
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: T146/25
16 Ιουνίου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ. G. Αιτητού
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
…………………….
Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Α. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η αίτηση
Παρών ο Αιτητής.
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 13.3.2025, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος).
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως. Ο Αιτητής κατάγεται από το Ιράν. Περί τις 12.5.2004, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 28.11.2005, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή. Στις 2.12.2005, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησής του για άσυλο. Στις 27.1.2005 (βλ. ερ. 49 – 53 του διοικητικού φακέλου, στο εξής «δ.φ.»), ο Αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή, η οποία εκ παραδρομής δεν είχε εξετασθεί και μετά από ενέργειες του Αιτητή μέσω δικηγόρου (βλ. ερ. 55 – 58 του δ.φ.) απορρίφθηκε στις 28.11.2012 κατόπιν εξέτασής της. Περί τις 28.12.2017 ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα προς την Αναθεωρητική Αρχή, η οποία με απόφασή της ημερ. 26.6.2018 παρέπεμψε τον Αιτητή να υποβάλει την αίτησή του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου για να εξεταστεί πρωτοβάθμια (βλ. ερ. 64 του δ.φ.). Ως εκ τούτου, περί τις 8.1.2020, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας, η οποία στις 23.11.2020 αποφάνθηκε ότι η μεταγενέστερη αίτηση είναι παραδεκτή. Στις 26.11.2021, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξή του. Στις 18.3.2022, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 8.4.2022. Ακολούθως, στις 3.5.2022 ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμό 2612/2022. Περί τις 10.10.2024 ο Αιτητής καταχώρισε εκ νέου μεταγενέστερη αίτηση, η οποία απορρίφθηκε στις 13.3.2025 ως απαράδεκτη. Στις 20.3.2025, η τελευταία αυτή απορριπτική απόφαση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, κοινοποιήθηκε στον Αιτητή.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Ο Αιτητής, κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας στις 2.6.2025, προώθησε ως λόγους προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο λόγος που δεν προσκόμισε σε προγενέστερο χρόνο το έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο, κατά τον ίδιο, κατηγορείται για προπαγάνδα (βλ. ερ. 136 – 137 του δ.φ.), είναι ο φόβος του και το γεγονός ότι εμφανιζόταν αυτοπροσώπως και δε γνώριζε ποιες είναι οι σωστές ενέργειες ώστε να υπερασπιστεί τη θέση του.
3. Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, οι Καθ’ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος και συμμετέχουν στην ακροαματική διαδικασία μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου.
4. Στο πλαίσια της γραπτής τους αγόρευσης, οι Καθ’ ων η αίτηση μέσω της συνηγόρου τους υπεραμύνονται της ορθότητας της επίδικης πράξης και επισημαίνουν ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ήταν προϊόν δέουσας έρευνας. Παραπέμπουν στους ισχυρισμούς του Αιτητή κατά τη διοικητική διαδικασία επισημαίνοντας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ορθώς την απέρριψαν αφού τα όσα προέβαλε στην μεταγενέστερη αίτησή του δεν συνιστούσαν νέα στοιχεία. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει από το νόμο. Κατά την ακροαματική διαδικασία οι Καθ’ ων η αίτηση παρέπεμψαν στην υπόθεση Τ926/24, όπου η προσφυγή του εκεί αιτούντος απορρίφθηκε καθότι τα έγγραφα δεν είχαν προσκομισθεί εξ υπαιτιότητάς του ιδίου, όπως και στην παρούσα.
To νομικό πλαίσιο
5. Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
6. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
8. Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών
16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-
(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ […]
(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».
9. Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
10. Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».
11. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
12. Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως ex nunc και de novo (Βλ. Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του ως παραδεκτής.
13. Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Υπογραμμίζεται δε ότι καταρχήν ο Προϊστάμενος στο στάδιο αυτό δεν έχει υποχρέωση εκ νέου διενέργειας συνέντευξης (άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου).
14. Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].
15. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:
16. Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
17. Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
18. Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
19. Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.
20. Εν προκειμένω, ο Αιτητής κατά την καταγραφή της αρχικής αίτησής του, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω συλλήψεων του εξαιτίας της συμμετοχής του, ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, σε αντικαθεστωτικές ομάδες και λόγω των διαδηλώσεων που συμμετείχε για την απελευθέρωση των φίλων του. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι όταν κλήθηκε στο Δικαστήριο για τη δίκη του αρχηγού της ομάδας του αποφάσισε να διαφύγει από τη χώρα καταγωγής του.
21. Κατά τη συνέντευξή του, ο Αιτητής, αφιχθείς στη Δημοκρατία περί τις 8.5.2004, δήλωσε ότι γεννήθηκε (1977) στην πόλη Borojerd του Ιράν και ως τελευταίο τόπο διαμονής την πόλη Τεχεράνη στο Ιράν (βλ. ερ. 35 & 33 του δ.φ.). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε άγαμος (βλ. ερ. 35 του δ.φ.). Επίσης, σχετικά με την εκπαίδευσή του δήλωσε ότι είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Sharif στην Τεχεράνη στον κλάδο της λογιστικής όπου φοίτησε από το 2002 για λιγότερο από 2 έτη, ενώ, ως προς την εργασιακή του πείρα, δήλωσε πως στην Κυπριακή Δημοκρατία έχει εργαστεί στον κατασκευαστικό τομέα και ως ελαιοχρωματιστής, αλλά στη χώρα καταγωγής του δεν έχει εργαστεί (βλ. ερ. 32 του δ.φ.). Ως προς το θρήσκευμά του δήλωσε το Ισλάμ (βλ. ερ. 35 του δ.φ.). Στη χώρα καταγωγής του δεν έχει συμμετάσχει σε ακτιβιστικές ομάδες και δεν έχει παρενοχληθεί, ενώ έχει συλληφθεί στη χώρα καταγωγής του 4 φορές για περίοδο κάποιων ημερών λόγω της συμμετοχής του σε φοιτητικά συλλαλητήρια (βλ. ερ. 30, 29 – 2Χ, 28 & 27 του δ.φ.).
22. Αναφερόμενος στους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής, κατά την ελεύθερή του αφήγηση, δήλωσε ότι λόγω της συμμετοχής του στα φοιτητικά συλλαλητήρια είχε συλληφθεί και επίσης επειδή κλήθηκε να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο (βλ. ερ. 27 του δ.φ.). Περαιτέρω, πρόσθεσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή δε θα είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει ή να συνεχίσει τις σπουδές του (βλ. ερ. 27 του δ.φ.). Υποβλήθηκαν διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα στον Αιτητή για όλες τις πτυχές του αφηγήματός του (βλ. ερ. 24 – 27 του δ.φ.).
23. Οι Καθ’ ων η αίτηση, κατά την εισήγησή τους, φαίνεται να εστιάζουν την αξιολόγησή τους σε τρία ουσιώδη σημεία της συνέντευξης του Αιτητή, πρώτον αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεύτερον σχετικά με το λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ήτοι οι 3 συλλήψεις του λόγω της συμμετοχής του στα φοιτητικά συλλαλητήρια με αποτέλεσμα να κληθεί στο Δικαστήριο και τρίτον αναφορικά με την αδυναμία του να σπουδάσει στη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 42 του δ.φ.). Οι Καθ’ ων η αίτηση θεώρησαν αναξιόπιστο τον Αιτητή όσον αφορά τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και ως αποτέλεσμα απέρριψαν τους ισχυρισμούς του. Κατά τη νομική ανάλυση οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι τα ενώπιον τους δεδομένα δεν εξικνούνται στο επίπεδο της δίωξης (βλ. ερ. 40 – 42 του δ.φ.).
24. Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του ημερ. 8.1.2020, η οποία έγινε αποδεκτή ως παραδεκτή, ο Αιτητής κατέγραψε ότι μετά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του αντιμετώπισε αριθμό δυσκολιών, βασανίστηκε, του ασκήθηκε σωματική βία με αποτέλεσμα να τραυματίσει και τα δύο του κάτω άκρα και ως εκ των άνω ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, η οποία τον ώθησε να αποφασίσει την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 73 του δ.φ.).
25. Στη συνέχεια, και ενώ κρίθηκε παραδεκτή η αίτησή του, κλήθηκε για συνέντευξη όπου ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε επειδή είχε μεταστραφεί επίσημα στον Χριστιανισμό (βλ. ερ. 93 – 2Χ & 92 – 1Χ του δ.φ.) Ο Αιτητής ανέφερε πως η οικογένειά του δεν είχε πρόβλημα με τη μεταστροφή του, ωστόσο αντιμετώπιζε προβλήματα από τη γειτονιά και είχε κληθεί από το τμήμα του στρατού όπου εργαζόταν ένας εκ των αδελφών του και το οποίο ασχολούνταν με πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα, συνάντηση την οποία απέφυγε (βλ. ερ. 93 – 2Χ & 92 – 1Χ του δ.φ.). Όταν ο στρατός τον αναζήτησε στην οικία του ο Αιτητής διέφυγε από την ταράτσα, όπου και τραυμάτισε το πόδι του, και επέτρεψε ξανά στη Δημοκρατία (βλ. ερ. 93 – 2Χ & 92 – 1Χ του δ.φ.). Υποβλήθηκαν διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα στον Αιτητή για όλες τις πτυχές του αφηγήματός του (βλ. ερ. 92 – 2Χ – 84 του δ.φ.).
26. Οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς (βλ. ερ. 107 – 116 του δ.φ.), ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο δεύτερος αναφορικά με την κλήση του Αιτητή από τις Ιρανικές αρχές για να απαντήσει σε ερωτήσεις και ο τρίτος σχετικά με την μεταστροφή του από το Ισλάμ στον Χριστιανισμό. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση και απορρίφθηκε ο δεύτερος και ο τρίτος ισχυρισμός, ως αυτοί περιγράφονται προηγουμένως, λόγω έλλειψης στοιχειοθέτησης της εσωτερικής τους αξιοπιστίας. Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν διατρέχει κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ένεκα της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του και τον τελευταίο τόπο διαμονής του, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Κατά τη νομική ανάλυση οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι τα ενώπιον τους δεδομένα δεν εξικνούνται στο επίπεδο της δίωξης ούτε και στη βάση της ανάλυσης κινδύνου δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.
27. Στο πλαίσιο της τελευταίας μεταγενέστερης και επίδικης εν προκειμένου αίτησής του ημερ. 10.10.2024, ο Αιτητής κατέγραψε ότι διέφυγε από τη χώρα καταγωγής του επειδή οι ιρανικές αρχές τον αναζητούσαν ώστε να τον συλλάβουν, καθώς όντας φοιτητής στο Ιράν ήταν πολιτικά ενεργός και επιπλέον έχει πλέον μεταστραφεί στον Χριστιανισμό με αποτέλεσμα να αναζητείται και για αυτό το λόγο και να σπάσει το πόδι του (βλ. ερ. 149 του δ.φ.). Ο Αιτητής προσκόμισε έγγραφα, τα οποία (α) αφορά, σύμφωνα με τη μετάφραση, φωτοαντίγραφο της κλήτευσης για την προσέλευσή του στο Δικαστήριο της επαρχίας Lorestan για την κατηγορία της προπαγάνδας στις 14.1.2014, ενώ το έγγραφο φέρει ημερομηνία έκδοσης την 7.4.2014 (βλ. ερ. 136 – 137 του δ.φ.), (β) αφορά αντίγραφο του έγγραφου που φέρει τίτλο «ΙΑΤΡΙΚΟΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΝ» ημερ. 24.1.2023 από τον ιατρό Λάκη Χρ. Λιασίδη με ειδικότητα -ως αυτή καταγράφεται- «Ορθοπαιδικός Χειρούργος και Χειρούργος Άκρας Χειρός», όπου περιγράφεται η κατάσταση της υγείας του και συστήνεται η διεξαγωγή χειρουργείου (βλ. ερ. 135 του δ.φ.) και (γ) αντίγραφο έγγραφου με τίτλο «ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ» από την Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού με ημερ. 8.10.2021 (βλ. ερ. 134 του δ.φ).
28. Αξιολογώντας την μεταγενέστερη αίτησή του (βλ. ερ. 156 – 160 του δ.φ.), οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι τα όσα κατέγραψε ο Αιτητής στη μεταγενέστερη αίτησή του δεν αποτελούν νέα στοιχεία, αλλά αναφέρθηκε σε γεγονότα ανάλογα με όσα είχε αναφέρει και στις δύο προηγούμενες συνεντεύξεις του. Μάλιστα, όσον αφορά στα έγγραφα αναφέρθηκε ότι το έγγραφο υπό (α) ανωτέρω φέρει ημερομηνία προγενέστερη της αιτήσεως του και ως εκ τούτου είχε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να το επικαλεστεί σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και δεν προσκομίστηκε εξ δικής του υπαιτιότητας. Περαιτέρω, δια το έγγραφο υπό (β) ανωτέρω κρίνεται ότι δεν προσθέτει νέα στοιχεία αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του Αιτητή καθώς αναφέρεται γενικότερα στην κατάσταση της υγείας του και αφορά ισχυρισμό ο οποίος έχει ήδη εξετασθείς την προηγούμενη μεταγενέστερη του Αιτητή. Τέλος, όσον αφορά το έγγραφο υπό (γ) κρίνεται από το λειτουργό ότι δεν πρόκειται για νέα δεδομένα και μάλιστα αφού έχει κριθεί ο εν λόγω ισχυρισμός του περί μεταστροφής στον Χριστιανισμό και έχει απορριφθεί λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας το εν λόγω έγγραφο δεν θα εδύνατο να ανατρέψει την απορριπτική κατάληξη. Δεδομένης και της κρίσης ότι ο Αιτητής δε κινδυνέψεις τη χώρα καταγωγής τους λόγω της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του, η έκθεση – εισήγηση κατέληξε στο ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη, υποβλήθηκε απλώς για καθυστερήσει ή παρεμποδίσει τη διαδικασία και εισηγείται την επιστροφή του στο Ιράν.
29. Με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και δεδομένης της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται επί του παραδεκτού στο παρόν στάδιο κρίνεται ότι καταλυτικής σημασίας εν προκειμένω δεν αποτελεί το οψιγενές ή μη των στοιχείων που προσκόμισε ο Αιτητής αλλά οι τρέχουσες εξελίξεις κατά την έκδοση της παρούσας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Σε κάθε περίπτωση διαπιστώνεται ότι τα νέα στοιχεία που προσκόμισε θα μπορούσαν ακόμα και ένα θεωρούνται νέα να είχαν προσκομιστεί σε προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο, το αργότερο κατά την εκδίκαση της απορρίφθείσας προσφυγής του. Ο ισχυρισμός του ότι εκ λάθος του συνηγόρου αυτά δεν προσκομίστηκαν προηγουμένως, όπως έχει παγίως νομολογηθεί και ισχύει mutandis mutandis και εν προκειμένω δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητικό έρεισμα για την μη έγκαιρη προσαγωγή τους καθώς ένας διάδικος δεν μπορεί να επικαλείται σφάλματα ή παραλείψεις του δικηγόρου του έτσι ώστε να επιτυγχάνει παρατάσεις των προθεσμιών που προνοούνται από τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς. (Βλ. Βαρδιάνος v. Richards (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 698, Fame Transprots Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 561, Γεωργίου v. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197).
30. Ειδικότερα, σύμφωνα με επίκαιρες εξωτερικές πηγές από τις 13.6.2025 στη χώρα καταγωγής του Αιτητή επικρατεί εξαιρετικά τεταμένη κατάσταση ασφαλείας επικρατεί, λόγω μεγάλης κλίμακας ισραηλινών αεροπορικών επιθέσεων: Η Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία εκτόξευσε την επιχείρηση «Rising Lion», πλήττοντας πυρηνικές εγκαταστάσεις, στρατιωτικές βάσεις και το κέντρο της Τεχεράνης, με απώλειες ακόμα και αμάχων.[1] Αναφέρεται ότι αρκετοί ανώτατοι αξιωματικοί της Φρουράς (IRGC), συμπεριλαμβανομένων των Salami και Bagheri, έχουν σκοτωθεί.[2] Ταυτόχρονα και το κράτος του Ιράν εξαπέλυσε πυραυλική αντεπίθεση σε εδάφη του Ισραήλ.
31. Επισημαίνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τα νέα δεδομένα που καταγράφονται ανωτέρω, τα οποία συναρτώνται με το αποδεκτό στοιχείο ότι ο Αιτητής κατάγεται από Ιράν, αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και δη καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει άρθρο 19(2)(γ).
32. Κατά το επανάνοιγμα της αίτησης του Αιτητή, αναπόδραστα θα πρέπει να εξεταστούν και να ληφθούν υπόψη το σύνολο των δεδομένων που αυτός προσκόμισε μέχρις στιγμής ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας, καθώς σε κάθε περίπτωση θα επανεξεταστεί η ουσία της υπόθεσής του εξ υπαρχής και σε επικαιροποιημένη βάση.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η αίτηση του Αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του κρίνεται ως παραδεκτή, χωρίς ωστόσο οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα, δεδομένου ευρήματος ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ως απαράδεκτη την αίτησή του.
Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Bλ. i24news.tvtime.com+2theguardian.com+2nypost.com+2, Ιράν: «Οι ΗΠΑ είναι συνένοχες στην επίθεση στη χώρα μας» - Το Ισραήλ λέει ότι χτύπησε βαλιστικούς πυραύλους | in.gr, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13.6.2025)
[2] nypost.com+2thetimes.co.uk+2theguardian.com+2, Ιράν: Νέα ομοβροντία βαλλιστικών πυραύλων προς το Ισραήλ , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16.6.2025, https://www.sigmalive.com/news/international/1279145/poies-iranikes-energheiakes-eghkatastaseis-eplikse-to-israil-poia-i-simasia, https://www.kathimerini.com.cy/gr/kosmos
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο