
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.687/24
6 Ιουνίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D. Μ. Τ. Μ.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Α. Λαζάρου, δικηγόρος για Αιτήτρια
Κος Α. Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Αίτηση ημ.28/06/24 για Προσαγωγή Μαρτυρίας
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.12/02/24, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, ως άκυρης, παράνομης, στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Μετά την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής (27/02/24) και της ενστάσεως από τους καθ’ ων η αίτηση (18/07/24) η αιτήτρια καταχώρησε στις 23/04/24 την υπό κρίση αίτηση, δια της οποίας αιτείται άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας για τους λόγους που παρατίθενται στην ένορκη δήλωση ημ.28/06/24 (στο εξής ΕΔ) που τίθεται προς υποστήριξη αιτήσεως.
Η ενόρκως δηλούσα, δικηγόρος στο γραφείο της δικηγόρου της αιτήτριας, αναφέρει ότι η μαρτυρία που επιθυμεί η αιτήτρια να προσαγάγει, που περιέχεται αυτούσια στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας που συνάπτεται ως Τεκμήριο 1 ΕΔ και μετάφραση στα ελληνικά Τεκμήριο 2 ΕΔ (στο εξής ΠΕΔ), είναι «καταλυτικής σημασίας και προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνη να επιτραπεί η προσκόμιση της» (παρ.9 ΕΔ), «σχετίζεται με τα ουσιώδη και πραγματικά δεδομένα και γεγονότα που αφορούν το πρόβλημα δίωξης της» (παρ.8 ΕΔ), «υπάρχει καλός λόγος και είναι αναγκαία η προσκόμιση της προτεινόμενης μαρτυρίας» (παρ.10 – ΕΔ), «οι καθ’ ων η αίτηση δεν θα υποστούν οποιαδήποτε αδικία, ούτε θα επηρεαστούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αρνητικά τα δικαιώματα τους […] έχουν και διατηρούν τη δυνατότητα να [την] αντεξετάσουν» (παρ.11 – ΕΔ), ενώ – αντιθέτως – ως αναφέρει, «τυχόν απόρριψη του αιτήματος [της] θα βλάψει τα δικαιώματα [της] […] θα ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος [της] να ακουστεί [και] θα [της] προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά» (παρ.12 – ΕΔ). Ακολούθως παραθέτει αυτούσιο τον κ.10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του το 2022.
Στην επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, ως αυτή καταγράφεται αυτούσια στην ΠΕΔ, η αιτήτρια αναφέρει ότι έφυγε από το Καμερούν «λόγω πίεσης που [δεχόταν] από τον πατέρα [της] να [παντρευτεί] κάποιον που δεν [ήθελε] […] που ήταν στρατηγός και αφεντικό του πατέρα [της]» (παρ.3 – ΠΕΔ), ο πατέρας της άρχισε να της ασκεί πίεση, τη χτυπούσε και τον Οκτώβριο 2022 πήγε να μείνει μαζί μ’ αυτόν μέχρι που ο στρατηγός αποπειράθηκε να τη βιάσει και τότε «[κατέληξε] δαρμένη στο νοσοκομείο» (παρ.5 – ΠΕΔ) και επισυνάπτει αναφορικά με τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο δέσμη φωτογραφιών (Τεκμήριο 1 – ΠΕΔ), όπου φαίνεται η αιτήτρια με τραύματα και κακώσεις στο κεφάλι. Ακολούθως των ως άνω, ως αναφέρει, πήγε στην Bueaκαι ετοίμασε τα απαραίτητα έγγραφα, επέστρεψε στη Douala και, όταν τα έγγραφα της ήταν έτοιμα, αναχώρησε για τη Δημοκρατία στις 02/04/23. Στη Δημοκρατία, ως αναφέρει η αιτήτρια, παρακολουθείται από ψυχίατρο, η οποία «διαπίστωσε ότι [παρουσιάζει] συμπτώματα μετατραυματικού άγχους μετά από τραυματικά γεγονότα που [έζησε] στο Καμερούν» και επισυνάπτει σχετική επιστολή της ψυχιάτρου (Τεκμήριο 2 – ΠΕΔ). Ενώ η αιτήτρια βρισκόταν στη Δημοκρατία, ως η ίδια αναφέρει, της στάλθηκε «το διάταγμα 2023/519 της 21ης Νοεμβρίου 2023 του Καμερούν», το οποίο «αναγράφει στη σελίδα 2 το όνομα του στρατηγού που ο πατέρας [της] πίεζε να [παντρευτεί], ο οποίος πήρε προαγωγή και κατέκτησε τον τίτλο του συνταγματάρχη» (παρ.8 – ΠΕΔ) και επισυνάπτει το φερόμενο διάταγμα στη γαλλική (Τεκμήριο 3 – ΠΕΔ).
Στην αγόρευση η συνήγορος της, κάνοντας αναφορά στους ισχυρισμούς της αιτήτριας, αναφέρει ότι η μαρτυρία της οποίας ζητείται η προσαγωγή είναι άμεσα σχετική με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της αιτήτριας κατά την επίδικη αίτηση, τα έγγραφα αυτά δεν είχαν προσκομιστεί κατά τη συνέντευξη καθότι δεν βρίσκονταν τότε στην κατοχή της αιτήτριας, πράγμα που «οφειλόταν σε εξωτερικές συνθήκες που περιόριζαν την πρόσβαση της σε αυτά τα στοιχεία» (σελ.5, παρ.5 αγόρευσης) και δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία τότε να τα προσκομίσει. Επαναλαμβάνει κατά τ’ άλλα τα επιχειρήματα που θέτει σχετικά και στην ΕΔ, ως ανωτέρω καταγράφονται.
Τα ανωτέρω συνοψίζουν την μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια να προσαχθεί και τα επ’ αυτού επιχειρήματα της αιτήτριας.
Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται στην αίτηση και αναφέρουν ότι αυτή είναι νομικά αβάσιμη, δεν πληρούνται οι νομολογιακές και νομοθετικές προϋποθέσεις για την έγκριση της, δεν είναι σχετική προς τα επίδικα θέματα, δεν επιτελεί κανένα σκοπό η προσκόμιση της, δεν συγκεκριμενοποιείται, αντιβαίνει δικονομικούς κανόνες και αποσκοπεί σε καθυστέρηση.
Στη γραπτή αγόρευση ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, εν μέσω πλούσιων αναφορών και αποσπασμάτων εκ της σχετικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου [βλ. μεταξύ άλλων Sportsman Betting Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, Petrolina Ltd κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2002) 4 ΑΑΔ 320] και στη μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια να προσαχθεί, αναφέρει ότι αυτή δεν είναι σχετική με τα επίδικα στην προσφυγή θέματα, είναι χαμηλής αποδεικτικής αξίας, δεν ισχυροποιεί ούτε και τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της περί κακοποίησης της και, τέλος, αναφορικά με το Τεκμήριο 3, αυτό είναι στη γαλλική, χωρίς να μεταφραστεί και – σε κάθε περίπτωση – φέρει ημερομηνία σύνταξης προγενέστερη της συνέντευξης.
Κατά την ακρόαση της παρούσης οι συνήγοροι των μερών αρκέστηκαν να υιοθετήσουν τις αγορεύσεις τους. Σε επισήμανση του Δικαστηρίου ότι δεν γίνεται αναφορά στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης στον κ.10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 δεν αναφέρθηκε κάτι από τους συνήγορους των μερών.
Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου της υπό κρίση αιτήσεως, της ΕΔ και ΠΕΔ, της ενστάσεως, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών.
Κατόπιν ανάγνωσης της υπό κρίση αιτήσεως παρατηρώ ότι στη νομική βάση αυτής δεν γίνεται αναφορά στον κ.10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, που είναι και ειδική διάταξη που εφαρμόζεται στο παρόν δικαστήριο και καθορίζει αιτήματα προσαγωγής μαρτυρίας, ως εν προκειμένω. Αυτό που καταγράφεται είναι μια γενική αναφορά στους ως άνω κανονισμούς, χωρίς αναφορά στον κ.10. Με δεδομένο ότι το ζήτημα αυτό άπτεται του δικαιοδοτικού υποβάθρου και εγκυρότητας του υπό κρίση δικονομικού διαβήματος, θεωρώ ότι μπορεί και θα πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Σημειώνω εδώ ότι – ως άλλωστε και πιο πάνω αναφέρω – το ζήτημα τέθηκε στους συνηγόρους των μερών κατά την ακρόαση της παρούσης αιτήσεως, χωρίς εντούτοις να προβούν σε οιονδήποτε διάβημα ή αναφέρουν τίποτε σχετικώς.
Στην απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου Anaghara ν Κυπριακής Δημοκρατίας, Μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υπόθ. αρ 1507/15, ημ.04.07.2018, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, η ύπαρξη μεν νομικής βάσης, ήτοι της Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε ενδιάμεση αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αλλά η απουσία αναφοράς στον Κανονισμό 13 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, κρίθηκε ότι συνιστούσε μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεως, καθιστώντας αυτήν άκυρη, καθότι στερείτο του αναγκαίου δικονομικού δικαιοδοτικού υποβάθρου (υπόθ. αρ. 1144/08, Mohammad Kashif v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.7.2008, υπόθ. αρ. 1405/09, Valentina Stoeva v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.11.2009, υπόθ. αρ. 1253/11, Imad Kahil κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.12.2011, υπόθ. αρ. 617/2012, Imad Kahil ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.6.2012) .»
Στην αναφερόμενη και στην ως άνω απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.617/12, Imad Kahil ν. Δημοκρατίας, ημ.01/06/12, όπου εξετάστηκε το ζήτημα της μη συμπερίληψης στη νομική βάση της εκεί υπό κρίση αίτησης για ενδιάμεσο διάταγμα η μη καταγραφή του κ.13, είχαν αναφερθεί τα εξής:
«Η μη αναφορά στον Κανονισμό 13 κρίθηκε ως μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεων για ενδιάμεσα διατάγματα, στα πλαίσια προσφυγών, σε αριθμό πρωτοδίκων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην Υπόθεση 1253/11, Imad Kahil κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 2.12.2011 (του ιδίου αιτητή) ο αδελφός Δικαστής κ. Ερωτοκρίτου απεφάσισε ότι η δικονομική παρατυπία, της μη αναφοράς στον Κανονισμό 13, οδηγούσε σε ακυρότητα και δεν μπορούσε να θεραπευθεί. Στην Υπόθεση 1144/08, Mohammad Kashif v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.7.2008 ο αδελφός Δικαστής κ. Ναθανάηλ είπε ότι η επίκληση των Κανονισμών 18 και 19 του προαναφερόμενου κανονισμού και του άρθρου 32 του Ν 14/60 δεν συνιστούν ορθό δικονομικό υπόβαθρο για αιτήσεις προσωρινών διαταγμάτων, σε προσφυγές. Ο ορθός κανονισμός είναι ο Κανονισμός 13. Στην Υπόθεση 1405/09, Valentina Stoeva v. Δημοκρατίας, ημερ. 10.11.2009 ο αδελφός Δικαστής κ. Παμπαλλής έκρινε ότι, κατ΄ αναλογία προς τις ενδιάμεσες αιτήσεις που καταχωρούνται στα πλαίσια αγωγών και στις οποίες απαραίτητα πρέπει να γίνεται αναφορά στο ορθό άρθρο ή άρθρα που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, έτσι και στις διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του προαναφερόμενου διαδικαστικού κανονισμού, θα πρέπει να αναγράφεται το ορθό άρθρο ή ο ορθός θεσμός στον οποίον βασίζεται η αίτηση. Σε υποθέσεις όπως την παρούσα το νομικό υπόβαθρο για στήριξη της αίτησης είναι ο Κανονισμός 13 και επομένως αναφορά σ΄ αυτόν τον Κανονισμό είναι απαραίτητη, αλλιώτικα η αίτηση στερείται του απαραίτητου δικαιοδοτικού υποβάθρου και είναι άκυρη.»
Στην υπ. αρ.1320/09, Umer Abdul Satter v. Δημοκρατίας, ημ.03/11/09 λέχθηκαν τα εξής:
«Στις περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης. Σχετική παράλειψη καθιστά την αίτηση άκυρη, εκτός και αν η παράλειψη αφορά παρατυπία η οποία αποτελείται από παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς, οπόταν η αίτηση μπορεί να διασωθεί κατ' εφαρμογή των προνοιών της Δ.64. Αν όμως η παράλειψη είναι θεμελιώδης, τότε δεν χωρεί διορθωτική παρέμβαση του Δικαστηρίου. (Βλ. Wunderlich και άλλων ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και στις εκεί αυθεντίες που η απόφαση του Εφετείου παραπέμπει).»
Τα ως άνω επιβεβαιώθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Δ. Δ. Δ. Π. Αρ.33/2023, Ghonima v. Δημοκρατίας, ημ.28/06/24, στην οποία αναφέρθηκε ότι «[είναι] πάγια δε η θέση της νομολογίας μας, ότι είναι δεδομένη η αναγκαιότητα επίκλησης και αναγραφής στο σώμα μιας ενδιάμεσης αίτησης της νομικής βάσης επί της οποίας αυτή εδράζεται, όπως απαιτεί εξάλλου η Διαταγή 48 (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Badjinder Brav κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε. 235/2015, ημερομηνίας 25/7/2023).»
Επανερχόμενος τώρα στην υπό κρίση αίτηση παρατηρώ ότι στη νομική βάση της το μόνο που γίνεται είναι αναφορά στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019, χωρίς εντούτοις να γίνεται ειδική αναφορά στον κ.10, ο οποίος και τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω.
Στη βάση της ως άνω νομολογίας είναι κατάληξη μου ότι η έλλειψη που παρατηρείται στη νομική βάση της παρούσης αιτήσεως συνιστά θεμελιώδη, μη θεραπεύσιμη παράλειψη (άλλωστε ουδεμία προσπάθεια έγινε εκ της αιτήτριας προς αυτή την κατεύθυνση), καθώς, εφόσον το ζήτημα προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου ρυθμίζεται δια συγκεκριμένου κανονισμού (κ.10) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 «η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης» (βλ. απόφαση Umer, ανωτέρω). Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι η έλλειψη αυτή στην υπό κρίση αίτηση συνιστά «μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεως, καθιστώντας αυτήν άκυρη, καθότι στερείτ[αι] του αναγκαίου δικονομικού δικαιοδοτικού υποβάθρου» (βλ. απόφαση Anaghara, ανωτέρω). Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι ο κ.10 κάνει λόγο και για προφορικό αίτημα, από τη στιγμή όμως που μια αίτηση ως η παρούσα υποβάλλεται γραπτώς θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους οικείους διαδικαστικούς κανονισμούς και νομολογία επί του ζητήματος, αλλιώς είναι άκυρη.
Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου, παρότι παρέλκει η εξέταση οιουδήποτε άλλου ζητήματος, καθώς η υπό κρίση αίτηση είναι άκυρη, ως θνησιγενής εκ της καταχωρήσεως της συνεπεία της ως άνω μοιραίας παράλειψης που παρατηρείται επί της νομικής βάσεως της, θεωρώ σκόπιμο, για σκοπούς πληρότητας, να αναφέρω και τα εξής.
Επί της νομικής πτυχής παραθέτω τον κ.10 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.
«10. (α) Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται-
(i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και
(ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.»
Παρεμφερώς με τα ως άνω, στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-652/16 – Ahmedbekova, ημ.04/10/18, αναφέρεται ότι «[τ]ο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο […] υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι […] τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια […] της προσφυγής […].»
Επανερχόμενος στα ενώπιον μου στοιχεία, υπό το πρίσμα του ως άνω δικονομικού πλαισίου και της σχετικής νομολογίας, είναι κατάληξη μου ότι - πέραν της μοιραίας, ως ανωτέρω εξηγώ, ελλείψεως που παρατηρείται στη νομική βάση της υπό κρίση αιτήσεως - δεν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση που τίθεται από τον κ.10 (α) (i) (ανωτέρω), καθώς ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να δεικνύει ότι η μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια προσαγωγής αφορά στοιχεία «τα οποία άνευ δικής [της] υπαιτιότητας, [η αιτήτρια] αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής [της] σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β)».
Ανατρέχοντας στην ΕΔ, για το ζήτημα της καθυστέρησης στην υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως και της αιτιολόγησης αυτής, ουδέν αναφέρεται σχετικώς. Στην ΠΕΔ (η οποία καταχωρήθηκε ως ένορκη δήλωση και συνεπώς μπορεί να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της ως προς αυτό), το μόνο που αναφέρεται σχετικώς αφορά το Τεκμήριο 3, για το οποίο η αιτήτρια αναφέρει ότι «δεν ήταν στα χέρια [της] κατά την καταχώρηση της προσφυγής, αφού όταν [εγκατέλειψε] το Καμερούν δεν είχε ισχύ το εν λόγω διάταγμα [και] το [έλαβε] από ένα φιλικό [της] πρόσωπο και του [ζήτησε] να [της] στείλει αντίγραφο» (παρ.10 ΠΕΔ). Αντιστοίχως, στην αγόρευση της η συνήγορος της αιτήτριας αναφέρει ότι τα έγγραφα αυτά δεν είχαν προσκομιστεί κατά τη συνέντευξη καθότι δεν βρίσκονταν στην κατοχή της αιτήτριας, πράγμα που «οφειλόταν σε εξωτερικές συνθήκες που περιόριζαν την πρόσβαση της σε αυτά τα στοιχεία» (σελ.5, παρ.5 αγόρευσης).
Κατ’ αρχήν σημειώνω ότι, ως ειπώθηκε στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 281, (Ολομέλεια), «η αγόρευση ούτε διευρύνει, ούτε επεκτείνει τα επίδικα θέματα και δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας». Συνεπώς οι όποιες αναφορές επί του ζητήματος της καθυστέρησης γίνονται στην αγόρευση της αιτήτριας, οι οποίες δεν βρίσκουν έρεισμα στο περιεχόμενο της ΕΔ που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση, δεν μπορούν παρά να αγνοηθούν.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία καταλήγω ότι οι ως άνω αναφορές στην ΕΔ δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι ικανοποιείται η προϋπόθεση που τίθεται από τον κ.10 (α) (i) ότι η προς προσαγωγή μαρτυρία αφορά στοιχεία «τα οποία άνευ δικής [της] υπαιτιότητας, [η αιτήτρια] αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής [της]»,. Σημειώνω ότι τα όσα γενικά αναφέρονται στην ΠΕΔ αφορούν μόνο το Τεκμήριο 3 και ελλείπουν από αυτά λεπτομέρειες αναφορικά με το πότε εν τέλει περιήλθε αυτό στην κατοχή, γιατί αδυνατούσε να το ζητήσει και να το λάβει από το φιλικό της πρόσωπο, ως διατείνεται, προηγουμένως, δεδομένου ότι – παρότι, ως ορθώς αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, είναι στη γαλλική γλώσσα, χωρίς μετάφραση, και συνεπώς δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο – προκύπτει αναντίλεκτα από το πάνω δεξιά σημείο του ότι πρόκειται για έγγραφο με (φερόμενη) ημερομηνία σύνταξης τις 21/11/23, ως και πάλι εύστοχα παρατηρούν οι καθ’ ων η αίτηση. Συνεπώς αυτό είχε εκδοθεί, με βάση τα στοιχεία που περιέχει το έγγραφο αυτό, ήδη πριν από τη συνέντευξη (18/01/24) στα πλαίσια της επίδικης αίτησης και βεβαίως πολύ πριν την καταχώρηση της ως άνω προσφυγής. Ομοίως, αναφορικά με το Τεκμήριο 1 (δέσμη φωτογραφιών), δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα όσα η ίδια η αιτήτρια αναφέρει σχετικώς (παρ.5 ΠΕΔ), αυτές λήφθηκαν περί τις αρχές 2023 (αφού διέμεινε με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη της από τον Οκτώβριο 2022 μέχρι 4 μήνες μετά, όταν και αυτός αποπειράθηκε να τη βιάσει, ως αναφέρει) δεν αποκαλύπτεται ο λόγος της καθυστέρησης και γιατί αδυνατούσε να τα προσκομίσει προηγουμένως. Αναφορικά τέλος με το Τεκμήριο 2, ούτε γι’ αυτό δίδεται αιτιολογία αναφορικά με τον λόγο που, ενώ αυτό συντάχθηκε στις 26/02/24, πριν την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής, διέρρευσαν έκτοτε περί των 4 μηνών, μέχρι εν τέλει η αιτήτρια να καταχωρήσει το υπό κρίση διάβημα στις 28/06/24. Θα πρέπει όμως να σημειώσω ότι ενδεχομένως, για το Τεκμήριο 2, το διάστημα που διέρρευσε να μην ήταν ικανό να αποτρέψει την προσαγωγή του, όμως, δεδομένου ότι η αίτηση απορρίφθηκε λόγω μοιραίας ελλείψεως, ως ανωτέρω εξηγώ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό στα πλαίσια της παρούσης.
Τα όσα λοιπόν αναφέρονται σχετικά δεν αποκαλύπτουν τον λόγο της καθυστέρησης της αυτής και συνεπώς δεν αιτιολογούν το γιατί «αδυνατούσε να υποβάλει […] κατά την καταχώρηση της προσφυγής» [κ.10 (α) (i)] την επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, τουλάχιστον σχετικά με τα Τεκμήρια 1 και 3 της ΠΕΔ.
Επί τούτου κρίνω σκόπιμο να παραθέσω και το εξής απόσπασμα από την απόφαση μου επί ενδιάμεσης αιτήσεως προσαγωγής μαρτυρίας στα πλαίσια της προσφυγής 6847/22, F. R. ν. Δημοκρατίας, ημ.12/07/24, όπου, επί όμοιου ζητήματος, ανέφερα τα εξής:
«Είναι σαφές, εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του κ.10 (α) και 3 (β) του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προσάγει κάθε μαρτυρία σχετική με τους στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ισχυρισμούς του. Τούτο όμως δεν είναι ανεξέλεγκτο, αλλά υπόκειται σε προϋποθέσεις και εύλογους περιορισμούς.
[…]
Αξίζει να σημειωθεί ότι εύλογοι περιορισμοί στη δικονομική ελευθερία προώθησης της προσφυγής ενός αιτητή δεν είναι ξένοι στη νομολογία μας. Σχετικώς, στη Βαρδιάνος v Richards (1998) 1 Α.Α.Δ 698, λέχθηκε ότι «[α]πό τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.».
Σχετικώς, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1483/13, Εύης Δρουσιώτης v Πανεπιστημίου Κύπρου, ημ.07/08/15, αναφέρεται ότι:
«Σε κάθε περίπτωση ο αιτητής είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής […] και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστο, ούτε και ανεξέλεγκτο, σε σημείο που να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου. »
Εκ του απαυγάσματος της ως άνω παρεμφερούς νομολογίας και του κ.10, ο οποίος και ρυθμίζει το δικαίωμα του αιτητή να προσάγει νέα μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι το δικαίωμα αυτό – αν και παρέχεται δεόντως σε κάθε αιτητή – υποβάλλεται στους περιορισμούς που στον εν λόγω κανονισμό αναφέρονται.
[…]
Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητείται η έκταση και φύση του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, αρ.46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και αρ.47 του ΧΘΔΕΕ].
Όμως, δεδομένης της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, θεωρώ ότι η επιβολή δια διαδικαστικών κανονισμών εύλογων δικονομικών περιορισμών και η οριοθέτηση των πλαισίων εντός των οποίων κινείται μια δικαστική διαδικασία είναι και θεμιτή αλλά και συμβατή με το Ενωσιακό Δίκαιο νοούμενου ότι δεν καθίσταται αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων του αιτούντος (πράγμα που δεν εντοπίζω εδώ, ως ανωτέρω εξηγώ). Αυτό επιβεβαιώθηκε, με αναφορά και στην προηγούμενη επί τούτου νομολογία, και στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΔΕΕ) στην C-184/16, ECLI:EU:C:2017:684, ημ.14/09/17, όπου το Δικαστήριο ανέφερε σχετικώς τα εξής, τα οποία θεωρώ ότι τυγχάνουν κατ’ αναλογία εφαρμογής:
«58.Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στα κράτη μέλη να ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζουν τους δικονομικούς κανόνες περί ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, οι δικονομικοί κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ορφανόπουλος και Oliveri, C-482/01 και C-493/01, EU:C:2004:262, σκέψη 80, και της 13ης Μαρτίου 2014, Global Trans Lodzhistik OOD, C-29/13 και C-30/13, EU:C:2014:140, σκέψη 33).
60.Πράγματι, όπως το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένα, ο καθορισμός ευλόγων προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων με γνώμονα την ασφάλεια δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τους ενδιαφερόμενους πολίτες όσο και τις οικείες αρχές, είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2016, Stadt Wiener Neustad, C-348/15, EU:C:2016:882, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»
Η ως άνω προσέγγιση ευθυγραμμίζεται με τα λεχθέντα στην Ahmedbekova (ανωτέρω), όπου αναφέρεται ότι το «δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής» και «δεν υπέχει […] υποχρέωση [να εξετάσει αυτά] αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής».»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόρριψη της παρούσης αιτήσεως, δεδομένης της θνησιγένειας της, ως ανωτέρω εξηγώ, δεν σημαίνει ότι η αιτήτρια στερείται κάθε ευκαιρίας να προσάγει το Τεκμήριο 2 ΠΕΔ, δια νέου διαβήματος, ίσως και προφορικού, ως προνοείται άλλωστε και στον κ.10, εφόσον αιτιολογήσει, έστω στοιχειωδώς, τον λόγο που καθυστέρησε, αφού, ως και πάλι ανωτέρω αναφέρω, ο χρόνος καθυστέρησης αναφορικά με το συγκεκριμένο τεκμήριο δεν είναι τέτοιος που να αποκλείει σε κάθε περίπτωση την προσκόμιση του.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Έξοδα €300, καταβλητέα κατά το τέλος της διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Η προσφυγή ορίζεται για οδηγίες στις 13/06/25, 8:15 π.μ..
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο