ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 4548/2023
29 Οκτωβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ε.M.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
…………………….
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Θεανώ Γεωργίου για Δρ. Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, Δικηγόρος για τον αιτητή
Ιωάννα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 20/10/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 23/03/2023, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 07/09/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 12/10/2023, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή.
Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση του αιτητή στις 20/10/2023. Στις 17/11/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή με την Γραπτή του Αγόρευση προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης. Αρχικά, πρόβαλε ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και/ή ελήφθη από αναρμόδιο πρόσωπο και παραβιάστηκε το άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, προωθείται ότι η εισήγηση απόρριψης και η τελική απόφαση απόρριψης λήφθηκε από κατώτερο λειτουργό γεγονός που αντίκειται στο άρθρο 13 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου που προνοεί την εμπλοκή τουλάχιστον δύο ατόμων. Επιπρόσθετα, προβάλλεται η αναρμοδιότητα του κ. Ανδρέα Αγρότη, καθώς ο συγκεκριμένος λειτουργός έχει εξουσιοδότηση εκτέλεσης καθηκόντων Προϊσταμένου από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών και όχι από τον νέο Υπουργό Εσωτερικών.
Ως δεύτερος λόγος ακύρωσης προωθείται η έλλειψη δέουσας έρευνας και η απουσία επαρκούς αιτιολογίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Ως τρίτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν υπό το καθεστώς πλάνης περί τον Νόμο αφού εξέδωσαν απόφαση επιστροφής εναντίον του αιτητή παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο αιτητής συνεχίζει να θεωρείται αιτητής ασύλου για περίοδο τριάντα ημερών από την ημέρα λήψης της απορριπτικής επιστολής κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του Ν.6(Ι)/2000, του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής οδηγίας 2013/32/ΕΕ και της σχετικής νομολογίας αφού δεν θα μπορούσε και δεν κηρύχθηκε παρανόμως παραμένων ως το Κεφ. 105 επιβάλλει, προκειμένου να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των άρθρων 180Η και 180Θ του Κεφ. 105.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, εισηγείται πως οι λόγοι ακυρώσεως ως προβάλλονται δια της καταχωρηθείσας προσφυγής του αιτητή δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, διά των εγγράφων προτάσεων του, να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως. Ως εκ τούτου εισηγείται όπως όλοι οι λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς και/ή δεν συγκεκριμενοποιούνται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή κριθούν νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και δεν εξεταστούν από το Δικαστήριο.
Ως προς την έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας, είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι προβάλλεται χωρίς να στοιχειοθετείται και συνεπώς, πρέπει να τύχει απόρριψης. Όπως ισχυρίζεται, ο αιτητής προέβαλε αόριστες αναφορές χωρίς να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εναντίον του και ως εκ τούτου, ορθώς απορρίφθηκε το αίτημα του. Επιπρόσθετα, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Τέλος, ως προς την πλάνη περί τον Νόμο, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση δια της Γραπτής της Αγόρευσης προβάλλει ότι η απόφαση επιστροφής του αιτητή στη Νιγηρία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης απόρριψης της αίτησης του αιτητή. Δεν έχει υποβληθεί στον αιτητή οποιοδήποτε μέτρο για απομάκρυνση ή κήρυξη του ως παρανόμως παραμένων, αντιθέτως, στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται σαφής αναφορά στην αναστολή της απόφασης επιστροφής και οικειοθελούς αναχώρησης είτε μέχρι την πάροδο άπρακτης της προαναφερόμενης προθεσμίας είτε μέχρι την έκδοση πρωτόδικης απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σε περίπτωση προσφυγής.
Στην Γραπτή Απαντητική του Αγόρευση ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει τρείς ισχυρισμούς. Με τον πρώτο νομικό ισχυρισμό, εισηγείται πως η εξουσιοδότηση προς τον λειτουργό που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, κύριο Ανδρέα Αγρότη, έπαψε να βρίσκεται σε ισχύ, καθώς αυτή είχε δοθεί από προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος σταμάτησε να ασκεί τα καθήκοντά του. Στη βάση τούτου, ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο.
Προς αντίκρουση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αναφέρει σε σχέση με την αναρμοδιότητα του κύριου Ανδρέα Αγρότη να λαμβάνει αποφάσεις σε αντικατάσταση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, πως η εξουσιοδότηση προς το πρόσωπο του είναι σε ισχύ καθώς δεν έχει ανακληθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών. Όπως αναφέρει, έχει καθιερωθεί και νομολογιακά, από τη στιγμή που δεν έχει ανακληθεί από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών η εξουσιοδότηση αυτή, τότε συνεχίζει να είναι σε ισχύ ανεξαρτήτως του γεγονότος της αλλαγής του Υπουργού Εσωτερικών.
Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς βάσει των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, της νομολογίας του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, προέχει βεβαίως η εξέταση του προαναφερόμενου λόγου ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε, καθότι ως ζήτημα δημοσίας τάξεως συνυφασμένο με τη σύννομη λειτουργία της διοίκησης και δυνάμενο να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. Αναστασίου ν ETEK (2003) 3 Α.Α.Δ 616, Sigma Radio T.V. Ltd εναντίον Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ 130), ανατρέχει στα θεμέλια της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, εάν αποδεχτώ τον εγειρόμενο λόγο ακυρώσεως, η υπό εξέταση απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων σε ακύρωση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα προχωρήσω στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.
Είναι αναγκαίο να παραθέσω σχετική επί του ζητήματος νομολογία. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ'αριθμόν 63/18, Κυπριακή Δημοκρατία v. AHT Advances Heating Technologies, ημερομηνίας 11/1/2024, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69). Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω».
Η ανωτέρω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκαθαρίζει το ζήτημα και απαντά χωρίς οποιανδήποτε αμφιβολία στον ισχυρισμό που προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης υπ'αριθμόν Α.Ε. 27/16, Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4/4/2023, έκρινε ότι η εξουσιοδότηση που παρέχεται από ένα Υπουργό σε ένα πρόσωπο δεν παύει να ισχύει αυτόματα με την αλλαγή του Υπουργού. Επομένως, εφόσον η εξουσιοδότηση δόθηκε νόμιμα, συνεχίζει να ισχύει ακόμα και μετά την αντικατάσταση του Υπουργού που την εξέδωσε χωρίς να απαιτείται νέα εξουσιοδότηση. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχει ανακληθεί ή τροποποιηθεί από τον νέο Υπουργό.
Για σκοπούς πληρότητας, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω και απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη υπόθεση υπ'αριθμόν Α.Ε. 47/14 Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α ημερομηνίας 25/2/21, όπου καθορίζεται η έννοια του «οργάνου» και διαχωρίζεται από το «φορέα του οργάνου» που είναι το πρόσωπο και/ή τα πρόσωπα που το στελεχώνουν. Επί του ζητήματος αυτού, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Ως προς το καίριο αυτό ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι βάσιμη «η θέση ότι η διοικητική ενέργεια απεκδύεται το θεσμικό μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν σε κάθε στάδιο. Είναι πρόδηλο ότι η συμμετοχική διαδικασία στη διοικητική απόφαση συσχετίζεται με το θεσμικό ρόλο που σε κάθε δεδομένη στιγμή έχει το ένα ή το άλλο φυσικό πρόσωπο. Τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη δεδομένη θέση δεν ενεργούν υπό ιδιότητα άλλη από αυτή που τους έχει εμπιστευθεί η πολιτεία. Όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.»
Δεν αμφισβητείται το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου. Διαφορετική είναι η έννοια του «οργάνου» από αυτήν του «φορέα του οργάνου». Όπως αναφέρεται στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄, Δαγτόγλου, 1977, σελ. 211-212, και υιοθετήθηκε πρόσφατα στην Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ΑΕ 37/14, ημερ. 6.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336 «Όργανο, υπό νομική έννοια, είναι η οργανωτική μονάδα που αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο αρμοδιοτήτων. Από το όργανο πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τον φορέα του οργάνου. Ενώ το όργανο είναι μια οργανωτική μονάδα, ο φορεύς του οργάνου πάντοτε φυσικό πρόσωπο το πρώτο είναι απρόσωπο και συνεχές, ενώ ο δεύτερος είναι προσωπικός, συγκεκριμένος και κατ΄ ανάγκην, χρονικώς περιορισμένος».
Τα όργανα του κράτους λοιπόν είναι θεσμικές οντότητες που διαθέτουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες και το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αναλαμβάνει ή αποχωρεί από μια θέση δεν μπορεί να επηρεάζει τη λειτουργία του οργάνου γιατί πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχεια των διαδικασιών ανεξαρτήτως των αλλαγών που γίνονται στην υπηρεσία.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ'αριθμόν 1654/2019, Τουφεξής ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/2/2021, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτού του είδους οι πράξεις, οι οποίες άπτονται άμεσα της φύσης και/ή της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων, αντιμετωπίζονται διαχρονικά με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της Διοίκησης και την αρχή της συνέχειας και συνέπειας που θα πρέπει να διέπει την εν λόγω λειτουργία, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου. Συνεπώς, όπως ελέχθη και στην Φάνη Α. Γεωργιάδη, ανωτέρω, δε νοείται λογικό να θεωρείται η έννοια του Διευθυντή και/ή διοικητικού προϊσταμένου του εκάστοτε τμήματος της Διοίκησης, εν προκειμένω του Γενικού Διευθυντή της Α.Η.Κ, ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπό του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του. Σχετική είναι και η απόφαση στην Ανδρέα Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υποθ. Αρ. 1226/2014, ημερ. 11.3.2014, στην οποία τονίστηκε ότι η εκάστοτε διοικητική ενέργεια «δεν απεκδύεται το θεσμικό της μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν» καθώς και ότι τα φυσικά πρόσωπα, «όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο». Επισημαίνεται δε περαιτέρω ότι την ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο στην Μαρία Ξάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 907/2015, ημερ. 21.8.2018 και στην Ελένη Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1606/2015, ημερ. 6.9.2018.
Ενόψει των πιο πάνω, λοιπόν, καταλήγω ότι δεν τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας, αλλ' αντιθέτως, υφίστατο επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα που παρείχε στη συγκεκριμένη λειτουργό της Α.Η.Κ. τη δυνατότητα και/ή εξουσία να προβεί στην συγκεκριμένη υπογραφή εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή της Αρχής.»
Η διάκριση μεταξύ οργάνου και φορέα διασφαλίζει τη θεσμική συνέχεια, εφόσον το διοικητικό όργανο έχει διαρκή νομική υπόσταση και δεν επηρεάζεται από τις εναλλαγές προσώπων που το στελεχώνουν εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 20/10/2023 από τον κύριο Ανδρέα Αγρότη που είναι λειτουργός στην Υπηρεσία Ασύλου και εξουσιοδοτημένος να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης του προηγούμενου Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/2022, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται κατατεθειμένο ως ερυθρό 51 του διοικητικού φακέλου. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω εξουσιοδότησης, παρέχεται εξουσιοδότηση στο εν λόγω πρόσωπο για άσκηση μέρους των εξουσιών ή εκτέλεση μέρους των καθηκόντων του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης μεταξύ άλλων και έκδοσης αποφάσεων επιστροφής.
Δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022 δεν είχε ανακληθεί, η εκχώρηση της σχετικής αρμοδιότητας στον κύριο Ανδρέα Αγρότη, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ και μετά την ανάληψη καθηκόντων από το νέο Υπουργό Εσωτερικών. Άλλωστε, υπό το φως της ανωτέρω παρατεθείσας νομολογίας, εν τη απουσία ρητής ανάκλησης της σχετικής εξουσιοδότησης δυνάμει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έπαυσε να ισχύει με την ανάληψη καθηκόντων από νέο Υπουργό Εσωτερικών. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται στο σύνολό του.
Πρόσθετα στην Απαντητική Αγόρευση με τον δεύτερο νομικό ισχυρισμό, αναφέρει πως η κυρία Χρυσομηλά -Κουτσουμπά βρισκόταν σε απόσπαση και αποχώρησε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 8/12/2022 και ισχυρίζεται πως μέχρι σήμερα δεν έχει οριστεί πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προισταμένου. Δεν αντιλαμβάνομαι πως ο εν λόγω ισχυρισμός επηρεάζει την παρούσα διαδικασία. Διαφαίνεται πως το αρμόδιο πρόσωπο αποφάσισε δια Προϊσταμένου του και είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένο ως έχω επεξηγήσει και πιο πάνω. Επομένως, ο ισχυρισμός θα πρέπει να γίνει συγκεκριμένος προκειμένου να διαφανεί αν υπάρχει οποιοδήποτε ζήτημα επί τούτου εφόσον διαπίστωσα πως η απόφαση νόμιμα λήφθηκε από τον κύριο Ανδρέα Αγρότη, που ήταν νόμιμα εξουσιοδοτημένος και δεν έχει επεξηγηθεί πως η απόσπαση της κυρίας Χρυσομηλά επηρεάζει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Κατά συνέπεια ο νομικός ισχυρισμός ο οποίος μάλιστα κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962,
δεν συμπεριλαμβάνεται στην αίτηση ακυρώσεως, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Επιπλέον, με τον τρίτο ισχυρισμό που προωθείται στην Γραπτή Απαντητική του Αγόρευση, ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται πως η εξουσιοδότηση που έχει ο κύριος Αγρότης είναι για να εξετάζει εκθέσεις και/ή εισηγήσεις οι οποίες υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου. Ο αιτητής εισηγείται πως ο λειτουργός CAS26 δεν είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου ως απαιτείται από τη σχετική εξουσιοδότηση. Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός αποσύρθηκε από τη συνήγορο του αιτητή κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 11/4/2025, εφόσον δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο η παρουσία του λειτουργού CAS26 Η κυρία Γεωργίου ανέφερε συγκεκριμένα πως αποσύρει τον ισχυρισμό με αρίθμηση 3.3. στην Γραπτή Απαντητική της Αγόρευση, εφόσον ικανοποιήθηκε πως ο λειτουργός είναι ορισμένου χρόνου ως απαιτεί η σχετική εξουσιοδότηση. Εφόσον λοιπόν όλα τα στοιχεία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ο ισχυρισμός αποσύρθηκε και απορρίφθηκε κατά την ίδια δικάσιμο.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ενόψει των ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να κρίνω εάν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Προς επίτευξη τούτου, είναι χρήσιμο να αναφερθούν όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο ακολούθησε την ορθή διαδικασία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία επειδή η μητριά του τον κατηγόρησε ψευδώς ότι σκότωσε τον πατέρα του. Προκειμένου να αποφύγει τη φυλάκισή του, ο αιτητής κατέφυγε στην εκκλησία, όπου εκεί τον βοήθησαν να μεταβεί στην Κύπρο (ερυθρό 1, του διοικητικού φακέλου). Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από το Abavo στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας, όπου διέμενε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα (ερυθρά 35 και 32, του διοικητικού φακέλου). Ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανός καθολικός (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου) και ομιλεί Igbo και Αγγλικά (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου). Ως προς την εργασιακή του πείρα, δήλωσε ότι διαχειριζόταν το παντοπωλείο του πατέρα του στην πόλη Abavo (ερυθρό 34 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε ότι είναι άγαμος, ότι η μητέρα του απεβίωσε όταν ήταν παιδί, ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2020 λόγω δηλητηρίασης και ότι έχει δύο ετεροθαλείς αδερφές από το δεύτερο γάμο του πατέρα του, με τις οποίες δεν έχει επικοινωνία (ερυθρά 34-33 του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι η μητριά του τον κατηγόρησε ψευδώς ότι δολοφόνησε τον πατέρα του. Σημείωσε σχετικά ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα της Νιγηρίας, όποιος καταδικαστεί για φόνο καταδικάζεται σε θάνατο, και ως εκ τούτου, η κατηγορία αυτή συνιστά άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του. Ο ίδιος διέφυγε και κρύφτηκε σε εκκλησία στην Abavo, όπου διέμενε χωρίς κανείς να γνωρίζει την τοποθεσία του από το Δεκέμβριο του 2020 μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα στις 15/03/2023 (ερυθρό 32 του διοικητικού φακέλου), ενώ ο πάστορας φρόντισε να προετοιμάσει τα έγγραφα για την αναχώρησή του από τη χώρα.
Ερωτηθείς αν συνέβη κάτι άλλο πέρα από το γεγονός ότι η μητριά του τον κατηγόρησε για το θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι δέχθηκε «πνευματική επίθεση» κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην εκκλησία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το πρήξιμο στο στήθος και έκκριση υγρού. Ο λόγος για τον οποίο θεωρεί ότι πρόκειται για «πνευματική επίθεση» είναι ότι τα συμπτώματα σταμάτησαν μετά την άφιξή του στην Κύπρο (ερυθρά 30-29 του του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς για το φόβο του σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, υπογράμμισε ότι αντιμετωπίζει βέβαιη θανατική καταδίκη λόγω της κατηγορίας σε βάρος του, καθώς η μητριά του κατέχει ισχυρή θέση και μπορεί να δωροδοκήσει τις αρχές ώστε να στραφούν εναντίον του (ερυθρό 29 του διοικητικού φακέλου).
Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο Αιτητής δήλωσε ότι στην πραγματικότητα ο άνθρωπος που δηλητηρίασε τον πατέρα του ήταν η ίδια η μητριά του (ερυθρό 29 του διοικητικού φακέλου). Προσέθεσε ότι ο λόγος που το έκανε ήταν επειδή ο πατέρας του συνέταξε διαθήκη με την οποία κληροδοτούσε όλη την περιουσία του στον αιτητή. Δηλητηριάζοντάς τον λοιπόν, ήθελε να διασφαλίσει ότι η περιουσία του δεν θα μεταβιβαστεί στον αιτητή (ερυθρό 28 του διοικητικού φακέλου). Προσέθεσε ότι η μητριά του διατύπωσε την κατηγορία σε βάρος του, στις 30 Δεκεμβρίου 2020 (βλ. ερυθρά 34 & 28 του διοικητικού φακέλου) στα πλαίσια ενός καβγά αναφορικά με το ποιος ευθύνεται για το θάνατο του πατέρα του (ερυθρό 28 του διοικητικού φακέλου).
Ως προς το θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως ο πατέρας του δηλητηριάστηκε, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στην Abavo και δεν ήταν παρών στο περιστατικό. Υποστήριξε ότι παρούσα εκείνη τη στιγμή ήταν η μητριά του. Ανέφερε ότι διενεργήθηκε ιατρική εξέταση με σκοπό να διαπιστωθεί η ακριβής αιτία θανάτου, ωστόσο δεν εκδόθηκε πιστοποιητικό θανάτου. Όπως ανέφερε οι γιατροί δεν του παρέδωσαν το σχετικό έγγραφο (ερυθρά 28-27 του διοικητικού φακέλου).
Επιπρόσθετα, ο Αιτητής ανέφερε πως η αστυνομία δεν ενημερώθηκε και δεν έλαβε κανένα μέτρο, καθώς το ζήτημα αντιμετωπίστηκε σε τοπικό επίπεδο, εντός της κοινότητας και της οικογένειας. Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν απευθύνθηκε ποτέ στις αρχές, διότι φοβόταν πως η μητριά του λόγω της οικονομικής της ισχύος, θα μπορούσε να τον κατηγορήσει ψευδώς και να καταδικαστεί σε θάνατο. Επισήμανε ότι ούτε η μητριά του προσέφυγε επισήμως στην αστυνομία, αλλά η υπόθεση εξετάστηκε από τον επικεφαλή της κοινότητας. Τόνισε τέλος ότι δεν έχει ποτέ δικαστεί ή καταδικαστεί στη Νιγηρία (ερυθρά 27-26 του διοικητικού φακέλου).
Όταν ζητήθηκε από τον αιτητή να παρέχει πληροφορίες αναφορικά με το προφίλ της μητριάς του, εκείνος απάντησε ότι ονομάζεται Roselin Mumeh, ότι είναι επιχειρηματίας και ότι είναι πλούσια και διαθέτει πολλές διασυνδέσεις (ερυθρό 26 του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να αναφέρει τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβάται πώς θα καταδικαστεί σε θάνατο επειδή η μητριά του θα τον καταγγείλει στις νιγηριανές αρχές ως υπαίτιο για το θάνατο του πατέρα του προκειμένου να λάβει η ίδια την κληρονομιά του πατερά του και συζύγου της. Προσέθεσε ότι η μητριά του είναι πιο ευκατάστατη από αυτόν οικονομικά και ότι η αστυνομία στην Νιγηρία είναι διεφθαρμένη. Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει για ποιο λόγο πιστεύει ότι η μητριά του θα τον καταγγείλει στην αστυνομία δεδομένου ότι δεν το έπραξε στο παρελθόν, ο Αιτητής απάντησε ότι επιθυμεί να λάβει την περιουσία του πατέρα του (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς αν θα μπορούσε να ζήσει σε κάποια άλλη περιοχή στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά προβάλλοντας ότι η μητριά του θα τον καταγγείλει απευθείας στην αστυνομία (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ενώ ο δεύτερος αφορά τη δήλωση του Αιτητή ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να γλιτώσει τη θανατική ποινή, επειδή η μητριά του τον κατηγόρησε για το θάνατο του πατέρα του. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ισχυρισμό καθώς οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν επαρκείς και συνεκτικές σε πληροφορίες, ενώ διασταυρώθηκαν και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (ερυθρά 60-59, του διοικητικού φακέλου).
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και συνεκτικές πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, όπως τις απειλές που δέχθηκε από τη μητριά του, το λόγο για τον οποίο η μητριά του τον κατηγόρησε για το θάνατο του πατέρα του, τα στοιχεία στα οποία βάσισε την κατηγορία, τον τρόπο με τον οποίο απεβίωσε ο πατέρας του και την «πνευματική επίθεση» που δέχθηκε ο ίδιος. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε τις εξής επισημάνσεις: ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε από τη μητριά του και οι σχετικές δηλώσεις του ήταν αόριστες και υποθετικές.
Επίσης, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί λεπτομερώς αναφορικά με το σκέλος του ισχυρισμού που αφορά τη δήλωση ότι η μητριά του τον κατηγόρησε ότι ευθύνεται για το θάνατο του πατέρα του και παρά το γεγονός ότι του δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να γίνει πιο αναλυτικός, ο Αιτητής αρκέστηκε σε γενικές πληροφορίες χωρίς βιωματικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση αναφορικά με το πότε κατηγορήθηκε από τη μητριά του ότι σκότωσε τον πατέρα του, καθώς αρχικά ανέφερε ότι κατηγορήθηκε πριν το θάνατο του πατέρα του, ενώ όταν του ζητήθηκε να προσδιορίσει συγκεκριμένα το χρονικό σημείο, ανέφερε ότι κατηγορήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου, δηλαδή μετά το θάνατο του πατέρα του. Ο Αιτητής πρόβαλε γενικόλογες δηλώσεις αναφορικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες απεβίωσε ο πατέρας του και δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τη θέση του ότι ο πατέρας του δηλητηριάστηκε από τη μητριά του. Επίσης δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με ένα συνεκτικό τρόπο για ποιο λόγο δεν κατήγγειλε στις νιγηριανές αρχές τη δηλητηρίαση του πατέρα του προβάλλοντας απλά ότι φοβόταν πώς θα τιμωρούσαν τον ίδιο επειδή η μητριά του διαθέτει περισσότερα χρήματα από αυτόν.
Ο Αιτητής παρείχε αόριστες και κατακερματισμένες πληροφορίες αναφορικά με τη μητριά του, παρότι του δόθηκε η ευκαιρία να γίνει πιο αναλυτικός και συγκεκριμένος. Ο Αιτητής αποσαφήνισε ότι δεν έχει υποβληθεί σε δίκη στη Νιγηρία και ότι η μητριά του δεν τον κατήγγειλε στην αστυνομία για το θάνατο του πατέρα του, και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο φοβάται ότι παρόλα αυτά, θα το κάνει στο μέλλον σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα. Τέλος, ο Αιτητής δεν παρείχε συγκεκριμένες και συνεκτικές πληροφορίες αναφορικά με την ισχυριζόμενη «πνευματική επίθεση» που δέχθηκε, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα ούτε κατάφερε να εξηγήσει επαρκώς για ποιο λόγο θεωρεί ότι πρόκειται για «πνευματική επίθεση». Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι δεν κατέστη εφικτό να ανευρεθούν σχετικές πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ενώ επίσης σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν υπέβαλε κάποιο σχετικό έγγραφο. Καταληκτικά, ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός (ερυθρά 59-57, του διοικητικού φακέλου).
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, αφού έλαβε υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό κατέγραψε τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ότι πρόκειται για νεαρό υγιή μορφωμένο άνδρα που δεν παρουσιάζει ζητήματα υγείας και ο οποίος παρότι έχει χάσει τους γονείς του και δεν επικοινωνεί με τις δύο ετεροθαλείς αδερφές του, διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη Νιγηρία και συγκεκριμένα τον πάστορα, ο οποίος οργάνωσε και χρηματοδότησε το ταξίδι του Αιτητή στην Κύπρο.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερική πηγή (Amnesty International) αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, στη βάση της οποίας επισήμανε ότι η γενική κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία επιδεινώνεται. Παρόλα αυτά, μετά από παράθεση ποσοτικών δεδομένων από τη βάση ACLED κατέληξε ότι στην πολιτεία Delta που συνιστά τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή ο αριθμός των περιστατικών ασφαλείας και των απωλειών είναι ιδιαιτέρως χαμηλός. Έκρινε λοιπόν, ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Abavo της πολιτείας Delta, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (ερυθρά 56-55, του διοικητικού φακέλου).
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου και κατά συνέπεια, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ειδικά σε σχέση με το εδάφιο (γ) του άρθρου 19 (2) ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε στο Σημείωμα Καθοδήγησης του EASO για τη Νιγηρία χρονολογίας 2021, σύμφωνα με το οποίο η πολιτεία Delta εντάσσεται στις πολιτείες, όπου εν γένει, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 στοιχείο (γ) της Οδηγίας Αναγνώρισης (ερυθρά 55-53, του διοικητικού φακέλου). Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τη συνήγορό του, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός.
Αναφορικά με το δεύτερο ισχυρισμό, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού, ο οποίος έκρινε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει βασικές και επαρκείς πληροφορίες για να στηρίξει και να τεκμηριώσει το αφήγημά του. Οι δηλώσεις του ήταν ιδιαίτερα συνοπτικές και γενικές, ενώ παρατηρώ ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του. Επιπρόσθετα, διαφαίνεται πως ο αιτητής υπήρξε ασαφής και αόριστος στις δηλώσεις του σχετικά με την πνευματική επίθεση που δέχθηκε μετά το θάνατο του πατέρα του, ενώ η αναφορά του στο ότι κατηγορήθηκε από τη μητριά του ως υπαίτιος για το θάνατο του πατέρα του κρίνεται ως ανεπαρκής και ιδιαίτερα επιγραμματική χωρίς ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες που να στηρίζουν και να στοιχειοθετούν τον προβαλλόμενο ισχυρισμό. Καταληκτικά, παρατηρώ ότι ο αιτητής δεν αναζήτησε τη συνδρομή των αρμόδιων αρχών κατά τη διάρκεια ή/και μετά το συγκεκριμένο περιστατικό.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν γινόταν δεκτός ως αξιόπιστος ο εν λόγω ισχυρισμός του περί φόβου δίωξης του από τη μητριά του, σημειώνεται πως πρόκειται για μία ιδιωτική διαφορά και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος, τουλάχιστον με την αοριστία με την οποία τέθηκε προς εξέταση από τον αιτητή. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Όπως ανέφερα στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:
«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ' ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης». Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή».
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Όπως διαφαίνεται, ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Επομένως, ορθά δεν χορηγήθηκε στον αιτητή καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Πρόσθετα, από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.
Υπό το φως των εν λόγω δεδομένων στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, θα διεξάγω έρευνα για σκοπούς πληρότητας σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Delta που συνιστά τον τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή και όπου αναμένεται να επιστρέψει.
Στο τελευταίο τριμηνιαίο report του PIND Niger Delta Quarterly Conflict Trends (January-March 2025)[1] αναφέρεται ότι oι κύριες αιτίες της βίας και της ανασφάλειας στην πολιτεία Delta το πρώτο τρίμηνο του 2025 ήταν οι εγκληματικές δραστηριότητες, οι κοινοτικές συγκρούσεις και η βία από σέκτες και συμμορίες. Ειδικά ως προς τις κοινοτικές συγκρούσεις η έκθεση κατέγραψε ότι κατά τη διάρκεια του τριμήνου αναφέρθηκαν αρκετά περιστατικά κοινοτικής βίας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα περισσότερους από 10 θανάτους.
Τον Ιανουάριο, συγκρούσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και νεαρών στο Mbiri, Ika North East LGA, φέρεται να οδήγησαν στον θάνατο δύο ατόμων και στην καταστροφή αρκετών σπιτιών. Τον Φεβρουάριο, ένας άνδρας αγρότης φέρεται να σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια σύγκρουσης μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων σε αγρόκτημα στο Agadama, Ughelli North LGA. Τον Μάρτιο, οι εντάσεις φέρεται να κλιμακώθηκαν μεταξύ των κοινοτήτων Itsekiri και Ijaw στις περιοχές Abiteye και Benikrukru, Warri South-West LGA, μετά από δικαστική απόφαση σχετικά με πληρωμές αποζημίωσης από εταιρεία πετρελαίου. Ένοπλες ομάδες στην περιοχή φέρονται να εξέδωσαν απειλές προς τις εμπλεκόμενες κοινότητες.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στην πολιτεία Delta, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας αναφοράς τις 22/09/2025), καταγράφηκαν 114 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 104 θάνατοι[2].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δεν διαφαίνεται ότι ο αιτητής διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανός προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για δέουσα έρευνα. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.
Τέλος, όσον αφορά το νομικό ισχυρισμό περί της πλάνης περί τον Νόμο, και ειδικότερα την παράνομη εφαρμογή των προνοιών 18ΟΗ και 18ΟΘ του Κεφαλαίου 105 αναφορικά με την απόφαση επιστροφής, ως ο αιτητής προωθεί μέσα από την Γραπτή του Αγόρευση, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Στην «Απόφαση Α’ Βαθμού επί της Αίτησης Διεθνούς Προστασίας» ημερομηνίας 20/10/2023 (ερυθρό 63 του διοικητικού φακέλου) αναγράφεται πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Η απόφαση επιστροφής και οικειοθελούς αναχώρησης αναστέλλονται είτε μέχρι την πάροδο άπρακτης της προαναφερόμενης προθεσμίας είτε μέχρι την έκδοση πρωτόδικης απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σε περίπτωση καταχώρησης προσφυγής».
Συνεπώς, εσφαλμένα ο αιτητής ισχυρίζεται πως αγνόησε το αρμόδιο όργανο ότι είναι αιτητής ασύλου, εφόσον προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα πως η απόφαση επιστροφής αναστέλλεται το διάσατημα κατά το οποίο εκκρεμεί η έκδοση πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Ούτως ή άλλως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται ούτε συγκεκριμενοποιείται στην αίτηση ακυρώσεως και ούτε τεκμηριώνεται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή. Κατά συνέπεια, προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο για πρώτη φορά στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή, κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους αόριστα νομικούς ισχυρισμούς θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων. Στη βάση της εγγενούς αυτής αδυναμίας στον προσδιορισμό του νομικού ισχυρισμού στην αίτηση ακυρώσεως και εξειδίκευσής του στην Γραπτή του Αγόρευση, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν μπορεί να εξεταστεί περαιτέρω και απορρίπτεται εφόσον, τα εγειρόμενα ζητήματα, μη καλυπτόμενα από τα νομικά σημεία της προσφυγής, δεν θα πρέπει να εξεταστούν.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής των αιτητών ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] [1] PIND, Niger Delta Quarterly Conflict Trends: January – March 2025, https://pindfoundation.org/niger-delta-quarterly-conflict-tracker-2025-q1/, σελ. 9
[2] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, https://acleddata.com/platform/explorer
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο