταλιμπάν είπαν ότι εξέδωσαν αυτή τη διαταγή με βάση θρησκευτικούς και ιδεολογικούς λόγους. Όλες οι εθνοτικές ομάδες στην επικράτεια αυτής της εν λόγω περιφέρειας ενημερώθηκαν ότι από εδώ και στο εξής, κανένας από σουνίτες δεν θα επιτρέπεται να δίνει την κόρη του σε Σιίτη, ούτε ένας Σιίτης μουσουλμάνος μπορεί να δώσει κόρη σε σουνίτη μουσουλμάνο[1].
Αναφορικά με την παραδοσιακή πρακτική των γάμων των μελών της εθνοτικής ομάδας Pashtun, στην οποία ανήκει η κοπέλα του αιτητή, πηγές αναφέρουν ότι οι διευθετημένοι γάμοι είναι ένα έθιμο με το οποίο έχουν ζήσει πολλές γενιές και μέχρι πρόσφατα δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Επιβεβαιώνουν μάλιστα ότι στην πιο ισχυρή εθνοτική ομάδα της περιοχής, που ακολουθεί σύνολο εθίμων και αξιών που ονομάζονται Pashtunwali, οι γάμοι αποφασίζονται συχνά με βάση τις εθνοτικές και φυλετικές σχέσεις και πολλές οικογένειες προτιμούν τους διευθετημένους γάμους[2].
Σε άρθρο του Cultural Property News τον Αύγουστο 2021 σχετικά με τον παραδοσιακό νόμο των Pashtun, αναφέρει ότι ο δημόσιος ρόλος των γυναικών Παστούν είναι ιδιαίτερα περιορισμένος παρά τον πολύ ενεργό εσωτερικό ρόλο τους ως λήπτες αποφάσεων στις οικογένειές τους και συχνά φαίνονται σε έναν ξένο να είναι πλήρως δεσμευμένες μέσα στους κοινωνικούς περιορισμούς του Pashtunwali. Τα κοινωνικά εμπόδια περιλαμβάνουν τον πλήρη χωρισμό των γυναικών από όλους εκτός από τους πιο στενούς άρρενες συγγενείς, πολύ περιορισμένες κοινωνικές επαφές με γυναίκες εκτός των ευρύτερων οικογενειών τους, προσκόλληση σε όλες τις φιλίες και τις βεντέτες της συζυγικής τους οικογένειας, τιμωρία μοιχείας με θάνατο, γαμήλιους συντρόφους που επιλέγουν οι μεγαλύτεροι και (αν και σπανιότερα) με τους αναγκαστικούς γάμους του συζύγου. Οι γάμοι των Παστούν γίνονται από μητέρες και πεθερές για την ενίσχυση των συμμαχιών των φυλών και την αύξηση της οικονομικής και κοινωνικής ισχύος της οικογένειας. Οι περισσότεροι γάμοι γίνονται εντός της ίδιας φυλής, με εξαίρεση τους κανονισμένους γάμους για επίλυση σοβαρών διαφορών μεταξύ φυλών. [3]
Τα ως άνω λοιπόν, αναμφισβήτητα, δεικνύουν ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής περί του δεσμού του με κοπέλα της οποίας η οικογένεια αντέδρασε βίαια στη σχέση τους συνάδουν με διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες. Όμως τούτο από μόνο του δεν αρκεί για να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του, καθώς η καταφανής εν προκειμένω έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, για τους λόγους που πιο πάνω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αποτίμησης αυτών, διαβρώνει αναπόφευκτα και τη συνολική αξιοπιστία των δηλώσεων του. Άλλωστε αν η αξιολόγηση αξιοπιστίας γινόταν στη βάση και μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται πλήρως εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή τους, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση, των εκάστοτε υπό κρίση ισχυρισμών. Συνεπώς οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή των όσων αναφέρει παραμένουν βεβαίως το πρωταρχικό σημείο αναφοράς και, στην απουσία ισχυρισμού που φέρει, έστω κατ’ ελάχιστο, ψήγματα εσωτερικής συνοχής, ο εντοπισμός διαθέσιμων πληροφοριών που συνάδουν με τα κατά τα τ’ άλλα στερούμενα εσωτερικής συνοχής λεγόμενα του δεν καθιστούν αξιόπιστο έναν τέτοιο ισχυρισμό. Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», του 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.».
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω λοιπόν, παρά την πλημμέλεια που εντοπίζω σχετικά με την μη διενέργεια έρευνας από τους καθ’ ων η αίτηση σχετικά με την εξωτερική συνοχή του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του, με την κατάληξη για απόρριψη ως αναξιόπιστου του εν λόγω ισχυρισμού.
Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση της μαρτυρίας (ΕΔ ημ.17/07/24) που προσάχθηκε στα πλαίσια της παρούσης και της επίδρασης αυτής στα ενώπιον μου στοιχεία.
Στα πλαίσια της ΕΔ του ο αιτητής αναφέρει ότι οι γάμοι μεταξύ Σιητών και Σουνιτών μουσουλμάνων είναι – «στην κουλτούρα και αντίληψη των Αφγανών» (παρ.2 ΕΔ) – απαγορευμένοι, καθώς θεωρείται υποτιμητικό η εξέχουσα φυλή (Παστούν) να παντρευτεί Σιήτη, και οι προγαμιαίες σχέσεις είναι ασυγχώρητες στη φυλή των Παστούν (στην οποία ανήκει η κοπέλα του αιτητή). Εξηγεί περαιτέρω ότι εκ της φυλής των Παστούν προέρχεται η οικογένεια της κοπέλας, οι οποίοι είναι αναμεμειγμένοι με το καθεστώς τον Ταλιμπάν, οι οποίοι – ομοίως – είναι εθνοτικής καταγωγής Παστούν, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (75%) του Αφγανιστάν. Επισυνάπτει δε στην ΕΔ του τα Παραρτήματα Α και Β (με μετάφραση τους), έγγραφα φερόμενα ως ένταλμα σύλληψης κατά του αιτητή και δικαστική απόφαση εναντίον του για το αδίκημα της μοιχείας. Στο Παράρτημα Α της ΕΔ, το οποίο δεν φέρει ημερομηνία σύνταξης, αναφέρεται ότι ο αιτητής, «βάση παράπονου ημ.10/06/22 […] πρέπει να εμφανιστεί σε […] αστυνομικό σταθμό αυτοπροσώπως, αλλιώς θα είναι υπεύθυνος για περαιτέρω συνέπειες». Το Παράρτημα Β φέρει ημερομηνία έκδοσης τις 16/11/22 και αναφέρει ότι ο αιτητής «έχει κριθεί ένοχος μοιχείας […], επομένως ο δράστης θα πρέπει να τιμωρηθεί» και θα πρέπει να «συλληφθεί και να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο».
Δεδομένου ότι οι περιεχόμενοι στην ΕΔ ισχυρισμοί του αιτητή αφορούν κατ’ ουσία γενικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής και την εθνοτική καταγωγή της κοπέλας του, τα οποία θα απασχολήσουν και πιο κάτω, προέχει η αξιολόγηση των εγγράφων που αυτός προσκόμισε (Παραρτήματα Α και Β).
Αναφορικά με την αξιολόγηση εγγράφων σημειώνω τα εξής.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.106-108, αναφέρονται τα εξής:
«[Το] ιρλανδικό Court of Appeal έχει αποφανθεί ότι οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων δεν υπέχουν γενική υποχρέωση διερεύνησης της γνησιότητας των εγγράφων. Αναφέρει τα εξής:
“[…] ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων δεν υποχρεούται κατά γενικό κανόνα να διενεργήσει ο ίδιος έρευνες για να πιστοποιήσει τη γνησιότητα ενός εγγράφου το οποίο επικαλείται αιτών διεθνή προστασία, παρότι ενδέχεται να συντρέχουν ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό να είναι όντως αναγκαίο. Παρότι προκύπτει σαφώς από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Singh κατά Βελγίου [ΕΔΔΑ, ημ.02/10/12, προσφυγή αρ.33210/11] ότι τα συμβαλλόμενα κράτη ενδέχεται να υπέχουν τέτοιου είδους υποχρέωση σε συγκεκριμένες υποθέσεις στις οποίες η γνησιότητα των εγγράφων είναι κρίσιμης σημασίας και οι συνέπειες για τους προσφεύγοντες είναι δυνητικά σοβαρές, δεν υφίσταται, ωστόσο, σχετικός γενικός κανόνας (319)”.
[…]
Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.
Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.
[…]
Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»
Τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής έχουν περιορισμένο περιεχόμενο και το μόνο που κατ’ ουσία καταγράφεται σ’ αυτά είναι ότι ο αιτητής καλείται να εμφανιστεί σε αστυνομικό τμήμα (Παράρτημα Α) στα πλαίσια διερεύνησης καταγγελίας εναντίον του υποβληθείσας στις 10/06/22 και ότι έχει κριθεί ένοχος και χρήζει τιμωρίας για το αδίκημα της μοιχείας, με ειδοποίηση που εκδόθηκε στις 16/11/22 (Παράρτημα Β).
Σημειώνω ότι δεν έχω εντοπίσει και ούτε έχουν προσκομιστεί πληροφορίες για τυχόν τυπικά γνωρίσματα γνησιότητας εγγράφων ως τα προσκομισθέντα. Παρά τούτο, ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, προχωρώ σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας αλλά και της βαρύτητας που μπορεί να δοθεί σ’ αυτά, στη βάση συνολικής αποτίμησης και αξιολόγησης των ενώπιον μου στοιχείων.
Εν προκειμένω εντοπίζω ότι, ως και ανωτέρω σημειώνω, το περιεχόμενο των εγγράφων που προσκομίστηκαν είναι φτωχό. Δεν παραγνωρίζω ότι το κείμενο τους συνάδει με τους ισχυρισμούς του αιτητή στην επίδικη αίτηση και πως, ελλείψει σχετικών πληροφοριών που θα μπορούσαν να υποβοηθήσουν το Δικαστήριο στο έργο αυτό της αξιολόγησης τους, δεν μπορεί να αποκλειστεί γνήσια έγγραφα από το Αφγανιστάν με το περιεχόμενο των προσκομισθέντων εγγράφων να παρουσιάζουν τις ελλείψεις που έχουν εντοπίσει οι καθ’ ων η αίτηση, τόσο αναφορικά με τις σφραγίδες όσο και την έλλειψη της ημερομηνίας έκδοσης του Παρατήματος Α. Αφετέρου όμως, «το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο» (βλ. εγχειρίδιο EASO, ανωτέρω).
Επιστρέφοντας στους ισχυρισμούς του αιτητή ως αυτοί καταγράφηκαν κατά την επίδικη συνέντευξη, τους οποίους δεν αμφισβητεί, αυτός είχε τελευταία επαφή με την κοπέλα με την οποία διατηρούσε κατ’ ισχυρισμό δεσμό τον Οκτώβριο 2020, όταν αυτή, ως ο ίδιος αναφέρει, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, ο ίδιος έφυγε δε από τη χώρα τον Φεβρουάριο 2021. Το προσκομισθέν φερόμενο ένταλμα σύλληψης (πρόκειται κατ’ ουσία για κλήση εμφάνισης σε αστυνομικό σταθμό, ως ορθώς σημειώνουν οι καθ’ ων η αίτηση) φέρει, ως ημερομηνία της καταγγελίας που υπεβλήθη εναντίον του αιτητή, τις 10/06/22, περί του 1 ½ έτους αφότου αυτός έφυγε από τη χώρα. Σημειώνω περαιτέρω ότι – σύμφωνα και πάλι με όσα ο ίδιος ο αιτητής ισχυρίστηκε – η οικογένεια της κοπέλας φαίνεται να έλαβε γνώση του δεσμού της προτού αυτός φύγει από τη χώρα, συνεπώς πριν τον Φεβρουάριο 2021, αφού, ως ο ίδιος ανέφερε, μεταξύ Οκτωβρίου 2020 και Φεβρουαρίου 2021, η οικογένεια της κοπέλας αναζητούσε τον αιτητή (ερ.55 – 5Χ). Η δε φερόμενη απόφαση δικαστηρίου φέρει ημερομηνία έκδοσης τις 16/11/22, περί των δύο (και πλέον) ετών αφότου η κοπέλα εξαφανίστηκε και αφότου η οικογένεια της αναζητούσε τον αιτητή, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ανέφερε.
Τα ως άνω αποδυναμώνουν την αξιοπιστία των προσκομισθέντων εγγράφων καθότι, με δεδομένο – σύμφωνα με τα λεγόμενα του αιτητή – ότι η οικογένεια της κοπέλας αντέδρασε όταν έλαβε γνώση της σχέσης τους, όταν ο σύζυγος της αδελφής του αιτητή ζήτησε σε γάμο την κοπέλα εκ μέρους του αιτητή (Οκτώβριος 2020), θα αναμενόταν, κατ’ ελάχιστο, δεδομένης και της σχέσης που διατηρούσε η οικογένεια αυτή με το καθεστώς Ταλιμπάν, να προβεί σε καταγγελία κατά του αιτητή πολύ νωρίτερα, ιδίως εφόσον, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ανέφερε, τον αναζητούσαν ήδη από πριν τον Φεβρουάριο 2021. Συνεπώς θα ήταν θεωρώ απίθανο και συνεπώς στερείται ευλογοφάνειας το να γίνει καταγγελία σε βάρος του 1 ½ έτος μετά, ήτοι στις 10/06/22 (Παράρτημα Α, ΕΔ).
Στα πλαίσια λοιπόν της συνολικής αποτίμησης και αξιολόγησης των προσκομισθέντων εγγράφων, παρότι δεν μπορεί να διακριβωθεί η γνησιότητα ή μη των εγγράφων που προσκομίστηκαν, με δεδομένο άλλωστε ότι «[ε]να έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος […]» ενώ, «[α]πό την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο», λαμβάνοντας υπόψη, ως ανωτέρω εξηγώ, ότι δεν φαίνεται ο χρόνος που αφορά τα εν λόγω έγγραφα να συνάδει, δεδομένης της χρονικής απόστασης που χωρίζει τα έγγραφα από τα περιστατικά που ο αιτητής αφηγείται, με τους ισχυρισμούς του αιτητή, καταλήγω ότι – πέραν των αμφιβολιών που εγείρονται από το φτωχό τους περιεχόμενο, ακόμα και συναξιολογούμενων των όσων επί τούτου αναφέρει ο αιτητής για το επίπεδο ανάπτυξης των θεσμών του Αφγανιστάν – δεν μπορεί να αποδοθεί σ’ αυτά ιδιαίτερη αποδεικτική ισχύς και βαρύτητα. Τουλάχιστον όχι τέτοια που θα μπορούσε να υπερκεράσει την ήδη τρωθείσα, για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγώ ανωτέρω, εσωτερική συνοχή των λεγομένων του. Επαναλαμβάνω και τονίζω εδώ ότι τα στοιχεία και δεδομένα που άπτονται της εξωτερικής συνοχής ενός αφηγήματος (εδώ ΠΧΚ που καταγράφουν τη δίωξη διεθνοτικών ζευγαριών, ως φαινόμενο, στη χώρα καταγωγής και τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν) – από τη στιγμή που δεν τεκμηριώνουν κατά τρόπο άμεσο, προφανή και αναντίλεκτο (όπως, π.χ., η εύρεση ΠΧΚ ή η αποδοχή εγγράφου του οποίου η αυθεντικότητα δεν αμφισβητείται, που αποδεικνύουν ευθέως τους ισχυρισμούς ενός αιτητή και ευθυγραμμίζονται πλήρως μ’ αυτούς) - δεν είναι αρκετά θεωρώ για να προσδώσουν αξιοπιστία σε ένα αφήγημα, το οποίο κατά τα τ’ άλλα εμφανίζει ρωγμές και ελλείψεις σε αρκετά σημεία αυτού, ως εν προκειμένω.
Με απλά λόγια, δεν θα μπορούσε τα έγγραφα που προσκομίζει ο αιτητής, τα οποία, ως ανωτέρω αναφέρω, παρουσιάζουν χρονική ανακολουθία με τους ισχυρισμούς του, να ανατρέψουν τα ευρήματα επί της εσωτερικής συνοχής του αφηγήματος του, ήτοι της απουσίας πολλών εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων της σχέσης του με την κοπέλα (ουδέν άλλωστε περιέχεται περί τούτου στην προσαχθείσα μαρτυρία), η οποία ήταν και η γενεσιουργός αιτία όλων των κατ’ ισχυρισμό δεινών που υπέστη. Ως και στο «Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων», της UNHCR, χαρακτηριστικά επί τούτου αναφέρεται, «[η] ανοχή μιας τέτοιας πιθανής έλλειψης τεκμηρίωσης δεν σημαίνει πάντως ότι οι αθεμελίωτοι ισχυρισμοί πρέπει να εκλαμβάνονται κατ’ ανάγκην ως αληθείς, εάν είναι ανακόλουθοι προς τη συνολική αφήγηση του αιτούντος.». Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως οι ισχυρισμοί του αιτητή περί διώξεως του από τις de facto αρχές της χώρας καταγωγής, ως προκύπτουν και από τα προσκομισθέντα έγγραφα, επιβεβαιώνονται και από τις ΠΧΚ[4] που προσκόμισε ο συνήγορος του αιτητή κατά τις διευκρινήσεις, το περιεχόμενο των οποίων καταγράφεται εν συντομία και πιο πάνω, όπου καταγράφονται και οι συνέπειες ατόμων που τηρούν προγαμιαίες σχέσεις, στη βάση και της επιβολής από το καθεστώς των Ταλιμπάν του ισλαμικού νόμου Sharia, που επιβάλλει απάνθρωπες και εξευτελιστικές τιμωρίες ή ποινές για το εν λόγω αδίκημα Zina.
Όμως και πάλι, η απλή συμφωνία των ισχυρισμών ενός αιτητή ή και εγγράφων (ως εν προκειμένω), με διαθέσιμες ΠΧΚ δεν αρκεί για να ανατρέψει ή να συμπληρώσει τα κενά και ασυνέπειες που έχω εντοπίσει στον ισχυρισμό περί διώξεως του αιτητή λόγω της σχέσης του με μια κοπέλα, από πλευράς εσωτερικής συνοχής του, ως και αμέσως πιο πάνω καταγράφονται. Τούτο γιατί η ύπαρξη ενός φαινομένου σε μια χώρα καταγωγής δεν αρκεί από μόνης της για να γίνει αποδεκτός ένας ισχυρισμός. Ο αιτητής κάνει λόγο για δίωξη του από τις αρχές λόγω του δεσμού του με μια κοπέλα και προσκομίζει προς τούτο έγγραφα προς τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού. Όμως, παρόλο που τέτοιες διώξεις είναι φαινόμενο που απαντάται στη χώρα καταγωγής, στη βάση και ΠΧΚ, εντούτοις, με δεδομένο και το ότι, ως ανωτέρω εξηγώ, τα έγγραφα που προσκομίζει είναι ανακόλουθα προς της συνολική του αφήγηση, ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, εφόσον αυτός βασίζεται σε ισχυρισμό περί δεσμού του με κοπέλα από άλλη φυλή, ο οποίος έχει απορριφθεί ως στερούμενος λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων.
Ενόψει των ως άνω απομένει η αξιολόγηση του προφίλ του αιτητή, το οποίο είναι και το μόνο αποδεκτό στοιχείο ενώπιον μου, σε συνάρτηση με τον κίνδυνο που ενδεχομένως προκύπτει για τον αιτητή σε μελλοντοστραφή βάση. Σημειώνω ότι τα στοιχεία του προφίλ του αιτητή που χρήζουν εξέτασης είναι θεωρώ η φυλή (Tajik) και ο τόπος διαμονής του (Καμπούλ).
Διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) αναφέρουν τα εξής.
Σε σχέση κατ’ αρχήν με την εθνοτική καταγωγή του αιτητή (Tajik) σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, αναφέρεται ότι, παρά το ότι καταγράφονται πράξεις δίωξης κατά Tajik, εντούτοις αυτές συνδέονται κυρίως με την αποδιδόμενη σε αυτούς σύνδεση ή δράση με ένοπλες ομάδες αντίστασης, όπως το NRF (National Resistant Front). Περαιτέρω, παρότι καταγράφονται ευρείες εκστρατείες έρευνας κατ’ οίκο στη Καμπούλ, με επίκεντρο ενίοτε συνοικίες όπου διαμένουν εθνοτικές μειονότητες, μεταξύ των οποίων και Tajik, δεν φαίνεται να υπάρχουν πληροφορίες ότι τούτες είναι στοχευμένες σε σημείο που να προκύπτει κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης για άτομα αυτού του προφίλ, για τον λόγο και μόνο της εθνοτικής τους καταγωγής. Οι περισσότερες δε πηγές κάνουν λόγο για μια προσπάθεια του καθεστώτος να εντοπίσει και να καταστείλει τη δράση ένοπλων ομάδων, οι οποίες σχετίζονται με συγκεκριμένες εθνοτικές ομάδες:
«In May 2022, Human Rights Watch received a growing number of reports of reprisal killings and attacks on civilians in areas associated with resistance groups (such as the NRF). The killings and attacks on civilians have reportedly been a Taliban response on NRF attacks. In May, Human Rights Watch had not been able to verify all the reports, but subsequently was able to confirm a number of detentions of civilians apparently accused of supporting the NRF or other resistance groups. […]
According to AAN analyst Martine van Bijlert, there were uncorroborated reports early on after the Taliban takeover of young Panjshiri men being rounded up in Tajik dominated areas of Kabul.1495 In February and March 2022, the Taliban conducted house-to-house searches in Kabul and other provinces.1496 The stated purpose was to arrest criminals and to confiscate weapons.1497 According to a report by the New York Times, the Taliban were on the outlook for persons connected to the armed resistance. Reportedly, the search operation was initially focused on neighbourhoods in the North of Kabul city, mainly inhabited by ethnic Tajiks and where the flag of the so-called Northern Alliance was a common occurrence in the past.
[…]
A representative of an international NGO in Kabul, whose own house was searched and who has intimate knowledge of the Khair Khana neighbourhood [inhabited mainly by Tajiks], did not see any evidence of ethnic targeting during the house searches. All houses in the source’s area were searched and in many cases it was done respectfully. The Taliban did engage in harsh treatment in some instances but, as far as the source knew, this was only the case in homes to families with known links to e.g. criminality or opposition groups. » [5]
Στο εγχειρίδιο EUAA «Country guidance: Afghanistan», January 2022, αναφέρονται τα εξής:
«The individual assessment whether there is a reasonable degree of likelihood for the applicant to face persecution should take into account whether they would be perceived as having an affiliation to NRF, with Tajiks from Panjshir and Andarab District (Baghlan Province), being particularly at risk. » [6]
Στο εγχειρίδιο της EUAA «Country Focus: Afghanistan», December 2023, αναφέρεται ότι, δεδομένου ότι ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης έχουν «σχεδόν εξαφανιστεί», η κατάσταση στην επαρχία Panjsher και την περιφέρεια Andarab έχει αλλάξει πρόσφατα, καθώς η μεταχείριση των αμάχων από τους Ταλιμπάν «έχει βελτιωθεί σημαντικά». [7]
Στο εγχειρίδιο της EUAA «Country guidance: Afghanistan», May 2024, καταγράφεται ότι, παρότι υπάρχουν πληροφορίες για το αντίθετο, δεν φαίνεται να μπορεί να εντοπιστεί στοχοποίηση ατόμων εθνοτικής καταγωγής Tajik στην πρωτεύουσα Καμπούλ και εφόσον η ένοπλη αντίσταση έχει ασθενήσει στις περιοχές όπου λάμβανε χώρα, η κατάσταση του άμαχου πληθυσμού έχει βελτιωθεί, ενώ περιπτώσεις κακομεταχείρισης αλλά και άλλων παραβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ατόμων Tajik συνδέονται κατά βάση με υποψίες σύμπραξης με το NRF. [8]
Στη βάση των ως άνω ΠΧΚ είναι κατάληξη μου ότι άτομα εθνοτικής καταγωγής Tajik δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ευλόγως πιθανόν να στοχοποιηθούν για το χαρακτηριστικό τους και μόνο αυτό, στην έλλειψη άλλων στοιχείων ή σύνδεσης τους με ένοπλες ομάδες αντίστασης, ιδίως δε οι διαμένοντες στην πρωτεύουσα Καμπούλ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρότι εντοπίζονται πληροφορίες για σεχταριστική βία κατά Σιητών, είτε με ανοχή επιθέσεων από άλλους δρώντες (μεταξύ των οποίων και παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους – ISKP - που δρα σε περιοχές του Αφγανιστάν) είτε με την ευθεία επίθεση από δυνάμεις του καθεστώτος, αυτή δεν φαίνεται να είναι ευρέως διαδεδομένη και αφορά κυρίως περιοχές της φυλή Hazara (οι οποίοι, σε αντίθεση με τους Tajik, είναι στην πλειοψηφία τους Σιήτες). [9] Σημειώνω εδώ ότι ο αιτητής, πέραν των αναφορών του στην ΕΔ σε γενικές πληροφορίες για την αντιπαλότητα μεταξύ Σουνιτών και Σιητών, δεν αναφέρει προσωπική στοχοποίηση ή περιορισμό στην άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων, δεδομένου πάντοτε ότι ο ισχυρισμός του περί διώξεως του λόγω της σχέσης του με κοπέλα Παστούν/Σουνίτισσα απορρίφθηκε. Συνεπώς η πτυχή αυτή δεν μπορεί να τύχει περαιτέρω εξέτασης σε γενική και αφηρημένη βάση, στην απουσία συγκεκριμένου ισχυρισμού προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε σχέση με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην πρωτεύουσα Καμπούλ, που είναι και ο τόπος διαμονής του αιτητή, εντοπίζονται τα εξής.
«Kabul has been described as an ethnically diverse city, with communities from almost all Afghan ethnicities living there: Pashtuns, Tajiks, Hazaras, Uzbeks, Turkmen, Baluch, people belonging to the religious minority groups of Sikhs and Hindus, with no group clearly dominating.
[…]
According to ACLED, and as seen in the table below, Kabul City was the most conflict-affected area of Afghanistan. During the reference period, ACLED recorded 193 security incidents in Kabul City, 95 of which were coded as ‘violence against civilians,’ 65 as ‘remote violence,’ and 33 as ‘battles.
[…]
According to UCPD, in the period between 16 August 2021 and 1 June 2022, Kabul City had also the highest numbers of civilian fatalities (297 of overall 778 civilian fatalities recorded in Kabul District).653 ACLED recorded 459 fatalities in Kabul City in the reference period. 654 ACLED attributed 76 security incidents recorded in the reference period to Taliban military and police forces. 67 incidents attributed to the Taliban were classified as ‘violence against civilians’ and nine as ‘battles.’655.
[…]
In the beginning of September 2021, the airport reportedly reopened for domestic flights and the reception of international aid.739 On 13 September 2021, the first commercial international flight since the Taliban takeover of power, coming from Pakistan, landed in Kabul airport.740. »[10]
Στη βάση δεδομένων ACLED, για το διάστημα από 18/05/24 - 16/05/25, καταγράφονται, στην επαρχία Kabul, 216 περιστατικά ασφαλείας, με αποτέλεσμα 323 θάνατους. Μεταξύ αυτών, 95 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (193 θάνατοι), 87 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (31 θάνατοι), 32 καταγράφηκαν ως περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης βίας (94 θάνατοι) και 2 εξεγέρσεις (5 θάνατοι)[11]. O εκτιμώμενος πληθυσμός της πόλης Kabul το 2025 ανέρχεται περί τα 5 εκατομμύρια κατοίκων. [12]
Τα ως άνω καταδεικνύουν ότι, παρότι η κατάσταση στη πρωτεύουσα παραμένει γενικά επισφαλής, τα επίπεδα αδιάκριτης βίας – εκτιμώμενα κατ’ αναλογία πληθυσμού αλλά και λαμβανομένης υπόψη της φύσης των περιστατικών ασφαλείας εκ των οποίων προκύπτουν απώλειες – δεν είναι τέτοια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι άτομο που διαμένει στην περιοχή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ως αποτέλεσμα αδιάκριτης βίας, εκ μόνης της παρουσίας του στη περιοχή, στην απουσία, ως εν προκειμένω, άλλων προσωπικών περιστάσεων που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο σε σύγκρισή με το γενικό πληθυσμό, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [13] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, υπ. αρ.C-901/19 CF and DN, ημ.10/06/21).
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Υπέρ της ως άνω κατάληξης μου συνυπολογίζω ότι ο αιτητής είναι ηλικίας σήμερα περί των 30 ετών, υγιής, πανεπιστημιακού μορφωτικού επιπέδου, με εργασιακή εμπειρία ως τεχνικός σε εταιρία λογισμικού, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, με οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής (μητέρα και αδελφή), δεδομένου βεβαίως του ότι όσα ανέφερε περί δίωξης του λόγω δεσμού του με κοπέλα διαφορετικής φυλής από την οικογένεια της και τις αρχές τις χώρας, δεν έγιναν αποδεκτά.
Τα ως άνω δεδομένα συνηγορούν υπέρ του ότι ο αιτητής διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει επαρκή βιοπορισμό, στέγαση και στήριξη κατά την επανένταξη του στην τοπική κοινωνία κατά την επιστροφή του και δεικνύουν ότι όποιες δυσκολίες κληθεί να αντιμετωπίσει δεν θα τον εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του.
Ως και στην αιτ. σκέψη 35 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Συνεπεία και των ως άνω διαπιστώσεων μου καταλήγω ότι ουδέν στοιχείο ετέθη ενώπιον μου που να δεικνύει ότι επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής θα είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, ως θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω.
Σε σχέση με την έκταση το και εύρος προστασίας που παρέχεται από την αρχή της μη επαναπροώθησης, ως κατοχυρώνεται στο αρ.3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει πολλάκις απασχολήσει τη νομολογία του ΕΔΑΔ, που στην απόφαση του στην M.S.S. v Belgium and Greece, αίτηση αρ.30696/09, ημ.21/01/11, παρ.263, συνδέει την παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ με την εκεί διαπιστούμενη παντελή απουσία προοπτικών βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του αιτητή, καταλήγοντας στα εξής:
«In the light of the above and in view of the obligations incumbent on the Greek authorities under the Reception Directive (see paragraph 84 above), the Court considers that the Greek authorities have not had due regard to the applicant’s vulnerability as an asylum-seeker and must be held responsible, because of their inaction, for the situation in which he has found himself for several months, living on the street, with no resources or access to sanitary facilities, and without any means of providing for his essential needs. The Court considers that the applicant has been the victim of humiliating treatment showing a lack of respect for his dignity and that this situation has, without doubt, aroused in him feelings of fear, anguish or inferiority capable of inducing desperation. It considers that such living conditions, combined with the prolonged uncertainty in which he has remained and the total lack of any prospects of his situation improving, have attained the level of severity required to fall within the scope of Article 3 of the Convention. »
Στην πιο πάνω απόφαση, ως και από το ως άνω απόσπασμα προκύπτει, καθοριστικής σημασίας για την διαπιστούμενη παράβαση του αρ.3 ήταν το γεγονός ότι ο εκεί αιτητής βρισκόταν χωρίς επαρκείς συνθήκες υποδοχής, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά εργασίας και χωρίς πιθανότητες βελτίωσης της κατάστασης του στο άμεσα προβλέψιμο μέλλον, δεδομένης και της επί μακρόν αβεβαιότητας στην οποία βρισκόταν, συνεπεία μη ολοκλήρωσης της εξέτασης της εκκρεμούσης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, συνθήκες που δεν υφίστανται εν προκειμένω, ως εξηγείται πιο πάνω. Πρέπει τέλος να σημειώσω πως το ότι καταγράφεται στο ερ.124 «Υεμένη», αντί ορθής αναφοράς στο Αφγανιστάν, δεν είναι παρά τυπογραφικό λάθος, δεδομένου ότι η όλη ανάλυση που προηγείται και έπεται της συγκεκριμένης αναφοράς αφορά την χώρα καταγωγής, ήτοι το Αφγανιστάν.
Ουδέν προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσης που να ανατρέπει τα ως άνω.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν στην επίδικη έκθεση, ως αυτές ανωτέρω καταγράφονται, ήτοι της μη διενέργειας έρευνας σε ΠΧΚ αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, που αποτελεί και το πυρήνα του αιτήματος του, οι οποίες, παρότι δεν είναι ικανές - δεδομένου του εξ υπαρχής ελέγχου που διενεργήθηκε στα πλαίσια της παρούσης - να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα ότι δεν υφίσταται εδώ ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας στον αιτητή, δεικνύουν πλημμελή έρευνα και αιτιολόγηση, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] South Asia Terrorism Portal, Afghanistan
Taliban ban Shia-Sunni marriages in Nusay District of Badakhshan Province, February 2023, διαθέσιμο σε https://www.satp.org/terrorism-update/taliban-ban-shia-sunni-marriages-in-nusay-district-of-badakhshan-province, (ημ. πρόσβασης 25/05/2025).
[2] ΑΑ, Among Pakistan's Pashtun, arranged marriages the norm, July 2017, διαθέσιμο σε https://www.aa.com.tr/en/asia-pacific/among-pakistans-pashtun-arranged-marriages-the-norm/864113, (ημ. πρόσβ. 25/05/2025).
[3] CULTURAL PROPERTY NEWS, Pashtunwali: Pashtun Traditional Tribal Law in Afghanistan, August 2028, διαθέσιμο σε https://culturalpropertynews.org/pashtunwali-pashtun-traditional-tribal-law-in-afghanistan/, (ημ. πρόσβ. 25/05/2025).
[4] https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-afghanistan, σελ.14-15, 52-57
[5] EUAA - Afghanistan – Targeting of Individuals - Country of Origin Information Report, August 2022, 145-148, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2022_08_EUAA_COI_Report_Afghanistan_Targeting_of_individuals.pdf
[6] EUAA Country guidance: Afghanistan, January 2022, σελ.85, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-03/2023_Country_Guidance_Afghanistan_EN.pdf
[7] ΕUAA, COI, Country Focus, Afghanistan, December 2023, διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_12_EUAA_COI_Report_Afghanistan_Country_Focus.pdf, σελ 67 (25/05/2025)
[10] EUAA - Afghanistan – Security Situation Country of Origin Information Report August 2022, p.79-88 https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2022_08_EUAA_COI_Report_Afghanistan_Security_situation.pdf
[11] ACLED, Dashboard, timeframe 13/04/2024 - 11/04/2025, Afghanistan, Kambul, available at: ACLED Dashboard (acleddata.com) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/04/2025)
[12]https://worldpopulationreview.com/cities/afghanistan/kabul, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/05/2025)
[13] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο