ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Νομική Αρωγή Αρ. 38/25
24 Οκτωβρίου, 2025
[Χ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ
ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:
H.F.W.
Αιτήτρια
......................
Η αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά
Νικόλας Κουρσάρης, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
{κα Μέλπω Σταύρου - μεταφράστρια για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα}
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, ΔΔΔΔΠ.: Η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση για παροχή προς αυτήν δωρεάν νομικής αρωγής, έτσι ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να διορίσει δικηγόρο, για την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρήσει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 29/3/2024, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της Ένστασης που καταχώρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 18/4/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Την ίδια ημέρα, παρέλαβε την Βεβαίωση υποβολής αιτήματος Διεθνούς Προστασίας. Στις 12/06/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.
Προκειμένου να κληθεί σε προσωπική συνέντευξη, έγινε έλεγχος μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και της Υπηρεσίας Ασύλου, όπου εντοπίστηκε ελλιπής καταγραμμένος αριθμός τηλεφωνικής επικοινωνίας. Στις 29/02/2024 κλήθηκε με επιστολή, προκειμένου να παρευρεθεί σε διευθετημένη συνέντευξη για της 14/03/2024. Παρά τις προσπάθειες της Υπηρεσίας Ασύλου για επικοινωνία με την αιτήτρια δεν κατέστη δυνατό να επικοινωνήσουν μαζί της προς εξέταση του αιτήματος της.
Στις 28/03/2024 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το κλείσιμο του φακέλου της αιτήτριας και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής της. Συνεπώς, η Υπηρεσία Ασύλου θεώρησε ότι η αιτήτρια σιωπηρά είχε αποσύρει την αίτηση της ή είχε υπαναχωρήσει από αυτή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος υιοθέτησε την εισήγηση για κλείσιμο του φακέλου της αιτήτριας στις 29/3/2024. Στις 17/4/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία περιέλαβε την απορριπτική της απόφαση σε σχέση με το αίτημά της. Στις 11/9/2024 η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της και η Υπηρεσία Ασύλου επανάνοιξε το φάκελό της αυτόματα. Στις 2/12/2024 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη τη αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου και στις 21/1/2025 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Η αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και στη συνέχεια την υπό εξέταση αίτηση για νομική αρωγή.
Το Γραπτό σημείωμα με τα επισυνημμένα έγγραφα μεταφράστηκαν στην αιτήτρια και της δόθηκε χρόνος για να τοποθετηθεί επί του σημειώματος. Κατά την εξέταση της αίτησης για νομική αρωγή ενώπιον του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια επανέλαβε πως δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της και αναφέρθηκε σε όλα τα ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός της. Περαιτέρω, προς υποστήριξη των ισχυρισμών της προσκόμισε στο Δικαστήριο ένταλμα σύλληψης το οποίο μεταφράστηκε από την διερμηνεα και αναφέρθηκε πως καταζητείται για το αδίκημα της κατάχρησης εμπιστοσύνης και ομοφυλοφιλίας με συνέργεια (που κατατέθηκε και σημειώθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ων η αίτηση μέσω του Γραπτού του σημειώματος αναφέρει πως το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε από το αρμόδιο όργανο επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας και η απόφαση την οποία αμφισβητεί η αιτήτρια, κατά την εισήγησή του ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του Νόμου. Ο συνήγορος των Καθ’ων η Αίτηση εισηγείται πως το υπό εξέταση αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.
Προκειμένου να εξετάσω το αίτημα της αιτήτριας, θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ακολούθησε την ορθή διαδικασία. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε πολλά γεγονότα που αφορούν το αφήγημά της, τα οποία αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό κατά τη σύνταξη της έκθεσης και συνεκτιμήθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου, κατά τη λήψη της απόφασης επί του αιτήματος της αιτήτριας. Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε πως είναι διαζευγμένη και έχει τρία παιδιά ένα από τον πρώτο της σύζυγο και τα δύο από τον σύντροφό της, τα οποία διαμένουν με τη μητέρα της στην Yaounde. Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας έλαβα υπόψη μου τα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά τις συνεντεύξεις.
Ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ετοίμασε έκθεση - εισήγηση προς αξιολόγηση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην έκθεση - εισήγησή του, σχημάτισε τέσσερις ουσιώδης ισχυρισμούς, ως κατωτέρω: (1) Τα προσωπικά στοιχεία, την χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, (2) Σεξουαλικός προσανατολισμός της αιτήτριας, (3) Η αιτήτρια ως πιθανό θύμα εμπορίας προσώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης στο Dubai και (4) Ισχυρισμός της αιτήτριας, ότι συνελήφθη από τις αρχές της χώρας της.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τη χώρα καταγωγή και διαμονής της αιτήτριας ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προσμέτρησε ότι η αιτήτρια προσκόμισε το διαβατήριό της και διεξήγαγε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της, προς επιβεβαίωση της ακρίβειας των αναφορών που προβλήθηκαν από την ίδια.
Αντιθέτως, ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού δεν έγινε αποδεκτός, εφόσον κρίθηκε πως η αιτήτρια περιέγραψε το αφήγημά της με γενικότητες και αοριστίες και δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες. Ο αρμόδιος λειτουργός στην έκθεση- εισήγησή του έκρινε πως οι απαντήσεις που αφορούσαν τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, την αίσθηση της διαφορετικότητάς της, το στίγμα και τη βλάβη, σε σχέση με τις συνθήκες στην χώρα της, στερούνταν λεπτομέρειας και πληροφορίας. Συνεπώς, η εσωτερική αξιοπιστία της αιτήτριας, όσον αφορά τον σεξουαλικό της προσανατολισμό ως ομοφυλόφιλο άτομο δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, από τις οποίες κατέληξε πως υπάρχουν συνεχείς αναφορές για εκτεταμένες και συστηματικές διακρίσεις και βία που διαπράττονται κατά των ΛΟΑΤ, συμπεριλαμβανομένων επιθέσεων, παρενοχλήσεων, απειλών, εκβιασμών, βασανιστηρίων και δολοφονιών. Δεδομένου των αντιφάσεων και ελλείψεων επαρκών πληροφοριών που εντοπίστηκαν, ο ισχυρισμός της περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού δεν έγινε αποδεκτός.
Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό σε σχέση με το ότι η αιτήτρια κρίθηκε ως πιθανό θύμα εμπορίας προσώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης στο Dubai, διαπιστώθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι η αιτήτρια κατά το αφήγημά της προέβη σε αντιφάσεις και ασάφιες και κρίθηκε αναξιόπιστη στις δηλώσεις της. Ειδικότερα, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η γυναίκα η οποία τη βοήθησε να ταξιδέψει στο Dubai, επιθυμούσε τα χρήματα που της είχε δώσει προ της αναχώρησής της από τη χώρα καταγωγής της. Ωστόσο, σε άλλο σημείο της συνέντευξής της, ανέφερε ότι τα χρήματα αυτά τα είχε ήδη αποδώσει ηλεκτρονικά στη γυναίκα αυτή, γεγονός που αντιφάσκει με τον αρχικό της ισχυρισμό. Η αντίφαση αυτή επεκτείνεται και ως προς το ζήτημα της σύλληψής της, καθώς σε ορισμένα σημεία της συνέντευξης ισχυρίζεται ότι συνελήφθη από τις αρχές, ενώ αλλού δηλώνει ότι κρατήθηκε λόγω οικονομικής διαφοράς με το άτομο που τη βοήθησε να ταξιδέψει.
Περαιτέρω, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει σαφείς και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τις συνθήκες της υποτιθέμενης σύλληψής της, τον τόπο κράτησης, το χρονικό διάστημα ή τα πρόσωπα που φέρονται να συμμετείχαν στο περιστατικό. Παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις, οι απαντήσεις της παρέμειναν αόριστες και αλληλοαναιρούμενες, γεγονός που δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς την αξιοπιστία του ισχυρισμού. Κατόπιν τούτων, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της αιτήτριας παρουσιάζουν ελλείψεις, αντιφάσεις και ασάφειες που δεν συνάδουν με την ευλογοφάνεια ενός πραγματικού γεγονότος. Ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης σε σχέση με γυναίκες και παιδιά που ήταν θύματα εμπορίας για καταναγκαστική σεξουαλική εκμετάλλευση. Δεδομένου ότι η αιτήτρια δεν ήταν λεπτομερής στις δηλώσεις της και στα λεγόμενά της διαφαίνονται αντιφάσεις στο αφήγημά της και δεν έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός στο σύνολό του.
Αναφορικά με το τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό η αιτήτρια υποστήριξε πως συνελήφθη από τις αρχές της χώρας της και ο αρμόδιος λειτουργός και πάλι έκρινε πως υπάρχουν αντιφάσεις και ασάφειες οι οποίες δεν ήταν αρκετές για να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό της. Τα όσα ανέφερε η αιτήτρια κρίθηκε πως αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και δεν διεξήγαγαν οποιαδήποτε έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας και κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.
Ο αρμόδιος λειτουργός, εκτιμώντας όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, απέρριψε το αίτημά της αιτήτριας στο σύνολό του, καθώς έκρινε πως δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στην έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υιοθετήθηκε από τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, διαφαίνεται πως έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός αναφορικά με την υπηκοότητα και την περιοχή καταγωγής και διαμονής της.
Το νομικό πλαίσιο στο οποίο εξετάζεται η παρούσα αίτηση, στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί. Η περίπτωση της αιτήτριας υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 6Β(2)(α) και 6Β(2)(ββ) του σχετικού Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα (υπογράμμιση δική μου):
«6Β.(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 8-
[.]
(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -
[.]
(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή
υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και
(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:
Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»
Στη βάση των προαναφερόμενων προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, δίδεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, η προσφυγή της αιτήτριας έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας (Νομική Αρωγή αρ. 23/2010, Farshad Khamsen, ημερομηνίας 14/10/2010). Το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του το δικαίωμα της αιτήτριας να ακουστεί στη βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά θα πρέπει περαιτέρω να εξετάσει το Δικαστήριο την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιον του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας (Νομική Αρωγή αρ. 10/2010 ALALI ABDULHAMID, ημερομηνίας 06/05/2010 και Νομική Αρωγή υπ' αρ. 25/2010, ANTHONIA IDAHOR, ημερομηνίας 13/12/2010).
Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς βεβαίως το Δικαστήριο να καλείται να αποφασίσει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής που έχει ήδη καταχωρήσει η αιτήτρια. Σημειώνεται, πως το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης για νομική αρωγή, δεν θα επηρεάσει την τελική έκβαση της προσφυγής που καταχώρησε η αιτήτρια εφόσον το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία δεν αποφασίζει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής που έχει ήδη καταχωρηθεί (Durgo Man v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 278/09, ημερομηνίας 15.7.2009, Baghour και Roud Gad, υπόθ. αρ.7/11 και 8/11, ημερομηνίας 28.3.2011 ).
Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, τη συνέντευξη της αιτήτριας ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, την εισηγητική έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το έγγραφο που προσκόμισε και γενικά το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και τα έγγραφα που έθεσε στην ενώπιον μου διαδικασία.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Θα πρέπει να αναφερθεί πως για να αναγνωριστεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασία, δυνάμει του άρθρου 19 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, θα πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), του Ν. 6 (Ι)/2000, αναφορικά με τον κίνδυνο ο αιτητής να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, η οποία ερμηνεύεται ως κίνδυνος αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.
Διαφαίνεται, εκ πρώτης όψεως από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, πως η Υπηρεσία Ασύλου δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα στην εξέταση του αιτήματος της αιτήτριας. Κατά συνέπεια, δεν διακρίνω οποιοδήποτε πρόβλημα στη διαδικασία που διεξάχθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Έλαβα υπόψη μου και το έγγραφο που προσκομίστηκε το οποίο από μόνο του δεν θα μπορούσε να ανατρέψει την εικόνα της αιτήτριας η οποία δημιουργήθηκε από το αφήγημά της, ενόψει των αντιφάσεων και των ασαφειών που υπέπεσε κατά τα λεγόμενά της. Βεβαίως, το Δικαστήριο που θα εξετάσει την προσφυγή της αιτήτριας, θα διεξάγει έλεγχο ουσίας όλων των στοιχείων που αφορούν το αίτημα της, στη βάση των επικαιροποιημένων πηγών πληροφόρησης που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας.
Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί, έχοντας υπόψη ότι, βάσει των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας η αιτήτρια έχει το βάρος να καταδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να εκδοθεί δικαστική απόφαση υπέρ της και χωρίς να αποφασίζεται οριστικά το αποτέλεσμα της προσφυγής που πιθανόν να καταχωρήσει η αιτήτρια (Tamaga Durja Man v. Δημοκρατίας, υπόθ. Αρ. 278/09, ημερ. 15/7/2009, Nacira Baghour και Maged Ahmad Odeh, υπόθ. Αρ. 10/12, ημερ. 28/3/2012), κρίνω, εκ πρώτης όψεως, πως στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων πως η προσφυγή που έχει καταχωρηθεί δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.
Με δεδομένη τη μη ικανοποίηση της απαραίτητης εκ του Νόμου προϋπόθεσης, η αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται χωρίς έξοδα. Η αιτήτρια βέβαια καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με δικά της έξοδα, και το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης δεν επηρεάζει την πορεία της προσφυγής της.
Τα έξοδα των μεταφραστών καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
Χ. Μιχαηλίδου, ΔΔΔΔΠ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο