D. A. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ348/2024, 29/10/2025
print
Τίτλος:
D. A. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ348/2024, 29/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. Τ348/2024

 

29 Οκτωβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 D. A. E.

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 …………………….

 

Γεώργιος Βασιλόπουλος για Δρ. Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, Δικηγόρος για τoν αιτητή

 

Κατερίνα Μιχαηλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 13/02/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3 (α).............

 

(ε) Στις περιπτώσεις όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται δυνάμει των ακόλουθων άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί:

 

(i)   12Βτετράκις(2)(δ),

 

(ii)  12Βτρις,

 

Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο από την Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής:

 

Νοείται ότι, ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ' ων η αίτηση απαιτείται και η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.».

 

Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Κανονισμό, οι καθ’ων η αίτηση δεν εμφανίζονται σε αυτή τη διαδικασία, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να ζητήσει την παρουσία του αρμόδιου οργάνου/ καθ’ ων η αίτηση στην ενώπιον του διαδικασία για να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, εφόσον ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να επιλύει τη διαφορά που τίθεται ενώπιον του στα πλαίσια ορθής απονομής τη δικαιοσύνης.

 

Γι’ αυτό το λόγο, σε περίπτωση που τίθενται νέα δεδομένα ή περίπλοκα ζητήματα ή όπου το Δικαστήριο το κρίνει αναγκαίο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης όπως στην παρούσα περίπτωση, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στο αρμόδιο όργανο να ακουστεί, όπως και έγινε στην υπό εξέταση περίπτωση. Ενόψει του ότι προβλήθηκαν ισχυρισμοί από το συνήγορο του αιτητή περί ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, επειδή λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο και πλημμελούς διερεύνησης των νέων στοιχείων που προσκομίστηκαν από τον αιτητή στην μεταγενέστερη του αίτηση, κάλεσα την Υπηρεσία Ασύλου να εμφανιστεί στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία και να τοποθετηθεί επί των ζητημάτων που έθεσε ο κύριος Βασιλόπουλος, τα οποία τέθηκαν μέσω Γραπτών και προφορικών Αγορεύσεων και από τις δύο πλευρές.

 

Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο και το υπόμνημα της Υπηρεσίας Ασύλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (στο εξής «Καμερούν») και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 18/10/2018, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Αυθημερόν, ο αιτητής παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).

 

Στις 18/02/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (αγγλ. European Union Agency for Asylum – στο εξής: E.U.A.A, τέως E.A.S.O.). Στις 28/02/2022, ο λειτουργός του E.U.A.A.  ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 14/04/2022, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή και αποφάσισε την επιστροφή του στο Καμερούν.  Στις 03/05/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε  την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 05/05/2022. Στις 11/05/2022, καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ’ αριθμόν 2945/22 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, επί της οποίας εκδόθηκε απορριπτική απόφαση στις 20/12/2023. 

 

Στις 13/02/2024, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 13/02/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με το αίτημα του αιτητή. Αυθημερόν, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του, ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στο Καμερούν. Την ίδια ημέρα, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε  την αιτιολόγηση της απόφασής της επί της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν.  Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της Γραπτής του Αγόρευσης υποστηρίζει ότι η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμη διαδικασίας και κατά παράβαση των άρθρων 2 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν εξετάστηκαν εξατομικευμένα τα νέα στοιχεία που προσκόμισε ο αιτητής. Όπως εισηγείται, ο κος Καζαντζής έχει λάβει εξουσιοδότηση από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών και δεν έχει εξουσιοδότηση από το νυν Υπουργό Εσωτερικών και ως εκ τούτου εισηγείται πως τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας του λειτουργού που αποφάσισε για το αίτημα του αιτητή. Πέραν τούτου, επισημαίνει ότι η εξουσιοδότηση που έχει ο κος Καζαντζής αφορά αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου, με βάση το ίδιο το λεκτικό της εξουσιοδότησης, και πως στον διοικητικό φάκελο δεν εντοπίζεται κανένα στοιχείο που να μαρτυρεί το καθεστώς της λειτουργού που συντάσσει την Έκθεση-Εισήγηση.

 

Επίσης επισημαίνει ότι στον Διοικητικό φάκελο προσκομίζεται εξουσιοδότηση του Υπουργού προς την κυρία Χρυσομηλά- Κουτσουμπά, η οποία τότε ήταν Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου, ωστόσο προβάλλει πως η τελευταία, η οποία βρισκόταν με απόσπαση από το Υφυπουργείο Τουρισμού στην Υπηρεσία Ασύλου, δεν βρίσκεται στην Υπηρεσία Ασύλου από τις 08-12-2022, οπόταν και έληξε η περίοδος της απόσπασής της, όπως φαίνεται και από την επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης φύλλο 5272, ημερομηνίας 16-04-2020 αριθμός 324. Είναι θέση του πως μέχρι και σήμερα δεν έχει οριστεί άλλο πρόσωπο για να ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και επομένως, η εξουσιοδότηση που κατέχουν όλοι οι λειτουργοί δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ, από τις 09-12-2022 μέχρι και σήμερα και οι αποφάσεις που λαμβάνουν είναι άκυρες.

 

Είναι θέση του συνηγόρου του αιτητή πως η προβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και εισηγείται όπως ο φάκελος παραπεμφθεί στην διοίκηση για την διεξαγωγή πλήρους συνέντευξης και κρίσης επί της ουσίας και η επίδικη ακυρωθεί δυνάμει του άρθρου 146(4β) του Συντάγματος και του 11(3β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Δ.Δ.Δ.Π. Νόμου.  Τέλος, εισηγείται πως ο λειτουργός που φέρεται να χειρίστηκε την υπόθεση είναι ο CAS27 και δεν προκύπτει το καθεστώς εργασίας του και κατά συνέπεια επειδή στην εξουσιοδότηση απαιτείται τα άτομα αυτά να είναι ορισμένου χρόνου ισχυρίζεται πως ο CAS27 αναρμοδίως αποφάσισε επί του αιτήματος του αιτητή.  Ο κύριος Βασιλόπουλος απέσυρε στη συνέχεια τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, εφόσον η κυρία Μιχαηλίδου προσκόμισε στο Δικαστήριο τον σχετικό διοικητικό φάκελο ο οποίος κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 και από τον οποίο προκύπτει ότι ο CAS27 είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου.  Συνεπώς, κατά την ίδια δικάσιμο ο ισχυρισμός απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση απέρριψε αρχικά τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου αναφέροντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ληφθεί στα πλαίσια της σχετικής εξουσιοδότησης και υποστηρίζοντας πως ο λειτουργός είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών.  Είναι η θέση της κυρίας Μιχαηλίδου ότι το αίτημα του είχε εξεταστεί δεόντως από τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι προέβησαν στην αξιολόγηση όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον τους ως αποδεικνύεται και από τη σχετική Έκθεση-Εισήγηση.  Στη βάση των προαναφερόμενων ισχυρισμών η κυρία Μιχαηλίδου υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να επικυρωθεί από το Δικαστήριο.

 

Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς βάσει των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, της νομολογίας του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, προέχει βεβαίως η εξέταση του προαναφερόμενου λόγου ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε καθότι, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως συνυφασμένο με τη σύννομη λειτουργία της διοίκησης και δυνάμενο να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. Αναστασίου ν ETEK (2003) 3 Α.Α.Δ, 616, Sigma Radio T.VLtd εναντίον Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ, 130), ανατρέχει στα θεμέλια της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  Ως εκ τούτου, εάν αποδεχτώ τον εγειρόμενο λόγο ακυρώσεως, η υπό εξέταση προσφυγή θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων σε ακύρωση. Σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρήσω στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.

 

Ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει πως η εξουσιοδότηση προς τον λειτουργό που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, κύριο Παντελή Καζαντζή, έπαψε να βρίσκεται σε ισχύ, καθώς αυτή είχε δοθεί από προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος σταμάτησε να ασκεί τα καθήκοντά του όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του ο εν ενεργεία Υπουργός.  Στη βάση τούτου, ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο. 

 

Είναι αναγκαίο να παραθέσω σχετική επί του ζητήματος νομολογία. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 63/18, Κυπριακή Δημοκρατία v. AHT Advances Heating Technologies, ημερομηνίας 11/1/2024, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69).   Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.    

 

Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα   (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71,ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση  ότι, «το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην  επηρεάζει  κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω».

 

Η ανωτέρω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκαθαρίζει το ζήτημα και απαντά χωρίς οποιανδήποτε αμφιβολία στον ισχυρισμό που προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή.  Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης υπ'αριθμόν Α.Ε. 27/16, Κασσέρα ν. Δημοκρατίας,ημερομηνίας 4/4/2023, έκρινε ότι η εξουσιοδότηση που παρέχεται από ένα Υπουργό σε ένα πρόσωπο δεν παύει να ισχύει αυτόματα με την αλλαγή του Υπουργού.  Επομένως, εφόσον η εξουσιοδότηση δόθηκε νόμιμα, συνεχίζει να ισχύει ακόμα και μετά την αντικατάσταση του Υπουργού που την εξέδωσε χωρίς να απαιτείται νέα εξουσιοδότηση.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχει ανακληθεί ή τροποποιηθεί από το νέο Υπουργό.

 

Για σκοπούς πληρότητας, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω και απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη υπόθεση υπ'αριθμόν Α.Ε. 47/14 Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α  ημερομηνίας 25/2/21, όπου καθορίζεται η έννοια του «οργάνου» και διαχωρίζεται από το «φορέα του οργάνου» που είναι το πρόσωπο και/ή τα πρόσωπα που το στελεχώνουν.  Επί του ζητήματος αυτού, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ως προς το καίριο αυτό ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι βάσιμη «.η θέση ότι η διοικητική ενέργεια απεκδύεται το θεσμικό μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν σε κάθε στάδιο. Είναι πρόδηλο ότι η συμμετοχική διαδικασία στη διοικητική απόφαση συσχετίζεται με το θεσμικό ρόλο που σε κάθε δεδομένη στιγμή έχει το ένα ή το άλλο φυσικό πρόσωπο. Τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη δεδομένη θέση δεν ενεργούν υπό ιδιότητα άλλη από αυτή που τους έχει εμπιστευθεί η πολιτεία. Όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.»

 

Δεν αμφισβητείται το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου.  Διαφορετική είναι η έννοια του «οργάνου» από αυτήν του «φορέα του οργάνου». Όπως αναφέρεται στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄, Δαγτόγλου, 1977, σελ. 211-212, και υιοθετήθηκε πρόσφατα στην Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ΑΕ 37/14, ημερ. 6.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336 «Όργανο, υπό νομική έννοια, είναι η οργανωτική μονάδα που αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο αρμοδιοτήτων.  Από το όργανο πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τον φορέα του οργάνου.  Ενώ το όργανο είναι μια οργανωτική μονάδα, ο φορεύς του οργάνου πάντοτε φυσικό πρόσωπο . το πρώτο είναι απρόσωπο και συνεχές, ενώ ο δεύτερος είναι προσωπικός, συγκεκριμένος και κατ΄ ανάγκην, χρονικώς περιορισμένος».   

 

Τα όργανα του κράτους λοιπόν είναι θεσμικές οντότητες που διαθέτουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες και το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αναλαμβάνει ή αποχωρεί από μια θέση δεν μπορεί να επηρεάζει τη λειτουργία του οργάνου γιατί πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχεια των διαδικασιών ανεξαρτήτως των αλλαγών που γίνονται στην υπηρεσία.

 

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 1654/2019, Τουφεξής ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/2/2021, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτού του είδους οι πράξεις, οι οποίες άπτονται άμεσα της φύσης και/ή της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων, αντιμετωπίζονται διαχρονικά με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της Διοίκησης και την αρχή της συνέχειας και συνέπειας που θα πρέπει να διέπει την εν λόγω λειτουργία, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου. Συνεπώς, όπως ελέχθη και στην Φάνη Α. Γεωργιάδη, ανωτέρωδε νοείται λογικό να θεωρείται η έννοια του Διευθυντή και/ή διοικητικού προϊσταμένου του εκάστοτε τμήματος της Διοίκησης, εν προκειμένω του Γενικού Διευθυντή της Α.Η.Κ, ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπό του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του. Σχετική είναι και η απόφαση στην Ανδρέα Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υποθ. Αρ. 1226/2014, ημερ. 11.3.2014, στην οποία τονίστηκε ότι η εκάστοτε διοικητική ενέργεια «δεν απεκδύεται το θεσμικό της μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν» καθώς και ότι τα φυσικά πρόσωπα, «όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.». Επισημαίνεται δε περαιτέρω ότι την ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο στην Μαρία Ξάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 907/2015, ημερ. 21.8.2018 και στην Ελένη Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1606/2015, ημερ. 6.9.2018.

 

Ενόψει των πιο πάνω, λοιπόν, καταλήγω ότι δεν τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας, αλλ' αντιθέτως, υφίστατο επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα που παρείχε στη συγκεκριμένη λειτουργό της Α.Η.Κ. τη δυνατότητα και/ή εξουσία να προβεί στην συγκεκριμένη υπογραφή εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή της Αρχής.»

 

Η διάκριση μεταξύ οργάνου και φορέα διασφαλίζει τη θεσμική συνέχεια, εφόσον το διοικητικό όργανο έχει διαρκή νομική υπόσταση και δεν επηρεάζεται από τις εναλλαγές προσώπων που το στελεχώνουν εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά.  Από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 13/2/2024 από τον κύριο Παντελή Καζαντζή που είναι λειτουργός στην Υπηρεσία Ασύλου, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης του προηγούμενου Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/2022, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται κατατεθειμένο ως ερυθρό 208 του διοικητικού φακέλου. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω εξουσιοδότησης, παρέχεται εξουσιοδότηση στο εν λόγω πρόσωπο για άσκηση μέρους των εξουσιών ή εκτέλεση μέρους των καθηκόντων του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης μεταξύ άλλων και έκδοσης αποφάσεων επιστροφής.

 

Δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022 δεν είχε ανακληθεί, η εκχώρηση της σχετικής αρμοδιότητας στον κύριο Παντελή Καζαντζή, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ. Άλλωστε, υπό το φως της ανωτέρω παρατεθείσας νομολογίας, εν τη απουσία ρητής ανάκλησης της σχετικής εξουσιοδότησης δυνάμει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έπαυσε να ισχύει με την ανάληψη καθηκόντων από νέο Υπουργό Εσωτερικών. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Έλαβα υπόψη μου τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον μου λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται η μεταγενέστερη αίτηση.  Ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται αυστηρά στη νομιμότητα της απόφασης που εκδόθηκε επί του μεταγενέστερου αιτήματος, χωρίς δυνατότητα επανεξέτασης της προγενέστερης διοικητικής κρίσης.  Λαμβάνω βεβαίως υπόψη μου, όλα όσα προηγήθηκαν της διαδικασίας που ελέγχεται, προκειμένου να εξεταστεί η απόφαση επί του μεταγενέστερου αιτήματος και μόνον και όχι για να επέμβω στην διαδικασία που προηγήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του παρόντος Δικαστηρίου.  Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε  ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, o αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας ανέφερε ότι ο πατέρας του ήταν παντρεμένος με τρεις συζύγους και ο ίδιος είναι ο κληρονόμος της περιουσίας του. Για χρόνια εξελάμβανε μίσος και απόπειρες δολοφονίας, ενώ μετά τον θάνατο των γονέων του αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στην διαχείριση της περιουσίας του. Μετά την κρίση στο νότιο Καμερούν, οι ετεροθαλείς αδελφοί του εντάχθηκαν με τις αποσχιστικές δυνάμεις βρίσκοντας έτσι αφορμή για να τον απαγάγουν για 72 ώρες, με αποτέλεσμα να του σπάσουν το χέρι του (ερυθρό 8 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε πως έχει καταγωγή από το Καμερούν και συγκεκριμένα από την πόλη Limbe, στο Νοτιοδυτικό Καμερούν. Αργότερα μετακόμισε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πόλη Tiko, ενώ δήλωσε ότι τρεις μήνες πριν εγκαταλείψει την χώρα διέμεινε στην Douala. Δήλωσε άγαμος, άτεκνος καθώς και ότι έχει μια μικρότερη αδελφή και 5 ετεροθαλείς αδελφές, για τις οποίες δεν γνωρίζει καμιά πληροφορία ως προς το που βρίσκονται σήμερα. Ως προς την επαγγελματική του εμπειρία, δήλωσε ότι προτού εγκαταλείψει το Καμερούν εργαζόταν σε φυτείες. Τέλος, σχετικά με την κατάσταση της υγείας του, ο αιτητής προσκόμισε έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι διαγνώστηκε θετικός στην ηπατίτιδα Β κατόπιν εξετάσεων που υποβλήθηκε στη Δημοκρατία (ερυθρά 72-67 του διοικητικού φακέλου).

 

Σε σχέση με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης υποστήριξε ότι η αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του οφείλεται σε σοβαρές οικογενειακές και πολιτικές διώξεις. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, προέκυψαν έντονες διαμάχες μεταξύ των συγγενών για την περιουσία του εκλιπόντος, παρά την ύπαρξη νόμιμης διαθήκης που τον όριζε ως κληρονόμο συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων. Μάλιστα, η διεκδίκηση της περιουσίας από έτερα μέλη της οικογένειας κλιμακώθηκε σε απειλές και πράξεις βίας. Περαιτέρω, ανέφερε ότι δύο ετεροθαλή αδέλφια του, που είχαν ενταχθεί σε αποσχιστικές ομάδες, τον απήγαγαν και τον κακοποίησαν, κρατώντας τον αιχμάλωτο σε δασική περιοχή μέχρι που επενέβησαν οι στρατιωτικές δυνάμεις και τον απελευθέρωσαν.

 

Κατόπιν, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και παρέμεινε για περίπου δύο μήνες. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, όπως ισχυρίστηκε, έγινε απόπειρα δηλητηρίασής του από συγγενικά πρόσωπα, τα οποία φέρεται να συνελήφθησαν. Μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, υποστήριξε ότι δέχθηκε νέες απειλές και επιθέσεις, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να εισαχθεί εκ νέου σε νοσοκομείο στη Douala, όπου νοσηλεύτηκε για επιπλέον χρονικό διάστημα. Έτσι, λόγω της συνεχούς στοχοποίησης, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα. Επιπλέον, ανέφερε ότι στο μεταξύ πληροφορήθηκε πως ο στρατός τον αναζητούσε, καθώς υπήρχαν πληροφορίες πως ανήκει στους αποσχιστές και ότι είχε παραπλανήσει τις αρχές όταν διασώθηκε. Ισχυρίζεται ότι έγιναν έρευνες στην κατοικία του και στον χώρο εργασίας του, ενώ αναφέρθηκε και σε κακομεταχείριση της αδελφής του από τις στρατιωτικές αρχές. Τέλος, την παραμονή της αναχώρησής του, ισχυρίστηκε πως σημειώθηκαν νέες πράξεις βίας στη γειτονιά του από τις στρατιωτικές δυνάμεις (για όλα τα παραπάνω βλ. ερυθρά 57-67, του διοικητικού φακέλου).

 

Με το πέρας της συνέντευξης ο αιτητής κατέθεσε τα πιο κάτω αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη των ισχυρισμών του: 

 

1.    Αντίγραφο πιστοποιητικού γέννησης εκδοθέν από τις αρχές του Καμερούν

2.    Βεβαίωση υπηρεσίας στην εταιρεία Cameroon Development Corporation (CDC), εκδοθείσα στις 19/9/2018

3.    Αυθεντική κάρτα εργαζομένου της εταιρείας CDC

4.    Φωτογραφίες οι οποίες απεικονίζουν τον Αιτητή σε νοσοκομείο κατόπιν εγχείρησης.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο αιτητής, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του αιτητή (2) Μακροχρόνια διαφορά του αιτητή με την οικογένειά του (3) Απαγωγή του αιτητή από τους δυο γιούς της συντρόφου του πατέρα του σε συνεργασία με τους αποσχιστές και διάφορες απόπειρες δολοφονίας σε βάρος του και (4) Ο αιτητής αναζητείται από τις αρχές του Καμερούν ως μέλος αποσχιστικής οργάνωσης.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τους καθ’ ων η αίτηση, καθότι κρίθηκε αξιόπιστος τόσο από πλευράς εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας. Ομοίως, αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ισχυρισμός, περί της ύπαρξης οικογενειακής διαμάχης, καθότι οι ισχυρισμοί του αιτητή αξιολογήθηκαν ως συνεπείς και λεπτομερείς.  Αντιθέτως, οι λοιποί ισχυρισμοί δεν έτυχαν αποδοχής.

 

Ειδικότερα, όσον αφορά στον τρίτο ισχυρισμό, αυτός απορρίφθηκε λόγω ασυνέπειας και έλλειψης τεκμηρίωσης εκ μέρους του αιτητή. Συγκεκριμένα, είναι θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν απέδειξε σύνδεσμο με την αποσχιστική ομάδα, ούτε εξήγησε πειστικά πώς επέζησε ή τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον του. Οι δηλώσεις του κρίθηκαν ελλιπείς και ασαφείς ως προς τα γεγονότα και τα πρόσωπα που εμπλέκονταν. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, παρά την αναζήτηση πληροφοριών για το γενικό πλαίσιο, δεν εντοπίστηκαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του. Οι φωτογραφίες που υπέβαλε θεωρήθηκαν γενικές και μη συνδεόμενες με τα γεγονότα. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του στερούνταν αξιοπιστίας, με αποτέλεσμα την απόρριψη του ισχυρισμού.

 

Ακολούθως, αναφορικά με τον τέταρτο ισχυρισμό, αυτός απορρίφθηκε λόγω ελλιπών και ασυνεπών δηλώσεων.  Αναλυτικά, όπως υποστηρίζουν οι καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής δεν εξήγησε πειστικά πώς πληροφορήθηκε ότι τον αναζητούσε ο στρατός, ούτε αιτιολόγησε τις αλλαγές στις ημερομηνίες διαμονής του στη Douala. Οι αναφορές του για τη συμμετοχή του σε διαδηλώσεις κρίθηκαν γενικές, ενώ δεν απέδειξε πώς διέφυγε από τη χώρα παρότι υποτίθεται ότι τον αναζητούσαν. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, αν και αναγνωρίστηκε ότι οι αρχές του Καμερούν προβαίνουν σε σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας οδήγησε στην απόρριψη του ισχυρισμού στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή, της ταυτότητας και της χώρας καταγωγής του ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στο Αγγλόφωνο Καμερούν, ότι στην Νοτιοδυτική Επαρχία υφίστανται πολλαπλές κλιμακώσεις βίας και εντάσεων ανάμεσα σε κυβερνητικές δυνάμεις και αγγλόφωνους αποσχιστές. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του, να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη. Αντιθέτως, αναφορικά με τον δεύτερο αποδεκτό ισχυρισμό, παρά τις πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του σε σχέση με τις ελλείψεις του δικαστικού συστήματος του Καμερούν, είναι θέση των καθ’ ων η αίτηση πως δεν προκύπτει κάποιος κίνδυνος δίωξης άμα τη επιστροφή του, καθότι ο ίδιος διατηρεί τους τίτλους ιδιοκτησίας και θα μπορέσει να εδραιώσει νομικά τα δικαιώματα του επί της περιουσίας του. Περαιτέρω, εφόσον ο ίδιος ήταν σε θέση να διατηρήσει την κατοχή τους παρά τις οχλήσεις και απειλές, συνάγεται από τους καθ’ ων η αίτηση ότι δεν αναμένεται να τύχει οποιασδήποτε μεταχείρισης που να ισοδυναμεί με δίωξη.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτητή σε έναν από τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.  Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια των παραγράφων (α) και (β) του άρθρου 19. Αξιολογώντας τις προϋποθέσεις της παραγράφου (γ) του ίδιου άρθρου, ο αρμόδιος λειτουργός, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην πόλη Tiko της Νοτιοδυτικής Επαρχίας του Καμερούν, τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή, και λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, κατέληξε πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις υπαγωγής του στο συγκεκριμένο άρθρο. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα του απορρίφθηκε στο σύνολό του. Στις 11/05/2022, καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ’ αριθμόν 2945/22 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, επί της οποίας εκδόθηκε απορριπτική απόφαση στις 20/12/2023. 

 

Στις 13/02/2024, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία. Κατά την καταχώριση, ο αιτητής δήλωσε πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του λόγω της συνεχούς απειλής και του φόβου από τον στρατό και από τους αυτονομιστές. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του καθώς έχει κηρυχθεί καταζητούμενος σε όλη τη χώρα, ενώ οι ένοπλοι άντρες εξακολουθούν και «συνιστούν απειλή» παρά την εξαφάνισή του (ερυθρό 204 του διοικητικού φακέλου).

 

Με την κατάθεση της μεταγενέστερης αίτησής του ο αιτητής υπέβαλε τα πιο κάτω έγγραφα:

 

1.    Ένορκη δήλωση σχετικά με τις επιθέσεις και την κακομεταχείριση που υπέστη προ της αναχώρησής του από την χώρα καθώς και σχετικά με τον διαρκή κίνδυνο απειλής που ισχυρίζεται πως διατρέχει (ερυθρό 186-189, του διοικητικού φακέλου).

2.    Πρώτο ιατρικό πιστοποιητικό, εκδοθέν στις 30/03/2017 (ερυθρό 191, του διοικητικού φακέλου)

3.    Δεύτερο ιατρικό πιστοποιητικό, εκδοθέν στις 30/03/2027 (ερυθρό 190, του διοικητικού φακέλου)

4.    Ακτινογραφία (ερυθρό 192, του διοικητικού φακέλου)

5.    Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης σε βάρος του αιτητή, εκδοθέν στις 19/01/2023 (ερυθρό 193-194, του διοικητικού φακέλου)

 

Προχωρώντας στη προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα πιο κάτω [υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου]:

 

[…] «Αξίζει να σημειωθεί ότι, η προσκόμιση του εγγράφου του αλλοδαπού από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας καταγωγής του αναφέρονται οι λόγοι κατά τους οποίους ο αλλοδαπός δεν θα πρέπει να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Παρόλο, που το εν λόγω έγγραφο είναι συναφές με το αίτημά του, εντούτοις αποτελεί αντίγραφο έγγραφο και όχι πρωτότυπο και στο έγγραφο αυτό αναφέρονται αυτά που ισχυρίζεται ο αλλοδαπός και συνεπώς το εν λόγω έγγραφο κρίνεται αναξιόπιστο (Π.Β. ερυθ. 189- 186). […] Με την μεταγενέστερη αίτηση, δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, (αλλά επανέλαβε τους ίδιους). Ειδικότερα, ο Αλλοδαπός κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ισχυρίστηκε ότι καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν ως μέλος της συμμετοχής του στους αυτονομιστές. Επίσης, ο αλλοδαπός ισχυρίστηκε ότι αναγνωρίστηκε από τον στρατό ως αυτονομιστικό μέλος μιας και οι στρατιωτικοί τον αναζητούσαν (Π.Β. ερυθ. 43-30). Αξίζει να σημειωθεί ότι σχετικά με το ιατρικό πιστοποιητικό που έχει προσκομίσει με την μεταγενέστερη αίτησή του, έχει ξανά αναφερθεί σε αυτό κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του όπου επίσης προσκόμισε και φωτογραφίες όπου απεικονίζεται ο ίδιος όπου διαφαίνεται ότι είχε υποβληθεί σε εγχείρηση (Π.Β. ερυθ. 38-36, ερυθ. 192-190, ερυθ. 185-183, ερυθ. 179-174). Οι ισχυρισμοί του εξετάστηκαν κατ' ουσίαν και απορρίφθηκαν. Με την μεταγενέστερη αίτηση ο Αλλοδαπός ισχυρίστηκε ότι υποβάλλει αίτημα διεθνούς προστασίας, λόγω της συνεχούς απειλής και του φόβου από τον στρατό και από τους αυτονομιστές. Ο αλλοδαπός ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα του καθώς έχει κηρυχθεί καταζητούμενος σε όλη τη χώρα (Π.Β. ερυθ. 206-174). Επομένως, τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αλλοδαπός με την μεταγενέστερη αίτησή του δεν αποτελούν νέα στοιχεία».

 

Η εν λόγω απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.  Προτού ασχοληθώ με το μεταγενέστερο αίτημα ως υποβλήθηκε, αλλά και με την εξέτασή του από την Υπηρεσία Ασύλου, κρίνω αναγκαίο να καταγραφεί το πλαίσιο εντός του οποίου οφείλει το Δικαστήριο να κινηθεί για να αποφασίσει για τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής και εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.- (1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο –

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην  οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».

 

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύ- γων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«12Βτετράκις.-...

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

[…]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή...».

 

Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης. Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη.

 

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα, αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης.

 

Είναι δεδομένο, πως η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αίτησης του αιτητή, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή στο Δικαστήριο, όπως συνέβηκε στην περίπτωση του αιτητή. Η προσβολή στο Δικαστήριο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αρχικής αίτησης του αιτητή, δημιουργεί τελεσιδικία και το όποιο μεταγενέστερο αίτημά του, δεν συνεπάγεται νέα και πλήρη εξέταση.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, κατόπιν μελέτης της Έκθεσης - Εισήγησης, απόσπασμα της οποίας παραθέτω πιο πάνω, παρατηρώ ότι ο λειτουργός που την συνέταξε αναφέρει πως τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής με την μεταγενέστερη αίτηση του δεν αποτελούν νέα στοιχεία, είτε επειδή είναι αντίγραφα, είτε επειδή είναι σχετικά με τους ισχυρισμούς που τέθηκαν προηγουμένως. Λανθασμένα οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν καταλήξει ότι τα νέα έγγραφα που προσκομίστηκαν από τον αιτητή μαζί με την μεταγενέστερη του αίτηση δεν συνιστούν νέα στοιχεία. Το γεγονός ότι δεν διαφοροποιείται ο πυρήνας του αιτήματός του και των ισχυρισμών που προωθεί ο αιτητής, δεν σημαίνει ότι επιδρά εκ προοιμίου αντίθετα στο να θεωρηθεί ότι τα νέα έγγραφα που προσκομίστηκαν από πλευράς του αιτητή και τα οποία δεν είχαν τεθεί στο στάδιο εξέτασης της αρχικής αίτησής του ή στα πλαίσια της προσφυγής του, δεν συνιστούν νέα στοιχεία.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα που έχει ενώπιον του. Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Σε σχέση με τα έγγραφα, θα πρέπει να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο δεν επιχείρησε να διασταυρώσει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται σ ’αυτά με πηγές πληροφόρησης, ούτε αξιολόγησε τον τύπο των εγγράφων και δεν ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης προκειμένου να καταλήξει σε ορθή εκτίμηση.

 

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τον «Πρακτικό Οδηγό της EASO για την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων» τα έγγραφα που παρουσιάζει ο αιτητής ως αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη των ισχυρισμών του πρέπει να εξετάζονται διεξοδικά και πρέπει να αξιολογούνται ως προς τη συνάφεια τους με τους ισχυρισμούς του αιτητή, ως προς το περιεχόμενο, τη φύση και τον συντάκτη τους. Τα έγγραφα πρέπει να εξετάζονται από κοινού με άλλα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει για να τεκμηριώσουν το συγκεκριμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό το οποίο προορίζονται να στηρίξουν, καθώς και με άλλα στοιχεία της αξιολόγησης της αξιοπιστίας.[1]

Παραθέτω απόσπασμα από την σελίδα 107 του Εγχειριδίου της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, "Αξιολόγηση Αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο κοινού Ευρωπαϊκού συστήματος για το άσυλο" (έτος 2018) στο οποίο αναφέρονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

"Στην υπόθεση Singh κατά Βελγίου, ο αιτών επικαλέστηκε έγγραφα που είχαν τη μορφή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από υπάλληλο της UNHCR στο Νέο Δελχί με επισυναπτόμενες βεβαιώσεις όπου αναφερόταν ότι οι αιτούντες είχαν καταχωριστεί ως πρόσφυγες στο πλαίσιο της εντολής της UNHCR

(320). Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράλειψη εκ μέρους του κράτους κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της αίτησης του αιτούντος, διότι δεν προέβη σε πρόσθετη έρευνα για τη γνησιότητα των εγγράφων αυτών, τα οποία χαρακτηρίζονταν «όχι αμελητέας σημασίας», ενώ θα ήταν εύκολο να πραγματοποιηθεί έλεγχος της γνησιότητάς τους μέσω της UNHCR ( 321). Λόγω του ότι δεν εκτελέστηκαν οι ενέργειες αυτές στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι διενεργήθηκε η προσεκτική και αυστηρή έρευνα που αναμένεται από τις εθνικές αρχές. "

 

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην υπόθεση C921-19, LH v. Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερομηνίας 10/6/2021, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με την μεταγενέστερη αίτηση αλλά και την αναγκαιότητα διεξοδικής εξέτασης των προσκομισθέντων εγγράφων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«32 Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η μεταγενέστερη αίτηση συνιστά αφ’ εαυτής αίτηση διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 31, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, εξετάζουν την αίτηση αυτή σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου II της εν λόγω οδηγίας.

[……….]

 

34   Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προ- βλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

 

35  Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

 

Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

 

[……….]

 

37 Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

 

[……….]

 

40.  (.) δεδομένου ότι το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 δεν διακρίνει μεταξύ πρώτης αίτησης για διεθνή προστασία και μεταγενέστερης αίτησης όσον αφορά τη φύση των στοιχείων ή των πορισμάτων βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95, η αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων προς στήριξη των αιτήσεων αυτών πρέπει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95.

 

[……….]

 

44. ………κάθε έγγραφο που προσκομίζει ο αιτών προς στήριξη της αίτησής του για διεθνή προστασία πρέπει να θεωρείται στοιχείο της αίτησης αυτής προς συνεκτίμηση, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, και, κατά συνέπεια, η αδυναμία εξακρίβωσης της γνησιότητας του εγγράφου αυτού ή η έλλειψη κάθε αντικειμενικά επαληθεύσιμης πηγής δεν δικαιολογεί αφ' εαυτής τον αποκλεισμό ενός τέτοιου εγγραφου από την εξέταση στην οποία υποχρεούται να προβεί η αποφαινόμενη αρχή, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 31 της οδηγίας 2013/32.

 

45.Επομένως, όσον αφορά μεταγενέστερη αίτηση, η μη εξακρίβωση της γνησιότητας εγγράφου δεν μπορεί να οδηγήσει στην άνευ ετέρου διαπίστωση του απαράδεκτου της αίτησης αυτής, χωρίς να εξεταστεί το ζήτημα αν το έγγραφο αυτό συνιστά νέο στοιχείο ή πόρισμα και, ενδεχομένως, αν αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

 

[……….]

 

 

50 Επομένως, η εξέταση του ζητήματος αν η μεταγενέστερη αίτηση στηρίζεται σε νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ύπαρξης, προς στήριξη της αίτησης αυτής, στοιχείων ή πορισμάτων που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απόφασης επί της προγενέστερης αίτησης και επί των οποίων δεν μπόρεσε να στηριχθεί η απόφαση αυτή, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

 

[……….]

 

53 Ως εκ τούτου, μόνο στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της εξακρίβωσης του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης, όπως περιγράφεται στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, μπορεί η εκτίμηση της αποφαινόμενης αρχής να αφορά την εξακρίβωση του κατά πόσον τα νέα στοιχεία και πορίσματα που προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα είναι ικανά να αυξήσουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.».

 

Συνεπώς, το αρμόδιο όργανο όφειλε να εξετάσει τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του σε βάθος και να συνεκτιμηθούν με τα υπόλοιπα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του.  Όφειλαν να αξιολογήσουν τα έγγραφα ως προς το περιεχόμενό τους, τη φύση τους, το συντάκτη τους και να αξιολογήσουν κατά πόσο αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας έρευνα που δεν διεξάχθηκε από το αρμόδιο όργανο.  Οι καθ’ων η αίτηση αγνόησαν τα έγγραφα και αρκέστηκαν στην τοποθέτησή τους πως δεν αποτελούν νέα στοιχεία, παρόλο που πρώτη φορά τέθηκαν ενώπιον τους.

 

Σε σχέση μάλιστα με το έγγραφο που προσκόμισε ο αιτητής από το Ανωτατο Δικαστήριο της χώρας του το οποίο φέρει ημερομηνία 30/1/2024 αναφέρεται στην έκθεση/εισήγηση πως είναι συναφές με το αίτημα του αλλά επειδή είναι αντίγραφο και όχι πρωτότυπο και στο έγγραφο αναγράφονται τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής στην διαδικασία που προηγήθηκε, το έγγραφο κρίθηκε αναξιόπιστο.  Τα αρμόδια όργανα έχουν την υποχρέωση να επαληθεύουν την ποιότητα των εγγράφων, βασιζόμενα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, επειδή κάθε χώρα έχει το δικό της σύστημα και τα έγγραφά της διαφέρουν ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο.  Το ότι ένα έγγραφο είναι αντίγραφο, δεν μπορεί από μόνο του το γεγονός αυτό να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι αναξιόπιστο.

 

Η σωστή αξιολόγηση των εγγράφων διασφαλίζει πως όλες οι πληροφορίες που παρέχονται είναι ακριβείς και πλήρεις, στοιχεία που είναι θεμελιώδες για να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση.  Η ορθή ανάλυση των εγγράφων μειώνει τις πιθανότητες να περάσουν απαρατήρητες χρήσιμες πληροφορίες ή να γίνουν λανθασμένες ερμηνείες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εσφαλμένες αποφάσεις.  Το ότι αποτελεί αντίγραφο, ή το ότι σχετίζεται με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε και δεν έγιναν αποδεκτοί στα πλαίσια εξέτασης του αρχικού του αιτήματος, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είναι αναξιόπιστο.  Επίσης, το ότι το περιεχόμενό του ταυτίζεται με όσα ανέφερε ο αιτητής στη διαδικασία που προηγήθηκε, επίσης αυτό δεν συνεπάγεται ότι εξετάστηκε προηγουμένως, εφόσον δεν είχε τεθεί στη διαδικασία που προηγήθηκε.

 

Το αρμόδιο όργανο παρέλειψε να εξετάσει την ουσιαστική αξία των νέων στοιχείων και εσφαλμένα θεώρησε ότι τα έγγραφα δεν αποτελούν νέα στοιχεία, ενώ μάλιστα το έγγραφο που προσκόμισε ο αιτητής από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας του φέρει ημερομηνία 30/1/2024 (ερυθρά 186-189, του διοικητικού φακέλου) και το ένταλμα σύλληψης φέρει ημερομηνία 19/1/2023 (ερυθρά 193,194, του διοικητικού φακέλου) αλλά ούτως ή άλλως τα έγγραφα αυτά ούτε προσκομίστηκαν προηγουμένως, ούτε αξιολογήθηκαν.  Πρόσθετα, δεν αιτιολόγησαν ειδικώς γιατί θεωρεί τα προσκομισθέντα έγγραφα αναξιόπιστα ή επουσιώδη, παραβιάζοντας την υποχρέωσή τους για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της διοικητική πράξης. 

 

Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων και από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης,  επιτυγχάνει και ως εκ τούτου κρίνω ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σε σχέση με την έκταση του ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου επί της μεταγενέστερης αίτησης, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση υπ’αριθμόν C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερομηνίας 9/9/2020, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«60  Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέ- τως της ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης της προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβα- νόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ’ ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.».

 

Συνεπώς, προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα πως ο αιτήτης στην ενώπιον μου διαδικασία είναι αρκετό να αποδείξει πως το αρμόδιο όργανο είχε νέα στοιχεία τα οποία δεν εξέτασε ενώ όφειλε να τα εξετάσει και να τα αξιολογήσει πριν την έκδοση απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, όπως δηλαδή ακριβώς συνέβη και στην υπό εξέταση υπόθεση.  Συνάγεται πως το Δικαστήριο έχει υποχρέωση στα πλαίσια απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος να εξετάζει μέχρι το σημείο κρίσης του παραδεκτού και όχι να εξετάζει τα νέα στοιχεία που υποβλήθηκαν.

 

Προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου και από όσα έχω επεξηγήσει προηγουμένως, πως τα όσα προσκόμισε ο αιτητής στα πλαίσια της μεταγενέστερης του αίτησης συνιστούν νέα στοιχεία, τα οποία όφειλε να εξετάσει με το δέοντα τρόπο το αρμόδιο όργανο. Ουδόλως άλλωστε παραγνωρίζεται η πλημμελής αξιολόγηση στην οποία προέβη το αρμόδιο όργανο κατά το στάδιο της διερευνητικής διαδικασίας, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται ανωτέρω.

 

Για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα €1600, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] EASO, Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Μάρτιος 2015, σ. 18 και 24-25

 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/PG%20Evidence%20Assessment%20-%20EL.pdf

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο