T.Ι.Ι. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 1571/23, 31/10/2025
print
Τίτλος:
T.Ι.Ι. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 1571/23, 31/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                        

                                                                                          Υπόθεση αρ. 1571/23

 

                                                   31 Οκτωβρίου 2025

 

 [Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                             Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

  

Μεταξύ:

                                                             T.Ι.Ι.

                                                                                                                    Αιτητής                                                                                                                                                                                                                                                                         

Και

 

                          Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                                                                                             Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

Ρ. Προδρόμου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

[Παρούσα η κα. Μ. Σταύρου για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα].

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την προσφυγή του ο Αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 26/04/2023 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις  18/05/2023  και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.) και στις 24/12/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 05/04/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (Ο.Ε.Ε.Α., αγγλ. E.U.A.A.). Ακολούθως, στις 19/04/2023 ο αρμόδιος λειτουργός του O.E.E.A. ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 26/05/2023, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 12/05/2023, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 18/05/2023.

Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.

Στο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και απουσιάζει η οποιαδήποτε έκθεση γεγονότων. Το μόνο που αναφέρεται χειρόγραφα είναι ότι ο ίδιος όταν εργαζόταν στην χώρα του σε μια εταιρεία στο λιμάνι, έγιναν κλοπές, ο ίδιος δεν είχε προβεί σε κλοπή, όμως παρ΄ όλα αυτά τους βασάνισαν και οι γονείς του τον βοήθησαν να εγκαταλείψει την χώρα του.

Εξίσου, στην  γραπτή αγόρευση του Αιτητή, δεν καταγράφεται οποιαδήποτε ανάλυση νομικών λόγων πέραν από τα γεγονότα βάσει των οποίων οδηγήθηκε στο να εγκαταλείψει την χώρα του. Ειδικότερα, στην εν λόγω, προβλήθηκε ότι ο αιτητής εργαζόταν ως υπάλληλος ασφαλείας σε μια εταιρεία στην χώρα του και τον κατηγόρησαν ότι συνωμότησε με τους άλλους υπαλλήλους που έκλεψαν χρήματα από την εταιρεία. Πρόσθεσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα του καθότι τα άτομα που έκλεψαν τα χρήματα δεν βρίσκονται πλέον εκεί, και εάν επιστρέψει, παρότι είναι αθώος, θα τον βλάψουν και θα τον στείλουν φυλακή.

Οι Καθ' ων η Αίτηση μέσω της γραπτής τους αγόρευσης υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης όπου ανάφεραν ότι ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα του Αιτητή μιας και ο ίδιος ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή διεθνούς προστασίας και δια τούτο η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι το παρόν Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ημερομηνία της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή, καταγράφεται ότι έγινε στις 26/05/2023, ενώ η επιστολή κοινοποίησης της απόφασης στον αιτητή φέρει ημερομηνία 12/05/2023, της οποίας ο αιτητής έλαβε γνώση στις 18/05/2023. Ενόψει τούτου, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, προσκόμισε επιστολή λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όπου στην εν λόγω καταγράφεται ότι η ορθή ημερομηνία έκδοσης της απόφασης είναι η 26/04/2023. Επομένως, ως ισχυρίστηκε η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, πρόκειται περί καλόπιστου και/ή τυπογραφικού λάθους παραπέμποντας στο ‘mini sheet’ που περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, όπου εντοπίζεται χειρόγραφη σημείωση όπου καταγράφεται και εμφαίνεται ότι η εν λόγω πράξη εκδόθηκε στις 26/04/2023.

Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί ανωτέρω, καταλήγω ότι προκύπτει από όλα τα στοιχεία της υπό κρίση υπόθεσης, ότι η καταγραφή λανθασμένου μήνα στην εκδοθείσα απόφαση πρόκειται για τυπογραφικό λάθος και όχι για λάθος που θέτει με οποιοδήποτε τρόπο εν αμφιβόλω την υπόσταση και το κύρος της διοικητικής πράξης.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε περίπτωση που διάδικος εμφανίζεται σε διαδικασία χωρίς να εκπροσωπείται από δικηγόρο, δεν υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση με την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, εν αντιθέσει με το τι ισχύει για διαδίκους που εκπροσωπούνται με δικηγόρο. Στον Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 αναφέρεται ( παραθέτω αυτολεξεί): « Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον» (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

Επομένως, σύμφωνα με τα ως άνω, η μη συμπερίληψη στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως/ προσφυγής λόγων ακυρώσεως/ νομικών σημείων δεν αποστερεί την εξουσία από το παρόν Δικαστήριο να προχωρήσει να εξετάσει την προσφυγή του Αιτητή και να ελέγξει την ορθότητα της απόφασης ήτοι να προβεί σε έλεγχο επί της ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2018 (Ν. 73 (Ι)/2018).

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το αρμόδιο όργανο ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του Αιτητή.

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου όπου κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι ο προϊστάμενος του θέλει να τον σκοτώσει (ερ. 1 και μετάφραση αυτού ερ. 30 του Δ.Φ.). 

Στο πλαίσιο της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε έχει κονγκολέζικη καταγωγή, προερχόμενος από την πόλη Kinshasa, η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και προηγούμενης συνήθους διαμονής του (ερ. 56 του Δ.Φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως έχει λάβει δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του, ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε πως εργαζόταν ως υπάλληλος ασφαλείας σε εταιρεία (ερ. 57 του Δ.Φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση ανάφερε πως είναι σε σχέση με μια αιτήτρια ασύλου στην Δημοκρατία, με την οποία έχουν αποκτήσει και ένα παιδί (ερ. 57 του Δ.Φ.). Τέλος, ανέφερε πως οι γονείς του και τα αδέρφια του (13 στο σύνολο) ζουν μέχρι και σήμερα στην Kinshasa της Λ.Δ.Κ. (ερ. 57 και 56 Δ.Φ.).

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ανέφερε ότι εργαζόταν ως φρουρός ασφαλείας σε μια εταιρεία. Εξήγησε ότι είχε πάρει δύο μέρες άδεια από τη δουλειά επειδή ήταν άρρωστος και είχε πάει στο νοσοκομείο για θεραπεία. Κατά την απουσία του, ισχυρίστηκε ότι ένα χρηματικό ποσό που προοριζόταν για την πληρωμή των εργαζομένων εκλάπη από την εταιρεία. Όταν επέστρεψε στη δουλειά, αυτός και οι υπόλοιποι διαπίστωσαν ότι τα χρήματα είχαν εξαφανιστεί. Παρά το γεγονός ότι έλειπε κατά τη διάρκεια του περιστατικού, η εταιρεία τον κατηγόρησε ότι είχε συμμετοχή στην κλοπή, ισχυριζόμενη ότι συνεργάστηκε με τους υπεύθυνους. Ο αιτητής ανέφερε ότι προσπάθησε να εξηγήσει πως ήταν άρρωστος και δεν βρισκόταν στον χώρο εργασίας όταν συνέβη το περιστατικό, αλλά η εξήγησή του δεν έγινε αποδεκτή. Συνελήφθη και στάλθηκε στη φυλακή, όπου υπέστη βασανιστήρια και καθημερινούς ξυλοδαρμούς κατά τη διάρκεια ανακρίσεων. Παρότι είπε στους ανακριτές ότι ήταν αθώος και δεν γνώριζε τίποτα για τα κλεμμένα χρήματα, ωστόσο τα βασανιστήρια ισχυρίστηκε πως συνεχίστηκαν καθημερινά. Τελικά, οι γονείς του παρενέβησαν και κατάφεραν να διαπραγματευτούν την αποφυλάκισή του με έναν υπάλληλο της φυλακής. Ο υπάλληλος τους προειδοποίησε να μην αποκαλύψουν καμία πληροφορία σχετικά με την αποφυλάκιση, η οποία πραγματοποιήθηκε διακριτικά τη νύχτα. Μετά την αποφυλάκισή του, ο αιτητής διέφυγε στην κοινότητα Kinsenso για λόγους ασφαλείας. Όταν ρωτήθηκε αν υπήρχε κάποιος άλλος λόγος που εγκατέλειψε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, απάντησε ότι αυτός ήταν ο μόνος λόγος. Πρόσθεσε ότι εάν επιστρέψει στη χώρα του, φοβάται ότι θα βασανιστεί και θα σκοτωθεί (για όλα τα ανωτέρω βλ. ερ. 55 του Δ.Φ.). 

Αναφορικά με την θέση εργασίας του, ο αιτητής δήλωσε ότι εργαζόταν ως φρουρός ασφαλείας σε μια εταιρεία, σε θέση την οποία κατείχε από το 2018 ή 2019, μέσω διασυνδέσεων του πατέρα του, που επίσης είχε σχέση με την εταιρεία. Τα καθήκοντά του περιλάμβαναν το άνοιγμα της κύριας πύλης, την καθοδήγηση των επισκεπτών στα γραφεία και τη νυχτερινή φύλαξη των εγκαταστάσεων. Ως προς το ωράριό του ανέφερε ότι εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή. Ακολούθως, εξήγησε ότι κάποια στιγμή χρειάστηκε να μείνει στο σπίτι άρρωστος για δύο ημέρες και όταν επέστρεψε στην εργασία του, στις αρχές Οκτωβρίου 2021, αντίκρισε αναστάτωση έξω από την εταιρεία. Όπως διευκρίνισε, ένας συνάδελφος τον κατηγόρησε ότι έκλεψε χρήματα που είχαν χαθεί κατά την απουσία του, αν και ο ίδιος αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή. Ανέφερε ότι απάντησε πως, αν είχε κλέψει, δεν θα είχε επιστρέψει στη δουλειά τόσο ανοιχτά. Παρά το γεγονός ότι δεν του απαγγέλθηκαν επίσημες κατηγορίες, συνελήφθη χωρίς εξηγήσεις και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα, όπου κρατήθηκε για διάστημα «1-10 ημέρες» ως δήλωσε, χωρίς τροφή και υπέστη επαναλαμβανόμενες ανακρίσεις και βασανιστήρια. Ο αιτητής ανέφερε ότι δεν του παρουσιάστηκε ένταλμα σύλληψης ή οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο και δεν προσέλαβε δικηγόρο, θεωρώντας ότι δεν θα είχε καμία τύχη ενάντια σε μια ισχυρή εταιρεία με οικονομική επιρροή. Τελικά, αποφυλακίστηκε μετά από παρέμβαση των γονιών του, οι οποίοι διαπραγματεύτηκαν με κάποιον υπάλληλο του αστυνομικού τμήματος. Δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες της διαπραγμάτευσης, του είπαν απλώς να βγει και επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στην κοινότητα Kinsenso, όπου και κρυβόταν. Ανέφερε ότι ξαναείδε τους γονείς του μόνο τη μέρα που του έδωσαν το διαβατήριο στο αεροδρόμιο. Ισχυρίστηκε ότι δεν πέρασε από ελέγχους, γιατί του έδωσαν το διαβατήριο και τον οδήγησαν απευθείας στο αεροπλάνο. Πιστεύει ότι οι αρχές υπέθεσαν πως είχε διαφύγει κατά τις ημέρες που έλειπε λόγω ασθένειας, κάτι που εξηγεί γιατί δεν προσπάθησαν να τον συλλάβουν στο σπίτι του. Όταν ρωτήθηκε αν θα μπορούσε να είναι ασφαλής σε κάποιο άλλο μέρος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, συμπεριλαμβανομένου της περιοχής Kinsenso, ο αιτητής απάντησε ότι δεν υπάρχει κανένα ασφαλές μέρος για τον ίδιο σε ολόκληρη τη χώρα. Δήλωσε μάλιστα ότι θεωρείται φυγάς από την αστυνομία, καθώς δεν είχε νομικά αποφυλακιστεί. (για όλα τα παραπάνω βλ. ερ. 51-55 Δ.Φ.).

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τα όσα ο Αιτητής δήλωσε στη συνέντευξή του, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αναφορικά με την υπηκοότητα, την περιοχή καταγωγής και τον τελευταίο τόπο διαμονής του αιτητή, και ο δεύτερος αναφορικά με το ότι κατηγορήθηκε ότι έκλεψε χρήματα από την εταιρία στην οποία εργαζόταν. 

Ειδικότερα, στον πρώτο ισχυρισμό κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του καθώς ο αιτητής προσκόμισε πρωτότυπο διαβατήριο από τη χώρα καταγωγής του, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Σε ό,τι αφορά στον δεύτερο ισχυρισμό, είναι θέση των Καθ’ ων ότι οι δηλώσεις του αιτητή παρουσίαζαν έλλειψη συνοχής, συνέπειας και επαρκών λεπτομερειών. Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει την ημέρα που κατηγορήθηκε για την απώλεια των χρημάτων, το πότε συλλήφθηκε, που οδηγήθηκε και για πόσο διάστημα κρατήθηκε, δεν έδινε συγκεκριμένες απαντήσεις παρά επαναλάμβανε κάθε φορά ακατάληπτα την απάντηση «από 1 έως 10», χωρίς να διευκρινίζει τι είναι αυτό που πραγματικά εννοεί. Επίσης, όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει βασικές λεπτομέρειες – όπως τα καθήκοντά του στην εργασία, το ακριβές χρονοδιάγραμμα της σύλληψής του ή γιατί δεν συνελήφθη όσο ήταν στο σπίτι  – έδωσε αντιφατικές ή ελλιπείς απαντήσεις. Επιπρόσθετα, ο αιτητής είχε άγνοια ως προς το ποσό που εκλάπη. Δεν μπορούσε επίσης να εξηγήσει γιατί μια μεταφορική εταιρεία, όπως αυτή που εργαζόταν,  διατηρούσε μετρητά στο χώρο της ή πώς κατάφερε να διαφύγει από τη χώρα παρόλο που υποστήριξε ότι ήταν καταζητούμενος. Παρατηρήθηκαν επίσης αντιφάσεις, ιδιαίτερα σχετικά με το αν αφέθηκε ελεύθερος μετά από διαπραγμάτευση ή αν απέδρασε από την κράτηση. Δεν κατάφερε να περιγράψει τις συνθήκες και τον χώρο της κράτησής του ούτε να εξηγήσει με ποιον τρόπο επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο χωρίς να περάσει από ελέγχους, δεδομένης της κατάστασής του. Λόγω της έλλειψης εσωτερικής συνέπειας και επαρκούς λεπτομέρειας στην αφήγησή του, και επειδή δεν ανευρέθηκαν εξωτερικές πηγές που να μπορούν να επιβεβαιώσουν τον υπό κρίση ισχυρισμό, οι Καθ’ ων κατέληξαν ότι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η εσωτερική ούτε η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του αιτητή και απέρριψαν τον ισχυρισμό στο σύνολό του.

 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού. Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός, αφού έλαβε υπόψη όλα τα συναφή στοιχεία που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή και μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος κατέληξε ότι δεν συντρέχει μελλοντικός κίνδυνος δίωξης ή έκθεσης σε σοβαρή βλάβη του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ.

 

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας περαιτέρω τον κίνδυνο που διατρέχει ο αιτητής στη χώρα καταγωγής του και λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ του αιτητή, έκρινε ότι δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, αφού στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου ήτοι την εθνικότητα, την φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, μιας και στην περιοχή της Kinshasa της Λ.Δ.Κ., όπου αναμένεται να επιστρέψει ο αιτητής,  δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Αιτητής επανέλαβε κατά βάση τους ισχυρισμούς του.

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018)    και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και διαμονής και το προφίλ του Αιτητή δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση.  

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του, ως αυτές προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός υπέπεσε σε ασάφειες και αντιφάσεις, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του. Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομερείς και επαρκείς πληροφορίες για τα προσωπικά του βιώματα.

 

Ορθώς, λοιπόν, θεωρώ κρίθηκε από τους Kαθ’ ων η αίτηση ότι, τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγομένων του αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε, καθότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον ισχυρισμό του ότι κατηγορήθηκε για κλοπή από εταιρεία στην οποία εργαζόταν. Οι απαντήσεις του στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ελλείψεις και ασυνέπειες όσον αφορά  τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει. Θα συμφωνήσω με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή,  και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.

 

Επομένως, καταλήγω ότι το εν λόγω αφήγημα του αιτητή δεν παρουσιάζει ευλογοφάνεια και συνοχή. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Επομένως, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των ανωτέρω δηλώσεών του, το Δικαστήριο κρίνει ότι εκ των όσων αυτός δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση, λοιπόν, της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ’ ων η Aίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο Aιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος να στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συνακόλουθα, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν επικαλέστηκε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στην χώρα καταγωγής του, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής  στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ.Κ, η οποία θεωρείται ο συνήθης τόπος διαμονής του.

Σύμφωνα με το RULAC[1] η ΛΔΚ εμπλέκεται σε διάφορες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον διαφόρων μη κρατικών ένοπλων ομάδων. Μια ειρηνευτική επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών, η UN Organization Stabilization Mission in the Democratic Republic of the Congo (MONUSCO), υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC). Η Ρουάντα έχει παρέμβει στη ΛΔΚ προς υποστήριξη της ένοπλης ομάδας M23. Επιπλέον, η Κένυα έχει αναπτύξει ειρηνευτικά στρατεύματα στη ΛΔΚ προκειμένου να πολεμήσουν στη Goma[2].

Η σύγκρουση μεταξύ των κοινοτήτων Teke και Yaka[3], η οποία ξεκίνησε το 2022 λόγω μιας εδαφικής διαμάχης, «προκάλεσε επιδείνωση» της ανθρωπιστικής κατάστασης και της κατάστασης ασφαλείας σε πολλές επαρχίες κοντά στην πρωτεύουσα Kinshasa.[4] Η σύγκρουση έφτασε επίσης στην ίδια την Kinshasa.[5]

Σύμφωνα με το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, στην περιοχή Kwamouth και στη δημοτική κοινότητα Maluku της Kinshasa, η σύγκρουση οδήγησε στην καταστροφή των μισών χωριών, όπου «εκατοντάδες σχολεία και ιατρικά κέντρα καταστράφηκαν ή αναγκάστηκαν να κλείσουν». Αναφέρθηκαν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας, των απαγωγών για λύτρα και των βασανιστηρίων.[6]

Η Διεθνής Αμνηστία (Amnesty International – AI) ανέφερε το 2022 ότι «οι διοικητικές αρχές στην Kinshasa απαγόρευσαν παράνομα και συστηματικά όλες τις διαδηλώσεις που θεωρούνταν επικριτικές προς τον Πρόεδρο Tshisekedi ή την κυβέρνησή του».[7]

Για παράδειγμα, στις 20 Μαΐου 2023, οι δυνάμεις ασφαλείας «έριξαν δακρυγόνα και συγκρούστηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας Kinshasa με αντικυβερνητικούς διαδηλωτές» που διαμαρτύρονταν για την αύξηση του κόστους ζωής, την ανασφάλεια και τις παρατυπίες στην εγγραφή ψηφοφόρων.[8] Σύμφωνα με το International Crisis Group, οι δυνάμεις ασφαλείας αντέδρασαν με βία, που είχε ως αποτέλεσμα «δεκάδες τραυματισμούς», σύμφωνα με την αντιπολίτευση.[9] Τον Δεκέμβριο του 2023, 11 πολίτες φέρεται να τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια σύγκρουσης μεταξύ της αστυνομίας και διαδηλωτών της αντιπολίτευσης στην Kinshasa.[10]

Στην ετήσια έκθεση του 2025 του Human Rights Watch για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το έτος 2024 στη Λ.Δ.Κ., σε σχέση με τις ένοπλες συγκρούσεις στην ανατολική πλευρά της χώρας,  αναφέρεται ότι εκεί δραστηριοποιούνται πάνω από 100 ένοπλες ομάδες, κυρίως στις περιοχές Ituri, North Kivu, και South Kivu.[11] Σε έκθεση της UNHCR που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2025, αναφέρεται ότι μετά από συνεχιζόμενη επιδείνωση της ασφάλειας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρωπιστικής κατάστασης στις περιοχές North Kivu, South Kivu και Ituri από τον Νοέμβριο του 2022, η ένοπλη βία στις ανατολικές επαρχίες της Λ.Δ.Κ. κλιμακώθηκε τον Ιανουάριο του 2025.[12]

Όσον αφορά την πρωτεύουσα - επαρχία Kinshasa, για σκοπούς πληρότητας της έρευνας, παραθέτω αριθμητικά δεδομένα επί των περιστατικών ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή.  Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης τις 24/10/2025), καταγράφηκαν 39 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/ απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 41 θάνατοι. Εξ’ αυτών, τα 5 περιστατικά καταγράφηκαν συγκεκριμένα στην κοινότητα Kinshasa, από τα οποία προκλήθηκαν 3 θάνατοι.[13]

Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004[14]. Εκ των ανωτέρω πληροφοριών καθίσταται σαφές ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην Κinshasa επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια οιασδήποτε εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης. Συνεπώς, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για κάποιον πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από συνθήκες οι οποίες εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Κατά συνέπεια, η πόλη της Kinshasa, από την οποία κατάγεται ο Αιτητής και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, παρότι χαρακτηρίζεται γενικά από αστάθεια και υψηλή εγκληματικότητα, εντούτοις, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[15]. Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του αιτητή, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη της Kinshasa.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή.

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με € 600 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

                                                                                     Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] To RULAC (Rule of Law in Armed Conflicts) είναι μια διαδικτυακή πύλη της Ακαδημίας της Γενεύης που καταγράφει και αναλύει ένοπλες συγκρούσεις παγκοσμίως, προσδιορίζοντας τα εμπλεκόμενα μέρη και το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο.https://www.rulac.org/

[3] UN Security Council, Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo, 30 December 2023, https://digitallibrary.un.org/record/4032027?v=pdf, paras. 7-14

[4] Reuters, Ethnic conflict kills 11 people in western Congo, 31 January 2024, https://www.reuters.com/world/africa/ethnic-conflict-kills-11-people-western-congo-2024-01-31/; UN Security Council, Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo, 30 December 2023, https://digitallibrary.un.org/record/4032027?v=pdf, para. 7

[5] New Humanitarian (The), Conflict in western DRC simmers unnoticed amid rebel gains in the East, 12 February 2024, https://www.thenewhumanitarian.org/news-feature/2024/02/12/conflict-western-drc-democratic-republic-of-the-congo-amid-rebel-gains-east

[6] UN Security Council, Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo, 30 December 2023, https://digitallibrary.un.org/record/4032027?v=pdf, para. 9

[7] AI, Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of The Congo 2022, 27 March 2023, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/

[8] Reuters, DR Congo security forces clash with anti-govt protesters in Kinshasa, 25 May 2023, https://www.france24.com/en/africa/20230520-dr-congo-security-forces-clash-with-anti-govt-protesters-in-kinshasa

[9] International Crisis Group, Tracking Conflicts Worldwide - Democratic Republic of Congo, May 2023, https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/july-alerts-and-june-trends-2023

[10] BBC News, DR Congo elections: Fayulu's supporters clash with police in Kinshasa, 27 December 2023, https://www.bbc.com/news/world-africa-67826862; Africanews, Opposition protesters clash with police in Kinshasa after partial results released, 28 December 2023, https://www.africanews.com/2023/12/28/opposition-protesters-clash-with-police-in-kinshasa-after-partial-results-released/; France 24, DR Congo police disperse banned protest by the opposition, 27 December 2023, https://www.france24.com/en/africa/20231227-dr-congo-police-disperse-banned-protest-by-the-opposition

[11] HRW - Human Rights Watch, 'World Report 2025 - Democratic Republic of Congo' (16 January 2025)
διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2120071.html

[12] UNHCR - UN High Commissioner for Refugees, 'UNHCR Position on Returns to North Kivu, South Kivu and Ituri in the Democratic Republic of the Congo - Update IV' (March 2025) 2-3, διαθέσιμο σε 
https://www.ecoi.net/en/file/local/2122583/unhcr_position_on_returns_to_the_drc_-_march_2025_final.pdf

 

[13] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 31/10/2025)  Τα αριθμητικά δεδομένα που αφορούν στην κοινότητα Kinshasa, αντλήθηκαν από το διαδραστικό χάρτη στην εν λόγω πλατφόρμα.

[14] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/

 

[15] Βλ.  Απόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλ. σκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο