ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 8228/21
07 Οκτωβρίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.C.N.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Ι. Ιάσονος (κα), Δικηγόρος για τον αιτητή
Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του, ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 31/08/2021 η οποία του κοινοποιήθηκε στις 9/11/2021 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο Αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος Νιγηρίας και στις 6/3/2019 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 30/6/2021 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (‘EUAA΄) όπου του παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Ακολούθως, στις 23/7/2021 ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη αιτητή, για απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Στις 31/08/2021, η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή.
Στις 3/11/2021 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 9/11/2021, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου με τη βοήθεια διερμηνέα σε γλώσσα που ο αιτητής κατανοεί.
Η συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται και αναλύονται στην Γραπτή Αγόρευση του αιτητή που επακολούθησε. Με την γραπτή αγόρευση, δια της συνηγόρου του, ο αιτητής εγείρει Α) Έλλειψη δέουσας έρευνας, Β) η απόφαση στερείται αιτιολογίας και δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, Γ) Πλάνη περί τα πράγματα.
Δια της γραπτής τους αγόρευσης, οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου, και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.
Η συνήγορος του αιτητή προσκόμισε, μεταξύ άλλων, ενώπιον του Δικαστηρίου τα κάτωθι έγγραφα: 1) πιστοποιητικό γέννησης του ανήλικου τέκνου του αιτητή με κύπρια πολίτη και 2) διάταγμα αναγνώρισης από το οικογενειακό δικαστήριο Λευκωσίας, με το οποίο ο αιτητής αναγνωρίστηκε ως ο βιολογικός πατέρας του ανήλικου τέκνου.
Στις 18/06/2024, και αφού μεσολάβησε επανάνοιγμα της παρούσας υπόθεσης, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση προσκόμισε στο Δικαστήριο επιστολή ημερ. 30/05/2024 από την Υπηρεσία Ασύλου, όπου η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε την ακύρωση (‘cancel’) της απόφασης επιστροφής του αιτητή ημερ. 31/08/2021, με το καθεστώς του αιτητή να παραμένει ως έχει ως η απόφαση ημερ. 31/08/2021.
Στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω κατά προτεραιότητα, ως ζήτημα επι του παραδεκτού της προσφυγής, κατά πόσο η ακύρωση της απόφασης επιστροφής ημερ. 31/08/2021, επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την απόφαση επί του αιτήματος διεθνούς προστασίας του αιτητή ημερ. 31/08/2021, ζήτημα το οποίο θα καθορίσει κατά πόσο υφίσταται αντικείμενο προς εξέταση στην παρούσα προσφυγή.
Ενόψει των πιο πάνω, θέση του Δικαστηρίου είναι ότι η ανάκληση/ακύρωση της απόφασης επιστροφής, δεν επηρεάζει την απόφαση επι του αιτήματος ασύλου του αιτητή καθότι αποτελούν συναφείς διακριτές πράξεις. Η απόφαση επι του αιτήματος διεθνούς προστασίας αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση της απόφασης επιστροφής και ενόψει τούτου η ακύρωση της μεταγενέστερης πράξης ήτοι της απόφασης επιστροφής δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα την προγενέστερη της ήτοι την απόφαση επι του αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Ο Γενικός Εισαγγελέας JEAN RICHARD DE LA TOUR, στις προτάσεις του ημερ. 16/05/2024, στην υπόθεση του ΔΕΕ C-156/23 [Ararat][1], επισημαίνει τα εξής ( η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου): «.58.Εξάλλου, το Δικαστήριο στην απόφασή του της 3ης Ιουνίου 2021, Westerwaldkreis (38), υπενθύμισε ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115 καθορίζεται με μοναδικό γνώμονα την κατάσταση παράνομης διαμονής στην οποία τελεί υπήκοος τρίτης χώρας, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται η κατάσταση αυτή ή των μέτρων που ενδέχεται να ληφθούν έναντι του υπηκόου αυτού (39). Συνεπώς, από το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/115 και τη σκέψη 60 της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (40), προκύπτει ότι, μολονότι η απόφαση επιστροφής είναι δυνατό να εκδοθεί ταυτόχρονα με την απόφαση για την απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή να ακολουθήσει αμέσως την απόφαση αυτήν, πρόκειται, εντούτοις, για δύο διακριτές αποφάσεις, οποιαδήποτε δε απόφαση επιστροφής πρέπει να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας και τις λοιπές εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου.».
Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της αδελφής μου δικαστού Ε. Ρήγας στην υπόθεση αρ. 3213/2022, JK δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού v. Δημοκρατίας, ημερ. 17.8.2023, της οποία το σκεπτικό και την ανάλυση υιοθετώ ως προς το σημείο αυτό ήτοι περί του ότι τυχόν ακυρότητα/ ανάκληση της απόφασης επιστροφής δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου καθότι αποτελούν συναφείς διακριτές και αυτοτελείς πράξεις και η όποια ακύρωση της απόφασης επιστροφής δεν επηρεάζει το νομικό περιεχόμενο και την εκτελεστότητα της απόφασης επι του αιτήματος ασύλου. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα:
« […] Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η προσβαλλομένη πράξη εμφανίζεται ως ενιαία, εντούτοις αυτή διαλαμβάνει δύο αυτοτελείς πράξεις, το νομοθετικό περιβάλλον των οποίων αναδεικνύει ότι τα νομικά έρεισματα έκαστης πράξης δεν υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, ούτε υφίσταται αδιάσπαστος ουσιαστικός δεσμός μεταξύ των πράξεων αυτών. Γεγονός που αποδεικνύει ότι κάθε πράξη μπορεί να ιδωθεί βάσει της δικής της εννοιολογικής ταυτότητας, ενώ οι δύο αυτές πράξεις μπορούν να αποχωρισθούν από τη συνολική διοικητική ενέργεια και να ελεγχθούν αυτοτελώς.
Εφόσον η απόφαση επιστροφής δύναται να αποσπαστεί από την υπόλοιπη πράξη - ήτοι την απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου- αυτή είναι ως εκ τούτου διαχωρίσιμη από την κύρια πράξη, το νομικό περιεχόμενο της τελευταίας δεν επηρεάζεται, αλλά ούτε και μεταβάλλεται η ουσία της που δεν είναι άλλη από την απόρριψη του αιτήματος ασύλου.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι η απόφαση επιστροφής αποτελεί, κατά το νομοθέτη, αναπόσπαστο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν εμποδίζει την ανάκληση της χωρίς ταυτόχρονα να ανακαλείται ή να συμπαρασύρεται σε ανάκληση και η κύρια απόφαση, λόγω του ότι ως επεξηγήθηκε, η απόφαση επιστροφής δεν αποτελεί αδιάσπαστο σύνολο αυτής.
Η μελέτη των επίδικων διατάξεων σε συνάρτηση με την αιτιολογική έκθεση αλλά και το σύνολο των διατάξεων που αφορούν τον σκοπό της απόφασης επιστροφής, αποκαλύπτει πως η ανάκληση του μέρους της απόφασης που εμπερικλείει την απόφαση επιστροφής, μπορεί να γίνει χωρίς να επηρεαστεί με οποιαδήποτε τρόπο το υπόλοιπο μέρος της απόφασης που αφορά την απόρριψη του αιτήματος ασύλου, που μπορεί να επιβιώσει ως ανεξάρτητη και αυθύπαρκτη οντότητα, χωρίς να καταστρέφεται η δομή και η λειτουργικότητα της.
[…]
Παραπέμπω επίσης σχετικά στην απόφαση της αδελφής μου δικαστού Κ. Κλεάνθους, DN ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου τη Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 434/2021, 10/6/2024, την οποία εξίσου υιοθετώ ως προς το εν λόγω ζήτημα. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα :
« […]
98. Ο Αιτητής προσβάλλει επίσης την απόφαση επιστροφής αυτού στο Καμερούν, η οποία έχει εκδοθεί βάσει των όσων προβλέπονται στα άρθρα 13(2)(δ) και του άρθρου 18(7Β)(α1) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς τη σχέση της απορριπτικής του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και της απόφασης επιστροφής, τονίζεται ότι αυτές συνιστούν συναφείς αλλά διακριτές από απόψεως προϋποθέσεων έκδοσης πράξεις. Το άρθρο 18(7Β) 8(α1) θέτει ως προϋπόθεση της έκδοσης απόφασης επιστροφής εκ μέρους του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου στο πλαίσιο των ανωτέρω διατάξεων την απορριπτική απόφαση επί καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Καθόσον η απορριπτική επί καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση συνιστά προϋπόθεση της έκδοσης απόφασης επιστροφής, οι προσβαλλόμενες συνιστούν συναφείς πράξεις. Μολονότι η απόφαση επιστροφής είναι δυνατό να εκδοθεί ταυτόχρονα με την απόφαση για την απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή να ακολουθήσει αμέσως την απόφαση αυτήν, πρόκειται, εντούτοις, για δύο διακριτές αποφάσεις, οποιαδήποτε δε απόφαση επιστροφής πρέπει να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και ιδίως της αντίστοιχες εθνικές εναρμονιστικές διατάξεις με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής: η Οδηγία 2008/115/ΕΚ) (Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C-562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 45 και 46), της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 52 και 53), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, CPAS de Liège (C-233/19, EU:C:2020:757, σκέψη 45).
99. Ως εκ των ανωτέρω, τυχόν ακύρωση της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας θα σημάνει αναγκαία ακύρωση της απόφασης επιστροφής, ως νόμιμο έρεισμα αυτής, χωρίς ωστόσο να ισχύει το αντίστροφο. Η διατύπωση, εξάλλου, που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης περί «ενσωμάτωσης» της απόφασης επιστροφής στην απορριπτική προς χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση και της ιδιότητας της πρώτης ως «αναπόσπαστου τμήματος» της τελευταίας δε σημαίνει την απώλεια της αυτοτέλειας των δύο, αλλά συνιστά μία επιλογή του νομοθέτη με δικονομικής φύσης σκοπιμότητα, ήτοι την εκδίκαση και των δύο αυτών πράξεων από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας όταν η απόφαση επιστροφής εκδίδεται συνεπεία απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Ως προς το ζήτημα της σχέσης μεταξύ των δύο αποφάσεων καθώς και των έννομων συνεπειών τυχόν ακύρωσης μίας εκ των δύο, παραπέμπω στην απόφαση της αδελφής μου δικαστού Ε. Ρήγα στην υπόθεση αρ. 3213/2022, JK δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού v. Δημοκρατίας, ημερ. 17.8.2023, με την οποία και συντάσσομαι. Επιπλέον, παρότι η απόφαση επιστροφής δεν αναφέρεται ρητά ανάμεσα στις αποφάσεις στις οποίες επεκτείνεται η από τούδε και στο εξής αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 11(4) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας, ενόψει της ενσωμάτωσής της και της σχέσης η οποία έχει περιγράφει με την απορριπτική της αίτησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση, οφείλει να γίνει αποδεκτή η εξέταση από το Δικαστήριο των δεδομένων του ενδιαφερόμενου προσώπου σε επικαιροποιημένη βάση. Πράγματι, δεν παρίσταται εύλογο ενδεχόμενη ακύρωση της απορριπτικής απόφασης επί αίτησης διεθνούς προστασίας για κάποιο λόγο ο οποίος προέκυψε έπειτα από την έκδοση της πράξης να μην είναι δυνατό να οδηγήσει σε ακύρωση της απόφασης επιστροφής. Ως εκ τούτου, και στην περίπτωση της απόφασης επιστροφής η οποία έχει εκδοθεί από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου βάσει του περί Προσφύγων Νόμου ισχύει η υποχρέωση του Δικαστηρίου να λάβει υπόψιν όλα τα στοιχεία ενώπιόν του, προβαίνοντας σε ενημερωμένη αξιολόγηση αυτών (Βλ. και Απόφαση του ΕΔΑΔ στην αίτηση αρ. 37201/06, υπόθεση SAADI v. ITALY, ημερ. 28.2.2008, παρ. 128 έως 133).[114]
[….]»
Επομένως, η απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου του αιτητή εξακολουθεί να έχει νομική υπόσταση μιας και αποτελεί ξεχωριστή αυτοτελή διοικητική πράξη με εκτελεστό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ακυρώθηκε η απόφαση επιστροφής σε σχέση με τον Αιτητή δεν οδηγεί αυτόματα στην ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η Αίτηση σε σχέση με το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία και οποιοσδήποτε άλλος ισχυρισμός απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Σχετικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ήτοι την έλλειψη δέουσας έρευνας, κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Στη βάση των πιο πάνω, θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο έχει προβεί σε δέουσα έρευνα και κατά πόσο έχει υποπέσει σε πλάνη με το να μην λάβει υπόψη του ουσιώδη γεγονότα τα οποία επηρέασαν την τελική κρίση του με την απόρριψη της αίτησης του αιτητή.
Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Στο πλαίσιο του εντύπου της αίτησης του για διεθνή προστασία, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων από τη Boko Haram και τους βοσκούς Fulani. Αναφέρθηκε επίσης σε δύο επιθέσεις που έλαβαν χώρα στη Nasarawa, η μεν πρώτη στις 16/4/2018, κατά την οποία δολοφονήθηκαν 32 άτομα, μεταξύ των οποίων και η μητέρα του, και η δεύτερη στις 10/6/2018, κατά την οποία δολοφονήθηκε ο πατέρας του και η μικρή του αδερφή. Ο ίδιος, μοναδικός επιζών της οικογενείας του, διέφυγε με τη βοήθεια ενός αστυνομικού. (ερυθρό 1 Διοικητικού Φακέλου).
Κατά τη προφορική του συνέντευξη ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από τη Nasarawa της Νιγηρίας, τόπο που αποτελεί και το συνήθη τόπο διαμονής στη χώρα καταγωγής του. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε άγαμος, ενώ διατηρεί σχέση με πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την οποία απέκτησαν και ένα τέκνο. Ως προς την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι η μητέρα του και ο θετός του πατέρας δολοφονήθηκαν, ενώ έχει και μια αδερφή, της οποίας τα ίχνη αγνοεί.
Ειδικότερα, ο αιτητής ανέφερε ότι τα προβλήματα ξεκίνησαν περί το 2016, όταν οι Fulani, θέλοντας να ισλαμοποιήσουν όλη τη χώρα, ξεκίνησαν να επιτίθενται καθημερινά στις χριστιανικές κοινότητες, σκοτώνοντας τον κόσμο. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους σκότωσαν έναν πάστορα. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν, σκοτώνοντας και άλλον πάστορα, και απήγαγαν δεκαέξι γυναίκες. Ανέφερε ακόμα, ότι κατά τη διάρκεια μιας άλλης επίθεσης, σκοτώθηκε ένας Fulani, και αφού ο ίδιος με κάποιους φίλους του, τηλεφώνησαν στην αστυνομία, η οποία αρνήθηκε να παρέμβει, μετέφεραν τα πτώματα του πάστορα και ακόμα δύο δολοφονηθέντων, στην αστυνομία. Ύστερα από δύο ημέρες, συνελήφθησαν με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας του πάστορα, και κρατήθηκαν σε κελί για μερικούς μήνες. Κατά τη διάρκεια της κράτησής τους οι Fulani βοσκοί επιτέθηκαν εκ νέου, σκοτώνοντας 200 άτομα, μεταξύ των οποίων η μητέρα του αιτητή και ο πατέρας ενός από τους συγκρατούμενούς του. Ο τελευταίος, αφού του αρνήθηκαν την έξοδο για να θάψει τον πατέρα του, χτύπησε έναν αστυνομικό που τους έφερε το φαγητό, σκοτώνοντάς τον και αφού άνοιξε τις πόρτες από όλα τα κελιά, δραπέτευσαν. Ο αιτητής μετέβη στην πατρική του οικία και αφού διαπίστωσε ότι έχει καταστραφεί, βρήκε καταφύγιο στο χωριό Urumi του Benin. Ελλείψει εφοδίων, επέστρεψε στο τόπο διαμονής του, όπου συναντήθηκε με φιλικό του πρόσωπο από την αστυνομία, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι ο θείος του, αδερφός της μητέρας του, που συνεργαζόταν με την αστυνομία, τους είχε ενημερώσει ότι ο αιτητής δεν ήταν ανάμεσα στα πρόσωπα που είχαν δολοφονηθεί, πως δεν προτίθεται ο αιτητής να του δώσει τα έγγραφα της περιουσίας, ζητώντας τους να κρατήσουν τον αιτητή για δεκαετίες στη φυλακή. Τα εν λόγω έγγραφα, με τα οποία η μητέρα του αιτητή μεταβίβαζε όλη της την περιουσία στον αιτητή, τα είχε καταθέσει η μητέρα του εν έτει 2015 σε τράπεζα, υπό το φόβο της διεκδίκησης της περιουσίας από τον αδερφό της, σε περίπτωση θανάτου της. Εν συνεχεία, ο αιτητής μετέβη στην οικία του θετού του πατέρα, όπου ένας εκτελεστής, σκότωσε τον θετό του πατέρα. Ο ίδιος επέστρεψε στον αστυνομικό, όπου τον ενημέρωσε ότι ο θείος του συνεργάζεται με την αστυνομία, συμβουλεύοντας τον να εγκαταλείψει τη χώρα και δίνοντάς του ένα έγγραφο για να το δώσει σε κάποιον στο Lagos. Κατά τη διαμονή του εκεί, δέχτηκε τηλεφώνημα από το θείο του, ο οποίος τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει.
Ερωτηθείς για το περιστατικό της επίθεσης των Fulani στον πάστορα, απάντησε ότι ήταν παρών μόνο στη δεύτερο περιστατικό, που συνέβη περί τα μέσα του έτους 2017, στην εκκλησία, όταν κατά τη διάρκεια της προσευχής εμφανίστηκαν Fulani βοσκοί, πυροβολώντας τον πάστορα και άλλα δύο πρόσωπα και απαγάγοντας δεκαπέντε, πηγαίνοντας τους στο δάσος. Όταν του ζητήθηκε να τους περιγράψει, δήλωσε ότι ήταν δεκαπέντε άτομα που φορούσαν άσπρα πράγματα στο κεφάλι του, λέγοντας στη γλώσσα τους, ότι η χώρα τους ανήκει και θα τη πάρουν με τη βία. Το περιστατικό διήρκησε περί τη μία ώρα.
Πρόσθεσε ότι λόγω της αδράνειας της αστυνομίας, αποφάσισαν να μεταφέρουν τα πτώματα έξω από το αστυνομικό τμήμα, ως κίνηση έκφρασης του θυμού τους ενάντια στην αστυνομία. Ως προς τον λόγο της κράτησης του, δήλωσε ότι κρατήθηκαν χωρίς λόγο, επειδή ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ένας Fulani, ενώ στη συνέχεια δήλωσε πως η αστυνομία τους ζήτησε να μεταφέρουν πίσω τα πτώματα και αφού αρνήθηκαν, τους συνέλαβε.
Ερωτηθείς σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με τον θείο του, δήλωσε ότι ο τελευταίος ήθελε να κληρονομήσει τη μητέρα του αιτητή, ότι τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν της είχε ζητήσει χρήματα και δεν του τα έδωσε, ότι ο θείος του τον ενόχλησε πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2017, μετά τον θάνατο της μητέρας του, αφού μετέβη στην οικία του και δεν τον βρήκε, του τηλεφώνησε, ζητώντας του τους τίτλους ιδιοκτησίας, ότι συναντήθηκε μαζί του όταν γύρισε πίσω για να θάψει τη μητέρα του και ότι συνεργάζονταν με την αστυνομία. Ερωτηθείς σχετικά με τη συνεργασία του θείου του με την αστυνομία και το κέρδος που θα είχε αν ο αιτητής φυλακίζονταν, δήλωσε ότι δεν το γνωρίζει και ότι ήθελε να κληρονομήσει την περιουσία.
Περαιτέρω, δήλωσε ότι όταν επέστρεψε για τη ταφή της μητέρας του και συναντήθηκε με ένα φίλο που ανήκει στην αστυνομία, ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι τους αναζητούν, λόγω της δολοφονίας του αστυνομικού. Ερωτηθείς αν αναζήτησαν τον ίδιο, απάντησε καταφατικά, δηλώνοντας ότι τον αναζήτησε μια γυναίκα που πουλάει φρούτα. Ως προς την επιστροφή του στη Nasarawa, το διάστημα που ήταν κρυμμένος στο Benin, δήλωσε ότι επέστρεψε δύο φορές, μια για τέσσερις ημέρες περίπου, και μια για δύο μήνες. Ερωτηθείς αν τον αναζήτησε κανείς αυτούς τους δύο μήνες, δήλωσε ότι παρέμεινε για τρεις εβδομάδες.
Ερωτηθείς σχετικά με τη δολοφονία του θετού του πατέρα, δήλωσε ότι δολοφονήθηκε στην πατρική τους οικία ένα με δύο μήνες μετά το θάνατο της μητέρας του, ότι ο ίδιος ήταν παρών, καταφέρνοντας να ξεφύγει από το πίσω μέρος του σπιτιού και ότι ο ίδιος πιστεύει ότι στάλθηκαν από τον θείο του, εξαιτίας των τίτλων ιδιοκτησίας.
Σχετικά με το φόβο επιστροφής του, ο αιτητής αναφέρθηκε αφενός στον θείο του, αφετέρου στις αρχές της χώρας καταγωγής του. Ως προς το πρώτο, δήλωσε ότι φοβάται εξαιτίας του όρκου που πήρε ο θείος του ότι θα τον καταστρέψει, ενώ ερωτηθείς τι τον κάνει να πιστεύει ότι έπειτα από τόσα χρόνια εξακολουθεί να κινδυνεύει από το θείο του, δήλωσε ότι η περιουσία είναι μεγάλη. Ερωτηθείς αν θα μπορούσε να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη για το εν λόγω ζήτημα, δήλωσε ότι στη Νιγηρία, τα δικαστήρια δε λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, καθώς κανείς δεν έχει χρόνο και χρήματα για να πάει την υπόθεσή του δικαστικά, και πως ο μόνος που θα μπορούσε να συνδράμει είναι ο τοπικός άρχοντας, κάτι που εντούτοις απέφυγε ο θείος του. Ως προς το δεύτερο, δήλωσε ότι θα συλληφθεί, λόγω της δολοφονίας που διέπραξε ο συγκρατούμενος του. Ερωτηθείς σχετικά τον τελευταίο και τους υπολοίπους συγκρατούμενους, απάντησε ότι ο συγκεκριμένος εγκατέλειψε τη χώρα του, ενώ ο άλλος συγκρατούμενος του δολοφονήθηκε από την αστυνομία.
Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τα όσα ο αιτητής δήλωσε στη συνέντευξή του, απομόνωσε έξι ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ο δεύτερος αναφορικά με τις επιθέσεις των Fulani βοσκών στους χριστιανούς, με σκοπό την ισλαμοποίηση της χώρας, μια εκ των οποίων και εις βάρος του αιτητή, ο τρίτος σχετικά με τη δολοφονία της μητέρας του κατά τη διάρκεια επιθέσεων των Fulani βοσκών, στη Nasarawa, ο τέταρτος αναφορικά με τη δίμηνη φυλάκιση του αιτητή, λόγω της μεταφοράς έξω από το αστυνομικό τμήμα, του πτώματος του πάτερ, που δολοφονήθηκε από τους Fulani βοσκούς, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απουσία της αστυνομίας στο εν λόγω περιστατικό, ο πέμπτος αναφορικά με την αναζήτηση του από την αστυνομία, λόγω της δολοφονίας αστυνομικού που διέπραξε ο συγκρατούμενος του, και της μετέπειτα διαφυγής τους, και τέλος, ο έκτος αναφορικά με τις απόπειρες του θείου του να τον σκοτώσει ή να τον φυλακίσει, λόγω της επιδίωξης του να αποκτήσει την περιουσία της μητέρας του αιτητή. Αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος ισχυρισμός, ενώ οι υπόλοιποι απερρίφθησαν ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας.
Πιο συγκεκριμένα, ως προς το δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με την επίθεση που δέχτηκε ο ίδιος, στερούνταν επάρκειας πληροφοριών, κάτι που δε συνάδει με το γεγονός ότι εξιστορούνταν ένα περιστατικό που ο ίδιος βίωσε προσωπικά, ενώ χαρακτηρίζονταν από ασάφεια, καθώς δεν ήταν σε θέση να περιγράψει την επίθεση αυτή καθ’ αυτή, να αιτιολογήσει πώς γνώριζε ότι οι θύτες ήταν Fulani και να δώσει περιγραφές των ανθρώπων που του επιτέθηκαν. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την επίθεση που έλαβε χώρα στα μέσα του 2017 και είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία ενός πάστορα, αλλά και την εν γένει δράση των Fulani. Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός σημείωσε την απουσία εγγράφων που αφορούν την καταγγελία της επίθεσης που δέχτηκε στην αστυνομία, αλλά και τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο, αλλά και την απουσία επαρκών πληροφοριών σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα. Περαιτέρω, σημείωσε, ότι το περιστατικό της επίθεσης δεν μπορεί να εντοπιστεί, παραθέτοντας ωστόσο πληροφορίες σχετικές με λοιπές επιθέσεις στην περιοχή, την επίμαχη χρονική περίοδο. Τέλος, σημείωσε ότι από καμία πηγή δεν προκύπτει ως σκοπός των επιθέσεων, η απόρριψη της θρησκείας από τους χριστιανούς. Ενόψει τούτων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Ως προς το τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του αιτητή χαρακτηρίζονται από ασυνέπεια και αντιφάσεις. Ειδικότερα, έκρινε ότι οι δηλώσεις του αναφορικά με το χρόνο θανάτου της μητέρας του ήταν αντιφατικές, αναφερόμενος αρχικά στο έτος 2018, όταν και ο ίδιος ήταν φυλακή, και εν συνεχεία στο έτος 2016 και πως το 2018 ήταν το έτος ταφής της. Περαιτέρω, κρίθηκε, ότι παρά το γεγονός ότι οι εξηγήσεις που παρείχε ο αιτητής σε σχέση με την ανωτέρω διαφοροποίηση, θα μπορούσαν να θεωρηθούν εύλογες, η ασυνέπεια και οι αντιφάσεις σχετικά με το χρόνο δολοφονίας της μητέρας του, το χρόνο της κράτησης του και το χρόνο που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, σημειώθηκε ότι οι ανακρίβειες σχετικά με το χρόνο και τόπο δολοφονίας της μητέρα του, καθιστούν αδύνατη τη σχετική έρευνα, ενώ, ο λειτουργός σημείωσε ότι οι πληροφορίες που παρατέθηκαν στον δεύτερο ισχυρισμό, σχετικά με τις επιθέσεις εις βάρος των χριστιανών, δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού. Ενόψει τούτων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Ως προς το τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής παρείχε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν στη σύλληψή του. Εντούτοις, σημειώθηκε η ασυνέπεια στις δηλώσεις του ως προς τον χρόνο σύλληψής και κράτησης του, μιας και το διάστημα 2 χρόνων θεωρείται από μόνο του αντίφαση. Ως τονίζει ο αρμόδιος λειτουργός, ο αιτητής ρωτήθηκε γι΄αυτό αρκετές φορές, ειδικότερα επειδή κατά το διάστημα της κράτησης του η μητέρα του απεβίωσε, και πάλι δεν κατάφερε να δώσει μια σαφή απάντηση. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, σημειώθηκε η αδυναμία παράθεσης πληροφοριών, ελλείψει συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου. Ενόψει τούτων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Σχετικά με τον πέμπτο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε, αφενός μεν την απόρριψη του τέταρτου ισχυρισμού περί της κράτησης του, επομένως δεν μπορεί να γίνει και αποδεκτός ως αξιόπιστος ότι απέδρασε από την φυλακή και καταζητείται λόγω θανάτου ενός αστυνομικού. Πρόσθετα, ως επισήμανε ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας από μόνο του το γεγονός του θανάτου, η αφήγηση του για την επίθεση του συγκρατούμενου του στον αστυνομικό, ήταν αόριστη και γενική. Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί του ότι καταζητείται, οι απαντήσεις του, ως καταγράφεται, στηρίχθηκαν σε φήμες και ανεπαρκείς πληροφορίες, ο ίδιος υπέθεσε πως οι αστυνομικές αρχές έχουν υπόθεση του. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, σημειώθηκε η απουσία εγγράφων εκ μέρους του αιτητή όπως και η απουσία εξωτερικών πηγών πληροφόρησης που να δεικνύουν ότι καταζητείται. Ενόψει τούτων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Τέλος, ως προς τον έκτο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι οι δηλώσεις του αιτητή βασίζονται σε εικασίες του τελευταίου. Πέραν τούτου, σημείωσε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει ένα συνεπές χρονικό πλαίσιο των συμβάντων που επικαλείται, ενώ οι δηλώσεις του σχετικά με τη συνεργασία της αστυνομίας και του θείου του, έρχονται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του περί ενημέρωσής του ίδιου από την αστυνομία. Όσον αφορά δε τις δηλώσεις του περί δολοφονίας του πατέρα του, βασίζονται σε εικασίες, ενώ δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, σημειώθηκε η απουσία εγγράφων σε σχέση με τους τίτλους ιδιοκτησίας, καθώς και η αδυναμία εύρεσης πηγών σχετικά με τη δολοφονία του θετού πατέρα του αιτητή. Ενόψει τούτων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Με βάση τα ως άνω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο Αιτητής, να υποστεί μεταχείριση η οποία να συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Nasarawa.
Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι, με βάση τις δηλώσεις του αιτητή, το προσωπικό του προφίλ και την εκτίμηση ενδεχόμενης ύπαρξης κινδύνου, συνάγεται ότι κανένας φόβος δίωξης δεν καθορίστηκε με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, άρθρο 2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/EE και το άρθρο 3(1) των περί Προσφύγων Νόμου για να του παραχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς.
Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε επίσης ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως ο Αιτητής κατά την επιστροφή στη Νιγηρία, δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας όπως ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με το άρθρο 15 (β) της Οδηγίας. Όσον αφορά το άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας και λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στη Νιγηρία που είναι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην Nasarawa, δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Συνεπώς, ο αρμόδιος λειτουργός Ασύλου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.
Στο σημείο αυτό θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός υπέπεσε σε πολλές ανακρίβειες και αντιφάσεις, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του.
Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του αιτητή αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξή του στη χώρα καταγωγής του επί τη βάσει του ισχυρισμού περί στοχοποίησης του από τους Fulani βοσκούς, λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, της στοχοποίησης από τις αρχές του κράτους καταγωγής του και την στοχοποίηση από τον θείο του, στερούνται αξιοπιστίας, δεδομένων των αντιφάσεων στις δηλώσεις του αιτητή και την αδυναμία του να παρουσιάσει κατά τρόπο σαφή, με επάρκεια πληροφοριών και βιωματικότητα τα εν λόγω περιστατικά, χωρίς να προκύπτουν λόγοι που να το δικαιολογούν.
Πιο συγκεκριμένα, και όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, περί των επιθέσεων των Fulani ενάντια στους Χριστιανούς στο τόπο διαμονής του αλλά και της προσωπικής επίθεσης που δέχτηκε ο ίδιος, οι δηλώσεις του αιτητή υπήρξαν γενικόλογες και αόριστες χωρίς την ευλόγως αναμενόμενη επάρκεια πληροφοριών, δεδομένου ότι κατά δήλωσή του, βίωσε προσωπικώς μία επίθεση και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε επόμενη επίθεση. Ειδικότερα, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις που του τέθηκαν να περιγράψει τους θύτες των επιθέσεων, ιδίως της επίθεσης που δέχτηκε προσωπικώς, να παρουσιάσει επαρκείς πληροφορίες και βιωματικά στοιχεία για τις στιγμές των επιθέσεων και τα όσα επακολούθησαν, υπήρξε αρκετά ασαφής σχετικά με τον τρόπο που αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για Fulani. Παρομοίως, οι δηλώσεις του σχετικά με την καταγγελία της προσωπικής επίθεσης που δέχτηκε, αλλά και της απροθυμίας των αρχών να διερευνήσουν την υπόθεση, χαρακτηρίζονται από ασάφεια και αοριστία. Εξ άλλου, ούτε από την έρευνα που πραγματοποίησε το Δικαστήριο, αλλά ούτε από το υπόλοιπο προαναφερθέν υλικό, μπόρεσε να εντοπισθούν πληροφορίες σχετικά με την προσωπική επίθεση που δέχτηκε ο αιτητής, αλλά και την επίθεση των Fulani στην εκκλησία. Συνεπώς, ορθώς απερρίφθη ο ισχυρισμός ως μη αξιόπιστος.
Εξίσου και με τον τρίτο ισχυρισμό του αιτητή, σχετικά με τη δολοφονία της μητέρας του κατά τη διάρκεια επιθέσεων των Fulani, οι δηλώσεις του αιτητή υπήρξαν ασαφείς και αόριστες, ενώ κατά το μεγαλύτερο μέρος τους χαρακτηρίζονται από ασυνέπεια. Ειδικότερα ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες δολοφονίας της μητέρας του, αναφερόμενος γενικώς σε μία επίθεση των Fulani κατά το 2016. Εξάλλου, ο αιτητής υπέπεσε σε πολλές αντιφάσεις ως προς την ημερομηνία της δολοφονίας, αναφερόμενος τόσο στο 2016 όσο και στο 2018. Οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με το χρονικό πλαίσιο της δολοφονίας της μητέρας του, έρχονται σε ασυνέπεια με τις δηλώσεις του περί της επίθεσης που τον οδήγησε στη φυλακή. Πιο συγκεκριμένα, ο αιτητής αφενός μεν δήλωσε ότι η επίθεση των Fulani στην εκκλησία, που είχε ως αποτέλεσμα τη φυλάκιση του, έλαβε χώρα περί τα μέσα του έτους 2017, δηλώνοντας πως η δολοφονία της μητέρας του συντελέστηκε, όταν ο ίδιος βρισκόταν στη φυλακή, ενώ σε άλλο σημείο δήλωσε πως η μητέρα του δολοφονήθηκε το 2016. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, κατόπιν έρευνας του Δικαστηρίου, δεν προέκυψαν πηγές που να σχετίζονται με το εν λόγω γεγονός. Συνεπώς, ορθώς οι Καθ’ ων αξιολόγησαν τον ισχυρισμό, ως μη αξιόπιστο.
Όσον αφορά τον τέταρτο ισχυρισμό, σχετικά με τη δίμηνη κράτηση του, λόγω της μεταφοράς των δολοφονηθέντων έξω από το αστυνομικό τμήμα, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αδράνεια της αστυνομίας, σημειώνεται ότι οι δηλώσεις του αιτητή χαρακτηρίζονταν από ασάφεια ως προς το χρόνο που έλαβε χώρα το γεγονός. Περαιτέρω, κρίνεται ότι οι εξηγήσεις που παρείχε ο αιτητής ως προς του λόγους σύλληψης του, δεν κρίνονται ευλογοφανείς, δεδομένου ότι αφενός δήλωσε ότι ενημέρωσαν την αστυνομία για την επίθεση που δέχτηκαν από Fulani βοσκούς, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία μεταξύ άλλων και του ιερέα, και πως η αστυνομία δεν προέβη σε κάποια ενέργεια, δεδομένου ότι θύτες ήταν Fulani βοσκοί, ενώ στη συνέχεια δήλωσε ότι κρατήθηκαν με τη κατηγορία της δολοφονίας του ιερέα. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, όπως εξετάστηκε και στον τρίτο ισχυρισμό, δεν προκύπτουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τις επιθέσεις που επικαλείται ο αιτητής. Συνεπώς, ορθά οι Καθ’ ων αξιολόγησαν τον ισχυρισμό, ως μη αξιόπιστο.
Ομοίως, οι δηλώσεις του αιτητή που αφορούν τον πέμπτο ισχυρισμό του, ήτοι το ότι αναζητείται από τις αρχές της χώρα καταγωγής του, λόγω της δολοφονίας που φέρεται να τέλεσε συγκρατούμενος του εις βάρος αστυνομικού και την δραπέτευση τους από τις φυλακές, χαρακτηρίζονται στο σύνολο τους από ασάφεια και γενικότητα, χωρίς την ευλόγως αναμενόμενη επάρκεια λεπτομερειών, δεδομένου του γεγονότος ότι ο αιτητής υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του εν λόγω γεγονότος. Παρά τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες για τις συνθήκες της δολοφονίας, αλλά και τις στιγμές που ακολούθησαν, ενώ παρατηρείται παντελής έλλειψη βιωματικών στοιχειών. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, από την έρευνα που πραγματοποίησε το δικαστήριο δεν προέκυψαν πληροφορίες που να σχετίζονται με το εν λόγω γεγονός. Συνεπώς, ορθώς οι Καθ’ ων αξιολόγησαν τον ισχυρισμό, ως μη αξιόπιστο.
Ως προς τον έκτο ισχυρισμό του Αιτητή περί στοχοποίησης του από τον θείο του, λόγω περιουσιακών διαφορών, σημειώνεται ότι οι δηλώσεις του αιτητή χαρακτηρίζονται από ασάφεια και χρονική και λογική ανακολουθία. Πιο συγκεκριμένα, το χρονικό πλαίσιο που επικαλέστηκε ο αιτητής έρχεται σε ανακολουθία με τους λοιπούς ισχυρισμούς του, και ιδίως του χρονικού σημείου δολοφονίας της μητέρας του και της απόδρασής του από τη φυλακή και δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά, με τρόπο σαφή, την εξέλιξη των συμβάντων. Εξίσου, και ως προς την επίθεση που δέχτηκε, που είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του πατέρα του, υπάρχει ασάφεια ως προς το χρονικό πλαίσιο. Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την επίθεση και τον τρόπο που ίδιος δραπέτευσε, παραπέμποντας σε πρόσωπο που δεν εξιστορείται ιδία βιώματα. Ασαφής υπήρξε και ως προς του θύτες της επίθεσης, αλλά και τις σύνδεσης τους με τον θείο του. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, σημειώνεται ότι δεν ανευρέθησαν πληροφορίες που να σχετίζεται με τον εν λόγω ισχυρισμό. Συνεπώς, ορθώς οι Καθ’ ων αξιολόγησαν τον ισχυρισμό, ως μη αξιόπιστο.
Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πόλη Nasarawa της Νιγηρίας, τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή.
Σύμφωνα δε με το RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μιας πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των συγκρούσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη-διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ ISWAP και Boko Haram[2].
Όσον αφορά την πολιτεία Nasarawa, για σκοπούς πληρότητας της έρευνας, παραθέτω αριθμητικά δεδομένα επί των περιστατικών ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης τις 19/09/2025), καταγράφηκαν 58 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/ απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 56 θάνατοι. Στην πόλη Nasarawa, κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, δεν καταγράφηκαν περιστατικά ασφαλείας.[3]
Δεδομένου ότι βάσει εκτίμησης του 2022, ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Nasarawa, ανέρχεται σε 2,886,000 κατοίκους[4] και της πόλης Nasarawa στους 289,000[5] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο συνήθους διαμονής του.
To ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από το γεγονός ότι με βάσει το συγκριτικό χάρτη που αναφέρεται στο Σημείωμα Καθοδήγησης της EUAA για τη Νιγηρία το 2021, η πολιτεία Nasarawa, εντάσσεται στις πολιτείες επί τις οποίες ένας άμαχος δεν αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο να επηρεαστεί κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[6], εν προκειμένω του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Κατά συνέπεια, η πολιτεία Nasarawa, δεν φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας οι οποίες πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε νομολογιακά στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[7]. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψιν και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, διαπιστώνω ότι απουσιάζουν ιδιαίτερες επιβαρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι ο αιτητής συνιστά ενήλικα, υγιή, αρτιμελή άνδρα, διαθέτον μορφωτικό επίπεδο. Συμπερασματικά, δεν κρίνω ότι ανακύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Nasarawa.
Εν τέλει, σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, έκδωσε στις 30/05/2025 την Κ.Δ.Π 145/2025 όπου καθόρισε τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η Νιγηρία. Ο αιτητής στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις(6).
Θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν διαπιστώνω παραβίαση του άρθρου 26 του Ν. 158 (ι)/1999. Εν αντιθέσει, στην βάση των σχετικών με τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας διατάξεων, παρατηρώ ότι στην σχετική Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού όσο και στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση αναφέρονται επαρκώς οι λόγοι, νομικοί και πραγματικοί, για τους οποίους απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση ασύλου. Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή για πλάνη περί τα πράγματα, δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης δια της παρούσης πράξης στο οποίο να εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα σύμφωνα με το άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο Ν. 158 (Ι)/1999 και συνεπεία της οποίας η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα συνεπεία τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων. Οι καθ' ων η αίτηση υπήγαγαν τα γεγονότα του Αιτητή στις σχετικές διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και η κρίση τους είναι ορθή. Συνακόλουθα, ουδεμία πλάνη διαπιστώνεται εν προκειμένω και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του Αιτητή επίσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέας στην υπόθεση του ΔΕΕ C – 156/23 [Ararat] < https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=286163&pageIndex=0&doclang=el&mode=req&dir=&occ=first&part=1>.
[2] RULAC, 'Non-International Armed Conflicts in Nigeria', τελευταία ενημέρωση: 02/03/2023, διαθέσιμο σε:https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria#collapse2accord [ημερομηνία πρόσβασης 21/09/2025]
[3] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Guinea, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 30/09/2025)
Οι πληροφορίες για την πόλη Nasarawa εντοπίστηκαν από το διαδραστικό χάρτη στην εν λόγω πλατφόρμα.
[4] City-Population, Nasarawa διαθέσιμο σε https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA026__nasarawa/ (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 30/09/2025).
[5] City Population, Nasarawa (town), διαθέσιμο σε https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/nasarawa/NGA026009__nasarawa/ (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 30/09/2025).
[6] EUAA, Country Guidance, Nigeria, 2021, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf, σελ. 32, [Ημερομηνία Πρόσβαησς: 05/10/2025]
[7] Βλ. Απόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλ. σκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο