H.J.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 3618/2023, 30/10/2025
print
Τίτλος:
H.J.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 3618/2023, 30/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. 3618/2023

 

30 Οκτωβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

H.J.M.

Αιτήτρια

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 …………………….

 

 

 

Η αιτήτρια παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Ζωή Ποντίκη για Αλ Ταχερ, Μπενέτης & Συνεργάτες, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Χριστίνα Δημητρίου για Ανδρέα Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 27/08/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 31/03/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.  Στις 05/07/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ). Στις 14/08/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας.

 

Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας στις 27/08/2023.  Στις 04/09/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια αυθημερόν.  H αιτήτρια αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστήριξε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ανέφερε πως λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας όλων των στοιχείων που παρουσίασε η αιτήτρια. Επιπλέον εισηγείται ότι η αιτήτρια φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, το οποίο δεν κατάφερε η αιτήτρια να αποσείσει στην προκειμένη περίπτωση καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. 

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον μοναδικό ισχυρισμό που προωθεί η αιτήτρια περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η αιτήτρια κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία επειδή βρισκόταν σε ένα κακοποιητικό γάμο και επειδή η ερωμένη του συζύγου της, μια περίεργη και επικίνδυνη γυναίκα, πλήρωσε άτομα προκειμένου να τη σκοτώσουν.  Ανέφερε πως όταν αντέδρασε αναφορικά με το γεγονός ότι ο σύζυγός της διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, πληρωμένοι δολοφόνοι την απήγαγαν, ενώ επέστρεφε από την εργασία της και την μετέφεραν σε ένα δάσος το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 4 ωρών. Το επόμενο βράδυ της απαγωγής, ένας από τους απαγωγείς της την βίασε και τη συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη χώρα προκειμένου να σώσει τη ζωή της, καθώς οι ίδιοι είχαν σαφείς οδηγίες και είχαν πληρωθεί αδρά προκειμένου να τη δολοφονήσουν. Με τη βοήθεια φίλων και συγγενών, η αιτήτρια κατάφερε να ταξιδέψει στην Κύπρο προκειμένου να αιτηθεί διεθνή προστασία (ερυθρό 1, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η αιτήτρια δήλωσε ότι κατάγεται από το Port Harcourt στην πολιτεία Rivers της Νιγηρίας, όπου διέμενε με τους γονείς της μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Το 2008-2009 μετέβη στην Abuja, όπου και διέμεινε μέχρι το 2021 (ερυθρά 50-49 του διοικητικού φακέλου). Ως προς τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανή (ερυθρό 50 του διοικητικού φακέλου), ενώ δήλωσε ότι είναι Igbo (ερυθρό 50 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ερυθρό 49 του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς την εργασιακή της πείρα, δήλωσε ότι από το 2016 μέχρι και το 2021 εργαζόταν ως μηχανικός αυτοκινήτων (ερυθρό 49 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε ότι έχει τρία τέκνα με έναν άντρα, με τον οποίο ωστόσο δεν έχει συνάψει γάμο, αλλά τον θεωρούσε σύζυγό της. Τα ανήλικα τέκνα της έχουν ηλικία 12, 9-10 και 5-6 ετών και διαμένουν με τη μητέρα του πατέρα τους. Η ίδια δεν έχει επικοινωνία με τον πατέρα των παιδιών της, ενώ διατηρεί κάποιου είδους επικοινωνία με τα παιδιά της μέσω της εφαρμογής whats app (ερυθρά 46-47 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι γονείς της έχουν αποβιώσει, ότι είχε μία αδερφή, η οποία επίσης απεβίωσε το 2015 και ότι έχει δύο αδερφούς, οι οποίοι διαμένουν στην πόλη Amuri στην πολιτεία Enugu (ερυθρά 49-48 του διοικητικού φακέλου).Ως προς το ταξίδι της δήλωσε ότι αναχώρησε νόμιμα από τη Νιγηρία στις 24 ή 25/02/2022 αεροπορικώς και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 08/03/2022 παράνομα μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών (ερυθρά 47-46 του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι βρισκόταν σε κακοποιητικό γάμο. Επιπλέον, κάποια στιγμή ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της είχε εξωσυζυγική σχέση. Ακολούθως ήρθε σε επικοινωνία με την εν λόγω γυναίκα μέσω του αριθμού που βρήκε στο τηλέφωνο του συζύγου της, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει με ποιο ακριβώς άτομο ομιλεί. Κατά την επικοινωνία τους, η αιτήτρια αισθάνθηκε ότι η γυναίκα, η οποία διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με το σύζυγό της ένιωσε προσβεβλημένη. Λίγο καιρό αργότερα, καθώς επέστρεφε από την εργασία της, η Αιτήτρια απήχθη από άνδρες, οι οποίοι επέβαιναν σε όχημα και κρατήθηκε σε άγνωστη τοποθεσία για δύο μέρες. Το βράδυ της δεύτερης νύχτας ένας από τους άνδρες την βίασε και στη συνέχεια της αποκάλυψε ότι είχε πληρωθεί για να τη δολοφονήσει. Καθώς ο συγκεκριμένος άνδρας αποκάλυψε ότι το άτομο που έδωσε την εντολή ήταν γυναίκα, η αιτήτρια κατάλαβε ότι επρόκειτο για τη γυναίκα με την οποία είχε σχέση ο σύζυγός της.

 

Μετά το βιασμό, ο άνδρας είπε στην αιτήτρια ότι τον συγκίνησαν οι εκκλήσεις της, και έτσι αποφάσισε να την απελευθερώσει και να της δώσει την ευκαιρία να διαφύγει. Η Αιτήτρια περιπλανήθηκε μέχρι που έφτασε σε ένα χωριό, όπου ένας κάτοικος την περιέθαλψε προσωρινά, ενώ στη συνέχεια με την οικονομική βοήθεια συγγενών και φίλων μπόρεσε να μεταβεί στη Lagos και ακολούθως να εγκαταλείψει τη Νιγηρία με προορισμό την Κύπρο. Ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας του επεισοδίου απαγωγής και της κακοποιητικής σχέσης και πρόσθεσε ότι φοβάται να επιστρέψει στη Νιγηρία, καθώς δεν αισθάνεται ασφαλής λόγω της μακρόχρονης ενδοοικογενειακής βίας που έχει υποστεί (ερυθρό 45 του διοικητικού φακέλου).

 

Κληθείς να αναφερθεί για τη σχέση της με τον πατέρα των παιδιών της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η γνωριμία τους έγινε το 2011 στην Abuja, όταν εκείνος τη βοήθησε οικονομικά για να καλύψει τα έξοδα των εξετάσεών της και σύντομα ξεκίνησαν να συζούν, αφού έμεινε έγκυος. Όπως ανέφερε, η κοινή τους ζωή εξελίχθηκε σε έναν κακοποιητικό γάμο: ο σύζυγός της την κακομεταχειριζόταν σωματικά και σεξουαλικά, την εξανάγκαζε σε επαφές χωρίς συναίνεση και χωρίς προστασία, την παραμελούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα και δεν παρείχε ούτε σε εκείνη ούτε στα παιδιά τους την αναγκαία φροντίδα. Συχνά σπαταλούσε χρήματα σε άλλες γυναίκες και σε διασκέδαση, ενώ αρνούνταν να συνεισφέρει στα έξοδα του σπιτιού.

 

Παρά την κακοποίηση, εκείνη παρέμεινε στη σχέση εξαιτίας των παιδιών της. Παράλληλα, αναζήτησε βοήθεια τόσο από την πεθερά της, όσο και από την αστυνομία. Η πεθερά της προσπάθησε να μεσολαβήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ενώ η αστυνομία αντιμετώπισε το θέμα ως ιδιωτική υπόθεση «συζύγων» και δεν παρενέβη. Τελικά, ο σύζυγός της πήγε τα παιδιά τους στη μητέρα του, κατηγορώντας την αιτήτρια ότι καταχράται τα χρήματα που εκείνος έδινε για τα παιδιά. Η Αιτήτρια κατέληξε λέγοντας ότι οι συνεχείς κακοποιήσεις και παραμελήσεις, σε συνδυασμό με το περιστατικό της απαγωγής, την οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα της για να σώσει τη ζωή της (ερυθρά 44-43 του διοικητικού φακέλου).

 

Σε σχέση με την εξωσυζυγική σχέση του συζύγου της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αντιλήφθηκε την ύπαρξή της στις αρχές Οκτωβρίου 2021. Ειδικότερα ανέφερε ότι ενώ ο σύντροφός της βρισκόταν στο μπάνιο, το κινητό του έλαβε ειδοποίηση μηνύματος, το οποίο στην προεπισκόπηση έγραφε «δεν μου έδωσες όλα τα χρήματα». Προσποιούμενη ότι χρειάζεται το κινητό για να πραγματοποιήσει μία κλήση, η αιτήτρια εντόπισε τον αριθμό, ο οποίος ήταν αποθηκευμένος με ένα εικονίδιο (emoji) αντί ονόματος, και αντέγραψε το τηλέφωνο για να το χρησιμοποιήσει αργότερα. Δύο ή τρεις ημέρες μετά, κάλεσε τον εν λόγω αριθμό.

 

Κατά την κλήση τους, η αιτήτρια είπε ευγενικά στη γυναίκα να αφήσει τον άντρα της, τονίζοντας ότι εκείνος είναι παντρεμένος και δεν μπορεί να φροντίσει την οικογένειά του, όμως η γυναίκα δεν έδωσε καμία απάντηση (ερυθρό 43 του διοικητικού φακέλου). Κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης, η αιτήτρια εξήγησε ότι, παρόλο που το μήνυμα αφορούσε μόνο χρήματα, η ίδια ήταν πεπεισμένη πως επρόκειτο για εξωσυζυγική σχέση, καθώς για περισσότερο από ένα μήνα ο σύζυγός της δεν είχε επιστρέψει στο σπίτι (ερυθρό 43 του διοικητικού φακέλου). Ανέφερε επίσης ότι δεν αποκάλυψε ποτέ στον σύντροφό της πως είχε εντοπίσει και καλέσει τη γυναίκα, όμως εκείνος γνώριζε ότι είχε σχετικές υποψίες, αφού στους συνεχείς καβγάδες τους τον κατηγορούσε ανοιχτά ότι ξοδεύει τα λεφτά του σε άλλες γυναίκες (ερυθρό 42 του διοικητικού φακέλου).Όταν ρωτήθηκε για τα συναισθήματά της, απάντησε ότι προσπάθησε να ανταπεξέλθει και να διαχειριστεί την κατάσταση (ερυθρό 43 του διοικητικού φακέλου), ενώ διευκρίνισε ότι παρέμεινε στη σχέση επειδή οι άνθρωποι γύρω τους προσπαθούσαν να τους βοηθήσουν να συμφιλιωθούν (ερυθρό 42 του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με την απαγωγή της, η αιτήτρια δήλωσε ότι αυτή έλαβε χώρα λίγες εβδομάδες μετά την επικοινωνία με τη συγκεκριμένη γυναίκα, το τηλεφώνημα έλαβε χώρα στις αρχές του μήνα, ενώ η απαγωγή στο τέλος του μήνα (ερυθρό 42, του διοικητικού φακέλου). Ειδικότερα, η αιτήτρια ανέφερε ότι το περιστατικό συνέβη ένα βράδυ, καθώς επέστρεφε από τη δουλειά της και βρισκόταν σε μία συγκεκριμένη διασταύρωση. Ένα αυτοκίνητο τύπου Golf, σταμάτησε μπροστά της δήθεν για οδηγίες και οι επιβαίνοντες την άρπαξαν βίαια και την έσυραν στο όχημα.  Συνολικά οι επιβαίνοντες ήταν τέσσερις συμπεριλαμβανομένου του οδηγού. Το ταξίδι διήρκεσε περίπου τέσσερις ώρες και τελικά κατέληξαν σε μια απομονωμένη περιοχή εντός θαμνώδους έκτασης στα περίχωρα της Abuja, και συγκεκριμένα σε ένα σημείο όπου υπήρχε μια πρόχειρη καλύβα κατασκευασμένη από μπαμπού.

 

Οι άνδρες έφυγαν και εγκατέλειψαν την αιτήτρια στο σημείο δεμένη, για δύο νύχτες. Το δεύτερο βράδυ ένας από τους απαγωγείς ήρθε στο μέρος, όπου κρατούνταν, τη βίασε και στη συνέχεια της αποκάλυψε ότι είχαν πληρωθεί «αδρά» για να τη σκοτώσουν. Η αιτήτρια άρχισε να τον εκλιπαρεί να την αφήσει ελεύθερη επικαλούμενη την κατάστασή της, με αποτέλεσμα εκείνος να συγκινηθεί και να την απελευθερώσει. Ερωτηθείσα πώς κατάλαβε ότι υπεύθυνη για την απαγωγή ήταν η γυναίκα που είχε εξωσυζυγική σχέση με τον σύντροφό της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι από τα λεγόμενα του απαγωγέα κατάλαβε ότι η εντολή είχε δοθεί από γυναίκα και δεδομένου ότι η ίδια δεν είχε κάποιο πρόβλημα με κάποια άλλη γυναίκα κατέληξε ότι επρόκειτο για τον συγκεκριμένο άνθρωπο (ερυθρά 42-41, του διοικητικού φακέλου).

 

Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τη χρονική ακολουθία των γεγονότων μετά την απόδρασή της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αρχικά μετέβη στη Lagos, όπου παρέμεινε για μερικές εβδομάδες, και στη συνέχεια επέστρεψε στην Abuja προκειμένου να εκδώσει διαβατήριο. Ακολούθως, ξαναπήγε στη Lagos, όπου και αναχώρησε αεροπορικώς τον Φεβρουάριο, με τη βοήθεια ατόμου που τη συνέδραμε να ολοκληρώσει τις σχετικές διαδικασίες. Όπως ανέφερε, στο μεσοδιάστημα των δύο έως τριών μηνών μετά την απόδρασή της, λάμβανε ιατρική αγωγή και ερχόταν σε επικοινωνία με συγγενείς και φίλους. Επιπλέον, η αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι από τη στιγμή της απόδρασής της μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα δεν της συνέβη οτιδήποτε. Κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης αναφορικά με το λόγο για τον οποίο επέλεξε να εγκαταλείψει τη δεδομένη στιγμή, η αιτήτρια απάντησε ότι δεν ένιωθε ελεύθερη, επειδή δεν γνώριζε από ποιον ακριβώς να κρυφτεί (ερυθρό 41, του διοικητικού φακέλου).

 

Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει εάν κατήγγειλε την απαγωγή στην αστυνομία, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά, προβάλλοντας ότι δεν είχε κανένα στοιχείο αναφορικά με την ταυτότητα των ενόχων, κι έτσι αποφάσισε να διασώσει η ίδια τον εαυτό της (ερυθρό 41, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα επανειλημμένα τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην Νιγηρία, η αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται για τη ζωή της, γιατί υπάρχει περίπτωση να τη βλάψει είτε η γυναίκα που είχε εξωσυζυγική σχέση με το σύντροφό της είτε ο ίδιος ο σύντροφός της (ερυθρό 40, του διοικητικού φακέλου).

 

Η αιτήτρια ανέφερε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει σε κάποια άλλη περιοχή στη χώρα καταγωγής της όπως για παράδειγμα στον τόπο καταγωγής της, το Port Harcourt, επειδή ο αδελφός της, της μετέφερε πως διάφορα άτομα επισκέπτονται την οικία τους με αποτέλεσμα να ζουν με φόβο. Προσέθεσε ότι δεν γνωρίζει αν θα μπορούσε να βρει κάποιο μέρος να διαμείνει, ενώ αναφορικά με την άσκηση του επαγγέλματός της προέβαλε ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες επιχειρήσεις στο Port Harcourt όπου θα μπορούσε να απασχοληθεί (ερυθρά 40-39, του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς ως κατωτέρω: (1) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής και διαμονής της αιτήτριας, (2) ισχυρισμός περί του ότι υπήρξε θύμα ενδοοικογενειακής βίας από το σύζυγό της και (3) ισχυρισμός περί του ότι υπήρξε θύμα απαγωγής και κακοποίησης από άτομα της συντρόφου του συζύγου της.  Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας και έγινε δεκτός καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού (ερυθρά 81-80, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις της αιτήτριας ότι υπήρξε θύμα ενδοοικογενειακής βίας από το σύζυγό της.  Στα πλαίσια της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε τις εξής επισημάνσεις: η αιτήτρια υπήρξε συνεκτική κατά την περιγραφή της κακοποίησης που βίωνε από το σύντροφό της. Επίσης περιέγραψε σαφώς τις περιστάσεις υπό τις οποίες γνωρίστηκαν, καθώς και το πώς εξελίχθηκε η σχέση τους μέχρι να διαμείνουν μαζί. Ακολούθως, περιέγραψε λεπτομερώς την κοινή τους ζωή, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε ότι ο σύντροφός της την εξανάγκαζε να έχουν σεξουαλικές επαφές, αρνούνταν συχνά να της δώσει χρήματα και απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το σπίτι.

 

Εξήγησε με συνέπεια το λόγο για τον οποίο η ίδια παρέμενε σε αυτή τη σχέση, καθώς και τις προσπάθειες που έκανε να εμπλέξει τη μητέρα του συντρόφου της και την αστυνομία προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση. Τέλος, η αιτήτρια περιέγραψε τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο σύντροφός της πήγε τα παιδιά τους στη μητέρα του.  Κατά συνέπεια, η εσωτερική αξιοπιστία της αιτήτριας κρίθηκε ότι τεκμηριώθηκε.  Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερική πηγή η οποία επιβεβαιώνει ότι η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί αυξανόμενο φαινόμενο στη Νιγηρία. Περαιτέρω, παρέπεμψε σε εξωτερική πηγή πληροφόρησης αναφορικά με την ποινική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και του βιασμού εντός γάμου, η οποία ωστόσο καταγράφει ότι η κυβέρνηση δεν έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εφαρμόσει τη νομοθεσία.

 

Περαιτέρω, η πηγή απαριθμεί τα μέτρα που προβλέπει η ομοσπονδιακή νομοθεσία (προβλεπόμενες ποινές, μητρώο καταδικασμένων για σεξουαλικά αδικήματα, ειδικοί υπεύθυνοι προστασίας για τα θύματα βιασμού και σεξουαλικής βίας, προστασία της ταυτότητας των θυμάτων βιασμού και καταβολή αποζημίωσης) με τη σημείωση ωστόσο ότι ο ομοσπονδιακός νόμος δεν έχει υιοθετηθεί σε όλες τις πολιτείες με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής ο νόμος της εκάστοτε πολιτείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την έμφυλη βία με αποτέλεσμα τα θύματα να μην έχουν καμία δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Τέλος, η πηγή τονίζει την απροθυμία της αστυνομίας να επέμβει σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Καταληκτικά, ο ισχυρισμός έγινε δεκτός στο σύνολό του (ερυθρά 80-78, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις της αιτήτριας ότι υπήρξε θύμα απαγωγής και ότι κακοποιήθηκε από άτομα που απέστειλε η γυναίκα που είχε σχέση με το σύντροφό της.  Στα πλαίσια της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε τις εξής επισημάνσεις: οι δηλώσεις της αιτήτριας αναφορικά με το συγκεκριμένο ισχυρισμό στερούνταν λεπτομερειών και συνοχής. Ειδικότερα, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο θεώρησε ότι το μήνυμα που είδε στο κινητό του άνδρα της προερχόταν από κάποια γυναίκα με την οποία αυτός διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, ούτε κατάφερε να περιγράψει επαρκώς τα συναισθήματά της αναφορικά με την συνειδητοποίηση της απιστίας.

 

Η αιτήτρια δεν περιέγραψε με επαρκή λεπτομέρεια τις περιστάσεις υπό τις οποίες απήχθη ούτε τα χαρακτηριστικά των ατόμων που την απήγαγαν. Περαιτέρω δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί την άφησαν μόνη της στην καλύβα και όταν της ζητήθηκε να περιγράψει τη συζήτηση που είχε με τον άνδρα που την απελευθέρωσε, παρείχε μία πολύ γενική περιγραφή της στιχομυθίας τους. Επίσης, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει ποιος οργάνωσε την απαγωγή της, ούτε το λόγο για τον οποίο απήχθη με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει από ποια άτομα πρέπει να προστατευτεί.  Η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει για ποιο λόγο φοβάται για τη ζωή της και οι σχετικές δηλώσεις της παρουσιάζουν έλλειψη σαφήνειας και συνοχής.  Στα πλαίσια ελέγχου της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλωσεων της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερική πηγή, η οποία επιβεβαιώνει ότι οι απαγωγές αποτελούν συχνό και μάλιστα αυξανόμενο φαινόμενο στη Νιγηρία. Ωστόσο, τόνισε ότι πρέπει να δοθεί βαρύτητα στο γεγονός ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει σαφείς πληροφορίες αναφορικά με τους απαγωγείς της και τον ακριβή κίνδυνο που αντιμετώπιζε και κατά συνέπεια, δεν αποδέχτηκε τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας (ερυθρά 78-76, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, αφού έλαβε υπόψη τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας, δηλαδή στην Abuja και ευρύτερα στην πολιτεία Federal Capital Territory (FCT). Ακολούθως, έκρινε ότι βάσει των προσωπικών περιστάσεων της αιτήτριας και του γεγονότος ότι παρατηρείται απουσία ένοπλης σύρραξης στην περιοχή, αλλά και εξαιτίας της γενικής σταθερότητας και ασφάλειας στη χώρα, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Abuja της πολιτείας FCT θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (ερυθρά 76-75, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος έγινε αποδεκτός, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε αρχικά ότι παρόλο που έχει διαπιστωθεί ότι η αιτήτρια έχει υποστεί ενδοοικογενειακή βία, η ίδια συνέδεσε τον κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα με την απαγωγή της. Σε κάθε περίπτωση ο λειτουργός κατέγραψε ότι οι πληροφορίες που παρείχε για το σύζυγό της δεν υποδεικνύουν το προφίλ ενός ατόμου που διαθέτει τα μέσα, το κίνητρο ή τις δυνατότητες να την εντοπίσει και να της προκαλέσει εκ νέου βλάβη. Ειδικότερα, ο λειτουργός ανέφερε πως πρόκειται για έναν άνδρα χωρίς σταθερή εργασία και χωρίς εμπλοκή σε ένοπλες δραστηριότητες, ο οποίος δεν ήρθε σε επαφή με την αιτήτρια ούτε την απείλησε από την στιγμή που εγκατέλειψε την κοινή τους οικία μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα, ούτε είχε πράξει κάτι αντίστοιχο στο παρελθόν. Υπό αυτό το πρίσμα, κατέληξε ότι δεν τεκμηριώνεται εύλογη πιθανότητα έκθεσης της αιτήτριας σε ενδοοικογενειακή βία από τον πρώην σύντροφό της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 75, του διοικητικού φακέλου).

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου και κατά συνέπεια, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ειδικά σε σχέση με το εδάφιο (γ) του άρθρου 19 (2) ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι στην πολιτεία FCT δεν υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύρραξη.  Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα της αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τoν συνήγορό της αλλά και από τoν συνήγορο που εκπροσωπεί τους Καθ' ων η αίτηση.  Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της αιτήτριας, διαπιστώνω πως ορθώς έχει γίνει αποδεκτός καθώς η αιτήτρια κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστη στις δηλώσεις της.  Ομοίως αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ισχυρισμός περί του ότι υπήρξε θύμα ενδοοικογενειακής βίας από το σύζυγό της, εφόσον η αιτήτρια τεκμηρίωσε την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της αιτήτριας το έτος 2025, η Freedom House εξέδωσε έκθεση με έτος αναφοράς το 2024, στην οποία σημείωνε ότι: «παρά την ύπαρξη αυστηρών νόμων κατά του βιασμού, της ενδοοικογενειακής βίας, του ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων και των παιδικών γάμων, αυτά τα αδικήματα παραμένουν εκτεταμένα, με χαμηλά ποσοστά καταγγελιών και δίωξης»[1].  Όπως προαναφέρθηκε, οι καθ’ ων οι αίτηση στην Εισηγητική τους Έκθεση έκαναν παραπομπή στη σχετική νομοθεσία, αλλά δεν κατονόμασαν το νομοθέτημα στο οποίο αναφέρονται. Κατόπιν έρευνας προέκυψε ότι πρόκειται για Violence against Persons (Prohibition) Act ή άλλως VAPPA[2].

 

Ωστόσο, στην έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας με έτος αναφοράς το 2024, αναφέρεται ότι στις 24 Αυγούστου (2024), ένα νομοσχέδιο για την κατάργηση του Νόμου VAPPA προχώρησε στη δεύτερη ανάγνωσή του στη Γερουσία[3].  Σε κάθε περίπτωση ο νόμος φαίνεται να είναι ακόμα σε ισχύ, καθώς η Εθνική Υπηρεσία για την Απαγόρευση της Εμπορίας Προσώπων (NAPTIP), η οποία έχει εξουσιοδοτηθεί από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Νιγηρίας να εφαρμόζει τις διατάξεις του VAPPA στην FCT, φαίνεται να είναι ακόμα ενεργή[4].

 

Σε σχέση με τις πιο πάνω παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, εντοπίζονται πληροφορίες που επιβεβαιώνουν το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα καταγωγής της.  Διαφαίνεται πως οι δηλώσεις της αιτήτριας συνάδουν με πληροφορίες που αντλούνται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής της, σε σχέση με τον ουσιώδη ισχυρισμό και κατά συνέπεια, ορθά έγινε αποδεκτός ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός.

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις της αιτήτριας ότι υπήρξε θύμα απαγωγής και ότι κακοποιήθηκε από άτομα που απέστειλε η γυναίκα που είχε σχέση με το σύντροφό της.  Στα πλαίσια της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, διαφαίνεται πως το αφήγημά της στερούνταν λεπτομερειών και συνοχής.  Η αιτήτρια απέτυχε να δώσει συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός της.

 

Θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας της αιτήτριας ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού, η αιτήτρια δεν παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες για τον πυρήνα του αιτήματός της.  Η αιτήτρια δεν είχε υποστεί οτιδήποτε περαιτέρω ούτε παρουσίασε οτιδήποτε συγκεκριμένο ενώπιον μου που τροποποιεί την εικόνα που διαμορφώθηκε από το λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ενόψει των ισχυρισμών της.  Από το αφήγημά της, διαπιστώνεται πως η αιτήτρια παρουσίασε τον πυρήνα του αιτήματός της με επιφανειακό τρόπο, με γενικές και αόριστες δηλώσεις οι οποίες δεν παρουσιάζουν βιωματικά περιστατικά και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να κριθεί εσωτερικά αξιόπιστη στις δηλώσεις της.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού- της επιβεβαίωσα τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που παραπέμπει ο αρμόδιος λειτουργός οι οποίες επιβεβαιώνουν πως οι απαγωγές αποτελούν συχνό φαινόμενο στη Νιγηρία. Για να καταστούν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της, απαιτείται να συνοδεύονται από σαφή, λεπτομερή και εξατομικευμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας.  Οι δηλώσεις της αιτήτριας κρίνω ότι είναι ασαφείς και επιφανειακές, στερούμενες της αναγκαίας πειστικότητας ώστε να θεμελιώνουν τον ισχυρισμό της.  Κατά συνέπεια, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η αιτήτρια δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της.  Η αιτήτρια είχε την ευκαιρία στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία να προσκομίσει με το ορθό δικονομικό διάβημα οτιδήποτε θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζει το Δικαστήριο πράγμα που δεν έπραξε. 

 

 Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.  Οι ισχυρισμοί που προβάλλει η αιτήτρια δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών). 

 

Οι διαπιστώσεις του αρμόδιου εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, περί του ότι η αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000), συνιστούν διαπιστώσεις εύλογα επιτρεπτές ενόψει των στοιχείων που είχε ο Προϊστάμενος ενώπιον του, όπως αυτά διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1. 

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.

 

Ορθά κρίθηκε από τον αρμόδιο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν. 6 (Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό που έχει γίνει αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου θα πρέπει να αναφερθεί πως πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας.  Η ενδοοικογενειακή βία την οποία η Αιτήτρια έχει υποστεί από τον σύζυγό δύναται να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης και συνεπώς προχωρώ στην αξιολόγηση κινδύνου, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.  Πρόσθετα ανέτρεξα σε πηγές πληροφόρησης προκειμένου να διαπιστώσω πως αντιμετωπίζονται τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας προκειμένου να αξιολογηθεί και ο μελλοντικός κίνδυνος που πιθανόν η αιτήτρια αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

 

Τα θύματα έμφυλης βίας και εμπορίας ανθρώπων εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από την καλή θέληση της οικογένειάς τους και των φίλων τους. Υπάρχει έλλειψη καταφυγίων για θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και έμφυλης βίας και αυτό αποτελεί σημαντική πρόκληση στη Νιγηρία. Τα καταφύγια συχνά φιλοξενούν γυναίκες μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Μόνο σε περιπτώσεις ακραίας ευαλωτότητας θα τις δεχθούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Το κατά πόσο οι γυναίκες καταφέρνουν να χτίσουν μια νέα ζωή στη συνέχεια εξαρτάται συχνά από τη κοινωνικοοικονομική τους θέση. Συνήθως, οι γυναίκες έχουν λίγες επιλογές και αναγκάζονται να επιστρέψουν στους συζύγους τους[5]».  Τα θύματα βίας έχουν νομικό δικαίωμα σε ιατρική, ψυχολογική, κοινωνική και νομική βοήθεια. Στην πράξη, η υποστήριξη από τις αρχές προς τα θύματα ήταν ανεπαρκής λόγω έλλειψης ικανοτήτων και πόρων. Υπάρχουν προγράμματα που παρέχουν δικηγόρους pro bono για γυναίκες και ανήλικους. Αυτές οι υπηρεσίες επίσης διαθέτουν περιορισμένη ικανότητα για να καλύψουν τη ζήτηση.

 

Στην γενική έκθεση του ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών για τη Νιγηρία (2023), αναφέρονται σχετικά τα εξής:  «Πρακτική σε σχέση με την έμφυλη και την ενδοοικογενειακή βία:  Λόγω της αυξημένης ευαισθητοποίησης και συνηγορίας σχετικά με την έμφυλη και την ενδοοικογενειακή βία, ο αριθμός των καταγγελιών αυξήθηκε, σύμφωνα με εμπιστευτική πηγή. Ωστόσο, τα ποσοστά καταδίκης για τέτοιες υποθέσεις ήταν χαμηλά και οι ποινές συχνά ελαφριές. (…) Τα θύματα που κατήγγειλαν σεξουαλική ή έμφυλη βία στην αστυνομία ανέφεραν ότι συχνά αντιμετώπιζαν κατηγορητική στάση απέναντί τους, περιφρονητική μεταχείριση, οικονομικό εκβιασμό, έμφυλα στερεότυπα και έλλειψη ενσυναίσθησης από την πλευρά της αστυνομίας. Η αστυνομία επίσης μερικές φορές ενθάρρυνε τα θύματα και τους δράστες να επιλύσουν την υπόθεση εξωδικαστικά. Εμπόδια όπως το κόστος, ο στιγματισμός, η έλλειψη προστασίας και υποστήριξης για τα θύματα, καθώς και οι χρονοβόρες νομικές διαδικασίες, απέτρεπαν τα θύματα από το να αναζητήσουν δικαιοσύνη. Στην πράξη, επομένως, η δυνατότητα αξιοποίησης του νόμου περιοριζόταν κυρίως στις ελίτ, με τα χρήματα και τις διασυνδέσεις τους.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω, δυσκολία σε σχέση με θύματα ενδοοικογενειακής βίας σε περίπτωση που υπάρχει ανάγκη στήριξής τους από τις αρχές της χώρας τους.  Λαμβάνω βέβαια υπόψη μου πως στο άρθρο 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 αναφέρεται πως «Το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.» 

 

Απο τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαπιστώνεται η ύπαρξη σειράς βάσιμων λόγων, όπως αυτοί προκύπτουν από τα λεγόμενα της Αιτήτριας, προς μη επανάληψη της κακομεταχείρισης που υπέστη από τον σύζυγό της.  Συγκεκριμένα, θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα:  Η αιτήτρια δήλωσε στη συνέντευξή της πως δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο σύζυγός της και πως δεν έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του.  Διαφαίνεται από τη συνέντευξη πως ουδέποτε την έχει αναζητήσει, ενοχλήσει ή απειλήσει με οποιονδήποτε τρόπο.  Δήλωσε μάλιστα πως τα τρία παιδιά της διαμένουν με τη μητέρα του συζύγου της και επικοινωνεί μαζί τους μέσω της πλατφόρμας WhatsApp χωρίς να αναφέρει πως με οποιονδήποτε τρόπο έχει επικοινωνία ο σύζυγός της μαζί της ή ότι την έχει απειλήσει οποτεδήποτε (ερυθρό 49, του διοικητικού φακέλου).  Μάλιστα όσο χρόνο παρέμεινε στη χώρα της αφού ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την οικία τους δήλωσε πως δεν της έχει συμβεί οτιδήποτε, ούτε ανέφερε πως δέχθηκε οποιεσδήποτε απειλές ή ότι είχε οποιαδήποτε επικοινωνία με τον σύζυγό της.  Επαναλαμβάνεται πως η αιτήτρια δεν βρισκόταν σε γάμο με τον άνδρα αυτό και πατέρα των παιδιών της, αλλά τον ένιωθε ως σύζυγό της και κατα συνέπεια ο άνδρας αυτός δεν θα έχει οποιαδήποτε επιρροή στην ίδια.  Συνεπώς, απο τα στοιχεία αυτά δεν προκύπτει ότι η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει βάσιμο κίνδυνο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της από τον σύντροφό της.

 

Πρόσθετα, η αιτήτρια ανέφερε πως έχει δύο αδελφούς στη Νιγηρία και αρχικά ανέφερε πως δεν έχει επικοινωνία μαζί τους ενώ στη συνέχεια ρωτήθηκε αν θα μπορούσε να διαμείνει στο Port Harcourt και ισχυρίστηκε πως επικοινώνησε με τον αδελφό της και της ανέφερε πως άνθρωποι πηγαίνουν στο σπίτι τους και θεωρεί πως δεν θα είναι ασφαλής γιατί θα την εντοπίσουν τα άτομα που την απήγαγαν, ισχυρισμός βέβαια που δεν έγινε αποδεκτός και δεν συνδέεται με την ενδοοικογενειακή βία (ερυθρό 40, του διοικητικού φακέλου).  Κατά συνέπεια, η αιτήτρια διατηρεί επικοινωνία με τον αδελφό της ο οποίος θα μπορούσε να την βοηθήσει στην επανένταξή της στη χώρα καταγωγής της.  Στο ίδιο σημείο η αιτήτρια ανέφερε πως διατηρεί επικοινωνία και με φίλους.

 

Στα πλαίσια του κατ' ουσίαν ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης διεξήγαγα επικαιροποιημένη έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφάλειας στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της αιτήτριας, όπου αναμένεται να επιστρέψει όπως διαφαίνεται από τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό που έχει γίνει αποδεκτός.

 

Δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν αναλυτικές εκθέσεις αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Federal Capital Territory. Παρόλα αυτά σε άρθρο της online εφημερίδα Vanguard ημερομηνίας 01/10/2025 καταγράφεται ότι ο Υπουργός της Ομοσπονδιακής Πρωτεύουσας Περιοχής (FCT), Nyesom Wike, δήλωσε ότι η Abuja παραμένει ένα από τα ασφαλέστερα μέρη για να ζει κανείς στη χώρα, γεγονός το οποίο απέδωσε τόσο στις προσπάθειες της κυβέρνησης όσο και στη δέσμευση των κατοίκων για ειρήνη[6].

 

Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στην πολιτεία FCT, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας αναφοράς τις 03/10/2025), καταγράφηκαν 6 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 9 θάνατοι[7].

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, στα πλαίσια αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, οι οποίες συνδέονται βεβαίως με το ότι η αιτήτρια στο παρελθόν ήταν θύμα ενδοοικογενειακής βίας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα, ενήλικη, υγιής, πλήρως ικανή προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της.   Όπως έχει αναφερθεί η αιτήτρια έχει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της και θα βοηθηθεί για την επανένταξή της.  Τονίζεται πως η ίδια δήλωσε πως δεν έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με το σύζυγό της.  Η αιτήτρια δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης, ούτε προσκόμισε ενώπιον μου στοιχεία που να διαφοροποιούν την εικόνα που δημιούργησε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που η αιτήτρια διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, αλλά και ότι το αρμόδιο όργανο δεν μελέτησε διεξοδικά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή τους ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας,

 

 

 

 

                                                                             Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.

 



[1] Freedom House (2025) Freedom in the World 2025, https://freedomhouse.org/country/nigeria/freedom-world/2025, σελ. 10

[2] 1 EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Nigeria; Domestic violence, including prevalence, societal attitudes and treatment of victims, legislation, state protection, access to support services [Q40-2023], 27 September 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_09_EUAA_COI_Query_Response_Q43_Nigeria_domestic_violence.pdf, σελ. 4

[3] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Nigeria 2024, 29 April 2025, https://www.amnesty.org/en/location/africa/west-and-central-africa/nigeria/report-nigeria/

[4] Βλ. Πρόσφατες δημοσιεύσεις στην επίσημη ιστοσελίδα της υπηρεσίας, https://naptip.gov.ng/news-updates/

[5] Netherlands, Ministry of Foreign Affairs, General Country of Origin Information Report Nigeria, January 2023, σελ. 62-64

[6]Vanguard, Omeiza Ajayi, Nigeria @ 65: Abuja, one of Nigeria’s safest places – Wike, 01/10/2025, https://www.vanguardngr.com/2025/10/nigeria-65-abuja-one-of-nigerias-safest-places-wike/

[7] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, https://acleddata.com/platform/explorer


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο