Ι. Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.117/23, 31/10/2025
print
Τίτλος:
Ι. Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.117/23, 31/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.117/23

 

31 Οκτωβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ι. Β.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτήτρια

Κος Α. Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση                                                       

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.16/12/22, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 16/12/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 18/02/19 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 15/03/19 (ερ.1-3, 58).

Στις 19/09/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός της, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους το στηρίζει (ερ.31-58). Μετά τη συνέντευξη ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 16/11/22 η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.92-103).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας, που της δόθηκε διά χειρός στις 16/12/22, σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.106-107, 2).

Στην επίδικη αίτηση ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της λόγω «της πολιτικής κρίσης μεταξύ αγγλόφωνων και γαλλόφωνων περιοχών [της χώρας], η οποία οδήγησε σε σκοτωμούς και ανασφάλεια και κατέστησαν την οικογένεια [της] άστεγη, σπρώχνοντας [την ίδια] να φύγει για την προστασία [της]».

Κατά τη συνέντευξη η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε στο Mamfe, ακολούθως μετοίκησε στην Kumba και επέστρεψε στο Mamfe όταν ήταν 11 χρονών και από το 2010 σπούδαζε και μετά διέμενε στην Yaounde, μέχρι που έφυγε από το Καμερούν. Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια ανέφερε ότι είναι άτεκνη, οι γονείς της διαμένουν στο Mamfe, έχει 2 αδελφούς, οι οποίοι μένουν στη Yaounde, και μια αδελφή που μένει στο Mamfe, διατηρεί δε επαφή με όλους. Η αιτήτρια μιλά αγγλικά και γαλλικά (λόγω του ότι σπούδασε σε γαλλόφωνο πανεπιστήμιο Νομικά) και εργάστηκε σε σουπερμάρκετ.

Ερωτώμενη για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής της η αιτήτρια ανέφερε ότι στο λύκειο φοιτούσε σε σχολείο θηλέων και εκεί γνώρισε μια μικρότερη κατά δύο έτη μαθήτρια, με την οποία ήρθαν κοντά και ανέπτυξαν ερωτική σχέση. Αυτό μαθεύτηκε στο σχολείο και οι συμμαθητές τους τις αποκαλούσαν περιφρονητικά “mami watta” και τις απέφευγαν. Αυτά – ως ανέφερε - έγιναν κατά το τελευταίο έτος του σχολείου της και της προκαλούσαν μεγάλο φόβο καθώς δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει άνετα, καθώς ακόμα και ο ιερέας του σχολείου ανέφερε το όνομά της ως παράδειγμα προς αποφυγή κατά την κατήχησή του κατά των ομοφυλόφιλων. Έτσι η αιτήτρια αναγκάστηκε έτσι να μιλήσει στον μεγαλύτερο αδερφό της, τον οποίο εμπιστευόταν και ήταν πολύ κοντά, ο οποίος, παρότι η αρχική του αντίδραση δεν ήταν καλή (“he was angry with me [...] He told me one day I will go to prison”), στη συνέχεια την υποστήριξε και πήγε στο σχολείο της και ζήτησε από τον ιερέα να σταματήσει τις αναφορές του στην αιτήτρια. Ο νέος διευθυντής του σχολείου της εκείνο το διάστημα ήταν πολύ πιο ανεκτικός και επενέβη ώστε να σταματήσουν οι χλευασμοί προς την αιτήτρια. Στο πανεπιστήμιο η αιτήτρια ανέπτυξε σχέση με μία κοπέλα ονόματι Sherifa, η οποία διέμενε στον ίδιο ξενώνα μ’ αυτήν και, μια μέρα που βρίσκονταν μαζί στην περιοχή Biymassi της Yaounde και ήταν διαχυτικές μεταξύ τους, της είδαν άλλες κοπέλες από τον ξενώνα και τους επιτέθηκαν λεκτικά. Έκτοτε, ζούσαν πιο περιορισμένες κρύβοντας τη σχέση τους έως ότου η Sherifa αποφοίτησε και έφυγε από την πόλη.

Μετά το πτυχίο της, περί το 2014-2015, η αιτήτρια επέστρεψε στο πατρικό της στη Mamfe και εκεί, συνάντησε ξανά την κοπέλα με την οποία διατηρούσε σχέση στο σχολείο και επανασυνδέθηκαν. Εκείνη ζούσε στη Limbe και την επισκεπτόταν η αιτήτρια όταν πήγαινε στη θεία της κατά την περίοδο των διακοπών. Μια μέρα που έλειπε η θεία της αιτήτριας, οι δύο κοπέλες βρέθηκαν στο σπίτι της και ενόσω βρίσκονταν σε ερωτικές περιπτύξεις, εισήλθε μια γειτόνισσα, η οποία όταν τις είδε ημίγυμνες άρχισε να φωνάζει. Μαζεύτηκαν και άλλοι γείτονες οι οποίοι άρχισαν να τις χτυπάνε φωνάζοντας. Η αιτήτρια κατόρθωσε να διαφύγει και επέστρεψε στο Mamfe, όπου ωστόσο είχαν μαθευτεί ήδη τα νέα. Κατόπιν προτροπής της μητέρας της, η αιτήτρια μετέβη στη Yaounde. Λίγο διάστημα αργότερα, η μητέρα της την πληροφόρησε ότι μια γυναίκα ονόματι Manyi θα πήγαινε να τη βρει και να τη βοηθήσει. Τελικά, η γυναίκα αυτή φυγάδευσε την αιτήτρια εκτός χώρας σε ένα ταξίδι που η αιτήτρια θεωρεί ότι διευθέτησε η μητέρα της ώστε να την σώσει και έχει πρόσφατα πληροφορηθεί από τον πατέρα της ότι οι κάτοικοι του χωριού απειλούν να την σκοτώσουν αν επιστρέψει εκεί. Ερωτηθείσα για τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της, απάντησε ότι θα αναγκαστεί να ζει ως φυλακισμένη, όπως ζούσε και όσο βρισκόταν εκεί, θα αντιμετωπίσει διακρίσεις, δεν θα μπορεί να εκφραστεί ούτε να ζήσει όπως επιθυμεί σύμφωνα με τις σεξουαλικές της προτιμήσεις καθώς δεν το επιτρέπει ο νόμος.

Ερωτηθείσα ως προς τα συναισθήματά της όταν συνειδητοποίησε τη σεξουαλικότητά της, η αιτήτρια απάντησε ότι ένιωσε φόβο, παρότι - ταυτόχρονα - ένιωθε ότι αυτή ήταν η ταυτότητά της και δεν μπορούσε να την αλλάξει, ένιωθε ευτυχισμένη και άνετα με την κοπέλα με την οποία διατηρούσε σχέση. Κληθείσα να περιγράψει εκτενέστερα αυτή τη διεργασία η αιτήτρια ανέφερε πως ευρισκόμενη σε σχολείο θηλέων, συναναστρεφόταν μόνο με κορίτσια και έτσι άρχισε να ελκύεται από αυτά. Ερωτηθείσα αν άλλαξε η ζωή της μετά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού η αιτήτρια απάντησε θετικά, επεξηγώντας ότι έπρεπε να ζει περιορισμένη και να κρύβεται, φοβόταν δε μήπως φυλακιστεί καθώς η ομοφυλοφιλία συνιστά ποινικό αδίκημα. Κληθείσα να περιγράψει τα προβλήματα που αντιμετώπισε εξαιτίας του σεξουαλικού της προσανατολισμού ανέφερε ότι στο σχολείο ήταν δακτυλοδεικτούμενη, κανείς δεν ήθελε να κάνει παρέα μαζί της, τη χλεύαζαν και την φώναζαν “mama watta”, και οι καθηγητές της την κατηγορούσαν ότι θα παρασύρει τους συμμαθητές της σε αυτή την παράνομη συμπεριφορά και θα τους διαφθείρει. Επεξήγησε περαιτέρω ότι ο χαρακτηρισμός “mami wata” συνδέεται με τη μαγεία, και ήταν αυτό που προκάλεσε την παρέμβαση του διευθυντή του σχολείου ώστε να σταματήσουν αν την αποκαλούν έτσι.

Ερωτηθείσα για ποιο λόγο τα άτομα που της επιτέθηκαν κατά το περιστατικό στο σπίτι της θείας της δεν την κατήγγειλαν στην αστυνομία εφόσον είναι ποινικό αδίκημα, η Αιτήτρια απάντησε ότι δε γνωρίζει, ωστόσο ίσως συνέβαλε το ότι ήταν ιδιωτικό σχολείο (boarding school) στο οποίο οι μαθήτριες παρέμεναν περιορισμένες. Ερωτηθείσα γιατί τα άτομα του χωριού δεν την κατήγγειλαν στην αστυνομία η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν το έκαναν καθώς στο χωριό υπάρχει μία ομάδα “auntie gang” που επιβάλει τον νόμο και τιμωρεί όσους έχουν παραβατική συμπεριφορά. Ερωτηθείσα αν ενόχλησαν ποτέ την ίδια, απάντησε αρνητικά, αποδίδοντάς το στο ότι έμενε κλεισμένη σπίτι. Ωστόσο, συμπλήρωσε ότι μόλις τρεις μήνες νωρίτερα, όσο βρισκόταν ήδη στη Δημοκρατία, ο πατέρας της την ενημέρωσε πως αυτή η ομάδα σκοπεύει να την τιμωρήσει σε περίπτωση που επιστρέψει στο χωριό.

Καλούμενη να περιγράψει την κοπέλα που είχε δεσμό στο πανεπιστήμιο η αιτήτρια είπε ότι ήταν λίγο ψηλότερη από την ίδια, όμορφη, πολύ γενναιόδωρη και οξύθυμη και την έλκυε το ότι είχε καλή καρδιά και ήταν καλός άνθρωπος. Ερωτώμενη πως χώρισαν είπε ότι τελείωσε το πτυχίο της και έφυγε. Ερωτώμενη αν γνώριζε και άλλα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στο Καμερούν ανέφερε ένα, ο οποίος έφυγε – ως ανέφερε – στη Νιγηρία. Σε ερώτηση αν δραστηριοποιούνταν σε κοινωνικά δίκτυα ανέφερε ότι δεν είχε τηλέφωνο στο Καμερούν, όμως το κάνει τώρα στην Κύπρο, και – σε ακόλουθη ερώτηση – ανέφερε ότι γνωρίζει για ένα μυστικό κλαμπ στη Limbe, όπου συχνάζουν άτομα ΛΟΑΤΚΙ.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας στη συνέντευξη, σχημάτισαν του ακόλουθους 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς:

1.    Ταυτότητα, το προφίλ και χώρα καταγωγής της αιτήτριας

2.    Η αιτήτρια είναι ομοφυλόφιλη

Εκ των ως άνω ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν ως αξιόπιστο και αληθή τον 1ο ισχυρισμό, απορρίπτοντας τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας.

Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι επί τούτου δηλώσεις της αιτήτριας στερούντο επαρκών και λεπτομερών πληροφοριών, παρουσίαζαν έλλειψη σαφήνειας και το αφήγημά στερούνταν βιωματικών στοιχείων. Ως αναφέρουν οι καθ΄ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, εντοπίστηκε αοριστία στον τρόπο με τον οποίο η αιτήτρια περιέγραψε τη διεργασία μέσα από την οποία συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, η αφήγηση των σχέσεων που είχε έως σήμερα διακρινόταν από έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων, δεν ήταν σε θέση να ονοματίσει κανένα μέρος στο Καμερούν, όπου συναντιούνται άτομα LGBTI (παρά μόνο ένα μπαρ) και καμία οργάνωση για τα δικαιώματά τους.

Αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι – ως ανέφερε η αιτήτρια - τα μόνα άτομα που γνώριζαν ότι είναι ομοφυλόφιλη ήταν η μητέρα και ο αδερφός της, οι οποίοι αρχικά απογοητεύτηκαν και ανησύχησαν με το γεγονός αυτό. Ωστόσο, ως κρίθηκε, ήταν αόριστη στην περιγραφή της για το πώς τους το αποκάλυψε και ποιες οι αντιδράσεις τους. Ως στερούμενο συνοχής περαιτέρω κρίθηκε και το ότι παρότι - ως η ίδια ανέφερε - έκρυβε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, καθώς είναι ποινικό αδίκημα, περιέγραψε ταυτόχρονα ότι κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με την κοπέλα της στον κοιτώνα του σχολείου, όπου τις έβλεπαν συμμαθητές τους και, με την μετέπειτα σύντροφό της, ήταν διαχυτική ενώ περπατούσαν στο δρόμο.

Επιπροσθέτως των ως άνω αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι, παρότι υποστήριξε ότι ένιωθε ντροπή στο σχολείο καθώς οι συμμαθητές της την χλεύαζαν, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς και με βιωματικά στοιχεία τα όσα ανέφερε, έδωσε αόριστα παραδείγματα, τα οποία στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς - ως κρίθηκε - γιατί δεν την κατήγγειλαν στην αστυνομία οι συμμαθητές και καθηγητές της, δεδομένου ότι, ως η ίδια ανέφερε, η ομοφυλοφιλία είναι ποινικό αδίκημα στο Καμερούν. Αόριστη κρίθηκε και η περιγραφή της για το περιστατικό στο δρόμο με την κοπέλα της Sherifa, αφού δεν περιέγραψε τη δική της αντίδραση και τα συναισθήματα που ένιωσε εκείνη τη στιγμή. Ομοίως αόριστη και μη συνεκτική κρίθηκε και η περιγραφή του περιστατικού όπου της επιτέθηκαν γείτονες και άτομα του χωριού στο σπίτι της θείας της. Επισημαίνεται επίσης η αντίφαση στις χρονολογίες που αναφέρει η αιτήτρια, καθότι αρχικά είχε αναφέρει ότι επισκέφθηκε τη θεία της στο Limbe το 2014 και ότι το περιστατικό έλαβε χώρα μετά το πτυχίο της, το 2014-15, ενώ αργότερα ανέφερε ότι μπερδεύτηκε και ότι αυτό συνέβη λίγο πριν εγκαταλείψει τη χώρα, περί τον Δεκέμβριο του 2018. Περαιτέρω μη επαρκής και λεπτομερής κρίθηκε και η αναφορά της αιτήτριας στο ότι η λεγόμενη συμμορία “auntie gang” απείλησε τον πατέρα της ότι σε περίπτωση που η αιτήτρια επιστρέψει, θα την τιμωρήσουν για το αδίκημα που διέπραξε, επί του οποίου τελικά δεν έδωσε περαιτέρω λεπτομέρειες.

Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας εντοπίστηκαν πληροφορίες (ΠΧΚ) εκ των οποίων επιβεβαιώνεται η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στο Καμερούν αλλά και το ότι καταγράφονται συχνά περιστατικά βίας με αποδέκτες άτομα ΛΟΑΤΚΙ, τα οποία συνάδουν με τα λεγόμενα της αιτήτριας.

Εκ των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, παρότι πληρούται η εξωτερική συνοχή του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας, εντούτοις – δεδομένου ότι το αφήγημα της στερείται εσωτερικής συνοχής - αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και απορρίφθηκε.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός αναφορικά με την καταγωγή, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, κατόπιν επισκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (Yaounde), ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει αυτή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη και συνεπώς δεν υφίσταται ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας.

Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και κατά της αιτήτριας εκδόθηκε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

Στην προσφυγή ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας καταγράφει αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς, πολλούς εκ των οποίων προωθεί δια της γραπτής του αγόρευσης.

Κατά τις διευκρινίσεις ο συνήγορος της αιτήτριας απέσυρε όλους τους προωθούμενους ισχυρισμούς πλην του ισχυρισμού περί μη δέουσας έρευνας και μη αιτιολόγησης της εδώ επίδικης απόφασης.

Δεδομένου ότι οι μόνοι εν τέλει προωθούμενοι εκ της αιτήτριας ισχυρισμοί συμπλέκονται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της επίδικης απόφασης, προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της, εξ υπαρχής (ex nunc) και επί παντός των ενώπιον μου στοιχείων, η οποία τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. E.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:

«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.

Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.

[…]

Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»

Στη βάση και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας, καθώς όσα ανέφερε σχετικώς περιείχαν, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν επί τούτου λεπτομερώς στα ερ.96-100, καταφανή κενά, ασάφειες, στερούνταν επαρκών λεπτομερειών, χρονικής και λογικής συνέπειας, αντιφάσεις και δεν περιέχουν επαρκή βιωματικά στοιχεία στο σύνολο του αφηγήματος της που αφορά τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, ως και πιο πάνω καταγράφονται στην παρούσα, στα πλαίσια της παράθεσης της επίδικης έκθεσης, τα οποία δεν μπορούν παρά να διαβρώσουν μοιραία την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων της. Δεν έχω λοιπόν τίποτε να προσθέσω στα όσα ενδελεχώς επί τούτου καταγράφονται στην επίδικη έκθεση αναφορικά με την εσωτερική συνοχή των εν λόγω ισχυρισμών της αιτήτριας, τα οποία παρατίθενται και πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω στο σημείο αυτό, πέραν του να σημειώσω τα κάτωθι, για σκοπούς πληρότητας.

Στην παρούσα, κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, έγινε η δέουσα χρήση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών από τους καθ’ ων η αίτηση. Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι στα πλαίσια εξέτασης ισχυρισμών που, ως εν προκειμένω, αφορούν σεξουαλικό προσανατολισμό αιτητή δεν χωρούν τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν μπορεί να βασίζεται σε στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-148/13-C-150/13, A. B. C., ημ.02/12/14). Περαιτέρω δεν πρέπει να ζητείται από τον αιτητή να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για σεξουαλικές εμπειρίες ή και να προσφέρει σχετικά στοιχεία. Σημειώνεται επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση στην εξέταση της επίδικης αίτησης, είναι αντικείμενο προβληματισμού [1], ως βασιζόμενο και αυτό επί στερεοτυπικών αντιλήψεων, και γι’ αυτό θεωρώ ότι η χρήση του θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.

Στην απόφαση Α. Β. C. του ΔΕΕ (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά στις σκέψεις 61-65, επί του ζητήματος αξιολόγησης αξιοπιστίας στα πλαίσια υποθέσεων ως η παρούσα.

 «61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.

62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.

63. Επομένως, η αδυναμία ενός αιτούντος άσυλο να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για να συναχθεί η αναξιοπιστία του αιτούντος, στο μέτρο που η προσέγγιση αυτή είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85.

64. Δεύτερον, μολονότι οι εθνικές αρχές βασίμως προβαίνουν, κατά περίπτωση, σε υποβολή ερωτήσεων προκειμένου να εκτιμήσουν τα γεγονότα και τις περιστάσεις σχετικά με τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων άσυλο, εντούτοις οι ερωτήσεις που αφορούν τις λεπτομέρειες των σεξουαλικών πρακτικών του οικείου αιτούντος άσυλο προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης και, ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπει το άρθρο του 7.

65. Όσον αφορά, τρίτον, τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να κρίνουν παραδεκτή, όπως πρότειναν ορισμένοι αναιρεσείοντες των κύριων δικών, την τέλεση ομοφυλοφιλικών πράξεων, την ενδεχόμενη υποβολή τους σε «τεστ» προκειμένου να αποδείξουν την ομοφυλοφιλία τους ή ακόμη την οικειοθελή εκ μέρους τους προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων όπως είναι οι βιντεοσκοπημένες λήψεις των ερωτικών τους συνευρέσεων, υπογραμμίζεται ότι, πλην του ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεικτική αξία, ενδέχεται περαιτέρω να συνεπάγονται και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Χάρτη. »

Ενόψει και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών δεν μπορεί να αγνοηθεί εν προκειμένω ότι όλες οι απαντήσεις της αιτήτριας στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομέρειών, χωρίς αναφορά σε κάποιο ιδιαίτερο γεγονός ή εμπειρία, που εντυπώθηκε στη μνήμη της, έστω φωτογραφικά, είτε από τα βιώματα της, την καθημερινότητα της με τις κοπέλες με τις οποίες είχε δεσμό, τι έκαναν, πως περνούσαν τον χρόνο τους, πως βίωσε τον χωρισμό τους, είτε από την αντίδραση της οικογένειας της ή του κοινωνικού της περίγυρου. Επί των πτυχών αυτών θεωρώ ότι η αιτήτρια παρέμεινε γενικόλογη, χωρίς να είναι σε θέση να παραθέσει επαρκή βιωματικά στοιχεία. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αιτήτρια ουδέν περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση. Δεν παραβλέπω βεβαίως ότι τυχόν καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος της δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο, άνευ ετέρου, για μη αποδοχή των ισχυρισμών της, όμως εδώ, ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου, δεν μπορεί παρά να συνυπολογιστεί και αυτή.

Αναφορικά τώρα με την εξωτερική συνοχή των ισχυρισμών της αιτήτριας σημειώνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε αξιολόγηση πληροφοριών που εντόπισαν σχετικά με την μεταχείριση ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στο Καμερούν, εκ των οποίων διαπιστώθηκε ότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες. Δεδομένου τούτου δεν κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τούτο, καθότι αρκεί ότι άτομα ΛΟΑΤΚΙ αντιμετωπίζουν κίνδυνο από τις αρχές αλλά και το κοινωνικό σύνολο, κακομεταχείρισης, κοινωνικού αποκλεισμού και φυλάκισης, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν. Σημειώνω μόνο ότι τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επιβεβαιώνονται και από έτερη πηγή [2].

Όμως εν προκειμένω η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας, ως ανωτέρω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, καθότι η συμφωνία των λεγομένων της με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής ως προς την ύπαρξη τέτοιου φαινομένου ως περιγράφεται, δεν αρκεί βεβαίως από μόνη της για την αποδοχή ενός αφηγήματος που στερείται, σε πολλά και καίρια σημεία, εσωτερικής συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας. Αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση και μόνο της εξωτερικής συνοχής, αυτό θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι κατά τ’ άλλα στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια, πολλές φορές, σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων ενός αιτητή. Ως και στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Ενόψει των όσων πιο πάνω εξηγώ θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός παρουσιάζει σημαντικά κενά, ελλείψεις και αοριστίες, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα τη συνολική συνοχή και αξιοπιστία της.

Απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της αιτήτριας (Yaounde).   

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην περιφέρεια Centre του Καμερούν, όπου βρίσκεται η Yaoundé, τόπος συνήθους διαμονής της αιτήτριας, κατά το τελευταίο έτος (τελευταία ενημέρωση 24/10/25), καταγράφηκαν 3 περιστατικά πολιτικής βίας[3] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια.[4] Επισημαίνεται ότι στην Yaoundé, το ανωτέρω χρονικό διάστημα καταγράφηκε στην εν λόγω βάση δεδομένων 1 περιστατικό πολιτικής βίας το οποίο είχε ως αποτέλεσμα 1 απώλεια.[5] Η Yaounde είναι η πρωτεύουσα του Καμερούν με πληθυσμό περί των 3 εκατομμυρίων κατοίκων [6].

Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της εκεί. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, λαμβανομένων υπόψη των όσων πιο κάτω θα εξηγήσω σε σχέση με το προφίλ της, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [7] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).  

Σημειώνω ότι η αιτήτρια είναι 35 ετών σήμερα, υγιής, με πανεπιστημιακή μόρφωση, χωρίς άλλες ενδείξεις ευαλωτότητας, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος της, γνωρίζει γαλλικά, έχει διαμείνει στη Yaounde για αρκετά χρόνια και διατηρεί οικογενειακό δίκτυο εκεί, ήτοι τ’ αδέλφια της, ένας εκ των οποίων συντηρούσε οικονομικά στο παρελθόν την αιτήτρια (ερ.51).

Τα ως συνηγορούν υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει επαρκή βιοπορισμό, στέγαση και στήριξη κατά την επανένταξη της στην τοπική κοινωνία κατά την επιστροφή της και δεικνύουν ότι οι όποιες δυσκολίες κληθεί να αντιμετωπίσει δεν θα εξέθεταν αυτήν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του. Άλλωστε, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα.

Ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να ανατρέπει τα ως άνω.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. Zisakou S (2021) Credibility Assessment in Asylum Claims Based on Sexual Orientation by the Greek Asylum Service: A Deep-Rooted Culture of Disbelief. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fhumd.2021.693308/full

[2] ACCORD - Query response on Cameroon: General situation of homosexual persons, criminalisation of homosexuality – 13/10/21 - https://www.ecoi.net/en/document/2063110.html

 

[3] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests).

[4] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Cameroon, Centre, Yaoundé) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 30/10/2025]

[5] Ibid

[7] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο