ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 3824/2024
30 Οκτωβρίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
T.Y. από Τόγκο
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Γ. Κωνσταντινίδου (κα) για Μ. Παπαλοϊζου (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Ι. Χαραλάμπους (κα) για Α. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Αιτητής παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 03/09/24 (του κοινοποιήθηκε αυθημερόν), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως παράνομη, άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή ζητά απόφαση του Δικαστηρίου για παροχή σε αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και/ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία υπό τις περιστάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 07/05/19. Στις 05/08/24 πραγματοποιήθηκε η προσωπική του συνέντευξη και στις 12/08/24 εκδόθηκε η σχετική έκθεση/εισήγηση λειτουργού, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση στις 12/08/24, αποφασίζοντας παράλληλα την επιστροφή του Αιτητή στο Τόγκο, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Μέσω της Γραπτής Αγόρευσης του συνηγόρου του Αιτητή υιοθετείται ο πυρήνας του αιτήματος διεθνούς προστασίας και προβάλλεται ότι η απόφαση είναι εσφαλμένη, καθότι παρατηρήθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στερείται δέουσας έρευνας λόγω των δεδομένων που παρουσίασε ο Αιτητής κατά την συνέντευξη. Υποστηρίζει, υποδεικνύοντας δηλώσεις και στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής, ότι ο χειριστής δεν αξιολόγησε ορθά και/ή εξατομικευμένα το αφήγημα του και/ή ότι δεν έχει προβεί σε δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για να καταδείξει την δυσχερή πολιτική κατάσταση που επικρατεί στο Τόγκο αναφέροντας ταυτόχρονα διώξεις και αυθαίρετες συλλήψεις που υπόκεινται πρόσωπα αντιπολίτευσης. Σημειώνει, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη, είναι αναιτιολόγητη και θα πρέπει λόγω των ισχυρισμών και γεγονότων που αφορούν τον Αιτητή να του αναγνωριστεί το καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση σε απάντηση των εν λόγω ισχυρισμών υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και υποστήριξαν ότι οι ισχυρισμοί του δεν εμπίπτουν στην έννοια του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας και/ή ότι κρίθηκε ο Αιτητής ως αναξιόπιστος. Παραπέμπουν σε σημεία της συνέντευξης και προβάλλουν ότι ο Αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το διάταγμα ασφαλών χωρών του Υπουργού και/ή ούτε έχει τεκμηριώσει ότι δεν είναι ασφαλής λόγω των ειδικών του περιστάσεων.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Αρχικά παρατηρείται πως μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή μέσω του δικηγόρου του σε αρκετά σημεία αναλώνεται μόνο στην επανάληψη διατάξεων Νόμου, Οδηγίας ΕΕ, κανόνων δικαίου και παραπομπές σε κατευθυντήριες γραμμές και/ή εγχειρίδια χωρίς να γίνεται επακριβής υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τους σχετικούς διαδικαστικούς κανονισμούς και πάγια νομολογία επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτούντα όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Ούτε επιτρέπεται η εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης μέσω Αγορεύσεων πέραν εκείνων που έχουν καταγραφεί στην αίτηση. Αντικείμενο της διαδικασίας καθορίζεται στη δικογραφία η οποία αποτελεί το δικονομικό μέσο για την έκθεση και προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται ότι έχουν εγκαταλειφθεί (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), και των λεχθέντων στις Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος και ειδικά την Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 61/2022, LOUISE GARCIA NYEMB v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερ.30/10/24 αναφορικά με τους δικονομικά παραδεκτούς λόγους ακύρωσης). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Ανεξάρτητα, της πιο πάνω διαπίστωσης αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση μόνο των λόγων ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης. Η εξέταση της ουσίας της αίτησης ασύλου του Αιτητή, των στοιχείων του διοικητικού φακέλου και των πηγών πληροφόρησης σε σχέση με την χώρα καταγωγής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους λόγους ακύρωσης μη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς για μη παροχή σε αυτόν του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας και/ή της θεραπείας που ζητείται από το Δικαστήριο για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας και/ή άπτονται ζητημάτων ουσίας της αίτησης τα οποία το Δικαστήριο εξετάζει συνδυαστικά και/ή στην ολότητα τους.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου με την αίτησή του για διεθνή προστασία ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του επειδή κινδύνευε η ζωή του λόγω καταδίωξής του από το κυβερνητικό κόμμα. Ο Αιτητής στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές εργαζόταν στο CENI (Independent National Electoral Commission) ως εκλογικός πράκτορας και κατέγραφε τις ψήφους. Όμως, οι υπεύθυνοι του τμήματός του ανάγκασαν τον ίδιο και τους συναδέλφους του να καταγράψουν στις εκλογές και ανηλίκους. Έτσι, τον Νοέμβριο του 2018, το κόμμα που ήταν στην εξουσία άρχισε να τον καταδιώκει. Κατά την προσωπική του συνέντευξη επανέλαβε τους ισχυρισμούς του, πρόσθεσε ότι την περίοδο εκλογών έστελναν εντάλματα σύλληψης και όποιος ήταν εναντίον της κυβέρνησης συλλαμβάνονταν. Όταν ο ίδιος έλαβε το ένταλμα σύλληψης, κατάλαβε ότι αν δεν έφευγε η ζωή του θα βρισκόταν σε κίνδυνο, έτσι διέφυγε κατά τη διάρκεια της σύλληψης από τον τοίχο του σπιτιού του και πήγε στην Γκάνα. Έπειτα, έμαθε από τη μητέρα του και την αδερφή του ότι εκείνοι συνέχιζαν να τον ψάχνουν στο σπίτι του. Σχετικά με το μελλοντικό φόβο, δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Τόγκο δεν γνωρίζει τί ακριβώς μπορεί να του συμβεί επειδή εξαρτάται από το τί θα κάνουν αυτοί.
Ο λειτουργός στην έκθεση-εισήγησή του εντόπισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του που έγινε αποδεκτός (γεννήθηκε στην πόλη Λομέ του Τόγκο, είναι υγιής, χριστιανός, άγαμος, άτεκνος, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το 2008-2009 παρακολούθησε το πρώτο έτος του Πανεπιστημίου του Τόγκο στο Τμήμα οικονομικού management), ο δεύτερος ότι παράκουσε τις εντολές που του δόθηκαν κατά την εκλογική διαδικασία και ο τρίτος ότι φοβόταν για τη ζωή του, ισχυρισμοί που απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι.
Ειδικότερα, ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή, ότι παράκουσε τις εντολές που του δόθηκαν κατά την εκλογική διαδικασία, απορρίφθηκε, καθώς εντοπίστηκαν ασυνέπειες και αντιφάσεις στους ισχυρισμούς του, ενώ δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές και λεπτομερείς πληροφορίες, ήτοι: (α) προσκόμισε αποδεικτικό τεκμήριο που έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του, καθότι αν και αρχικά ισχυρίστηκε ότι εργάστηκε το διάστημα των εκλογών και όταν τον ανακάλυψαν άρχισαν να τον απειλούν και του έστειλαν κάποια εντάλματα σύλληψης, προσκόμισε βεβαίωση ότι το 2018 εργάστηκε από τη 1/10 ως τις 18/11, χωρίς να αναφέρεται ότι διακόπηκε για κάποιον λόγο η εργασία του. Αναμένεται ευλόγως, αν ο Αιτητής πράγματι παράκουσε τις εντολές που του δόθηκαν κατά την εκλογική διαδικασία, να τερματιζόταν αυτόματα η απασχόλησή του και να μην του δινόταν βεβαίωση ότι εργάστηκε κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, (β) προσκόμισε αποδεικτικά τεκμήρια που έρχονται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του διότι αν και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι για την περίοδο των εκλογών τα έτη 2017, 2010, 2015 και 2018 εργάστηκε ως υπάλληλος καταχώρησης δεδομένων, τα έγγραφα που προσκόμισε προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, αναφέρουν ότι εργάστηκε μόνο το έτος 2007, μεταξύ 16/7 και 23/8 και το έτος 2018, μεταξύ 01/10 και18/11, (γ) προσκόμισε αποδεικτικά τεκμήρια που έρχονται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του, διότι αν και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι εργοδοτήθηκε για πρώτη φορά το 2018 στον Βορρά, ενώ στις προηγούμενες εκλογές βρισκόταν στη Lome (νοτιοδυτικά), τα έγγραφα που προσκόμισε προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, αναφέρουν ότι το 2007 κατά την εκλογική διαδικασία βρισκόταν στην Kozah, Kara region, κι όχι στη Lome, όπως είχε ισχυριστεί και ότι το έτος 2018 βρισκόταν στο Est-Mono, Plateaux region, Tandjoare, North region και στο Kante, North region, (δ) υπέπεσε σε αντίφαση και δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του, σχετικά με την άρνησή του να εγγράψει τους ανηλίκους ως εκλογείς. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι επειδή αρνήθηκε να εγγράψει τους ανηλίκους ως εκλογείς άρχισαν να τον απειλούν, και ο λόγος που εκείνοι κέρδισαν τις εκλογές είναι ότι εν τέλει ψήφισαν και οι ανήλικοι. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ένας βουλευτής αποφάσισε να ψηφίσουν οι ανήλικοι, αν και κανονικά οι ανήλικοι δεν μπορούν να ψηφίσουν. Όμως, σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε, αν ο ίδιος προέβαινε σε μια παράνομη πράξη λόγω της οποίας θα μπορούσε να συλληφθεί ή να φυλακιστεί, ο Αιτητής απάντησε ότι αυτό ήταν παράνομο και για αυτό αρνήθηκε. Σε επόμενη διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε σχετικά με την αντίφαση στους ισχυρισμούς του, ότι αφού ο βουλευτής αποφάσισε ότι οι ανήλικοι μπορούν να ψηφίζουν και επομένως θεωρείτο νόμιμη διαδικασία, αργότερα ισχυρίστηκε ότι αυτό είναι παράνομο, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση, ότι δεν είχε αναφέρει ότι ο βουλευτής είχε αποφασίσει ότι οι ανήλικοι μπορούν να ψηφίσουν. Επιπλέον, αναμένεται από τον Αιτητή να είναι σε θέση να προσδιορίσει τον βουλευτή που αποφάσισε να ψηφίζουν και οι ανήλικοι, (ε) ούτε ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές πληροφορίες για να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, καθότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ισχυρίστηκε ότι κάθε χρόνο κατά την εκλογική περίοδο υπήρχε μια εκλογική απάτη και ο ίδιος εντάχθηκε στο CENI για να αποκαλύψει την απάτη αυτή. Σε ερώτημα που του τέθηκε να εξηγήσει γιατί έκανε κάτι παράνομο κατά τη διάρκεια της εργασίας του, αν και γνώριζε ότι αυτό που έκανε ήταν παράνομο, ο Αιτητής απάντησε ότι το έκανε για να αλλάξει την κατάσταση στη χώρα.
Ο λειτουργός κατά την εκτίμηση εξωτερικής αξιοπιστίας αρχικά παρέθεσε τα αποδεικτικά έγγραφα που κατέθεσε στη διάρκεια της συνέντευξής του και έγιναν αποδεκτά: (α) αντίγραφο φωτοτυπίας πιστοποιητικού εργασίας, που βεβαιώνει ότι ο Αιτητής απασχολήθηκε από την Εθνική Ανεξάρτητη Επιτροπή Εκλογών κατά τη διάρκεια των βουλευτικών εκλογών που έγιναν στις 14/10/07 ως υπάλληλος εισαγωγής δεδομένων, (β) αντίγραφο φωτοτυπίας πιστοποιητικού εργασίας, που βεβαιώνει ότι ο Αιτητής απασχολήθηκε από την Εθνική Ανεξάρτητη Επιτροπή Εκλογών κατά τη διάρκεια των βουλευτικών εκλογών του 2018 ως υπάλληλος εισαγωγής δεδομένων στην Τοπική Ανεξάρτητη Εκλογική Επιτροπή του Est-Mono, Tandjoare and Kante από τη 01/10 ως 18/11.
Καταλήγει, όμως, ότι λόγω της έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του λόγω της μη συνεπούς αφήγησης του Αιτητή αναφορικά με το ότι παράκουσε τις εντολές που του δόθηκαν κατά την εκλογική διαδικασία, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Περαιτέρω, αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό του Αιτητή, ότι φοβάται για τη ζωή του, απορρίφθηκε, καθώς εντοπίστηκαν ασυνέπειες και αντιφάσεις στους ισχυρισμούς του, ενώ δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές και λεπτομερείς πληροφορίες. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής: (α) υπέπεσε σε αντίφαση και δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του σχετικά με την καθημερινότητά του τους τελευταίους έξι μήνες πριν εγκαταλείψει τη χώρα του. Ειδικότερα, αν και αρχικά ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είχε μια φυσιολογική καθημερινότητα τους τελευταίους έξι μήνες πριν εγκαταλείψει τη χώρα του, στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο, καθώς είχε λάβει ένταλμα σύλληψης και επειδή η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο εγκατέλειψε τη χώρα του. Κληθείς να εξηγήσει την αντίφαση αυτή, ο Αιτητής ανέφερε ότι παρείχε τη συγκεκριμένη απάντηση επειδή ρωτήθηκε για την καθημερινότητά του και ισχυρίστηκε ψευδώς ότι ανέφερε ότι ήταν πριν την εκλογική περίοδο, (β) υπέπεσε σε αντίφαση μεταξύ των δηλώσεών του στη φόρμα καταγραφής και στη συνέντευξή του σχετικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα του και δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του. Ειδικότερα, στη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή υπήρχε ένα ένταλμα σύλληψης εναντίον του και όταν οι αρχές πήγαν στο σπίτι του, εκείνος δραπέτευσε και έφυγε από τη χώρα. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια της καταγραφής του ισχυρίστηκε τί ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα του είναι ότι στη CENI που εργαζόταν τον εξανάγκαζαν να εγγράφει ανηλίκους για τις εκλογές και ότι από τον Νοέμβριο του 2018 το κόμμα που είχε την εξουσία ξεκίνησε να τον κυνηγά, χωρίς όμως να αναφέρει σε κανένα σημείο ότι υπήρχε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ούτε ότι πήγαν να τον συλλάβουν και τότε έφυγε από τη χώρα. Σε επισήμανση των αντιφάσεων αυτών, ο Αιτητής αρκέστηκε αν δηλώσει ότι η οικογένειά του τον ενημερώνει ότι εκείνοι ακόμα τον ψάχνουν έξω από το σπίτι, (γ) δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές πληροφορίες για να υποστηρίξει επαρκώς τους ισχυρισμούς του, καθώς αν και ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του τον Απρίλιο του 2019, δήλωσε ότι εργάστηκε για τις εκλογές το 2018. Κληθείς να διευκρινίσει πώς γίνεται, αν και φοβόταν για τη ζωή του, να εγκατέλειψε τη χώρα του το 2019, ο Αιτητής αρκέστηκε να δηλώσει ότι εκείνη την περίοδο γίνονταν πολλές συλλήψεις, (δ) δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητική απάντηση, ούτε να τεκμηριώσει επαρκώς τον ισχυρισμό του σχετικά με τις απειλές που δεχόταν για τη ζωή του. Ειδικότερα, ερωτηθείς να περιγράψει τις απειλές αυτές, ο Αιτητής ανέφερε ότι ήταν απειλές κατά της ζωής του και απειλές φυλάκισης. Πρόσθεσε δε, ότι ήταν μόνος του σε αυτή την κατάσταση και ότι υπάρχουν κάποιοι φίλοι του που δεν γνωρίζει πού βρίσκονται σήμερα. Αναμένεται ευλόγως από τον Αιτητή να είναι σε θέση να προσδιορίσει συγκεκριμένα το είδος των απειλών που δέχτηκε, πότε δέχτηκε τις απειλές αυτές και να περιγράψει λεπτομερώς το περιστατικό κατά το οποίο ισχυρίζεται ότι δέχτηκε τις απειλές αυτές, (ε) παρείχε ασαφείς απαντήσεις και δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις σχετικά με τη σύλληψη των συναδέλφων του στο γραφείο λόγω της άρνησής τους να εγγράψουν ανήλικους. Ερωτηθείς να εξηγήσει πώς γνωρίζει ότι οι συνάδελφοί του συνελήφθησαν, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι αυτό το γνώριζε η οικογένειά του και οι γείτονές του, προσθέτοντας ότι εκείνοι το έμαθαν επειδή ένας συνάδελφός του διέμενε στην ίδια περιοχή με αυτόν. Αναμένεται ευλόγως από τον Αιτητή να αναφέρει με σαφήνεια αν η σύλληψη των συναδέλφων του σχετιζόταν με την άρνησή τους να εγγράψουν ανηλίκους, γιατί η σύλληψή τους δεν έγινε στον τόπο εργασίας τους και να εξηγήσει γιατί οι συνάδελφοί του συνελήφθησαν λόγω της άρνησής τους να εγγράψουν ανηλίκους, ενώ ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει, (στ) δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένη απάντηση σχετικά με το ένταλμα σύλληψης που ισχυρίστηκε ότι έλαβε και λόγω της μη παρουσίασής του στην αστυνομία, πήγαν στο σπίτι του για να τον συλλάβουν. Κληθείς να προσδιορίσει τον λόγο για τον οποίον δεν παρουσιάστηκε στις αρχές, αν και είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σε βάρος του, και παρόλα αυτά συνέχισε να διαμένει στην ίδια κατοικία, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει μια σαφή και συγκεκριμένη απάντηση, αναφέροντας ότι το ίδιο άτομο που κυβερνά κέρδισε και τις εκλογές. Ερωτηθείς να εξηγήσει πώς κατάφερε να φύγει από τη χώρα του, αν και υπήρχε ένταλμα σύλληψης σε βάρος του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι δεν πέρασε κανονικά τα σύνορα προς την Γκάνα, αλλά χρησιμοποίησε κάποιους δρόμους για να φύγει από τη χώρα του παράνομα. Αναμένεται ευλόγως από τον Αιτητή να είναι σε θέση να εξηγήσει πώς κατάφερε να περάσει οδικώς στην Γκάνα και αεροπορικώς στην Τουρκία χωρίς να συλληφθεί από τις αρχές, αν και υπήρχε ένταλμα σύλληψης σε βάρος του, (ζ) δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό της σύλληψής του. Αναμένεται ευλόγως από τον Αιτητή να είναι σε θέση να περιγράψει τον τρόπο δραπέτευσής του από τον πίσω τοίχο του σπιτιού του, όπως επίσης και τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες δραπέτευσε, πώς αντιλήφθηκε ότι βρίσκονταν εκεί για να τον συλλάβουν, να περιγράψει τα άτομα αυτά και να αναφέρει την αντίδραση των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς του.
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων και εγγράφων[1] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί αυτού του σημείου του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[2], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα του Αιτητή εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία, ευλογοφάνεια, συνοχή και λεπτομέρεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε σε αρκετές διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού για αριθμό ζητημάτων ήταν ικανός να παράσχει ικανοποιητικές απαντήσεις[3] αλλά ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έπεισε για το υπαρκτό των απειλών ή οιανδήποτε μορφής δίωξη και/ή αναζήτησης του από αρχές της χώρας του. Ούτε έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα 3Α και 3Β του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ο λειτουργός εντόπισε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ότι το 2018 διαπράχθηκαν αυθαίρετες ή παράνομες δολοφονίες από την κυβέρνηση ή τους πράκτορές της – στοιχεία που εν μέρει επιβεβαιώνονται και από πηγές που παραπέμπει ο συνήγορος του Αιτητή αυτό, όμως, δεν καθιστά αυτόματα δικαιούχο σε καθεστώς πρόσφυγα. Αποτελεί μεν καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα, αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του. Τα έγγραφα/στοιχεία που αξιολογήθηκαν από τον λειτουργό- εξεταστή σε συνάρτηση με τις δηλώσεις του Αιτητή συνηγορούν αρνητικά ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του και ο ίδιος δεν κατάφερε να δώσει επαρκείς διευκρινίσεις επί των ερωτημάτων που του τέθηκαν. Η έρευνα πηγών πληροφόρησης έπεται της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή η οποία εξόφθαλμα δεν ικανοποιείται από τις ανεπαρκείς δηλώσεις του. Συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) καθώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι στο σύνολό τους και δεν κατάφερε να καταδείξει και/ή να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξής της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.
Ούτε η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[4] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη την περιοχή τελευταίας διαμονής του Αιτητή, έκρινε ότι δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή βλάβη λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Από δε αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου βάσει στοιχείων από το ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 22/10/2025), στην πόλη Lome του Τόγκο, καταγράφηκαν 27 περιστατικά βίας κατά αμάχων (“Civilian violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 9 θάνατοι[5]. Σημειώνεται ότι o πληθυσμός της πόλης Lome του Τόγκο καταγράφεται στους 2,108,740 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το 2025[6], επομένως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αδιάκριτης βίας και/ή δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της περιοχής τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του Άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) με διάταγμα ορίζει την χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, ο ίδιος δεν έχει τεκμηριώσει ότι στην χώρα του δεν είναι ασφαλής λόγω των ειδικών του περιστάσεων.
Ως εκ των ανωτέρω δεν διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την έκδοση της απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023
[2] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/09.
[3] EYAA, Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System, Judicial Analysis 2nd Edition, February 2023, σελ.122-123
[4] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας
[5] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Togo, Lome, Events/Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/10/2025)
[6] https://worldpopulationreview.com/cities/togo/lome
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο