A.M.D.F. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 7191/2022, 7/10/2025
print
Τίτλος:
A.M.D.F. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 7191/2022, 7/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                                  Υπόθεση αρ. 7191/2022

 

                                             07 Οκτωβρίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                        Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

 

                                                      A.M.D.F.

                                                                                                                                                                                                                                                    Αιτητής

Και

                 Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                     Καθ' ων η αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρών ο κος Κ. Σφέτσος για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα].

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 18/10/2022 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 14/11/2022 και δια της οποίας έκλεισε ο φάκελος του στη βάση του άρθρου 16Β του Περί Προσφύγων Νόμου και απορρίφθηκε η αίτηση του, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας από το Καμερούν και στις 07/01/2019 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 29/04/2022 και 21/06/2022 αντίστοιχα, αρμόδιοι λειτουργοί κάλεσαν τηλεφωνικώς τον αιτητή για να κληθεί σε συνέντευξη, όπου ο αιτητής δεν αποκρίθηκε σε καμία από τις κλήσεις. Ακολούθως, στάλθηκε ταχυδρομικώς συστημένη επιστολή ενημέρωσης ημερομηνίας 07/09/2022 στον αιτητή στη δηλωθείσα τελευταία διεύθυνση του, ώστε να παρευρεθεί σε διευθετημένη συνέντευξη για τις 03/10/2022, στην οποία ωστόσο δεν παρουσιάστηκε. Στις 17/10/2022, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του, καθώς ο αιτητής δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη στην οποία κλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Στις 18/10/2022 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση/εισήγηση για κλείσιμο του φακέλου/διακοπή της διαδικασίας του αιτητή και αποφάσισε την επιστροφή του αιτητή στο Καμερούν δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Στις 14/11/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή ενημέρωσης σχετικά με το αίτημα του αιτητή. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 14/11/2022. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.

Στο δικόγραφο της προσφυγής του αιτητή δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και δεν υπάρχει έκθεση γεγονότων. Το μόνο που αναφέρεται χειρόγραφα είναι ότι ο αιτητής επιθυμεί να ενστεί στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ισχυριζόμενος ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο διότι του επιτέθηκαν αυτοί που σκότωσαν τον πατέρα του, δηλώνοντας παράλληλα ότι ο υιός του και η γυναίκα του βρίσκονται στην Κύπρο.  

Εξίσου, στην γραπτή αγόρευση του αιτητή, δεν καταγράφεται οποιαδήποτε ανάλυση νομικών λόγων πέραν από τα γεγονότα στη βάση των οποίων οδηγήθηκε να εγκαταλείψει την χώρα του. Ειδικότερα, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του για να έρθει στην Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της ένοπλης σύρραξης και ότι ένας φίλος του τον χρησιμοποίησε για να παρέχει πληροφορίες για τους Ambazonians. Όταν αντιλήφθηκε ότι είχε γίνει στόχος των Ambazonians, διέφυγε στην Yaounde, όπου διέμενε με τον πατέρα του, ο οποίος σκοτώθηκε. Πρόσθεσε ότι δημιούργησε οικογένεια στην Κύπρο και η σύζυγος του όπως και ο υιός του είναι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες. Επισύναψε δε 1) πιστοποιητικό θανάτου του πατέρα του, 2) πιστοποιητικό γέννησης του υιού του και 3) απόφαση ημερ. 12/04/2023 στην οποία εμφαίνεται ότι η σύζυγος του και ο υιός του αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες.

Ακολούθως, οι καθ' ων οι αίτηση, υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης και ανάφεραν ότι ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου έκλεισε το φάκελο του αιτητή και απέρριψε το αίτημα του αιτητή, αναφέροντας ότι ούτως ή άλλως ο ίδιος ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή διεθνούς προστασίας και δια τούτο η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε περίπτωση που διάδικος εμφανίζεται σε διαδικασία χωρίς να εκπροσωπείται από δικηγόρο, δεν υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση με την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, εν αντιθέσει με το τι ισχύει για διαδίκους που εκπροσωπούνται με δικηγόρο. Στον Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 αναφέρεται ( παραθέτω αυτολεξεί): « Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον» (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

Επομένως, σύμφωνα με τα ως άνω, η μη συμπερίληψη στην προσφυγή του αιτητή λόγων ακυρώσεως δεν αποστερεί την εξουσία από το παρόν Δικαστήριο να προχωρήσει να εξετάσει την προσφυγή του στη βάση του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2018 (Ν. 73 (Ι)/2018).

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλες οι ενέργειες του αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος του προκειμένου να διαπιστωθεί αν το αρμόδιο όργανο ορθώς αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου του και την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή.

Ο αιτητής κατά την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία ανέφερε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στο χωριό του, Santah, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν. Στις 28 Αυγούστου, ενώ βρισκόταν στην Yaounde για εκπαίδευση, η μητέρα του τον ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι τα δύο του αδέλφια είχαν σκοτωθεί εξαιτίας της σύγκρουσης. Τον παρακάλεσε να μην επιστρέψει στο χωριό, φοβούμενη ότι θα χάσει και εκείνον. Αναζητώντας ασφάλεια, ο αιτητής επανασυνδέθηκε με τον πατέρα του —ο οποίος είχε εγκαταλείψει την οικογένεια πριν από 17 χρόνια— και πήγε να μείνει μαζί του. Δύο μήνες αργότερα, ο πατέρας του κανόνισε απροσδόκητα να ταξιδέψει στην Κύπρο και τον προέτρεψε να φύγει άμεσα. Λίγο αργότερα, ένοπλοι άνδρες εμφανίστηκαν στο σπίτι και ο αιτητής είδε τον πατέρα του να πυροβολείται και να πέφτει νεκρός. Από φόβο για τη ζωή του, διέφυγε από το πίσω μέρος του σπιτιού και τράπηκε σε φυγή (ερ. 6 και 17 -σε μετάφραση- του Δ.Φ.).

Ο αιτητής δεν παρευρέθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου για σκοπούς συνέντευξής του.

Ως μπορεί να διαπιστωθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (ερ. 26 και 27 του Δ.Φ.), η υπηρεσία ασύλου προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με τον αιτητή σε διαφορετικές ημερομηνίες ήτοι στις 29/04/2022 και στις 21/06/2022 αντίστοιχα, χωρίς όμως οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Ακολούθως, η υπηρεσία Ασύλου απέστειλε σχετική επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση του αιτητή ( ερ. 31 και 28  του Δ.Φ.), ενώ η επιστολή επιστράφηκε ως αζήτητη από τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες (ερ. 38-39 του Δ.Φ.). Έγινε έλεγχος μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και της Υπηρεσίας Ασύλου όπου δεν εντοπίστηκε αλλαγή διεύθυνσης του ή αναχώρηση του από τη Δημοκρατία μετά την υποβολή της αίτηση του για διεθνή προστασία (ερ. 33 του Δ.Φ.).

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αξιολογώντας το γεγονός ότι ο αιτητής δεν παρευρέθηκε στη συνέντευξη του με αποτέλεσμα την ασυνέπεια του προς τις υποχρεώσεις του προς την Υπηρεσία Ασύλου, αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 16Β (2 Α) των Περί Προσφύγων Νόμο 2000-2020, αφού υπήρχε εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτητής σιωπηρά έχει αποσύρει την αίτησή του ή υπαναχώρησε από αυτή.

Ο αιτητής κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, πρόβαλε ότι η σύζυγος και το παιδί του έχουν ήδη πάρει καθεστώς πρόσφυγα και παραμένουν νόμιμα στη Δημοκρατία. Ο αιτητής, ως ανέφερε, επιθυμεί επανεξέταση του φακέλου του, προσκομίζοντας έγγραφα του ΚΙΕ (Κρατικού Ινστιτούτου Επιμόρφωσης), που αφορούν τον ίδιο, όσον αφορά το μάθημα των Νέων Ελληνικών. Σχετικά με τα δηλωθέντα στοιχεία επικοινωνίας του ισχυρίζεται πως υπήρξε σύγχυση με τη διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου που είχε δηλώσει, με αποτέλεσμα να μην λάβει τις ειδοποιήσεις της Υπηρεσίας Ασύλου. Δήλωσε περαιτέρω ότι μετακόμισε και ενημέρωσε τις Αρχές, αλλά δεν έχει αποδεικτικά έγγραφα περί τούτου.

Για σκοπούς εξέτασης του νομοθετικού πλαισίου που εφαρμόζεται σε περίπτωση κλείσιμο του φακέλου ενός αιτητή, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω απόσπασμα από το άρθρο 16Β του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο καθορίζει τη διαδικασία διακοπής εξέτασης μιας αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«16Β.-(1) Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτησή του ή υπαναχωρήσει από αυτήν, ο Προϊστάμενος κατά την κρίση του-

(i) Κλείνει το φάκελο του αιτητή και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στο φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται τα άρθρα 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18∙ ή

(ii) λαμβάνει απόφαση με την οποία απορρίπτει την αίτηση, σε περίπτωση που την θεωρεί αβάσιμη, αφού την εξετάσει επαρκώς επί της ουσίας της σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και με τα εδάφια (3), (4) και (5) του άρθρου 18.

(2) Ο Προϊστάμενος δύναται να θεωρεί ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει αίτησή του ή υπαναχωρήσει από αυτήν, ιδίως όταν διαπιστώνει ότι ο αιτητής-

(α) Δεν ανταποκρίθηκε σε απαίτηση της Υπηρεσίας Ασύλου για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του σύμφωνα με το άρθρο 16 ή δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη η οποία προβλέπεται στα άρθρα 13Α και 18, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ότι αυτό οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του∙ ή

(β) διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή βρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την Υπηρεσία Ασύλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, όπως την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του.

(3) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.».

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 8 εδάφιο 2)(α) του Περί  Προσφύγων Νόμου « ….Ο τόπος διαμονής αιτητή καθορίζεται στη βεβαίωση υποβολής αίτησης.  Ο αιτητής, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του, υποχρεούται να ενημερώσει το συντομότερο δυνατό το Κλιμάκιο, συμπληρώνοντας έντυπο κατά τον τύπο που αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο. Ο υπεύθυνος του Κλιμακίου, κατά την παραλαβή του εν λόγω εντύπου, το σφραγίζει κατά τρόπο που να φαίνεται η ημερομηνία υποβολής του και παραδίδει στον αιτητή σχετική βεβαίωση λήψης του εντύπου, στην οποία εμφαίνεται η ημερομηνία υποβολής του.  Ο αιτητής προβαίνει στην προαναφερόμενη ενημέρωση του Κλιμακίου είτε εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την επέλευση της αλλαγής του τόπου διαμονής του είτε σε μεταγενέστερο χρόνο, ο οποίος είναι ο συντομότερος δυνατός από την επέλευση της αλλαγής του τόπου διαμονής του και εφόσον ο αιτητής υποβάλλει ικανοποιητική για τον υπεύθυνο του Κλιμακίου εξήγηση ως προς το ανέφικτο της τήρησης της αρχικής πενθήμερης προθεσμίας, αν ο υπεύθυνος του Κλιμακίου κρίνει ότι η προαναφερόμενη εξήγηση του αιτητή δεν είναι ικανοποιητική, θεωρεί την ενημέρωση ως εκπρόθεσμη.  Ο υπεύθυνος του Κλιμακίου δεν αρνείται την παραλαβή του εντύπου λόγω εκπρόθεσμης υποβολής του, αλλά πρέπει σε τέτοια περίπτωση να αναφέρει ότι το έντυπο υποβάλλεται εκπρόθεσμα…..»

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό ο αιτητής όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στις κλήσεις της Υπηρεσίας Ασύλου ως όφειλε αλλά και δεν ενημέρωσε την Υπηρεσία Ασύλου στη βάση του Περί Προσφύγων Νόμου για την τυχόν αλλαγή του τόπου διαμονής του, μιας και ως προκύπτει από το άρθρο 16 Β, ο αιτητής όφειλε να προβεί στην εν λόγω ενέργεια και εφόσον δεν υπέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο οποιαδήποτε εξήγηση ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του, ορθώς ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου έκλεισε το φάκελο της και θεώρησε ότι ο αιτητής υπαναχώρησε και απέσυρε σιωπηρά την αίτηση του όταν δεν παρουσιάστηκε στην συνέντευξη του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, την υπόθεση σύμφωνα με την εξουσία που μου παρέχει το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), καταλήγω ότι εύλογα και ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και έκρινε ότι απέσυρε σιωπηρά την αίτηση του.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν. 73(Ι) 2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο, ήτοι να προβεί σε εξέταση μόνο όσον αφορά την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αφού οι περιπτώσεις του άρθρου 16Β  (πλην της περίπτωσης που υπάρχει άρνηση της Υπηρεσίας Ασύλου να αρχίσει εκ νέου την εξέταση αίτησης η οποία σταμάτησε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16Β) δεν εμπίπτει στις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 11 του Ν. 73(I)/2018, το οποίο παρέχει δικαιοδοσία ελέγχου ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, πέραν από έλεγχο νομιμότητας. Ενόψει τούτου, ο έλεγχος της παρούσας περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας και συνεπώς δεν διενεργείται από το δικαστήριο εξ' υπαρχής (ex nunc) έλεγχος των γεγονότων και νομικών ζητημάτων, η εξέταση της θα περιοριστεί στα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στους διοικητικούς φάκελους που κατατέθηκαν στα πλαίσια της διαδικασίας και τα οποία ήταν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση όταν και ελάμβαναν την δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση.

Επομένως, όσον αφορά τα έγγραφα που παρουσίασε ο αιτητής ενώπιον του Δικαστηρίου περί του ότι η σύζυγος του και το ανήλικο τέκνο του είναι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες στην Κυπριακή Δημοκρατία και θα πρέπει να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι ενόψει του γεγονότος ότι το παρόν Δικαστήριο ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας στην παρούσα υπόθεση, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, δεν μπορεί να τα λάβει υπόψη του, δεδομένων των σαφών ορίων της αρμοδιότητας του ως καθορίζεται στο άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, Ν. 73(I)/2018.

Σύμφωνα με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λαυρέντης Α. Δημητρίου, Αιτήσεις αρ. 39/1988 και 40/1988 (1990) 1 ΑΑΔ 256, παραθέτω απόσπασμα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): « "Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα" σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα Δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιόν του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιόν του για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο. Η δικαιοδοσία πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Thompson vShiel  [1840] 3 IrEqR. 135). To Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι εξειδικευμένο Δικαστήριο το οποίο ιδρύθηκε με τους περί Ενοικιοστασίου Νόμους του 1983 έως 1988 - (Αρ. 23/83, 51/83, 39/84, 79/ 86, 94/86, και 135/88). Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στη δικαιοδοσία που του δίδει ο νόμος.»

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην απόφαση Πολιτική Αίτηση Αρ. 205/2019, ημερ. 6/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:D512, λέχθηκε ότι συνιστά βασική αρχή ότι «καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εφαρμόσει το νόμο ως έχει και όχι να τον συμπληρώσει ή να μεταβάλει το κείμενο του ανάλογα με την περίπτωση για να δώσει ορθότερη ή δικαιότερη λύση που είναι έργο της νομοθετικής εξουσίας».

Στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C‑333/18, Lombardi Srl κατά Comune di Auletta, Delta Lavori SpA, Msm Ingegneria Srl, 5ης Σεπτεμβρίου 2019, λέχθηκε (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«…33 Όσον αφορά, τέλος, την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, αρκεί να υπομνησθεί ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογεί διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που καθιστούν αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, PORR Építési Kft., C‑691/17, EU:C:2019:327, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Για τους λόγους, όμως, που εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι υποψήφιος ασκήσας προσφυγή όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν μπορεί, βάσει εθνικών δικονομικών κανόνων ή σχετικών νομολογιακών πρακτικών, όπως είναι οι κανόνες και οι πρακτικές που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, να στερηθεί το δικαίωμά του να εξετασθεί επί της ουσίας η προσφυγή αυτή….».

Εντούτοις, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, ο αιτητής δεν στερείται με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του ως προκύπτουν από το ενωσιακό δίκαιο και δεν καθίσταται αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερής η άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων ( βλ. σκέψη 33 απόφασης του ΔΕΕ C‑333/18 Lombardi Srl κατά Comune di Auletta, Delta Lavori SpA, Msm Ingegneria Srl, ημερ. 05/09/2019) μιας και μπορεί να τα διασφαλίσει με την δυνατότητα που του δίνεται στην βάση του Περί Προσφύγων Νόμου και συγκεκριμένα στο άρθρο 16Δ, με την υποβολής μεταγενέστερης αιτήσεως, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

Ενόψει του ότι, ο αιτητής απέσυρε σιωπηρώς την αίτηση του και ουδέποτε εξετάστηκε επι της ουσίας καθότι δεν μεσολάβησε συνέντευξη του αιτητή, και εφόσον τα εν λόγω γεγονότα προέκυψαν χρονολογικά μετά το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή, γεγονότα τα οποία δεν ήταν εις γνώση και ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής δεν στερείται με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του μιας και έχει την δυνατότητα να τα παρουσιάσει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ασκώντας την δυνατότητα που του παρέχει το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, με την καταχώρηση μεταγενέστερης αίτησης.

 

Ως εκ τούτου, για τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €600 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                   Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

                                                                          

 

                                                                                         

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο