B.K. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 5728/2022, 31/10/2025
print
Τίτλος:
B.K. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 5728/2022, 31/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. 5728/2022

 

31 Οκτωβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

B.K.

 

Αιτήτρια

 

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας

 

Κατερίνα Χαρίτου, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Ραφαέλα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 14/04/2022 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής και αφού καταχωρήθηκε η Γραπτή Αγόρευση της αιτήτριας, η δικηγόρος της αιτήτριας καταχώρισε την υπό εξέταση αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας. Με την αίτησή της η αιτήτρια αιτείται άδειας και/ή διαταγής του Δικαστηρίου όπως της επιτραπεί η προσαγωγή της μαρτυρίας που παρατίθεται στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας και η δέσμη εγγράφων (Τεκμήριο 1- μαζί με τις μεταφράσεις) που επισυνάφθηκαν σ’αυτήν και χαρακτηρίστηκαν ως Τεκμήρια 1α και 1β στην Ένορκη Δήλωσε της αιτήτριας.

 

Η αίτηση βασίζεται στα άρθρα 1 Α, 146, 169 και 179 του Συντάγματος, στους Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(Ι)/2018), στους περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Κανονισμούς του 2019 (3/2019) και ειδικότερα στον Κανονισμό 10, στον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο του 2015 (131(Ι)/2015) και ειδικότερα, αλλά χωρίς περιορισμό στο άρθρο 11 (2), στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ειδικότερα, αλλά χωρίς περιορισμό στους Κανονισμούς 10, 11, 12, 17, 18 και 19, στον Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (158(Ι)/1999), στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στον Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, στην Οδηγία 2011/95/ΕΕ, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και ειδικότερα, αλλά χωρίς περιορισμό στην Δ.36, Δ.38 (4), (5), Δ.39, Δ.48 Κ.Κ. 1,2,3 και 9, Δ.59 & Δ.64, στον Περί Απόδειξης Νόμο Κεφ. 9, στη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σε οποιαδήποτε άλλη σχετική καθοδηγητική Νομολογία, καθώς επίσης και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και στη γενική πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Προτού αναφέρω τα γεγονότα της υπό εξέταση αίτησης θα πρέπει να αναφερθεί πως η παρούσα διαδικασία περιείχε αρκετά ζητήματα και επιπρόσθετα, εκπροσώπησαν τους καθ’ων η αίτηση από την καταχώρηση της αίτησης ακυρώσεως μέχρι και σήμερα αρκετοί δικηγόροι τις τοποθετήσεις των οποίων βεβαίως έλαβα υπόψη μου, κατά την εξέταση του ζητήματος της καθυστέρησης ή όχι, της υποβολής της υπό εξέταση αίτησης.  Ενόψει της μη μετάφρασης του εγγράφου που προσκόμισε η αιτήτρια στην Υπηρεσία Ασύλου, το οποίο βρίσκεται στο ερυθρό 52, του διοικητικού φακέλου, τέθηκαν αρκετά ζητήματα μεταξύ των οποίων να διευκρινιστεί από τους καθ’ων η αίτηση εάν αποδέχονται το εν λόγω έγγραφο προκειμένου να αποφευχθεί η υπό εξέταση αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας.  Εφόσον δεν ικανοποιήθηκε η κυρία Χαρίτου από την τοποθέτηση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία κοινοποιήθηκε στην ίδια και στο Δικαστήριο από τους δικηγόρους των καθ’ων η αίτηση, προχώρησε στην υπό εξέταση αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η παρούσα αίτηση υποστηρίχθηκαν με ένορκη δήλωση της αιτήτριας, η οποία συνοδεύει την αίτηση. Η αιτήτρια ενόρκως αναφέρει ότι ο θάνατος του πατέρα της σχετίζεται με την παρελθούσα δίωξη καθώς και τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, η οποία συνδέεται με πολιτικές πεποιθήσεις που της αποδίδει ο φορέας δίωξής της, ο θείος της, ο οποίος αποτελεί σοβαρό πολιτικό πρόσωπο στη χώρα καταγωγής της. Προσθέτει ότι ο θάνατος του πατέρα της δια στραγγαλισμού αποτελεί ένδειξη της δικής της ανασφάλειας στη χώρα καταγωγής της.

 

Τονίζει περαιτέρω η Αιτήτρια, ότι δια της προσκομισθείσας μαρτυρίας αναδεικνύονται οι παραλήψεις των καθ΄ων η αίτηση, αφού όπως αναφέρει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας της εξέτασης του αιτήματός της προσκόμισε αντίγραφο του πιστοποιητικού θανάτου του πατέρα της καθώς ο αδελφός της διέθετε το πρωτότυπο. Ειδικότερα, το πιστοποιητικό φέρει αριθμό πρωτοκόλλου, ημερομηνία έκδοσης, το όνομα του πατέρα της, την ημερομηνία, την ώρα και την ηλικία θανάτου του, ενώ επιβεβαιώνει ότι ο πατέρας της απεβίωσε λόγω στραγγαλισμού. Προβάλλει ωστόσο η Αιτήτρια ότι το εν λόγω έγγραφο, το οποίο εντός του διοικητικού φακέλου εντοπίζεται ως «ερυθρό 52», ουδέποτε μεταφράστηκε στα ελληνικά από τους καθ’ ων η αίτηση, ως αυτοί είχαν υποχρέωση να πράξουν προκειμένου να εξεταστεί το σύνολο των στοιχείων που διέθεταν ενώπιόν τους. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια δηλώνει ότι σύμφωνα με τη συνήγορό της, κρίνει αναγκαίο όπως προσκομίσει περαιτέρω μαρτυρία προς επίρρωση των ισχυρισμών της γύρω από τα αίτια θανάτου του πατέρα της.

 

Συγκεκριμένα, στην Ένορκη Δήλωση επισυνάπτονται τα πιο κάτω έγγραφα:

Τεκμήριο1α- Έκθεση έρευνας της Δικαστικής Αστυνομίας για το θάνατο του πατέρα της.

Τεκμήριο 1β- Απόφαση του Ειρηνοδικείου της Κινσάσα- Συμπληρωματική Απόφαση επί της ληξιαρχικής πράξης θανάτου.

 

Τα συγκεκριμένα τεκμήρια, σύμφωνα με την Αιτήτρια και την ένορκή δήλωσή της, συνίσταται στο Τεκμήριο 1α, το οποίο η ίδια αποκαλεί «νεκροψία», και το οποίο ισχυρίζεται πως βεβαιώνει τους λόγους θανάτου του πατέρα της και λεπτομέρειες ως προς την τοποθεσία επί της οποίας εκείνος βρέθηκε νεκρός, καθώς και κλήση προς τον ιατρό να εξετάσει τις αιτίες θανάτου του πατέρα της, την οποία εξέδωσε η Δικαστική Αστυνομία κατόπιν αιτήσεως του αδερφού της.

 

Στη συνέχεια, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι το Τεκμήριο 1β αποτελεί «συμπληρωματική απόφαση» του Ειρηνοδικείου της Kinshasa ημερομηνίας 10/12/2021 δια της οποίας τροποποιείται η αρχική ληξιαρχικής πράξη θανάτου του πατέρα της, εμπεριέχοντας πλέον στο περιεχόμενο της το λόγο θανάτου του πατέρα της Αιτήτριας, το στραγγαλισμό. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα υπέβαλε ένσταση στην αίτηση της αιτήτριας, η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της κυρίας Αφροδίτης Αναστασιάδη, Δικηγόρου για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην οποία εξηγεί για ποιους λόγους, κατά τους ισχυρισμούς της, πρέπει η υπό εξέταση αίτηση να μην εγκριθεί και να προχωρήσει το Δικαστήριο στην απόρριψή της. Με την ένσταση στην αίτηση, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγείται πως δεν θα πρέπει να δοθεί το αιτούμενο διάταγμα, γιατί κατά τον ισχυρισμό της η αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή νομικά αβάσιμη ή/και απαράδεκτη, δεν πληρούνται οι νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις για να επιτραπεί η προσαγωγή της σκοπούμενης μαρτυρίας και η ένορκη δήλωση δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε μαρτυρία.  Επιπρόσθετα, η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσκομιστεί δεν επιτελεί κανένα σκοπό και/ή δεν προσκομίζεται για να αποδείξει κανένα γεγονός και/ή έγγραφο και/ή δεν συγκεκριμενοποιείται, ενώ επίσης υποστηρίζει ότι η αίτηση της αιτήτριας αποσκοπεί στην καθυστέρηση και/ή στην κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Η συνήγορος της Αιτήτριας μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης επί της αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, προωθεί ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ θα κινδυνεύσει λόγω της συνεργασίας της με τον πατέρα της και των αποδιδόμενων σε αυτήν πολιτικών πεποιθήσεων, καθώς και λόγω της πολιτικής της δραστηριότητας, ενώ προσθέτει ότι ο τρόπος και τα αίτια του θανάτου του πατέρα της αποτελούν σημαντικό ζήτημα της δικής της υπόθεσης. Προωθεί συναφώς η συνήγορος της Αιτήτριας ότι σύμφωνα και με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι Καθ΄ων η αίτηση έκαναν δεκτό το προσκομισθέν αρχικά πιστοποιητικό θανάτου του πατέρα της, πλην όμως έκριναν πως εκ του συγκεκριμένου εγγράφου δεν προκύπτουν τα αίτια θανάτου του.

 

Κατά την ενώπιον μου διαδικασίας, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση σχετικά με την αποδοχή της προσαχθείσας μαρτυρίας, υποστηρίζει ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας η Αιτήτρια δεν εξήγησε το λόγο για τον οποίο δεν προσκόμισε τα εν λόγω έγγραφα σε προγενέστερο χρόνο και ότι η παράλειψή της να το πράξει οφείλεται αποκλειστικά σε δική της υπαιτιότητα.  Προβάλλει ότι σε καμία περίπτωση τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν στοιχειοθετούν από μόνα τους την αποδοχή των ισχυρισμών της.  Η κυρία Χαραλάμπους αγόρευσε ενώπιον του Δικαστηρίου προφορικά επί των ζητημάτων αυτών και προσκόμισε σχετική επί του θέματος νομολογία.

 

Η συνήγορος της Αιτήτριας υποστηρίζει κατά την ενώπιον μου διαδικασία ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία ενισχύουν την αποδεικτική αξία του ήδη προσκομισθέντος πιστοποιητικού θανάτου του πατέρα της Αιτήτριας , ερυθρό 52, του διοικητικού φακέλου και όχι νέα στοιχεία. Εγείρει μάλιστα ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν περιήλθαν στην κατοχή της καθυστερημένα λόγω δικής της υπαιτιότητας, αφού εκδόθηκε ήδη ένα πιστοποιητικό θανάτου του πατέρα της, το ερυθρό 52 του διοικητικού φακέλου, το οποίο η Αιτήτρια προσκόμισε κατά τη διοικητική διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της. Επικαλείται συναφώς ότι κατόπιν αιτήσεως του αδερφού της εξεδόθη συμπληρωματική απόφαση της τροποποίησης του πιστοποιητικού θανάτου του πατέρα της Αιτήτριας, το οποίο και προσκομίζει προς επίρρωση των ισχυρισμών της.

 

Κατά συνέπεια, η συνήγορος της αιτήτριας εισηγείται πως η αιτούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία είναι συναφής με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης και τέθηκε στο παρόν στάδιο της δικαστικής διαδικασίας χωρίς υπαιτιότητα της αιτήτριας. Όπως αναφέρει, η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί ενισχύει κατά την εισήγησή της, τους βασικούς ισχυρισμούς και τους λόγους για τους οποίους η αιτήτρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της. Όπως υποστηρίζει επιθυμεί να επιχειρηματολογήσει σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός της, εφόσον κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου αναξιόπιστη.

 

Είναι χρήσιμο να καταγραφεί το δικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο το Δικαστήριο εξετάζει ενδιάμεσες αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας, το οποίο προκύπτει από τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικού Κανονισμού του 2019, όπου σύμφωνα με τον Κανονισμό 7: «Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, συνεντεύξεων του αιτητή ασύλου ή δικαιούχου διεθνούς προστασίας και άλλων διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο αρ. 6(Ι)/2000 ως εκάστοτε τροποποιείται και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.»

 

Συνεπώς, ο Κανονισμός 7, του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικού Κανονισμού του 2019, παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να δεχτεί μαρτυρία, εφόσον βέβαια, τηρηθούν οι δικονομικοί κανόνες που καθορίζονται από τους διαδικαστικούς κανονισμούς όπως και οι κατευθυντήριες γραμμές που έχουν καθοριστεί από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να επιτρέπει στους διαδίκους να προσαγάγουν μαρτυρία, τηρουμένων των Διαδικαστικών Κανονισμών και την πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Το διάταγμα του Δικαστηρίου, για προσκόμιση μαρτυρίας, εκδίδεται πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και στην βάση τούτου ο Κανονισμός 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) του 1962 (οι οποίοι ακολουθούνται σύμφωνα με τον Κανονισμό 8, των περί της Ίδρυσης Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019), καθορίζει πως σε οποιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οδηγίες, οι οποίες απαιτούνται προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης.

 

Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992 και Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999). Ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγκειται στο ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσκομιστεί πρέπει να είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και με τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται (βλ. K.N.K. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 5787/13, ημερομηνίας 18/10/2019)


Επομένως, για να εξεταστεί και να κριθεί από το Δικαστήριο η σχετικότητα της μαρτυρίας, πρέπει η προτεινόμενη μαρτυρία να συγκεκριμενοποιείται τόσο στην αίτηση όσο και στην ένορκη δήλωση (βλ. Ιωσηφίδης ν. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, (2006) 3 ΑΑΔ 677). Εάν η μαρτυρία που ζητείται να προσκομιστεί δεν συγκεκριμενοποιείται, τότε δεν υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο για να μπορεί να αξιολογηθεί η σχετικότητα της μαρτυρίας που επιδιώκεται να προσκομιστεί (βλ. υποθ. αρ. 1024/14, FBME Bank Ltd v. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ημερομηνίας 18/12/2015).

 

Είναι πάγια και διαχρονική η θέση της νομολογίας πως τα γεγονότα που επιδιώκονται να προσκομιστούν με την μαρτυρία πρέπει να προσδιορίζονται με λεπτομέρεια (βλ.Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 σελ 595, υπόθεση αρ. 300/03, Χρίστος Ιωσηφιδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, ημερομηνίας 20/11/02). Όλες οι πιο πάνω κατευθυντήριες αρχές επιβεβαιώθηκαν και από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γρηγόριος Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αν. Έφεση αρ. 3420, (2003) 3 ΑΑΔ 507.

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθορίσει πως στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, δεν είναι δυνατόν να προσκομιστεί μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει τα στοιχεία που η διοίκηση είχε ενώπιον της κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Α. 106, και Ράφτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Η νομολογία είναι καθοριστική ως προς το ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσκομιστεί δεν θα πρέπει να διαφοροποιεί το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από το αρμόδιο όργανο (Νικολαίδη v. Δημοκρατίας (1993) 4 A.AA. 609, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (1993)4 A.AA. 2188, Ακάμας v. Δημοκρατίας (1993) 4 A.AA 2321, Κισσόποδα v. Δημοκρατίας (1994) 4 A.AA. 836, Ρούσος ν. Ιωαννίδης και άλλων (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ράφτη κ.ά. ν.


Δημοκρατίας (2003)3 Α.Α.Δ. 335, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003)3Α.Α.Δ.507, Δημοκρατία ν. D. J. Karapatakis & Sons Ltd Consortium, ECLI:CY:AD:2015:C519, Α.Ε. 125/2014, ημερομηνίας 13.7.2015).

 

Ωστόσο, επισημαίνω ότι σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και μάλιστα πλήρους ελέγχου του αιτήματος που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Συνάγεται λοιπόν πως στα πλαίσια του πλήρους και ex nunc ελέγχου, το Δικαστήριο προβαίνει σε πλήρη εξέταση των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που τίθενται ενώπιον του. Σύμφωνα με την παράγραφο 111 της απόφασης C- 585/16, Serin Alheto vs. Zamestnik-predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 25/7/2018, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε πως: “111. Στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση

«ex nunc» αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής”. Επομένως, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα τηρουμένων των διαδικαστικών κανονισμών να εξετάζει νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τις αρχές της νομολογίας που έχει καθιερώσει το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Αφού άκουσα τους διαδίκους και μελέτησα το ενώπιον μου υλικό, αλλά και τις


γραπτές και προφορικές αγορεύσεις τους κατά την ακρόαση της αίτησης, λαμβάνοντας υπόψη και τα όσα έχουν καθιερωθεί από την νομολογία του Ανωτάτου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, διαπιστώνω πως η πλευρά της αιτήτριας επιδιώκει, όπως εισηγείται να προσαγάγει την μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να αποβεί βοηθητική στην τεκμηρίωση του αιτήματός της.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, διαφαίνεται πως η αιτούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία, ως αυτή διαφαίνεται στην Ένορκη Δήλωση της αιτήτριας και στα συνημμένα Τεκμήρια 1α και 1β ότι είναι σχετική με το επίδικο θέμα και μάλιστα με τον πυρήνα του αιτήματος της αιτήτριας. Επιπρόσθετα, εκ πρώτης όψεως κρίνω πως η μαρτυρία που επιδιώκει να προσαγάγει θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αυξήσει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, όπως προνοείται στον Κανονισμό 10 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, ενόψει ακριβώς της σχετικότητας της με τον πυρήνα του αιτήματος της αιτήτριας.

 

Διαφαίνεται πως η αιτήτρια υπέβαλε την αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας μετά την καταχώριση της Γραπτής της Αγόρευσης.  Διεξήλθα με προσοχή τον δικαστικό φάκελο προκειμένου να διαπιστώσω πότε η συνήγορος της αιτήτριας αναφέρθηκε στο ερυθρό 52, του διοικητικού φακέλου, το οποίο δεν έχει μεταφραστεί και πότε χρονικά εξέφρασε την επιθυμία για καταχώρηση αίτησης προσαγωγή μαρτυρίας αλλά και τις τοποθετήσεις της συνηγόρου των καθ’ων η αίτηση που χειριζόταν την υπόθεση, η οποία ανέμενε την τοποθέτηση της Υπηρεσίας Ασύλου επί του ζητήματος.  Τα όσα εξελίχθηκαν οδηγούν το συμπέρασμα πως δεν υπήρξε καθυστέρηση, λαμβάνοντας υπόψη πως δεν είναι ένα νέο στοιχείο αλλά ένα συμπληρωματικό στοιχείο που συνδέεται ήδη με το πιστοποιητικό θανάτου που προσκόμισε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Εν πάση περιπτώσει ως έχω επεξηγήσει, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αποδεκτή μαρτυρία σε οποιονδήποτε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας εάν απαιτείται στα πλαίσια ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ενόψει των πιο πάνω, η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσκομιστεί κρίνω πως είναι σχετική και γίνεται αποδεκτή.

 

Οποιαδήποτε ερωτηματικά δημιουργούνται από το περιεχόμενο της μαρτυρίας, τα οποία εύλογα θέτει η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση είναι ζητήματα που θα εξεταστούν στη διαδικασία που θα ακολουθήσει. Επομένως, σε αυτό το στάδιο κρίνω ορθό να εξετάσω αποκλειστικά τη σχετικότητα της μαρτυρίας στην ολότητά της και όχι την αξιοπιστία του περιεχομένου των τεκμηρίων που επισυνάφθηκαν. Τα Τεκμήρια θα εξεταστούν και θα αξιολογηθούν στο σύνολο του αφηγήματος της αιτήτριας σε μεταγενέστερο στάδιο και γι’αυτό το λόγο δεν θεωρώ αναγκαίο να εξεταστούν ένα προς ένα σε αυτό το στάδιο εφόσον θα πρέπει να διευκρινιστούν διάφορα ζητήματα που προκύπτουν από τον τύπο και το περιεχόμενό τους.

 

Επαναλαμβάνω ότι στο παρόν στάδιο, δεν αξιολογούνται τα στοιχεία και/ή έγγραφα που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου υπό μορφή μαρτυρίας και δεν εξετάζεται η βασιμότητα των ισχυρισμών που προβάλλονται, εφόσον αυτό θα κριθεί σε μεταγενέστερο στάδιο στο πλαίσιο εξέτασης της προσφυγής. Συνεπεία τούτου, δεν θα εξετάσω τους ισχυρισμούς που προωθούν και οι δύο πλευρές ως προς την ουσία της προσφυγής, εφόσον η εξέτασή τους επιβάλλεται στα πλαίσια της εξέτασης της αίτησης ακυρώσεως και ούτως ή άλλως η αποδοχή προσκόμισης οποιουδήποτε εγγράφου δεν συνεπάγεται και την αποδοχή οποιουδήποτε ισχυρισμού.  Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής από το Δικαστήριο θα γίνει σε επόμενο στάδιο της διαδικασίας, ανάλογα βέβαια με την πορεία της υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη την συνολική αφήγηση της αιτήτριας.

 

Επισημαίνεται πως το Δικαστήριο, έχει τη δυνατότητα να εξετάσει την ενόρκως δηλούσα με υποβολή ερωτήσεων ως προβλέπεται στον Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) του 1962 (Κανονισμό 12), ο οποίος εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον μου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δικαίωμα αντεξέτασης βέβαια θα δοθεί στην πλευρά των καθ'ων η αίτηση.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως και οι δύο πλευρές συζήτησαν μακροσκελώς για το ζήτημα των εξόδων της υπό εξέταση αίτησης και κρίνω αναγκαίο να παραθέσω νομολογία σε σχέση με το ζήτημα αυτό.  Στην Πολιτική Έφεση Ε39/2024, Α.Ν. v. Θ.Π., ημερομηνίας 3/4/2025, σε σχέση με τα έξοδα που επιδικάζονται από το Δικαστήριο αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Με την αντέφεση της, η εφεσίβλητη προσβάλλει την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επεδίκασε έξοδα στην πορεία της κυρίως αίτησης και ισχυρίζεται ότι η απόφαση αυτή ήτο αναιτιολόγητη.

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η γενική αρχή είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.  Όπως λέχθηκε στην Ζαβρού v. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477:

 

«Η έκδοση διαταγής για έξοδα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας προέχει ο κανόνας λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο μάλιστα είναι ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Χάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389

 

Περαιτέρω, στην Μιχαηλίδου v. Μάρκου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1020 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία όμως πρέπει να ασκείται δικαστικά και με βάση ορισμένα καθιερωμένα κριτήρια και όχι αυθαίρετα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει κάποιος καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής, όπως για παράδειγμα ευθύνη του επιτυχόντα διαδίκου για την αδικαιολόγητη επιμήκυνση του χρόνου δίκης, νεοφανές νομικό σημείο κ.λ.π. (βλ. μεταξύ άλλων Talyon ν. Soteriou (1982) 1 C.L.R. 777, Γιαννάκης Φιλίππου ν. Έλενας Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890, Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2000) 1 Α.Α.Δ. 416, Λοφίτη ν. Δημητρίου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1402 και Χρίστος Πασιαρδής ν. Αντωνία Θεοδοσίου, ανωτέρω).»

 

Σχετικές επί του θέματος των εξόδων είναι και οι αποφάσεις Χαραλάμπους v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση 337/2019, ημερομηνίας 25.11.2024 και Λοϊζου v. Λοϊζου, Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2024, ημερομηνίας 21.01.2025

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα όσα έχω αναφέρει προηγουμένως αλλά και της φύσης της υπόθεσης που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν κρίνω ότι υπάρχει λόγος να παρεκκλίνω από την βασική αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.  Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, δεν περιορίζεται σε τυπικό έλεγχο νομιμότητας αλλά έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης.  Το Δικαστήριο εξετάζει όλα όσα περιέχονται στον διοικητικό φάκελο αλλά και τα νέα στοιχεία που προσκομίζει η αιτήτρια στο στάδιο της προσφυγής και δεν δεσμεύεται από τα πορίσματα της διοίκησης.

 

Για τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω, η αίτηση γίνεται δεκτή με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ'ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας.

 

Η προσφυγή ορίζεται για Οδηγίες στις 7/11/2025 και ώρα 9 :00.

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο