ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 1010/2020
31 Ιουλίου 2025
[X. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
F.A.
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση.
.........
Ν. Χαραλαμπίδου για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για τον αιτητή
Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο αιτητής, με το αιτητικό A) αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, ημερομηνίας 18/06/2020, η οποία επιδόθηκε στον αιτητή στις 22/06/2020 με την οποία ανακαλείται το καθεστώς πρόσφυγα που αναγνωρίστηκε στον Αιτητή από την καθ΄ης η αίτηση με την ίδια απόφαση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6Α (1)(γ) και 6Α (1Α) του περί Προσφύγων Νόμου (6(Ι)2000) ως άκυρη και παράνομη και όπως αποκαταστήσει τον Αιτητή στο αναγνωρισμένο καθεστώς πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 1Α της σύμβασης της Γενεύης του 1951 αναφορικά με το Νομικό Καθεστώς των Προσφύγων και του Περί Προσφύγων Νόμου.
Εναλλακτικά και υπό πλήρη επιφύλαξη του ανωτέρω Αιτητικού, με το αιτητικό Β) αιτείται απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζει ότι ο Αιτητής δικαιούται προστασίας από επαναπροώθηση δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, με το αιτητικό Γ) αιτείται οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις και με το αιτητικό Δ) αιτείται επιδικασθέντα έξοδα πλέον Φ.Π.Α.
Όπως αναφέρεται στα γεγονότα της Ένστασης, η οποία καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη δικηγόρο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα και τα οποία υποστηρίζονται από σχετικά Τεκμήρια αλλά και όπως προκύπτει από τους Διοικητικούς φακέλους που έχουν κατατεθεί στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής είναι Σύριος και εισήλθε στη Δημοκρατία τον Απρίλιο του 2019. Στις 19/04/2019 υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας.
Στις 20/04/2019 ο Αν. Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έκδωσε διάταγμα κράτησης εναντίον του Αιτητή σύμφωνα με το άρθρο 9Στ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου για προστασία της Εθνικής Ασφάλειας.
Στις 17/09/2019, και ενόσω ο Αιτητής βρισκόταν υπό κράτηση, διενεργήθηκε η προφορική συνέντευξη του Αιτητή όσον αφορά το αίτημα ασύλου του από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στις 28/05/2020 η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε έκθεση – εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία εισηγήθηκε όπως ο αιτητής απορριφθεί από το καθεστώς του Πρόσφυγα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6 Α(1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου, διάταξη που αφορά την ανάκληση της ιδιότητας του πρόσφυγα.
Στις 18/06/2020 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να απορρίψει το Αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή ανακαλώντας το προσφυγικό καθεστώς που του χορήγησε επί της ίδιας απόφασης. Ακολούθως, στις 18/06/2020 ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του Αιτητή για την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 22/06/2020.
Στις 28/07/2020 το Ανώτατο Δικαστήριο έκδωσε διάταγμα αποφυλάκισης του αιτητή, κατά την εκδίκαση της πολιτικής αίτησης για Habeas Corpus με αρ. 28/20.
Στις 07/07/2020 καταχωρήθηκε αίτηση του Αιτητή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας για νομική αρωγή (υπ’ αρ. 148/20). Στις 27/08/2020 το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση του Αιτητή.
Στις 01/09/2020 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή υπ’ αρ. 1010/20 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας κατά της απορριπτικής απόφασης του αιτητή ημερ. 18/06/2020.
Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να αναφέρω ότι η συνήγορος του αιτητή, διαμέσου της καταχωρηθείσας γραπτής της αγόρευσης, απέσυρε το αιτητικό Β), ως έχει καταγραφεί ανωτέρω στις θεραπείες που αιτείται ο αιτητής στην αίτηση ακυρώσεως, στις 28/03/2022.
Ακολούθως, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι προωθούνται και αναλύονται στην Γραπτή του Αγόρευση που επακολούθησε. Η συνήγορος του αιτητή καταχώρησε και Απαντητική Αγόρευση. Οι ισχυρισμοί που προωθούνται ως λόγοι ακύρωσης στην γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι:
1) Ο αιτητής ουδέποτε ενημερώθηκε ρητά και άμεσα από την Υπηρεσία Ασύλου σχετικά με το ενδεχόμενο να ανακληθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και δεν του δόθηκε κατά την διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης η ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις του αναφορικά με τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς εναντίον του, οι οποίοι αποτέλεσαν τη βάση της απόφασης για ανάκλησης του προσφυγικού καθεστώτος κατά παράβαση του άρθρου 45 της οδηγίας 2013/32.
2) Η συνέντευξη δεν πληρούσε τα πρότυπα που απαιτούνται από το ενωσιακό και διεθνές προσφυγικό δίκαιο. Πρόσθετα, προβάλλεται ότι δεν τέθηκαν διευκρινιστικές ερωτήσεις από τον εξεταστή σε σχέση με τους ισχυρισμούς εναντίον του αιτητή.
3) Οι Καθ΄ ων η αίτηση δεν έχουν αποσείσει το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών τους επί τους οποίους έχουν βασίσει την απόφασή τους για ανάκληση του προσφυγικού καθεστώτος.
4) Παραβίαση των άρθρων 6 Α (1Γ) και ( 1 Α) του περί Προσφύγων Νόμου και των αντίστοιχων άρθρων 14 (4) και (5) της οδηγίας καθότι υφίσταται συγκεκαλυμένος αποκλεισμός του αιτητή από το καθεστώς του πρόσφυγα για λόγους άλλους από αυτούς που εξαντλητικά απαριθμούνται στην Σύμβαση της Γενεύης και την Οδηγία επειδή δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να στηρίξουν απόφαση αποκλεισμού στη βάση δεδομένων που ισχυρίζονται ότι έχουν.
5) Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
6) Παραβίαση του άρθρου 33 (2) της Σύμβασης της Γενεύης ήτοι της αρχής της επαναπροώθησης.
7) Πλάνη περί το Νόμο στη δράση των καθ΄ων η αίτηση αφού προκύπτει ξεκάθαρα ότι έχουν συγχυστεί και συγχωνευτεί οι πρόνοιες περί αποκλεισμού με τις πρόνοιες περί ανάκλησης, το οποίο συνιστά έκδηλη παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης.
8) Πλάνη περί τα πράγματα συνεπεία εξόφθαλμης έλλειψης δέουσας έρευνας από πλευράς της Υπηρεσίας Ασύλου.
Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση αναφέρει, ότι, ο αιτών φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του το οποίο δεν έχει αποσείσει.
Επιπρόσθετα, οι καθ΄ων η αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης ισχυρίζονται ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού ο αιτητής συμμετείχε οικειοθελώς σε τρομοκρατική οργάνωση.
Προς αντίκρουση του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, η συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα, προβάλει ότι εάν και έχει αποσυρθεί ρητώς το αιτητικό Β από τον αιτούντα και δεν μπορεί να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο λόγω αυτού, εντούτοις και άνευ βλάβης προβάλει ότι ουδεμία πράξη και/ή απόφαση απομάκρυνσης του αιτητή από τη Δημοκρατία έχει εκδοθεί από τους καθ΄ων η αίτηση και ότι η απόφαση ανάκλησης δεν συνεπάγεται την επαναπροώθηση του αιτητή στην χώρα καταγωγής του.
Πρόσθετα, προς αντίκρουση του ισχυρισμού περί παραβίασης της υποχρέωσης της αρμόδιας αρχής να ενημερώσει τον αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξης του ότι ο εξεταστής ενδέχεται να διερευνά υπόθεσης ανάκλησης, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι ουδεμία παραβίαση υφίσταται καθότι από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου μπορεί να συναχθεί ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση στηρίχθηκε ως επι τω πλείστω στα όσα δήλωσε ενώπιον διοικητικής αρχής ο αιτών, ότι η περίπτωση του αιτούντος δεν συνιστά παύση καθεστώτος διεθνούς προστασίας για να έχει εφαρμογή η διαδικαστική εγγύηση του άρθρου 6 (ΙΓ) του περί Προσφύγων Νόμου, και ότι άνευ βλάβης των πιο πάνω δεν υφίσταται η υποχρέωση γνωστοποίησης περί ανάκλησης του καθεστώτος του πρόσφυγα στον αιτούντα. Πρόσθετα, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση προβάλει ότι η επίδικη απόφαση δεν συνιστά απόφαση παύσης του καθεστώτος του πρόσφυγα καθότι το αίτημα του αιτούντος ουδέποτε ικανοποιήθηκε αλλά απορρίφθηκε σε μια ενιαία διαδικασία.
Η συνήγορος του αιτητή απορρίπτει επίσης μέσω της Γραπτής Απαντητικής Αγόρευσης, με περαιτέρω σχόλια και παραπομπές, τις πιο πάνω θέσεις των καθ' ων η αίτηση, επιμένοντας ουσιαστικά στους ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξε στην γραπτή αγόρευση του.
Στις 23/02/2021, η συνήγορος του αιτητή, προχώρησε με την καταχώρηση ενδιάμεση αιτήσεως αποκάλυψης εγγράφων, όπου αιτείτον γνωστοποίηση όλων των στοιχείων και πληροφοριών και αποδεικτικού υλικού στα οποία βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 18/06/2020 που είχαν στην διάθεση τους οι καθ΄ων η αίτηση.
Στις 11/06/2021, οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν με την αποκάλυψη των εγγράφων που αιτείτον η συνήγορος του αιτητή, με την καταχώρηση ενόρκου δηλώσεως από συνήγορο του Γενικού Εισαγγελέα, όπου στην εν λόγω επισυνάπτονταν τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονταν μέσα στον απόρρητο φάκελο (ο εν λόγω κατατέθηκε στο Δικαστήριο), εκτός μιας επιστολής ημερ. 19/06/2020. Στις 22/09/2021, η ενδιάμεση αίτηση αποκάλυψης εγγράφων, αποσύρθηκε από την συνήγορο του αιτητή.
Στις 25/10/2024, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση κατέθεσε στο Δικαστήριο ένα έγγραφο όπου κατέγραφε τα έγγραφα που αποκαλύφθηκαν με την ένορκη δήλωση ημερ. 11/06/2021, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω καθώς και τα έγγραφα που αποκαλύφθηκαν στα πλαίσια εκδίκασης της πολιτικής αίτησης για habeas corpus με αρ. 28/20 όπως επίσης κατέγραψε τα έγγραφα που εμπεριέχονται στο φάκελο με τα απόρρητα έγγραφα που παραδόθηκε στο Δικαστήριο και τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν αυτούσια, με αναφορά σε μια επιστολή ημερ. 19/06/20, όπου ως αναφέρεται αποκαλύφθηκε το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν λόγω μέσω της ένορκης δήλωσης ημερ. 11/06/2021 όπως επίσης και σε μια επιστολή ημερ. 02/04/2020, η οποία ως αναφέρεται αποτελεί διαβιβαστική επιστολή του Διοικητή της ΥΑΜ προς τον Αν. Διευθυντή ΤΑΠΜ, με την οποία διαβιβάζονται εκ νέου οι επιστολές ημερ. 20/04/2019. Σχετικό αντίγραφο του εν λόγω εγγράφου που κατατέθηκε στο Δικαστήριο δόθηκε στην συνήγορο του αιτητή.
Ενόψει των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ τώρα να εξετάσω τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, στο βαθμό που αυτοί έχουν δικογραφηθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση του αιτητή.
Θεωρώ ότι αποτελεί ζήτημα καίριας σημασίας το κατά πόσον δόθηκε στον αιτητή η δυνατότητα να ακουστεί και να θέσει τις θέσεις του αναφορικά με την ανάκληση του προσφυγικού του καθεστώτος, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ισχυρισμός ο οποίος έχει δικογραφηθεί δεόντως από τη συνήγορο του αιτητή στην αίτηση ακυρώσεως και ενόψει τούτου θα εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο.
Η συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακύρωσης ότι ο αιτητής στερήθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης στη βάση του άρθρου 6 Α του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 και κατά παράβαση του άρθρου 45 της οδηγίας 2013/32, αφού ως επισημαίνει ο αιτητής ουδέποτε ενημερώθηκε ρητά και άμεσα από την Υπηρεσία Ασύλου σχετικά με το ενδεχόμενο να ανακληθεί το καθεστώς που του αναγνωρίστηκε και δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις του αναφορικά με τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς εναντίον του, οι οποίοι αποτέλεσαν και τη βάση της απόφασης ανάκλησης στο πλαίσιο των προσωπικών του συνεντεύξεων. Ειδικότερα, η συνήγορος του αιτητή προβάλει ότι όφειλε η αρμόδια αρχή να ενημερώσει εγγράφως τον αιτητή ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο ανάκλησης του καθεστώτος, για να του δοθεί η ευκαιρία να καταθέσει είτε μέσω της προφορικής συνέντευξης είτε γραπτώς, τους λόγους για τους οποίους το καθεστώς του δεν πρέπει να ανακληθεί. Πρόσθετα, η συνήγορος του αιτητή προβάλει ότι ενόψει του ότι οι πληροφορίες για την επικινδυνότητα του αιτητή δεν ήταν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά το στάδιο της συνέντευξης του αιτητή, η εξετάστρια όφειλε να προβεί σε δεύτερη συνέντευξη σχετικά με τις εν λόγω πληροφορίες.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η άποψη της ευπαίδευτης συνηγόρου του Γενικού Εισαγγελέα η οποία ισχυρίζεται ότι ουδεμία παραβίαση υφίσταται καθότι από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου μπορεί να συναχθεί ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση στηρίχθηκε ως επι τω πλείστω στα όσα δήλωσε ενώπιον διοικητικής αρχής ο αιτών, ότι η περίπτωση του αιτούντος δεν συνιστά παύση καθεστώτος διεθνούς προστασίας για να έχει εφαρμογή η διαδικαστική εγγύηση του άρθρου 6 (ΙΓ) του περί Προσφύγων Νόμου, και ότι άνευ βλάβης των πιο πάνω δεν υφίσταται η υποχρέωση γνωστοποίησης περί ανάκλησης του καθεστώτος του πρόσφυγα στον αιτούντα και ότι τέτοια υποχρέωση ανακύπτει όταν διαπιστώνει η αρμόδια αρχή ότι ο αιτητής θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι έχουν ανακύψει νέα στοιχεία ή πορίσματα, μετά την αναγνώριση του ως πρόσφυγας και ότι εν τέλει ενέπιπτε σε μια από τις ρήτρες αποκλεισμού, τότε, ως επισημαίνει, ενεργοποιείται η πρόνοια του άρθρου 6 (1Γ) του περί Προσφύγων Νόμου και υφίσταται η υποχρέωση γνωστοποίησης περί της πρόθεσης παύσης του καθεστώτος του αιτητή. Πρόσθετα, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση προβάλει ότι η επίδικη απόφαση δεν συνιστά απόφαση παύσης του καθεστώτος του πρόσφυγα καθότι το αίτημα του αιτούντος ουδέποτε ικανοποιήθηκε αλλά απορρίφθηκε σε μια ενιαία διαδικασία.
Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων ως προς την αξιολόγηση του υπό κρίση ισχυρισμού, θα προχωρήσω να εξετάσω την προσβαλλόμενη πράξη με βάση την ειδική σχετική νομική διάταξη 6Α του περί Προσφύγων Νόμου και συνακόλουθα του άρθρου 6 (1Β), (1Γ), (1Δ) του Περί Προσφύγων Νόμου όπου μας παραπέμπει η εν λόγω διάταξη.
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω τις ειδικότερες διατάξεις που εντοπίζονται στον Περί Προσφύγων Νόμο σχετικά με το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης που μπορεί να παραχωρηθεί στον αιτητή σε περίπτωση ανάκλησης προσφυγικού καθεστώτος.
Στην σχετική νομική διάταξη 6 Α του περί Προσφύγων Νόμου που τιτλοφορείται ως ανάκληση προσφυγικού καθεστώτος αναφέρεται (η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
« .6Α.-(1) Η ιδιότητα του πρόσφυγα ανακαλείται, όταν ο Προϊστάμενος-
(α) διαπιστώνει ότι η εκ μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου διαστρέβλωση ή παράλειψη γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πλαστών εγγράφων, υπήρξε αποφασιστική για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα∙ ή
(β) διαπιστώνει ότι ο αιτητής θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί ή αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 5. ή
(γ) θεωρεί ότι, για εύλογους λόγους, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας∙ ή
(δ) θεωρεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία, επειδή καταδικάστηκε τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος.
(1Α) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης από πρόσωπο το οποίο εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1), ο Προϊστάμενος απορρίπτει με απόφασή του την αίτηση, σε σχέση με το καθεστώς πρόσφυγα.
(2) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος, μετά από διερεύνηση της υπόθεσης εφαρμόζοντας κατ' αναλογία την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 13, διαπιστώσει ότι συντρέχει μια από τις προϋποθέσεις, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ανακαλεί την ιδιότητα του πρόσφυγα από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή του στην οποία αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται και με την οποία ενημερώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο περί του δικαιώματός του να προσφύγει κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συνάγματος, καθώς και για τη φύση και μορφή αυτής της προσφυγής και για την προθεσμία άσκησής της σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις∙ η εν λόγω απόφαση κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016].
(3) Τα εδάφια (1Β), (1Γ) και (1Δ) του άρθρου 6 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στη διαδικασία και την απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(4) Το εδάφιο (9) του άρθρου 11, τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 18δις, το εδάφιο (1Α) του άρθρου 31Α και η παράγραφος (α) του εδάφιου (2Α) του άρθρου 31Γ εφαρμόζονται κατ' αναλογία αναφορικά με απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(5) Πρόσωπα στα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (1Α) απολαύουν, για όσο χρόνο είναι παρόντα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα Άρθρα 3, 4, 16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης..»
Στο πιο πάνω άρθρο αναφέρεται ρητά ότι στις περιπτώσεις όπου ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενδέχεται να προχωρήσει με την ανάκληση προσφυγικού καθεστώτος, θα πρέπει να ακολουθηθεί η κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων ασύλου, ως προβλέπεται στο άρθρο 13 του Περί Προσφύγων Νόμου. Θεωρώ χρήσιμο να παρατεθεί το άρθρο 13 εδάφιο 1 του πιο πάνω Νόμου ( η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
« Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων
13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ..»
Πρόσθετα, το ίδιο το άρθρο 6 Α εδάφιο 3 που έχει παρατεθεί ανωτέρω, αναφέρει ότι σε περιπτώσεις ανάκλησης προσφυγικού καθεστώτος, το αρμόδιο όργανο οφείλει να ακολουθήσει την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 εδάφια 1Β, 1Γ, 1Δ του Περί Προσφύγων Νόμου κατά αναλογία ως ισχύει στις περιπτώσεις παύσης του προσφυγικού καθεστώτος. Ειδικότερα, στο άρθρο 6 εδάφια (1Β), (1Γ) και (1Δ) του Περί Προσφύγων Νόμου λέγεται (η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
«..(1Β) Η εξέταση για την παύση της ιδιότητας του πρόσφυγα δύναται να αρχίσει εφόσον έρχονται στο φως νέα στοιχεία ή πορίσματα που δείχνουν ότι υπάρχουν λόγοι επανεξέτασης του καθεστώτος πρόσφυγα το οποίο έχει χορηγηθεί σε συγκεκριμένο πρόσωπο.
(1Γ) Στην περίπτωση που ο Προϊστάμενος εξετάζει το ενδεχόμενο παύσης του καθεστώτος πρόσφυγα, μεριμνά ώστε-
(α) να ενημερώνει γραπτώς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ότι επανεξετάζει αν το εν λόγω πρόσωπο ικανοποιεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να χαρακτηρίζεται ως πρόσφυγας, καθώς και για τους λόγους της επανεξέτασης, και
(β) το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να έχει τη δυνατότητα να προβάλει, είτε στο πλαίσιο προσωπικής συνέντευξης επί της οποίας εφαρμόζεται το άρθρο 13Α και τα εδάφια (1), (2), (2Α) και (2Β) του άρθρου 18 είτε με γραπτή δήλωση, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να παύσει το καθεστώς πρόσφυγα του οποίου απολαύει.
(1Δ)(α) Στο πλαίσιο της διαδικασίας παύσης του καθεστώτος πρόσφυγα, ο Προϊστάμενος λαμβάνει ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως, ανάλογα με την περίπτωση, πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο και την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, όσον αφορά τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα ιθαγένειας του ενδιαφερόμενου προσώπου.
(β) Όταν συλλέγονται πληροφορίες προκειμένου να επανεξετασθεί το καθεστώς πρόσφυγα, αυτές δεν λαμβάνονται από το φορέα δίωξης του ενδιαφερόμενου προσώπου, κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να πληροφορείται απευθείας τέτοιος φορέας ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι πρόσφυγας του οποίου το καθεστώς είναι υπό επανεξέταση, ή να τίθεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου και των προσώπων που εξαρτώνται από αυτό ή η ελευθερία και η ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να διαμένουν στη χώρα ιθαγένειας..»
Επομένως, στη βάση των πιο πάνω παρατεθείσων διατάξεων του Περί Προσφύγων Νόμου, παρατηρώ από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ενημέρωση προς τον αιτητή ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξετάζει το ενδεχόμενο ανάκλησης του προσφυγικού καθεστώτος του αιτητή όπως δεν εντοπίζω επίσης ότι η εξετάστρια της αιτήσεως ασύλου του αιτητή κατά την συνέντευξη του αιτητή τον ενημέρωσε σχετικά περί της ύπαρξης πιθανότητας και/ή του ενδεχομένου ανάκλησης του καθεστώτος του ούτως ώστε να δώσει το δικαίωμα στον αιτητή να υποβάλει τις θέσεις του αναφέροντας τους λόγους που δεν επιθυμεί να ανακληθεί το καθεστώς του, επί των όσων εντοπίστηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση και τεκμηρίωσαν τους λόγους ανάκλησης του καθεστώτος του.
Επομένως, εντοπίζεται ότι ουδέποτε ενημερώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο ο αιτητής ότι υφίστανται τέτοια στοιχεία, που στο ενδεχόμενο παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ενδέχεται να ανακληθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, για να τοποθετηθεί ο αιτητής σχετικά επί τούτου ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να εκφράσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να ανακληθεί το καθεστώς του.
Πρόσθετα, παρατηρώ επίσης ότι στο αντίστοιχο απόσπασμα από την Έκθεση - Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού όταν εισηγήθηκε την ανάκληση, η οποία εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ( ερυθρά 90 - 88 του Διοικητικού Φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1), αρχικά αναγνωρίζει τον αιτητή ως πρόσφυγα και στην πορεία σε ξεχωριστό σημείο της εν λόγω εκθέσεως εξετάζει την ανάκληση του, βασιζόμενη σε στοιχεία και πληροφορίες για την ανάκληση που περιήλθαν στη γνώση της μετά το πέρας της προφορικής συνέντευξης του αιτητή επί του αιτήματος του για διεθνή προστασία.
Ειδικότερα, ως μπορεί να διαπιστωθεί από τα γεγονότα της υπόθεσης, μεσολάβησε συνέντευξη του αιτητή επί του αιτήματος ασύλου του στις 17/09/2019. Ακολούθως, στις 31/03/2020, η Υπηρεσία Ασύλου, διαμέσου επιστολής προς τα αρμόδια τμήματα, αιτείτον την άμεση ενημέρωση αναφορικά με την εμπλοκή του αιτητή σε ισλαμική τρομοκρατική οργάνωση στη Συρία, αφού κατά το στάδιο της συνέντευξης του αιτητή, ως καταγράφεται στην εν λόγω επιστολή, σε ουδεμία αναφορά προέβη ο αιτητής περί εμπλοκής του με ισλαμική τρομοκρατική οργάνωση στη Συρία. Πρόσθετα, αιτείτο να παραλάβει εκθέσεις, αναφορικά με τα ευρήματα που είχαν προκύψει από την έρευνα των εν λόγω τμημάτων για να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση του ατιήματος διεθνούς προστασίας ( βλ. ερυθρό 46 του απόρρητου φακέλου). Ακολούθως, στις 02/04/2020, διαμέσου επιστολής της ΥΑΜ προς της Υπηρεσία Ασύλου, κοινοποιήθηκαν όλα τα στοιχεία και οι εκθέσεις που αφορούσαν τον εν λόγω αιτητή ( βλ. ερυθρό 97 του απόρρητου φακέλου). Στην πορεία, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, προχώρησε σε σύνταξη της Έκθεσης – Εισήγησης, λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση της μετά το πέρας της συνέντευξης του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου, και στις οποίες ως προκύπτει από την έκθεση- εισήγηση, βασίστηκε για να προχωρήσει με την ανάκληση του προσφυγικού καθεστώτος του αιτητή.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, κρίνω ότι προέκυψε ακόμη μια υποχρέωση της αρμόδιας αρχής, ενόψει των νέων στοιχείων και πληροφοριών που προέκυψαν και στα οποία βάσισε την ανάκληση του καθεστώτος του αιτητή. Η αρμόδια αρχή όφειλε να ενημερώσει τον αιτητή για το ενδεχόμενο ανάκλησης του προσφυγικού καθεστώτος αλλά και για τη δυνατότητά του να προβάλει τις θέσεις του, για να δώσει την ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί και να τοποθετηθεί επί του ενδεχομένου ανάκλησης του καθεστώτος του ενόψει των νέων στοιχείων που ήρθαν στην κατοχή της εξετάστριας, και επί των οποίων ως προκύπτει βασίστηκε για να καταλήξει στην εισήγηση περί ανάκλησης του καθεστώτος του αιτητή, για να μπορέσει ο αιτητής να τοποθετηθεί όσον αφορά τα εν λόγω γεγονότα. Διαπιστώνω επίσης ότι παρότι η αρμόδια λειτουργός βασίστηκε ως επί τω πλείστω μόνο σε αυτά τα γεγονότα που προέκυψαν μετέπειτα για να προβεί σε ανάκληση, ουδέποτε δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να παρουσιάσει τις θέσεις του ή να ερωτηθεί όσον αφορά αυτές τις πληροφορίες ή γεγονότα.
Επαναλαμβάνω ότι αυτή η υποχρέωση προκύπτει στην βάση της πιο πάνω αναφερθείσας νομοθεσίας και η Διοίκηση όφειλε να ενημερώσει τον αιτητή ότι υφίσταται το ενδεχόμενο να ανακληθεί το καθεστώς του, ενόψει και των νέων γεγονότων που είχαν ανακύψει, για να δώσει την ευκαιρία στον αιτητή να τοποθετηθεί επί των εν λόγω στοιχείων για να θέσει τις θέσεις του.
Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι σε όσα γεγονότα αναφέρθηκε το παρόν Δικαστήριο και περιλαμβανόταν στο Διοικητικό Φάκελο των απόρρητων εγγράφων, αποτελούν στοιχεία που αποκαλύφθηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση είτε αυτούσια είτε στον κατάλογο που κατέθεσε η συνήγορος της Δημοκρατίας, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, κατάλογος ο οποίος κοινοποιήθηκε και στην συνήγορο του αιτητή.
Επί των αμέσως πιο πάνω, παρατηρώ ότι αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων προώθησαν ότι το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας θα πρέπει, εάν διαπιστώσει τυχόν παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, να προβεί το ίδιο σε εξέταση των ισχυρισμών που θα υπέβαλε ο αιτητής σε περίπτωση που του παραχωρείτον το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης.
Κατ΄αρχάς δεν με βρίσκει σύμφωνη αυτή η θέση. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται στα όσα αναφέρονται στην διάταξη 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018). Ειδικότερα, στο εν λόγω άρθρο λέγεται ότι το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης και στις περιπτώσεις ανάκλησης του προσφυγικού καθεστώτος ( βλ. άρθρο 11 εδάφιο 4 παράγραφο (ν) του Ν. 73(Ι)/2018). Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ή συμπεραίνεται ότι η οποιαδήποτε παραβίαση του Νόμου ή οποιασδήποτε Νομοθεσίας που το Δικαστήριο κρίνει ότι αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που έχει ταχθεί για την έκδοση της επίδικης πράξης, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Η οποιαδήποτε παράβαση ουσιώδους τύπου μπορεί να οδηγήσει το παρόν Δικαστήριο να ακυρώσει μια πράξη μιας και η οποιαδήποτε παράβαση ουσιώδους τύπου ερμηνεύεται ότι η Διοίκηση ναι μεν έχει επιληφθεί της εξέτασης της υπόθεσης, όχι όμως τηρώντας την προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία. Οποιαδήποτε άλλη διαπίστωση θα αναιρούσε το ίδιο το κράτος δικαίου. Διαφορετική εκδοχή θα σήμαινε πλήρη υποκατάσταση της Διοίκησης από το παρόν Δικαστήριο.
Στην απόφαση του ΔΕΕ, C 517/17, Milkiyas Addis κατά Bundesrepublik Deutschland, ημερ. 16/07/2020, λέχθηκαν τα ακόλουθα ( υπογράμμιση και επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
«73. Εν κατακλείδι, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, δόθηκε ή μπορεί ακόμη να δοθεί στον Μ. Addis η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει αυτοπροσώπως, σε γλώσσα την οποία κατέχει, την άποψή του σχετικά με την εφαρμογή στην περίπτωσή του του λόγου που προβλέπεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Σε περίπτωση που το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, σ' αυτό εναπόκειται να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής».
Παραπέμπω επίσης στις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Νικόλα Αιμιλίου, 30/05/2024, στην υπόθεση C 406/22, CV κατά Ministerstvovnitra České republiky, Odbor azylové amigrační politiky
( υπογράμμιση και έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«161. Επιπλέον, από τη μεταγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ως πλήρης και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, στο πλαίσιο της οποίας εξετάζονται, κατά περίπτωση, και οι ανάγκες διεθνούς προστασίας του αιτούντος, νοείται η «εξαντλητική και επικαιροποιημένη» εξέταση και ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, προδιαγράφοντας κατά τον τρόπο αυτό την εμβέλεια του δικαστικού ελέγχου, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο την εξουσία να αποφαίνεται κατά τρόπο δεσμευτικό «επί του ζητήματος αν ο συγκεκριμένος αιτών πληροί τις προϋποθέσεις [.] ώστε να του χορηγηθεί διεθνής προστασία», οσάκις το εν λόγω δικαστήριο διαθέτει «όλα τα αναγκαία σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία»
174. Πράγματι, ο μόνος τρόπος διά του οποίου μπορεί το εθνικό δικαστήριο να διασφαλίσει την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης (.) είναι είτε να διεξαγάγει την εξέταση το ίδιο, είτε να αναπέμψει τον φάκελο στην αποφαινόμενη αρχή. Υπενθυμίζω ότι τόσο από το γράμμα του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 («κατά περίπτωση»), όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο ότι τα εθνικά δικαστήρια θα έχουν την εξουσία να εξετάζουν τις ανάγκες διεθνούς προστασίας του εκάστοτε αιτούντος, ωστόσο τα εν λόγω δικαστήρια δεν θα πρέπει οπωσδήποτε να υποχρεούνται να διεξάγουν τη σχετική εκτίμηση, διότι, αναλόγως των στοιχείων του φακέλου, ενδέχεται να καταλήξουν στην κρίση ότι η αποφαινόμενη αρχή είναι καταλληλότερη για τον σκοπό αυτό (βλ. απόφαση Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης), σκέψη 67). Όσον αφορά τα «ειδικά μέσα και [το] εξειδικευμένο προσωπικό» που διαθέτει η εκάστοτε αποφαινόμενη αρχή, βλ. απόφαση Torubarov (σκέψη 64) ή απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Addis (C‑517/17, EU:C:2020:579, σκέψη 61)».
Στην εκδοθείσα απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C - 8/22, XXX κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ. 06/07/23, στην σκέψη 65 της εν λόγω αναφέρεται «..Υπό το πρίσμα αυτό, δεδομένου ότι το άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει μόνον ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας ως προς τον οποίο η αρμόδια αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο ανάκλησης της διεθνούς προστασίας πρέπει να έχει τη «δυνατότητα» να προβάλει τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να ανακληθεί η διεθνής προστασία του, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει παράσχει πληροφορίες ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν συνιστά πλέον κίνδυνο για την κοινωνία, η αρμόδια αρχή μπορεί να συναγάγει το τεκμήριο ότι, λόγω της ύπαρξης αμετάκλητης καταδίκης για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, ο υπήκοος αυτός συνιστά πραγματικό, ενεστώτα και αρκούντως σοβαρό κίνδυνο στρεφόμενο κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται...».
Στο σύγγραμμα του Καθηγητή Π.Δ. Δαγτόγλου « Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» έβδομη έκδοση (2014), §362, σελ. 168 επ., αναφέρονται τα εξής: « Έργο του Δικαστή δεν είναι να υποκαταστήσει, αλλά απλώς να ελέγξει την κρίση της Διοικήσεως .».
Περαιτέρω, στο σύγγραμμα του Καθηγητή Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» έκτη έκδοση (2014), §146, σελ. 117 επ., αναφέρονται επίσης τα ακόλουθα ( η υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου): «.Ο ουσιαστικός έλεγχος δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας. Προχωρεί και στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης [.] Πάντως ούτε εδώ μπορεί το διοικητικό δικαστήριο να υποκαταστήσει πλήρως τη διοίκηση και να αντικαταστήσει με νέα την ακυρωθείσα διοικητική πράξη ή να εκδώσει την παρανόμως παραληφθείσα ή να ασκήσει αντ΄αυτής τη διακριτική της ευχέρεια ή τεχνική της κρίση, εκτός αν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα..».
Επομένως, προχωρώ να εξετάσω στην βάση των ως έχουν αναφερθεί ανωτέρω, αν η παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης μπορεί να θεωρηθεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και να οδηγήσει στην ακύρωση της επίδικης πράξης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 13 εδάφια (1) και (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, μόνο η παράβαση ουσιώδους τύπου καθιστά την πράξη παράνομη:
«13.—(1) Η διοίκηση οφείλει να τηρεί τους τύπους που απαιτεί ο νόμος για την έκδοση μιας διοικητικής πράξης. Παράβαση ουσιώδους τύπου καθιστά την πράξη παράνομη.
(2) Το αποφασιστικό κριτήριο του διαχωρισμού των τύπων σε ουσιώδεις και επουσιώδεις είναι η ενδεχόμενη επίδραση της μη τήρησής τους στο περιεχόμενο της πράξης. Αν η παρατυπία επέδρασε στο αποτέλεσμα της απόφασης που πάρθηκε, θεωρείται ουσιώδης.»
Στο σύγγραμμα του Καθηγητή Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» έκτη έκδοση (2014), §585, σελ. 504 επ., αναφέρονται τα εξής (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Ενώ η παράβαση ουσιαστικών διατάξεων του νόμου αποτελεί ανεξαιρέτως λόγο ακυρώσεως, την έννομη αυτή συνέπεια έχει μόνο η παράβαση ουσιώδους τύπου∙ η παράβαση απλώς επουσιώδους τύπου δεν αρκεί για να καταστήσει βάσιμη την αίτηση ακυρώσεως [.].
Η διάκριση αυτή αποτελεί την εξαίρεση από την κατ' αρχήν απόλυτη δεσμευτικότητα του νόμου, που συνεπάγεται τον απόλυτο χαρακτήρα της παρανομίας ως λόγου ακυρότητας, αφού δέχεται ότι η παράλειψη ή παράβαση ορισμένων νομοθετικών διατάξεων (αυτών που προβλέπουν «επουσιώδεις» τύπους) δεν αποτελεί λόγο κυρώσεως. [.]
Πράγματι, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι διάφοροι τύποι έχουν διαφορετική σπουδαιότητα για την εξασφάλιση ουσιαστικής ορθότητας και σαφήνειας μιας διοικητικής πράξεως, καθώς και διαφορετική σημασία, αναλόγως του αν η διοίκηση, κατά την έκδοση της διοικητικής πράξεως, καθώς και διαφορετική σημασία αναλόγως του αν η διοίκηση, κατά την έκδοση της διοικητικής πράξεως, άσκησε δέσμια αρμοδιότητα ( απλή ερμηνεία νόμου) ή διακριτική ευχέρεια. [..]
Το βάρος αποδείξεως για την τήρηση των στοιχείων του ουσιώδους τύπου της διαδικασίας φέρει η υπόχρεη προς τήρησή του διοίκηση.
Ο χαρακτηρισμός ενός τύπου ως επουσιώδους, είτε γενικά είτε εν όψει της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αποτελεί, κατά την ορθή νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, την εξαίρεση: Κατά κανόνα, οι τύποι πρέπει να θεωρούνται ως ουσιώδεις και η παράλειψη ή παράβασή τους αποτελεί λόγο ακυρώσεως. Πράγματι, κατ' αρχήν ο καθορισμός από τον νόμο των διαδικαστικών κανόνων εκδόσεως ή διατυπώσεως μίας διοικητικής πράξεως δεν μπορεί να υπόκειται στην κατά διάκριση τήρησή τους εκ μέρους της διοικήσεως ή των δικαστηρίων. Η αντίθετη άποψη θα αγνοούσε τη βασική δεσμευτικότητα του νόμου, θα επέβαλλε στα δικαστήρια δυσχερείς και αμφισβητούμενης κρίσεις και θα διακινδύνευε, τελικά, έννομα συμφέροντα ιδιωτών..[..]
Στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί ένας τύπος ως επουσιώδης, αν ο ενδιαφερόμενος υπερ του οποίου προβλέπεται, προέβη ήδη στην αποσκοπούμενη προς το συμφέρον του ενέργεια. Η προβλεπόμενη από το νόμο κλήση του ενδιαφερόμενου σε απολογία πριν την έκδοση της σχετικής πράξεως ή η κλήση μέλους συλλογικού οργάνου σε συνεδρίαση ή των ενδιαφερόμενων σε διαγωνισμό ή δημοπρασία είναι κατ΄αρχήν ουσιώδης τύπος, του οποίου η παράλειψη αποτελεί λόγο ακυρώσεως της πράξεως. Αν όμως ο ενδιαφερόμενος, από δική του πρωτοβουλία, διαβίβασε τις απόψεις του στην αρμόδια αρχή ή προσήλθε στη συνεδρίαση ή μετέσχε στον διαγωνισμό ή η δημοπρασία, η παραλειφθείσα κλήση δεν είναι in concreto ουσιώδης τύπος και επομένως δεν αποτελεί λόγο ακυρώσεως. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται συνήθως λόγος για την «κάλυψη» ή «θεραπεία» της παραλείψεως του ουσιώδους τύπου. Τέτοια κάλυψη αποτελεί όμως μόνο η συγκεκριμένη πραγματοποίηση του σκοπού του τύπου και όχι η τυχόν εκ των προτέρων παραίτηση του ενδιαφερόμενου από τύπο που προβλέπεται από τον νόμο ( και) προς το συμφέρον του.»
Στο σύγγραμμα του κ. Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, Τρίτη Έκδοση, Λευκωσία 2016, σελ. 285 αναφέρονται τα εξής:
« Η πρόσκληση σε ακρόαση εκεί όπου κατά νόμο ή κατά γενική αρχή του δικαίου είναι αναγκαία, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και επάγεται ακύρωση της επιβάλλουσης την κύρωση ή δυσμενές διοικητικό μέτρο πράξης ( Haros v. The Republic 4, R.S.C.C.39, Κυριακίδης κ.α v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ 485, Παπασάββας v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ 134)...»
Στην προσφυγή Kωνσταντίνου Θεόδωρος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2000) 4 ΑΑΔ 1194, λέχθηκε ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης συνιστά ουσιώδη τύπο, παρέχοντας στο διοικούμενο την δυνατότητα να λάβει γνώση των στοιχείων όπου θα στηριχθεί η Διοίκηση προς έκδοση της βλαπτικής απόφασης προς το πρόσωπο του, παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα( η υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου):
«.Η παράλειψη αυτή των καθ' ων η αίτηση συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. Όπως έχει αποφασιστεί, το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να επέμβει και ακυρώσει προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν η παρατυπία που διαπιστώνεται ότι εμφιλοχώρησε, έχει επηρεάσει ουσιωδώς στη λήψη της επίδικης απόφασης (Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136 και Δημοκρατία ν. Ροδιά (1991) 3 A.A.Δ. 577, 584). Βλέπε επίσης Ε. Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Έκδοση 1993, παραγρ. 500-501, όπου αναφέρεται ότι αποτελεί ουσιώδη τύπο η παροχή στο διοικούμενο της δυνατότητας άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης.
Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης συνίσταται στη δυνατότητα του διοικούμενου, πριν από την έκδοση δυσμενούς γι΄ αυτόν διοικητικής πράξης, να διατυπώσει τις απόψεις του, ύστερα από σχετική κλήση του από το διοικητικό όργανο (Σπηλιωτόπουλος, ανωτέρω, παραγρ. 159. Βλέπε σχετικά και Kazamias v. Republic (1982) 3 C.L.R. 239).
Η πρόσκληση μάλιστα προς το διοικούμενο για παροχή εξηγήσεων και άσκηση του δικαιώματος της ακρόασης πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ειδικό το σχετικό ζήτημα (ΣτΕ 3798/1984, 5064/1987). Προϋπόθεση της άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης είναι και η παροχή στον ενδιαφερόμενο διοικούμενο της δυνατότητας να πληροφορηθεί τα στοιχεία τα οποία μπορούν να προκαλέσουν την έκδοση της δυσμενούς γι' αυτόν διοικητικής πράξης ή στα οποία μπορεί να στηριχτεί η πράξη αυτή..»
Στην προσφυγή ΣΚΙΤΣΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΛΤΔ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 654/2002, 31 Δεκεμβρίου, 2003, λέχθηκε ότι η διάκριση για το ουσιώδες ή μη του τύπου γίνεται από το Δικαστή, κάνοντας αναφορά περί του ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης συνιστά ουσιώδης τύπος, παραθέτω τα κάτωθι από την αναφερθείσα απόφαση (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«..Σύμφωνα με το Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο του Α.Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 391-392 «η νομιμότητα των τύπων της διοικητικής πράξης κρίνεται βάσει της νομοθεσίας, η οποία ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα οι τύποι διακρίνονται ως (α) εσωτερικοί, (β) προηγούμενοι και (γ) ουσιώδεις και επουσιώδεις. Ουσιώδεις - συνεχίζει ο ευπαίδευτος συγγραφέας - είναι εκείνοι οι οποίοι επηρεάζουν το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης ή γενικότερα, όταν η τήρησή τους συντελεί, με βεβαιότητα, στο σύννομο της διοικητικής ενέργειας ιδίως με το σκοπό προστασίας του διοικουμένου. Γι΄ αυτό το λόγο, ο δικαστής εξετάζει αυτεπάγγελτα την τήρηση του ουσιώδους τύπου (ΣΕ 4301/1987). Παραδείγματα: Η «προηγούμενη ακρόαση» του διοικούμενου κατά το άρθρο 20 § 2 Συντ. συνιστά ουσιώδη τύπο (βλ. κατωτέρω § 6), ενώ η πρωτοκόλληση της διοικητικής πράξης συνιστά επουσιώδη τύπο (ΣΕ 4602/1977).
Με την τήρηση των τύπων συντρέχει εγγύηση τήρησης και κατ΄ ουσία του οικείου κανόνα δικαίου. Ορισμός του ουσιώδους και του επουσιώδους δεν γίνεται από το Νομοθέτη κατά τρόπο γενικό. Συνεπώς η διάκριση εναπόκειται να γίνει από τον ελέγχοντα - ιδίως το δικαστή - τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Ενόψει πάντως της ανάγκης να διασφαλισθεί η ελευθερία των διοικούμενων, σε περίπτωση αμφιβολίας ο τύπος πρέπει να θεωρείται, δηλ. να τεκμαίρεται ουσιώδης.
Σύμφωνα με το «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», Τόμος Πρώτος, έκτη έκδοση, του Γ.Μ. Παπαχατζή, σελ. 614-615:
«β΄) Οι 'ουσιώδεις τύποι' που είναι απαραίτητο να τηρηθούν στις διοικητικές ενέργειες - Η δράση της δημόσιας διοικήσεως δεν είναι νόμιμη, όταν δεν τηρούνται οι τύποι οι επιβαλλόμενοι από τους νόμους στις διάφορες διοικητικές ενέργειες. Ιδίως όταν πρόκειται για την έκδοση νομικών πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, είτε ειδικών ('εν στενή εννοία διοικητικών πράξεων') είτε κανονιστικών, μεριμνούν οι διοικητικοί νόμοι να τάσσουν ποικιλότατους τέτοιους 'ουσιώδεις τύπους' για τη νόμιμη έκδοσή τους. Οι 'τύποι' αυτοί αποσκοπούν στη διασφάλιση του νομίμου, του συντόνου και του ευστόχου (επιτυχούς) χαρακτήρα των λύσεων που το αρμόδιο διοικητικό όργανο δίνει κάθε φορά στα διάφορα ζητήματα και θέματα δράσεως. Ο κάθε θεσπιζόμενος από τη διοικητική νομοθεσία τύπος είναι κατά κανόνα 'ουσιώδης' χωρίς να χρειάζεται να προσθέτει κάθε φορά ο νόμος τη λεκτική έκφραση 'επί ποινή ακυρότητος'. Επομένως η παράλειψη της τήρησής του έχει ως συνέπεια παραβάσεις του νόμου και ακυρότητες. Εξαιρετικές είναι οι περιπτώσεις που ο ακυρωτικός δικαστής μπορεί να κρίνει ότι κάποιος τύπος, έστω ρητώς από τον νόμο προβλεπόμενος, δεν έχει τον χαρακτήρα 'ουσιώδους τύπου'. Το θέμα της διακρίσεως των 'τύπων' του νόμου σε ουσιώδεις και μη είναι σε τελευταία ανάλυση ζήτημα εκτιμήσεως του δικαστού της αιτήσεως ακυρώσεως. Οι διοικητικές υπηρεσίες οφείλουν να υπολογίζουν ως 'ουσιώδεις' όλους τους υπό του νόμου οριζόμενους 'τύπους'.»..»
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 297/2013 κ.α. ΤΣΟΥΝΤΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ κ.ά. ημερομηνίας 24.3.2016 λέχθηκαν τα εξής (η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
«... Πάνω στη ίδια βάση, ο Θ. Τσάτσος, στο σύγγραμμα του "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", 3η Έκδοση (1971), στη σελίδα 228, αναφέρει τα ακόλουθα:-
"Η παράβασις του τύπου τούτου καθιστά την πράξιν, την ούτω εκδοθείσαν, δηλαδή άνευ προηγουμένης κλήσεως ή μετά τοσούτον ελλιπή δημοσίευσιν ή κοινοποίησιν αυτής ώστε να εξισούται προς εντελή έλλειψιν, ακυρωτέαν, εκτός εάν παρά την έλλειψιν κλήσεως ή το ουσιωδώς ελλιπές αυτής, ηδυνήθη να πράξη ο ενδιαφερόμενος ό,τι θα έπραττε και αν η κλήσις εγίνετο κατά τρόπον απολύτως άμεμπτον ή εγίνετο άνευ ουσιώδών ελλείψεων." ..»
Περαιτέρω αξίζει να αναφερθεί ότι το δικαίωμα ακρόασης σε περιπτώσεις ανάκλησης της διοικητικής πράξης, έχει επιβεβαιωθεί και από την Κυπριακή νομολογία (Βλ. MINOTAVROS CRETE TRANSPORT (CYPRUS) LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 75/09 (Υπόθεση Αρ. 530/08, 9 Απριλίου 2012).
Η πιο πάνω προσέγγιση όσον αφορά ότι η προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου συνιστά ουσιώδη τύπο της έκδοσης της διοικητικής πράξης, ενισχύεται και από τα ως έχουν ειπωθεί από την κα Ευγενία Β. Πρεβεδούρου [1], (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«[..] 20. Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης μπορεί να αναλυθεί στις εξής αξιώσεις του διοικουμένου προς τη διοίκηση: 1) την αξίωση του ενδιαφερομένου για έγγραφη κλήση, 2) την αξίωση ενημέρωσης του ενδιαφερομένου από το αρμόδιο όργανο σχετικά με την επίμαχη υπόθεση, η οποία μπορεί να οδηγήσει στη λήψη δυσμενούς μέτρου σε βάρος του, 3) την αξίωση του ενδιαφερομένου για λυσιτελή και αποτελεσματική διατύπωση των απόψεών του, 4) την αξίωση του ενδιαφερομένου να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που διατύπωσε και 5) την αξίωση μεσολάβησης εύλογου χρόνου μεταξύ της ακρόασης και της λήψης του δυσμενούς μέτρου. Εάν δεν ικανοποιηθεί έστω και μία από τις ανωτέρω αξιώσεις ή εφόσον δεν εκπληρωθεί γενικά η υποχρέωση της διοίκησης για προηγούμενη ακρόαση, η τελικώς εκδοθείσα πράξη πάσχει από ακυρότητα, καθώς η προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου συνιστά ουσιώδη τύπο της έκδοσης της διοικητικής πράξης και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 48 του π.δ. 18/1989, η παράβαση ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης θεμελιώνει βάσιμο λόγο ακύρωσης.
Πρόσθετα ως ορθά επίσης αναφέρεται από την κα Πρεβεδούρου [2], η παράλειψη ακρόασης του διοικούμενου, δεν μπορεί να καλυφθεί από ακρόαση του στα πλαίσια άλλης διαδικασίας (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «[.] 27. Όλες οι επιμέρους πτυχές και αξιώσεις του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης συνδέονται με την αποτελεσματική άσκησή του από τον ενδιαφερόμενο. Η λυσιτελής και αποτελεσματική διατύπωση των απόψεών του προϋποθέτει την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ο διοικούμενος ενημερώνεται για τα στοιχεία του φακέλου, βάσει των οποίων θα εκδοθεί η δυσμενής πράξη, καλείται προσηκόντως για να εκθέσει τις απόψεις του και του δίνεται η δυνατότητα να θέσει υπόψη της διοίκησης όλα τα στοιχεία που διαθέτει προς υποστήριξη της υπόθεσής του. Η ακρόαση κατά το άρθρο 20 παρ. 2 Σ επιβάλλεται ενώπιον του εκδίδοντος την πράξης οργάνου, η δε παράλειψή της δεν καλύπτεται από την τυχόν ακρόαση του ενδιαφερομένου σε παράλληλη ποινική δικαδικασία η οποία έλαβε χώρα ενώπιον άλλων οργάνων του κράτους, πχ δικαστικών (ΣτΕ 3244/2002, 3257/2017, 1346/2019). Ομοίως δεν καλύπτεται η έλλειψη ακρόασης στην περίπτωση που ο ουσιώδης τύπος τηρήθηκε στο πλαίσιο παρεμφερούς διοικητικής διαδικασίας, η οποία άγει σε έκδοση πράξης παρακολουθηματικής και έχουσας ως νόμιμο έρεισμα την εκδοθείσα χωρίς προηγούμενη ακρόαση πράξη. [.]».
Σύμφωνα με νομολογία του ΔΕΕ αλλά και του ΣτΕ, η οποία θα παρατεθεί κατωτέρω, ο ισχυρισμός περί του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, πρέπει να προβάλλεται λυσιτελώς ενώπιον του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, ένας ισχυρισμός περί μη παραχώρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης μπορεί να εγερθεί λυσιτελώς στο Δικαστήριο, όταν προκύπτουν από την καταχωρηθείσα προσφυγή του αιτούντος οι ουσιώδεις ισχυρισμοί που θα προβάλλονταν ενώπιον της αρμόδιας αρχής προ της έκδοσης της βλαπτικής απόφασης. H συνήγορος του αιτητή έχει προβάλει μέσα από την προσφυγή του αιτητή και την γραπτή του αγόρευση ισχυρισμούς που ενδεχομένως θα επηρέαζαν την κρίση της διοίκησης στο να ασκήσει την ευχέρεια της υπερ της ανάκλησης ή μη του καθεστώτος του πρόσφυγα.
Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω κατωτέρω απόσπασμα από την εκδοθείσα απόφαση μου, στα πλαίσια της υπόθεσης QS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 8975/2021, 30/11/2022, με νομολογία του ΔΕΕ και του ΣτΕ που πραγματεύεται το εν λόγω ζήτημα, το οποίο υιοθετώ στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας προσφυγής:
«....Σχετική θεωρώ είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-161/15, BENSADA BENALLAL, ημερομηνίας 17/3/2016, στην βάση της οποίας κρίθηκε ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης αποτελεί δικαίωμα άμυνας και σε περίπτωση βλαπτικής απόφασης για τον διοικούμενο, η Διοίκηση οφείλει να παρέχει στον διοικούμενο το δικαίωμα να προβάλει λυσιτελώς τις απόψεις του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά από όπου ανέκυψε η διαφορά αφορούσε αιτητή του οποίου είχε παραχωρηθεί άδεια διαμονής και η οποία ανακλήθηκε, χωρίς να του παραχωρηθεί προηγουμένως το δικαίωμα να ακουστεί, όπου ενδεχομένως σε περίπτωση που του παραχωρείτον, η αρμόδια αρχή να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα:
«...33. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να καθορίσει εάν ο λόγος που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως του δικαίου της Ένωσης είναι ίδιας φύσεως με εκείνον που αντλείται από προσβολή τέτοιου δικαιώματος στην βελγική έννομη τάξη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής (C-287/02, EU:C:2005:368, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά προσώπου και μπορεί να καταλήξει σε έκδοση βλαπτικής πράξεως συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετικά με την εν λόγω διαδικασία. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν αισθητά τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους...»
Αξιοσημείωτη είναι η πρόσφατη εκδοθείσα απόφαση του ΔΕΕ Υπόθεση C-159/21, GM κατά Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, Alkotmányvédelmi Hivatal, Terrorelhárítási Központ, ημερ. 28/04/22 όπου τα πραγματικά περιστατικά όπου ανέκυψε η διαφορά της υπόθεσης αφορούσαν την ανάκληση προσφυγικού καθεστώτος υπηκόου τρίτης χώρας όπου κρίθηκε από την αρμόδια αρχή ως επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια της Ουγγαρίας λόγω ποινικής καταδίκης με αποτέλεσμα να ανακληθεί το καθεστώτος του. Το ΔΕΕ έκρινε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει ο επηρεαζόμενος από τέτοιου είδους απόφαση, να έχει το δικαίωμα να γνωστοποιεί την θέση του λυσιτελώς πριν την έκδοση της απόφασης, ήτοι στοιχεία για την προσωπική του κατάσταση που ενδεχομένως να συνηγορούσαν υπερ της έκδοσης ή μη της εν λόγω πράξεως, καθότι μόνο τότε θα μπορούσε η αρμόδια αρχή να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Παραθέτω κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα όπου λέγεται ( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«...45 Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, τη διοικητική διαδικασία, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης αποφάσεως που θίγει αισθητά τα συμφέροντά του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, υποχρέωση που βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 39, και της 3ης Ιουνίου 2021, Jumbocarry Trading, C‑39/20, EU:C:2021:435, σκέψη 31).
46 Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με τη διεθνή προστασία, να καταστήσει δυνατό στη διοικητική αρχή να προβεί με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στην εξατομικευμένη εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, γεγονός που επιβάλλει την παροχή προς τον αποδέκτη της αποφάσεως της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M, C‑560/14, EU:C:2017:101, σκέψεις 32 και 37, και της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 35).
47 Καθόσον εν λόγω απαίτηση προϋποθέτει κατ' ανάγκην την παροχή στον αποδέκτη της αποφάσεως, ενδεχομένως διά του νομικού συμβούλου του, συγκεκριμένης δυνατότητας να γνωρίζει τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα στοιχεία του φακέλου κατά τη διοικητική διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψεις 51 έως 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)..
[..]
92 Τούτου δοθέντος, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί τον λόγο αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, ο οποίος αφορά τη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος από τον αιτούντα διεθνή προστασία, μόνον αφού προβεί, για κάθε περίπτωση ατομικά, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι οι πράξεις που τέλεσε ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο ζητούμενο καθεστώς, εμπίπτουν στον συγκεκριμένο λόγο αποκλεισμού, για τη δε εκτίμηση της σοβαρότητας του επίμαχου αδικήματος απαιτείται πλήρης εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 154]..»
Στην απόφαση του ΣτΕ A3816/2013, Δ' Τμήμα, ημερ. 5/11/2013, κρίθηκε ότι η προηγούμενη ακρόαση για την απέλαση αλλοδαπού δεν επιβάλλεται, στις περιπτώσεις απέλασης, όπου η αρμόδια αρχή έχει δέσμια αρμοδιότητα να προβεί στην εν λόγω ενέργεια ενώ αντιθέτως, όσον αφορά την τρίτη κατηγορία, δηλαδή την απέλαση αλλοδαπού ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη, καθιδρύεται, λόγω και της χρήσης αόριστων νομικών εννοιών, διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης προκειμένου να εκδώσει την πράξη απέλασης, με συνέπεια να απαιτείται προηγούμενη ακρόαση. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα:
5. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 του ν.2910/2001, ο νομοθέτης προέβλεψε κατά τρόπο ειδικό τις περιπτώσεις απελάσεως αλλοδαπών και τις κατένειμε σε τρεις κατηγορίες. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στις δύο πρώτες κατηγορίες (περ. α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001) καθιδρύεται δεσμία αρμοδιότητα της Διοικήσεως για την έκδοση πράξεως απελάσεως, ενώ αντιθέτως, όσον αφορά την κατηγορία της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001 καθιδρύεται - λόγω και της χρησιμοποιήσεως αορίστων νομικών εννοιών - διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως προκειμένου να εκδώσει πράξη απελάσεως (βλ. ΣτΕ 715/2012, 4028/2011, 7μ.). Ενόψει της ανωτέρω διακρίσεως των κατηγοριών απελάσεως αλλοδαπών και της αντίστοιχης οριοθετήσεως της δράσεως της διοικήσεως, συνάγεται, ότι η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 2 του ν. 2910/2001 επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση να παράσχει στον αλλοδαπό προθεσμία 48 ωρών για να υποβάλει τις αντιρρήσεις του, μόνο, όταν πρόκειται να εκδοθεί πράξη απελάσεως με έρεισμα τη διάταξη της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001 (επικινδυνότητα για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια), κατ' ενάσκηση δηλαδή της διακριτικής ευχερείας της διοικήσεως. Αντιθέτως, όταν η πράξη απελάσεως εκδίδεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων, όπως στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001, οπότε η Διοίκηση ενεργεί κατά δεσμία εξουσία, δεν απαιτείται η τήρηση του ανωτέρω τύπου. Αν δε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η διοίκηση εξέδωσε πράξη απελάσεως επί τη βάσει ανακριβών ή ανύπαρκτων περιστατικών, τότε η εν λόγω πράξη είναι παράνομη και ακυρωτέα για τον λόγο αυτό και όχι διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως. Κατά την άποψη όμως του Συμβούλου, Κων. Πισπιρίγκου και του Παρέδρου Ηλ. Μάζου, προκειμένης της απελάσεως αλλοδαπού ο νόμος (άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 2910/2001) προβλέπει την κλήση του προς ακρόαση χωρίς να διακρίνει μεταξύ των κατ' ιδίαν περιπτώσεων. Συνεπώς, και επί απελάσεως αλλοδαπού κατά τις περιπτώσεις α΄ και β΄ του άρθρου 44 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου επιβάλλεται, επί ποινή ακυρότητος της πράξεως απελάσεως, να δοθεί στον αλλοδαπό προθεσμία τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ωρών για να υποβάλει τις τυχόν αντιρρήσεις του. Όμως, ο λόγος ακυρώσεως, ότι παρανόμως εξεδόθη πράξη απελάσεως αλλοδαπού χωρίς να τηρηθεί ο κατά τα ανωτέρω τύπος της διαδικασίας, προβάλλεται παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μόνο εφ' όσον αναφέρονται παραλλήλως και οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί που θα προέβαλε ο αιτών ενώπιον της αστυνομικής αρχής και οι οποίοι θα ήταν, κατά τον νόμο, κρίσιμοι για την άσκηση της αρμοδιότητας της Διοικήσεως. Άλλως, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του τύπου της προηγουμένης ακροάσεως, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής (πρβλ. ΣτΕ 4447/2012 Ολομ..»
Περαιτέρω, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί μάλιστα στην απόφαση του ΣτΕ με αρ. Α88/2018, Α.Ε. "ΤΡΟΦΟΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε." v. Yπουργείο Οικονομικών, ημερ. 16/01/2018, ένας ισχυρισμός περί μη παραχώρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης μπορεί να εγερθεί λυσιτελώς στο Δικαστήριο, όταν προκύπτουν από την καταχωρηθείσα προσφυγή του αιτούντος οι ουσιώδεις ισχυρισμοί που θα προβάλλονταν στην αρμόδια αρχή προ της έκδοσης της βλαπτικής απόφασης, χωρίς όμως απαραίτητα να υπάρχει πανηγυρική διατύπωση τους ήτοι χωρίς να εξειδικεύονται και συγκεκριμενοποιούνται οι εν λόγω ισχυρισμοί, αρκεί να προκύπτουν από την προσφυγή. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα:
« . 5. Επειδή, για το λυσιτελές της προβολής λόγου προσφυγής περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης απαιτείται και αναφορά των ισχυρισμών που ο διοικούμενος θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί (βλ. ΣτΕ Ολομ.4447/2012), και οι οποίοι είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από την Διοίκηση (βλ. ΣτΕ
3578/2013, 1369/2014, 2301/2015, 689/2016, 1098/2016, 37/2017, 157/2017).
Ειδικότερα, για το λυσιτελές τέτοιου λόγου προσφυγής δεν απαιτείται
(πανηγυρική) διατύπωση από τον προσφεύγοντα ειδικού και συγκεκριμένου
ισχυρισμού αναφορικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (συμπεριλαμβανομένων,
αναλόγως του περιεχομένου τους, και ισχυρισμών περί των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων) που αποστερήθηκε της δυνατότητας να θέσει υπόψη της Διοίκησης, πριν από την έκδοση της επίδικης πράξης της, αλλά αρκεί αυτός να αναφέρει τους εν λόγω ισχυρισμούς του με την προσφυγή του (όπως τυχόν συμπληρώνεται παραδεκτώς με δικόγραφο πρόσθετων λόγων). Τούτο συνάγεται εμμέσως, πλην σαφώς, από την υπαγωγή στις αποφάσεις 948/2012 και 2383/2012 του Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίθηκε (στη σκέψη 9 και 5, αντίστοιχα) ότι ο λόγος της προσφυγής και, στη συνέχεια, της έφεσης της αναιρεσείουσας περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης δεν προέκυπτε ότι είχε προβληθεί αλυσιτελώς, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναιρεσείουσα είχε διατυπώσει με την προσφυγή της ουσιώδεις ισχυρισμούς για το πραγματικό της υπόθεσης. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις υποθέσεις, όπως η παρούσα, στις οποίες εφαρμόζεται κατά χρόνον η (προστεθείσα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010) διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης φορολογικής αρχής, «Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο ή τη διαδικασία έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την ακύρωση της πράξης»..»
[.]».
Επομένως, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω στην βάση των ως έχουν αναφερθεί νομοθετικά και νομολογιακά ανωτέρω σχετικά με το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, ότι εμφαίνεται ξεκάθαρα από τα όσα έχει παρουσιάσει η συνήγορος του αιτητή τόσο στο δικόγραφο της προσφυγής όσο και στις γραπτές αγορεύσεις του, ότι υπήρχαν ουσιώδεις στοιχεία που θα μπορούσε να προβάλει ο αιτητής λυσιτελώς και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα της Διοίκησης σε περίπτωση που ο αιτητής τα πρόβαλε για να μπορέσει η αρμόδια αρχή να κρίνει και να αξιολογήσει τον αιτητή ως « κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας» , για να προχωρήσει με την ανάκληση του προσφυγικού του καθεστώτος σύμφωνα με το άρθρο 6Α του Περί Προσφύγων Νόμου.
Η αρμόδια αρχή προτού προβεί στην ανάκληση του προσφυγικού καθεστώτος ενός αιτητή οφείλει να λάβει υπόψη της διάφορους παράγοντες, ως αναπτύσσονται κατωτέρω:
Στην απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C-159/21, GM κατά Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság κ.α, ημερ. 22/09/22, το Δικαστήριο κατέληξε ότι κατά το στάδιο εξέτασης από την αρμόδια αρχή στο κατά πόσο ένα πρόσωπο αποτελεί κίνδυνος για την κοινωνία (δημόσια τάξη) και/ή την ασφάλεια του κράτους, για σκοπούς ανάκλησης του προσφυγικού του καθεστώτος, θα πρέπει να προβαίνει σε ατομική εξέταση των πραγματικών περιστατικών εκάστης περίπτωσης. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) :
« 70 Όσον αφορά, ειδικότερα, τη συνεκτίμηση ενδεχόμενου κινδύνου για την εθνική ασφάλεια, επισημαίνεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 επιτρέπει στα κράτη μέλη να ανακαλούν το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα όταν μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται.
71 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει δε ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία ή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται.
72 Η εφαρμογή καθεμιάς εκ των ανωτέρω διατάξεων προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή προβαίνει, σε κάθε περίπτωση ατομικώς, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι η κατάσταση του ενδιαφερομένου, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας ή διατήρησης του καθεστώτος αυτού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μίας εκ των διατάξεων αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2017, Lounani, C‑573/14, EU:C:2017:71, σκέψη 72, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψη 55).»
Σχετικά με την έννοια του 'κινδύνου για την ασφάλεια του κράτους' και συνακόλουθα την δημόσια ασφάλεια ως μνημονεύεται στο άρθρο 14 (4) στοιχείο α) της οδηγίας 2011/95 που αφορά την ανάκληση προσφυγικού καθεστώτος, ο Γενικός Εισαγγελέας JEAN RICHARD DE LA TOUR, στις προτάσεις του ημερ. 16/02/2023 στις υποθέσεις του ΔΕΕ, C - 663/21 και C-8/22 [3], επισημαίνει τα εξής (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
« 66. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση, η ερμηνεία που τάσσεται υπέρ της ύπαρξης δύο σωρευτικών προϋποθέσεων δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερεί την πρακτική αποτελεσματικότητά του από τον έτερο λόγο ανάκλησης του καθεστώτος του πρόσφυγα που μνημονεύεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, όταν μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι ο πρόσφυγας συνιστά «κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται». Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, ο συγκεκριμένος λόγος έχει ίδιο πεδίο εφαρμογής, καθόσον καλύπτει συγχρόνως την εσωτερική ασφάλεια και την εξωτερική ασφάλεια ενός κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η δημόσια ασφάλεια μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (21). Υπ' αυτή την έννοια, ο κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, διαφέρει από τον κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας και ο οποίος αφορά κυρίως τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης του οικείου κράτους μέλους (22).»
Το παρόν δικαστήριο θα περιοριστεί να παραθέσει κατωτέρω τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την εννοιολογική προσέγγιση της δημόσιας ασφάλειας ( εθνική ασφάλεια).
Στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C‑373/13, H. T. Κατά Land Baden-Württemberg, ημερ. 24ης Ιουνίου 2015, λέχθηκε (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«78 Κατά συνέπεια, προκειμένου να ερμηνευθεί η έννοια ««επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης» του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθεί υπόψη ότι έχει ήδη κριθεί ότι ο όρος «δημόσια ασφάλεια», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 28, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, καλύπτει τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική ασφάλεια του κάθε κράτους μέλους (βλ., ιδίως, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι, ως εκ τούτου, η δημόσια ασφάλεια μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, από την επιβίωση του πληθυσμού από τον κίνδυνο σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, καθώς και από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 44). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί, στην ίδια αλληλουχία, ότι η έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας» του ίδιου αυτού άρθρου 28, παράγραφος 3, προϋποθέτει όχι μόνον ότι συντρέχει προσβολή της δημόσιας ασφάλειας, αλλά και ότι η προσβολή αυτή είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, όπως υποδηλώνει η χρήση του όρου «επιτακτικοί λόγοι» (απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 41).»
Τα πιο πάνω αναφερθέντα, επαναλήφθηκαν και στην απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C‑601/15 PPU, J. N. και Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ.15/02/2016(σκέψη 66), τα οποία επιβεβαιώθηκαν και στην απόφαση C-18/19 - WM κατά Stadt Frankfurt am Main, ημερ.02/07/20 (σκέψη 44).
Τέλος, στο εγχειρίδιο του EASO, Ending International Protection: Articles 11, 14, 16 and 19 Qualification Directive (2011/95/EU), ημερομηνίας 12/2016 εξηγείται το τι συνιστά ο όρος «κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους», σε περιπτώσεις ανάκλησης προσφυγικού καθεστώτος (η υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου):
« The 'danger to the security' provision corresponds to the first exception provided for in Article 33(2) Refugee Convention, which is intended for cases in which it is established that the refugee poses a current or future danger to the host country. The provision aims to protect the State itself. Security is understood as encompassing external (integrity of borders) or internal (continuance and functioning of the state, its political structures and institutions) elements. Therefore, relevant acts could be, inter alia, espionage, sabotage or terrorist acts (214). The Bundesverwaltungsgericht (German Federal Administrative Court) has decided that mere membership of a terrorist organisation which is suspected of or known to threaten internal security is not sufficient, rather a higher level of involvement or support is necessary. An overall assessment taking into account the danger of the organisation, its structure, violence and size is necessary (215). In an obiter dictum the Verwaltungsgerichtshof (Austrian Supreme Administrative Court) said that it is conceivable that trafficking in people on a large scale might under certain circumstances threaten national security (216). However, it decided in another case that instances of repeated trafficking in human beings and membership in a criminal organisation do not per se constitute such a danger (217)».
Ως διαφαίνεται από το ως έχουν παρατεθεί ανωτέρω, η Διοίκηση στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας του κατά πόσο θα προβεί σε ανάκληση του προσφυγικού καθεστώτος οφείλει να αξιολογήσει πολλούς παράγοντες, προτού καταλήξει ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας και επομένως προχωρήσει με την ανάκληση του προσφυγικού καθεστώτος του.
Ως μπορεί να διαπιστωθεί η συνήγορος του αιτητή προβάλει λυσιτελώς σωρεία ουσιωδών στοιχείων, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν την διοίκηση στο να ασκήσει την διακριτική της ευχέρεια υπερ της ανάκλησης ή μη του προσφυγικού καθεστώτος του αιτητή. Ειδικότερα η συνήγορος του αιτητή προβάλει τόσο τις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις του αιτητή μεταξύ των οποίων ότι ουδέποτε ο ίδιος δήλωσε στην συνέντευξη του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ότι αποτέλεσε μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης και ότι η κατάθεση του κατά την ανακριτική διαδικασία δεν ήταν θεληματική και ότι δόθηκε υπό πίεση και ενόψει τούτου δεν ίσχυαν τα όσα ανάφερε περί συμμετοχής του σε τρομοκρατική οργάνωση (παρ. 24 της γραπτής αγόρευσης του αιτητή). Περαιτέρω στην γραπτή αγόρευση του αιτητή, η συνήγορος του προβάλει και άλλα γεγονότα μεταξύ των οποίων ότι ο αιτητής ήταν ανήλικος κατά τον ουσιώδη χρόνο της ισχυριζόμενης συμμετοχής του σε τρομοκρατική οργάνωση και ότι καμία πληροφορία δεν επαληθεύτηκε ενόψει του ότι αυτά αμφισβητήθηκαν από τον αιτητή. Πρόσθετα, η συνήγορος του προσθέτει ότι ουδέποτε του ασκήθηκε ποινική δίωξη μετά την ανακριτική κατάθεση το 2019. Προβάλει επίσης ότι θα έπρεπε να του τεθούν ερωτήματα σχετικά με τα εν στοιχεία ήτοι να διερευνηθούν τα όσα ανάφερε στην κατάθεση του για να διαπιστωθεί η αξιοπιστία του, όπως επίσης σε σχέση με τις φωτογραφίες που βρέθηκαν στο κινητό του και να του δοθεί η ευκαιρία να εξηγήσει επ΄αυτών, να επεξηγήσει κατά πόσον είχε ανάμειξη στην εν λόγω οργάνωση, να δώσει την δική του εκδοχή των γεγονότων και να διευκρινίσει άλλα συναφή ζητήματα ( βλ. παρ. 38 και 45 στην γραπτή αγόρευση του αιτητή).
Ως μπορεί να διαπιστωθεί, στην υπό εξέταση περίπτωση συντρέχει σωρεία ουσιωδών στοιχείων, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν την διοίκηση στο να ασκήσει την διακριτική της ευχέρεια υπερ της ανάκλησης ή μη του προσφυγικού καθεστώτος του αιτητή.
Όλοι τα ανωτέρω αποτελούν ουσιώδεις λόγους που θα μπορούσαν να προβληθούν πριν την έκδοση της επίδικης πράξης της ανάκλησης και επομένως ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης περί παράβασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, είναι λυσιτελής και συνιστά συνακόλουθα παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.
Ως εκ των πιο πάνω, διαπιστώνεται παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή και συνακόλουθα η συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια κρίνεται ως παράβαση ουσιώδους τύπου. Ο αιτητής και η συνήγορος του προβάλουν ισχυρισμούς μέσα από την προσφυγή τους που ενδεχομένως θα επηρέαζαν την κρίση της διοίκησης στο να ασκήσει την ευχέρεια της υπερ της έκδοσης ή μη της προσβαλλόμενης πράξης, εσφαλμένα δε η καθ' ης η αίτηση έκρινε ότι δεν υπήρξε υποχρέωση της Διοίκησης να ακούσει τον αιτητή ή με οποιοδήποτε τρόπο να του παραχωρήσει το δικαίωμα να ακουστεί και να θέσει τις θέσεις του προ της έκδοσης της απόφασης για ανάκληση του καθεστώτος του. Επομένως, ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Συνεπώς, με βάση ανωτέρω και για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με το αιτητικό Α), στο μέτρο που αφορά στην απόφαση ανάκλησης του Αιτητή από το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, Ν. 73(Ι)/18, με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Υπό το πρίσμα της προαναφερόμενης κατάληξης μου, δεν κρίνεται απαραίτητο να εξεταστούν τα αιτητικά Γ) και Δ), δεδομένου ότι η εξέτασή τους έχει προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως εναλλακτική θεραπεία. Υπενθυμίζω ότι το αιτητικό Β) αποσύρθηκε από την συνήγορο του αιτητή.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, διαδικτυακό μάθημα της 7-4-2020)
[2] ibid
[3] Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα στις υποθέσεις του ΔΕΕ C- 663/21 και C - 8/22: < https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=6E6D73BD7A56DF69EF11697906F3A590?text=&docid=270540&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=1258660#Footref >.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο