ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. ΔΚ 31/25
13 Οκτωβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.C.N.
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης
Αιτητή
.................................
Ανδρέας Δ. Δημητρίου, Δικηγόρος για τον αιτητή
Καθ' ων η αίτηση.
Θεοφανώ Βασιλάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο αιτητής και συγκεκριμένα με το αιτητικό Α αυτής, αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου που να ακυρώνει ως παράνομη την απόφαση της καθ’ης η αίτηση, Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 31/7/2025, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του και αιτείται διαζευκτικά με το αιτητικό Β της προσφυγής να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λιβερίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος
διεθνούς προστασίας στις 8/7/2021. Το αίτημά του απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 20/8/2024 λόγω σιωπηρής απόσυρσης. Στις 15/5/2025 ο αιτητής συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία και εκδόθηκαν την ίδια ημέρα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφάλαιο 105). Κατά την κράτησή του ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση η οποία έγινε δεκτή. Έτσι, ακυρώθηκε το προαναφερόμενο διάταγμα κράτησης και αναστάλθηκε το διάταγμα απέλασης. Στη συνέχεια, εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης εναντίον του δυνάμει του άρθρου 9 ΣΤ (2) (δ) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ο αιτητής αμφισβητώντας το προαναφερόμενο διάταγμα κράτησης υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.
Προτού αναλύσω τους ισχυρισμούς που προωθεί ο αιτητής στην Γραπτή του Αγόρευση, θα πρέπει να αναφερθεί πως το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εξετάζει το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης όχι μόνο ως προς τη νομιμότητα έκδοσής του αλλά και ως προς την ουσία του. Όπως έχω αποφασίσει στην υπόθεση υπ’ αριθμόν ΔΚ13/21, G.S ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 24/2/2021:
«Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να αποφασίσει επί της ουσίας της κράτησης και όχι μόνον ως προς τη νομιμότητας της (βλ. ΔΔΠ 1/2019, M.A.L. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 26/7/2019, 800/2019, M.Y.A.L. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 26/7/2019 και ΔΔΠ 5/2019, R.S. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 6/8/2019).
[……]
Το πιο πάνω απόσπασμα καθορίζει ακριβώς σε ποιο νομικό πλαίσιο μπορεί να εξετάσει το Δικαστήριο την απόφαση κράτησης και υπαγορεύει πως το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσει για όλα τα
πραγματικά και νομικά ζητήματα που αφορούν την κράτηση. Όπως επεξηγείται, η δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να αντικαταστήσει την απόφαση του αρμόδιου οργάνου εάν κρίνει πως δεν εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι κράτησης του αιτητή και να επιβάλλει εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ή να διατάξει την απελευθέρωσή του σε περίπτωση που κριθεί αυτό αναγκαίο.
Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις αυτές μπορούν να ληφθούν από το Δικαστήριο στο μέτρο που κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η κράτηση του αιτητή, εφόσον το Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο όλων των ζητημάτων, πραγματικών και νομικών, που τίθενται ενώπιον του.
Τα όσα όμως επεξηγούνται στο απόσπασμα που έχω παραθέσει προηγουμένως, από το Εγχειρίδιο της ΕΑΣΟ, επιβεβαιώνονται και από την πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-924/19 και C 925/19, FMS and Others κατά Orzagos Idegenrendeszeti Foigazgatosag, ημερομηνίας 14/5/2020, όπου αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.
[…..]
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
[…..]
8) Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο οφείλει, σε περίπτωση που δεν υφίσταται εθνική διάταξη προβλέπουσα δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας διοικητικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η θέση υπό κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία ή υπηκόων τρίτων χωρών των οποίων απορρίφθηκε η αίτηση ασύλου, να κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της νομιμότητας μιας τέτοιας θέσης υπό κράτηση και παρέχουν στο δικαστήριο αυτό την εξουσία να διατάξει την άμεση απόλυση των ενδιαφερομένων, εάν εκτιμά ότι η ως άνω θέση υπό κράτηση συνιστά κράτηση που αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.»
Προκύπτει ξεκάθαρα από την πιο πάνω απόφαση του ΔΕΕ πως το Εθνικό Δικαστήριο, ακόμα και αν η νομοθεσία του δεν το υπαγορεύει, είναι υποχρεωμένο να προβεί σε έλεγχο ουσίας του διατάγματος κράτησης, δηλαδή το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ βάθους εξέταση του υλικού που είναι ενώπιον του για να διαφυλάξει τις αναγκαίες εγγυήσεις και να μπορεί να διατάξει την απόλυση του αιτητή και την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων εάν κρίνει ότι η απόφαση του αρμόδιου οργάνου για κράτηση του αιτητή είναι παράνομη».
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς που προωθεί μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, ο συνήγορος του αιτητή στα
πλαίσια πάντοτε της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Κατά την εισήγησή του, το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε παράνομα, εφόσον υποστηρίζει πως η απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με τη σιωπηρή απόσυρσή του ουδέποτε έχει αποσταλεί στον αιτητή εφόσον η πρωτότυπη επιστολή βρίσκεται στον διοικητικό φάκελο. Σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτό, όπως θα επεξηγήσω και πιο κάτω η επιστολή έχει αποσταλεί και έχει επιστραφεί με την ένδειξη «Αζήτητο» και αυτό προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, ο οποίος κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2 στο Δικαστήριο (ερυθρά 48- 51, του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, υποστηρίζει πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των εδαφίων (β) και (δ) του άρθρου 9 Στ (2) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Σημειώνεται ότι οι ισχυρισμοί που προωθεί ο συνήγορος του αιτητή δικογραφούνται δεόντως στην αίτηση ακυρώσεως (βλ. παραγράφους 1 (i) – (v), 2 (vi) των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως) και αναπτύσσονται στην Γραπτή του Αγόρευση, κατά συνέπεια ο σχετικός προβαλλόμενος ισχυρισμός της συνηγόρου των καθ’ων η αίτηση, περί μη εξειδίκευσης των ισχυρισμών σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, απορρίπτεται στο μέτρο που αφορά βεβαίως τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς.
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας κατά παράβαση, του άρθρου 45 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος, Ν. 158 (Ι)/99. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας ή/και επαρκούς αιτιολογίας, κατά παράβαση του άρθρου 26 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος, Ν. 158 (Ι)/99. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως η κράτηση του αιτητή παραβιάζει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ.
Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι η απόφαση για την έκδοση του διατάγματος κράτησης λήφθηκε νόμιμα, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Επιπλέον, η κυρία Βασιλάκη αναφέρει πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και εξέδωσε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη απόφαση. Επιπρόσθετα, υποστηρίζει πως δεν παραβιάστηκε το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και εισηγείται πως ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να καθυστερήσει τη διαδικασία και να αποφύγει την επιστροφή στη χώρα του.
Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου δια των προφορικών και γραπτών αγορεύσεων των συνηγόρων του αιτητή και των καθ' ων η αίτηση, καθώς επίσης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο. Καταρχάς, είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως το διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του αιτητή, ημερομηνίας 31/7/2025, από την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αναφέρει τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
[………..]
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο
A.C.N να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά αλλά λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και
Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη απόφαση επιστροφής: 1. Απορριπτική επιστολή της ΥΠΑΣ ημερ. 19/09/2024, 2. Διάταγμα απέλασης, το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 15/5/2025.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν εντοπίσθηκε στην κατοχή του έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο.
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεσή του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 15/5/2025.
5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000- 2020) και το Άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο A.C.N. ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω.
Με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεση του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 31η ημέρα του Ιουλίου
2025.»
Κατά κανόνα η κράτηση αιτητών διεθνούς προστασίας είναι απαγορευμένο μέτρο, το οποίο λαμβάνεται από τα κράτη σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται από την Οδηγία αλλά και από τον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6 (Ι)/2000. To άρθρο 9ΣΤ (2) (β) και (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 που είναι αντίστοιχο του άρθρου 8 (3) (β) και (δ) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«9ΣΤ..........................................................
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[..]
«(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή»
[..]
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο
υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·».
Από το άρθρο 9 Στ (2) (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, προκύπτει πως για σκοπούς εφαρμογής του, καθορίζονται τα εξής κριτήρια: (α) κράτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, πράγμα που πληρείται στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εφόσον ο αιτητής κρατείτο από 15/5/2025 αφού εκδόθηκε διάταγμα κράτησης εναντίον του δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφάλαιο 105) (το οποίο βεβαίως ακυρώθηκε προτού εκδοθεί το επίδικο διάταγμα κράτησης) και (β) να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.
Το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), καθορίζει τα κριτήρια εφαρμογής του. Από το λεκτικό του προαναφερόμενου άρθρου προκύπτει με πιο τρόπο αυτό εφαρμόζεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από το αρμόδιο όργανο, μετά από ατομική αξιολόγηση και αφού κριθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά της κράτησης μέτρα (βλ. ΔΔΠ 462/19, Μ.Κ. v. Κυπριακή Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31/12/2019).
Στο άρθρο 9 Στ (3), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθορίζεται η δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών αντί της κράτησης μέτρων, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(3) Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις
περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -
(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας, (β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,
(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,
(δ) επιτήρηση από επόπτη.»
Κατά συνέπεια, τα εναλλακτικά μέτρα επιτρέπουν στον αιτητή διεθνούς προστασίας να έχει ελεύθερη κυκλοφορία, ενώ εκκρεμεί η διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και αφού αποφασιστεί πως πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 Στ (2), του Ν. 6 (Ι)/2000. Η αξιολόγηση για επιβολή των εναλλακτικών μέτρων πρέπει να διεξάγεται προτού επιβληθεί το μέτρο της κράτησης σε αιτητή διεθνούς προστασίας. Η απόφαση για κράτηση ή η απόφαση επιβολής εναλλακτικών μέτρων εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, πρέπει να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας και το αρμόδιο όργανο να προβαίνει σε ατομική αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης που έχει ενώπιον του.
Στην 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, μνημονεύεται η κατοχύρωση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και καταγράφεται ρητώς ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.
Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην
παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»
Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση των προαναφερόμενων ισχυρισμών. Οι διατάξεις της Οδηγίας και του περί Προσφύγων Νόμου πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του σκοπού της Οδηγίας, καθώς και σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 15, τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας. Από το άρθρο 9 Στ (2) (δ), του Ν. 6 (Ι)/2000, διαφαίνεται πως πρέπει να προκύπτει η αναγκαιότητα της εφαρμογής του άρθρου αυτού από την ατομική συμπεριφορά του αιτητή.
Είναι αναγκαίο βεβαίως να ασχοληθώ με το ιστορικό του αιτητή όπως αναδύεται από τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 1 και 2, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον πληρούνται τα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 9Στ (2) (δ), του Ν. 6 (Ι)/2000. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 3/7/2021. Ο αιτητής κλήθηκε αρκετές φορές από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στα κεντρικά γραφεία σε συνέντευξη σε σχέση με το αίτημά του, αλλά ο εντοπισμός του δεν κατέστη δυνατός.
Συγκεκριμένα, σε σχετικό έντυπο επικοινωνίας διαφαίνεται πως ο αιτητής κλήθηκε στις 15/5/2024 στον αριθμό τηλεφώνου που προφανώς είχε δηλώσει προκειμένου να προγραμματιστεί η συνέντευξη και ο λειτουργός καταγράφει πως ο αριθμός τηλεφώνου δεν υπάρχει ή έχει αποσυνδεθεί (ερυθρό 22, του διοικητικού φακέλου). Στις 23/5/2024 και στις 4/6/2024 κλήθηκε πάλι τηλεφωνικώς από την υπηρεσία και η λειτουργός κατέγραψε πως «Message
Transfer to Phone Box” (ερυθρό 23, του διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια στάλθηκε επιστολή ημερομηνίας 18/6/2024 στην διεύθυνση που υπήρχε καταχωρημένη στο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 28, του διοικητικού φακέλου) η οποία επιστράφηκε ως “Αζήτητο” (ερυθρά 43 μέχρι 47, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής δεν προσήλθε στην προγραμματισμένη συνέντευξη.
Από το διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2 διαφαίνεται πως η προαναφερόμενη επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συντάχθηκε στις 18/6/2024 και καθόρισε την 15/7/2024 ως την ημερομηνία συνέντευξης, στάλθηκε ταχυδρομικώς και επιστράφηκε με την ένδειξη «Αζήτητο» (ερυθρά 43-47, του διοικητικού φακέλου). Αφού λοιπόν η επιστολή που στάλθηκε παρέμεινε αζήτητη, ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε, στην πρόσκληση της Υπηρεσίας Ασύλου και το αρμόδιο όργανο αποφάσισε στις 20/8/2024, το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης, απόφαση η οποία λήφθηκε επειδή κρίθηκε πως ο αιτητής σιωπηρά είχε αποσύρει την αίτησή του ή υπαναχώρησε από αυτή, στη βάση του άρθρου 16 Β, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Συντάχθηκε επιστολή ενημέρωσης στις 19/9/2024, η οποία στάλθηκε στην ίδια διεύθυνση από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία επιστολή επίσης επιστράφηκε ως «Αζήτητο» (ερυθρά 50,51, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 2).
Η διεύθυνση που αναγράφεται στην επιστολή φαίνεται να είναι η ίδια με την καταχωρημένη διεύθυνση στο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου. Βέβαια ο αιτητής μέσω της γραπτής του αγόρευσης και μόνο ισχυρίζεται πως δεν διέμενε στη διεύθυνση αυτή. Δεν έχει θέσει το ζήτημα αυτό με το ορθό δικονομικό διάβημα ενώπιον μου προκειμένου να υποστηρίξει ο αιτητής τα όσα παρατίθενται στην Γραπτή του Αγόρευση. Κατ’εφαρμογή του τεκμηρίου της κανονικότητας τα στοιχεία που βρίσκονται στον διοικητικό φάκελο τεκμαίρεται ότι είναι τα ορθά, εκτός εάν αποδεικνύεται το αντίθετο πράγμα που δεν συνέβη
στην υπό εξέταση περίπτωση. Ο αιτητής μάλιστα με το αίτημα για επανάνοιγμα δήλωσε άλλη διεύθυνση διαμονής από αυτή που είχε καταχωρήσει τότε και άλλο τηλέφωνο επικοινωνίας.
Το γεγονός ότι ο αιτητής δεν είχε την ορθή δηλωμένη του διεύθυνση, ούτε το ορθό τηλέφωνο επικοινωνίας όπως διαφαίνεται, καθιστά αδύνατη την επικοινωνία και τον εντοπισμό του από τις αρχές, γεγονός που καταδεικνύει έλλειψη διάθεσης συνεργασίας με τις αρχές. Τα γεγονότα αυτά τα οποία δεν έχουν ανατραπεί στην ενώπιον μου διαδικασία δημιουργούν την εύλογη πεποίθηση ότι ο αιτητής επιδιώκει να παραμείνει εκτός ελέγχου των αρχών και να δυσχεραίνει τον εντοπισμό του. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει πρόθεση αποφυγής του από τις αρχές και την απροθυμία του να συνεργαστεί στοιχεία που ενισχύουν τον κίνδυνο διαφυγής του.
Στην επιστολή του Υπεύθυνου Επαρχιακού Κλιμακίου ημερομηνίας 15/5/2025 αναφέρεται πως στις 15/5/2025 ο αιτητής εντοπίστηκε από μέλη του Υποσταθμού Λήδρας να σπρώχνει ένα ποδήλατο και όταν αντιλήφθηκε την παρουσία αστυνομικών άλλαξε κατεύθυνση με σκοπό να αποφύγει τον έλεγχο. Τότε ανακόπηκε από αστυνομικό και από έλεγχο που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν παράνομα στη Δημοκρατία και συνελήφθηκε την ίδια ημέρα για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία. Όπως αναφέρεται στην επιστολή, αναφέρθηκαν στον αιτητή τα δικαιώματά του και ανέφερε πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του. Έτσι, έγινε εισήγηση όπως εκδοθεί διάταγμα κράτησης και απέλασης εναντίον του, καθότι υπάρχει πιθανότητα διαφυγής του, δεν συναινεί στον επαναπατρισμό γεγονός που όπως αναφέρεται στην επιστολή υποδηλώνει πρόθεση μη συμμόρφωσης σε ενδεχόμενη απόφαση επιστροφής.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο αιτητής την στιγμή της σύλληψής του λήφθηκε κατάθεση του αστυνομικού στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία του αιτητή και το αδίκημα που ισχυρίστηκαν ότι είχε διαπράξει, δηλαδή της παράνομης
παραμονής του στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στο προαναφερόμενο έντυπο κατάθεση του Αστυνομικού αναφέρεται πως του επεξήγησε τους λόγους της σύλληψής του, ότι του επέστησε την προσοχή στο Νόμο και του απάντησε: “Its not true”. O αιτητής ανέφερε ότι δεν διέπραττε το αδίκημα της παράνομης παραμονής.
Οι ισχυρισμοί που προωθεί μέσω του δικηγόρου του στην ενωπιόν μου διαδικασία περί άγνοιάς του για το καθεστώς του στη Δημοκρατία επειδή δεν στάλθηκε στην ορθή διεύθυνση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη επειδή δεν τεκμηριώθηκαν. Ο αιτητής είχε υποχρέωση να ενημερώνει τις αρχές για τον αριθμό τηλεφώνου του αλλά και για τη διεύθυνσή του προκειμένου να ενημερώνεται για την πορεία του αιτήματός του. Δεν μπορεί να αφεθεί στις αρχές η αναζήτηση του αιτητή με άγνωστη διεύθυνση και τηλέφωνο επικοινωνίας. Η συμπεριφορά του αιτητή η οποία δεν έχει ανατραπεί στην ενώπιον μου διαδικασία δημιουργεί βάσιμους λόγους να θεωρείται ότι υπέβαλε το αίτημά του, προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.
Όλη η συμπεριφορά του αιτητή οδηγεί στο συμπέρασμα πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο μη συμμόρφωσής του με την απόφαση των αρμόδιων αρχών για απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία. Η κράτηση του αιτητή είναι το λογικό επακόλουθο της συμπεριφοράς του. Από τη συνολική συμπεριφορά του αιτητή δεν υποδεικνύεται η οποιαδήποτε διάθεσή του για συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές. Ο αιτητής έχει υποχρέωση να αναφέρει στις αρχές τόσο τη διεύθυνσή του, όσο και το τηλέφωνο επικοινωνίας του και να ενημερώνει την αρμόδια αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή προκειμένου να ενημερώνεται για την πορεία της εξέτασης του αιτήματός του. Ο αιτητής έθεσε τον εαυτό του ο ίδιος στην κατάσταση αυτή λόγω δικής του παράλειψης, εφόσον δεν τήρησε την προαναφερόμενη υποχρέωσή του, με αποτέλεσμα να υποδυκνύει πρόθεση μη συνεργασίας του με τις αρχές της Δημοκρατίας..
Υπό τα δεδομένα αυτά, των εξατομικευμένων πραγματικών περιστατικών που διέπουν την υπόθεση του αιτητή, θεωρώ απόλυτα εύλογο να μην εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα λιγότερο περιοριστικά, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο 3 του άρθρου 9ΣΤ, εφόσον είναι εμφανές πως το καταλληλότερο μέτρο ήταν η κράτηση του, εν αναμονή της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για το αίτημά του, η οποία στην περίπτωση που θα ήταν απορριπτική θα έθετε σε εφαρμογή τις διαδικασίες απομάκρυνσης και/ή επιστροφής, σκοπός ο οποίος θα καθίστατο δύσκολος αν όχι απραγματοποίητος, σε περίπτωση μη λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων για εμπόδιση της παράνομης παραμονής του αιτητή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Λαμβάνεται βεβαίως υπόψη και το γεγονός πως η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε επί του αιτήματος του αιτητή. Συνεπώς, είμαι πεπεισμένη από τα πιο πάνω γεγονότα πως η περίπτωση του αιτητή αποτελεί περίπτωση που ορθά εφαρμόστηκε το άρθρο 9 ΣΤ (2) (δ), σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται η κράτηση αιτητή ασύλου όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, όπως συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση και τεκμηριώνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, και υπέβαλε αίτημα, την στιγμή που εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης. Ενόψει των όσων έχω επεξηγήσει ανωτέρω οι προβαλλόμενοι νομικοί ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας, απορρίπτονται στο σύνολό τους.
Σε συνάρτηση με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας, η οποία όμως αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κρίνω πως από το διοικητικό φάκελο και από τα γεγονότα που έχω παραθέσει
ανωτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και εν πάση περιπτώσει συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως συμβαίνει και στην υπό εξέταση περίπτωση.
Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Πρόσθετα, ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ισχυρίζεται πως οι καθ’ων η αίτηση αποφάσισαν κατά παράβαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Δεν εξετάζεται αφηρημένα και ακαδημαϊκά ο προβαλλόμενος ισχυρισμός αλλά με βάση συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και απαιτείται παράβαση του σκοπού του γράμματος και του πνεύματος συγκεκριμένων διατάξεων του Νόμου. Πρέπει να αποδεικνύεται είτε από την ίδια την πράξη είτε από τα στοιχεία του φακέλου η πλάνη αυτή. Ο συνήγορος του αιτητή δεν έχει υποδείξει πλάνη σε σχέση με συγκεκριμένη διάταξη Νόμου ούτε έχει εξειδικεύσει και/ή επεξηγήσει από που προκύπτει η παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του αιτητή περί πλάνης ή/και παραβίασης του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαπιστώνω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 ΣΤ (2) (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και κατά συνέπεια, ορθά κρατείται ο αιτητής για τους λόγους που επεξηγούνται εκτενέστερα πιο πάνω. Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση του άρθρου 9 ΣΤ (2) (β), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, εφόσον κρίθηκε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας για κράτηση του αιτητή στη βάση του άρθρου9 ΣΤ (2) (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει στο σύνολό της και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με 1000€ έξοδα υπέρ των καθ’ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο