D.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 2041/2023, 29/10/2025
print
Τίτλος:
D.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 2041/2023, 29/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                               Υπόθεση αρ. 2041/2023

                                   

29 Οκτωβρίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                          Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                           D.O.O.

                                                                                                                                                                                                                                             Αιτητής

Και

 

                     Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                             Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                                          

Α. Ιωαννίδου (κα) για Γ. Στυλιανού & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Ν. Νικολάου (κα),  Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/05/2023 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 02/06/2023 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας από τη Νιγηρία και στις 19/04/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 19/05/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 19/05/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 19/05/2023, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 02/06/2023, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή την ίδια ημέρα.

Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Η συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο το λόγο ακύρωσης που αφορά την μη διεξαγωγή δέουσας έρευναςΕνόψει των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από το λόγο ακύρωσης που αφορά τη μη δέουσα έρευνα εκ μέρους των Καθ΄ ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.

Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε η συνήγορος του αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω των απειλών και των αποπειρών κατά της ζωής του από μέλη της κοινότητάς του επειδή αρνήθηκε να διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του επικεφαλής ιερέα και να συμμετάσχει σε ειδωλολατρικές τελετές. Ο λόγος της άρνησής του συνίσταται στο ότι είναι ταγμένος στον χριστιανισμό (ερ. 1 Δ.Φ.). 

 

Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι νιγηριανής καταγωγής, προερχόμενος από την περιοχή Οratta (πλησίον της πόλης Owerri) της πολιτείας Imo, η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και προηγούμενης συνήθους διαμονής του (ερ. 19 Δ.Φ.). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανός και ως προς της εθνοτική του καταγωγή Igbo (ερ. 21 και 17 Δ.Φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως έχει λάβει δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του (ερ. 18 Δ.Φ.), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε πως εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής και ως υδραυλικός (ερ. 17 και 16 Δ.Φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος (ερ. 21 Δ.Φ.). Τέλος, ανέφερε πως οι γονείς του έχουν αποβιώσει και η αδερφή του είναι παντρεμένη και εγκατεστημένη στην πόλη Lagos  (ερ. 18 Δ.Φ.).

 

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ανέφερε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, του ζητήθηκε να αναλάβει τη θέση του ως αρχιερέας στο χωριό του, όπως απαιτούσε η παράδοση. Ωστόσο, αρνήθηκε επειδή δεν υποστήριζε τις θρησκευτικές πρακτικές του πατέρα του και δεν είχε καλή σχέση μαζί του. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι είναι Χριστιανός και δεν μπορούσε να λατρεύει είδωλα. Η άρνησή του εξόργισε τους συγχωριανούς, οι οποίοι άρχισαν να τον απειλούν λέγοντας ότι θα τον σκοτώσουν αν δεν δεχτεί τη θέση. Ο αιτητής δήλωσε ότι, λόγω της πίεσης που δέχτηκε, άρχισε να καταστρέφει κάποια από τα είδωλα στο ιερό του πατέρα του. Όταν το έμαθαν αυτό οι συγχωριανοί, οι απειλές εντάθηκαν και διακήρυξαν ότι θα τον σκοτώσουν με κάθε μέσο. Φοβούμενος για τη ζωή του, μίλησε στον πάστορά του, ο οποίος αποφάσισε να τον βοηθήσει να φύγει από τη χώρα. Ο αιτητής ανέφερε ότι δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε διεθνή προστασία (βλ. ερ. 15 Δ.Φ.). 

Περαιτέρω, ο αιτητής επανέλαβε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, του ζητήθηκε, σύμφωνα με την παράδοση της κοινότητας στην οποία ανήκει, να αναλάβει τον ρόλο του αρχιερέα στο χωριό του, που βρίσκεται στην περιοχή Oratta, στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας. Επεσήμανε ότι η εν λόγω θέση είναι κληρονομική και είχε μεταβιβαστεί στον πατέρα του από τον παππού του, λόγω του θανάτου του πρωτότοκου αδελφού του πατέρα του. Ο αιτητής ανέφερε ότι από παιδί γνώριζε τον πατέρα του ως λάτρη των ειδώλων, ωστόσο ο ίδιος ουδέποτε αποδέχθηκε τις σχετικές πρακτικές. Όπως δήλωσε, είχε δώσει υπόσχεση στον Θεό ότι θα τον υπηρετεί αποκλειστικά και δεν θα ακολουθούσε ποτέ την ειδωλολατρική θρησκεία του πατέρα του. Η άρνησή του να αναλάβει τη θέση του αρχιερέα προκάλεσε την οργή των μελών της τοπικής κοινότητας, οι οποίοι, σύμφωνα με τον αιτητή, άρχισαν να τον απειλούν, δηλώνοντάς του ρητά ότι δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί και ότι σε περίπτωση που δεν αναλάβει, θα πεθάνει. Ο αιτητής υποστήριξε ότι οι απειλές περιλάμβαναν φράσεις όπως «αν δεν το κάνεις, θα πεθάνεις» και «οι θεοί θα σε σκοτώσουν». Λόγω της αυξανόμενης πίεσης και του φόβου, κατέστρεψε ορισμένα από τα αντικείμενα λατρείας που υπήρχαν στο ιερό του πατέρα του, προκειμένου, όπως δήλωσε, να μην έχει τίποτα που να σχετίζεται με τη λατρεία. Μετά από αυτό, οι απειλές εντάθηκαν και αναγκάστηκε να κρύβεται, διαμένοντας περιστασιακά είτε σε φιλικά σπίτια είτε εντός της εκκλησίας. Ο αιτητής επανέλαβε ότι οι απειλές προέρχονταν από ολόκληρη την τοπική κοινότητα, καθώς πίστευαν ότι η θρησκευτική ηγεσία είναι απαραίτητη για την τέλεση θυσιών που προηγούνται της γεωργικής περιόδου.

 

Όταν ερωτήθηκε για την παραμονή του στη Νιγηρία πριν την αναχώρησή του, ανέφερε ότι συνέχισε να εργάζεται μέχρι να εξασφαλίσει τα απαραίτητα έγγραφα για το ταξίδι, καθώς δεν είχε άμεση δυνατότητα φυγής. Ανάφερε ότι δεν κατήγγειλε τις απειλές στις αρμόδιες αρχές και ότι δεν έλαβε άλλα μέτρα προστασίας πέραν της επικοινωνίας του με τον πάστορά του. Περαιτέρω, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν είναι δυνατόν να επιστρέψει στη Νιγηρία, καθώς εκτιμά ότι η ζωή του εξακολουθεί να απειλείται. Πιστεύει ότι αν εντοπιστεί από τους συγχωριανούς του, θα τον σκοτώσουν λόγω της άρνησής του να αναλάβει τη θρησκευτική θέση. (βλ. ερυθρά 12-14 Δ.Φ.).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τις δηλώσεις του αιτητή, κατά το στάδιο της συνέντευξης του, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αναφορικά με την υπηκοότητα, την περιοχή καταγωγής και τον τελευταίο τόπο διαμονής του αιτητή, και ο δεύτερος αναφορικά με τις απειλές από μέλη του χωριού του αφού αρνήθηκε να πάρει την θέση του εκλιπόντος πατέρα του ως επικεφαλής ιερέας. 

Ειδικότερα, στον πρώτο ισχυρισμό κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του καθώς ο αιτητής προσκόμισε πρωτότυπο διαβατήριο από τη χώρα καταγωγής του, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Σε ό,τι αφορά στον δεύτερο ισχυρισμό, είναι θέση των Καθ’ ων ότι η αφήγησή του παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα αξιοπιστίας. Ειδικότερα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία, διαπιστώνονται ασάφειες, αντιφάσεις και έλλειψη πειστικότητας. Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις φερόμενες απειλές. Αναφέρθηκε μόνο γενικά στο γεγονός ότι οι χωρικοί τον απειλούσαν, χωρίς να περιγράψει τα περιστατικά των απειλών.  Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς τη φύση και τις αρμοδιότητες του ρόλου που υποστηρίζει ότι αρνήθηκε. Παρότι ισχυρίστηκε ότι εναντιώθηκε ρητά στη θέση του αρχιερέα, δεν παρείχε πληροφορίες για τις τελετές ή τις πρακτικές που σχετίζονται με αυτόν τον ρόλο. Η μόνη πληροφορία που παρείχε ήταν ότι ο πατέρας του κληρονόμησε τη θέση από τον δικό του πατέρα. Αναμενόταν, ωστόσο, να γνωρίζει περισσότερα, εφόσον ο ίδιος μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον και ισχυρίζεται ότι απέρριψε συνειδητά τη σχετική παράδοση. Ασαφής και μη πειστική ήταν επίσης η απάντησή του στο ερώτημα γιατί οι χωρικοί να θελήσουν να τον σκοτώσουν, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κάποιος άλλος να αναλάβει τη θέση. Απάντησε ότι έπρεπε να γίνουν θυσίες πριν την εποχή της σποράς και ότι ήταν απαραίτητο να συνεχιστεί η παράδοση, χωρίς όμως να αιτιολογήσει επαρκώς τι θα επωφελείτο η κοινότητα από τον θάνατό του. Η δήλωσή του χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευλογοφάνειας. Επιπλέον, σε ερώτηση σχετικά με τα μέτρα προστασίας που έλαβε, ο αιτητής απάντησε ότι κάθε φορά που τον πλησίαζαν έφευγε μακριά και ότι κρατούσε πάντα τη Βίβλο, γεγονός που χαρακτηρίστηκε ως μη ευλογοφανές.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι στην ευρύτερη περιοχή της Owerri, όπου βρίσκεται το χωριό Οtarra, η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι χριστιανοί, ενώ επίσης διεθνείς και τοπικές πηγές επισημαίνουν ότι η άρνηση ανάληψης παραδοσιακών τίτλων αρχηγίας, αν και σπάνια, γίνεται αποδεκτή και δεν επιφέρει κυρώσεις ή απειλές. Μάλιστα, αναφέρεται ότι σε περίπτωση άρνησης του τίτλου του ιερέα, το ιερό (shrine) αναζητά πρόθυμο υποψήφιο και δεν θεωρείται προσβολή η αποποίηση του ρόλου. Υπό το φως των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι δέχθηκε απειλές από τους συγχωριανούς του λόγω της άρνησής του να αναλάβει τη θέση του αποθανόντος πατέρα του ως αρχιερέας, δεν κρίθηκε αξιόπιστος.

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού. Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός, αφού έλαβε υπόψη όλα τα συναφή στοιχεία που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή και μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος κατέληξε ότι δεν συντρέχει μελλοντικός κίνδυνος δίωξης ή έκθεσης σε σοβαρή βλάβη του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία.

 

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας περαιτέρω τον κίνδυνο που διατρέχει ο αιτητής στη χώρα καταγωγής του και λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ του αιτητή, έκρινε ότι δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, αφού στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου ήτοι την εθνικότητα, την φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, μιας και στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας, όπου αναμένεται να επιστρέψει ο αιτητής,  δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων του γύρω από τις απειλές από τα μέλη του χωρίου του, λόγω της άρνησης του να αναλάβει την θέση του επικεφαλής ιερέα στην θέση του πατέρα του, ο οποίος είχε αποβιώσει.

 

Ορθώς, λοιπόν, θεωρώ κρίθηκε από τους Kαθ’ ων η αίτηση ότι, τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγομένων του αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε, καθότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του, ενώ οι απαντήσεις του στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ελλείψεις και ασυνέπειες όσον αφορά  τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει από τους συγχωριανούς του λόγω της άρνησης του να αναλάβει την θέση του αρχιερέα. Θα συμφωνήσω με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.

 

Επομένως, καταλήγω ότι το εν λόγω αφήγημα του αιτητή δεν παρουσιάζει ευλογοφάνεια και συνοχή. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Επομένως, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του αιτητή, το Δικαστήριο θα συμφωνήσει με όσα έχει καταγράψει ο αρμόδιος λειτουργός στην έκθεση εισήγηση ενώ περαιτέρω κρίνει ότι εκ των όσων αυτός δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση λοιπόν της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής  στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην πολιτεία Imo η οποία έχει γίνει δεκτό ότι αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.

Σύμφωνα δε με το RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μιας πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των συγκρούσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη-διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ ISWAP και Boko Haram[1].

Όσον αφορά την πολιτεία Imo, για σκοπούς πληρότητας της έρευνας, παραθέτω αριθμητικά δεδομένα επί των περιστατικών ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή.  Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης τις 17/10/2025), καταγράφηκαν 81 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/ απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 154 θάνατοι.[2] 

Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Imo ανέρχεται σε 5,459,300 κατοίκους[3], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην πολιτεία Imo επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια οιασδήποτε εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

To ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από το γεγονός ότι με βάσει το συγκριτικό χάρτη που αναφέρεται στο Σημείωμα Καθοδήγησης της EUAA για τη Νιγηρία το 2021, η πολιτεία Imo, εντάσσεται στις πολιτείες επί τις οποίες ένας άμαχος δεν αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο να επηρεαστεί κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[4], εν προκειμένω του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Κατά συνέπεια, η πολιτεία Imo, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή και τόπος καταγωγής του, δεν φαίνεται να πλήττονται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας οι οποίες πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε νομολογιακά στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[5]. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψιν και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, διαπιστώνω ότι απουσιάζουν ιδιαίτερες επιβαρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι ο αιτητής συνιστά ενήλικα, υγιή, αρτιμελή άνδρα, διαθέτον μορφωτικό επίπεδο. Συμπερασματικά, δεν κρίνω ότι ανακύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή.

Εν τέλει, σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 145/2025, δυνάμει της οποίας η Νιγηρία περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών με τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας. Ο αιτητής στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με € 1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

                                                                                 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] RULAC, 'Non-International Armed Conflicts in Nigeria', τελευταία ενημέρωση: 02/03/2023, διαθέσιμο σε:https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria#collapse2accord  [ημερομηνία πρόσβασης 27/10/2025]

[2] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 27/10/2025)  .  

[3] City-Population, Nigeria, Imo, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA017__imo/  (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 27/10/2025).

[4] EUAA, Country Guidance, Nigeria, 2021, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf, σελ. 32, [Ημερομηνία Πρόσβαησς: 27/10/2025]

[5] Βλ.  Απόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλ. σκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο