Ο. Μ. Ο. Ο. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ688/2024, 22/9/2025
print
Τίτλος:
Ο. Μ. Ο. Ο. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ688/2024, 22/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. Τ688/2024

 

22 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 Ο. Μ. Ο. Ο. Α.

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 …………………….

 

 

 

Γεώργιος Βασιλόπουλος για Χρίστο Χριστοδουλίδη, Δικηγόρος για τoν αιτητή

 

Ιωάννα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 23/05/2025, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3 (α).............

 

(ε) Στις περιπτώσεις όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται δυνάμει των ακόλουθων άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί:

 

(i)   12Βτετράκις(2)(δ),

 

(ii)  12Βτρις,

 

Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο από την Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής:

 

Νοείται ότι, ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ' ων η αίτηση απαιτείται και η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.».

 

Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Κανονισμό, οι καθ' ων η αίτηση δεν εμφανίζονται σε αυτή τη διαδικασία, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να ζητήσει την παρουσία του αρμόδιου οργάνου/ καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον του διαδικασία για να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, εφόσον ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να επιλύει τη διαφορά που τίθεται ενώπιον του στα πλαίσια ορθής απονομής της δικαιοσύνης.  Στην παρούσα διαδικασία, ενόψει των ζητημάτων που έθεσε ο αιτητής κρίθηκε αναγκαίο να παραστεί και το αρμόδιο όργανο.

 

Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο και το υπόμνημα της Υπηρεσίας Ασύλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος Ιορδανίας και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 15/03/2019, αφού εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές στις 16/11/2018. Αυθημερόν, ο αιτητής παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).

 

Στις 08/12/2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (αγγλ. European Union Agency for Asylum – E.U.A.A). Στις 08/02/2021, ο λειτουργός του E.U.A.A.  ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 04/05/2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή και αποφάσισε την επιστροφή του στην Ιορδανία.  Στις 06/05/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε  την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 17/05/2021. Στις 28/05/2021, καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ’ αριθμόν 3182/21 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, επί της οποίας εκδόθηκε απορριπτική απόφαση στις 29/09/2023. 

 

Στις 19/02/2024, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 11/04/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με το αίτημα του αιτητή. Αυθημερόν, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του, ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στην Ιορδανία.  Την ίδια ημέρα, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε  την αιτιολόγηση της απόφασής της επί της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή στις 30/04/2024. 

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.  Ο συνήγορος του αιτητή έθεσε προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου ζήτημα αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και που σύνταξε την έκθεση/ εισήγηση και κρίθηκε αναγκαίο μετά από αίτημά του να τοποθετηθούν γραπτώς και οι δύο πλευρές γιατί το ζήτημα είναι δημοσίας τάξης και αφορά τα θεμέλια της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της Γραπτής του Αγόρευσης υποστηρίζει ότι η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμη διαδικασίας και κατά παράβαση των άρθρων 2 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου. Όπως εισηγείται, ο κος Αγρότης έχει λάβει εξουσιοδότηση από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών και δεν έχει εξουσιοδότηση από το νυν Υπουργό Εσωτερικών και ως εκ τούτου εισηγείται πως τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας του λειτουργού που αποφάσισε για το αίτημα του αιτητή. Πέραν τούτου, επισημαίνει ότι η εξουσιοδότηση που έχει ο κος Αγρότης αφορά αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου, με βάση το ίδιο το λεκτικό της εξουσιοδότησης, και πως στον διοικητικό φάκελο δεν εντοπίζεται κανένα στοιχείο που να μαρτυρεί το καθεστώς της λειτουργού «CAS52».    

 

Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή δήλωσε πως υιοθετεί το περιεχόμενο της Γραπτής του Αγόρευσης εμμένοντας στον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας οργάνου αλλά μόνο ως προς το ζήτημα του Υπουργού και όχι ως προς το ζήτημα του καθεστώτος του λειτουργού «CAS52». Ο συνήγορος του αιτητή απέσυρε τον ισχυρισμό που αφορά την αναρμοδιότητα του «CAS52», αφού η δικηγόρος της Δημοκρατίας προσκόμισε σχετικό έγγραφο στο Δικαστήριο το οποίο επιθεώρησε ο συνήγορος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου και το οποίο επιβεβαιώνει το καθεστώς του λειτουργού.  Κατά συνέπεια, δεν κρίνεται ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στη διαδικασία και ο σχετικός ισχυρισμός ο οποίος αποσύρθηκε, απορρίπτεται.

 

Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς βάσει των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, της νομολογίας του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, προέχει βεβαίως η εξέταση του προαναφερόμενου λόγου ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε καθότι, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως συνυφασμένο με τη σύννομη λειτουργία της διοίκησης και δυνάμενο να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. Αναστασίου ν ETEK (2003) 3 Α.Α.Δ, 616, Sigma Radio T.VLtd εναντίον Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ, 130), ανατρέχει στα θεμέλια της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  Ως εκ τούτου, εάν αποδεχτώ τον εγειρόμενο λόγο ακυρώσεως, η παρούσα υπό εξέταση προσφυγή θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων σε ακύρωση. Σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρήσω στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.

 

Ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει πως η εξουσιοδότηση προς τον λειτουργό που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, κύριο Ανδρέα Αγρότη, έπαψε να βρίσκεται σε ισχύ, καθώς αυτή είχε δοθεί από προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος σταμάτησε να ασκεί τα καθήκοντά του όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του ο εν ενεργεία Υπουργός.  Στη βάση τούτου, ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο. 

 

Είναι αναγκαίο να παραθέσω σχετική επί του ζητήματος νομολογία. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 63/18, Κυπριακή Δημοκρατία v. AHT Advances Heating Technologies, ημερομηνίας 11/1/2024, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69).   Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.    

 

Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023 όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα   (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση  ότι, «το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην  επηρεάζει  κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω».

 

Η ανωτέρω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκαθαρίζει το ζήτημα και απαντά χωρίς οποιανδήποτε αμφιβολία στον ισχυρισμό που προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή.  Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης υπ'αριθμόν Α.Ε. 27/16, Κασσέρα ν. Δημοκρατίας,ημερομηνίας 4/4/2023, έκρινε ότι η εξουσιοδότηση που παρέχεται από ένα Υπουργό σε ένα πρόσωπο δεν παύει να ισχύει αυτόματα με την αλλαγή του Υπουργού.  Επομένως, εφόσον η εξουσιοδότηση δόθηκε νόμιμα, συνεχίζει να ισχύει ακόμα και μετά την αντικατάσταση του Υπουργού που την εξέδωσε χωρίς να απαιτείται νέα εξουσιοδότηση.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχει ανακληθεί ή τροποποιηθεί από το νέο Υπουργό.

 

Για σκοπούς πληρότητας, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω και απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη υπόθεση υπ'αριθμόν Α.Ε. 47/14 Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α  ημερομηνίας 25/2/21, όπου καθορίζεται η έννοια του «οργάνου» και διαχωρίζεται από το «φορέα του οργάνου» που είναι το πρόσωπο και/ή τα πρόσωπα που το στελεχώνουν.  Επί του ζητήματος αυτού, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ως προς το καίριο αυτό ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι βάσιμη «.η θέση ότι η διοικητική ενέργεια απεκδύεται το θεσμικό μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν σε κάθε στάδιο. Είναι πρόδηλο ότι η συμμετοχική διαδικασία στη διοικητική απόφαση συσχετίζεται με το θεσμικό ρόλο που σε κάθε δεδομένη στιγμή έχει το ένα ή το άλλο φυσικό πρόσωπο. Τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη δεδομένη θέση δεν ενεργούν υπό ιδιότητα άλλη από αυτή που τους έχει εμπιστευθεί η πολιτεία. Όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.»

 

Δεν αμφισβητείται το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου.  Διαφορετική είναι η έννοια του «οργάνου» από αυτήν του «φορέα του οργάνου». Όπως αναφέρεται στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄, Δαγτόγλου, 1977, σελ. 211-212, και υιοθετήθηκε πρόσφατα στην Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ΑΕ 37/14, ημερ. 6.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336 «Όργανο, υπό νομική έννοια, είναι η οργανωτική μονάδα που αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο αρμοδιοτήτων.  Από το όργανο πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τον φορέα του οργάνου.  Ενώ το όργανο είναι μια οργανωτική μονάδα, ο φορεύς του οργάνου πάντοτε φυσικό πρόσωπο . το πρώτο είναι απρόσωπο και συνεχές, ενώ ο δεύτερος είναι προσωπικός, συγκεκριμένος και κατ΄ ανάγκην, χρονικώς περιορισμένος».   

 

Τα όργανα του κράτους λοιπόν είναι θεσμικές οντότητες που διαθέτουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες και το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αναλαμβάνει ή αποχωρεί από μια θέση δεν μπορεί να επηρεάζει τη λειτουργία του οργάνου γιατί πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχεια των διαδικασιών ανεξαρτήτως των αλλαγών που γίνονται στην υπηρεσία.

 

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ'αριθμόν 1654/2019, Τουφεξής ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/2/2021, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτού του είδους οι πράξεις, οι οποίες άπτονται άμεσα της φύσης και/ή της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων, αντιμετωπίζονται διαχρονικά με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της Διοίκησης και την αρχή της συνέχειας και συνέπειας που θα πρέπει να διέπει την εν λόγω λειτουργία, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου. Συνεπώς, όπως ελέχθη και στην Φάνη Α. Γεωργιάδη, ανωτέρωδε νοείται λογικό να θεωρείται η έννοια του Διευθυντή και/ή διοικητικού προϊσταμένου του εκάστοτε τμήματος της Διοίκησης, εν προκειμένω του Γενικού Διευθυντή της Α.Η.Κ, ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπό του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του. Σχετική είναι και η απόφαση στην Ανδρέα Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υποθ. Αρ. 1226/2014, ημερ. 11.3.2014, στην οποία τονίστηκε ότι η εκάστοτε διοικητική ενέργεια «δεν απεκδύεται το θεσμικό της μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν» καθώς και ότι τα φυσικά πρόσωπα, «όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.». Επισημαίνεται δε περαιτέρω ότι την ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο στην Μαρία Ξάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 907/2015, ημερ. 21.8.2018 και στην Ελένη Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1606/2015, ημερ. 6.9.2018.

 

Ενόψει των πιο πάνω, λοιπόν, καταλήγω ότι δεν τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας, αλλ' αντιθέτως, υφίστατο επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα που παρείχε στη συγκεκριμένη λειτουργό της Α.Η.Κ. τη δυνατότητα και/ή εξουσία να προβεί στην συγκεκριμένη υπογραφή εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή της Αρχής.»

 

Η διάκριση μεταξύ οργάνου και φορέα διασφαλίζει τη θεσμική συνέχεια, εφόσον το διοικητικό όργανο έχει διαρκή νομική υπόσταση και δεν επηρεάζεται από τις εναλλαγές προσώπων που το στελεχώνουν εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά.  Από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 11/04/2024 από τον κύριο Ανδρέα Αγρότη που είναι λειτουργός στην Υπηρεσία Ασύλου, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης του προηγούμενου Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/2022, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται κατατεθειμένο ως ερυθρό 204 του διοικητικού φακέλου. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω εξουσιοδότησης, παρέχεται εξουσιοδότηση στο εν λόγω πρόσωπο για άσκηση μέρους των εξουσιών ή εκτέλεση μέρους των καθηκόντων του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης μεταξύ άλλων και έκδοσης αποφάσεων επιστροφής.

 

Δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022 δεν είχε ανακληθεί, η εκχώρηση της σχετικής αρμοδιότητας στον κύριο Ανδρέα Αγρότη, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ. Άλλωστε, υπό το φως της ανωτέρω παρατεθείσας νομολογίας, εν τη απουσία ρητής ανάκλησης της σχετικής εξουσιοδότησης δυνάμει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έπαυσε να ισχύει με την ανάληψη καθηκόντων από νέο Υπουργό Εσωτερικών. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Έλαβα υπόψη μου τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον μου λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται η μεταγενέστερη αίτηση.  Ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται αυστηρά στη νομιμότητα της απόφασης που εκδόθηκε επί του μεταγενέστερου αιτήματος, χωρίς δυνατότητα επανεξέτασης της προγενέστερης διοικητικής κρίσης.  Λαμβάνω βεβαίως υπόψη μου, όλα όσα προηγήθηκαν της διαδικασίας που ελέγχεται, προκειμένου να εξεταστεί η απόφαση επί του μεταγενέστερου αιτήματος και μόνον και όχι για να επέμβω στην διαδικασία που προηγήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του παρόντος Δικαστηρίου.  Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε  ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, o αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας ανέφερε με τρόπο μονολεκτικό ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του λόγω του ότι υφίστατο «δίωξη» (“persecuted”) (βλ. ερυθρό 1 και μετάφραση στο ερυθρό 14, του διοικητικού φακέλου).  Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής επιβεβαίωσε πως έχει καταγωγή από την Ιορδανία, προερχόμενος από την πόλη Kitim, η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και τελευταίας συνήθους διαμονής του (ερυθρό 45 του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος (ερυθρό 48 του διοικητικού φακέλου), ενώ ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε πως ασπάζεται την χριστιανική πίστη (ερυθρό 51 του διοικητικού φακέλου).

 

Ακολούθως, όσον αφορά στο μορφωτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο, ανέφερε πως έλαβε δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αργότερα διατηρούσε το δικό του κατάστημα εμπορίας φυάλων υγραερίου (ερυθρά 48-47 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, αναφορικά με την οικογένειά του, δήλωσε πως οι γονείς του έχουν αποβιώσει και διαθέτει έντεκα (11) αδέρφια, τα περισσότερα εκ των οποίων κατοικούν στην πόλη Irbid της Ιορδανίας, ωστόσο δεν βρίσκεται πλέον σε επικοινωνία μαζί τους.  Όπως δήλωσε, διατηρεί επαφή μόνο με ορισμένους φίλους από τον τόπο καταγωγής του (ερυθρό 48 του διοικητικού φακέλου).

 

Σε σχέση με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε ότι είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό τρία χρόνια προ της συνεντεύξεως, εγκαταλείποντας το δόγμα του Ισλάμ (ερυθρά 44, 1Χ, 44, 2Χ του διοικητικού φακέλου), επειδή του άρεσε η συμπεριφορά και οι τρόποι των Χριστιανών, η ειλικρίνειά τους και η αφοσίωσή τους (ερυθρό 43, 1x του διοικητικού φακέλου). Μάλιστα ανέφερε ότι επισκεπτόταν κατά καιρούς και μια Ρωμαιοκαθολική εκκλησία στην πόλη Irbid (ερυθρό 43, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ωστόσο, κάποια μέρα αποφάσισε να ομολογήσει στους αδελφούς του ότι είχε αλλαξοπιστήσει, επειδή τον ενοχλούσαν για το ότι άκουγε μουσική την ώρα της προσευχής (ερυθρό 38, 1Χ, 2Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Τότε ένας από τους αδελφούς του τον χτύπησε και τον απείλησε με θάνατο (ερυθρό 36, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ως αποτέλεσμα αυτής της αντίδρασης ο αιτητής διέφυγε από το σπίτι και αφού μετέβη προσωρινά στο Amman, όπου διέμεινε για λιγότερο από έναν μήνα, στη συνέχεια ταξίδεψε στην Κύπρο (βλ. ερυθρό 38, 1x του διοικητικού φακέλου), όπου επιθυμούσε, όπως ανέφερε, να βαπτιστεί (ερυθρό 41, 1x του διοικητικού φακέλου). Τέλος, ερωτηθείς τι θα του συνέβαινε σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής του, ο αιτητής αποκρίθηκε ότι τα αδέλφια του θα τον σκότωναν επειδή έγινε χριστιανός και για το λόγο αυτό αιτήθηκε διεθνή προστασία (ερυθρό 37, 1Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο αιτητής, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Η ταυτότητα και η χώρα καταγωγής του αιτητή και (2) Ο ισχυρισμός περί μεταστροφής του στον Χριστιανισμό και οι εξ’ αυτού απειλές από την οικογένειά του. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτούς τους ισχυρισμούς του αιτητή ως προς τα προσωπικά του στοιχεία καθώς οι δηλώσεις του διασταυρώθηκαν τόσο από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όσο και από τα κρατικά αποδεικτικά της ταυτότητάς του έγγραφα (διαβατήριο, ταυτότητα, άδεια οδήγησης) που εκδόθηκαν από την χώρα καταγωγής του. 

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως ο αιτητής παρέθεσε ανεπαρκείς πληροφορίες και οι δηλώσεις τoυ ήταν ασαφείς και μη συνεκτικές. Όπως υπογράμμισε ο αρμόδιος λειτουργός, ο αιτητής παραδέχτηκε ότι έχει ελάχιστη γνώση της χριστιανικής πίστης (ερυθρά 43 και 42 του διοικητικού φακέλου) δεν διαβάζει τη Βίβλο (ερυθρό 41 του διοικητικού φακέλου) και δεν μπορούσε να εξηγήσει βασικές διαφορές μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων (ερυθρό 42, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης, δεν γνώριζε ούτε το όνομα της εκκλησίας που ισχυρίστηκε ότι επισκεπτόταν στην Κύπρο, ούτε του ιερέα της (ερυθρό 41, 3Χ του διοικητικού φακέλου). 

 

Παρά το γεγονός ότι δήλωσε πως ήρθε στην Κύπρο για να βαπτιστεί και έχει διαμείνει στη χώρα για δύο χρόνια (ερυθρό 41, 1Χ του διοικητικού φακέλου), δεν μπόρεσε να εξηγήσει με σαφήνεια τι τον προσέλκυσε στον Χριστιανισμό ή να δώσει συγκεκριμένους λόγους για τη μεταστροφή του (ερυθρό 40, 1Χ του διοικητικού φακέλου).  Οι απαντήσεις του χαρακτηρίστηκαν γενικόλογες και στερεοτυπικές (π.χ. "καλοί Χριστιανοί" έναντι "κακών Μουσουλμάνων") (ερυθρό 42, 3Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ υπήρχαν και αντιφάσεις στα λεγόμενά του.   Ακόμα, ανέφερε ότι είχε αλλάξει όνομα λόγω της πίστης του (ερυθρό 43, 4Χ του διοικητικού φακέλου), αλλά αργότερα το αρνήθηκε (ερυθρό 41, του διοικητικού φακέλου).

 

Όπως επισημαίνει ο λειτουργός, παρότι έχει 11 χρόνια εκπαίδευσης και επαγγελματική εμπειρία, δεν κατάφερε να παρουσιάσει μια πειστική και συνεκτική αφήγηση για τη μεταστροφή του.  Τέλος, και η αφήγησή του σχετικά με τη δίωξη από την οικογένειά του θεωρήθηκε αναξιόπιστη. Δεν έδωσε λεπτομέρειες για τον καβγά με τον αδερφό του που υποτίθεται ότι τον χτύπησε (ερυθρό 36, του διοικητικού φακέλου), και όταν τελικά το ανέφερε, δεν εξήγησε πειστικά γιατί δεν το είχε αναφέρει από την αρχή της συνέντευξης (ερυθρό 37, του διοικητικού φακέλου).

 

Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει ότι εντοπίστηκαν εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που επιβεβαιώνουν ότι οι Χριστιανοί και ειδικά όσοι προσηλυτίστηκαν και ανήκαν στο Ισλάμ, ενδέχεται να υφίστανται διώξεις στην Ιορδανία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη Θρησκευτική Ελευθερία στην Ιορδανία (2019), ορισμένα άτομα που προσηλυτίστηκαν δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν κοινωνικό αποκλεισμό, σωματική και λεκτική βία από τις οικογένειες και τις κοινότητές τους, ενώ κάποιοι αναγκάζονται να ασκούν την πίστη τους κρυφά λόγω του κοινωνικού στίγματος. Υπήρξαν επίσης αναφορές για επίμονες και αξιόπιστες απειλές από μέλη της οικογένειας με σκοπό τη «διαφύλαξη της παραδοσιακής τιμής» (βλ. ερυθρό 66 του διοικητικού φακέλου). Ωστόσο, παρά την ύπαρξη εξωτερικών στοιχείων που τεκμηριώνουν πιθανή δίωξη των προσώπων αυτών στην Ιορδανία, η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του αιτητή δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή, της ταυτότητας και της χώρας καταγωγής του, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στην Ιορδανία ότι ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτητή σε έναν από τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.  Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια των παραγράφων (α) και (β). Αξιολογώντας τις προϋποθέσεις της παραγράφου (γ) του ίδιου άρθρου, ο αρμόδιος λειτουργός, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην Ιορδανία, εκ της οποίας προέκυψε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο ή σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως άμαχος λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα του απορρίφθηκε στο σύνολό του.

 

Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός προσέθεσε ότι η πιθανή επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, λαμβάνοντας υπόψη την απουσία οποιασδήποτε απειλής να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την επιστροφή του στην Ιορδανία, δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης και το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Στις 28/05/2021, καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ’ αριθμόν 3182/21 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, αμφισβητώντας την προαναφερόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επί της οποίας εκδόθηκε απορριπτική απόφαση στις 29/09/2023. 

 

Στις 19/02/2024, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία. Κατά την καταχώριση, ο αιτητής δήλωσε πως δεν επιθυμεί αν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του επειδή η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο εξαιτίας της μεταστροφής από από το Ισλάμ στον Χριστιανισμό. Ως εκ τούτου, ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα τον εκτελέσουν επειδή η αλλαξοπιστία δεν είναι αποδεκτή πράξη. Δήλωσε, τέλος, πως αισθάνεται καταπίεση και η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο.

 

Με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του ο αιτητής υπέβαλε το πιστοποιητικό βάπτισής του εκδοθέν από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Το πιο πάνω έγγραφο ήρθε στην κατοχή του την 21η Ιουνίου 2022 μετά την αξιολόγηση του αιτήματος του από την Υπηρεσία Ασύλου και μετά την παρακολούθηση μαθημάτων του κατηχητικού σχολείου που παρακολούθησε στην Κύπρο.  Χρονικά, το έγγραφο αυτό αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια που εκκρεμούσε η δικαστική διαδικασία.  Το πρωτότυπο βρίσκεται στην κατοχή του (ερυθρό 145, του διοικητικού φακέλου).

 

Προχωρώντας στη προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως με τη μεταγενέστερη του αίτηση, ο αιτητής δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Ειδικότερα, ο αλλοδαπός κατά την μεταγενέστερη αίτησή του ισχυρίστηκε πως στη χώρα καταγωγής του η ζωή του κινδυνεύει λόγω του προσηλυτισμού του στον Χριστιανισμό. Οι ισχυρισμοί του εξετάστηκαν κατ' ουσίαν κατά την εξέταση της αίτησής του ημερομηνίας 15/3/2019 και απορρίφθηκαν.

 

Επιπλέον, το έγγραφο (ερυθρό 145 του διοικητικού φακέλου) που υπέβαλε ο αλλοδαπός με την μεταγενέστερη αίτηση του δεν αποτελεί νέο στοιχείο καθώς κατά την δικάσιμο της προσφυγής του ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό υπόθεσης 3182/2021, το παρόν στοιχείο τέθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου κατόπιν σχετικής αίτησης του αιτητή για προσαγωγή μαρτυρίας, και όπως φαίνεται στην απόφαση αρ. 3182/2021 εξετάστηκε ήδη από το Δικαστήριο (ερυθρά 168- 153, 152-146, 109-100, 145 του διοικητικού φακέλου). Βάσει της κρίσης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας «το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής είναι αξιόπιστος ως προς τον ισχυρισμό του, ιδιαίτερα ενόψει των γενικόλογων απαντήσεων που είχε δώσει κατά τη συνέντευξη του αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να ασπαστεί τον Χριστιανισμό αλλά και της έλλειψης γνώσεων για την χριστιανική θρησκεία». Επιπλέον ως έκρινε το Δικαστήριο «στα περιστατικά που περιέγραψε στη συνέντευξη του, δεν υπέστη οποιαδήποτε μορφής δίωξη ή βλάβη από κρατικούς φορείς, αλλά από μέλη της οικογένειας του, ενώ ο ίδιος δεν αναζήτησε προστασία από τις αρχές της χώρας του» (ερ. 168-153). Συνεπώς το επισυναπτόμενο έγγραφο με ερυθρό 145 έχει υποστηρικτικό χαρακτήρα και δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησής του με διεθνή προστασία και ούτως ή άλλως δεν αποτελεί νέο στοιχείο.

 

Ως προς το στοιχείο της «υπαιτιότητας», ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει ότι το αναφερόμενο έγγραφο το οποίο προσκόμισε ο αιτητής φέρει ημερομηνία έκδοσης την 21η Ιουνίου 2022. Την 8η Δεκεμβρίου 2020 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου και την 4η Μάϊου 2021, Αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου τους αιτητή. Στις 06/05/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 17/05/2021.

 

Επομένως, καθίσταται απόλυτα κατανοητό ότι το εν λόγω έγγραφο προσκομίσθηκε σε κατοπινό στάδιο της πιο πάνω διαδικασίας και δεν καθίστατο δυνατή η εξέτασή του. Επιπλέον, ο αιτητής στη μεταγενέστερη αίτηση του δεν ανέφερε πότε και πως απέκτησε κατοχή του εν λόγω εγγράφου και για ποιο λόγο παρέλειψε να το προσκομίσει στην Υπηρεσία Ασύλου κατά την διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας. Ωστόσο, το έγγραφο υποβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στα πλαίσια της προσφυγής υπ’αριθμόν 3182/21, το οποίο έκρινε ότι δεν προσδίδει οποιαδήποτε βασιμότητα στους ισχυρισμούς του αιτητή.  Συνεπώς, η περαιτέρω εξέταση του εν λόγω εγγράφου εκ μέρους της Υπηρεσίας Ασύλου δεν ήταν αναγκαία.

 

Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση.  Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από την αιτήτρια,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.

 

Προκύπτει, ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο.  Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).

 

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SNLN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

"55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ' εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη."

 

Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή είναι απαράδεκτο, καθότι ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο, αλλά αντιθέτως υπέβαλε εκ νέου τους ίδιους ισχυρισμούς, τους οποίους είχε κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής του.  Κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς του αιτητή, ο οποίος δεν υπέβαλε νέα στοιχεία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία να αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος  διεθνούς προστασίας, κρίνω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια από το αρμόδιο όργανο.

 

Ο αιτητής εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε στη Δημοκρατία για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας χωρίς να παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Σημειώνεται άλλωστε ότι η αναφορά του αιτητή ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020). 

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής , το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.  Ως εκ τούτου, το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο