ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.Τ207/25
27 Οκτωβρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κ. Η.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Κ. Σταύρου & Α. Πλιάκα, Δικηγόροι για τον αιτητή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία κοινοποιήθηκε στις 17/04/25, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και «απόφαση […] που να διατάσσει τους καθ’ ων η αίτηση να επανεξετάσουν το αίτημα του [..] για να του παραχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα […] και/ή να λάβει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας» (Αιτητικό Β) και «δήλωση του […] Δικαστηρίου ότι η απόφαση […] επιστροφής του αιτητή στο Καμερούν είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερούμενη νομικού αποτελέσματος» (Αιτητικό Γ), και έκδοση «νέας εκτελεστής απόφασης […] επί της ουσίας […] η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση» (Αιτητικό Δ).
Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φάκελου, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 14/03/19 και υπέβαλε 1η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 15/03/19 (ερ.3-5, 38).
Στις 27/07/22 έγινε συνέντευξη στον αιτητή από τους καθ’ ων η αίτηση, προς εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.29-38), μετά δε τη συνέντευξη, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση και στις 14/09/22 η 1η αίτηση διεθνούς προστασίας, απορρίφθηκε (ερ.58-66).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε δια χειρός στις 16/12/22, στην αγγλική γλώσσα, που είναι η γλώσσα στην οποία έγινε η συνέντευξη και στην οποία ο ίδιος συμπλήρωσε την αίτηση διεθνούς προστασίας (ερ.69-70).
Κατά της ων άνω απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.134/23, που απορρίφθηκε στις 30/06/23, με αιτιολογημένη απόφαση (ερ.78-79), η οποία δημοσιεύθηκε. [1]
Στις 12/12/24 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία απορρίφθηκε στις 31/01/25 ως απαράδεκτη στη βάση των άρθρων 16 (Δ) και 12Β Τετράκις του Νόμου (ερ.80-97, 108-112). Έπειτα ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή, η οποία του δόθηκε δια χειρός στις 17/04/25 στην αγγλική γλώσσα (ερ.113).
Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής λόγω των συγκρούσεων μεταξύ αυτονομιστών και στρατού.
Στη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι έχει φοιτήσει σε σχολείο μέχρι 23 χρονών, δεν έχει όμως ολοκληρώσει τη φοίτηση του, ομιλεί αγγλικά και (όχι και τόσο καλά) γαλλικά, είναι άγαμος, άτεκνος, ο πατέρας του απεβίωσε «πριν τρία χρόνια», η μητέρα του ζει αλλά δεν γνωρίζει που είναι, καθώς - ως ανέφερε – μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον οποίον κατηγόρησαν ότι δίνει πληροφορίες στον στρατό (επειδή, ως εξήγησε, οι γονείς του είναι από τις γαλλόφωνες περιοχές και διέμεναν στις αγγλόφωνες περιοχές). O αιτητής έφυγε από την γενέτειρα του (Mutengene) και μετεγκαταστάθηκε στην Kumba, όπου διέμενε για 3 χρόνια, μέχρι που έφυγε από το Καμερούν. Ερωτώμενος για την κατάσταση της υγείας του ο αιτητής ανέφερε ότι είναι καλά, όμως έχει Ηπατίτιδα Β, που «δεν έχει φύγει ακόμα», εντούτοις δεν χρήζει φαρμακευτικής αγωγής, καθότι (τότε) ήταν καλά και παρακολουθείται ανά εξάμηνο.
Ερωτώμενος για τους λόγους που έφυγε από το Καμερούν ο αιτητής ανέφερε ότι οι γονείς του κατάγονται από τις αγγλόφωνες περιοχές και, όταν ο ίδιος ήταν στην Kumba και οι γονείς του στο Mutengene, κατηγόρησαν τον πατέρα του ότι δίνει πληροφορίες στον στρατό και έτσι, μια μέρα, η μητέρα του τηλεφώνησε στον αιτητή κλαίγοντας και του είπε ότι πατέρας του είναι νεκρός. Όταν την ρώτησε τη έγινε αυτή του απάντησε ότι η ίδια πήγε «κάπου να πιάσει κάτι» και όταν επέστρεψε βρήκε τον πατέρα του αιτητή ξαπλωμένο στο έδαφος και είχε ακούσει ένα πυροβολισμό και τις υποσχέθηκαν ότι θα σκοτώσουν όλη την οικογένεια (περιλαμβανομένου του αιτητή) και αυτός φοβήθηκε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του (στην Kumba) από το σχολείο ο αιτητής βρήκε την πόρτα του ανοιχτή και τα πράγματα του σκορπισμένα και «κάποιος [του] είπε ότι μια ομάδα ανδρών μπήκε στο σπίτι» του. Τότε ένας φίλος της μητέρας του είπε στον αιτητή ότι μπορεί να πάει στην Κύπρο και να αιτηθεί προστασία και ένα άτομο τον βοήθησε να έρθει εδώ. Ερωτώμενος για τον πατέρα του ο αιτητής επαναλάμβανε τα ως άνω, χωρίς να δίνει περαιτέρω στοιχεία ή λεπτομέρειες. Ερωτώμενος τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν ο αιτητής ανέφερε ότι ο στρατός σκοτώνει νεαρά άτομα και οι αποσχιστές τον αναζητούν, λόγω του πατέρα του. Ερωτώμενος αν μπορεί να επιστρέψει και να μείνει σε κάποιο άλλο μέρος της χώρας ο αιτητής απάντησε καταφατικά, όμως, ως ανέφερε, θα μπορούν να τον αναζητήσουν και εκεί.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή στην αίτηση και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Προφίλ, τόπος διαμονής και χώρα καταγωγής του αιτητή
2. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε από πυροβολισμό το 2019 στο Mutengene
Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος ισχυρισμός, απορρίφθηκε δε ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός ως αναξιόπιστος.
Επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, κρίθηκε ότι οι σχετικές δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν συγκεκριμένες και στερούνταν αναμενόμενων λεπτομερειών. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν μπορούσε να προσδιορίζει πότε σκοτώθηκε ο πατέρας του, δηλώνοντας ότι δεν θυμάται ημερομηνία, αλλά ήταν πριν από 3 έτη. Κληθείς να εξηγήσει τον λόγο που πυροβολήθηκε ο πατέρας του, δήλωσε ότι κατηγορήθηκε ότι έδινε πληροφορίες στον στρατό επειδή καταγόταν από τη γαλλόφωνη περιοχή, αλλά δεν παρείχε λεπτομέρειες σχετικά με το είδος των πληροφοριών που παρείχε και σε ποιον ακριβώς. Ερωτηθείς εάν ο πατέρας του παρείχε τέτοιες πληροφορίες ο αιτητής και πάλι δεν ήταν σε θέση να αναφέρει κάτι περαιτέρω και – τελικά - δεν παρείχε λεπτομέρειες σχετικά με το ποιος συγκεκριμένα πυροβόλησε τον πατέρα του και πως. Πέραν των ως άνω ο αιτητής δήλωσε ότι μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία του πατέρα του διαπίστωσε ότι κάποιος εισέβαλε στο δωμάτιό του στην Kumba και σκόρπισε τα πράγματά του, αλλά δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ποιος το έκανε και για ποιους λόγους, δηλώνοντας γενικά και αόριστα ότι ήταν μοναχοπαίδι του πατέρα του. Στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής συνοχής του ως άνω ισχυρισμού οι καθ’ ων η αίτηση ανέτρεξαν σε διαθέσιμες πληροφορίες, οι οποίες και έκαναν λόγω για μια έκρυθμη κατάσταση με συνεχείς συγκρούσεις του στρατού και των αυτονομιστών στα πλαίσια της αγγλόφωνης κρίσεις και συχνές απώλειες αμάχων, όμως, δεδομένης της ελλείψεως εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Ακολούθως, ανατρέχοντας σε αξιόπιστες πηγές και αξιολογώντας το προφίλ του αιτητή σε συνάρτηση με πληροφορίες (ΠΧΚ) για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στα πλαίσια των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα στις αγγλόφωνες περιοχές αλλά και τον τόπο διαμονής του (ορίστηκε το Mutengene), οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίστανται ανάγκες διεθνούς προστασίας και γι’ αυτό απέρριψαν την 1η αίτηση ασύλου ως αβάσιμη και εξέδωσαν απόφαση επιστροφής.
Στα πλαίσια της προσφυγής αρ.134/23, η ως άνω απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είχε κριθεί ως ορθή και συνεπώς η προσφυγή απορρίφθηκε.
Στα πλαίσια της εδώ επίδικης μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής καταγράφει ότι για ένα χρόνο (τότε) η κόρη του πήγε στη Γερμανία με την μητέρα της και δεν έχουν επιστρέψει και την τελευταία φορά που έχει μιλήσει με την μητέρα της του έχει αναφέρει ότι λαμβάνει μακροχρόνια θεραπεία, για την οποία δεν υπάρχει τέτοιος ειδικός στη Δημοκρατία. Τέλος ο αιτητής ανέφερε ότι (τότε – 12/12/24) είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που έμαθε νέα για την κόρη του για τελευταία φορά και επισυνάπτει το σχετικό πιστοποιητικό γέννησης της κόρης του (ερ.82 – όπου αναφέρεται ο ίδιος ως πατέρας της) και άλλα έγγραφα, εκ των οποίων (ερ.83-88) προκύπτει ότι η κόρη του αιτητή παραπέμφθηκε επειγόντως στη Γερμανία για νοσηλεία περί τις 10/03/23.
Η συνήγορος του, τοποθετούμενη προφορικά κατά την ακρόαση, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι ο αιτητής πάσχει από Ηπατίτιδα Β, παραπέμποντας στα ερ.2 και 36, το οποίο δεν εξετάστηκε, δεν λήφθηκε υπόψη ότι, σύμφωνα με τα όσα οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στα ερ.60-62, οι αποσχιστές δρουν στο Mutengene και καταγράφονται συγκρούσεις και αδιάκριτη βία και, τέλος, σημείωσε ότι ο αιτητής έχει ένα παιδί που βρίσκεται στη Γερμανία και θα πρέπει λοιπόν στα πλαίσια της παρούσης να εξεταστεί και το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου αυτού.
Προχωρώ σε εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων.
Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης, αυτό που ερευνάται είναι το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000)] και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, προχωρά σε εξέταση του κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον/στην αιτητής διεθνούς προστασίας […]» [αρ.16Δ (3) (β) (i)] και του κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i)], [βλ. και αρ.40 (2),(3) και (4) Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Συνεπώς ο σκοπός της προκαταρτικής εξέτασης, η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα, ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.
Στην απόφαση στην υπ. C-921/19, LH ν. Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημ.10/06/21, του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) λέχθηκαν τα εξής:
«34. Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35. Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36. Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37. Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38. Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Στο αρ.16Δ (2) & (3) (β) του Νόμου αναφέρεται ρητώς ότι «[σε] περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν […] νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον […] [τα] εν λόγω στοιχεία […] αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας».
Στο αρ.40 (3) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, την μεταφορά του οποίου στην εθνική νομοθεσία συνιστά το επίδικο αρ.16Δ του Νόμου, αναφέρεται ότι «[εάν] η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.»
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. αρ. C-563/22, SN, LN v. Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημ.13/06/24, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ’ εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50].»
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. C-18/20, XY v. Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ημ.09/09/21, λέχθηκαν τα εξής:
«52. Όπως δε αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 68 των προτάσεών του, η πρώτη από τις ως άνω προϋποθέσεις αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, κατά την οποία τα νέα στοιχεία ή πορίσματα πρέπει να «αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 , ενώ η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 69 του AVG αντιστοιχεί στη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη με το άρθρο 40, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής «να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του […] άρθρου [40] κατά την προηγούμενη διαδικασία». »
Εκ των ως άνω, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ, καθίσταται σαφές ότι η εξέταση του κατά πόσο δια των νέων στοιχείων ή και εγγράφων που προσκομίζονται στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας και της υπαιτιότητας του αιτητή στην μη προηγούμενη προσκόμιση τους, περιλαμβάνεται στην προκαταρτική εξέταση (C-921/19 - 2ο στάδιο εξέτασης επί του παραδεκτού) και μόνο όταν πληρούνται αμφότερες οι ως άνω τιθέμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις, ήτοι όταν κρίνεται ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία που αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας και ότι η μη προηγούμενη προσκόμιση τους δεν είναι εξ υπαιτιότητας του αιτητή, η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται παραδεκτή και εξετάζεται επί της ουσίας αυτής. Στα πλαίσια δε της εξέτασης του παραδεκτού δεν είναι απαραίτητη η κλήση του αιτητή σε συνέντευξη.
Από τα ενώπιον μου στοιχειά, ως ανωτέρω αναφέρονται, θα συμφωνήσω με την επί της επίδικης μεταγενέστερης αιτήσεως κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί του παραδεκτού, ως αυτή καταγράφεται στην επίδικη έκθεση, όχι όμως, ως θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω, με το σύνολο των επιμέρους ευρημάτων τους.
Κατ’ αρχήν παρατηρώ ότι εκ των εγγράφων τα οποία ο αιτητής προσκόμισε και τα όσα επί της επίδικης αιτήσεως καταγράφει προκύπτει ότι αυτός έχει μια κόρη, γεννηθείσα στη Δημοκρατία τον Φεβρουάριο 2023, η οποία παραπέμφθηκε τον Μάρτιο 2023, μαζί με την μητέρα της, στη Γερμανία, για να λάβει θεραπεία και για να υποβληθεί σε εγχείρηση σε νευροχειρουργική κλινική (ερ.81-83).
Επί του ζητήματος, στην πολύ πρόσφατη απόφαση μου στην προσφυγή αρ.197/23, C. M. J. ν Δημοκρατίας, ημ.09/10/25, ανέφερα τα εξής, τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής και εν προκειμένω.
«Η ύπαρξη βεβαίως του ανήλικο τέκνου του αιτητή δημιουργεί βεβαίως ζήτημα βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου αυτού και συνεπώς θα πρέπει να εξεταστεί πως επηρεάζεται υπό τις περιστάσεις εκάστης περίπτωσης. Ως λέχθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ C-112/20, M. A., ημ.11/03/21, « […] τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού πριν εκδώσουν απόφαση περί επιστροφής, συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου, ακόμη και όταν ο αποδέκτης της αποφάσεως αυτής δεν είναι ένας ανήλικος, αλλά ο πατέρας του ανηλίκου αυτού. ». Στην ίδια απόφαση λέχθηκε περαιτέρω, στη σκέψη 27, ότι «για την εκτίμηση αυτή είναι μεν κρίσιμη η περίσταση ότι ο έτερος γονέας του παιδιού είναι όντως ικανός και διατεθειμένος να αναλάβει μόνος την καθημερινή και πραγματική φροντίδα του παιδιού, αλλά το στοιχείο αυτό δεν επαρκεί αφ' εαυτού για να κριθεί ότι δεν υφίσταται, μεταξύ του γονέα που είναι υπήκοος τρίτης χώρας και του παιδιού, σχέση εξαρτήσεως τέτοιου είδους ώστε το παιδί να είναι αναγκασμένο να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης αν δεν αναγνωρισθεί δικαίωμα διαμονής στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας. Πράγματι, μια τέτοια διαπίστωση πρέπει να στηρίζεται στη συνεκτίμηση, προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε της ηλικίας του παιδιού, της σωματικής και συναισθηματικής του αναπτύξεως, της εντάσεως του συναισθηματικού του δεσμού με καθέναν από τους γονείς του, καθώς και του κινδύνου που θα συνεπαγόταν για την ισορροπία του παιδιού ο αποχωρισμός του από τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, Chavez-Vilchez κ.λπ., C 133/15, EU:C:2017:354, σκέψεις 70 και 71). [.].».
Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε και στην πιο πρόσφατη απόφαση στη C‑484/22, G. S., ημ.15/02/23 και είχε υιοθετηθεί και προ πολλού από το ΕΔΑΔ στην απόφαση του στην υπόθεση αρ.56811/00, Amrollahi v. Denmark, ημ.11/07/02. Οι ως άνω αποφάσεις του ΔΕΕ και του ΕΔΑΔ αναφέρονται στην ανάγκη εξέτασης, η μεν υπό το πρίσμα του αρ.24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης) αφενός και του αρ.8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αφετέρου, του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου κατά την έκδοση απόφασης επιστροφής, είτε κατά του ιδίου του ανήλικου είτε κατά των γονέων αυτού.
Στην αιτιολογική σκέψη 18 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, αναφέρεται ότι το «μείζον συμφέρον του παιδιού θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού. Κατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη τους την αρχή της οικογενειακής ενότητας, την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, ζητήματα ασφάλειας και προστασίας και τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του.»»
Εν προκειμένω ουδέν στοιχείο ετέθη ενώπιον μου, πέραν όσων πιο πάνω αναφέρω, και συνεπώς δεν είναι γνωστό με ποιο καθεστώς βρίσκεται η μητέρα του ανήλικου τέκνου του αιτητή στη Δημοκρατία και από που κατάγεται αυτή. Από τα ενώπιον μου στοιχεία όμως θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μεταξύ του αιτητή και της ανήλικης κόρης του, με δεδομένο ότι αυτή – λίγο μετά τη γέννηση της – μετέβη στη Γερμανία για να λάβει θεραπεία με την μητέρα της, ο αιτητής δε έχει πέραν του ενός έτους (από τις 12/12/24, όταν υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση) να μάθει νέα τους, ότι δεν υπήρχε ο χρόνος προκειμένου να μπορεί να γίνει λόγος για ανάπτυξη οικογενειακού ή συναισθηματικού δεσμού, εκ του οποίου – σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις αποφάσεις ΔΕΕ και ΕΔΑΔ που αναφέρω πιο πάνω - θα μπορούσε να γίνει λόγος για στάθμιση των βέλτιστων συμφερόντων της ανήλικης κόρης του αιτητή σ’ αυτή τη βάση, ότι δηλαδή, λόγω επιστροφής του αιτητή στο Καμερούν, θα διαρρηχθεί αυτός ο δεσμός. Σημειώνω εδώ ότι όλες οι ως άνω αποφάσεις των ΔΕΕ και ΕΔΑΔ εξετάστηκαν υπό το πρίσμα της οικογενειακής ζωής, σε συνάρτηση με το αρ.7 του Χάρτη και αρ.8 της ΕΣΔΑ, ώστε να αξιολογηθεί σε εκάστη περίπτωση η ένταση «του συναισθηματικού του δεσμού με καθέναν από τους γονείς του, καθώς και του κινδύνου που θα συνεπαγόταν για την ισορροπία του παιδιού ο αποχωρισμός του από τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας» (βλ. C-112/20, ΔΕΕ, πιο πάνω). Εν προκειμένω ουδέν περί τούτου στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον μου. Τουναντίον, εκ των ενώπιον μου στοιχείων, δεν φαίνεται να έχουν υπάρξει, εκ των πραγμάτων, λόγω του ελάχιστου χρόνου που συνυπήρξε ο αιτητής και η ανήλικη κόρη του στη Δημοκρατία (λιγότερο από ένας μήνας) και της επί μακρόν μη επικοινωνίας του αιτητή με την κόρη του και την μητέρα αυτής, οι συνθήκες προκειμένου να αναπτυχθεί ένας τέτοιος δεσμός. Ούτε έχει τεθεί κάποιο στοιχείο που να δεικνύει με τι καθεστώς η ανήλικη κόρη του αιτητή και η μητέρα της βρίσκονταν στη Δημοκρατία, λαμβανομένου υπόψη του ότι για να γίνει λόγος για διάρρηξη δια του όποιου οικογενειακού δεσμού με την επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής του θα πρέπει – εκ των πραγμάτων – ο έτερος γονιός και το τέκνο να έχουν δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία.
Αναφορικά τώρα με το ότι ο αιτητής είναι φορέας Ηπατίτιδας Β σημειώνω ότι αυτό ήταν εις γνώση των καθ’ ων η αίτηση ήδη από την 1η αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, κατά της απόφασης επί της οποίας καταχώρησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε. Συνεπώς αυτό δεν αποτελεί νέο στοιχείο στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης. Άλλωστε ουδέν σχετικώς καταγράφει ο αιτητής στην επίδικη αίτηση.
Σε κάθε περίπτωση αξίζει να σημειωθούν σχετικώς τα εξής.
Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας στα πλαίσια της συμπληρωματικής προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:
«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M’Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 (2) (β) βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο λόγων υγείας (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, ημ.18/12/14).
Εδώ ελλείπει το απαιτούμενο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης» (δεδομένου ότι ουδέν λέχθηκε σχετικώς) και - κατ’ επέκταση - ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση των λόγων υγείας που αφορούν τον αιτητή.
Προχωρώ με εξέταση στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης (βλ. αρ.3 ΕΣΔΑ), μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη».
Στη σχετική αυθεντία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Paposhvili v. Belgium, app. no.41738/10, Grand Chamber, ημ.13/12/16, λέχθηκαν τα εξής.
«181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.
[…]
183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.
[…]
188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State. »
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία ενός αιτητή, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη συνδρομής τους, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του [«although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy.» (βλ. Paposhvili, ανωτέρω)].
Ουδέν στοιχείο ετέθη ενώπιον μου εν προκειμένω που να θέτει την περίπτωση του αιτητή εντός των πλαισίων που θέτει η ως άνω νομολογία του ΕΔΑΔ, ήτοι να δεικνύει ότι πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής να απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του. Άλλωστε το μόνο στοιχείο που υπάρχει στο φάκελο είναι ότι, σύμφωνα με τον ίδιο τον αιτητή, αυτός ήταν καλά κατά τον χρόνο της συνέντευξης και δεν έχρηζε ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (ερ.36), παρά μόνο παρακολούθησης. Ουδέν περαιτέρω προσκομίσθηκε που να ανατρέπει τα ως άνω.
Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου απομένει λοιπόν μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Mutengene, SW) σε επικαιροποιημένη βάση, δεδομένων και των περί τούτου αναφορών της συνηγόρου του αιτητή κατά την προφορική της τοποθέτηση στα πλαίσια της παρούσης.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED για τη χρονική περίοδο 23/05/24 – 23/05/25 στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, όπου ανήκει το Mutengene, καταγράφηκαν 550 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 548 ανθρώπινες απώλειες. Πρόκειται συγκεκριμένα για 314 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 111 απώλειες), 14 εξεγέρσεις (με 2 απώλειες), 12 διαμαρτυρίες (χωρίς απώλειες), 194 μάχες (με 417 απώλειες) και 16 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (με 18 απώλειες).[2] Σύμφωνα με την ίδια πηγή για το ως άνω χρονικό διάστημα, στη περιοχή Mutengene καταγράφηκαν συνολικά 3 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψε 1 ανθρώπινη απώλεια. Πρόκειται συγκεκριμένα για 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων (χωρίς απώλεια), 1 εξέγερση (χωρίς απώλειες) και 1 μάχη (με 1 απώλεια).[3] Ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν σύμφωνα ανέρχεται περί το 1 ½ εκατομμύριο κατοίκων.[4] Ο πληθυσμός της περιοχής Mutengene ανέρχεται περί τις 60.000 κατοίκων.[5]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[6] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένου του ότι δεν εξετάστηκε στην ορθή του διάσταση και σε όλη του την έκταση το ζήτημα που αφορά την ανήλικη κόρη του αιτητή, εκ του οποίου δεικνύεται θεωρώ ελλιπής αιτιολόγηση της επίδικης εδώ απόφασης, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Υπ. αρ.134/23, K.Η. v. Δημοκρατίας, ημ.30/06/23: https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/administrativeIP/2023/202306-134-23.html
[2]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians/ Explosions/Remote violence/Riots/Protests) DATE RANGE: 23/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud - Ouest) [ημερομηνία πρόσβασης 28/05/2025]
[3] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians/ Explosions/Remote violence /Riots/Protests) DATE RANGE: 23/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest, Location: Mutengene) [ημερομηνία πρόσβασης 27/05/2025]
[4]City Population, Cameroon, Sud-Ouest Region, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [ημερομηνία πρόσβασης 28/05/2025]
[5] City-facts, World- Cameroon-Fako-Mutengene, https://www.city-facts.com/mutengene/population [ημερομηνία πρόσβασης 28/05/2025]
[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο