ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 4994/24
29 Οκτωβρίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D.M.N. από το Καμερούν και τώρα στη Λευκωσία
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Α. Πλιάκα (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.
Ι. Γεωργίου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Αιτήτρια Παρούσα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 09/12/24, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος και/ή ζητά έκδοση νέας απόφασης για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας και/ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία υπό τις περιστάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 10/10/22. Στις 07/11/24 πραγματοποιήθηκε η προσωπική συνέντευξή της και στις 22/11/24 εκδόθηκε η σχετική έκθεση/εισήγηση λειτουργού, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματός της. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση στις 22/11/24, αποφασίζοντας παράλληλα την επιστροφή της Αιτήτριας στο Καμερούν, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η δικηγόρος για την Αιτήτρια υιοθέτησε τους λόγους αιτήματος ασύλου της και περιόρισε τους λόγους ακύρωσης στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς υπό τις περιστάσεις έρευνας, πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης, είναι αναιτιολόγητη, δεν λήφθηκαν υπόψη εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν και/ή δεν έγινε εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης της Αιτήτριας. Αποσύρθηκαν δε ρητώς οι λοιποί νομικοί ισχυρισμοί.
Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Θα πρέπει να υποδειχθεί ότι μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης της συνηγόρου της Αιτήτριας αναλώνεται σε επανάληψη αρχών του διοικητικού δικαίου και/ή Νόμων και/ή κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται ουσιαστική υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων και νομικών δεδομένων της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στην αιτήτρια όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο της όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος και ειδικά την Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 61/2022, LOUISE GARCIA NYEMB v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερ.30/10/24 αναφορικά με τους δικονομικά παραδεκτούς λόγους ακύρωσης). Ούτε τεκμηριώνεται από τους γενικούς ισχυρισμούς της δικηγόρου της Αιτήτριας που να δεικνύει πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει είτε νομικά είτε ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα που παρουσιάστηκαν ενώπιον της διοικητικής αρχής κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης που να οδηγούν σε ακύρωση της απόφασης και/ή ουδόλως έχουν υποδειχθεί συγκεκριμένα και/ή λεπτομερή στοιχεία που να ανατρέπουν τα όσα καταγράφονται λεπτομερώς στην έκθεση/εισήγηση του λειτουργού εξεταστή της υπόθεσης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης απόρριψης ασύλου της Αιτήτριας. Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Ανεξάρτητα, της πιο πάνω διαπίστωσης αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση μόνο των λόγων ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης. Η εξέταση της ουσίας της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, των στοιχείων του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ»), των πηγών πληροφόρησης σε σχέση με την χώρα καταγωγής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους λόγους ακύρωσης μη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς για μη παροχή σε αυτήν του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας και/ή της θεραπείας που ζητείται από το Δικαστήριο για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας και/ή άπτονται ζητημάτων ουσίας της αίτησης τα οποία το Δικαστήριο εξετάζει συνδυαστικά και/ή στην ολότητα τους.
Με την αίτησή της για διεθνή προστασία η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της εξαιτίας απειλών κατά της ζωή της, επειδή απήγαγαν τον σύζυγό της, σκότωσαν το παιδί της και βιάστηκε τόσο από τους αυτονομιστές Ambazonians[1], όσο και από τον στρατό του Καμερούν (ερυθρό 1 ΔΦ). Κατά την προσωπική της συνέντευξη, όμως, ανέτρεψε αυτούς τους ισχυρισμούς της, και ισχυρίστηκε ότι διέφυγε λόγω απειλών κατά της ζωής της διότι μια από τις θείες της πήρε την περιουσία του πατέρα της και λόγω αυτής της περιουσίας έστελνε κάποιους για να της κάνουν κακό. Το 2019 που ο σύζυγός της ήθελε να πληρώσει την προίκα της, έπρεπε να επικοινωνήσουν με τους συγγενείς του πατέρα της, οι οποίοι θα έδιναν τα χρήματα για την προίκα της. Όταν η θεία της κατάλαβε ότι ζητούσε χρήματα για την προίκα της από την περιουσία του πατέρα της, την απείλησε πάρα πολλές φορές, λέγοντάς της ότι δεν πρόκειται να της επιτρέψει να πάρει αυτό που ανήκει στην ίδια και στέλνοντας κάποια άτομα για να τη βλάψουν. Τότε η Αιτήτρια ζήτησε από τη θεία της μια οικογενειακή συνάντηση για να συζητήσουν για την περιουσία του πατέρα της που θα έπαιρνε όταν παντρευόταν, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Έπειτα, η θεία της έστειλε κάποιους και η Αιτήτρια φοβήθηκε τόσο πολύ, ώστε το 2019 που παντρεύτηκε πήγε στην Douala. Το 2021 έμεινε έγκυος και μια μέρα που έφευγε με τον άντρα της από τη δουλειά και πήγαιναν στο σπίτι, τρία άτομα που είχε στείλει η θεία της περίμεναν την ίδια και τον σύζυγό της έξω από το σπίτι τους για να τους κάνουν κακό και όταν άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού τους έσπρωξαν μέσα, τους χτύπησαν και η Αιτήτρια απέβαλε. Όταν μετακινήθηκε με τον σύζυγό της στη Limbe, η θεία της έστειλε ξανά κάποιους, οι οποίοι τη χτύπησαν πολύ και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, ο άντρας της δεν ήταν εκεί κι έτσι αποφάσισε να φύγει από το Καμερούν. Τέλος, σχετικά με το μελλοντικό της φόβο, δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν φοβάται τη θεία της. (ερυθρό 41-33 ΔΦ).
Ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, δήλωσε ότι κατάγεται από τη πόλη Matoh, της επαρχίας Meme του Νοτιοδυτικού Καμερούν. Είναι Χριστιανή, παντρεύτηκε το 2019 με τον Elowe Bema Edumatu Nanje, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, ο οποίος ζει με τη γυναίκα που τη μεγάλωσε στο Καμερούν. Αναφορικά με την πατρική της οικογένεια, δήλωσε ότι ο πατέρας της πέθανε το 2000, η μητέρα της ζει μεταξύ Νιγηρίας και Καμερούν και έχει τρία μικρότερα αδέρφια, τα οποία ζουν στο Καμερούν. Πρόσθεσε ότι τα αδέρφια της έχουν άλλον πατέρα, καθώς μετά τον θάνατο του πατέρα της, η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε και έκανε παιδιά με τον δεύτερο σύζυγό της, ενώ την ίδια τη μεγάλωσε μια άλλη γυναίκα, ονόματι Irene που είναι δασκάλα και ζει στη Limbe, με την οποία διέμενε μέχρι το 2005 που παντρεύτηκε. Αναφορικά με την εκπαίδευσή της, δήλωσε ότι το 2016 αποφοίτησε από το τμήμα εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου της Buea, ενώ μεταξύ 2016 και 2022 εργάστηκε ως δασκάλα. Πρόσθεσε ακόμα ότι από το 2019 μέχρι το τέλος του 2021 είχε με τον σύζυγό της ένα snack bar. Ομιλεί Αγγλικά και την τοπική διάλεκτο Oroko. Σχετικά με το συνήθη τόπο διαμονής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μεταξύ 2005 και 2010 ζούσε στην Buea, έπειτα μετακινήθηκε στην Kumba και το 2011 πήγε στην Limbe όπου παρέμεινε μέχρι το 2013. Μεταξύ 2013 και 2016 σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Buea και μεταξύ 2016-2017 δίδασκε στις περιοχές Madie Ngolo και Matoh της επαρχίας Meme του Νοτιοδυτικού Καμερούν. Έπειτα, μετακινήθηκε στην Douala, όπου παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021 και κατόπιν πήγε στην Limbe, όπου έζησε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022 που εγκατέλειψε το Καμερούν (ερυθρά 108, 45-40 ΔΦ).
Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησής του εντόπισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας, ο δεύτερος σχετικά με την περιουσία που κληρονόμησε μετά τον θάνατο του πατέρα της και ο τρίτος σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπισε από την θεία της λόγω της περιουσίας αυτής. Ο μεν πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στο σύνολό του, ενώ οι άλλοι δύο ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.
Αναφορικά με τον δεύτερο απορριφθέντα ισχυρισμό, σε αρκετά σημεία στα λεγόμενα της Αιτήτριας διαπιστώθηκαν αντιφάσεις, έλλειψη ικανοποιητικών πληροφοριών και έλλειψη συνοχής και συνέπειας. Ειδικότερα, κρίθηκε πως η Αιτήτρια: (α) υπέπεσε σε αντίφαση σχετικά με τη χρονολογία κατά την οποία διεκδίκησε την περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα της - αρχικά ισχυρίστηκε ότι το 2019, ο σύζυγός της ήθελε να πληρώσει την προίκα για τον γάμο τους - σε μεταγενέστερο σημείο, αναφέρθηκε στο έτος 2016 που τελείωσε το σχολείο. Κληθείσα να διευκρινίσει την αντίφαση αυτή, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το 2016 ζήτησε πρώτη φορά την περιουσία από τους συγγενείς του πατέρα της και το 2019 ζήτησε δεύτερη φορά την περιουσία, (β) δεν ήταν επαρκής στις δηλώσεις της σχετικά με την περιουσία που κληρονόμησε – περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι η περιουσία αποτελείται από μια μεγάλη φάρμα καλλιέργειας κακάο και καφέ, (γ) δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που ο πατέρας της απέκτησε αυτή την έκταση γης, καθώς δήλωσε γενικόλογα και ασαφώς ότι ο πατέρας της ήταν επιχειρηματίας, (δ) δεν ήταν επαρκής στις δηλώσεις της σχετικά με τη διαδικασία κληρονομιάς της γης από τον πατέρα της, καθώς ερωτηθείσα αν υπάρχει κάποιο επίσημο έγγραφο επί τούτου η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, κρίθηκε πως οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δε συνάδουν με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε (ερυθρά 103, 39-37 ΔΦ).
Αναφορικά με τον τρίτο απορριφθέντα ισχυρισμό, σε αρκετά σημεία στα λεγόμενα της Αιτήτριας διαπιστώθηκαν αντιφάσεις και έλλειψη συνοχής. Ειδικότερα, κρίθηκε πως η Αιτήτρια: (α) υπέπεσε σε αντίφαση αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, καθώς ενώ στην προσωπική της συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι ο λόγος εγκατάλειψης από τη χώρα της ήταν οι απειλές και τα προβλήματα που προέρχονταν από τη θεία της εξαιτίας της περιουσίας που κληρονόμησε από τον πατέρα της, στην αίτηση καταγραφής της και στο έντυπο ευαλωτότητας ισχυρίστηκε ότι ο λόγος εγκατάλειψης της χώρας της ήταν η απειλή κατά της ζωής της, η απαγωγή του συζύγου της, ο θάνατος του παιδιού της και ο βιασμός της από αποσχιστές και στρατιωτικούς. Ερωτηθείσα να διευκρινίσει την αντίφαση αυτή, η Αιτήτρια δήλωσε ότι στην καταγραφή φοβόταν και για αυτό δήλωσε αυτά, τα οποία όμως δε συνέβησαν, ενώ δεν ανέφερε τα προβλήματα με τη θεία της επειδή έκρυβε την ταυτότητά της, (β) υπέπεσε σε αντίφαση σχετικά με τον χρονικό προσδιορισμό του περιστατικού που έλαβε χώρα στο σπίτι της στην Douala, όταν άντρες τους οποίους έστειλε η θεία της επιτέθηκαν σε εκείνη και τον σύζυγό της και τη χτύπησαν με αποτέλεσμα να αποβάλει. Ειδικότερα, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι το περιστατικό αυτό συνέβη στις 10/01/21, έπειτα ανέφερε ότι κατά το περιστατικό αυτό κατά το οποίο απέβαλε ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί και ότι το δεύτερο παιδί της θα γινόταν 4 ετών τον επερχόμενο Φεβρουάριο και ότι η ημερομηνία γέννησής του είναι 26/02/21, διορθώνοντάς το αμέσως σε 2022, (γ) υπέπεσε σε αντίφαση σχετικά με τα άτομα που τη χτύπησαν τόσο πολύ ώστε να λιποθυμήσει όσο διέμενε στη Limbe, καθώς αφενός δήλωσε ότι η θεία της έστειλε τα άτομα αυτά, αλλά έπειτα ανέφερε ότι δεν γνωρίζει ποιος έστειλε αυτά τα άτομα. Κληθείσα να διευκρινίσει την αντίφαση αυτή, δήλωσε ότι γνωρίζει πως η θεία της βρίσκεται πίσω από όλα αυτά που έπαθε. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, κρίθηκε πως οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δε συνάδουν με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε (ερυθρά 101, 39-32 ΔΦ).
Από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας και των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων, διαπιστώνω ότι δε θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της. Η εν λόγω κατάληξη διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[2], επιβεβαιώνοντας τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της εμπεριέχει δηλώσεις που δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς, ενώ εντοπίζονται σωρεία ελλείψεων των δηλώσεων της κατά την συνέντευξη, κατά τρόπο που να κρίνεται ότι οι ισχυρισμοί της να μην αντικατοπτρίζουν βιωματικές συνθήκες. Πέραν τούτου, η αντίφαση που παρουσιάζεται μεταξύ του περιεχομένου της αίτησης διεθνούς προστασίας/εντύπου ευαλοτώτητας και των όσων έχει αναφέρει κατά την συνέντευξη, η αποτυχία της Αιτήτριας να παράσχει αναγκαίες και/ή ικανοποιητικές πληροφορίες για την αντίφαση αυτή και/ή των ελλείψεων που παρουσιάζονται επί του αφηγήματος της κατά την συνέντευξη, οδηγεί σαφώς σε πρόσωπο το οποίο δεν προβάλει αληθοφανείς ισχυρισμούς και/ή δεν θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών της (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131) Σύμφωνα και με την §205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, ο αιτών να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο μέσο, να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων και να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Η Αιτήτρια θα αναμενόταν να είναι σε θέση να παραθέσει ένα συμπαγές αφήγημα το οποίο θα εμπεριείχε συνεκτικές και συνεπείς μεταξύ τους πληροφορίες. Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία της Αιτήτριας. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης της σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας της και δεν έχει ούτε καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται και δεν έχει κακοποιηθεί ή διωχθεί. Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή, καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις της Αιτήτριας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και/ή δεν τεκμηριώνεται ότι εγκατέλειψε την χώρα της για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή αποτελεί μέλος κοινωνικού συνόλου που έχει δηλώσει κατά την συνέντευξη ότι έχει τύχει δίωξης.
Ούτε η περίπτωση της εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτήν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός εξέτασε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης καταλήγοντας ότι οι συνθήκες στην χώρα καταγωγής της δεικνύουν ότι υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι λόγω της κατάστασης ασφαλείας να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο βλάβης , ως και ο ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας (ερυθρά 98-94 ΔΦ). Κατά την υπαγωγή των προσωπικών συνθηκών της Αιτήτριας, όμως, αφού εξέτασε τους αποδεκτούς ισχυρισμούς της, το προφίλ, την οικογένεια της που βρίσκεται στη περιοχή της σε συνάρτηση με αριθμητικά δεδομένα και εξωτερικές πηγές που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας έκρινε ότι δεν θα επηρεαστεί προσωπικά κατά την έννοια του Άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ δηλαδή λόγω ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (ερυθρά 93-90 ειδικά ερυθρό 91 ΔΦ). Η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[3], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[4], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, ο ισχυρισμός (2, 3) όπου κρίθηκε αναξιόπιστη, το γεγονός ότι δεν έχει διωχθεί από κρατικές αρχές ή από τους αποσχισθέντες (λόγοι οι οποίοι μάλιστα ανατράπηκαν στην συνέντευξη) και της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31). Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος της Αιτήτριας από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την περιοχή διαμονής της όπου γίνεται παράθεση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας και/ή εκτενής καταγραφή εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Από δε αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου επιβεβαιώνονται τα ευρήματα του λειτουργού ήτοι για το υψηλό αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικά στην περιοχή καταγωγής της, βάσει στοιχείων από το ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 21/10/25), στη Νοτιοδυτική επαρχία του Καμερούν, όπου ανήκει η πόλη Limbe, καταγράφηκαν 552 περιστατικά βίας κατά αμάχων (“Civilian violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 399 θάνατοι[5]. Σημειώνεται ότι o πληθυσμός της πόλης Limbe του Καμερούν καταγράφεται στους 72.106 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το 2025[6]. Προχωρώντας εκ νέου σε υπαγωγή των προσωπικών συνθηκών της Αιτήτριας καταλήγω ότι οι προσωπικές συνθήκες δεν δημιουργούν προϋποθέσεις σε περίπτωση επιστροφής της που να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Καμερούν καθότι αποτελεί ενήλικο νεαρό πρόσωπο, υγιή, κάτοχο πτυχίου, διαθέτει επαρκές υποστηρικτικό δίκτυο/την οικογένεια της στη χώρα καταγωγής (έγγαμη και έχει ένα παιδί στο Καμερούν) και δεν έτυχε στην χώρα της δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω της κατάστασης ασφαλείας ή λόγω του ότι δίδασκε για περιορισμένο χρονικό διάστημα ούτε μέσω των κρατικών αρχών, αλλά ούτε από άλλους φορείς δίωξης που ελέγχουν περιοχές που θα επιστρέψει. Σημειώνεται, επί τούτου και/ή επαναλαμβάνεται η ανατροπή ολόκληρου του αιτήματος διεθνούς προστασίας της μεταξύ αίτησης/εντύπου ευαλωτότητας και των όσων ανέφερε κατά την συνέντευξη – ισχυρισμών που δεν συνδέονται με την έκρυθμη/ανασφάλεια που υπάρχει λόγω συγκρούσεων ένοπλων ομάδων και κρατικού στρατού.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα (Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ) ούτε προκύπτει ανεπαρκής αιτιολόγηση της διοικητικής απόφασης (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Συνεπώς, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που αυτοανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους Ambazonians που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το Καμερούν - Βλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf , επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/21, Forced recruitment by separatist groups, self-declared as Ambazonians, in the Anglophone regions, available at: https://euaa.europa.eu/ (ημ. προσβ. 04/06/2025)
[2] High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/09.
[3]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie
[4]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides (ημ. προσβ. 04/06/2025)
[5] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Cameron, Southwest, Events/Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/10/2025)
[6] https://worldpopulationreview.com/cities/cameroon (ημ. προσβ. 21/10/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο